Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Κυριακή 19 Απριλίου 2015

Γεώργιος Βιζυηνός, ο μεγάλος των ελληνικών γραμμάτων...

Ἀλλοίμονο! εἶμαι φτωχὸ
σ᾿ αὐτοῦ τοῦ κόσμου τὸν τροχό!
εἶμ᾿ ὀρφανὸ καὶ ξένο!…
κι᾿ ἀγράμματο θὰ μένω!
Τοῦ κάκου λὲν - Ὑπομονή·
πολλοὶ σὰν σένα ὀρφανοὶ
καὶ δύστυχοι καὶ ξένοι,
δὲν ἔμειναν θαμμένοι. -
Τοῦ κάκου, Γιατὶ ῾κεῖνοι ῾κεῖ
ἦσαν τῆς Τύχης ἐδικοί,
μὰ ῾μένα τὸ καϋμένο…
μ᾿ ἔχει λησμονημένο!



Ο Γεώργιος Βιζυηνός (πραγματικό ονοματεπώνυμο Γεώργιος Μιχαήλ Σύρμας ή Μιχαηλίδης, Βιζύη 1849 – Αθήνα 1896), ήταν Έλληνας πεζογράφος, ποιητής και λόγιος. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ελληνικής λογοτεχνίας.
Βιογραφικά στοιχεία
Γεννήθηκε στη Βιζύη (ή Βιζώ) της Ανατολικής Θράκης, το σημερινό Βιζέ της Τουρκίας, στις 8 Μαρτίου 1849, γιος πολύ φτωχικής οικογένειας. Ο πατέρας του Μιχαήλος Σύρμας δούλευε στα καμίνια του ασβέστη. Αργότερα έγινε πραματευτής και πέθανε από τύφο το 1854 αφήνοντας τον γιό του ορφανό σε ηλικία πέντε ετών. Είχε άλλα τέσσερα αδέλφια: ο Μιχαήλος που πέθανε τρία χρόνια πριν από τον Γεώργιο, ο Χρηστάκης, ο αδικοσκοτωμένος ταχυδρόμος για τον οποίο μιλά στο διήγημά του Ποιος ήτο ο φονεύς του αδελφού μου, και δύο κορίτσια, η Άννα που πέθανε με τις συνθήκες που περιγράφει στο Αμάρτημα της μητρός μου και η Αννιώ, που πήρε το όνομα της αδελφής της αλλά πέθανε κι αυτή μικρή Σε ηλικία δέκα ετών οι παππούδες του τον στέλνουν στην Κωνσταντινούπολη κοντά σε ένα θείο του για να μάθει ραπτική. Παραμένει εκεί μέχρι την ηλικία των 18, προστατευόμενος από τον Κύπριο έμπορο Γιάγκο Γεωργιάδη και αργότερα προστατευόμενος του αρχιεπισκόπου Κύπρου Σωφρονίου Β΄, ζει για ένα διάστημα στην Κύπρο, όπου μάλιστα τον προόριζαν για τον ιερατικό κλάδο. Το 1872 γίνεται ιεροσπουδαστής στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, χωρίς την υποχρέωση να ιερωθεί, όπου το 1873 δημοσιεύει και την πρώτη του ποιητική συλλογή (Ποιητικά Πρωτόλεια). Μεταξύ των καθηγητών του αναφέρεται και ο ποιητής Ηλίας Τανταλίδης, ο οποίος διέκρινε στον Βιζυηνό στοιχεία ιδιαίτερου ταλέντου και ευφυίας, ώστε τον σύστησε στον πλούσιο Γεώργιο Ζαρίφη. Το 1874 το επικό ποίημά του Κόδρος βραβεύεται στον Βουτσιναίο Ποιητικό Διαγωνισμό. Την ίδια χρονιά εγγράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, αλλά με δαπάνες του Ζαρίφη μεταβαίνει στη Γερμανία, στη Γοτίγγη, όπου σπουδάζει φιλολογία και φιλοσοφία στο διάστημα 1875-1878. Το 1876 η επόμενη ποιητική συλλογή του Άραις μάραις κουκουνάραις (μετονομάστηκε σε Βοσπορίδες Αύραι) βραβεύεται στον Βουτσιναίο Διαγωνισμό, στον οποίο το 1877 η συλλογή του Εσπερίδες επαινείται. Το 1881 τυπώνεται στη Λειψία η διδακτορική του διατριβή Das Kinderspiel in Bezug auf Psychologie und Paedagogik («Το παιδικό παιχνίδι υπό έποψη ψυχολογική και παιδαγωγική»). Μέχρι το 1884 ο Βιζυηνός επισκέπτεται το Παρίσι (1882), όπου γνωρίζει τον Δημήτριο Βικέλα, τον Marquis Queux de Saint-Hilaire και τη Juliette Lamber-Adam, και το Λονδίνο (1883), όπου σχετίζεται με τον πρεσβευτή Πέτρο Βράιλα-Αρμένη. Παράλληλα, δημοσιεύει την ποιητική συλλογή Ατθίδες Αύραι. Την ίδια χρονιά (1883) δημοσιεύεται στην Εστία το πρώτο μεγάλο διήγημά του Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως. Δημοσιεύονται επίσης το Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου και Το αμάρτημα της μητρός μου. Το 1884, λόγω του θανάτου του προστάτη του, Ζαρίφη, υποχρεώνεται να επιστρέψει στην Αθήνα και διορίζεται καθηγητής σε γυμνάσιο.
Ένα χρόνο αργότερα εκλέγεται υφηγητής στην έδρα της Ιστορίας της Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, με την επί υφηγεσία διατριβή Η φιλοσοφία του καλού παρά Πλωτίνω. Παράλληλα δημοσιεύονται τα διηγήματά του Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας και Το μόνον της ζωής του ταξείδιον. Εκείνη την εποχή αρχίζει να ασχολείται με ένα μεταλλείο στο Σαμάκοβο. Το 1886 γράφει το Ο Μοσκώβ-Σελήμ. Το 1892 προσβάλλεται από φρενική νόσο και καταλήγει έγκλειστος στις 14 Απριλίου 1892 στο Δρομοκαΐτειο Ψυχιατρείο. Εκεί ζει βυθισμένος στις ουτοπικές εμμονές του για την εκμετάλλευση του μεταλλείου στην πατρίδα του και στο παραληρηματικό πάθος του για τη νεαρή Μπετίνα Φραβασίλη (14 ετών), μαθήτριάς του στο Ωδείο Αθηνών, την οποία επιθυμούσε να νυμφευθεί. Ύστερα από τέσσερα χρόνια εγκλεισμού, πεθαίνει στις 15 Απριλίου 1896, σε ηλικία 47 ετών.

Έργο
Ο Βιζυηνός, νους κριτικός, ιδιοφυής, φιλέρευνος, διδάσκει, μεταφράζει τις γνωστότερες ευρωπαϊκές μπαλάντες, συγγράφει μελέτες φιλοσοφικές, αισθητικές, ψυχολογικές, λαογραφικές, αλλά και σχολικά εγχειρίδια και άρθρα για εγκυκλοπαιδικά λεξικά.
Το αφηγηματικό του υλικό, αντλημένο από προσωπικές και οικογενειακές μνήμες, από τις παραδόσεις και τα βιώματα της λαϊκής ζωής στην ιδιαίτερη πατρίδα του, διοχετεύεται στα διηγήματά του. Το υλικό αυτό ενισχυμένο από το στέρεο υπόβαθρο της παιδείας του και την επιστημονική γνώση της ψυχολογίας ενσωματωμένο σε μια ποικίλη, πλούσια γλώσσα υψηλού ήθους (λόγια, λαϊκή, ιδιωματική) διοχετεύεται στα διηγήματά του. Έτσι ο Βιζυηνός αναπτύσσει τη μυθοπλασία του. Ανακαινιστής και πρωτοπόρος, ανοίγει τον δρόμο της νεοελληνικής διηγηματογραφίας. Η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, η μυθιστορηματική πλαστικότητα των χαρακτήρων, οι δραματικές συγκρούσεις, η δομή, η δραματικότητα, η άρτια αφηγηματική τεχνική — η ενδιαφέρουσα διαπλοκή του ιστορικού και του αφηγηματικού χρόνου — είναι μερικά από τα βασικά γνωρίσματα του «Αμαρτήματος της μητρός μου» αλλά και των άλλων διηγημάτων του.
Όλες οι μελέτες του -όπως και αρκετές ποιητικές συλλογές- εκδόθηκαν σε αυτοτελή τόμο. Τα διηγήματα και τα άρθρα δημοσιεύθηκαν σε διάφορα έντυπα της εποχής και δεν συγκεντρώθηκαν σε τόμο κατά τη διάρκεια της ζωής του. Από τα χειρόγραφά του σώζονται κάποιες επιστολές και αρκετά ποιήματα. Βλ. την έκδοση «Επιστολές» σε επιμέλεια Γ. Παπακώστα (Αθήνα: Πατάκης 2004) και για εκτενή βιβλιογραφικά τον Α´ τόμο της έκδοσης «Τα Ποιήματα» (Αθήνα: Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη 2003).
Από την ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ


ο Αποχωρισμός Β' του Γεωργίου Βιζυηνού από το Νίκο Ξυδάκη - photo: Julia Margaret Cameron - το Αμάρτημα της Μητρός μου 1999

Β΄. Το παιδί

Φυσά βοριάς, φυσά θρακιάς, γεννιέται μπόρα φοβερή
με παίρνουν, μάνα, σαν φτερό, σαν πεταλούδα τρυφερή
και δεν μπορώ να κρατηθώ·
μάνα μην κλαις, θα ξαναρθώ.

Βογγούν του κόσμου τα στοιχειά σηκώνουν κύμα βροντερό
θαρρείς ανάλυωσεν η γη, και τρέχ' η στράτα, σαν νερό
και γω το κύμα τ' ακλουθώ
μάνα μην κλαις, θα ξαναρθώ.

Όσες γλυκάδες και χαρές μας περεχύν' ο ερχομός
τόσες πικράδες και χολές μας δίν' ο μαύρος χωρισμός
ωχ! Ας ημπόργα να σταθώ
μάνα μην κλαις, θα ξαναρθώ.

Πλάκωσε γύρω καταχνιά, κι ήρθε στα χείλη μ' η ψυχή
δος με την άγια σου δεξιά, δος με συντρόφισσαν ευχή
να με φυλάγη μη χαθώ,
μάνα μην κλαις, θα ξαναρθώ.

Ὁ φιλομαθὴς πτωχός

1872 Αὐγούστου 30.
Ἀλλοίμονο! εἶμαι φτωχὸ
σ᾿ αὐτοῦ τοῦ κόσμου τὸν τροχό!
εἶμ᾿ ὀρφανὸ καὶ ξένο!…
κι᾿ ἀγράμματο θὰ μένω!
Τοῦ κάκου λὲν - Ὑπομονή·
πολλοὶ σὰν σένα ὀρφανοὶ
καὶ δύστυχοι καὶ ξένοι,
δὲν ἔμειναν θαμμένοι. -
Τοῦ κάκου, Γιατὶ ῾κεῖνοι ῾κεῖ
ἦσαν τῆς Τύχης ἐδικοί,
μὰ ῾μένα τὸ καϋμένο…
μ᾿ ἔχει λησμονημένο!
Καὶ νά. Ὠρφάνεψα μικρό,
καὶ τῆς ξενούρας τὸ πικρὸ
μὲ τράνεψεν ἀγιέρι
καὶ τοῦ Θεοῦ τὸ χέρι.
Ἀγάπησαν ἄλλοι φλουριά,
ἄλλοι νὰ τρέχουν μὲ βεριὰ
καὶ μ᾿ ἀψηλὰ καπέλα
χωρὶς δουλειά. Τί τρέλλα!
Τῆς Ἀφροδίτης τὸ παιδὶ
οἱ ἄλλοι, κι᾿ ἄλλοι ὀπαδοὶ
τοῦ Βάκχου νὰ ῾πεθάνουν
κι᾿ ἄλλοι ἄλλα νὰ κάνουν.
Ἀγάπησε καὶ τ᾿ ὀρφανό,
Θεέ μου, τί πολὺ πονῶ!
τὰ γράμματα νὰ μάθῃ,
χίλια κακὰ κι᾿ ἂν πάθῃ.
Μ᾿ ἄπληστο στόμα ἀρχηνᾷ
τὰ νάματα τὰ φωτεινὰ
τοῦ Παρνασσοῦ νὰ πίνῃ
μὲ τόση εὐφροσύνη!…
Ἄν φταίγω τ᾿ ἄκακο ἐγὼ
φωτιὰ νὰ πέσῃ νὰ καγῶ·
θαρροῦσα πῶς χορταίνει
ἐκεῖνος ποῦ μαθαίνει.
Δὲν ἤξερα πῶς τ᾿ ἀργυρὸ
τῆς Κασταλίας μας νερό,
σὰ μιὰ φορὰ τὸ πιοῦμε
αἰώνια τὸ διψοῦμε!
Τόρα ἡ ψυχή μου λαχταρᾷ,
μὰ δὲ βαστῶ οὔτε παρᾶ
νὰ ῾πάγω ῾κεῖ ῾ποῦ τρέχει
τὴν γλῶσσά μου νὰ βρέχῃ!…
Μὲ εἶπαν πῶς ἐδὼ πολλοὶ
σὰ ἰδοῦν ἕν᾿ ἄτυχο πουλὶ
ποῦ ἀγαπᾷ τὰ φῶτα
δὲν «τῷ γυρνοῦν τὰ νῶτα.»
Ἔ, νὰ λοιπόν! Στὸ ἀψηλὸ
κατώφλοιό σας κι᾿ ἐγώ, δειλὸ
ἐκάθησα πουλάκι
μ᾿ αὐτὸ τὸ τραγουδάκι.
Ὦ σεῖς, τοῦ γένους οἱ τρανοί,
ἡ Τύχη ὅλα τὰ φθονεῖ,
καὶ τίποτε δὲν μένει
πιστὸ στὴν οἰκουμένη.
Δὲν σᾶς ζητῶ οὔτε ψωμί,
οὔτ᾿ ἕνα ῥοῦχο στὸ κορμί·
Διψῶ! διψῶ τὴ θεία
ἀληθινὴ Παιδεία!
Σεῖς ψάλλετε σ᾿ ὅλη τὴ γῆ.
- Ἀνάφτουμε οἱ ἀρχηγοί,
εἰς τὴ γρῃὰ Ἑλλάδα,
τῆς προκοπῆς τὴ δᾷδα.
Καὶ σεῖς, ὦ Ἀχαιῶν παιδιά,
τοῦ Ἑλικῶνος τὴν ποδιὰ
εἰς τὸ ἑξῆς ἀφῆτε
καὶ στὴν κορφὴ ἀναβῆτε. -
Καὶ ῾γὼ νὰ μείνω τ᾿ ὀρφανό;
μαρτύρομαι τὸν οὐρανό!
εἶμαι παιδὶ Ἑλλήνων!
εἶμαι βλαστάρι ῾κείνων!
Σ᾿ αὐτοῦ τοῦ κόσμου τὸν τροχὸ
ναί, ἐγεννήθηκα φτωχό.
Μὰ Ἕλλην ὑπομένει
ἀπαίδευτος νὰ μένῃ;…
Ὦ σεῖς, τοῦ γένους οἱ τρανοί,
ἡ Τύχη ὅλα τὰ φθονεῖ
καὶ τίποτε δὲν μένει
ἐδὼ στὴν οἰκουμένη.
Ἀφήσετε τὴν ἀπονιά.
Βαστοῦν τὸν δίσκο μου ῾πὸ μιὰ
αἱ Μοῦσαι, κι᾿ ἀπ᾿ τὴν ἄλλη
ὁ Λυτρωτής, καὶ ψάλλει.
- Εἶναι ῾δικό μου τ᾿ ὀρφανό·
καὶ ῾πάνου ῾κεῖ στὸν οὐρανό,
δὲν θὰ μετανοήσῃ
ὅποιος τὸ βοηθήσῃ.
 

