Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2014

ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΕΙΣ ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ

Ο πυρετός στο αίμα σκέψεις καυτές γεννάει, κι όταν κοχλάζει το μυαλό σε πράξεις εξημμένες οδηγεί, και τούτη η έξαψη δεν είναι παρά έρωτας.
                                        «Σαίξπηρ. Τρωϊλος και Χρυσηίδα»

                   

   Αλκης, Παύλος, Θάνος,  Νικόλας, Πάρης.
Άντρες ή αντρικά ονόματα;
Ιδού το ερώτημα που ταλανίζει τη Βίκυ χρόνια τώρα  και τη βάζει περιπλανώμενη στα μυστικά και σκοτεινά μονοπάτια της αντρικής ψυχοσύνθεσης ν΄ αναζητά αδιάκοπα μιαν απάντηση. “Πάψε να αναλύεις και να ψάχνεις τους άντρες” είναι η αιώνια κουβέντα της φίλης της Τζίνα. “Δίκιο έχεις. Αλλά  τι να κάνω; Αυτό είναι το χούι μου” της αντιγυρίζει εκείνη.
Εδώ που τα λέμε έφταιξε και η μάνα της που δεν της τα έμαθε καλά, αλλά και  η ίδια που άφηνε κατεργάρηδες να παραβιάζουν τη πόρτα της. Ας όψεται η ανάγκη όμως να νοιώσει, και πάνω απ΄ όλα να είναι ο εαυτός της. 
Τελικά  το κόστος  ήταν μεγάλο. Πάρε τη «φάπα» σου Βικούλα, έτσι για να καταλάβεις τι σημαίνει πάτος.
Και η πλάκα ήταν, δηλαδή τι πλάκα, καλλίτερα κατάντια να πούμε, κάθε φορά που έφτανε πάτο «χτυπούσε» λιπαρά, με αποτέλεσμα να φοβάται στο τέλος να αντικρίζει  τον καθρέφτη της.
 Κάπου όμως έπρεπε να ξεσπάσει. Και αφού δεν  μπορούσε να χειροδικήσει κυριολεκτικά και μεταφορικά, άφηνε τον εαυτόν της έρμαιο των λιπαρών ουσιών.
Από που ν’ αρχίσει και που να τελειώσει. Κάθε ιστορία κι ένα ανεμοσκόρπισμα.
Τέλος πάντων, ποτέ δεν είναι αργά, έστω και τώρα στο μεσημέρι της  ζωής της, να καταλάβει πως δεν χρειάζεται να βάζεις μαράζι στη καρδούλα σου για κανένα αρσενικό. Φτάνει να μπορείς να δεις τα πράγματα από μια απόσταση, και κυρίως οι εμπειρίες που κουβαλάς πάνω σου, στο τέλος να αφήνουν μια γεύση μέντας.

---------------
Κάθισε στην υγρή άμμο. Έβγαλε από τη τσέπη του πουκαμίσου της το πακέτο με τα τσιγάρα κι άναψε ένα.
Ήταν όλα τόσο ήσυχα. Ακόμα και Αντρίκος ο τετράποδος φίλος της που στεκόταν δίπλα της,  ρέμβαζε  τη γαληνεμένη θάλασσα.
Σήκωσε το βλέμμα της ψηλά στο βράχο. Πόσο ήθελε να πετάξει. Να ταξιδέψει και πάλι μέσα στα χρώματα του δειλινού όπως εκείνο το καλοκαιριάτικο απόγευμα  που  αντάμωσε τον Θάνο πρώτη φορά σ΄ αυτό το μέρος.
«Σ΄ έχω δει πολλές φορές εδώ. Πάντα μόνη, ασάλευτη,  παραδομένη στις σκέψεις σου» της είχε πει και έμοιαζε να γνώριζε πως κάτι την βασάνιζε.
Η αλήθεια είναι πως η Βίκυ εκείνη τη χρονική στιγμή που ο Θάνος ήρθε στο διάβα της, ένοιωθε βαθιά πίκρα κι απογοήτευση, καθώς έβλεπε  τους θυμούς της γενιάς της να πηγαίνουν στα χαμένα και  το τοπίο του έρωτα να εναλλάσσεται  στα χρώματα  του μαύρου και του γκρίζου.
 «Θέλω να δω τη πράσινη αχτίδα» ήταν τα λόγια της κι  είχαν ηχήσει   σαν κραυγή. 
«Έλα μαζί μου»
«Πού;»τον ρώτησε με παιδική αφέλεια.
