Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2013

Αλέκος Σακελλάριος, μια ιστορία από την κατοχή...!

Μια ιστορία από την κατοχή από το Βιβλίο του Αλέκου Σακελλάριου "Λες και ήταν χθες" ...!




Είμαστε μια μικρή παρέα τότε, ο Χρήστος Γιαννακόπουλος, ο Κώστας Βουτσινάς κι εγώ, που τα σκοτεινά βράδια της κατοχής τρυπώναμε σε μια ταβερνίτσα της οδού Γ΄ Σεπτεμβρίου -κοντά στην οδό Ηπείρου- που η μαυραγορίτικη δραστηριότης του καταστηματάρχη της επεφύλασσε εκπλήξεις στην πειναλέα πελατεία της.
Πότε υπήρχε λίγη φέτα νωπή και άνοστη σαν χορτάρι, πότε υπήρχε λαδάκι του Θεού, που έμπαινε “έξτρα” στα νερόβραστα όσπρια, πότε υπήρχε καμιά γερμανική κονσέρβα και πού και πού υπήρχε και ψωμί “ζυμωτό”, που το κατεβάζαμε αμάσητο και το νιώθαμε ύστερα στο στομάχι μας σαν μια γροθιά τσιμεντένια.
Μέσα σ’ αυτήν τη μαυραγορίτικη ταβέρνα περιφερότανε μελαγχολικός πάντα ένας ξερακιανός σκύλος, που μπορούσε κανείς να μετρήσει τα πλευρά του. Βέβαια, μεζέδες για σκύλους δεν περίσσευαν εκείνη την εποχή, που οι άνθρωποι ψάχνανε, πριν από τις γάτες, τους σκουπιδοτενεκέδες, για να βρούνε κάτι φαγώσιμο. Αλλά κι ο καημένος ο Φλοξ -Φλοξ τον λέγανε τον πειναλέο σκύλο της ταβέρνας- που είχε απαρνηθεί αναγκαστικά την κρεατοφαγία, κατέβαζε αδιαμαρτυρήτως ό,τι είχε την ευχαρίστηση να του προσφέρει η εξίσου πειναλέα πελατεία της κατοχικής ταβέρνας, που πεινασμένη καθότανε, πεινασμένη σηκωνότανε. Τέτοια ήταν η πείνα του έρημου του Φλοξ, που ακόμα και τη νερόβραστη λαχανίδα καταβρόχθιζε.
Εκείνο το μεσημέρι, λοιπόν, τα Χριστούγεννα, ο Κώστας ο Βουτσινάς έτυχε να συναντηθεί με το μαυραγορίτη ταβερνιάρη.
-Το βράδυ, κυρ-Κώστα, πάρ’ τον κυρ-Χρήστο και τον κυρ-Αλέκο κι ελάτε στο μαγαζί να κάνουμε μαζί Χριστούγεννα.
-Τι Χριστούγεννα να κάνουμε, μωρ’ αδελφέ μου; Χριστούγεννα με λαχανίδα;
Ο μαυραγορίτης γέλασε πονηρά.
-Άμα σας λέω ελάτε, ελάτε.
Κάτι πονηρεύτηκε ο Κώστας.
-Γιατί, δηλαδή, θα ‘χεις τίποτα της προκοπής;
-Έσκυψε στ’ αυτί του Κώστα ο μαυραγορίτης και του ψιθύρισε συνωμοτικά το μεγάλο μυστικό:
-Θα ‘χουμε κρέας!
-Κρέας;
-Κρέας, μάλιστα!
Χτυπήσανε τα τέλια αμέσως, ειδοποιηθήκαμε ο Χρήστος κι εγώ και νωρίς – νωρίς, πριν ακόμα σουρουπώσει τελείως, μην τυχόν προλάβουν τίποτ’ άλλοι και μας το φάνε το κρέας, θρονιαστήκαμε στην ταβέρνα, που λόγω της ημέρας ήταν στολισμένη με κλαδιά από έλατα και διάφορα χάρτινα μπιχλιμπίδια.
-Φέρε λοιπόν.
-Τι να φέρω;
-Κρέας να φέρεις.
-Να σας φέρω πρώτα κάτι ορεκτικό; Κάτι για να σας ανοίξει την όρεξη;
-Βρε, δε θέλουμε να ανοίξει η όρεξη. Ανοιχτή είναι, πανάθεμά τη. Να κλείσει θέλουμε. Έχεις τίποτα, να μας την κλείσεις;
-Να σας φέρω, δηλαδή, αμέσως το κρέας;
-Αμέσως.
-Να φέρω και σαλάτα;
-Να φέρεις.
-Έχω και φέτα.
-Να φέρεις και φέτα.

-Και ψωμί;
-Και ψωμί.

Βέβαια, με τέτοια παραγγελία, ήτανε σίγουρο ότι θ’ αφήναμε στο μαυραγορίτη ταβερνιάρη όλη την κινητή 
μας περιουσία, γιατί κανείς από τους τρεις μας δεν είχε ακίνητη. Μόνο κινητή περιουσία είχαμε και, 
μάλιστα, ευκολομετακίνητη, μια και δεν προλάβαινε ούτε να ζεσταθεί στις τσέπες μας. Τι σημασία είχε, 
πόσα κατοχικά βρωμοεκατομμύρια θα πληρώναμε; Το βέβαιο ήταν, ότι θα κάναμε Χριστούγεννα.
Ήρθε, λοιπόν, καμιά φορά το κρέας, λίγο μαυρισμένο, λίγο περίεργο, λίγο αχαμνό, αλλά τέτοιες ώρες, τέτοια λόγια. Πέσαμε και οι τρεις με τα μούτρα. Από την πρώτη, όμως, μπουκιά απογοητευτήκαμε. Κοιταχτήκαμε ερωτηματικά. Ύστερα, ο Χρήστος είπε:
-Ξινό δεν είναι;
-Ναι, μωρ’ αδερφέ μου. Ξινό και σκληρό.
-Αρνάκι, λέει.
Ο Κώστας γύρισε το κεφάλι του κι έψαξε όλο το μαγαζί. Ύστερα έσκυψε και κοίταξε και κάτω απ’ τα τραπέζια. Ο Χρήστος τον ρώτησε:
-Τι ψάχνεις;
-Ο Φλοξ πού είναι;
Αλήθεια, ο Φλοξ πού ήταν; Πώς και δε φάνηκε ακόμα αυτός, που με το πρώτο κουδούνισμα μαχαιροπήρουνου, έτρεχε σαν νεοσύλλεκτος σε προσκλητήριο;
Ρωτήσαμε τον ταβερνιάρη.
-Τι να σας πω; Κι εγώ δεν ξέρω. Από χτες το βράδυ τον έχασα.
Οι πρώτες μας ανησυχητικές υποψίες άρχισαν να παίρνουν σάρκα και οστά. Τη σάρκα και τα οστά του κατακαημένου του Φλοξ, που φαίνεται ότι τον τρώγαμε αντί χριστουγεννιάτικης γαλοπούλας. Κανείς δεν είπε τίποτα, όμως, μη τυχόν χαλάσει το κέφι των αλλωνών. Και μόνο ο Βουτσινάς μουρμούρισε: 
-Σήμερα έτυχε να λείπεις, ρε Φλοξ, που υπάρχουν και κόκαλα;

Ύστερα από λίγα χρόνια -μετά απ’ την απελευθέρωση- ο Χρήστος κι εγώ μεταφέραμε αυτήν τη σκηνή με το Φλοξ στην κωμωδία μας “Οι Γερμανοί ξανάρχονται”.

Πηγή: Λογομνήμων

Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2013

Στρογγυλοκέφαλοι και Μυτεροκέφαλοι...!

«Όταν ήρθαν να πάρουν τους Εβραίους, δεν διαμαρτυρήθηκα, γιατί δεν ήμουν Εβραίος. Όταν ήρθαν για τους κομμουνιστές δεν φώναξα, γιατί δεν ήμουν κομμουνιστής. Όταν κατεδίωξαν τους τσιγγάνους, ούτε τότε φώναξα, γιατί δεν ήμουν τσιγγάνος. Όταν έκλεισαν το στόμα των Ρωμαιοκαθολικών που αντιτάσσονταν στο φασισμό, δεν έκανα τίποτα γιατί δεν ήμουν καθολικός. Μετά ήρθαν να συλλάβουν εμένα, αλλά δεν υπήρχε πια κανείς να αντισταθεί μαζί μου». Μπρέχτ

Ένα λιγότερο γνωστό στο ελληνικό κοινό έργο του Μπρέχτ είναι  το  «Στρογγυλοκέφαλοι και Μυτεροκέφαλοι», ένα έργο που έχει ως θέμα τον ρατσισμό. Είναι ένα αλληγορικό έργο και η πλοκή του εξελίσσεται σε μια πλασματική χώρα, τη Yahοο, όπου κατοικείται από ανθρώπους με στρογγυλά κεφάλια και από ανθρώπους με μυτερά. Ο αντιβασιλέας της χώρας αυτής επιχειρεί ν’ αντιμετωπίσει την εξέγερση μιας ομάδας δυσαρεστημένων ακτημόνων, γνωστής ως «Η ένωση του Δρεπανιού». Οι καλλιεργητές αρνούνται να πληρώσουν το ενοίκιο για τη γη του σε ομάδα πλουσίων γαιοκτημόνων που έχουν μεγάλη επιρροή στην κυβέρνηση, οι οποίοι αποκαλούνται συνολικά οι «Πέντε Μεγάλοι». Ο αντιβασιλέας για να καταστείλει το κίνημά του, απευθύνεται στον Angelo Iberin, που στο έργο αντιπροσωπεύει τον Χίτλερ. Στη θέση της αντιπαράθεσης των αγροτών με τους γαιοκτήμονες, ο Iberin καλλιεργεί τη φυλετική αντιπαράθεση ανάμεσα στους Στρογγυλοκέφαλους και του Μυτεροκέφαλους. Με τον αντιπερισπασμό αυτό που δημιουργεί η κυβέρνηση καταφέρνει να σταματήσει την Ένωση του Δρεπανιού. Ο Iberin μοιάζει να πρεσβεύει πιστά τη ρατσιστική ηθική φιλοσοφία του, γεγονός που βελτιώνει την εικόνα του στα μάτια του λαού της χώρας. Ο λαός δεν τον βλέπει ως άνθρωπο που πηγαίνει με το μέρος των ισχυρών, αλλά ως κάποιον που συντάσσεται με μια ανώτερη δύναμη, η οποία συνδέεται με το σχήμα του κεφαλιού.


Μην ξεχνάμε ότι η υπόθεση του ρατσισμού αφορά όλους μας , γιατί πολύ απλά κάποια μέρα όλοι μας μπορεί να πέσουμε θύματά του…!

Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2013

Ο Ερωτόκριτος, το αριστούργημα του Κορνάρου.

«Του κύκλου τα γυρίσματα, που ανεβοκατεβαίνουν,
και του Τροχού, που ώρες ψηλά κι  ώρες στα βάθη πηαίνουν
και του Καιρού τα πράματα, που αναπαημό δεν έχουν,
μα στο Καλό κ’ εις το Κακό περιπατούν και τρέχουν
και των Αρμάτω΄ οι ταραχές, όχθρητες, και τα βάρη,
του Έρωτος οι μπόρεσες και τση Φιλιάς η χάρη
αυτάνα μ’ εκινήσασι τη σήμερον ημέραν,
ν’ αναθιβάλω και να πω τά κάμαν και τά φέραν
σ΄μια Κόρη κ΄έναν ΄γουρο, που μπερδευτήκα΄ ομάδι
σε μια Φιλίαν αμάλαγη, με δίχως ασκημάδι…» 

Ο Ερωτόκριτος, ένα έργο που παραμένει μέχρι σήμερα ζωντανό. Ένα έργο που ο θρύλος λέει ότι συνεχίζουν μέχρι σήμερα να υπάρχουν γέροντες στον Ψηλορείτη να το απαγγέλλουν ολόκληρο από μνήμης...! Δημιουργός του ένας απ' τους μεγαλύτερους ποιητές όλων των εποχών, ο Βιτσέντζος Κορνάρος. Αποτελείται από 10.012 (οι τελευταίοι δώδεκα αναφέρονται στον ποιητή) ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους στη Κρητική διάλεκτο.Κεντρικό θέμα του  ο έρωτας ανάμεσα σε δύο νέους, τον Ερωτόκριτο (που στο έργο αναφέρεται μόνο ως Ρωτόκριτος ή Ρώκριτος) και την Αρετούσα,  ένας έρωτας που αποδείχθηκε δυνατός μέσα στις αντιξοότητες και που γύρο απ' αυτόν περιστρέφονται και άλλα θέματα όπως η τιμή, η φιλία, η γενναιότητα και το κουράγιο.
Το έργο διαδραματίζεται στην αρχαία Αθήνα, ο κόσμος όμως που απεικονίζει είναι ένα σύνθετο κατασκεύασμα που δεν ανταποκρίνεται σε κάποια συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα: παράλληλα με τις αρχαιοελληνικές αναφορές, εμφανίζονται αναχρονισμοί και πολλά στοιχεία του δυτικού κόσμου, όπως η κονταρομαχία. 
ο Μάνος Κατράκης ερμηνεύει αποσπάσματα...
Υπόθεση του έργου: Ο βασιλιάς της Αθήνας Ηράκλης και η σύζυγός του αποκτούν μετά από πολλά χρόνια γάμου μια κόρη, την Αρετούσα. Τη βασιλοπούλα ερωτεύεται ο γιος του πιστού συμβούλου του βασιλιά, Ερωτόκριτος. Επειδή δεν μπορεί να φανερώσει τον έρωτά του, πηγαίνει κάτω από το παράθυρό της τα βράδια και της τραγουδά. Η κοπέλα σταδιακά ερωτεύεται τον άγνωστο τραγουδιστή. Ο Ηρακλής, όταν μαθαίνει για τον τραγουδιστή, του στήνει ενέδρα για να τον συλλάβει, ο Ερωτόκριτος όμως μαζί με τον αγαπημένο του φίλο σκοτώνει τους στρατιώτες του βασιλιά. Ο Ερωτόκριτος, καταλαβαίνοντας ότι ο έρωτάς του δεν μπορεί να έχει αίσια έκβαση, ταξιδεύει στη Χαλκίδα για να ξεχάσει. Στο διάστημα αυτό ο πατέρας του αρρωσταίνει και όταν η Αρετούσα τον επισκέπτεται, βρίσκει στο δωμάτιο του Ερωτόκριτου μια ζωγραφιά που την απεικονίζει και τους στίχους που της τραγουδούσε. Όταν εκείνος επιστρέφει, ανακαλύπτει την απουσία της ζωγραφιάς και των τραγουδιών και μαθαίνει ότι μόνο η Αρετούσα τους είχε επισκεφτεί. Επειδή καταλαβαίνει ότι αποκαλύφθηκε η ταυτότητά του και ότι μπορεί να κινδυνεύει, μένει στο σπίτι προσποιούμενος ασθένεια και η Αρετούσα του στέλνει για περαστικά ένα καλάθι με μήλα, ως ένδειξη ότι ανταποκρίνεται στα συναισθήματά του.
Ο Ερωτόκριτος ερμηνευμένος από 77 καλλιτέχνες...!
Ο βασιλιάς οργανώνει κονταροχτύπημα για να διασκεδάσει την κόρη του. Παίρνουν μέρος πολλά αρχοντόπουλα από όλο τον γνωστό κόσμο και ο Ερωτόκριτος είναι ο νικητής. Το ζευγάρι αρχίζει να συναντιέται κρυφά στο παράθυρο της Αρετούσας. Η κοπέλα παρακινεί τον Ερωτόκριτο να τη ζητήσει από τον πατέρα της. Όπως είναι φυσικό, ο βασιλιάς εξοργίζεται με το «θράσος» του νέου και τον εξορίζει. Ταυτόχρονα φτάνουν προξενιά για την Αρετούσα από το βασιλιά του Βυζαντίου. Η κοπέλα αμέσως αρραβωνιάζεται κρυφά με τον Ερωτόκριτο, πριν αυτός εγκαταλείψει την πόλη. Η Αρετούσα αρνείται να δεχθεί το προξενιό και ο βασιλιάς τη φυλακίζει μαζί με την πιστή παραμάνα της. Έπειτα από τρία χρόνια, όταν οι Βλάχοι πολιορκούν την Αθήνα, εμφανίζεται ο Ερωτόκριτος μεταμφιεσμένος από μαγεία. Σε μια μάχη σώζει τη ζωή του βασιλιά και τραυματίζεται. Ο βασιλιάς για να ευχαριστήσει τον τραυματισμένο ξένο του προσφέρει σύζυγο την κόρη του. Η Αρετούσα αρνείται και αυτόν τον γάμο και στη συζήτηση με τον μεταμφιεσμένο Ερωτόκριτο επιμένει στην άρνησή της. Ο Ερωτόκριτος την υποβάλλει σε δοκιμασίες για να επιβεβαιώσει την πίστη της και τελικά της αποκαλύπτεται αφού λύνει τα μαγικά που τον είχαν μεταμορφώσει. Ο βασιλιάς αποδέχεται το γάμο και συμφιλιώνεται με τον Ερωτόκριτο και τον πατέρα του και ο Ερωτόκριτος ανεβαίνει στο θρόνο της Αθήνας.






Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2013

Dissy Gillespie ένας μεγάλος της τζάζ...!

Dissy Gillespie...ο άνθρωπος που άλλαξε το πρόσωπο της τζαζ...!

Ο Τζον Μπρίκς Γκιλέσπι γεννήθηκε στις 21 Οκτωβρίου του 1917 στην Νότια Καρολίνα και ήταν ένας απ' τους σημαντικότερους Αμερικανούς μουσικούς της τζαζ.
Σε ηλικία δέκα ετών, βίωσε το θάνατο του πατέρα του, ο οποίος ήταν ερασιτέχνης μουσικός και διέθετε δικό του μουσικό συγκρότημα, ενθαρρύνοντας την ενασχόληση του γιου του με τη μουσική. Αν και αρχικά ασχολήθηκε με την εκμάθηση του πιάνου, σε ηλικία δώδεκα ετών, στράφηκε στο όργανο της τρομπέτας πάντα ως αυτοδίδακτος. Οι ικανότητες του, ήταν τέτοιες που του επέτρεψαν να λάβει μία μουσική υποτροφία για το Ινστιτούτο Laurinburg της Νότιας Καρολίνας, όπου συνέχισε να εξασκείται στο πιάνο και την τρομπέτα.Το 1935 εγκατέλειψε τις σπουδές του και εγκαταστάθηκε στη Φιλαδέλφεια, με την πρόθεση να εργαστεί αποκλειστικά ως μουσικός. Στα πρώτα του βήματα, έγινε μέλος της ορχήστρας του Frankie Fairfax ενώ συμμετείχε για πρώτη φορά σε ηχογράφηση, με το συγκρότημα του Τέντι Χιλλ, αντικαθιστώντας τον Ρόι Έλντριτζ. Την ίδια περίοδο, απέκτησε το ψευδώνυμο Ντίζι (Dizzy). Το 1939, έγινε μέλος του συγκροτήματος του τζαζ τραγουδιστή Κάμπ Καλλογουέϊ, ωστόσο εγκατέλειψε το σχήμα το 1941. O ίδιος ο Κάλλογουει αποκαλούσε τους αυτοσχεδιασμούς του Γκιλέσπι "κινέζικη μουσική", χαρακτηριστικό της πρωτότυπης τεχνοτροπίας που είχε αναπτύξει. Στην πορεία, ο Γκιλέσπι συμμετείχε σε αρκετά μουσικά σύνολα και συνεργάστηκε με τους Ντιούκ Έλλινγκτον, Κόλμαν Χώκινς, Μπίλι Εκστάϊν, Τσίκ Γουέμπ, Μπέινι Κάρτερ και άλλους. Ανάμεσα στις σημαντικές συνεργασίες του ήταν και αυτή με τον πιανίστα Έρλ Χάϊνς, καθώς στη διάρκειά της συνεργάστηκε με τον Τσάρλι Πάρκερ, ο οποίος επίσης συμμετείχε ως μουσικός στην ορχήστρα του, ενώ παράλληλα του δόθηκε η δυνατότητα να αναδείξει σε ένα βαθμό τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ερμηνείας του. Ως μέλος του συγκροτήματος του Χάινς, παρουσίασε την πρώτη του μουσική σύνθεση Night in Tunisia. Μέχρι το 1944, ο Γκιλέσπι είχε αποκτήσει σημαντική φήμη ώστε να ηγείται ο ίδιος ορχήστρες. Η συνεχιζόμενη συνεργασία του με τον Τσάρλι Πάρκερ συνέβαλε στην εξέλιξη του είδους του μπίμποπ, παράλληλα με τη μουσική του σουίνγκ που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής εκείνη την περίοδο. Σε αντίθεση με τον Πάρκερ, που συμμετείχε σε μικρά μουσικά σύνολα, ο Γκιλέσπι στόχευε στην δημιουργία μίας μεγάλης ορχήστρας (big bank), την οποία οργάνωσε τελικά στις αρχές τους 1945. Μετά από την εμπορική αποτυχία της, το Νοέμβριο του ίδιου έτους, σχημάτισε ένα κουιντέτο, στο οποίο συμμετείχε επίσης ο Πάρκερ. Αργότερα, το σύνολο απέκτησε και ένα έκτο μέλος, ενώ τελικά ο Γκιλέσπι επέκτεινε το σχήμα, επιχειρώντας για δεύτερη φορά την δημιουργία μιας μεγάλης ορχήστρας, την οποία κατάφερε να διατηρήσει για τέσσερα χρόνια. Στο διάστημα αυτό, συμμετοχή στην ορχήστρα είχαν ορισμένοι σημαντικοί τζαζ μουσικοί, όπως ο Τζον Κολτρέιν. Ο Γκιλέσπι, πειραματίστηκε μουσικά προσπαθώντας να ενσωματώσει αφρικανικά και κουβανέζικα μουσικά στοιχεία στη τζάζ. Διέλυσε την ορχήστρα του, το 1950, εξαιτίας οικονομικών προβλημάτων. Το 1956, και ενώ μέχρι τότε καθοδηγούσε μικρά σύνολα μουσικών, δημιούργησε για δεύτερη φορά μία μεγάλη ορχήστρα, με την οποία περιόδευσε στην Ευρώπη, στη Μέση Ανατολή και στη Λατινική Αμερική. Μετά τη διάλυση της ορχήστρας, το 1958, ο Γκιλέσπι συνέχισε να παίζει με μικρότερα μουσικά σχήματα, παραμένοντας ενεργός μέχρι το 1992. Στη δεκαετία του 1980, ηγήθηκε της ορχήστρας United Nations Orchestra. Πέθανε το 1993, σε ηλικία 75 ετών.

Πηγή:Βικιπαίδεια














Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2013

"Έρωτας τάχα να είν' αυτό...!"

Ανοίχτε τα παράθυρα.
Νίβομαι στο φως
βγαίνω στον εξώστη
γυμνός
ν' αναπνεύσω βαθιά
τον αιώνιο αγέρα
με τ' αδρά μύρα
του νοτισμένου δάσους
με την αλμύρα 
της απέραντης θάλασσας.
Αστάφτει ο κόσμος
ακούραστος.
Κοιτάχτε. 
(απόσπασμα από την Εαρινή Συμφωνία του Γ.Ρίτσου)



Οδυσσέας Ελύτης
Έτσι μιλώ για σένα και για μένα
Eπειδή σ' αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
Nα μπαίνω σαν Πανσέληνος
Aπό παντού, για το μικρό το πόδι σου μέσ' στ' αχανή
σεντόνια
Nα μαδάω γιασεμιά - κι έχω τη δύναμη
Aποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω
Mέσ' από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας
στοές
Yπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουνε
Aκουστά σ' έχουν τα κύματα
Πώς χαϊδεύεις, πώς φιλάς
Πώς λες ψιθυριστά το "τί" και το "έ"
Tριγύρω στο λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά
Πάντα εσύ τ' αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό
πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Tο βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά
Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Tα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνειΠάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά
που μεγαλώνει
Tο γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Eπειδή σ' αγαπώ και σ' αγαπώ
Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το
εξαργυρώνει:
Tόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Tόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
Tριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Kαμάρα τ' ουρανού με τ' άστρα
Tόσο η ελάχιστή σου αναπνοή
Που πια δεν έχω τίποτε άλλο
Mέσ' στους τέσσερεις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
Nα φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Nα μυρίζω από σένα και ν' αγριεύουν οι άνθρωποι
Eπειδή το αδοκίμαστο και το απ' αλλού φερμένο
Δεν τ' αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ' ακούς
Eίναι νωρίς ακόμη μέσ' στον κόσμο αυτόν αγάπη μου
Nα μιλώ για σένα και για μένα.

Γιώργος Σεφέρης
Δεν ήταν άλλη η αγάπη μας,
έφευγε ξαναγύριζε και μας έφερνε
ένα χαμηλωμένο βλέφαρο πολύ μακρινό
ένα χαμόγελο μαρμαρωμένο, χαμένο
μέσα στο πρωινό χορτάρι
ένα παράξενο κοχύλι που δοκίμαζε
να το εξηγήσει επίμονα η ψυχή μας.
Η αγάπη μας δεν ήταν άλλη,
ψηλαφούσε σιγά μέσα στα πράγματα
που μας τριγύριζαν
να εξηγήσει γιατί δεν θέλουμε
να πεθάνουμε με τόσο πάθος.
Κι αν κρατηθήκαμε από λαγόνια
κι αν αγκαλιάσαμε μ' όλη τη δύναμη μας
άλλους αυχένες
κι αν σμίξαμε την ανάσα μας με την ανάσα
εκείνου του ανθρώπου
κι αν κλείσαμε τα μάτια μας, δεν ήταν άλλη,
μοναχά αυτός ο βαθύτερος καημός
να κρατηθούμε μέσα στη φυγή.

Θεώνη Δρακοπούλου-Παππά
( άλλως Μυρτιώτισσα)
Έρωτας τάχα...
Έρωτας τάχα να είν’ αυτό
που έτσι με κάνει να ποθώ
τη συντροφιά σου,
που σα βραδιάζει, τριγυρνώτα φωτισμένα για να ιδώ
παράθυρά σου;
Έρωτας να ειν’ η σιωπή
που όταν σε βλέπω, μου το κλείνει
σφιχτά το στόμα,
που κι όταν μείνω μοναχή,
στέκω βουβή κι εκστατική
ώρες ακόμα;
Έρωτας να είναι ή συφορά,
με κάποιου αγγέλου τα φτερά
που έχει φορέσει,
κι έρχεται ακόμη μια φορά
με τέτοια δώρα τρυφερά
να με πλανέσει;
Μα ό,τι και να’ναι το ποθώ,
και καλώς να’ ρθει το κακό
που είν’ από σένα.
θα γίνει υπέρτατο αγαθό,
στα πόδια σου αν θα σωριαστώ
τ’ αγαπημένα…



Τάσος Λειβαδίτης
''Ναι, αγαπημένη μου. Πολύ πριν να σε συναντήσω
εγώ σε περίμενα. Πάντοτε σε περίμενα.
Αλήθεια εκείνη η άνοιξη, εκείνο το πρωινό, εκείνη η απλή κάμαρα της
ευτυχίας
αυτό το σώμα σου που κράταγα πρώτη φορά γυμνό
αυτά τα δάκρυα που δεν μπόρεσα στο τέλος να κρατήσω
πόσο σου πήγαιναν.
Α, θάθελα να φιλήσω τα χέρια του πατέρα σου, της μητέρας σου τα
γόνατα που σε γέννησαν για μένα
να φιλήσω όλες τις καρέκλες που ακούμπησες περνώντας με το
φόρεμα σου
να κρύψω σαν φυλακτό στον κόρφο μου ένα μικρό κομμάτι απ το
σεντόνι που κοιμήθηκες.
Θα μπορούσα ακόμα και να χαμογελάσω
στον άντρα που σ' έχει δει γυμνή πριν από μένα
να του χαμογελάσω, που του δόθηκε μια τόση ατέλειωτη ευτυχία.
Γιατί εγώ, αγαπημένη, σου χρωστάω κάτι πιο πολύ απ τον έρωτα
εγώ σου χρωστάω το τραγούδι και την ελπίδα, τα δάκρυα και πάλι
την ελπίδα.
Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου, έζησα όλη τη ζωή!'' 

Κώστας Ουράνης
Η Αγάπη
Α! τι ωφελεί να καρτεράς όρθιος στην πόρτα του σπιτιού
και με τα μάτια στους νεκρούς τους δρόμους στυλωμένα, αν είναι νάρθει θε ναρθεί, δίχως να νοιώσεις από πού,
και πίσω σου πλησιάζοντας με βήματα σβημένα
θε να σου κλείσει απαλά με τ' άσπρα χέρια της τα δυο
τα μάτια που κουράστηκαν τους δρόμους να κυττάνε'
κι όταν, γελώντας, να της πεις θα σε ρωτήσει: "ποια είμαι εγώ;"
απ' της καρδιάς το σκίρτημα θα καταλάβεις ποια 'ναι.
Δεν ωφελεί να καρτεράς! Αν είναι νάρθει, θε ναρθει'
κλειστά όλα νάναι, αντίκρυ σου να στέκεται θα δεις ορθή
κι ανοίγοντας τα χέρια της πρώτη θα σ' αγκαλιάσει.
Αλλιώς, κι αν είναι ολόφωτο το σπίτι για να την δεχτείς
κι έτσι ως την δεις τρέξεις σ' αυτήν κι ομπρός στα πόδια της συρθείς,
αν είναι νάρθει θε ναρθει, αλλιώς θα προσπεράσει.


Γιάννης Ρίτσος
Τα ερωτικά, Γυμνό σώμα
Άξαφνα μυρωδιά
νοτισμένης ρίγανης,
Σούδειξα το μικρό φεγγάρι
πάνω στο λόγο.
Δε μιλήσαμε.
Ο λόγος ογκωνόταν 
σ' ένα μονάχα ευχαριστώ.
Ό,τι αγγίζω,
το χαρτί, το τραπέζι, το ποτήρι,
εσένα αγγίζω.
Τα χέρια μου
κολλημένα στο στήθος σου.
Δεν ορίζω τα χέρια μου.
Μέρες, νύχτες,
από φωτιά,
σπασμένα τζάμια,
κλεισμένες πόρτες.







Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2013

Αφροδίτη της Μήλου:η ιστορία ενός αγάλματος...!

Αφροδίτη της Μήλου, ένα άγαλμα της ελληνιστικής εποχής από Παριανό μάρμαρο.Ένα άγαλμα που συνδυάζει αρμονικά τη γυναικεία ομορφιά και θηλυκότητα. Χρονολογείται γύρω στον 1ο αιώνα π.χ. Άλλοτε θεωρείτο έργο του Πραξιτέλη, όμως σήμερα είναι σαφές ότι ο δημιουργός του είναι άλλος, πιθανότητα ο γλύπτης Αγήσανδρος.
Βρισκόμαστε την άνοιξη του 1820, ένα χρόνο πριν την ελληνική επανάσταση. Σε μια αγροτική περιοχή της Μήλου, ένας αγρότης, κάποιος Κεντρωτάς με τη βοήθεια του γιου του και του ανιψιού του σκάβει στο πεζούλι του και βγάζει πέτρες από αρχαία ερείπια που υπάρχουν εκεί. Λίγο πιο πέρα, κάποιοι Γάλλοι αξιωματικοί κάνουν ανασκαφές για αρχαία. Ξαφνικά, ο Κεντρωτάς βρίσκει πελεκημένο μάρμαρο. Αμέσως τρέχουν να τον βοηθήσουν δύο Γάλλοι ναύτες, που συμμετέχουν στις γειτονικές ανασκαφές. Ο Κεντρωτάς προσπαθεί να ξανακαλύψει το άγαλμα γιατί φοβάται ότι οι Γάλλοι θα του το αρπάξουν ή θα απαιτούσαν να το αγοράσουν πιο φτηνά.Δηλαδή, ο Κεντρωτάς δεν ήταν τόσο αφελής όσο ο μύθος θέλει να τον παρουσιάσει. Οι Γάλλοι φαίνεται ότι τον θεωρούν ανόητο επειδή ο Κεντρωτάς άρχισε να συμπεριφέρεται με περιφρόνηση, μάλλον επίτηδες, για τα ευρήματα για να τους ξαποστείλει και να εκμεταλλευτεί το εύρημα αργότερα με την ησυχία του και χωρίς τη φορτική παρουσία των Γάλλων. Οι Γάλλοι όμως δεν ξεκολλούσαν με τίποτα απ' την περιοχή και πίεζαν τον Κεντρωτά να συνεχίσουν όλοι μαζί το σκάψιμο, ώσπου κάποια στιγμή βρέθηκε και το δεύτερο τμήμα του αγάλματος. Ο Κεντρωτάς, μετά απ' αυτό, δεν μπορούσε να κάνει τον ανήξερο, ούτε όμως να περιφρουρήσει το έργο που είχε βρει στο χωράφι του. Πάντως, για να το διαφυλάξει, έκανε μια προσπάθεια και το μετέφερε στη στάνη του, όμως ο "πυρετός αρχαιοτήτων" είχε ήδη καταλάβει τους Γάλλους, που είχαν ήδη αρχίσει να επικοινωνούν με πρεσβευτές της πατρίδας του στην Κωνσταντινούπολη, στη Σμύρνη και όπου αλλού.Επικεφαλής των Γάλλων ήταν ένας νεαρός αξιωματικός, κάποιος Ολιβιέ Βουτιέ. Αυτός άρχισε να σχεδιάζει αμέσως το εύρημα και ειδοποιεί τους πατριώτες του για την μεγάλη αυτή ανακάλυψη, επειδή δεν είχε ο ίδιος αρκετά χρήματα για να το αγοράσει, ενώ κάποιοι είχαν κιόλας προτείνει στην Κεντρωτά αμοιβή 1.000 γροσιών.  Η μάχη για την απόκτηση του είχε αρχίσει για τα καλά.

Το έργο βρέθηκε σε πολλά κομμάτια (πιθανόν έξι, από τα οποία τα χέρια και το όνομα του γλύπτη πλέον λείπουν), με δύο βασικά, τον κορμό και τα πόδια. Όλα αυτά τα κομμάτια καθώς και οι Ερμές, οι δύο αφιερώσεις, μια ενός ηλικιωμένου και μιά ενός νέου, που είχαν βρεθεί μαζί,  έγιναν αμέσως αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Ο Βουτιέ αμέσως ενημέρωσε τον Γάλλο υποπρόξενο στη Μήλο, κάποιον Λουί Μπρέστ και αυτός παρουσιάστηκε και άρχισε να παζαρεύει λέγοντας ότι "δεν είναι βέβαιο ότι το άγαλμα αξίζει 1.000 γρόσια". Ειδοποίησε μάλιστα και τον Ντε Ριβιέρ, έναν μαρκήσιο και πρόξενο των Γάλλων στην Υψηλή Πύλη. Στην όλη διαπραγμάτευση αναμίχθηκε ενεργά και ένας άλλος Γάλλος αξιωματικός που είχε πάθος με τις αρχαιότητες, κάποιος Ζυλ Ντυμόν ντ' Υρβίλ. Αυτός ήταν βέβαιος ότι επρόκειτο για την Αφροδίτη που κρατούσε το μήλο του Πάρι. Οι Γάλοι αποφάσισαν να πάρουν οπωσδήποτε όλα τα ευρήματα στην κατοχή τους.Όμως το παζάρι καθυστερούσε, όπως και το πλοίο που θα μετέφερε τα αρχαιολογικά αυτά ευρήματα στη Γαλλία. Στο μεταξύ ο Κεντρωτάς ή και οι δημογέροντες (στο παζάρι είχε αναμιχθεί τελικά όλο το νησί) αδημονούσαν και αποφάσισαν να δώσουν ή να πουλήσουν το άγαλμα σε άλλους που ενδιαφέροντο. Μπορεί εξάλλου να υφίσταντο και πολιτικές πιέσεις, - η Υψηλή Πύλη περνούσε σοβαρή κρίση στις εξωτερικές της σχέσεις και η παραχώρηση αρχαιοτήτων από πλευράς της συνιστούσε ουσιαστικά άσκηση εξωτερικής πολιτικής. 
Μέσα σε όλα αυτά, παρουσιάστηκε και ο Νικόλαος Μουρούζης, μέγας δραγουμάνος του οθωμανικού στόλου. Αυτός έπεισε του Μηλίους να πουλήσουν το εύρημα σε εκείνον. Όμως ο εκπρόσωπος των Γάλλων ο υποκόμης ντε Μαρκέλους τους έπεισε να μην φορτωθεί το άγαλμα στο πλοίο του Μουρούζη για να πάει στην Πόλη, αλλά στο πλοίο των Γάλλων για να πάει στο Λούβρο. Το γλυπτό πραγματικά ταλαιπωρήθηκε και φορτώθηκε μετ' εμποδίων στο γαλλικά καράβι.
Έτσι, άλλος ένας εξαιρετικής ομορφιάς και ανεκτίμητης αξίας αρχαιολογικός θησαυρός έφυγε απ' τα χώματα που τον γέννησαν και τον φιλοξένησαν για αιώνες...
Κάτι τελευταίο... Πιστό αντίγραφο του αγάλματος υπάρχει στην πρώτη αίθουσα του αρχαιολογικού μουσείου της Μήλου στην Πλάκα. Προσφορά του μουσείο του Λούβρου. Ε, να μην μας προσφέρουν και κάτι οι Γάλλοι; Κοτζάμ άγαλμα τους δώσαμε....! 

Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2013

Ο καραγκιόζης διηγείται την ιστορία του...!

Όλοι με ρωτούν από πού κρατάει η σκούφια μου. Τι να σου πω, πατριώτη, δεν έχω βγάλει άκρη. Ένας θρύλος  με θέλει να είμαι δημιούργημα του Σέϊχ Κιουστερί που καταγόταν απ’ την Προύσα. Ο φίλος μου ο Χατζιαβάτης είχε αναλάβει να κτίσει το σαράι του Σουλτάνου και με πήρε για αρχιμάστορα. Το σαράι όμως δεν τελείωνε, γιατί έλεγα πολλά αστεία και διάφορα σκωπτικά σχόλια με αποτέλεσμα να σταματούν οι χτίστες και οι εργάτες την δουλειά τους. Τότε ο Σουλτάνος έδωσε διαταγή να με κρεμάσουν, ενώ τον Χατζιαβάτη να τον εκτελέσουν. Ο θάνατός μας, όμως, στοίχισε τόσο πολύ στον Σουλτάνο που έπεσε σε βαθιά μελαγχολία. Τότε ένας σοφός – αυλικός του για να διασκεδάσει τη μελαγχολία του, έφτιαξε δύο χάρτινες φιγούρες που απεικόνιζαν εμένα και το φιλαράκι μου τον Χατζιαβάτη, και παρουσίασε θέατρο σκιών στον κύριο Σουλτάνο.
Άλλος πάλι θρύλος με θέλει να έχω γεννηθεί στην Τουρκία, να είμαι Έλληνας Μικρασιάτης, και να ζω με την οικογένειά μου στην Προύσα. Όσο  για το ονοματάκι μου, ε, μετά από πολλές σκέψεις, κατέληξαν ότι έχει βγει απ’ το Καρά που σημαίνει Μαύρος και το Γκιόζ που σημαίνει Μάτι στη τουρκική γλώσσα, δηλαδή Καραγκιόζ σημαίνει Μαυρομάτης. Άντε, λύσαμε και το γρίφο με το όνομά μου.
Τώρα, υπάρχει μια μαρτυρία που με θέλει να έχω δώσει παράσταση στον ελλαδικό χώρο το 1809 στην περιοχή των Ιωαννίνων στην τουρκική γλώσσα. Μάλιστα, λέγεται ότι στην παράσταση αυτή ήταν θεατής  ο λόρδος Βύρων. Τέλος πάντων, το θεατρικό αυτό θέαμα με πρωταγωνιστή την αφεντιά μου φαίνεται  ότι άρεσε και άρχισε πια να παίζεται στην ελληνική γλώσσα, διατηρώντας τα ίδια τεχνικά χαρακτηριστικά, διαμορφώνοντας όμως παράλληλα ξεχωριστό περιεχόμενο, αντλημένο από την ελληνική παράδοση. Έτσι, από τότε, είμαι ένας λαϊκός ήρωας που εκπροσωπώ τον φτωχό Έλληνα στο περιβάλλον της τουρκοκρατίας και στο πρόσωπό μου ενσαρκώνεται ο κοινός αγώνας του Έλληνα κατά της δουλοπρέπειας και της υποταγής στους ξένους δυνάστες. Είμαι καμπούρης και ξυπόλητος, ζω σε μια παράγκα απέναντι απ' το σαράι του βεζίρη και  περιστοιχίζομαι εκτός από την Αγλαία, τη συμβία μου και τα τρία μου παιδιά,  τον Κολλητήρη, τον Κοπρίτη και το Μιρικόκο, και από άλλους, όπως απ' τον θειο μου,  τον Μπάρμπα Γιώργο, το Βεληγκέκα, τον δουλοπρεπή φίλο μου και φύλακα του σαράι, τον Σταύρακα, τον μάγκα, τον Σιορ Νιόνιο, τον ευγενή και το χαριτωμένο απ' το ωραίο Τζάντε., το Μορφονιό, τον μαμάκα με τη τεράστια μύτη, που πιστεύει ότι είναι ωραίος, τον  Εβραίο, τον πλούσιο και τσιγκούνη έμπορο της πόλης, το Βεζίρη και φυσικά την όμορφη Βεζιροπούλα, το κρυφό αντικείμενο του πόθου μου. Εκτός από πτωχός και πεινασμένος, είμαι και πολυμήχανος , ανυπότακτος και δυναμικός, πανέξυπνος και άεργος, επίμονος και ευφυής. Όμως, πάνω απ' όλα είμαι ονειροπόλος. Ναι, ονειροπόλος...Αυτό με έχει σώσει όλα αυτά τα χρόνια...Αυτό, θα σώσει και σένα πατριώτη...!

Τα κοχύλια ζουν; Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη

Τα κοχύλια ζουν;   Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη Τα κοχύλια ζουν; Η Νεφέλη όταν αντίκρισε την παραλία της Πευκιάς ψηλά από τον δρόμ...