Ὁ Νέος Τρουβαδόρος ἐν Ἀθήναις

(ἀπὸ τὸ Τὸ τέλος τοῦ παραμυθιοῦ ἡ ἀρχὴ τοῦ ὀνείρου, Ἑρμῆς 2001)
Μα τοῦ Παρνασσοῦ τὰς κίσσας,
καὶ τὸ δέρμα τοῦ Μαρσύου,
κι ἐγὼ πρέπω μεταξύ σας,
ποιηταὶ ἀπὸ γραφείου!
Δόξαν ἐπαιτῶν καὶ κλέος,
σύρ᾿ ἐκ τετριμμένης πήρας
τρουβαδόρος κι ἐγὼ νέος,
λείψανον θραυσθείσης λύρας,
καὶ σᾶς ψάλλω καθαρά,
τραλλαλὰ τραλλαλλαρά,
«ἄρες μάρες
κουκουνάρες».
Κι ἐγὼ μέλπων καταισχύνω
τὰς Ἀρκαδικὰς Σειρῆνας
καὶ γενναῖον ζῦθον πίνω
εἰς τὰς κλασικὰς Ἀθήνας,
καὶ σοβῶ διὰ τοῦ πλήθους
ὑψηλαύχην μουσοπόλος,
ὑπὸ θέρμης κακοήθους
παρακρούων ἀσυστόλως
δεξιὰ κι ἀριστερά,
τραλλαλὰ τραλλαλλαρὰ
«ἄρες μάρες
κουκουνάρες».
Ἐν ἐκστάσει κι ἐγὼ θῶκον
ποιητοῦ καὶ δάφνην εἶδον
καὶ οἰστρήλατος διώκων
τὸν χορὸν τῶν Ἰλισίδων.
Ἄχ! προσκρούσας ἐκυλίσθην
εἰς τοῦ ποταμοῦ τοὺς βράχους,
καὶ ὁπόταν ἀφυπνίσθην
ἔψαλον μὲ τοὺς βατράχους,
εἰς τ᾿ ἀκάθαρτα νερὰ
τραλλαλὰ τραλλαλλαρὰ
«ἄρες μάρες
κουκουνάρες».
Κι ἐγὼ ὁσάκις εἰς τὴν πόλιν
μείν᾿ ἡ Μοῦσ᾿ ἄνευ ζωπύρου,
ἀνταλλάσσω τὴν ἀσβόλην
μὲ τὴν δρόσον τοῦ Φαλήρου,
κι ἀσπασθεὶς διὰ τῆς αὔρας
τὰς γυμνὰς τῶν Ναϊάδων
κυνηγῶ χελώνας, σαύρας,
δι᾿ ἀκάρπων πεδιάδων
τονθορύζων σοβαρὰ
τραλλαλὰ τραλλαλλαρὰ
«ἄρες μάρες
κουκουνάρες».
Κι ἐγὼ γράφω. Κι ἂν ὁ χάρτης
λείψ᾿ ἐκ τῆς πολυγραφίας
(ὁ πιστός μου κύων μάρτυς,
μετασχὼν τῆς ἐργασίας)
πᾶσαν θύραν, πάντα τοῖχον,
πρὸς τὸ πεῖσμα τῶν κυρίων,
καταβρέχω διὰ στίχων,
καὶ τὸν κάλαμόν μου ξύων,
σχεδιάζω τολμηρὰ
τραλλαλὰ τραλλαλλαρὰ
«ἄρες μάρες
κουκουνάρες».
Τοὺς κριτὰς κι ἐγὼ φορτίζω,
ὡς τὸν Ἡρακλῆν Αὐγείας,
καὶ τὴν δάφνην τοῖς χαρίζω,
ἂν μοὶ δώσουν τὰς χιλίας.
Ἂν μ᾿ ἐκδάρουν πλὴν τὸ δέρμα,
παρ᾿ ἀξίαν ἐννοεῖται,
καὶ τὸ τελευταῖον σπέρμα
τοῦ νοός μου ἐξαντλεῖται
ἐν τῷ σπείρειν μοχθηρά,
τραλλαλὰ τραλλαλλαρὰ
«ἄρες μάρες
κουκουνάρες».
Λοιπόν, μὰ τὰς λάλους κίσσας,
καὶ τὸν μάρτυρα Μαρσύαν,
κι ἐγὼ πρέπω μεταξύ σας,
κύκνοι κατὰ φαντασίαν,
ἀφοῦ πρὸς κοινόν μας κλέος,
τὴν πατρῴαν λύραν σύρας,
τρουβαδόρος ἐγὼ νέος
ἐκ τῆς Παλαιᾶς μου πήρας,
σᾶς τὰ εἶπον φανερὰ
τραλλαλὰ τραλλαλλαρὰ
«ἄρες μάρες
κουκουνάρες».

Ὁ Κριτὴς τοῦ Διαγωνισμοῦ

(ἀπὸ τὸ Τὸ τέλος τοῦ παραμυθιοῦ ἡ ἀρχὴ τοῦ ὀνείρου, Ἑρμῆς 2001)
(Προπαρασκευή)Χώθηκε στὸν κοιτωνίτη
ὁ Κριτὴς ἀγάλι᾿ ἀγάλια,
φόρτωσε στὴν γερο-μύτη
δυὸ ζευγάρια ματογυάλια.
Ἐτραβήχθη στὸν σοφᾶ του,
κάθεται φαρδιὰ πλατιά,
καὶ μετροφυλλᾷ μπροστά του
ἀναρίθμητα χαρτιά.
–Όλοι τἄγραψαν μὲ χάρη,
σὲ πολύτιμο χαρτί!
Ἂς τοὺς διοῦμε ποιὸς θὰ πάρῃ
τὴν χιλιάδα μετρητή.
Βάλλει στὴν βαθειά του τσέπη,
βγάλ᾿ ἕνα χονδρὸ τσιγάρο.
Μὲ τὰ σπίρτα μόλις βλέπει
τὴν δουλίτσα του τὴν Μάρω,
τὸ δαγκᾷ καὶ τὸ βυζάνει
σὰν τῆς μάνας του βυζί,
κι ἀγγαρειὰ τὴν Μάρω πιάνει
νὰ δουλέψουνε μαζί.
- Δός μ᾿ αὐτὸ τὸ καλαμάρι·
Νά, μιὰ πένα κορδωτή,
γιὰ νὰ διοῦμε ποιὸς θὰ πάρῃ
τὴν χιλιάδα μετρητή.
(Τεχνικαὶ παρατηρήσεις)Ἕνας πελεκᾷ τοὺς στίχους
στρογγυλοὺς σὰν κουκουνάρια·
ἄλλος σπάζει τοὺς δυστύχους
τὰ πλευρὰ καὶ τὰ ποδάρια!
Ἕνας τοὺς παραγεμίζει
κολοκύθια περιττά,
κι αὐτονὰς τοὺς ξεντερίζει
καὶ τοὺς κάμνει σκελετά!
Κάθε δυό τους καὶ ζευγάρι –
μὰ τοὺς λείπει κάτι τί!
Ἂς τοὺς διοῦμε ποιὸς θὰ πάρῃ
τὴν χιλιάδα μετρητή.
Τοῦτος τὲς φωνὲς στριμώνει,
π᾿ ἀπ᾿ τὴν στενοχώρια σκάνουν·
τοῦτος πάλι τὲς ἀριώνει,
ποὺ ἡ μιὰ τὴν ἄλλη χάνουν!
Ἕνας κάθε λέξη γράφει
μὲ τὸ νὶ καὶ μὲ τὸ σί,
κι ἕνας παίρνει τὸ ξουράφι
καὶ σοῦ σφάζει τὴν μισή!
Κάθε δυό τους καὶ ζευγάρι –
μὰ τοὺς λείπει κάτι τί!
Ἂς τοὺς διοῦμε ποιὸς θὰ πάρῃ
τὴν χιλιάδα μετρητή.
Τοῦτος μοῦ λογιωτατίζει,
καὶ τὰ κόφτει νδελικάτα·
τοῦτος βλασφημᾷ καὶ βρίζει,
σὰν τοὺς λούστρους μὲς στὴν στράτα!
Ἀπ᾿ τὰ λεξικὰ μᾶς βγάζει
ἕνας τὴν συναμική,
κι ἕνας πάλι δὲν σκαμπάζει
οὔτε γρὺ γραμματική!
Κάθε δυό τους καὶ ζευγάρι –
μὰ τοὺς λείπει κάτι τί!
Ἂς τοὺς διοῦμε ποιὸς θὰ πάρῃ
τὴν χιλιάδα μετρητή.
(Οὐσιαστικαὶ παρατηρήσεις)Τοῦτος κλαί᾿ καὶ μουρμουρίζει,
σὰν μπαμπόγρια γρινιάρα·
τοῦτος δός του χαχανίζει,
σὰν νὰ τοὖρθε κουταμάρα.
Κι ἕνας τρίτος – Santo Dio!
Οὔτε λύπ᾿, οὔτε χαρά;
Ἢ δὲν τἄχε καὶ τὰ δύο,
ἢ τὰ εἶχε στὰ γερά!
Κάθε δυό τους καὶ ζευγάρι –
κι ὅλοι οἱ τρίτοι περιττοί!
Ἂς τοὺς διοῦμε ποιὸς θὰ πάρῃ
τὴν χιλιάδα μετρητή.
Ἕνας ἔπαθε πληθώρα
ἀπὸ αἴσθημα γενναῖον.
Τοῦτος ποὺ διαβάζω τώρα,
προστυχιὰ καὶ τῶν γονέων!
Τὰ φτερά τ᾿ αὐτὸς ἀνοίγει
καὶ στὸν οὐρανὸ πετᾷ.
Τοῦτος – ἔπεσε κι ἐπνίγη,
σὰν τὸν χοῖρο στὰ σκ…!
Κάθε δυό τους καὶ ζευγάρι –
μὰ τοὺς λείπει κάτι τί!
Ἂς τοὺς διοῦμε ποιὸς θὰ πάρῃ
τὴν χιλιάδα μετρητή.
(Γενικὸν συμπέρασμα)Αὐτουνοῦ τοῦ λείπει ἕνα
κεῖνος τ᾿ ἄλλο δὲν γνωρίζει·
ἕνας τἄχει μαζωμένα,
καὶ γιὰ τοῦτο δὲν ἀχρήζει.
Μερικοὺς οὐδὲ κουκούτσι
τοὺς ἐδόθηκε μυαλός,
κι ἕνα τρύπιο μου παποῦτσι
δὲν ἀξίζ᾿ ὁ πιὸ καλός!
Κάθε δυό τους καὶ ζευγάρι,
κι ἂς τοὺς λείπει κάτι τί.
Πές μου, Μάρω, ποιὸς θὰ πάρῃ
τὴν χιλιάδα μετρητή;
(Τελικὸν συμπέρασμα)Εἶχε παρ᾿ αὐτὴν τὸν πρῶτο
κι ἄρχισε νὰ ροχαλίζῃ.
Μὰ ξιππάσθη μὲ τὸν κρότο
κι εἶπε δίχως νὰ γνωρίζῃ.
- Ἀπὸ κάθε μιὰ φυλλάδα
λείπει, λέγεις, κάτιν τίς;
Δίχως ἄλλο στὴν Ἑλλάδα
δὲν ὑπάρχει ποιητής.
Καὶ κανένας δὲν θὰ πάρῃ
τὴν χιλιάδα μετρητή,
ἂν μᾶς κάμουνε τὴν χάρη
καὶ βραβέψουν τὸν Κριτή.

Από users.uoa.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου