Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2022

Άη Στράτης, τον νησί των εξόριστων, ένα νησί μνήμης

φωτό:aygi.gr
Άι Στράτης, ένα μικρό νησί ριγμένο στο πέλαγος, ένας τόπος εξορίας και μαρτυρίου αγωνιστών. Ένας τόπος μνήμης

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ: Χαλάλι της η εξορία! Αυτή μάς έκανε πραγματικά «επικίνδυνους»
φωτό:risospastis.gr

Σωζόμενο συρματόπλεγμα του στρατοπέδου

Στην εξορία (Οχτώβρης 1935)

Μας σιδεροδέσανε τα χέρια
και μας κλείσαν ολούθε μαλινχέρια.

Μας μετρήσανε, κάπου εξηνταριά,
και μας ζυγιάσαν την ψυχή – βαριά!

Μουδιάσανε σφιχτόδετα καιρό
χέρι δεξί με χέρι αριστερό.

Μουδιασμένο και τ’ άλλο μας, που εκράτει02 Κομμάτι 2.mp3
βαλίτσα ή δέμα για τον Άη – Στράτη.

Κατάχαμ’ Αρετή, Μυαλό και Νιάτα!
Τον κάλλιον ο χειρότερος επάτα…

Τυχερέ, κείνο τ’ άθλιο δειλινό
σε δέσαν με το Δάσκαλο Γληνό.

Μεγάλα μάτια αστραφτερά, στητός
κι ατάραγος πάνου απ’ τη Μοίρα αφτός,

κοιτούσε την ερχόμενην ευδία.
Συ νεβρικός από την αηδία.

Μαζί μας, τελεφταίοι, με το βαπόρι
πρεζάκηδες, αλάνια, λαθρεμπόροι.

Ξεπίτηδες, για να φανεί, πως ίσια
λογιούνται η Λεφτεριά και τα χασίσια.

Μα το καλογεράκι απ’ τ’ Αγιονόρος,
που πέταξε τα ράσα, ο θεοφόρος,

και το πιάσανε νύχτα στην Ομόνοια,
ξουρισμένα μουστάκια και σαγόνια,

μαζί μας δεν το δέσανε. Βλακεία
να πομπέψουν πατρίδα και θρησκεία!

Έτσι μας εφορτώσαν στο βαπόρι,
τους πατριώτες οι πατριδεμπόροι.

Εξορία στο λαό, χέρια δεμένα,
για να ρθει ο Εξορισμένος απ’ τα ξένα,

να χωρίσει το Έθνος και να βάλει
τη μια μεριά να πολεμάει την άλλη.





φωτό:risospastis.gr
                      Σωζόμενα ερείπια κτιρίων του στρατοπέδου

«(…)Μόλις πατήσαμε στη στεριά βρεθήκαμε τριγυρισμένοι από τους ογδόντα παλιούς συντρόφους του νησιού. Πρόσωπα γελαστά μα και σοβαρά και αποφασιστικά χέρια, μας σφίγγουνε αδελφικά. Στη στιγμή νιώθουμε, πως είμαστε εκατόν δέκα τρεις όλοι μαζί, ένας άνθρωπος, μια ψυχή, μια δύναμη, μια θέληση. Ο καθένας μας εκατονταπλασιάστηκε. Τι έγιναν οι βαλίτσες μας; Πώς βρέθηκαν στο κατάστημα της αστυνομίας και ύστερα πέρα στην κολλεχτίβα; Σα να μας σηκώνουν στα χέρια, σα να μην πατούμε στη γη. Καθώς προχωρούμε όλοι μαζί δίπλα στο ποταμάκι, καθώς περνούμε το γεφύρι, καθώς αντικρύζουμε το πηγάδι του χωριού με την ψηλή πεζούλα γύρω – γύρω, καθώς μπαίνουμε στον αυλόγυρο της κολλεχτιβιστικής κουζίνας και παίρνουμε θέση γύρω στα τραπέζια, που είναι φτιαγμένα από βέργες μαυροδάφνης κάτω από σκιάδα φτιαγμένη από τις ίδιες βέργες και σκεπασμένες με κλαδιά βαλανιδιάς, όλα μας φαίνουνται πως γίνονται σαν μέσα σ’ ένα όνειρο, ειδυλλιακά κι’ ανάλαφρα. Εκείνη τη στιγμή δε μου έκανε καμιά εντύπωση, πώς το πιάτο που μου έφεραν τις ζεστές μαρίδες είτανε τόσο ξεφλουδιασμένο και το μαύρο ψωμί τόσο λασπωμένο. Δε έβλεπα τίποτε άλλο, παρά τους συντρόφους πού έτρεχαν γελαστοί και πρόθυμοι να προλάβουνε κάθε πεθυμιά μας, κάθε σκέψη μας, να μας δώσουν ότι χρειαζόμαστε, να μας σηκώσουνε κάθε βάρος από την ψυχή, να μας δείξουν από την  πρώτη στιγμή, πόσο μπορεί κανείς έχοντας μέσα στην ψυχή ένα φωτεινό ιδανικό και τη συντροφικότητα την αδελφοσύνη παραστάτη, μπορεί να ρίχνεται και μέσα  στο καμίνι χωρίς να καίγεται, να περπατάει με γυμνά τα πόδια πάνω σε αγκάθια και καρφιά χωρίς να πληγώνεται, να ζήσει χρόνια εξορία και φυλακή χωρίς να χάσει το γέλιο από τα χείλη του, να αντικρίσει την πείνα, την κακοπέραση, χωρίς να λυγίσει η ψυχή του(…)».

Δημήτρης Γληνός



Το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου: 

Αγαπημένε μου Ζολιό, σου γράφω από τον Άη Στράτη,

Βρισκόμαστε εδώ πέρα, κάπου τρεις χιλιάδες

άνθρωποι απλοί, δουλευτάδες, γραμματιζούμενοι

με μια τρύπια κουβέρτα στον ώμο μας

μ’ένα κρεμμύδι, πέντε ελιές κ’ένα ξεροκάματο φως στο ταγάρι μας

άνθρωποι απλοί σαν τα δέντρα μπροστά στον ήλιο

άνθρωποι που δεν έχουμε άλλο κρίμα στο λαιμό μας

εξόν μονάχα που αγαπάμε όπως και συ

τη λευτεριά και την ειρήνη.”

Εγώ Άη-Στράτη δε φοβάμαι
είναι κι αυτή μια Ελληνική γωνιά
τα μαύρα τα μαλλιά μας κι αν ασπρίσαν
δε μας τρομάζει η βαρυχειμωνιά.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου