Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2014

Ο λόγος του Γέρου του Μοριά στους νέους

Ήταν 7 Οκτώβρη του 1838 όταν ο Γέρος του Μοριά επισκέπτεται το Βασιλικό Γυμνάσιο της Αθήνας, το σημερινό δηλαδή 1ο Πρότυπο Πειραματικό Γυμνάσιο και παρακολουθεί την διδασκαλία του γυμνασιάρχη Γενναδίου,   για τον Θουκυδίδη. Ο Γέρος του Μοριά εντυπωσιάζεται απ' τη διδασκαλία του Γενναδίου και εκφράζει  την επιθυμία να μιλήσει κι αυτός στα παιδιά. Η πρότασή του γίνεται αμέσως αποδεκτή αλλά επειδή ο χώρος στο γυμνάσιο ήταν στενός και πολλοί οι μαθητές, η ομιλία του Γέρου του Μοριά ορίζεται για την επόμενη μέρα, στις 8 Οκτώβρη στην Πνύκα. Όπως ήταν φυσικό, το γεγονός αυτό μαθεύτηκε αμέσως και άρχισε η Πνύκα να κατακλύζεται  από πλήθος κόσμου. Θορυβημένοι οι κύριοι...κύριοι του καθεστώτος στέλνουν, καθόλου πρωτότυπο, ένα... σμήνος από χωροφυλάκους. Φοβόντουσαν ότι η ομιλία αυτή του Γέρου του Μοριά ήταν αντικαθεστωτική. Χρειάστηκε η διαβεβαίωση του γυμνασιάρχη Γενναδίου ότι η ομιλία αυτή ήταν μια απλή αθώα πράξη για να πεισθούν οι κύριοι καθεστωτικοί και ν΄αποχωρήσουν οι χωροφύλακες. Άλλωστε, η δυναστεία δεν κινδύνευε απ' τη στιγμή που ο Γέρος του Μοριά τα είχε βρει με τον Όθωνα, κατέχοντας μάλιστα και το αξίωμα του Συμβούλου της Επικρατείας....
Ιδού ο ιστορικός  και συνάμα διαχρονικός λόγος του Γέρου του Μοριά στους νέους της εποχής...
Παιδιά μου!
Εἰς τὸν τόπο τοῦτο, ὀποῦ ἐγὼ πατῶ σήμερα, ἐπατούσαν καὶ ἐδημηγοροῦσαν τὸν παλαιὸ καιρὸ ἄνδρες σοφοί, καὶ ἄνδρες μὲ τοὺς ὁποίους δεν εἶμαι ἄξιος νὰ συγκριθῶ καὶ οὔτε να φθάσω τὰ ἴχνη τῶν.
Ἐγὼ ἐπιθυμοῦσα να σᾶς ἴδω, παιδιά μου, εἰς τὴν μεγάλη δόξα τῶν προπατόρων μας, καὶ ἔρχομαι να σᾶς εἴπω, ὅσα εἰς τὸν καιρὸ τοῦ ἀγῶνος μας καὶ πρὸ αὐτοῦ καὶ ὕστερα ἀπ’ αὐτὸν ὁ ἴδιος ἐπαρατήρησα, καὶ ἀπ’ αὐτὰ να κάμομε συμπερασμοὺς καὶ διὰ τὴν μέλλουσαν εὐτυχίαν σας, μολονότι ὁ Θεὸς μόνος ἠξεύρει τὰ μέλλοντα.
Καὶ διὰ τοὺς παλαιοὺς Ἕλληνας, ὁποίας γνώσεις εἴχαν καὶ ποία δόξα καὶ τιμὴν ἔχαιραν κοντὰ εἰς τὰ ἄλλα ἔθνη τοῦ καιροῦ των, ὁποίους ἥρωας, στρατηγούς, πολιτικοὺς εἴχαν, διὰ ταῦτα σᾶς λέγουν καθ’ ἡμέραν οἱ διδάσκαλοι σᾶς καὶ οἱ πεπαιδευμένοι μας. Ἐγὼ δεν εἶμαι ἀρκετός. Σᾶς λέγω μόνον πὼς ἤταν σοφοί, καὶ ἀπὸ ἔδω ἐπῆραν καὶ ἐδανείσθησαν τὰ ἄλλα ἔθνη τὴν σοφίαν τῶν.
Εἰς τὸν τόπον, τὸν ὁποῖον κατοικοῦμε, ἐκατοικούσαν οἱ παλαιοὶ Ἕλληνες, ἀπὸ τοὺς ὁποίους καὶ ἡμεῖς καταγόμεθα καὶ ἐλάβαμε τὸ ὄνομα τοῦτο. Αὐτοὶ διέφεραν ἀπὸ ἡμᾶς εἰς τὴν θρησκείαν, διότι ἐπροσκυνούσαν τες πέτρες καὶ τὰ ξύλα. Ἀφ’ οὐ ὕστερα ἦλθε στὸν κόσμο ὁ Χριστός, οἱ λαοὶ ὅλοι ἐπίστευσαν εἰς τὸ Εὐαγγέλιό του, καὶ ἔπαυσαν να λατρεύουν τὰ εἴδωλα. Δεν ἐπῇρε μαζὶ τοῦ οὔτε σοφοὺς οὔτε προκομμένους ἀλλ’ ἁπλούς ἀνθρώπους, χωρικοὺς καὶ ψαράδες, καὶ μὲ τὴ βοήθειᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔμαθαν ὄλες τες γλῶσσες τοῦ κόσμου, οἱ ὁποῖοι, μολονότι ὅπου καὶ ἂν ἔβρισκαν ἐναντιότητας καὶ οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ τύραννοι τοὺς κατέτρεχαν, δεν ἠμπόρεσε κανένας να τοὺς καμεὶ τίποτα. Αὐτοὶ ἐστερέωσαν τὴν πίστιν.
Οἱ παλαιοὶ Ἕλληνες, οἱ πρόγονοι μας, ἔπεσαν εἰς τὴν διχόνοιαν καὶ ἐτρώγονταν μεταξὺ τοὺς, καὶ ἔτσι ἔλαβαν καιρὸ πρώτα οἱ Ῥωμαῖοι, ἔπειτα ἄλλοι βάρβαροι καὶ τοὺς ὑπόταξαν. Ὕστερα ἤλθαν οἱ Μουσουλμάνοι καὶ ἔκαμαν ὅ,τι ἠμπορούσαν, διὰ να ἀλλάξει ὁ λαὸς τὴν πίστιν του. Ἔκοψαν γλῶσσες εἰς πολλοὺς ἀνθρώπους, ἀλλ’ ἐστάθη ἀδύνατο να τὸ κατορθώσουν. Τὸν ἔναν ἔκοπταν, ὁ ἄλλος τὸ σταυρὸ τοῦ ἔκαμε. Σὰν εἶδε τοῦτο ὁ σουλτάνος, διόρισε ἕνα βιτσερὲ (ἀντιβασιλέα), ἔναν πατριάρχη, καὶ τοῦ ἔδωσε τὴν ἐξουσία τῆς ἐκκλησίας. Αὐτὸς καὶ ὁ λοιπὸς κλῆρος ἔκαμαν ὅ,τι τοὺς ἔλεγε ὁ σουλτάνος. Ὕστερον ἔγιναν οἱ κοτζαμπάσηδες (προεστοί) εἰς ὅλα τὰ μέρη. Ἡ τρίτη τάξις, οἱ ἔμποροι καὶ οἱ προκομμένοι, τὸ καλύτερο μέρος τῶν πολιτῶν, μὴν ὑποφέροντες τὸν ζυγὸ ἔφευγαν, καὶ οἱ γραμματισμένοι ἐπῆραν καὶ ἔφευγαν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, τὴν πατρίδα των, καὶ ἔτσι ὁ λαός, ὅστις στερημένος ἀπὸ τὰ μέσα τῆς προκοπῆς, ἐκατήντησεν εἰς ἀθλίαν καταστάσῃ, καὶ αὐτὴ αὔξαινε κάθε ἥμερα χειρότερα, διότι, ἂν εὑρίσκετο μεταξὺ τοῦ λαοῦ κανεὶς μὲ ὀλίγην μαθήση, τὸν ἐλάμβανε ὁ κλῆρος, ὅστις ἔχαιρε προνόμια, ἤ ἐσύρετο ἀπὸ τὸν ἔμπορο τῆς Εὐρώπης ὡς βοηθὸς τοῦ ἢ ἐγίνετο γραμματικὸς τοῦ προεστού. Καὶ μερικοὶ μὴν ὑποφέροντες τὴν τυραννίαν τοῦ Τούρκου καὶ βλέποντας τὲς δόξες καὶ τες ἠδονὲς ὅπου ἀνελάμβαναν αὐτοί, ἄφηναν τὴν πίστη τοὺς καὶ ἐγίνοντο Μουσουλμάνοι. Καὶ τοιουτοτρόπως κάθε ἡμέρα ὁ λαὸς ἐλίγνευε καὶ ἐπτώχαινε.
Εἰς αὐτὴν τὴν δυστυχισμένη καταστάσῃ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς φυγάδες γραμματισμένους ἐμετέφραζαν καὶ ἔστελναν εἰς τὴν Ἑλλάδα βιβλία καὶ εἰς αὐτοὺς πρέπει να χρωστοῦμε εὐγνωμοσύνη, διότι εὐθὺς ὅπου κανένας ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ λαὸ ἐμάνθανε τὰ κοινὰ γράμματα, ἐδιάβαζεν αὐτὰ τὰ βιβλία καὶ ἔβλεπε ποίους εἴχαμε προγόνους, τὶ ἔκαμεν ὁ Θεμιστοκλῆς, ὁ Ἀριστείδης καὶ ἄλλοι πολλοὶ παλαιοὶ μας, καὶ ἐβλέπαμε καὶ εἰς ποίαν καταστάσῃ εὑρισκόμεθα τότε. Ὅθεν μας ἦλθεν εἰς τὸ νοῦ να τοὺς μιμηθοῦμε καὶ να γίνουμε εὐτυχέστεροι. Καὶ ἔτσι ἔγινε καὶ ἐπροόδευσεν ἡ Ἑταιρεία.