«Να, σε κείνο το βράχο, που σαν στέκεσαι στη κορυφή του, μπορείς ν΄ ακούσεις τη φωνή για  την ανατολή να λέει: «ώ χρυσέας αμέρας βλέφαρον».  Να τον βλέπεις να πίνει τον ήλιο στα μεσημέρια του καλοκαιριού και  να πετάει η ψυχή σου μέσα στα χρώματα του δειλινού».
Αυτό ήταν. Ένα φως από ψηλά άνοιξε το όστρακό της και  την τράβηξε απ΄ τους βυθούς της  γεμίζοντας  πάλι τη ζωή της με ανάσες και έρωτα. Μια στιγμούλα μόνο αρκεί ν΄ ανταμωθούν ψυχές και σώματα, κι έτσι απλά να ξεκινήσουν το ταξίδι τους.

«Ούφ! τι μ΄ έπιασε πάλι. Άλλες εποχές, άλλες μελωδίες», μονολόγησε. “Αντρίκο, φύγαμε” είπε στο πιστό της φίλο και πήραν τον δρόμο της επιστροφής.

Φθάνοντας στο σπίτι, ένοιωθε  τη βελόνα της διάθεσης να χτυπάει μηδέν. Ανήμπορη να αντιδράσει, τριγυρνούσε σαν αερικό μέσα σε μια διάχυτη σιωπή. Κάπου - κάπου έριχνε λοξές ματιές στον Αντρίκο, που  αραχτός στη γωνιά του έτρωγε με ηδονή ένα κόκαλο.
Ο εγκέφαλος δεν θέλει πολλά. Δίνει σήμα για λιπαρά κι οδηγεί τα βήματά της μπροστά στο ψυγείο, που είναι πάντα γεμάτο με γιαούρτια για εποχές αποτοξίνωσης, και οικογενειακά παγωτά για στιγμές αδιεξόδων.
Είναι επιρρεπής, όπως της λέει η Τζίνα, στα λιπαρά. Στην ουσία είναι επιρρεπής στα παραμύθια των ανδρών. Μπαίνουν στη ζωή της σαν κατεργάρηδες και μετά τη σκορπούν σαν αστρόσκονη στο σκούρο μπλε του γαλαξία. «Βίκυ μη πετάς, να περπατάς» είναι η ατάκα  της φίλης της κάθε φορά που τη βλέπει έτοιμη ν΄ απογειωθεί. Η  Βίκυ όμως δεν την ακούει με αποτέλεσμα στο τέλος  να γκρεμοτσακίζεται μένοντας με την απορία, “αν ήταν άντρες ή αντρικά ονόματα”.
 Ξαφνικά η εφεύρεση του Μπελ σπάει τη σιωπή. Μήπως έχει παραισθήσεις;
Σέρνει τα πόδια της μέχρι το σαλόνι και με το παγωτό ανά χείρας  σηκώνει το ακουστικό. Από την άλλη άκρη ακούγεται μια αντρική  φωνή να ζητά κάποια Μίρκα. Γαμώτο! να μη με λένε Μίρκα σκέφτεται.
«Λάθος κάνατε» του λέει γλυκά και το κλείνει.
Δεν περνούν δευτερόλεπτα  και ο Μπέλ  ξαναχτυπά.
«Καλέ μου, σου είπα  πως δεν είμαι η Μίρκα»
«Και τι πειράζει; Είμαι μόνος. Θέλεις  να μιλήσουμε λίγο;» τη ρωτά εκείνος.
Η επιρρεπής των λιπαρών μη έχοντας κάτι καλλίτερο να κάνει, αράζει στον καναπέ δίνοντας  στον νυχτερινό «επισκέπτη» το πράσινο φως να της κάνει παρέα.
Αυτή όμως δεν ήταν  παρέα. Ανάκριση πρώτου βαθμού ήταν. Φαίνεται παιδιόθεν ο τύπος είχε απωθημένο να γίνει ανακριτής, αλλά δεν του έκατσε. Ήθελε σώνει και καλά μέσα σε ένα βράδυ να μάθει τα πάντα για τη ζωή της. Να του πει τις εμπειρίες της, ένεκα  μεγαλύτερη. Να αναπτύξει τις ιδέες της περί γάμου και ανθρώπινων σχέσεων ένεκα ελεύθερη. Στέγνωσε το σάλιο της να του λέει.  Όμως δεν άργησε  και κείνου η σειρά  να φάει  μια ανακρισούλα. Όχι που θα γλίτωνε από την Βίκυ.