Ὅταν ἀποφασίσαμε να κάμομε τὴν Ἐπανάσταση, δεν ἐσυλλογισθήκαμε οὔτε πόσοι εἴμεθα οὔτε πὼς δεν ἔχομε ἅρματα οὔτε ὅτι οἱ Τούρκοι ἐβαστούσαν τὰ κάστρα καὶ τάς πόλεις οὔτε κανένας φρόνιμος μᾶς εἶπε: “ ποῦ πάτε ἔδω να πολεμήσετε μὲ σιταροκάραβα βατσέλα;”, ἀλλὰ ὡς μία βροχὴ ἔπεσε εἰς ὅλους μας ἡ ἐπιθυμία τῆς ἐλευθερίας μας, καὶ ὅλοι, καὶ ὁ κλῆρος μας καὶ οἱ προεστοὶ καὶ οἱ καπεταναίοι καὶ οἱ πεπαιδευμένοι καὶ οἱ ἔμποροι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ὅλοι, ἐσυμφωνήσαμε εἰς αὐτὸ τὸ σκοπὸ καὶ ἐκάμαμε τὴν Ἐπανάσταση.
Εἰς τὸν πρῶτο χρόνο τῆς Ἐπαναστάσεως εἴχαμε μεγάλη ὁμόνοια καὶ ὅλοι ἐτρέχαμε σύμφωνοι. Ὁ ἔνας ἐπῆγεν εἰς τὸν πόλεμο, ὁ ἀδελφὸς τοῦ ἔφερνε ξύλα, ἡ γυναῖκα τοῦ ἐζύμωνε, τὸ παιδὶ τοῦ ἐκουβαλοῦσε ψωμὶ καὶ μπαρουτόβολα εἰς τὸ στρατόπεδον καὶ ἐὰν αὐτὴ ἡ ὁμόνοια ἐβαστοῦσε ἀκόμη δύο χρόνους, ἠθέλαμε κυριεύσει καὶ τὴν Θεσσαλία καὶ τὴν Μακεδονία καὶ ἴσως ἐφθάναμε καὶ ἕως τὴν Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τοὺς Τούρκους, ὀποῦ ἄκουγαν Ἕλληνα καὶ ἔφευγαν χίλια μίλια μακρά. Ἑκατὸν Ἕλληνες ἔβαζαν πέντε χιλιάδες ἐμπρός, καὶ ἕνα καράβι μίαν ἁρμάδα. Ἀλλὰ δεν ἐβάσταξε!.
Ἤλθαν μερικοὶ καὶ ἠθέλησαν να γένουν μπαρμπέρηδες εἰς τοῦ κασίδη τὸ κεφάλι. Μας πονοῦσε τὸ μπαρμπέρισμα τοὺς. Μὰ τὶ να κάμομε; Εἴχαμε καὶ αὐτουνὼν τὴν ἀνάγκη. Ἀπὸ τότε ἤρχισεν ἡ διχόνοια καὶ ἐχάθη ἡ πρώτη προθυμία καὶ ὁμόνοια. Καὶ ὅταν ἔλεγες τὸν Κώστα να δώσει χρήματα διὰ τάς ἀνάγκας τοῦ ἔθνους ἤ να ὑπάγει εἰς τὸν πόλεμο, τοῦτος ἐπρόβαλλε τὸν Γιάννη. Καὶ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο κανεὶς δεν ἤθελε οὔτε να συνδράμει οὔτε να πολεμήσει. Καὶ τοῦτο ἐγίνετο, ἐπειδὴ δεν εἴχαμε ἕνα ἀρχηγὸ καὶ μίαν κεφαλή. Ἀλλὰ ἔνας ἔμπαινε πρόεδρος ἕξι μῆνες, ἐσηκώνετο ὁ ἄλλος καὶ τὸν ἔριχνε καὶ ἐκάθετο αὐτὸς ἄλλους τόσους, καὶ ἔτσι ὁ ἔνας ἤθελε τοῦτο καὶ ὁ ἄλλος τὸ ἄλλο. Ἴσως ὅλοι ἠθέλαμε τὸ καλό, πλὴν καθένας κατὰ τὴν γνώμη του. Ὅταν προστάζουνε πολλοί, ποτὲ τὸ σπίτι δεν χτίζεται οὔτε τελειώνει. Ὁ ἔνας λέγει ὅτι ἡ πόρτα πρέπει να βλέπει εἰς τὸ ἀνατολικὸ μέρος, ὁ ἄλλος εἰς τὸ ἀντικρινὸ καὶ ὁ ἄλλος εἰς τὸν Βορέα, σὰν να ἦτον τὸ σπίτι εἰς τὸν ἀραμπὰ καὶ να γυρίζει, καθὼς λέγει ὁ καθένας. Μὲ τοῦτο τὸν τρόπο δεν κτίζεταί ποτέ τὸ σπίτι, ἀλλὰ πρέπει να εἶναι ἔνας ἀρχιτέκτων, ὀποῦ νὰ προστάζει πώς θὰ γένει. Παρομοίως καὶ ἡμεῖς ἐχρειαζόμεθα ἔναν ἀρχηγὸ καὶ ἔναν ἀρχιτέκτονα, ὅστις νὰ προστάζει καὶ οἱ ἄλλοι να ὑπακούουν καὶ νὰ ἀκολουθοῦν. Ἀλλ’ ἐπειδὴ εἴμεθα εἰς τέτοια καταστάσῃ, ἐξ αἰτίας τῆς διχονοίας, μας ἔπεσε ἡ Τουρκιὰ ἐπάνω μας καὶ κοντέψαμε να χαθοῦμε, καὶ εἰς τοὺς στερνοὺς ἑπτὰ χρόνους δὲν κατορθώσαμε μεγάλα πράγματα.
Εἰς αὐτὴ τὴν καταστάση ἔρχεται ὁ βασιλεύς, τὰ πράγματα ἠσυχάζουν καὶ τὸ ἐμπόριο καὶ ἡ γεωργία καὶ οἱ τέχνες ἀρχίζουν να προοδεύουν καὶ μάλιστα ἡ παιδεία. Αὐτὴ ἡ μάθησις θὰ μας αὐξήσει καὶ θὰ μας εὐτυχήσει. Ἀλλὰ διὰ να αὐξήσομεν, χρειάζεται καὶ ἡ στερέωσις τῆς πολιτείας μας, ἡ ὁποία γίνεται μὲ τὴν καλλιέργεια καὶ μὲ τὴν ὑποστήριξη τοῦ Θρόνου. Ὁ βασιλεὺς μας εἶναι νέος καὶ συμμορφώνεται μὲ τὸν τόπο μας, δεν εἶναι προσωρινός, ἀλλ’ ἡ βασιλεῖα του εἶναι διαδοχικὴ καὶ θὰ περάσει εἰς τὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν του, καὶ μὲ αὐτὸν κι ἐσείς καὶ τὰ παιδιὰ σᾶς θὰ ζήσετε. Πρέπει να φυλάξετε τὴν πιστὴ σας καὶ να τὴν στερεώσετε, διότι, ὅταν ἐπιάσαμε τὰ ἅρματα εἴπαμε πρῶτα ὑπὲρ πίστεως καὶ ἔπειτα ὑπὲρ πατρίδος. Ὅλα τὰ ἔθνη τοῦ κόσμου ἔχουν καὶ φυλάττουν μία Θρησκεία. Καὶ αὐτοί, οἱ Ἑβραῖοι, οἱ ὁποῖοι κατατρέχοντο καὶ μισοῦντο καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη, μένουν σταθεροὶ εἰς τὴν πιστὴ τους.
Να μὴν ἔχετε πολυτέλεια, να μὴν πηγαίνετε εἰς τοὺς καφενέδες καὶ τὰ μπιλιάρδα. Να δοθεῖτε εἰς τάς σπουδὰς σας καὶ καλύτερα να κοπιάσετε ὀλίγον, δύο καὶ τρεῖς χρόνους καὶ να ζήσετε ἐλεύθεροι εἰς τὸ ἐπίλοιπο τῆς ζωῆς σας, παρὰ να περάσετε τέσσαρους – πέντε χρόνους τῇ νεότητα σας, καὶ να μείνετε ἀγράμματοι. Να σκλαβωθεῖτε εἰς τὰ γράμματά σας. Να ἀκούετε τάς συμβουλὰς τῶν διδασκάλων καὶ γεροντοτέρων, καὶ κατὰ τὴν παροιμία, “ μύρια ἤξευρε καὶ χίλια μάθαινε”. Ἡ προκοπὴ σας καὶ ἣ μαθήσή σας να μὴν γίνει σκεπάρνι μόνο διὰ τὸ ἄτομό σας, ἀλλὰ να κοιτάζῃ τὸ καλὸ τῆς κοινότητος, καὶ μέσα εἰς τὸ καλὸ αὐτὸ εὑρίσκεται καὶ τὸ δικὸ σας.
Ἐγώ, παιδιά μου, κατὰ κακή μου τύχη, ἐξ αἰτίας τῶν περιστάσεων, ἔμεινα ἀγράμματος, καὶ διὰ τοῦτο σᾶς ζητῶ συγχωρήση, διότι δεν ὁμιλῶ καθὼς οἱ δάσκαλοί σας. Σᾶς εἶπα ὅσα ὁ ἴδιος εἴδα, ἤκουσα καὶ ἐγνώρισα, διὰ να ὠφεληθεῖτε ἀπὸ τὰ περασμένα καὶ ἀπὸ τὰ κακὰ ἀποτελέσματα τῆς διχονοίας, τὴν ὁποίαν να ἀποστρέφεστε, καὶ να ἔχετε ὁμόνοια.
Ἐμᾶς μὴ μᾶς τηράτε, πλέον. Τὸ ἔργο μας καὶ ὁ καιρὸς μας ἐπέρασε. Καὶ αἱ ἡμέραι τῆς γενεᾶς, ἡ ὁποία σᾶς ἄνοιξε τὸ δρόμο, θέλουν μετ’ ὀλίγον περάσει. Τὴν ἡμέρα τῆς ζωῆς μας θέλει διαδεχθεὶ ἡ νύκτα καὶ ἡ αὐριανὴ ἥμερα. Εἰς ἐσὰς μένει να ἰσάσετε καὶ να στολίσετε τὸν τόπο, ὀποῦ ἡμεῖς ἐλευθερώσαμε καὶ διὰ να γίνει τοῦτο πρέπει να ἔχετε ὡς θεμέλια τῆς πολιτείας τὴν ὁμόνοια, τὴν θρησκεία, τὴν καλλιέργεια τοῦ θρόνου καὶ τὴν φρόνιμον ἐλευθερία!
Τελειώνω το λόγο μου. Ζήτω ο Βασιλεύς μας Όθων! Ζήτω οι σοφοί διδάσκαλοι! Ζήτω η Ελληνική Νεολαία!




Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2014

Το "κίνημα της πατάτας" και το συνεταιριστικό κίνημα της κατοχής 1941-44

Ίδιες οι εποχές; Όχι βέβαια. Την τραγική κατάσταση της ανέχειας, της πείνας και του θανάτου που πέρασε εκείνα τα χρόνια ο ελληνικός λαός, κυρίως των πόλεων και περισσότερο της Αθήνας, δεν είχε ζήσει ποτέ μέχρι τότε, αλλά δεν έζησε και μέχρι σήμερα. Ιδιαίτερα τα δύο πρώτα χρόνια της Κατοχής. Του Μάνου Ιωαννίδη.
Οι προηγούμενες και οι επόμενες γενιές των χρόνων εκείνων ποτέ δεν ένιωσαν την αγωνία του τωρινού οικογενειάρχη για το αν θα μπορούσε να στήσει τσουκάλι κάθε μέρα που ξημέρωνε. Και τι τσουκάλι! Με ανάλαδα νεροπλύματα μπιζελιών, μαυροφάσουλων, φουλιών, φακής, μπλουγουριού, λαχανίδας, τσουκνίδας και ύποπτων αγριόχορτων που σκελετωμένες χορταρούδες μάζευαν από τις αλάνες, τα άφραχτα οικόπεδα και τις παρυφές της πόλης, της Αθήνας μας.
Με σπάνιες διανομές από τον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό μερικών δραμιών οσπρίων, μπιζελιών, σταριού, σταφίδας ή φουντουκιών που μετέφερε με το Κουρτουλούςκαι το Τουλού-Μπουνάρ από την Τουρκία ή μερικών δραμιών μπομποτόψωμου από τους φούρνους, και όχι καθημερινά. Με τη μαύρη αγορά προσιτή μόνο σε μερικούς. Με τον λαό να πουλά ό,τι είχε και δεν είχε για να εξασφαλίσει μια μπουκιά στο στόμα των παιδιών του και να καταλαγιάσει την πείνα του με ξυλοκέρατα (χαρούπια) ή κουκουτσάλευρο (από τα κουκούτσια τους, που μετατρέπονταν σε μια γλοιώδη κουκουτσόπιτα!)
Μια Αθήνα που έφθινε! Με τους δεκάδες νεκρούς καθημερινά από την πείνα στις γωνιές των δρόμων και πάνω από τις σχάρες του σταθμού του ηλεκτρικού της Ομόνοιας -όπου οι ανέστιοι μαζεύονταν σε σωρούς για να εξασφαλίσουν λίγη ζέστη- να μεταφέρονται με χειροκίνητα καροτσάκια στα νεκροταφεία ή που θάβονταν κρυφά, ακόμη και στις αυλές των σπιτιών, για να μην παραδοθεί το δελτίο τροφίμων τους.
Με μικρά παιδιά αποστεωμένα, με πρησμένες κοιλιές και ένα τενεκεδάκι στο χέρι να εκλιπαρούν για μια κουταλιά φαΐ με τη θρηνητική φωνή τους: «Πεινάω, πεινάω καλοί μου ανθρώποι» και άλλους να ψάχνουν τους κάδους απορριμμάτων έξω από τα πλουσιόσπιτα και τους καταυλισμούς των κατακτητών για τίποτε αποφάγια και πορτοκαλόφλουδες.
Οι σκύλοι και οι γάτες είχαν εξαφανιστεί από τις αυλές και τους δρόμους. Ακόμη και οι χελώνες από τις παρυφές και τα γύρω δάση της πόλης είχαν εξαφανιστεί! Και οι κρεμμύδες, που κρέμαγαν οι νοικοκυρές την Πρωτοχρονιά έξω από την πόρτα τους! Εκείνος ο χειμώνας του 1941-42 ήταν από τους χειρότερους των χρόνων εκείνων. Ο χειμώνας εκείνος ήταν που σταμάτησε και τις ορδές του Χίτλερ έξω από τη Μόσχα. Και η κακομοίρα η δραχμή μας να τρέχει σε χιλιάδες, σε εκατομμύρια και μετά σε δισεκατομμύρια και τρισεκατομμύρια. Με μόνη σίγουρη νομισματική μονάδα πια το στάρι και το λάδι ως ανταλλακτικά μέσα.
Δεν θα σταθώ όμως σε περισσότερα, έχουν γραφτεί χιλιάδες σελίδες από πολλούς που έζησαν και άλλους που έχουν αναλύσει την οικονομική διάσταση αυτής της τραγικής εποχής.
Θα μας «τελείωνε»  η Αθήνα, ίσως και όλη η Ελλάδα, αν δεν αντιδρούσε ο λαός με τις ΕΑΜικές οργανώσεις του στην αρπακτική βουλιμία των κατακτητών που άδειαζαν αποθήκες, μαγαζιά και «απαλλοτρίωναν» για τις ανάγκες των στρατευμάτων και των λαών τους ολόκληρη σχεδόν τη γεωργική, μεταπρατική και βιομηχανική παραγωγή ή ό,τι είχε απομείνει από αυτή στις υπάρχουσες συνθήκες.
Πρώτοι ήταν οι κομμουνιστές που δραπέτευαν από τα ξερονήσια της εξορίας τους του Μεταξά και σε λίγο οι πρωτοπόροι αγωνιστές του ΕΑΜ, που, παράλληλα με τον απελευθερωτικό αγώνα και από την αρχή, έβαλαν ως πρώτο και κύριο στόχο τους την οργάνωση του λαού για την επιβίωσή του. Με στάσεις, απεργίες και μαχητικές διαδηλώσεις σε όλους τους κλάδους στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, αλλά και στο κέντρο της πόλης, στις συνοικίες και στα σχολειά, αξίωνε ο λαός το σταμάτημα της ληστείας από τους κατακτητές, τη διανομή τροφίμων και την οργάνωση συσσιτίων.
Πέτυχε τη δραστηριοποίηση του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, τη διανομή όσων κρατικών αποθεμάτων δεν είχαν αρπάξει ακόμη οι κατακτητές και την ίδρυση συσσιτίων σε σχολεία, πανεπιστήμια, δημόσιες υπηρεσίες, γιατρούς, δικηγόρους, τράπεζες και άλλους τόπους δουλειάς. Ακόμη και τον περιορισμό του παρακρατήματος της γεωργικής παραγωγής στο 10% και, σε λίγο, με τις «μάχες της σοδειάς» και τη μη παράδοσή του στους κατακτητές.
Προπάντων, όμως, ίδρυσε Λαϊκές Επιτροπές κατά κλάδους και την Παναθηναϊκή Λαϊκή Επιτροπή, επαναλειτούργησε όλους τους συνεταιρισμούς (πιστωτικούς, γεωργικούς, παραγωγικούς, προμηθευτικούς κ.λπ.) που είχαν περιπέσει σε αδράνεια από τη μεταξική δικτατορία και τον πόλεμο και σύστησε νέους, κυρίως προμηθευτικούς, στις πόλεις, ιδιαίτερα στην Αθήνα. Διαλύθηκε η παλιάΣυνομοσπονδία Γεωργικών Συνεταιρισμών και ιδρύθηκε η Πανελλήνια Συνομοσπονδία Ενώσεων Γεωργικών Συνεταιρισμών.
Σε όλους αυτούς τους οργανισμούς, τόσο στην Ελεύθερη Ελλάδα όσο και στην κατεχόμενη, πρωτοστατούσαν τίμιοι, φιλότιμοι και δραστήριοι αγωνιστές με υψηλό αίσθημα ευθύνης για το συμφέρον του τόπου και του λαού. Αλλά και του αντάρτικου, που σιγά - σιγά άρχισε να φουντώνει και να δημιουργεί δικούς του μηχανισμούς, όπως την Επιμελητεία του Αντάρτη (ΕΤΑ), που συνεργάζονταν με τους νόμιμους και παράνομους οργανισμούς και ενισχύονταν από αυτούς.
Η συγκέντρωση και η ανταλλαγή των προϊόντων τους αναδείχθηκε σε κύριο μέλημά τους. Στάρι, λάδι, όσπρια, ελιές, μπαμπάκι, υφάσματα, δέρματα, μετάξι, αλάτι, οινόπνευμα, σπίρτα και άλλα γεωργικά, κτηνοτροφικά, μεταπρατικά και βιομηχανικά προϊόντα διακινήθηκαν ανταλλακτικά σε σημαντικές ποσότητες από τους τόπους παραγωγής στους τόπους που τα στερούνταν. Με καΐκια, αυτοκίνητα, κάρα και ζώα, πότε με άδεια των αρχών και πότε παράνομα με την προστασία του ΕΛΑΣ και των ΕΑΜικών οργανώσεων.
Μεγάλο ρόλο στις μετακινήσεις αυτές έπαιξε η ΕΑΜική οργάνωση των σιδηροδρομικών, που μετέφερε βαγόνια ολόκληρα με γεωργικά κυρίως προϊόντα, που με θυσίες (μάχες της σοδειάς) είχαν κατακρατηθεί και δεν είχαν παραδοθεί στους κατακτητές.
Η Θεσσαλία έδινε στάρι στη Μυτιλήνη και έπαιρνε λάδι, σαπούνι και δέρματα. Ο Έβρος σιτηρά, όσπρια και μετάξι στη Λήμνο και τη Σαμοθράκη. Η Αρκαδία, η Ήπειρος και η Ρούμελη τα κτηνοτροφικά τους προϊόντα στις γειτονικές περιοχές και έπαιρναν στάρι, καλαμπόκι και όσπρια. Το ίδιο και η Βοιωτία και η Αχαΐα, που αντάλλασσαν τις πατάτες τους, και το Λεσίνι και η Κωπαΐδα τα δικά τους προϊόντα.
Στην Αθήνα δραστηριοποιήθηκαν κυρίως οι Λαϊκές Επιτροπές και οι προμηθευτικοί και καταναλωτικοί συνεταιρισμοί που εξασφάλιζαν τρόφιμα για τη λειτουργία των συσσιτίων ή τη διανομή τους στα μέλη τους σε πολύτιμες μικροποσότητες. Όλα σχεδόν τα υπουργεία είχαν τον προμηθευτικό συνεταιρισμό τους, για τον οποίο η κεντρική διεύθυνση, η Κεντρική Πανυπαλληλική Επιτροπή, εξασφάλιζε με απεργίες και παραστάσεις τις απαραίτητες ποσότητες πρώτων υλών και προϊόντων, ακόμη και υφάσματα για κοστούμια από τα εργοστάσια Λαναρά.
Λειτουργούσαν με υπαλλήλους αποσπασμένους στον συνεταιρισμό του υπουργείου τους, που πραγματικά έδιναν τον εαυτό τους στο έργο που είχαν αναλάβει, διακινδυνεύοντας και τη ζωή τους ακόμη ταξιδεύοντας στην επαρχία. Συστάθηκε επίσης η Επιτροπή Συνεργαζομένων Συνεταιρισμών Κατανάλωσης που προώθησε την ανταλλαγή βιομηχανικών και μεταπρατικών προϊόντων από τις πόλεις με γεωργικά από τα χωριά.
Αποδείχθηκαν τόσο χρήσιμοι οι συνεταιρισμοί, ώστε διατηρήθηκαν ακόμη και μετά την απελευθέρωση, όπως του υπουργείου Ναυτικών, ο οποίος λειτουργούσε, όπως θυμάμαι, μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1960 στα υπόγεια του υπουργείου, στην πλατεία Κλαυθμώνος.
Έτσι έσπασε σ' έναν βαθμό και η μαύρη αγορά, που χτυπήθηκε ακόμη και με κατασχέσεις και ανοίγματα αποθηκών από τον ΕΛΑΣ της Αθήνας και άμεση πώληση των εμπορευμάτων από τον μαυραγορίτη σε λογικές τιμές. Η μαύρη αγορά, που είχε καταστήσει την οδό Σοφοκλέους και την Ευριπίδου κέντρα και χρηματιστήρια της τότε πανάθλιας δημοσιονομικής μας κατάστασης και έδειχναν τον τρομερό κατήφορο της δραχμής μας με την άμεση σύνδεσή της ακόμη και με τις επιτυχίες ή αποτυχίες του Γερμανού στρατάρχη στην Αφρική, Ρόμελ, με την ιστορική κραυγή «Μπάστα - βάστα Ρόμελ».
Και θυμάμαι πόση χαρά και ανακούφιση δώσαμε στους Βυρωνιώτες και Παγκρατιώτες όταν, ως ΕΑΜΝίτες (ΕΑΜ Νέων, πριν από την ίδρυση της ΕΠΟΝ) εντοπίσαμε ένα μεγάλο μαυραγορίτικο φορτηγό κατάφορτο με πατάτες, στη γέφυρα του Βύρωνα, που με τη βοήθεια του ΕΛΑΣ κατασχέσαμε και πουλήσαμε στον πεινασμένο λαό.
Η εποχή μας, όπως είπα και στην αρχή, δεν μπορεί να συγκριθεί με την τοτινή. Όμως, πολλά θα μπορούσαν να διδαχθούν οι σημερινοί του «Κινήματος της πατάτας», κυρίως για την οργάνωση και λειτουργία του Κινήματός τους, αν εντρυφούσαν στις αφηγήσεις των τοτινών συνεταιριστών, στις μελέτες των ειδικών ερευνητών και στα καταστατικά των τότε συνεταιρισμών. Με τη βοήθεια και αυτού του τρομερού σύγχρονου επικοινωνιακού μέσου, του Διαδικτύου, θα μπορούσαν να συστηματοποιήσουν πιο ενεργητικά και αποτελεσματικά την αυτοοργάνωσή τους σε όλους τους παραγωγικούς τομείς.
Μάρτης 2012
* Ο Μ. Ιωαννίδης είναι συνταξιούχος δικηγόρος. Υπήρξε κατά την Κατοχή καπετάνιος του λόχου ΕΛΑΣ Βύρωνα Αθηνών, φοίτησε στη Σχολή Αξιωματικών του Γ.Σ. του ΕΛΑΣ στο βουνό, ονομάστηκε ανθυπολοχαγός και στη συνέχεια τοποθετήθηκε επιτελής του Προτύπου Τάγματος της Α' Ταξιαρχίας Αθηνών που έδρευε στην Καισαριανή. Eίναι συγγραφέας του βιβλίου «Φάκελος Νο 9745/Β - Στα χρόνια του Μεγάλου Αγώνα» (Έκδ. Μέδουσα).

Πηγή: Αυγή

           tvxs

Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2014

Ιστορικά κτίρια της Αθήνας...

Άραγε πόσοι από εμάς  ξέρουμε την ιστορία των κτιρίων αυτής της πόλης όταν την περπατούμε; Ποια  ιστορία κρύβει το Μέγαρο Αθηγένους; Τι στεγάζει σήμερα η οικία του Ελεύθερου Βενιζέλου; Η οικία Κλεάνθη μήπως φιλοξένησε   το πρώτο πανεπιστήμιο της Αθήνας; Καλή ξενάγηση!





Το Μέγαρο Αθηνογένους (αγγλ. Athinogenis Mansion), ένα από τα επιβλητικότερα κτήρια της αθηναϊκής αστικής τάξης στα χρόνια της βασιλείας του Γεωργίου Α', βρίσκεται στην οδό Σταδίου αριθ. 50 στο κέντρο της Αθήνας, δεύτερο κτήριο μετά το παρακείμενο Παλαιό Βασιλικό Τυπογραφείο.
Ανήκε στην οικογένεια Αθηνογένους, παλιά αθηναϊκή οικογένεια συγγενική ως προς αυτήν του Στέφανου Σκουλούδη. Ο τελευταίος είχε παντρευτεί την Μαρία Αθηνογένη, αδελφή του Γεώργιου Αθηνογένη, πατέρα των Ιωάννη και Στέφανο Αθηνογένη, οι οποίοι και ήταν οι μοναδικοί κληρονόμοι του Στέφανου Σκουλούδη. Το Μέγαρο Αθηνογένους οικοδομήθηκε ανάμεσα στα έτη 1875-1880, σε σχέδια του Γάλλου αρχιτέκτονα Πιάτ (Piat), όπως υποστηρίζει ο καθηγητής Κ. Μπίρης στο έργο του "Αι Αθήναι" (1966). Ο Πιάτ είχε έρθει στην Αθήνα το 1869 προκειμένου να συνεργαστεί με τον συμπατριώτη του επιχειρηματία Σολέ (Chollet), ο οποίος το 1870 είχε συμβληθεί με το ελληνικό Δημόσιο για τη διάνοιξη της Διώρυγας της Κορίνθου, έργο όμως που τελικά δεν υλοποιήθηκε.
Ο Πιάτ παρέμεινε και εργάστηκε στην Αθήνα κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, χτίζοντας πολλά αρχοντικά της ανερχόμενης τότε αστικής τάξης. Μεταξύ αυτών, αν και υπάρχει διχογνωμία σ' αυτό, ήταν το Μέγαρο Σκουλούδη στην Πλατεία Συντάγματος, κατεδαφισμένο από τη δεκαετία του '30, δίπλα στη "Μεγάλη Βρετανία", όπου βρίσκεται σήμερα το πρώην ξενοδοχείο "Κινγκ Τζωρτζ" (King George), καθώς και το Μέγαρο Βούρου στο Σύνταγμα (κατεδαφισμένο από το 1960), όπου στεγαζόταν για χρόνια το ιστορικό καφενείο του "Ζαχαράτου" και βρίσκεται σήμερα το ξενοδοχείο "Athens Plaza", που χτίστηκαν και τα δύο συγχρόνως το 1873.
Εντούτοις, ο καθηγητής του ΕΜΠ Μάνος Μπίρης δέχεται στο βιβλίο του "Μισός αιώνας αθηναϊκής αρχιτεκτονικής" (1987), ότι τόσο το Μέγαρο Αθηνογένους όσο και τα μέγαρα του Σκουλούδη και του Βούρου στο Σύνταγμα ήταν έργα του Γάλλου αρχιτέκτονα Εζέν Τρουμπ (Eugene Troumpe), που εργαζόταν κι αυτός εκείνη την εποχή στην Ελλάδα.
Το Μέγαρο Αθηνογένους εκφράζει αρχιτεκτονικά τη μετάβαση από την προηγούμενη φάση του κλασικισμού σε εκλεκτικιστικές μορφές και γαλλικές επιρροές νεο-μπαρόκ, συμβαδίζοντας με τις ευρωπαϊκές εξελίξεις της εποχής. Η μνημειακή πρόσοψη του κτηρίου συνδυάζει τη νεοκλασική σύνθεση με τις ιωνικές παραστάδες με στοιχεία γαλλικού νεο-μπαρόκ.
Το Μέγαρο Αθηνογένους στέγασε στα τέλη του 19ου αιώνα την πρώτη Οθωμανική Τράπεζα στην Ελλάδα. Σήμερα, το μέγαρο αυτό, με ζωή 130 και πλέον χρόνων, ερειπωμένο και μισοκαμένο από την πυρκαγιά του Μαΐου του 2004, έχει κηρυχθεί διατηρητέο μνημείο.
Η Οικία Ελευθερίου Βενιζέλου, όπου στεγάζεται σήμερα η Βρετανική Πρεσβεία, βρίσκεται στη συμβολή της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας και της οδού Λουκιανού 2 στην Αθήνα, δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου του Πτωχοκομείου και απέναντι από το κτιριακό συγκρότημα του Βυζαντινού Μουσείου.

Το Μέγαρο Βενιζέλου

Η νεοκλασική κατοικία του Ελευθερίου Βενιζέλου (1863 ή 1864 - 1936) οικοδομήθηκε στα χρόνια του Μεσοπολέμου μεταξύ των ετών 1930 – 1932 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Αναστασίου Μεταξά (1862 – 1937) και για λογαριασμό της Έλενας Σκυλίτση, προοριζόμενη για κατοικία του συζύγου της Ελευθερίου Βενιζέλου, ο οποίος δεν διέθετε μέχρι τότε ιδιόκτητη κατοικία στην Αθήνα.
Η οικία Βενιζέλου χρησιμοποιήθηκε για μερικά μόνο χρόνια και συνδέθηκε με αρνητικά γεγονότα για τον Έλληνα πολιτικό, όπως η απώλεια των εκλογών του 1932, η απόπειρα δολοφονίας του το 1933, το αποτυχημένο κίνημα του 1935 και με αποκορύφωμα την αυτοεξορία του στη Γαλλία, όπου και απεβίωσε στις 18 Μαρτίου 1936.
Μετά το θάνατο του συζύγου της, η Έλενα Σκυλίτση πώλησε την κατοικία τους στη Βρετανική κυβέρνηση και έκτοτε στέγασε εκεί τη Βρετανική Πρεσβεία. Από τη δεκαετία του 1960 στεγάζει την πρεσβευτική κατοικία, ενώ η πρεσβεία εγκαταστάθηκε σε παρακείμενο νεόδμητο κτήριο.

Ο Άγιος Νικόλαος του Πτωχοκομείου

Με την πρώην κατοικία του Ελευθερίου Βενιζέλου συνορεύει ο Ναός του Αγίου Νικολάου του Πτωχοκομείου, που βρίσκεται στη γωνία της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας και της οδού Πλουτάρχου, ο οποίος είχε οικοδομηθεί το 1876 στον περίβολο του Πτωχοκομείου των Αθηνών, το κτήριο του οποίου δεν υφίσταται σήμερα.
Ο ναός ανεγέρθηκε σε νεοβυζαντινό ρυθμό από τον αρχιτέκτονα Παναγιώτη Κάλκο (1810 - 1878). Πρόκειται για εκκλησία του τύπου σταυροειδούς μετά τρούλου, με εμφανή βυζαντινά μορφολογικά στοιχεία, που αναβιώνουν τη ναοδομία της βυζαντινής παράδοσης.




Το ξενοδοχείο Βύρων
Το Ξενοδοχείο «Βύρων» είναι ένα από τα παλαιότερα και πιο ιστορικά ξενοδοχεία της Αθήνας. Βρίσκεται στη γωνία της οδού Αιόλου 38 με την πλατεία της Αγίας Ειρήνης. Με ιστορία 170 ετών, λειτούργησε ως ξενοδοχείο αρχικά με την επωνυμία «Η Ανατολή» και από τα τέλη του 19ου αιώνα ως «Βύρων».
Το ξενοδοχείο «Βύρων» οικοδομήθηκε μεταξύ των ετών 1833 και 1839 και η αρχιτεκτονική του, όπως σημειώνει σε άρθρο της η Μάρω Καρδαμίτση – Αδάμη, «εκφράζει μια πρώιμη νεοκλασική άποψη με έμφαση στη δωρικότητα και την απλότητα».
Ήταν το πιο αριστοκρατικό ξενοδοχείο της εποχής, ενώ οι δεξιώσεις που δίνονταν σ’ αυτό αποτελούσαν μεγάλο κοσμικό γεγονός της αθηναϊκής κοινωνίας. Υποστηρίζεται ότι φιλοξένησε το Λόρδο Βύρωνα, αλλά πιθανόν και τον Όθωνα, όταν είχαν έρθει στην Αθήνα. Για ένα διάστημα, μεταξύ των ετών 1839 και 1842, είχε στεγάσει το αστρονομικό και μετεωρολογικό παρατηρητήριο του Πανεπιστημίου Αθηνών, υπό τον αστρονόμο και καθηγητή των φυσικομαθηματικών Γεώργιο Βούρη (1802 – 1860).
Στο ισόγειο του ξενοδοχείου στεγάστηκαν κατά διαστήματα διάφορα εμπορικά καταστήματα, όπως σήμερα τα εμπορικά ενδυμάτων και φυτοφαρμάκων. Το 1987 κηρύχθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού διατηρητέο ιστορικό μνημείο.




Το Αρχοντικό Δεκόζη Βούρου, μετέπειτα ανάκτορο του 'Οθωνα, στην Αθήνα, Πλατεία Κλαυθμώνος
Το Αρχοντικό Δεκόζη Βούρου βρίσκεται εκεί που λειτουργεί σήμερα το "Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών" στην Οδό Παπαρρηγοπούλου αριθ. 7 στην Πλατεία Κλαυθμώνος. Το αρχοντικό αυτό ανήκε στο μεγαλέμπορο από τη Χίο Σταμάτιο Δεκόζη Βούρο (Χίος 1792 - Αθήνα 1881), του οποίου ο πατέρας Κοζής Βούρος σκοτώθηκε από τους Τούρκους κατά τις φοβερές σφαγές της Χίου το 1822.
Ο Σταμάτιος Δεκόζης Βούρος, φυγάδας από τη Χίο, εγκαταστάθηκε πρώτα στη Βιέννη και αργότερα στην Κωνσταντινούπολη, συνεχίζοντας τις εμπορικές δραστηριότητες του πατέρα του. Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος, ο Βούρος αποφασίζει να επιστρέψει στην πατρίδα του. Από το 1832 έφυγε από τηνΚωνσταντινούπολη, όπου διέμενε και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα, ιδρύοντας τραπεζικό οίκο και ασχολούμενος με οικονομικές επιχειρήσεις.
Στην Αθήνα, πρωταρχικό μέλημα του Βούρου ήταν η οικοδόμηση του σπιτιού του. Εκείνη την εποχή το οικιστικό σχέδιο της Αθήνας ήταν τελείως αδιαμόρφωτο. Πολύ σύντομα όμως η πόλη θα αλλάξει μορφή και η ανοικοδόμηση της ερειπωμένης πόλης θα ξεκινήσει με αρχοντικά και σπίτια που άρχισαν να χτίζουν Ευρωπαίοι και Έλληνες ομογενείς που επέστρεφαν στην ελεύθερη Ελλάδα. Στα 1834 αρχίζει και η διάνοιξη της οδού Σταδίου.
Το αρχοντικό Δεκόζη Βούρου είναι από τα πρώτα σπίτια που χτίστηκαν στην Αθήνα στα 1833/34. Τα σχέδια του αρχοντικού εκπονήθηκαν από τους Γερμανούς αρχιτέκτονες Λύντερς (G. Lueders) και Χόφερ (J. Hoffer) και αποτελεί ένα από τα πρώτα δείγματα της κλασικιστικής αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα. Η περιοχή της πλατείας Κλαυθμώνος, όπου χτίστηκε το αρχοντικό, ήταν τότε τελείως ασχημάτιστη. Το αρχοντικό, όταν περατώθηκε η κατασκευή του, ήταν το πιο αξιόλογο κτίσμα που υπήρχε στην κατεστραμμένη πόλη.
Το αρχοντικό του Δεκόζη Βούρου είναι ένα απλό διώροφο κτίριο με όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά της κλασικιστικής αθηναϊκής κατασκευής. Εξωτερικά έχει κεραμωτή στέγη, μια μαρμάρινη βάση και το μπαλκόνι με τα λεπτοδουλεμένα φουρούσια.

Εγχάρακτη επιγραφή στην είσοδο του Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών, Πλατεία Κλαυθμώνος
Στα 1836, ο βασιλιάς Όθων, επιστρέφοντας από το Μόναχο μετά το γάμο του με την Αμαλία, χρησιμοποίησε ως προσωρινή κατοικία τη "Μεγάλη Οικία" Βούρου στην τότε οδό Νομισματοκοπείου και ήδη Παπαρρηγοπούλου αριθ. 7 και τη διπλανή οικία του Γ. Αφθονίδη (που δεν υπάρχει σήμερα), συνδέοντας μεταξύ τους με στοά τα δύο αυτά αρχοντικά. Ο Όθων και η Αμαλία έμειναν σ' αυτό το "Παλιό Παλάτι", όπως το αποκαλούσαν αργότερα οι Αθηναίοι, από το 1836 μέχρι το 1843. Διαμόρφωσαν μάλιστα και ένα κήπο μπροστά στο παλάτι, από τον οποίο προήλθε ο σημερινός κήπος της Πλατείας Κλαυθμώνος.
Η βασιλική αυτή κατοικία μεταφέρθηκε το 1843 στο νεόχτιστο τότε κτίριο των Ανακτόρων, έργο του Γερμανού αρχιτέκτονα Φρειδερίκου Γκαίρτνερ (Friedrich Gaertner), όπου στεγάζεται σήμερα η Βουλή των Ελλήνων.
Το 1859, ο Σταμάτιος Δεκόζης Βούρος έχτισε δίπλα στο σπίτι του, στον αριθ. 5 της οδού Παπαρρηγοπούλου, ένα δεύτερο αρχοντικό, για κατοικία του γιου του Κωνσταντίνου Βούρου, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Γεράσιμου Μεταξά, που σώζεται μέχρι σήμερα.
Σήμερα, το αρχοντικό του Δεκόζη Βούρου στεγάζει από το 1980 το "Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών", που ίδρυσε ο Λάμπρος Ευταξίας, δισέγγονος του Σταματίου Δεκόζη Βούρου.
Το Μέγαρο Καντακουζηνού, κτίσμα της οθωνικής εποχής, που οικοδομήθηκε στα 1883-35 και διατηρείται μέχρι σήμερα στη συνοικία του Μεταξουργείου στην Αθήνα, ανήκε στο Φαναριώτη πρίγκιπα Γεώργιο Καντακουζηνό.
Με την προοπτική ότι η ανάπτυξη του κέντρου της Αθήνας θα γινόταν γύρω από την περιοχή του Κεραμεικού, όπου ο διάσημος Έλληνας αρχιτέκτων Σταμάτης Κλεάνθης σχεδίαζε να γίνουν τα βασιλικά ανάκτορα και το διοικητικό κέντρο της πόλης, ο πρίγκιπας Καντακουζηνός αγόρασε στην περιοχή που λεγόταν Χρισμένο Λιθάρι, το σημερινό Μεταξουργείο, ένα μεγάλο οικόπεδο, όπου θα έχτιζε ένα συγκρότημα που θα περιελάμβανε την κατοικία του και ένα μεγάλο γωνιακό κτίριο με εμπορικά καταστήματα στο ισόγειο, κατά τα πρότυπα των μεγάλων πόλεων της Ευρώπης.
Την οικοδόμηση του Μεγάρου Καντακουζηνού ανέλαβε ο Δανός αρχιτέκτων Κρίστιαν Χάνσεν (Christian Hansen, 1803 - 1883). Ο Χάνσεν είχε φθάσει στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 1833 με υποτροφία της πατρίδας του και αναζητώντας δουλειά ανέλαβε την ανέγερση του οικοδομικού συγκροτήματος του πρίγκιπα Καντακουζηνού.
Σε ένα γράμμα που έστειλε ο Χάνσεν από την Αθήνα στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Δανίας στις 8 Ιουλίου 1834, γράφει για το οικοδόμημα του Καντακουζηνού:
    Ήμουνα πολύ τυχερός που βρήκα δουλειά, αφού η υποτροφία μου του δεύτερου εξαμήνου έχει καθυστερήσει. Έτσι έκανα τα σχέδια ενός μεγάλου γωνιακού κτιρίου με καταστήματα στο ισόγειο και κοιτώνες στον όροφο. Αυτό τον καιρό έχω την επίβλεψη αυτής της οικοδομής.    
Οι παρεμβάσεις όμως του Καντακουζηνού στα αρχιτεκτονικά σχέδια του Χάνσεν δημιούργησαν τριβές στις σχέσεις τους. Ο Χάνσεν δεν δέχτηκε να αλλάξει τα αρχικά σχέδιά του και τελικά παραιτήθηκε. Σε άλλη πάλι επιστολή του προς την Ακαδημία Καλών Τεχνών της Δανίας, με ημερομηνία 11 Δεκεμβρίου 1835, ο Χάνσεν γράφει:
    Δυστυχώς έχω απογοητευτεί από ένα μέρος της δουλειάς μου. Θα γνωρίζετε ότι άρχισα να κτίζω μια οικοδομή με καταστήματα στο ισόγειο κι επάνω σοφίτες - mezzanin - για να μένουν οι έμποροι. Τη δουλειά αυτή μου είχε αναθέσει ένας πρίγκιπας από τη Βλαχία. Για κακή μου τύχη όμως ο πρίγκιπας αυτός χρησιμοποίησε τους χειρότερους εργάτες που θα μπορούσε να βρει, με αποτέλεσμα η όλη εργασία να μην είναι ικανοποιητική. Επιπλέον θέλει να προσθέσει έναν όροφο, κι έτσι θα καταστραφεί όλη μου η δουλειά. Του εξήγησα τότε πως εγώ δεν πρόκειται να βάλω το όνομά μου σ' ένα τέτοιο σχέδιο και συγχρόνως δήλωσα την παραίτησή μου από κάθε οικοδομική εργασία.    
Μετά την παραίτηση του Χάνσεν, η οικοδόμηση του κτιρίου εγκαταλείφθηκε. Το 1840, το μισοτελειωμένο μέγαρο-εμπορικό κέντρο του Καντακουζηνού αγοράστηκε από την αγγλική εταιρεία "Αύγουστος Μπρούμε και Σία", με σκοπό να λειτουργήσει ως εργοστάσιο κατασκευής μεταξωτών υφασμάτων. Το εργοστάσιο εξοπλίστηκε με τα αναγκαία μηχανήματα, αλλά σύντομα σταμάτησε τη λειτουργία του, αφού η αγγλική εταιρεία κήρυξε πτώχευση.
Στα 1854, το συγκρότημα Καντακουζηνού, που περικλειόταν από τις οδούς Μεγάλου Αλεξάνδρου, Μυλλέρου και Γιατράκου, αγοράστηκε από τη "Σηρική Εταιρεία της Ελλάδος", που ανήκε στον Αθανάσιο Δουρούτη (1816 - 1901), Ηπειρώτη στην καταγωγή και διακεκριμένη προσωπικότητα της κοινωνίας της Αθήνας. Εκεί λειτούργησε μέχρι το 1875 το πρώτο ατμοκίνητο "μεταξοκλωστήριο" στην Ελλάδα.
Από το εργοστάσιο αυτό, ένα από τα πρώτα δείγματα της δουλειάς του Χάνσεν στην Ελλάδα, πήρε το όνομά της και η σημερινή συνοικία του Μεταξουργείου.
Η Οικία Κλεάνθη - Σάουμπερτ, ένα από τα πιο ιστορικά κτίρια της Αθήνας, κτισμένη κάτω από την Ακρόπολη στην καρδιά της Πλάκας, επί της οδού Θόλου. Από το 1837 μέχρι το 1842, στέγασε το πρώτο πανεπιστήμιο της Ελλάδας, του «Οθώνειο Πανεπιστημίου», το σημερινό Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Σήμερα λειτουργεί ως μουσείο για την ιστορία του πανεπιστήμιου.
Το σπίτι κατοικήθηκε από τον Μακεδόνα αρχιτέκτονα Σταμάτη Κλεάνθη και τον Βαυαρό συνάδελφο και συνεργάτη τουΕδουάρδο Σάουμπερτ. Η γραφική οικία των Κλεάνθη - Σάουμπερτ, με την ιδιότυπη αρχιτεκτονική της, κτισμένη σε ρυθμό αθηναϊκού σπιτιού της εποχής με ρομαντικά στοιχεία, με τις τζαμαρίες και τις ταράτσες της, τα κολονέτα και την αυλή της, ξεχωρίζει και επιβάλλεται με το μέγεθος και το ύψος της στη βόρεια πλευρά της Ακρόπολης. Το κτίριο αυτό αποτελεί ιστορικά και αρχιτεκτονικά ένα από τα πιο αξιόλογα μνημεία της Αθήνας.
Η Οικία Κλεάνθη - Σάουμπερτ "υπήρξε το ενδιαίτημα των ξένων αρχιτεκτόνων και αρχαιολόγων που παρεπιδημούσαν τότε στην Αθήνα, όπως των αρχιτεκτόνων Λύντερς και Χριστιανού Χάνσεν, του αρχαιολόγου Λουδοβίκου Ρος και άλλων".

Ιστορία

Το 1828, ο Κλεάνθης μαζί με τον Σάουμπερτ, με παρότρυνση του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, ήρθαν στην Ελλάδα για την ανέγερση νέων κτιρίων. Ο Γερμανός αρχαιολόγος Λούντβιχ Ρος, ερχόμενος να εγκατασταθεί στην Ελλάδα, γράφει στις "Αναμνήσεις" του:

    Ο μελλοντικός καλός μου φίλος Σάουμπερτ από το Μπρεσλάου, ένας μαθητής του Σίνκελ, ήταν στην ίδια Σχολή με τον Έλληνα αρχιτέκτονα Κλεάνθη, που ήρθε από την Ιταλία στην Ελλάδα απ' το 1828 κιόλας. Σε λίγο κατέφθασε και ο αρχιτέκτων Λύντερς απ' τη Λειψία   
Οι δυο αρχιτέκτονες και πολεοδόμοι Κλεάνθης και Σάουμπερτ, όταν έφθασαν στην Αθήνα το Νοέμβριο του 1831 για τη σύνταξη του πρώτου πολεοδομικού σχεδίου των Αθηνών, αγοράζουν από την Τουρκάλα Σαντέ Χανούμ ένα μεγάλο οικόπεδο ψηλά στο "Ριζόκαστρο" με ερειπωμένη παλιότερη κατοικία. Ήταν ένα παλιό σπίτι, ίσως παλαιότερο κι από τον ΙΗ' αιώνα. Οι δυο αρχιτέκτονες και συνεργάτες, δίχως να γκρεμίσουν το ερειπωμένο σπίτι που υπήρχε, το επισκεύασαν και το επέκτειναν, χρησιμοποιώντας το ως κατοικία και γραφείο τους.
Ο Λούντβιχ Ρος γράφει: "Ο Σάουμπερτ είχε κιόλας αγοράσει στους βόρειους πρόποδες της Ακρόπολης μερικά τούρκικα ερείπια και τα αναστήλωσε. Ζούσε σ' ένα απ' αυτά μαζί με τον Κλεάνθη. Το σπίτι αργότερα, στα 1837, χρησιμοποιήθηκε για τη στέγαση του πρώτου Πανεπιστημίου του Όθωνα".
Επιγραφή Οικίας Κλεάνθη (Παλιό Πανεπιστήμιο)
Το 1837, οι δυο αρχιτέκτονες Κλεάνθης και Σάουμπερτ νοίκιασαν τη μεγάλη αυτή κατοικία τους στο Δημόσιο για να στεγασθεί εκεί το "πρώτο Ελληνικό Πανεπιστήμιο". Έγινε το πρώτο Πανεπιστήμιο της μετεπαναστατικής Αθήνας από το 1837 μέχρι το 1842, με την ονομασία "Οθώνειον Πανεπιστήμιον".
Ο Λούντβιχ (Λουδοβίκος) Ρος περιγράφει με περισσή ενάργεια στις "Αναμνήσεις" του τα σχετικά με την ίδρυση, τους εορτασμούς, τους πανηγυρικούς λόγους που εκφωνήθηκαν και το κλίμα που επικρατούσε κατά την ημέρα των εγκαινίων του Πανεπιστημίου:
    Εκείνο που έλειπε τώρα ήταν ένα κατάλληλο κτίριο. Ελλείψει αυτού νοικιάστηκε το σπίτι του φίλου μου Σάουμπερτ. Ήταν ανάμεσα στο ύψωμα του Πάνα και της Αγραύλου. Η μεγαλύτερη του αίθουσα, με ευρεία θέα της πόλης και της πεδιάδας και παραπέρα ως την Πάρνηθα... Αλλά χωρίς μια πανηγυρική θρησκευτική τελετή το πράγμα δεν μπορούσε να γίνει. Ο ιδρυτής του Πανεπιστημίου, που είχε δώσει το βασιλικό του όνομα, καθόρισε την ημέρα των εγκαινίων... Έτσι έγιναν τα εγκαίνια του Πανεπιστημίου του "Όθωνος". Το Πανεπιστήμιο αυτό το εγκαινίασα εγώ από απόψεως μαθημάτων, δίνοντας μια διάλεξη μερικές μέρες αργότερα - 22 Απριλίου/10 Μαΐου 1837...Έκανα μια διάλεξη με θέμα τον Αριστοφάνη, μιλώντας για τα έργα του "Αχαρνής" και "Ιππής", με 30 περίπου ακροατές.    
Ο Χρ. Εμ. Αγγελομάτης αποκαλεί το "Παλιό Πανεπιστήμιο", όπως είναι γνωστή μέχρι σήμερα η Οικία Κλεάνθη - Σάουμπερτ, ως "το καταφύγιο της επιστήμης στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Όθωνος" και δίνει μια περιγραφή από την πρώτη ημέρα που άρχισε η λειτουργία του στα 1837:
    Άνθρωποι από κάθε γωνιά του ελληνισμού, φουστανελάδες με ροζιασμένα χέρια, αγωνιστές που στο πέρασμά τους νόμιζες πως σκόρπιζε η μυρουδιά της μπαρούτης, εφτανησιώτες με τις βελάδες και τα ψηλά τους καπέλλα, βρακάδες με ρούχα τριμένα από τη φτώχεια, σκαρφάλωναν στην πλαγιά του Ριζόκαστρου να ιδούν το θαύμα πραγματοποιημένο...'Ανθρωποι που είχαν φθάσει σε ηλικία τέτοια που θα λέγονταν σήμερα "ώριμοι άντρες" με γένεια ολόγυρα στα ηλιοκαμένα τους πρόσωπα, παλληκάρια με λιγδωμένες μπροστέλες, παιδιά ακόμα, παίρνουν με ευλαβική σιγή θέση στις αίθουσες κι ακούνε την παράδοση... Άκουαν το μάθημα με τα μάτια θαμπωμένα.    
Το 1856, ο Κλεάνθης πούλησε το σπίτι της οδού Θόλου σε ιδιώτη από την Κρήτη, ενώ στα 1868 χρησιμοποιήθηκε για τη στέγαση προσφύγων από το νησί. Στη συνέχεια, απαλλοτριώνεται από την Αρχαιολογική Υπηρεσία και το 1963 κηρύσσεται διατηρητέο. Τελικά, το Πανεπιστήμιο Αθηνών αποκτά οριστικά την ιδιοκτησία του τον Απρίλιο του 1967. Σήμερα στεγάζει ένα πολιτιστικό κέντρο του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Στον περίβολο του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Αθηναίων στην οδό Ακαδημίας, έχουν τοποθετηθεί (1973) προτομές από μάρμαρο του Σταμάτη Κλεάνθη και του Εδουάρδου Σάουμπερτ, φιλοτεχνημένες από το γλύπτη Φάνη Σακελλαρίου (1916 - 2000).
Το νεοκλασικό Αρχοντικό του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου, σημαντικής προσωπικότητας της πολιτικής ζωής της χώρας, είχε χτιστεί στα μέσα του 19ου αιώνα. Βρίσκεται στην πλατεία που έχει σήμερα το όνομά του, την Πλατεία Κουμουνδούρου (νυν Πλατεία Ελευθερίας), στο σύνορο που χωρίζει την παλιά πόλη της Τουρκοκρατίας από τη νεότερη της οθωνικής εποχής.
Το Αρχοντικό του Κουμουνδούρου ήταν κέντρο κοινωνικής επαφής της πολιτικής και πνευματικής ελίτ της Αθήνας, γνωστό για τις πολιτικές συναθροίσεις, αλλά και τις περιβόητες δεξιώσεις και τις χοροεσπερίδες.
Απέναντι από το Μέγαρο του Κουμουνδούρου, στην οδό Κραναού αριθ. 5, είναι και το αρχοντικό που χτίστηκε το 1840 από τον Γεώργιο Αργυρόπουλο, γόνο βυζαντινής οικογένειας, που σώζεται μέχρι σήμερα.
Πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο έως το 1973, το μέγαρο του Κουμουνδούρου στέγασε το 9ο Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών, από το οποίο αποφοίτησαν αξιόλογα πρόσωπα της δημόσιας και πνευματικής ζωής της χώρας. Ανάμεσά τους ο Δημήτριος Κόρσος, καθηγητής του Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης, καθηγητής γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο Σταμάτιος Πατάπης, καθηγητής φυσικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο Σταύρος Πάνος, καθηγητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, ο Δημήτριος Σφήκας, Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης, ο Ευάγγελος Φλωράτος, αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου και άλλοι.
Το ιστορικό αρχοντικό του Κουμουνδούρου κατεδαφίστηκε το 1978. Μερικοί τοίχοι του υπάρχουν ακόμα, σαν απομεινάρια μιας άλλης εποχής. Στο σπίτι αυτό της Πλατείας Κουμουνδούρου πέθανε ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος στις 26 Φεβρουαρίου 1883 και τάφηκε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών. Μια χαρακτηριστική προσωπογραφία του Κουμουνδούρου έχει φιλοτεχνηθεί από τον Κεφαλλονίτη ζωγράφο Σπύρο Βικάτο, που βρίσκεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Αθήνας.
Το Αρχοντικό Λογοθέτη, κτίσμα της Τουρκοκρατίας, βρίσκεται στο Μοναστηράκι της Αθήνας, απέναντι από τη Βιβλιοθήκη του Αδριανού, στην Οδό Άρεως 14. Μια καμάρα της πύλης του αρχοντικού, μια βρύση, ένα λίθινο εξωτερικό κλιμακοστάσιο, που οδηγούσε στο ανώγειο του σπιτιού και μια αυλή, περιτριγυρισμένη από μεταγενέστερα κτίσματα, είναι ό,τι απέμεινε σήμερα από αυτό το αθηναικό αρχοντικό της Τουρκοκρατίας. Μέσα στην αυλή της παλιάς οικίας του Λογοθέτη βρίσκεται και το εκκλησάκι του Αγίου Ελισαίου, που ανήκε στην οικογένεια.
Το Αρχοντικό του Λογοθέτη βρισκόταν απέναντι στις φυλακές του Παλαιού Στρατώνα στην Οδό Άρεως - η οποία τότε λεγόταν "πλατέα ρούγα του Κάτω Συντριβανιού". Εκεί ήταν το θορυβώδες παζάρι της οθωμανικής Αθήνας, όπου, εκτός από μαγαζιά και καφενέδες, υπήρχαν και ιδιωτικές κατοικίες.
Ο Δημήτριος Γρ. Καμπούρογλους (1852 - 1942) αναφέρει στο βιβλίο του "Αι Παλαιαί Αθήναι" (1922) τα εξής: "Ο Προφήτης Ελισσαίος τέλος σώζεται και λειτουργείται κανονικώς. Είναι μάλιστα δημοφιλέστατος εις τας γυναικείας ομάδας και πάντοτε φωτίζει και προστατεύει τα ωραία απομεινάρια του αρχοντικού των Λογοθετών, εις ό περιεκλείετο".
Αλλά και ο αρχαιολόγος και ιστορικός της τέχνης Μανόλης Χατζηδάκης γράφει σ' ένα άρθρο του στο περιοδικό "Καλλιτεχνικά Νέα" (1943):
"'Ομως η μικρή αυτή εκκλησία παρουσιάζει και ενδιαφέρον ιστορικό και αρχαιολογικό αξιόλογο, γιατί, μαζί με το μνημειώδες κλιμακοστάσιο που συνέχεται μ' αυτήν, αποτελεί ένα από τα λίγα παλαιά αθηναϊκά λείψανα. Είναι ό,τι μένει από το μεγάλο αρχοντικό της σημαντικής αθηναικής οικογένειας Χωματιανού Λογοθέτου... Μα και το κτίριο το ίδιο ήταν ένα έξοχο δείγμα της τέχνης των Αθηναίων μαστόρων στον καιρό της Τουρκοκρατίας".
Ο Νικόλαος Λογοθέτης καταγόταν από τη Τζιά και νέος βρισκόταν στη δούλεψη του αρχιναυάρχου του οθωμανικού στόλου Τζανούμ Χότζα, τον οποίο ακολουθούσε στις εκστρατείες του. 'Οταν έπεσε στη δυσμένεια του ναυάρχου, κατέφυγε στην Αθήνα κρυπτόμενος στο μοναστήρι της Πεντέλης. Πανούργος στο χαρακτήρα του και δολοπλόκος, πέτυχε τη συγχώρεση του Τζανούμ Χότζα, παίρνοντας μαζί του μέρος στην άλωση της βενετοκρατούμενης Τήνου. Αργότερα, ήρθε και κατοίκησε στην Αθήνα, όπου παντρεύτηκε τη θυγατέρα του Βερνάρδου Καπετανάκη, που είχε το κονσουλάτο (προξενείο) της Μεγάλης Βρεττανίας. Κατάφερε τελικά να γίνει και ο ίδιος κόνσολος της Βρετανίας.
Τους ξένους περιηγητές στην τουρκοκρατούμενη Αθήνα, είχε απασχολήσει αρκετά η ασθένεια, ο θάνατος και η κηδεία της θυγατέρας του Αθηναίου άρχοντα Νικολάου Λογοθέτη, γύρω στο 1805. Ο Καμπούρογλους περιγράφει, με περισσή συγκίνηση, το όλο περιστατικό (βλ. Αι Παλαιαί Αθήναι, 1922).
Στα νεότερα χρόνια, στην εκκλησία του Αγίου Ελισαίου, δίπλα στα ερείπια του αρχοντικού Λογοθέτη, έψαλλαν ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης και ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου. Στο ναό εκκλησιάζονταν επίσης οι λόγιοι Θ. Βελιανίτης, Παύλος Νιρβάνας, Γ. Τσακόπουλος, Γιάννης Βλαχογιάννης και άλλοι πολλοί θαυμαστές του Παπαδιαμάντη.
Το Μέγαρο Πρόκες - 'Οστεν βρίσκεται στην οδό Φειδίου 3 στην Αθήνα, λίγα κτίρια μετά το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο, όπου εγκαταστάθηκε στα νεότερα χρόνια το "Ελληνικόν Ωδείον".
ο Άντον Πρόκες - Όστεν (Anton Prokesch - Osten, 1795 - 1876) ήταν ο πρώτος πρεσβευτής της Αυστρίας στην απελευθερωμένη Ελλάδα. Ήταν γεννημένος στο Γκρατς της Αυστρίας, από μικροαστική οικογένεια. Υπήρξε ο μόνος εκπρόσωπος των Μεγάλων Δυνάμεων που λάτρευε την Ελλάδα και ως διπλωμάτης και ιστορικός επηρέασε σημαντικά την πολιτική πορεία του νέου ελληνικού βασιλείου.
Ο Πρόκες - 'Οστεν ήταν ενθουσιώδης φιλέλληνας. Στη διάρκεια της παραμονής του στην Ελλάδα, είχε γνωρίσει προσωπικά τους ηγέτες της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και τους πολιτικούς της εποχής του, καθώς και το βασιλιά Όθωνα. Τα ημερολόγιά του και τα ταξιδιωτικά απομνημονεύματά του από την Ελλάδα αποτελούν πολύτιμη πηγή της νεοελληνικής ιστορίας. Στα 1867 - 1868 δημοσίευσε σε έξι τόμους το έργο Ιστορία της Επαναστάσεως των Ελλήνων και η ίδρυση του Ελληνικού Κράτους, βασισμένο σε διπλωματικά έγγραφα και προσωπικές εμπειρίες. Πέθανε στις 26 Οκτωβρίου του 1876 στη Βιέννη και τάφηκε στο Κοιμητήριο του Αγίου Λεονάρδου στο Γκρατς.
Ο Δανός συγγραφέας Χανς Κρίστιαν Άντερσεν μας δίνει στο "Οδοιπορικό" του από την Ελλάδα μια λεπτομερή προσωπογραφία του Πρόκες - 'Οστεν:
"Ο πιο ενδιαφέρων απ' τους διπλωμάτες της Αθηναϊκής Αυλής ήταν ένας πρώην Αυστριακός υπουργός, ο Πρόκες - Όστεν... Ο Άντον Πρόκες γεννήθηκε στο μικρό κτήμα του πατέρα του στο Γκρατς... Η θάλασσα του άνοιξε την όρεξη για ταξίδια, κι αφού ενδιαφερόταν πάντα τόσο πολύ για τον ελληνικό λαό, πήγε στην Ελλάδα... Μετά την απελευθέρωση των Ελλήνων κάλεσαν τον Πρόκες πίσω στη Βιέννη]. Ο αυτοκράτορας του έδωσε έναν τίτλο ευγενείας και πρόσθεσε στο όνομά του το Όστεν (Osten), μια που τα κατορθώματά του στην Ανατολή του χάρισαν αυτή τη διάκριση".
Στις 29 Ιουλίου 1833, ο Πρόκες - Όστεν διορίζεται πρεσβευτής της Αυστρίας στην ελευθερωμένη Ελλάδα. Και μένει σ' αυτήν ως τους πρώτους μήνες του 1849, οπότε μεταφέρθηκε στο Βερολίνο. Στις 16 Σεπτεμβρίου 1834, αφού είχε φθάσει στην Ελλάδα, σημείωνε στο ημερολόγιό του:

Εγώ, εγώ που θα έδινα την ψυχή μου για την ανάσταση της Ελλάδας, ελπίζω λίγα από από τον λαό αυτόν...Αλλά γνωρίζω πως ο δρόμος για τη βελτίωση περνάει από την ανεξαρτησία, και μόνο μεσ' απ' αυτήν.
Και όταν φθάνει στην Αθήνα, η εμφάνιση της πόλης, όπως σημειώνει, τον απογοητεύει:
"Η Αθήνα δεν είναι παρά ένας σωρός βρώμικα συντρίμμια, αραδιασμένα γύρω από μερικά μεγαλόπρεπα κατάλοιπα, που διακόπτονται από καμιά εκατοπενηνταριά προχειροχτισμένα σπίτια."
Όταν όμως συναντήθηκε αργότερα με το βασιλιά Όθωνα, απευθύνθηκε σ' αυτόν με τα παρακάτω λόγια:
"Βλέπω τη Μεγαλειότητά σας να κατοικεί ανάμεσα σ' ερείπια, θαυμάσια κάποτε, μα πρόσφατα φτωχικά...Η μεγαλειότητά σας όμως καλείται να χρησιμοποιήσει το κατάλληλο υλικό που υπάρχει στον ελληνικό λαό για να ανοικοδομήσει τη νέα χώρα και να εξαλείψει τα θλιβερά ίχνη των βάρβαρων εποχών."
Το μέγαρο του Πρόκες - Όστεν στην ελληνική πρωτεύουσα, που στέγαζε και την αυστριακή πρεσβεία, ήταν ένα γνωστό σαλόνι της εποχής που συγκέντρωνε με πρωτοβουλία του την κοινωνική, πολιτική και καλλιτεχνική αφρόκρεμα της νεοσύστατης πρωτεύουσας. Για το μέγαρο του Πρόκες - Όστεν υπάρχει μια γλαφυρότατη περιγραφή από τον Χανς Κρίστιαν Άντερσεν:
"Ένα από τα κτίρια στην άκρη της Αθήνας προς την Πάρνηθα είναι μια απλή, γεμάτη αρχοντιά βίλα... νομίζεις, βλέποντας την καλογυαλισμένη σκάλα με το χαλί από πάνω ως κάτω, πως βρίσκεσαι σ' έναν εξοχικό πύργο κοντά στην αυτοκρατορική πόλη του Δούναβη. Όταν μπεις μέσα στα καλόγουστα δωμάτια, θα δεις σύγχρονες rococo κουνιστές καρέκλες, θαυμάσιους καθρέπτες και ζωγραφιές...Βρισκόμαστε στο σπίτι του Πρόκες - Όστεν και της καλλιεργημένης και πανέξυπνης γυναίκας του. Τίποτε δεν θυμίζει εδώ πως η Αθήνα γεννιέται τώρα. Εδώ μέσα η Αθήνα είναι στο ίδιο επίπεδο με τη Νεάπολη, τη Βιέννη και την Κοπεγχάγη."
Σχετικά με τα νέα κτίρια της Αθήνας, υπάρχει μια ανακοίνωση της Βασιλικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών της Κοπεγχάγης (1837), όπου αναφέρεται στο μέγαρο του Πρόκες - Όστεν, ως "ένα από τα στολίδια της Αθήνας".
Το μέγαρο του Πρόκες - Όστεν υπάρχει σήμερα ερειπωμένο στην οδό Φειδίου 3 και στέγαζε παλαιότερα το Ελληνικό Ωδείο. Όπως επισημαίνει ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Βιέννης Π. Κ. Ενεπεκίδης, "ο σημερινός θεατής του είναι αδύνατο να φαντασθεί πόση ελληνική ιστορία και πόση μουσική έζησε εκεί μέσα".
Η Οικία Χατζηκυριάκου, αξιόλογο δείγμα αθηναϊκής κατοικίας της οθωνικής εποχής, βρίσκεται στην οδό Μάρκου Αυρηλίου αριθ. 1 στην Πλάκα, στο λιθόστρωτο πεζόδρομο απέναντι από τους "Αέρηδες".
Το κτήριο οικοδομήθηκε το 1843, όπως αναγράφεται και στη σιδεριά του μπαλκονιού του, και ήταν κατοικία του Ιωάννη Χ. Χατζηκυριάκου. Ο Ιωάννης Χατζηκυριάκος ήταν Σμυρναίος βαμβακέμπορος, ο οποίος μαζί με τη γυναίκα του Μαρία (Μαριγώ) Δημητροπούλου από την Τρίπολη ίδρυσαν το 1889 το Χατζηκυριάκειο Ορφανοτροφείο Θηλέων στον Πειραιά, που λειτουργεί μέχρι σήμερα με την επωνυμία "Χατζηκυριάκειο 'Ιδρυμα Παιδικής Προστασίας". Το Χατζηκυριάκειο Ορφανοτροφείο θεμελιώθηκε το 1883 από τη βασίλισσα Όλγα και αποπερατώθηκε το 1897, ενώ ο Χατζηκυριάκος ζούσε ακόμη. Τα επίσημα εγκαίνια έγιναν το 1903, οπότε άρχισε και η λειτουργία του.
Η διώροφη αυτή κατοικία, με την τοξωτή είσοδο, το ξύλινο μπαλκόνι, την κεραμοσκεπή και τα περσιδωτά παράθυρα, δίχως εξωτερικά διακοσμητικά στοιχεία, αποτελεί εξαιρετικό δείγμα ιδιωτικής κατοικίας στα πρώτα χρόνια της απελευθερωμένης Αθήνας. Διατηρεί τον ιστορικό αρχιτεκτονικό χαρακτήρα και το ρυθμολογικό ύφος της πλακιώτικης κατοικίας στα χρόνια του Όθωνα.
Η Οικία Χατζηκυριάκου έχει χαρακτηριστεί ως έργο τέχνης με αξιόλογα αρχιτεκτονικής μορφής στοιχεία και ιστορικό διατηρητέο μνημείο των νεότερων χρόνων. Το κτήριο χρησιμοποιήθηκε στα πιο πρόσφατα χρόνια ως εργαστήριο και κατοικία του γλύπτη Θωμά Θωμόπουλου μέχρι το θάνατό του, το 1937.
Πηγή: Βικιπαίδεια


Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2014

Η ωραιότερη λέξη της ελληνικής γλώσσας....













Η ωραιότερη λέξης της ελληνικής γλώσσας!
του Ελευθερίου Γ. Σκιαδά.
«Ποία είναι η ωραιοτέρα λέξις της ελληνικής γλώσσης;» αναρωτιόταν ο Πέτρος Χάρης (Ιωάννης Μαρμαριάδης 1902-1998) πριν από περίπου 80 χρόνια και ξεκινούσε ένα όμορφο δημοσιογραφικό παιχνίδι, δημοσιεύοντας τις απόψεις των σπουδαιότερων λογοτεχνών, δημοσιογράφων αλλά και πολιτικών της εποχής· μιας εποχής κατά την οποία κυρίως ο κόσμος των Τεχνών και των Γραμμάτων ερωτοτροπούσε με τη γλώσσα μας, επηρεασμένος σαφώς από την εθνική πολιτική και τον αστικό εκσυγχρονισμό της σχολικής γνώσης που διαμόρφωνε τη νέα ελληνική γλώσσα.
Νομοσχέδια και γλωσσο-εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις από το 1913 και εντεύθεν, καθώς και το νεοφιλελληνικό γλωσσικό κίνημα που αναπτύχθηκε στο εξωτερικό –κυρίως στη Γαλλία με αιχμή την ίδρυση του Ινστιτούτου της Σορβόνης (1920) από τον Hubert Pernot (1870-1946)– έδιναν νέες διαστάσεις στην ευρεία κατανόηση και διάδοση του ελληνικού πνεύματος τόσο στο εσωτερικό όσο και στην Ευρώπη.
Την ώρα που το παιχνίδι αυτό παιζόταν στον Τύπο της Γαλλίας, στην Ελλάδα ο Π. Χάρης, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι στον τόπο μας ακόμη και η καθημερινή γλώσσα χώριζε τους ανθρώπους σε στρατόπεδα, καλούσε τους διανοούμενους να απαντήσουν. Έτσι, ο Κωστής Παλαμάς απάντησε ότι η ωραιότερη λέξη είναι ο «δημοτικισμός», ο Γρηγόρης Ξενόπουλος έβρισκε γοητεία στη λέξη «αισιοδοξία», ο Σπύρος Μελάς χωρίς δισταγμό έβρισκε πιο ελκυστική τη λέξη «ελευθερία» και ο στιλίστας Ζαχαρίας Παπαντωνίου εξήρε την ομορφιά της λέξης «μοναξιά». Ο ζωγράφος και καθηγητής της Σχολής Καλών Τεχνών Ουμβέρτος Αργυρός επέλεγε τη λέξη «χάρμα» διότι, όπως υποστήριζε, δεν υπάρχει σε καμία άλλη γλώσσα και στα πέντε γράμματά της κλείνει ό,τι χίλιες άλλες λέξεις μαζί.
Ο Σωτήρης Σκίπης ανέσυρε τη λέξη «απέθαντος» από τα βυζαντινά κείμενα, διαχωρίζοντάς την από τη λέξη «αθάνατος», και ο Παντελής Χορν δήλωσε παντοτινή προτίμηση στη λέξη «νειάτα». Ο αλησμόνητος Αθηναιογράφος Δημήτριος Γρ. Καμπούρογλους, παρά τα χρόνια του, προτιμούσε τη λέξη «ιμερτή», δηλαδή την αγαπητή, την ποθητή. Ο θεατράνθρωπος Νικόλαος Λάσκαρις τη «ζάχαρη», ο ιστορικός Διονύσιος Κόκκινος τη λέξη «χίμαιρα», ο ζωγράφος Παύλος Μαθιόπουλος το «φως» και ο γλύπτης Μιχαήλ Τόμπρος τη λέξη «ουσία». Ο Παύλος Νιρβάνας (Πέτρος Κ. Αποστολίδης), προφανώς επηρεασμένος από τον τόπο του (Σκόπελο), αγαπούσε τη λέξη «θάλασσα». Οι ζωγράφοι αποκάλυπταν τις ευαισθησίες τους: Ο Δημήτριος Γερανιώτης ήθελε την «αρμονία», ο Κωνσταντίνος Παρθένης την «καλημέρα» και ο Δημήτριος Μπισκίνης το «όνειρο».
Ως προς τις γυναίκες που κυριαρχούσαν στην πνευματική ζωή η λαογράφος Αγγελική Χατζημιχάλη ήθελε «πίστη», ενώ η 25χρονη ηθοποιός Ελένη Παπαδάκη, η οποία έμελλε να δολοφονηθεί άδικα στα Δεκεμβριανά του 1944, δήλωνε πως «η λέξις που περικλείει τα περισσότερα πράγματα, τα πάντα θα έλεγα, είναι η λέξις «ΖΩΗ»»! Η ιατρός και συγγραφέας Άννα Κατσίγρα ήθελε «χαρά» και η καθηγήτρια του Ελληνικού Ωδείου Αύρα Θεοδωροπούλου αναζητούσε την «καλοσύνη». Ενδιαφέρουσες όμως ήταν και οι απαντήσεις των πολιτικών του 1933: Ο στρατιωτικός και Πρόεδρος της Γερουσίας Στυλιανός Γονατάς προτιμούσε το «εμπρός», ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου τη λέξη «μάννα» και ο πρόεδρος της Βουλής Θεμιστοκλής Σοφούλης τη λέξη «φιλότιμο» διότι εκφράζει έναν ολόκληρο ηθικό κόσμο και δεν υπάρχει σε άλλη γλώσσα του κόσμου. Ο αρχηγός του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδος Ιωάννης Σοφιανόπουλος πρότασσε την «ανατολή» και ο ιδρυτής του ίδιου κόμματος Αλέξανδρος Μυλωνάς τη λέξη «πόνος».
Αισιοδοξία, ελευθερία, μοναξιά, νειάτα, ιμερτή, θάλασσα, αρμονία, καλημέρα, όνειρο, πίστη και ζωή είναι λέξεις με τις οποίες πορευόταν η Ελλάδα πριν από ογδόντα χρόνια. Ατένιζε την έξοδο από την οικονομική κρίση, έπαιζε με τη ζωντανή ελληνική γλώσσα και επέτρεπε στην παγκόσμια κοινότητα να βαφτίζεται στα νάματά της.
Πηγή:mikros-romios.gr

Τα κοχύλια ζουν; Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη

Τα κοχύλια ζουν;   Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη Τα κοχύλια ζουν; Η Νεφέλη όταν αντίκρισε την παραλία της Πευκιάς ψηλά από τον δρόμ...