Ο εν λόγω  λοιπόν, λεγόταν Αλκης. Παντρεμένος στο «περίπου». Παιδάκι ένα κι επιχειρηματίας. Σαφώς «αυτοδημιούργητος». Εδώ κι ένα χρόνο έχει σταματήσει τις κραιπάλες και τις γκομενοδουλιές  (όπως τη Μίρκα δηλαδή, που ξαφνικά έγινε Βίκυ) και το έχει ρίξει  στη διανοητική γυμναστική. Διαβάζει ποίηση κι αγαπά τον Καβάφη και τον Έλιοτ. Σκέτη αποκάλυψη. Τελικά το Σαββατόβραδο της έκρυβε εκπλήξεις κι η μοναξιά αποκτούσε ενδιαφέρον. Όμως τα «καλά» κρατάνε λίγο. Γιατί εντελώς στο άσχετο,  τη ρώτησε  με τι μάρκα αυτοκίνητο κυκλοφορεί.
«Δεν έχω αυτοκίνητο καρντιά μου» του είπε  χαριτωμένα ενώ προσπαθούσε να καταλάβει την ερώτηση.
Η απορία της  έφυγε  με μιας, μόλις της ανακοίνωσε  πως το δικό του αυτοκίνητο είναι Πόρσε και τι χρώμα.... Λαχανι!  Ωχ! Που να το άκουγε η Τζίνα σκέφτηκε. Ο τύπος ξέχασε και τους ποιητές και τους φιλοσόφους. Άπιαστος ο πομφόλυγας. Που πάω και πέφτω η ηλίθια σκέφτεται και φορτσάρει αμέσως για τη μεγάλη έξοδο.
«Ξέρεις  Άλκη, περιμένω κάποιο τηλεφώνημα. Χάρηκα για την κουβέντα».
«Μια στιγμή….μη κλείνεις. Γράψε το κινητό μου, κι αν θέλεις στείλε μου κανένα μήνυμα» της απαντά με αγωνία.
«Εντάξει το γράφω. Αλλά δεν σου υπόσχομαι τίποτα. Καληνύχτα»

Ξημερώνει  μια  ζεστή Κυριακή.
Η Βίκυ ξυπνά από τα καψουροτράγουδα του γείτονα κυρίου Μάκη. «Βρε λύσσα κακιά και εμείς ερωτευθήκαμε αλλά δεν κάναμε έτσι» μονολογεί  η Βίκυ, και με βαριά ακόμα τα βλέφαρα σηκώνεται. Ο μούργος που όλο το βράδυ είχε στρατοπεδεύσει στο κρεβάτι της, πετάγεται  κι αυτός σαν ελατήριο και την ακολουθεί στη κουζίνα  βολίδα .
Η Τζίνα δεν  πήρε τηλέφωνο ακόμα. Άραγε τι να κάνει, να περνάει καλά; ή… αναρωτιέται τη στιγμή που βάζει  νερό στη καφετιέρα. Δεν προλαβαίνει να τελειώσει τη σκέψη της κι η Τζίνα σκάει μύτη στο τηλέφωνο.
«Υπναρούλα  καλημέρα. Ακόμα κοιμόσαστε ρε; Δέκα είναι η ώρα.»
«Δέκα; Ε, και; Μήπως έχουμε τραχανά απλωμένο και δεν το ξέρουμε;»
«Καλά, μου φαίνεται πως ακόμα βρίσκεσαι στην αγκαλιά του Μορφέα. Σε κλείνω….»
«Στάσου βρε Τζίνα...» της λέει «αμέσως να κλείσεις. Πες μου πως περνάς;»
«Σκατά! Δεν μπορώ να σου πω λεπτομέρειες» της απαντά,«τα λέμε το βράδυ».
Κλείνει το τηλέφωνο και μένει για δευτερόλεπτα να κοιτά αφηρημένα έξω από το παράθυρο της κουζίνας.
«Γύρευε τι προσπάθειες έχει κάνει η φιλενάδα μου, για να πείσει τους δικούς της πως ο έγγαμος βίος με τον Μίλτο χτύπησε φαλιμέντο» είπε  στον εαυτόν της και γύρισε και κοίταξε τον τετράποδο φίλο της.
 «Αχ! Ένα παιχνίδι σικέ ο γάμος Αντρέα. Από καταβολής κόσμου. Ένα πονηρό εφεύρημα της κοινωνίας για να εισχωρεί στη ζωή του ερωτευμένου ζευγαριού με σκοπό να το ελέγχει και να το ταμπουρώνει στους δικούς της ηθικούς κανόνες. Λες και ο έρωτας για να ζήσει έχει ανάγκη από κοινωνικό χαρτόσημο»  λέει στον πιστό της φίλο που στέκεται δίπλα στα πόδια της κουνώντας την ουρά του. «Αντρίκο, τι θέλεις να ακούσουμε σήμερα; Μπετόβεν ή Μότσαρτ;»
 Αντί για απάντηση, γέρνει προς τα αριστερά το κεφαλάκι του και τρέχει προς το ψυγείο.
« Μπα! Δεν βλέπω κέφια. Μάλλον θέλεις να την κάνεις ταράτσα. Σωστός φίλε μου. Νηστικό σκυλάκι δεν ακούει κλασική μουσική»  λέει και βάζει αμέσως στο πιάτο του φαγητό.
Με τη βαρεμάρα και το φλιτζάνι του καφέ παρέα, πηγαίνει στη βεράντα ενώ ο καψουροχείμαρρος του γείτονα εξακολουθεί  να  της τρυπά τα τύμπανα. Ανάβει τσιγάρο.
Παρ΄ όλο που το καλοκαίρι έχει μπει για τα καλά, μέσα της μυρίζει φθινόπωρο. Ίσως να φταίει που  η άδεια της είναι ακόμα μακριά. Ίσως πάλι που δεν έχουν αποφασίσει με τη φίλη της τον τόπο των διακοπών τους.  Έχει  κι εκείνη τόσα να σκεφτεί με το επικείμενο διαζύγιό της με τον Μίλτο. 
«Ανατροπές! Πόσες άλλες θα ζήσουμε άραγε; Θάναι γλυκές ή πικρές; Μωρέ, ό,τι και να είναι φτάνει να μας επισκέπτονται να μας δηλώνουν πως είμαστε ζωντανές. Τι να τη κάνουμε τη φλατ ζωή;» μονολόγησε.
    
    »Από τα μικράτα της η Βίκυ όταν τραβούσε γραμμές, ήταν  πάντα κυματιστές. Ίσως γιατί μεγάλωνε μέσα σε μια ταραγμένη οικογένεια. Οι γονείς της, αν και παντρευτήκανε από μεγάλο έρωτα, δεν άργησαν στη πορεία να δηλώσουν τις διαφορές τους. Κόντρες, τσακωμοί και  αντιπαραθέσεις  σχεδόν επί καθημερινής βάσης. Δεν πλήττανε καθόλου.
«Βικούλα, κλείσε τα αυτάκια σου να μην ακούς» της έλεγε η μεγαλύτερη αδελφή της και την αγκάλιαζε. Εκείνη όμως της ξέφευγε και σαν το αγριμάκι έτρεχε σε κάποια γωνιά να απομονωθεί.
Η μόνη της παρηγοριά ήταν ο ερχομός του καλοκαιριού. Περίμενε πως και πώς τη στιγμή που θα πήγαινε στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού στο χωριό να ζήσει μικροχαρές. Το μάζεμα των ζαρζαβατικών από το μποστάνι με το πρωινό δροσό. Τη κρύα βυσσινάδα και το υποβρύχιο. Τη φωνή του γκιώνη και τα  κοάσματα των βατράχων. Τις βόλτες το δείλι στην ακροποταμιά μήπως φανούν τα ξωτικά. Τα λόγια της γιαγιάς: «Πρόσεχε! σαν ΄ρθούν τα αερικά μη και  μιλήσεις και σου πάρουν τη λαλιά».
Έτσι γλυκόπικρα κύλησαν τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια.
Σαν έφτασε η μέρα της ενηλικίωσής της σήκωσε τη δική της παντιέρα.  Παράτησε το Πανεπιστήμιο και συνέχισε τις μουσικές της  σπουδές  γιατί από μικρό παιδί είχε κλίση στη μουσική. Παράλληλα έπιασε δουλειά σε μια φάμπρικα για να είναι οικονομικά ανεξάρτητη.
Ο πατέρας της βλέποντας τη ξαφνική επανάσταση της, έγινε  έξαλλος. Ακόμα περισσότερο όταν έμαθε πως δεν είχε τις δικές του πολιτικές ιδέες . Κεραυνός στο κεφάλι τον χτύπησε όταν μια  μέρα είδε τη κόρη του σε  διαδήλωση. Μια και δύο έτρεξε στη μάνα της - τότε ήδη είχαν χωρίσει-.
«Εσύ φταις που έγινε η κόρη μου  παλιοκομουνίστρια.. Δεν σου έφτασε που   διέλυσες την οικογένεια, ήθελες να την κάνεις και σαν τα μούτρα σου» της φώναζε πετώντας ό,τι εύρισκε μπροστά του. Έτσι ήταν πάντα ο πατέρας της. Σε τίποτα δεν έφταιγε. Γιατί απλά σε τίποτα δεν ήταν παρών. Εξ αποστάσεως «πατέρας» δηλαδή. Αλλά από ηθικούρες και τσαμπουκάδες να φάνε και οι κότες.
Εκτός από τη φασαρία στη μητέρα της, πήγε να το παίξει τσαμπουκάς και στη Βίκυ.
   «Η κόρη η δική μου με τον όχλο;» της φώναξε.
 «Καλά βρε πατέρα πως κάνεις έτσι, δεν έχω μπλέξει με ναρκωτικά και νταβατζιλίκια, να αλλάξω τον κόσμο θέλω προς το καλλίτερο, κακό είναι;» του αντιγύρισε. Επειδή δεν είχε να της αντιπαραθέσει πιο ισχυρό επιχείρημα παίρνοντας τα βρεγμένα του αναγκαστικά συνήθισε στην ιδέα της επαναστατημένης κόρης.
Ύστερα άρχισε άλλα. «Πότε θα παντρευτείς;» τη ρωτούσε και τη ξαναρωτούσε. “Δεν παίρνεις παράδειγμα από την αδελφή σου που παντρεύτηκε και έκανε δύο παιδιά;». Παράδειγμα από σένα πήρα ήταν έτοιμη να του πει, αλλά δεν ήθελε να τον πληγώσει.
«Δεν έχει βρεθεί ο κατάλληλος» του έλεγε για να βρει την ησυχία της.
Εκείνος όμως το βιολί του. Ώσπου μια μέρα την καλεί  να τον συνοδεύσει σε  δείπνο με κάποιο φίλο του από το εξωτερικό. Η Βίκυ αν και βαριόταν δέχτηκε για να μην τον στενοχωρήσει. Που να ήξερε όμως πως το δείπνο  εκτός από το τζατζίκι, τη χωριάτικη και τα παϊδάκια, συμπεριλάμβανε για ποικιλία και προξενιό με τον Κλεό, - Κλεομένη προς το αρχαιοπρεπές-. Μετανάστη εξ Αμερικής, γύρω στα σαρανταπέντε, με φαλακρίτσα και «γενναία» κοιλιά. Τρία φαγάδικα στην Αστόρια, τρία κάρα, και «βίλα» στας Σέρρας παρακαλώ. Τεφαρίκι γαμπρός δηλαδή.  Όλο το βράδυ τους  τριβόλιζε τα αυτιά  με το αμερικανοσερέικο αξάν του, για την όμορφη ζωή στο Αμέρικα. Αν και η Βίκυ είχε εκνευριστεί  απ΄ το  σαχλό σκηνικό,  έδωσε τόπο στην οργή κι άρχισε το  καλαμπούρι. Το τι δούλεμα  έριξε και στους δύο δεν περιγράφεται. Κι εκείνοι χαμπάρι. Έπιναν το κρασί  τους μέσα στη τρελή χαρά. Αλλά το αποκορύφωμα της βραδιάς ήταν όταν ο Κλεό θέλησε να ορίσει  και την ημερομηνία του αρραβώνα τους. Ο πατέρας της  από τη συγκίνηση άρχισε το κλάμα.
«Μη με κλαις father..» του έλεγε, “θα το κάψουμε στο Αστόρια! Να με φέρεις μπρε και το ex-wife. No problem!». Έκανε και χάρες ο Κλεό. 
Ο  “father”  να πέφτει σε νέες συγκινήσεις και πάκα τα χαρτομάντιλα.
Ε, ρε γλέντια και χαρές χωρίς να ρωτούν τον ξενοδόχο. Δηλαδή τη Βίκυ που συγκρατώντας τα γέλια της γύρισε και είπε στον Κλεό: «Κλεό, υπάρχει κάποιο  προβληματάκι. Ένεκα Κομουνίστρια οι Αμερικάνοι δεν μου δίνουν βίζα». Ο Κλεό γούρλωσε τα μάτια του και παραλίγο να πνιγεί. 
«Τι με είπες μπρε; Είσαι communist bitch;» τη ρώτησε φορώντας πια το επιθετικό του υφάκι.
Πάει τα έπαιξε ο Κλεό μαζί και ο πατέρας της, που από τότε του έγινε μάθημα και δεν την ξαναπροξένεψε  ποτέ σε κανέναν.
Έτσι πέρασαν τα χρόνια και η Βίκυ, ούτε τον κόσμο άλλαξε, ούτε παντρεύτηκε, κι ούτε τα ξωτικά της φανερώθηκαν ποτέ. Δόξα όμως τη Ζωή από ανατροπές άλλο τίποτα δεν έχει παράπονο.


«Καλημέρα κυρία Βίκυ μας» της φωνάζει από το απέναντι μπαλκόνι ο γείτονας που λίγη ώρα πριν την είχε ξυπνήσει με τα ντεσιμπέλ του. «Τι  κάνετε;».
Ο κύριος Μάκης, με μια χρυσή καδένα να κολυμπά στο δασύ του στήθος,  μήνες τώρα προσπαθεί να πιει ένα καφέ μαζί της, αλλά η Βίκυ αρνείται ευγενικά.
 «Εεεεε!…γειτόνισσα. Αυτό στο αφιερώνω» ακούει αυτή τη φορά την αγριοφωνάρα του και πετάγεται. Καθώς τον βλέπει ως ταμτάκος να έχει το  κασετόφωνο στον ώμο και να συνοδεύει τον καψουροτραγουδιστή στο άσμα ξεσπά σε γέλια.
 «Σ΄ ευχαριστώ» του λέει προσπαθώντας να πάρει σοβαρό ύφος, «αλλά λίγο πιο σιγά μήπως;»
«Αχ, κυρία Βίκυ μας…Ο νταλκάς θέλει τα ντεσιμπέλια του»
«Βρε τον αθεόφοβο δεν παίζεται» μονολογεί.
«Η μουσική δεν ακούγεται δυνατά»του λέει και  μπαίνει μέσα όχι μόνο γιατί δεν άντεχε  την ηχορύπανση, αλλά επειδή έπρεπε  να δουλέψει και λίγο.

Το βράδυ όταν η Τζίνα γύρισε στο σπίτι τη βρήκε να κάθεται στη βεράντα πίνοντας ένα ουίσκι.
«Τι κάνετε εδώ;» τη ρωτά, ενώ ο Αντρίκος ορμάει χαρούμενος πάνω της.
«Τα τσούζουμε κοιτάζοντας το μέλλον με αισιοδοξία» της απαντά, και βάζοντας τα πόδια της πάνω στο τραπεζάκι συνεχίζει. «Για λέγε; Επικοδομητικό το γουικεντ;»
Η Τζίνα αφήνοντας το σακβουαγιάζ κατάχαμα, αποκαμωμένη κάθεται δίπλα της και πίνει μια γουλιά απ΄ το ποτήρι της.
«Κατάλαβα. Οι δικοί σου ακόμα να πάρουν απόφαση τη κόκκινη κάρτα που έβγαλες στον  Μίλτο. Η κυρία Ματίνα πως το πήρε;»
«Το πήρε μαζί με το χάπι της πίεσης» της λέει, και συνεχίζει γελώντας. «Αλλά στη συνέχεια μου δήλωσε με έμφαση  “Tέλος! δεν ξανάρχομαι σε άλλο γάμο”».
«Δεν τους εξήγησες;» τη ρωτά η Βίκυ.
«Τι να  εξηγώ γαμώτο; Πως η αιτία του διαζυγίου μας ήταν που ο Μίλτος δεν ήξερε τον Κοντορεβιθούλη;» της λέει η Τζίνα και το βλέμμα της  σκοτεινιάζει.
Η Βίκυ βλέποντας τη φίλη της στα κάτω της την αγκαλιάζει, και για να πετάξει αλλού η σκέψη της αλλάζει κουβέντα.
«Έχω έκτακτη είδηση» της λέει με ύφος σοβαρό.
 «Ωπα. Καλή;» τη ρωτά η Τζίνα  στρίβοντας τσιγάρο.
«Μμμμ!. Άλκης. Ένσκλαβος με τέκνο» της αποκρίνεται και της δείχνει το χαρτάκι με το τηλέφωνο του. «Όλο το απόγευμα το τυραννούσα στα χέρια μου. Μέχρι και μαργαρίτα μάδησα αν θα του στείλω μήνυμα ή όχι.»
«Το έστειλες τελικά;» τη ρωτά η Τζίνα
«Όχι. Άσε βρε φιλενάδα δεν είναι να μπλέκω σε τέτοιες καταστάσεις. Θυμάσαι τον Παύλο;»

»Δημοσιογράφος ο Παύλος στο περιοδικό. Παντρεμένος στο «περίπου» και αυτός.  Έτσι λένε οι περισσότεροι για  να δώσουν άλλοθι στους εαυτούς τους για τη τσιλιμπουρδιά τους. Πολιορκούσε μήνες σαν  άγριο θηρίο το θήραμά του.
Σχεδόν κάθε πρωί εύρισκε πάνω στο γραφείο της ένα κόκκινο τριαντάφυλλο με ερωτικά ραβασάκια. Αχ! Τι κάνουν όλοι τους μέχρι να φτάσουν στο επιθυμητό τους αποτέλεσμα. Είσαι η θεά τους, η μούσα τους, η έμπνευσή τους. Μετά γίνεσαι ο «αόρατος άνθρωπος».
 Κάποιο βράδυ που είχαν βγει παρέα και με άλλους συναδέλφους να τα πιούνε, βρήκε την ευκαιρία να της εξομολογηθεί τον έρωτά του.
«Δεν μου αρέσει να παίζω με τα συναισθήματα των γυναικών και μάλιστα τα δικά σου» της είπε, «όμως, χωρίς να θέλω να σε πιέσω,  σου εξομολογούμαι πως είναι η πρώτη φορά που νοιώθω έτσι».
Την επομένη μέρα, βρίσκει πάνω στο γραφείο της, ένα μπουκέτο από κόκκινα τριαντάφυλλα με μια καρτούλα που της ζητούσε μια συνάντηση.
Οι  αντιστάσεις της άρχισαν να πέφτουν. Άλλωστε ήταν συναισθηματικά μετέωρη μετά από τον χωρισμό της με τον Θάνο. Το ραντεβού τους ήταν  κάπου στη Θησέως.
Που πας μωρέ χαμένο; σκέφτηκε βγαίνοντας από το ταξί και της ήρθε να το βάλει στα πόδια. Καθώς έπιασε τον εαυτόν της να κάνει σαν μιξοπάρθενη ταμένη στο μοναστήρι της Βαρνάκοβας, αντιγύρισε τη σκέψη της. Vivere pericolozamente μονολόγησε την ατάκα της Τζίνας, και με βήμα  σταθερό προχώρησε στο τόπο του ραντεβού τους.
Ο Παύλος τη περίμενε μέσα στο αυτοκίνητό του.
«Ήρθες! Είχα μια αγωνία. Φαντάστηκα πως θα έκανες πίσω» της λέει και της ανοίγει τη πόρτα.
Σε λίγα λεπτά πιάσανε παραλιακή. Η Βίκυ μαζεμένη τη θέση του συνοδηγού δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη.
Βικούλα ας πρόσεχες Τέτοια παθαίνουν όσες  γράφουν στο μέτωπό τους με μεγάλα γράμματα “απελπιστικά ευάλωτη”. Τώρα είναι αργά να κάνεις πίσω.
«Πηγαίνω κάπου ήσυχα.  Καταλαβαίνεις τον λόγο» της λέει χωρίς  να γυρίσει να τη κοιτάξει.
Πόσο διαφορετικός και φοβισμένος ήταν εκείνη τη στιγμή.
Για χαζή την περνάς βρε Παύλο; Φυσικά κι ήταν παράτολμο για παντρεμένο άνθρωπο, να τον δουν  μεσημεριάτικα με γυναίκα  στο αυτοκίνητο.
Κλείνει το κινητό του γιατί η  σύζυγος ήξερε πως βρισκόταν σε συμβούλιο.
Όπως είχε πει στη Βίκυ  δεν ήταν πολλά χρόνια παντρεμένος. Ο έρωτάς με τη Σόφη ήταν  κεραυνοβόλος, όμως  δεν άργησε να έρθει η ρουτίνα.
 «Η καθημερινότητα και ο  γάμος, παιδί μου, σκοτώνουν τον έρωτα» της είχε πει. Τα συνηθισμένα δηλαδή κλισέ που λένε όλοι τους. Να τον σκότωνε μόνο θα ήταν λίγο. Έρχεται μια «ωραία πρωία» που ξυπνάς νοιώθοντας μια φαγούρα στο κουτελάκι σου.
Μπα! δεν είναι τίποτα, λες, αλλάζω δέρμα παραμυθιάζοντας έτσι τον εαυτόν σου, γιατί απλά φοβάσαι να παραδεχτείς  αυτό που συμβαίνει.
Βέβαια, το απόμερο μέρος ήταν ένα μικρό και συμπαθητικό ξενοδοχείο.  
Όταν βρεθήκανε μόνοι στο δωμάτιο, ήθελε να φανεί πιο άνετος από κείνη. Παράγγειλε αναψυκτικά και κάθισε δίπλα της. Αφού ήπιανε μια γουλιά για να δροσίσουνε την αμηχανία τους, με κινήσεις απαλές  το σώμα του  και η  κραυγή της χαθήκανε ψάχνοντας σε  διαφορετικούς δρόμους το νόημα του έρωτα.
Από την επόμενη μέρα ο Παύλος, «ως είθισται», «έκοψε ρόδα μυρωμένα».
 Περνούσε έξω από το γραφείο της πετώντας μια καλημέρα με το ζόρι. Φτερά κάνανε τα κόκκινα τριαντάφυλλα. Μάλιστα. Ο Παύλος ο ερωτευμένος. Που αψηφούσε τον κίνδυνο για να ζήσει μαζί της τον ολοκληρωμένο έρωτα, όποιο και αν ήταν το κόστος όπως της έγραφε στα ραβασάκια του.
Αλήθεια τι φοβόταν; Μήπως τον αποπλανήσει; Μήπως  γίνει μια κατίνα και πει την ιστορία τους χαλώντας έτσι την έξωθεν καλή μαρτυρία του; Αχ, πόσο μακριά ήταν νυχτωμένος. Εκείνο όμως που δεν πρόκειται να ξεχάσει η Βίκυ, ήταν η  μέρα που ήρθε στο περιοδικό και ανακοίνωσε πως η γυναίκα του  περιμένει το πρώτο τους παιδί . Ήταν ενθουσιασμένος  που ήξερε πως το είδος του θα διαιωνιστεί ελπίζοντας με καθαρόαιμο αρσενικό.
Η Βίκυ όταν το άκουσε ξέσπασε σε νευρικό γέλιο, απορώντας συνάμα πως ένας γάμος πεθαμένος, όπως της είχε πει, γεννάει και μάλιστα αρσενικούλια!
«Ρε, μη τα ψάχνεις τόσο πολύ.  Δεν πέρασες καλά; Τι περίμενες παραπάνω βρε ούφο  από ένα παντρεμένο», της είχε πει η Τζίνα.
«Σίγουρα δεν περίμενα. Αλλά μου τη βαράει  που ξέρω πως εκσπερμάτωσε πάνω μου για να επιβεβαιωθεί. Επιτέλους μου τη δίνει  που τα περισσότερα αρσενικά ένσκλαβα ή μη, λιτανεύουν τα καλογυαλισμένα τους πέη επιστρατεύοντας συναισθηματική πανουργία. Ουαί και αλίμονο φιλενάδα αν αφεθείς. Την έβαψες όπως λες και συ»
«Και τώρα που την έβαψες, για πες μου ήταν τουλάχιστον καλή η μπογιά» είπε η Τζίνα και γέλασε.
  Ο Παύλος χώρισε λίγους μήνες μετά από τη γέννηση του «διαδόχου» μαθαίνοντας πως ο «ευτυχής πατήρ» δεν ήταν αυτός αλλά, ο «καλύτερος του  φίλος».
Μετά το ναυάγιο αναζήτησε λιμάνι στην αγκαλιά της Βίκυς. Εκείνη όμως τον έστειλε πίσω από εκεί που ήρθε.

 «Ρε χέσε μας με τον Παύλο, και  λέγε τι σόι πράμα είναι ο Άλκης; Έφερα ήδη το φτιάρι»
«Τι να είναι μωρέ; Πομφόλυξ είναι» απαντά η Βίκυ
Στο άκουσμα της λέξης «πομφόλυξ» η Τζίνα πεθαίνει στα γέλια.
«Ενας πομφόλυξ αρχιγκόμενος με κουλτουριάρικο περιτύλιγμα» συμπληρώνει  η Βίκυ κι ορμάει με λύσσα στα φουντούκια.
«Άσε τα φουντούκια παλιοφουντουκοχάφτισσα» της λέει η Τζίνα και της πετάει ένα.
Ήταν να μη γίνει η αρχή. Κηρύχθηκε «φουντουκοπόλεμος» με αντιπάλους δύο βαρεμένες  και ένα τετράποδο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου