Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014

ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΕΙΣ ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Ο  Μίλτος καθισμένος στον καναπέ του σαλονιού βλέπει όπως κάθε μέρα αθλητικό κανάλι.. Ο καναπές στο σημείο αυτό έχει κάνει ένα μεγάλο λάκο. Όταν έχει αγώνες καλεί και άλλους ομοιοπαθείς του και κάθονται με τις ώρες μπροστά στην TV πίνοντας  μπύρες και βρίζοντας…Φοβερά ενδιαφέροντα αυτός ο Μίλτος. Ποδόσφαιρο, μπάσκετ, προπό. Τίποτα άλλο. Η μάλλον και κάτι άλλο για να μην γίνομαι άδικη…Ασχολείται με πάθος, με όλα τα γαστριμαργικά σπόρ… 
       «Τζίνα, για πού ετοιμάζεσαι τη ρωτά χωρίς να την κοιτάξει…
       «Θα βγω με τη Βίκυ».
       «Πάλι αυτή; Σου είπα δεν θέλω να βγαίνεις μαζί της» απαντά επίσης χωρίς να την κοιτάξει ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής του.
      «Να σου πω Μίλτο, κι εγώ σου είπα και μάλιστα πολλάκις, αν δεν σου αρέσει η Βίκυ, να μη την κάνεις παρέα. Τους φίλους μου όμως τους επιλέγω εγώ. Και δεν θα το συζητήσω άλλο γιατί βιάζομαι»
     «Και που θα πάτε;» τη ρωτά με ύφος θυμωμένου μπαμπά..
      «Άντε πάλι.. Τι έγινε ρε Μίλτο σκηνές; Τράβα την πρέζα σου μωρό μου μη χάσεις καμιά φάση» του απαντά απαξιωτικά η Τζίνα που σιχαίνεται το ποδόσφαιρο .
«Εγώ σου λέω ότι δεν θα βγεις. Δεν πάς πουθενά» Επιμένει ο Μίλτος πεισμωμένος και χτυπά το χέρι του στο τραπεζάκι κάνοντας τα τσιπς να χοροπηδήσουν και να πέσουν στο χαλί.
      «Αγόρι μου η χούντα έπεσε εδώ και χρόνια. Πες μου μια καλή αιτία να μην βγω και σου δίνω τον λόγο μου ότι θα το κάνω» απαντά η Τζίνα με εκνευριστική ηρεμία.
      «Θα βρεις την πόρτα κλειδωμένη όταν γυρίσεις» συνεχίζει ο Μίλτος φορώντας το άγριο του, αλλά με το μάτι κολλημένο στην οθόνη μη και χάσει καμιά φάση.
     «Μη ξεχάσεις το κλειδί πίσω απ’ την πόρτα» του απαντά ειρωνικά και πηγαίνει προς το μπάνιο.
   Ο Μίλτος εξαγριωμένος σηκώνεται και την ακολουθεί τραβώντας την από το μπράτσο.
  «Μη μου κάνεις εμένα την ξύπνια ακούς;»
  «Μίλτο παράτα με. Δεν έχω διάθεση…»
   Ξαφνικά και ενώ η ατμόσφαιρα είναι ηλεκτρισμένη, από την τηλεόραση ακούγονται οι κραυγές του σπήκερ «Ναι..ναι…είναι γκοοολ». Ο Μίλτος ξεχνώντας αστραπιαία τον καυγά του με τη Τζίνα αρχίζει να κραυγάζει σαν τρελός. «Ολέ, ολέ, ολέ». Την αγκαλιάζει αναπάντεχα, και την σφίγγει μέχρι πνιγμού δίνοντας της απανωτά φιλιά. Η Τζίνα το έχει ξαναδεί το έργο, αλλά αυτή τη φορά έχει διαφορετική χροιά γι αυτήν. Γίνεται έξαλλη. “Εεε ναι!! Τα θέλει ο κώλος σου παλιοβλαμμένε!” ψιθυρίζει και φεύγει θυμωμένη χτυπώντας δυνατά την πόρτα.
    Κατεβαίνοντας στην είσοδο της πολυκατοικίας, και πριν βγει έξω, ρίχνει μια τελευταία πεταχτή ματιά στην εμφάνισή της στο μεγάλο καθρέπτη. Όντως η  θέα του εαυτού της ήταν επιτέλους μετά από τόσο καιρό άκρως θηλυκή μέσα στο κόκκινο  μπλουζάκι της με το ανοιχτό σέξι μπούστο.

  Ώρα επτά και μισή και η Τζίνα με το μικρό της αυτοκίνητο τρέχει στην παραλιακή με τα παράθυρα ανοιχτά προσπαθώντας να μην σκέφτεται το συμβάν με τον Μίλτο. Μάταια όμως. Χωρίς να το καταλάβει άρχισε να μιλά μόνη της.  «Τον ήλίθιο! Έχασα εξ αιτίας του όλους μου τους φίλους. Ο Νίκος με την Αθηνά χαζοκουλτουριάρηδες, ο Αλέκος με τη Γιάννα βλάχοι, ο Τάσος με τη Λένα τσιφούτηδες, η Αλεξάνδρα ανοργασμική γεροντοκόρη. Για όλους βρήκε  κουσούρια γαμώτο. Μόνοι εγώ και αυτός και όλα ένας παράδεισος. Μόνο που εγώ γουστάρω κόλαση και δεν με ρώτησε ποτέ».
    Το  ραδιόφωνο παίζει σκυλοτράγουδα. Αλλάζει σταθμό ψάχνοντας  για κάτι πιο ρομαντικό. Σταματά την βελόνα απότομα ... «εδώ να μείνεις, της καληνύχτα τα φιλιά μη μου τα δίνεις… εδώ και τώρα να το μάθουμε κι οι δυο, αν έχεις τίποτα μαζί μου να συγκρίνεις…» ακούγεται η γλυκιά φωνή της Αρβανιτάκη συμπυκνώνοντας τα συναισθήματά της μέσα σε δευτερόλεπτα. Μια μέγγενη σφίγγει την καρδιά της έτοιμη να την συνθλίψει. Πάντα έτσι νοιώθει ακούγοντας αυτό το τραγούδι.

  »…Ήταν περασμένα μεσάνυχτα όταν επέστρεψαν στο σπίτι μετά από μια ρουτινιάρικη έξοδο. Με μια μηχανική κίνηση η Τζίνα άνοιξε τον τηλεφωνητή μήπως είχαν κάποιο μήνυμα. Ακούστηκε μια σιωπή κι έπειτα αυτό το τραγούδι. Ο Μίλτος έξω φρενών άρχισε να βρίζει τους μαλάκες που γέμισαν την κασέτα του τηλεφωνητή με βλακείες. Η Τζίνα έμεινε σιωπηλή γνωρίζοντας καλά τι γινόταν, ο Νίκος ήταν.
        Οικογενειακός φίλος ο Νίκος, έμενε τρεις ορόφους πάνω από αυτούς. Την φλέρταρε καιρό. Δεν ήταν ξεκαθαρισμένα έρωτας. Βουτηγμένος ήταν κι αυτός στη μιζέρια του γάμου του, και τα λέγανε μερικές φορές ιδιαιτέρως. Είχανε την ίδια ηλικία.
    Η γυναίκα του Νίκου η Πόπη  ήταν μπουζουκόβια. Σετάκι δηλαδή με τον Μίλτο, ενώ εκείνοι καθαρόαιμα παιδιά του ροκ εντ ρολ. Συζητούσανε πολλές ώρες όταν βρίσκονταν μόνοι. Μιλούσαν για Τζιμυ Χέντριξ, Μπομπ Ντίλαν, Ντόνοβαν, για τα μπαράκια στα Εξάρχεια και τα φοιτητικά τους χρόνια.  Κάποιες φορές ο Νίκος έφερνε και κανένα «φτιαγμένο» τσιγαράκι και κάπνιζαν με την Τζίνα χωρίς τα ταίρια τους να παίρνουν χαμπάρι. Άλλωστε και κείνοι είχαν τις δικές τους σοβαρές συζητήσεις, όπως, τα καινούρια μπουζοκοσουξέ της Άντζελας , τα ιν φαγάδικα της αγοράς, τα ροζ σκάνδαλα των επωνύμων.
    Ούτε ο Νίκος ούτε κι η Τζίνα είχαν βγάλει από μέσα τους ποτέ κάποια ερωτική διάθεση. Γουστάρανε και οι δύο, αλλά φίλοι γαρ και μάλιστα κολλητοί δεν τους έπαιρνε για περαιτέρω.
   Κάποιο βράδυ τα δύο ζευγάρια είχαν πάει σε ένα Ελληνάδικο επιλογής Μίλτου για διασκέδαση. Μετά από δύο μπουκάλια ουίσκυ  κι ενώ ο Μίλτος με την Πόπη νταλκαδιάζανε  λικνιζόμενοι σε ένα γκρεκοτσιφτετέλι, ο Νίκος καθόταν μόνος στο τραπέζι με την Τζίνα. Απλώνει το χέρι δειλά κάτω από το τραπέζι και αγγίζει το πόδι της. Εκείνη δεν αντιδρά. Με κινήσεις αργές το χέρι του Νίκου ανεβαίνει προς τα πάνω. Περνά πάνω από το τραπέζι και φτάνει στο χέρι της. Το χαϊδεύει τρυφερά και το φέρνει στα χείλη του, ενώ την κοιτάζει με βαθύ ερωτικό βλέμμα μέσα στα μάτια. Η Τζίνα νοιώθει ένα ρίγος να τρέχει απ΄ άκρη σ΄ άκρη στο κορμί της. Τον κοιτάζει αφήνοντας τη σιωπή να μιλά. Η Πόπη αναψοκκοκινισμένη από το dance,έρχεται τη στιγμή εκείνη στο τραπέζι  να πιει νερό. Αυτό ήταν…η κυρία του κυρίου είδε την σκηνή, και έγινε τι δεν έγινε….
       Ο Νίκος κώλωσε και τα ‘ριξε στην Τζίνα χωρίς δισταγμό. «Μου την έπεσε αγάπη μου» της είπε, «δεν το πιστεύω! Μου την έπεσε στην ψύχρα». 
      Η Τζίνα έμεινε άφωνη. Δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί κάτι τέτοιο. Έβλεπε με αηδία εμπρός της ένα ψαρωμένο ανθρωπάκι που μέχρι χτές δήλωνε «ροκάς» να την ρίχνει στην πυρά για να σώσει ένα γάμο χρεοκοπημένο και μια σχέση πεθαμένη προ καιρού.
     Απέναντί της  πάνω στην πίστα, ένας ιδροκοπημένος  Μίλτος που δεν είχε πάρει χαμπάρι τι γινόταν συνέχιζε να λικνίζεται σε ρυθμούς «…τις φλέβες μου έκοψα για σένα».
    Η Τζίνα «τσούλα» της βραδιάς βαλλόμενη από το ζευγάρι δεν ήξερε που να κρυφτεί. Τους άφησε να την βρίζουν μη ξέροντας τι να πει. Αφού εκτονώθηκαν αρκετά και η μεταξύ τους παρεξήγηση  αποκαταστάθηκε, φύγανε άρον άρον χωρίς καν να πληρώσουν το λογαριασμό τους. Η Τζίνα έμεινε άγαλμα κοιτάζοντάς τους να απομακρύνονται αγκαλιασμένοι και «θιγμένοι» από το επεισόδιο. Ο Μίλτος βλέπει επιτέλους ότι η Τζίνα είναι μόνη στο τραπέζι και κατεβαίνει από την πίστα μεσ’ την απορία: «Τι έγινε πάλι τσακωθήκανε αυτοί;  Α, τέλος. Δεν ξαναβγαίνουμε μαζί τους…»
«Άντε πνίξου και συ ρε Μίλτο», ψιθύρισε η Τζίνα, και χάθηκε μέσα στις μαύρες σκέψεις της.
Την άλλη μέρα ο Νίκος προσπάθησε να την  βρει. Ζητούσε συγγνώμη. Ήθελε να μείνουν φίλοι, έστω μόνο οι δυο τους λέγοντας πως την έχει ανάγκη. Εκείνη με λαβωμένο εγωισμό κι έναν απέραντο θυμό μέσα  της, από τη μια για τη συμπεριφορά του Νίκου και από την άλλη για την αδιαφορία του Μίλτου, που ούτε να τη ζηλέψει  δεν ήταν ικανός, πήρε ανάποδες και τον σιχτίρισε. Δεν του ξαναμίλησε ποτέ. Έβαλε και τον Μίλτο στην μπρίζα και άλλαξαν διαμέρισμα μέσα σε ένα μήνα.
  Ήταν Δευτέρα πρωί όταν ένας συνάδελφος έφερε στο γραφείο τα «μαντάτα». “Ο Νίκος Αυγερινός, ο ταμίας της Ιονικής, πήδηξε από το μπαλκόνι του έκτου ορόφου της πολυκατοικίας του”. Κάποιοι είπαν ότι προηγήθηκε ένας μεγάλος καυγάς με την γυναίκα του, και αυτός μεθυσμένος έπεσε στο κενό κατά λάθος… Κάποιοι άλλοι  ότι έχασε στο καζίνο ένα τεράστιο ποσό από χρήματα της Τράπεζας που εργαζόταν ως κεντρικός Ταμίας. Δεν άντεχε τον διασυρμό και τις συνέπειες, τα ήπιε μέχρι θανάτου και πήδηξε στον ακάλυπτο. Τι σημασία είχε το γιατί; Το δια ταύτα ήταν ότι χάθηκε για πάντα..
  Από τότε στην ψυχή της Τζίνας φώλιασε βαθιά μια ενοχή. Θεωρούσε ότι αν δεν ήταν τόσο εγωίστρια, ώστε να τον είχε συγχωρέσει, μπορεί και να ζούσε σήμερα Αυτό το τραγούδι πάντα της τον θυμίζει, μαζί με  την αδυναμία της να κατανοεί την ελαφρότητα και τη δειλία στην συμπεριφορά κάποιων ανθρώπων. Ένα ελάττωμα που πάντα πάλευε. Στην αρχή το έκανε για να αμυνθεί. Αργότερα όμως στην πορεία της ζωής της το πάλευε με πλήρη συνείδηση.  Η ιστορία εκείνης της νύχτας, καθώς και ο άδικος χαμός του Νίκου έμεινε ένα αγκάθι μόνιμα καρφωμένο στην καρδιά της. Αυτό τραγούδι, το τραγούδι του, της ξυπνά πάντα  τον εφιάλτη…«
      
     
      Το αυτοκίνητο σαν να γνώριζε από μόνο του τον δρόμο, είχε ήδη φτάσει στον προορισμό του και με κινήσεις μηχανικές είχε σταθεί στο σημείο του ραντεβού.
     Ένα χαμογελαστό προσωπάκι στο παράθυρο του αυτοκινήτου της  προτείνει το χέρι.  «Τζίνα, γεια σου»
      «Γεια σου Μάνο…» του χαμογελά και βγαίνει αμέσως από το αυτοκίνητο.. Την κοιτάζει διακριτικά, το ίδιο κι εκείνη. 
       «Θέλεις να πάμε κάπου με το δικό μου;» (αυτοκίνητο εννοούσε)
       «Μια στιγμή να κλειδώσω» του απαντά, χωρίς να περνάει ούτε στιγμή από το μυαλό της να κάνει πίσω.
        Περπατούν μέσα στο πάρκινγκ και ο Μάνος την οδηγεί δίπλα σε ένα φορτηγό: «ΟΠΩΡΙΚΑ – ΛΑΧΑΝΙΚΑ ΜΑΝΟΣ ΔΟΥΓΛΕΡΗΣ».
        Η Τζίνα παθαίνει σόκ. Όχι ότι είχε κολλήματα με χαι αυτοκίνητα, αλλά κάπως αλλιώς είχε φανταστεί τα πράγματα.. Δεν θα την χάλαγε ακόμα και ένας σκαραβαίος  ή ένα Ντεσεβώ. Αλλά φορτηγό ρε γαμώτο; και μάλιστα μαναβερί; Ε.. της ήρθε «κάπως».
        Τι να κάνει η δυστυχής, να μην τον προσβάλει ένεκα οι καλοί της τρόποι, «σαλτάρει» στη φορτήγα, και βολεύεται στο τεράστιο κάθισμα προσπαθώντας να το διασκεδάσει.
         Το λαχανεμπορικόν πήρε το δρόμο της παραλιακής προς Γλυφάδα. Ο Μάνος οδηγούσε σχετικά νευρικά και στη μέση του δρόμου κοιτώντας αγχωμένος δεξιά αριστερά. Φοβόταν μη τον δει κανείς και το έδειχνε. Η Τζίνα ήταν πιο κουλ, ίσως γιατί κατά βάθος βρισκόταν σε απόσταση από αυτό που έκανε. Όπως και να έχει το πράγμα, οι ηδυο άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι τη στιγμή εκείνη, έκαναν την προσωπική τους επανάσταση χωρίς να το έχουν συνειδητοποιήσει επί της ουσίας. Γιατί το «κέρατο» κατά κανόνα, είναι η πρώτη μορφή «αντίστασης» σε ένα γάμο φαλιμέντο.
        «Λοιπόν;» έσπασε  τη σιωπή ο Μάνος.
        «Λοιπόν τι;» του απαντά με γλύκα η Τζίνα.
        «Τι σκέφτεσαι αυτή τη στιγμή;»
        «Τι θέλεις να ακούσεις;»του λέει χαριτωμένα προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο για να σκεφτεί κάτι έξυπνο, νοιώθοντας παράλληλα τα πόδια της να αιωρούνται στο κενό του πανύψηλου καθίσματος και το στομάχι της να ανακατεύεται από το άτσαλο οδήγημα του Μάνου..
         Ο Μάνος ήταν παντρεμένος με τρία παιδιά. Χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα με το γάμο του, έτσι τουλάχιστον πίστευε. Γιατί το να ξενοσαλιάζεις Μάνο μου είναι από μόνο του ήδη ένα πρόβλημα στο γάμο σου. Aς το βαφτίσουμε όμως «τσιλιμπούρδισμα» για να μην χαλάσουμε το χατήρι των αρσενικών, που θεωρούν επιβεβαίωση και δείγμα αντρισμού το ξενοπήδημα. Αλίμονο αν δεν ήταν έτσι. Tότε ο σοφός μας λαός θα είχε βγάλει λέξη αντίστοιχη του «κερατά» για τις γυναίκες.

         Μπήκανε σε κάτι χωματόδρομους προς Σαρωνίδα μεριά. Ανεβοκατέβηκαν λόφους και βουναλάκια ώσπου έφτασαν σε ένα κατσικόδρομο που  τους έβγαλε  σε μια πανέμορφη παραλία.
       Η Τζίνα ένοιωσε την ομορφιά να τρυπώνει μέσα της. Να διαπερνά  τα μάτια της και να φτάνει στην καρδιά της φωτίζοντας με τα χρώματα της φύσης άχρωμα συναισθήματα. Μια γαλήνη τύλιξε τη σκέψη της και απομονώθηκε σ’ αυτήν κρατώντας τον Μάνο απ’ έξω.
      Ο Μάνος συνεχίζοντας να ζει στον «τρόμο» του, άρχισε να κοιτάζει δεξιά και αριστερά σαν λαγωνικό μήπως σκάσει μάτι κανένας γνωστός. Aφού βεβαιώθηκε  ότι όλα είναι clear, της έκανε την τιμή να διαλέξει βραχάκι.
      Η Τζίνα αισθάνθηκε ενοχλημένη από όλη αυτή τη υστερία του Μάνου και το βλέμμα της έγινε επιθετικό.          
      «Συγγνώμη για τα μέτρα που παίρνω καλή μου» της είπε εισπράττοντας την δυσαρέσκειά της, «φοβάμαι μήπως μας δει κάποιο μάτι, και δεν μπορώ τις φασαρίες. Καταλαβαίνεις ε;»
      Η Τζίνα δεν μπόρεσε να μη του την πει γιατί θα έσκαγε.
      «Τι λές βρε Μανωλάκη; Το φορτηγό σου κινούμενος στόχος είναι μωρέ. Όνομα, επίθετο, τηλέφωνο όλα σε δημόσια θέα. Και η γιαγιά μου με τον καταρράκτη της θα το έβλεπε από χιλιόμετρο μακριά, μη με τρελαίνεις τώρα».
«Έχεις χιούμορ μικρό» της λέει γελώντας δυνατά.. Η Τζίνα δεν το σχολίασε γιατί δεν ήθελε να τον προγκίξει ακόμα δεν γνωρίστηκαν.
 Καθίσανε στο βραχάκι. Το ηλιοβασίλεμα είχε ωριμάσει και βρισκόταν στην ωραία του φάση. Η Τζίνα χάθηκε στη σκέψη της. Γλυκιά η μυρωδιά της θάλασσας, ένοιωσε να την μεθάει.
Αισθάνθηκε μόνη και μπερδεμένη. Τα μάτια της βούρκωσαν..Eλα ρε Τζίνα άσε τις ρομάντζες, είπαμε δεν πετάμε, περπατάμε. Χρειάζεσαι μια αγκαλιά για να χαθείς. Μάνος Δούγλερης, λαχανέμπορος, ε και;”. Επανέφερε αμέσως τον εαυτό της στην τάξη.
 Όπως είναι απόλυτα φυσικό το χέρι του Μάνου, πέρασε πάνω από τους ώμους της. Εκείνη χαλάρωσε. Σαν ήρθε όμως  η ώρα του φιλιού και… του παραπάνω δεν ήταν έτοιμη για κάτι τέτοιο. Ο Μάνος το κατάλαβε και μαζεύτηκε. Τελικά Τζινάκι δεν είσαι τόσο άνετη όσο φαντάζεσαι. Κωλώνεις καλή μου, αλλά δεν πειράζει φυσικό είναι…
 Πέρασαν δύο ώρες σε τρυφερές περιπτύξεις αλλά το βραχάκι σκληρό και τα πισινά της καλομαθημένα.
«Μάνο φεύγουμε;»
 Ξαναμμένος ο Μανωλάκης, αλλά τι να κάνει ο φουκαράς έγνεψε «ναι». Μπήκανε ξανά στο «λαχανεμπορικόν» και τι  της  λέει το άτομο; «Δεν πειράζει που δεν κάναμε έρωτα μωρό μου, θα κάνω με τη γυναίκα μου και θα εκτονωθώ»
 «Δεν τον πιστεύω! Είναι απίστευτος» ψιθύρισε μέσα από τα δόντια της κάνοντας ότι δεν το άκουσε.. 
  Φθάσανε στο πάρκιγκ σιωπηλοί, και ενώ η Τζίνα πίστευε ότι ο Μάνος είναι χολιασμένος με την συμπεριφορά της, εκείνος σκύβει και της δίνει ένα παθιασμένο φιλί.
  «Θα σου τηλεφωνήσω αύριο. Θέλεις;» είπε με λάγνα φωνή.
 «Ναι, θέλω, καλό βράδυ» του απαντά χαδιάρικα και βάζει μπρός το αυτοκίνητο ενώ τον κοιτάζει στα μάτια.
Αμέσως η κινητή τηλεφωνία σε ενέργεια.
 «Βίκυ;»
 «Τι έγινε ρε, καλός;» ρωτά με αγωνία η Βίκυ που περίμενε πάνω από το τηλέφωνο.
 «Καλόοος» αποκρίνεται η Τζίνα με τη γλύκα του παράνομου φιλιού ακόμα στα χείλη.
 «Πως είναι σαν άνθρωπος; Τι δουλειά κάνει;»
               «Αυθεντικός λαχανέμπορας και άρρην. Γουστάρω;»
 «Μηλέας δηλαδή;» λέει η Βίκυ και αρχίζει να γελάει
 «Μηλέας; Χα, χα. Δεν παίζεσαι φιλενάδα» επαναλαμβάνει η Τζίνα έχοντας ξεσπάσει και αυτή σε γέλιο.
 «Μπράβο ρε, αλλά θα στο ξαναπώ… Π ρ ό σ ε χ ε !!!

  Επιστρέφοντας σπίτι, στην πραγματικότητά της βρήκε μια προβοσκίδα γιγάντιου ελέφαντα την περιμένει.
 «Σώπα!! βρήκες την πόρτα;»  ακούγεται μια στριμμένη φωνή..
 «Δεν την είχα χάσει καλέ μου….»  του απαντά με ειρωνεία.
  «Μπορούμε να μάθουμε που είσαστε κυρία μου;» ανταποδίδει με το ίδιο ειρωνικό ύφος.
   «Μπορείτε. Με γκόμενο είμαστε» του απαντά η Τζίνα με απόλυτη ειλικρίνεια.
    Την κοίταξε με ύφος απαξιωτικό…
    «Μμμ! Αστείοοο!! Πολύ γέλασα… Δεν φτιάχνεις τίποτα να φάμε;»
 Η Τζίνα δεν μιλάει. Δεν έχει διάθεση για κουβέντες στο κενό. Όμως τα έχει πάρει, “πως είναι τόσο σίγουρος για την «ηθική» μου ρε γαμώτο; Ή μήπως με θεωρεί εντελώς de sexual;” σκέφτεται πηγαίνοντας  προς την κρεβατοκάμαρα αμίλητη.


Το ξύπνημα βαρύ την επόμενη μέρα. Ο Μάνος είναι σχετικά απών από τη σκέψη της, ίσως γιατί θεωρεί σίγουρο ότι τον γοήτευσε και δεδομένο ότι θα την πάρει τηλέφωνο. Ίσως και γιατί άλλα πράγματα βασανίζουν τη σκέψη της και δεν της αφήνουν χώρο για τα γκομενικά ….
Μέσα από το αυτοκίνητο τηλεφωνεί στη Βίκυ. Εκείνη πάει πιο πρωί στο γραφείο, έτσι στη διαδρομή για τη δουλειά πάντα τα λένε. Της φτιάχνει τη μέρα το κορίτσι με το ανεξάντλητο κέφι. Ακόμα και στα πιο δύσκολα καταλήγουνε σε ξέφρενο γέλιο.
 «Καλημέρα» είπε η Τζίνα ξερά και χασμουρήθηκε.
    «Καλημέρα. Τι ύφος είναι αυτό φιλενάδα; Όλα καλά;»
    «Ρε συ, είπα του Μίλτου ότι ήμουν με γκόμενο και γέλασε»
    «Τι; ..Τι του είπες;»
    «Την αλήθεια και…γελούσε. Είμαι τόσο ούφο, που γελάνε μαζί μου ακόμα και τα ούφο», μίλησε με παράπονο η Τζίνα.
     Ακολούθησε σιγή….Και μετά ένα ξέσπασμα  τρελού γέλιου.
    «Τι λες ρε βαρεμένο; Τα λένε έτσι ωμά; Και περίμενες ο Μίλτος να καταλάβει ότι είναι αλήθεια και να σε πάρει στα σοβαρά; Χαχαχα είσαι όντως ούφο!!»
    «Δίκιο έχεις. Ούφο είμαι, ούφο γιατί κωλυσιεργώ αυτό που έπρεπε από καιρό να έχω κάνει. Άφησα τον χρόνο να γράφει τελίτσες. Να κυλάει. Κι εγώ πιστός οπαδός της «αναμόρφωσης» του Μίλτου. Να δώσω ευκαιρίες στο γάμο μου. Να δείξω ανωτερότητα στις περιστάσεις γιατί εγώ είχα το μυαλό, ο Μίλτος όχι, ο Μίλτος έτσι, ο Μίλτος αλλιώς, μου ανάψανε όλα τα λαμπάκια κι έπαθα βραχυκύκλωμα», έβγαλε το θυμό της η Τζίνα που σταματώντας απότομα το γέλιο, ξέσπασε σε κλάματα….
-----
«Τζίνα;» ακούστηκε μια συνωμοτική φωνούλα με ένοχη χροιά στο ακουστικό του τηλεφώνου. Ο Μάνος ήταν που πρωί πρωί, σκέφτηκε να σφραγίσει με σιγουριά τη χτεσινή του γνωριμία. Της ζήτησε να βρεθούνε ξανά. Του υποσχέθηκε ότι θα γίνει σύντομα.


     Πέρασε μια βδομάδα από τη μέρα που συνάντησε τον Μάνο. Της τηλεφωνούσε δύο και τρεις φορές την ημέρα, όχι ότι είχανε πολλά να πούνε, έτσι για την επαφή και μόνο…
     Εν τω μεταξύ η Βίκυ που συμπτωματικά έμενε στην ίδια περιοχή που είναι το λαχανεμπορικό του Μάνου, και ως γνήσιο πειραχτήρι που ήταν, έγινε «πελάτισσα» του. Πήγαινε στο μαγαζί του και  αγόραζε δήθεν μαρούλια και φρέσκα χορταρικά για τα καναρίνια της. Είχε μανία με τα πτηνά ο Μάνος, (το είχε πει στην Τζίνα) έτσι είχαν «σοβαρό» θέμα συζήτησης. Μια μέρα η Βίκυ έφερε την κουβέντα στις εξωσυζυγικές σχέσεις… Αυτός με ύφος αηδίας, «αποκήρυξε μετά βδελυγμίας» τους άντρες που απατούν τη γυναίκα τους..
        Αχ, ατιμούλικο!!! του είπε η Βίκυ γελώντας πονηρά τσιμπώντας τον στο μάγουλο, και τον άφησε μεσ’ την απορία.
     Πάντα έκανε τις «κοινωνικές της έρευνες» η Βίκυ. «Μια μέρα θα γράψουμε βιβλίο για τους άπιστους φιλενάδα» έλεγε συχνά στην Τζίνα γιατί ήξερε το μεράκι της για το γράψιμο. «Θα τους εκθέσω γαμώτο τους υποκριτές για να μάθουν όταν το κάνουν, τουλάχιστον να ξέρουν γιατί το κάνουν».

     Ωρίμασε στο μυαλό της Τζίνας η ιδέα της τσιλιμπουρδιάς και νάτην ένα απόγευμα με τον Μάνο σε απόμερο «καφέ σαντάν» να τα λένε. Το καφέ «κρυμμένο» καλά, μέσα σε κήπο ολόβλαστο.  Απ’ έξω όμως το λαχανεμπορικόν σε δημόσια θέα. Κατά τα άλλα ο Μάνος, αν δεν ήταν άνοιξη θα φορούσε γυαλιά και καπαρντίνα για να μην τον αναγνωρίσουν. Μερικές φορές οι άνθρωποι γίνονται πολύ ανόητοι Αφού δεν το αντέχεις γιατί το κάνεις αγόρι μου;  Της ήρθε να του πει, αλλά τι σε νοιάζει ρε Τζίνα δικό του πρόβλημα ο στρουθοκαμηλισμός. Σκέφτηκε και δεν μίλησε.
    Συζήτησαν για τους φίλους, τις συνήθειες, τη δουλειά, τη ζωή τους γενικά. Σίγουρα κάτι  παραπάνω από τα μισά ήτανε ψευτιές, αθώες μεν αλλά «πινοκιάδα» που λέει και η Βίκυ. Τι μπορούν άλλωστε να πουν δυο άνθρωποι που γνωρίστηκαν με ημερομηνία λήξης, μόνο και μόνο για να ξεφύγουν πρόσκαιρα από το κλουβί τους; Τι άλλο από το να εκθέσουν τους διακαείς τους πόθους ως γεγονότα, σε μια προσπάθεια εντυπωσιασμού και μόνο, απευθυνόμενοι σ ένα γνωστό άγνωστο άνθρωπο που αύριο δεν θα ξαναδούν.
    Ο Μάνος προσπάθησε με πλάγιους τρόπους να της αποσπάσει στοιχεία για τη φίλη της. Τον έτρωγε η συνομιλία που είχε με τη Βίκυ για τα εξωσυζυγικά. Κάτι δεν του είχε καθίσει καλά. 
     «Αχ, βρε Μανωλάκη σε μαφία έπεσες. Σιγά μη σου πω ότι σου κάναμε πλάκα» ψιθύρισε μέσα από τα δόντια της.
     «Δεν σε άκουσα καλή μου;» ρώτησε με απορία ο Μάνος.
      «Μπα τίποτα, κάτι δικό μου» του απάντησε αόριστα. Αφού ήπιανε τον καφέ τους και λύσανε όλα τα προβλήματα του κόσμου έφτασε και η ώρα της κρίσης.
      «Θέλεις να πάμε κάπου πιο ήσυχα;» είπε ο Μάνος κοιτώντας την ένοχα.
     «Γιατί εδώ έχει φασαρία;» του απαντά με χαζό ύφος λες και δεν κατάλαβε τι εννοούσε.
     «Καλή μου εννοώ να είμαστε μόνοι»
      Τον κάρφωσε στα μάτια. «Ξενοδοχείο εννοείς. Έχει όνομα το “μόνοι” καλέ μου».
      Πρέπει να τον κόμπλαρε γιατί έχασε τα λόγια του.
     «Αν.. αν θέλεις φυσικά» ψελλίζει κοκκινίζοντας.

      Τελικά οι λαϊκοί άνθρωποι όπως ο Μάνος έχουν μια ακαταμάχητη γνησιότητα. Έχουν ακόμα αναστολές. Πράγμα που σπάνια συναντάς στους «μουράτους». Αυτοί στα ρίχνουν ευθέως σαν να σου κάνουν χάρη που είναι μαζί σου.   

   »…Είχε γνωρίσει παλιότερα η Τζίνα μέσα από τη δουλειά της έναν Μιχάλη με BMW και διδακτορικό. Όλη του η αυτοπεποίθηση ήταν κλεισμένη μέσα στο ακριβό του διθέσιο. Ο κόσμος δικός του και οι γυναίκες σκλάβες στη γοητεία και τα λεφτά του. Άκουγε από Μπετόβεν και πάνω. Αγαπημένο του όργανο ήταν η «θεόρβη». Είχε αποκηρύξει από την συνείδησή του κάθε τι λαϊκό. Έμενε στην Εκάλη και οι εννέα στις δέκα κουβέντες του ήταν η πισίνα και το σκάφος του. Πολιορκούσε καιρό την Τζίνα. Εκείνη τον απέφευγε ευγενικά γιατί ήταν σπόνσορας και χρηματοδότης της εφημερίδας που δούλευε, έτσι δεν την έπαιρνε να του την βγει όπως θα ήθελε. Τη συγκεκριμένη εποχή η Τζίνα περνούσε κάργα την «αντιγιάπικη» φάση της. Έκανε λοιπόν τερατώδη υπομονή να μην τον προγγίξει. Ένα βράδυ είχε κανονιστεί επαγγελματικό ραντεβού με την Έλενα την κοπέλα των δημοσίων σχέσεων της εφημερίδας με τον Μιχάλη. Η Έλενα αρρώστησε ξαφνικά, (αυτό τουλάχιστον είπε ο διευθυντής). ΄Έτσι της έπεσε ο κλήρος να βγει μαζί του.
Την πήγε σε ένα πανάκριβο εστιατόριο κυριλάτου ξενοδοχείου όπου ο τύπος είχε κλείσει και σουίτα για τη συνέχεια της βραδιάς. (Τόσο σίγουρο το άτομο ότι θα του καθόταν. Άλλωστε πως θα αντιστεκόταν μια απλή Τζίνα σε όλη αυτή τη χλίδα;). Στην αρχή η κουβέντα τους ήταν γύρω από την διαφημιστική καμπάνια της εταιρείας του. Γι’ αυτό άλλωστε είχαν συναντηθεί. Σύντομα όμως η κουβέντα έφτασε στις «υψηλές» του γνωριμίες, τις επιχειρήσεις, τις επενδύσεις του στο χρηματιστήριο, τις φιλοδοξίες του, τα ταξίδια  και τις επιτυχίες του στις γυναίκες αφήνοντας έντεχνα ερωτικούς υπαινιγμούς.  
Τέρας υπομονής η Τζίνα. Τον άκουγε χωρίς να του την βγαίνει. Ψυλλιάστηκε τις προθέσεις του αλλά δεν ήταν σίγουρη γι αυτό και δεν έλεγε τίποτα.  Απόλαυσε το κατά τα άλλα θαυμάσιο φαγητό, πότισε το αίμα της μπόλικο «αιωνόβιο» κρασί για να στείλει μια βόλτα τους καλούς της τρόπους, και την ώρα που σήμανε η σάλπιγγα για το χαιλάτο πήδημα, έκανε την επίθεσή της.
«Τζίνα έχεις μείνει ποτέ σε Σουϊτα;»τη ρώτησε  με ύφος πομπώδες ο v.i.p.
«Όχι» του απάντησε έχοντας αρχίσει να φουντώνει.
«Θα ήθελες μια τέτοια εμπειρία;»
«Εμπειρία η Σουίτα;» 
«Φυσικά, έκλεισα μια γι’ απόψε. Θα περάσουμε ένα αξέχαστο βράδυ»
«Θα περάσουμε; Ποιος σου έδωσε ρε μαλάκα το δικαίωμα να αποφασίζεις για μένα;»
«Σε παρακαλώ. Δεν είναι συμπεριφορά αυτή. Ξέρεις σε ποιόν μιλάς; είμαι γόνος της καλλίτερης Αθηναϊκής οικογένειας…»
«Γόνος της μαλακίας είσαι, αυτό είσαι! Σου μοιάζω για γλάστρα μωρό μου; Πως σου πέρασε η ιδέα ότι θα με κατακτήσεις με αυτές τις αηδίες; Οι μάγκες κατακτάνε τις γυναίκες και μ’ ένα σουβλάκι, όχι με Σουϊτες και σκάφη. Υou know σουβλάκι; you know τσάρκα στην παραλία με φεγγαρόφωτο, και κατούρημα στο ύπαιθρο παιδί της Εκάλης;».Φώναξε με αγανάκτηση αδιαφορώντας για το χώρο που βρισκόταν.
Όλη η νομενκλατούρα του μαγαζιού  γύρισε και κοίταξε τον Μιχάλη με λύπηση. Εκείνος κατακίτρινος και ανίκανος να αρθρώσει λέξη, κοιτούσε πότε δεξιά και πότε αριστερά έτοιμος να το πάθει το εγκεφαλικό.
Η Τζίνα φοβήθηκε την όψη του και έκανε πίσω. Πήρε τα πράγματά της και βγήκε να αναπνεύσει. Δεν τον ξαναείδε. Τον χάσανε κι από συνεργάτη,  και ο μπος ακόμα αναρωτιέται το γιατί…«.

 «Έχεις κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό σου;» ρώτησε τον Μάνο για τον βγάλει από την δύσκολη θέση.
«Δηλαδή θέλεις;» της απαντά με το χαμόγελο της κολγκέιτ.
«Μωρό μου ξέρω τι θέλω, μην ανησυχείς… »
 Με μέτρα υψίστης ασφαλείας το λαχανεμπορικόν Μάνος Δούγλερης ανέβηκε στον Καρέα. Μπήκε σε στενάκια, ανηφοριές, κατηφοριές και παρκάρισε λίγα μέτρα πιο μακριά από ένα underground συμπαθητικό μοτέλ.
Μπήκανε στο δωμάτιο. Η Τζίνα παράγγειλε ένα ποτό. Ήθελε και αυτός ένα, αλλά φοβόταν μην τον μυρίσει η γυναίκα του, έτσι περιορίστηκε σε μια πορτοκαλάδα...
«Ομολογώ ότι αισθάνθηκα αρκετά αμήχανα. Αλλά έχω μάθει να απομονώνομαι όταν κάνω έρωτα. Ίσως γιατί δεν έχει βρεθεί ακόμα ο άντρας που θα με κάνει να είμαι μαζί του την ώρα αυτή. Το βιολογικό μου ρολόι όμως λειτουργεί κανονικά. Άρα Τζίνα μόνη σου, τα έχουμε πει αυτά, τα κορμιά είναι μονοπάτια και μόνο που οδηγούν στην ηδονή. Καλά θα ήταν νάχεις και παρέα αλλά δεν πειράζει πορέψου όπως βρίσκεις. Αφέθηκα στα χάδια και τα φιλιά. Τρυφερός ο Μάνος και η αίσθηση του παράνομου γλυκιά. Περάσαμε καλά...» εκμυστηρεύτηκε στην Βίκυ η Τζίνα όταν βρέθηκαν λίγο αργότερα.
 Ξαπλωμένοι και οι δύο ανάβουνε τσιγάρο σιωπηλοί ο καθένας χαμένος στις δικές του σκέψεις.
«Τι σκέφτεσαι;» τον ρωτά καθώς τον βλέπει προβληματισμένο.
Γυρίζει και την κοιτάζει στα μάτια. «Θέλω να μου πεις κάτι. Ειλικρινά όμως. Θα το κάνεις;» τη ρωτά.
«Μα ναι, φυσικά» του απαντά, και φαντάζεται μια ερώτηση σχετική με ο,τι προηγήθηκε.
«Η φίλη σου έχει καναρίνι;»...
Παθαίνει σοκ από τα γέλια. Κι όταν αργότερα το λέει στη Βίκυ, γελάνε μέχρι θανάτου. Γελάνε ακόμα και τα «καναρίνια της.»

Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014

ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΕΙΣ ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ- ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Ήταν 8 Μάρτη. Ημέρα της Γυναίκας λένε. Οι άλλες τριακόσιες εξήντα τέσσερις τι μέρες είναι δηλαδή;»
    Αυτή η απορία μας γεννήθηκε όταν δεχτήκαμε πολλές προσκλήσεις από διάφορες “ελεύθερες πολιορκημένες” φίλες μας, που λόγω της ημέρας, θέλησαν να ξεσελώσουμε σε ειδών - ειδών διασκεδάδικα.
   Κοιταχτήκαμε και νιώθοντας ότι αυτή η μέρα μάλλον δεν μας αφορά, αποφασίσαμε να τη γιορτάσουμε με πιο πρωτότυπο τρόπο. Ανοίξαμε λοιπόν τους ασκούς του δικού μας «Αιόλου» καταγράφοντας απορίες και εμπειρίες.
    Κάθε άλλο παρά ειδήμονες δηλώνουμε. Απλά προσπαθήσαμε να χορέψουμε  με άμεσο και ανθρώπινο λόγο το γαϊτανάκι της ζωής δύο γυναικών που έχουν τις ίδιες χρονικές αναφορές, που δεν φοβούνται να εκτεθούν, και που παρότι έχουν ζήσει ανατροπές, θέλουν κάποιες φορές να ξεχνούν «το κλειδί πάνω στην πόρτα»… Δύο καθημερινές γυναίκες δηλαδή η Τζίνα και η Βίκυ.
    Η Τζίνα, διαζευγμένη και μάλιστα δις. Ούτως ειπείν ζωντοχήρα. Παράδειγμα προς αποφυγήν για όλες τις «καθωσπρέπει» γυναίκες που έχουν «διδαχθεί» οικογένεια και που δεν εγκαταλείπουν τον «στύλο» του σπιτιού για ψύλλου «πήδημα».
 Η Βίκυ,  «νέα ωραία και ατυχής» που λέει και το τραγούδι. Τουτέστιν γεροντοκόρη. Παράδειγμα προς αποφυγήν και αυτή, για όλες τις «μεγαλοκοπέλες» που έχουν το θράσος να διαλέγουν, ενώ θα έπρεπε να κάνουν «εκπτώσεις» στις επιλογές τους, για να έχουν στο τέλος την πολυπόθητη «κοινωνική αποδοχή» δια του γάμου.
    Με λίγα λόγια, δύο γυναίκες  που θεωρούνται κοινωνικό περιθώριο.
    Καταλαβαίνετε λοιπόν, αν βέβαια θέλετε να καταλάβετε, πως οι αντι-προκάτ γυναίκες γίνονται πάντα ο στόχος μιας ηθικολάγνας κοινωνίας που κατασκευάζει «must» οικογενειακές ιδέες, γιατί φοβάται πως οι γυναίκες αυτές τελικά, αντί να είναι παράδειγμα προς αποφυγή, τείνουν να γίνουν παράδειγμα προς μίμηση.



Υπήρξα περίεργη και μελετηρή.
Ξέρω απ’ όλα.  Λίγο απ’ όλα.
Τα ονόματα των λουλουδιών όταν μαραίνονται,
πότε πρασινίζουν οι λέξεις, και πότε κρυώνουμε.
Πόσο εύκολα  γυρίζει η κλειδαριά των αισθημάτων
μ’ ένα οποιοδήποτε κλειδί της λησμονιάς.

«Κική Δημουλά»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Η αγάπη δε βλέπει με τα μάτια αλλά με το νου, γι αυτό, το ερωτόπουλο τυφλό το ζωγραφίζουν.
                                       «Σαίξπηρ. Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας»

   Όλοι οι άνθρωποι χρειαζόμαστε τον χρόνο μας για να μπορέσουμε να καταλάβουμε πως λειτουργεί ο μηχανισμός «ζωή», στη ζωή μας.  Χρόνο για να δούμε, να μπούμε, να βραχούμε και να στεγνώσουμε. Αν από όλη αυτή τη διαδικασία τη βγάλουμε καθαρή χωρίς σοβαρές απώλειες, τότε μπορούμε να πούμε ότι έχουμε μια προσωπική ελευθερία. Μια εσωτερική δύναμη που μας προσφέρει την πολυτέλεια να μην πονάμε τόσο, όσο να χρειαζόμαστε αντιβίωση για να το αντιμετωπίσουμε. Η ψυχή μας έχει γυμναστεί, κι έχει  αποκτήσει «μπράτσα» ικανά να σηκώνουν τα πιο απίστευτα βάρη.
      Η Τζίνα είναι μία γυναίκα τολμηρή κι ελεύθερη που μετά από την προσωπική της περιπλάνηση στα δύσβατα μονοπάτια της ψυχής της, κατανόησε επιτέλους την τεχνική του: «Με αγαπώ και Ζω Μόνο για Μένα». Της πήρε μισή ζωή για να καταλάβει, ότι δεν χρειάζεται έναν σύντροφο που θα την κλείσει σε χρυσό κλουβί με αντάλλαγμα το πολύτιμο οξυγόνο της. Ούτε αυτόν που η μιζέρια του έχει γίνει τρόπος ζωής. Αλλά, ούτε και τον «καταξιωμένο» κοινωνικά άντρα, που κατά κανόνα θεωρεί τη γυναίκα, λουλούδι στο πέτο του. Είναι μία καθημερινή γυναίκα, που (προ)καλείται να  δηλώνει δυναμικά  παρούσα στη ζωή της. 
--------
      Μεσάνυχτα. Η ώρα των φαντασμάτων ζώντων και μη. Μια φιγούρα με πυτζάμες ξυπόλητη τριγυρνά στο σπίτι πίνοντας τσίπουρα και καπνίζοντας αρειμανείως. Παρακαλεί τον Μορφέα να της κάνει την τιμή να την επισκεφτεί. Στο μυαλό της τριγυρίζουν αμαρτωλές σκέψεις. Xαμογελάει πονηρά ενώ ένα μικρό χαρτάκι κάνει την εμφάνιση του στο δεξί της χέρι…

        Το σκατόπαιδο της οικογένειας η απρόβλεπτη Τζίνα. Παράτησε τις σπουδές της κάπου στη μέση γιατί τις βαρέθηκε. Παράτησε τον Γιώργο που παντρεύτηκε στα 21 της  γιατί τον βαρέθηκε.
        Ο πρώτος της γάμος ήταν ένας γάμος στην κυριολεξία «χαβαλέ». Τον έκαναν μόνο και μόνο γιατί οι δικοί τους αντέδρασαν έντονα μόλις έμαθαν για αυτή τη σχέση. Φύση και θέση αντίδραση η Τζίνα, θέση και φύση του χεριού της ο Γιώργος, παντρεύτηκαν για να παντρευτούν.. και.. χωρίσανε μετά από λίγους μήνες γιατί βαρέθηκαν την συμβίωση. Το διαζύγιο βγήκε «κοινή συναινέσει». Τη μέρα του διαζυγίου γλέντησαν μέχρι πρωίας μαζί με φίλους έτσι όπως ακριβώς γλέντησαν και το γάμο. Ακόμα εξακολουθούν  να είναι καλά  φιλαράκια.
       Από μικρό παιδί προσπαθούσε να κερδίζει εντυπώσεις αντιδρώντας σε όλα. Ήταν ίσως μια μορφή διαμαρτυρίας γιατί ερήμην της είχε επιλεγεί ανάμεσα σε αυτήν και τον δίδυμο αδελφό της, να μένει με τη γιαγιά. Η Τζίνα το θεώρησε άδικο, και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να δημιουργεί καταστάσεις για να αναγκάσει την γιαγιά να την «στείλει από εκεί που ήρθε». Ψυχούλα όμως η γιαγιά  Μαρία έκανε χάζι τις σκανταλιές της, και πάντα την συγχωρούσε.
          Και στο σχολείο αντάρτης και μπροστάρισσα σε κάθε φασαρία. Καλή μαθήτρια όμως. Γοήτευε τους δασκάλους με τις εκθέσεις που έγραφε. Τους έκανε εντύπωση η αντιφατικότητα των γραπτών της. Έγραφε στίχους με τόση ευαισθησία που μπορούσαν να συγκινήσουν και «πέτρες». Στον πεζό λόγο όμως, ήταν κυνική και καυστική, έως απαίσια. Στην περίοδο μάλιστα της δικτατορίας, τα γραπτά της κόντεψαν να ανάψουν φωτιές, φέρνοντας πολλές φορές σε αντιπαράθεση και δύσκολη θέση τους καθηγητές της. Η βαθμολογία της στις εκθέσεις, συνήθως ήταν πάτος ή άριστα.
        Κρυφό της όνειρο  η έκδοση της ποιητικής της συλλογής με τον τίτλο «Ακρότητες». Μια δουλειά χρόνων, όπου μέσα από τον γραπτό της λόγο έβγαζε τα πύρινα συναισθήματα και τις εκρήξεις του χαρακτήρα της. Από το φόβο όμως της απόρριψης, και μη τολμώντας να πραγματοποιήσει αυτό το όνειρο, το έχασε  βαθιά μέσα στο μυαλό της.
      Οι σπουδές της (όσες πρόλαβε να κάνει) ήταν οικονομικής κατεύθυνσης. Τζίνα και λογάριθμοι. Πως σας ακούγεται; Ε! και βέβαια όχι. Η Τζίνα λοιπόν μετά από επαγγελματικές περιπλανήσεις σε διάφορα λογιστήρια, κατέληξε σε μια εφημερίδα όπου μη μπορώντας να δημοσιογραφεί όπως θα ήθελε, έκανε διορθώσεις σε κείμενα και παράλληλα έφτιαχνε σταυρόλεξα.
       Ο Μίλτος ήταν το δεύτερο στεφάνι της. Αν και άντρας γοητευτικός, και οικονομικά ανεξάρτητος, στην ουσία ήταν άτομο ανασφαλές, και πνευματικά «ακατέργαστος». Την γνώρισε μέσα σε μια παρέα και ερωτεύτηκε σφόδρα τον δυναμισμό και την αυτονομία της. Την θαύμαζε και την πολιορκούσε στενά. Kρεμόταν απ’ τα χείλη της στην κυριολεξία. Κάπου κολακεύτηκε κι αυτή και είπε βρε μπας και οι δικοί μου έχουν δίκιο; Καλλίτερο που θα βρω;  Την χάλαγε που ο Μίλτος ήταν μπουζουκόβιος και εκείνη ρόκερ. Την χάλαγε που ο Μίλτος ποτέ δεν είχε ανοίξει βιβλίο εκτός από Πρωγνοσπόρ και Τζόκευ. Εξ ίσου όμως την χάλαγε η εκ των έσω και των γύρω κριτική για την ανικανότητα της να ενταχθεί στο σύστημα, να «νοικοκυρευτεί». Πείσμωσε και είπε: Τώρα θα σας δείξω τι εστί Τζίνα… Σιγά μη δε στρώσω ένα Μίλτο. Έβαλε στοίχημα με τον εαυτό της. Το έχασε αλλά δεν πειράζει. “Life is life!” όπως λέει και η ίδια. Ποιος έστρωσε ποιον δεν ξέρω. Να ακριβολογώ όμως στρώσιμο δεν ήταν, ένας ύπνος βαθύς ήταν. Χαλάρωσε η Τζίνα με τις παροχές και την αποδοχή. Και στην αρχή κάπου την έβρισκε γιατί περνούσε πανεύκολα τις γραμμές της. Όμως χωρίς να το καταλάβει το φρικιό μέσα της άρχισε να ξυπνάει και τότε.. «Αντίο βόλεμα!».
        Βρέθηκε λοιπόν να παραπαίει ανάμεσα σε θέλω και δεν θέλω, μπορώ και δεν μπορώ. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή εμφανίστηκε στη ζωή της ο Μάνος. Ένας άγνωστος άνδρας που σε άλλες εποχές μπορεί και να αγνοούσε…Όμως τώρα μέσα από την επαναστατική της διάθεση, τον είδε σαν αλκυονίδα μέρα μέσα στο βαρυχείμωνο.
    Πριν λίγες μέρες στην ουρά της Εθνικής Τράπεζας το βλέμμα της έπεσε πάνω στα κρόσια  ενός δερμάτινου μπουφάν. Μέσα σε αυτό ένας άντρας γύρω στα σαρανταπέντε. Είχε γκρίζα μαλλιά, όμορφο στήσιμο, και σαγηνευτική φυσιογνωμία. Γυρισμένος στο πλάι κοίταζε έξω χαζεύοντας ένα  πλανόδιο μπανανέμπορο που έκλεβε συστηματικά στο ζύγι τις γριές..
     Η Τζίνα τον παρατηρούσε αδιάκριτα ανεβοκατεβάζοντας το βλέμμα της πάνω του. Ο άντρας με το δερμάτινο μπουφάν σαν να αισθάνθηκε τις δονήσεις που εξέπεμπαν τα μάτια της, γύρισε με μια απότομη κίνηση και κάρφωσε το βλέμμα του στο δικό της. Του χαμογέλασε αμήχανα. Εκείνος της ανταπέδωσε το χαμόγελο και γύρισε το κεφάλι του προς το γκισέ. Αισθάνθηκε άβολα και δεν  ξανακοίταξε προς το μέρος του. Κάποια στιγμή ο άντρας αφού τέλειωσε την συναλλαγή του, έφυγε περνώντας μπροστά από της, χωρίς να της χαλαλίσει ούτε μία ματιά. «Αντίο μανάρι» ψιθύρισε καθώς τον παρατηρούσε να βγαίνει από το κατάστημα και κοίταξε μηχανικά το ρολόι της.
   Μετά από είκοσι πέντε λεπτά στήσιμο ήρθε επιτέλους η σειρά της. Σχεδόν τρέχοντας βγήκε από την Τράπεζα και κατευθύνθηκε στο αυτοκίνητο της που ήταν παρκαρισμένο ακριβώς έξω από την κεντρική πόρτα. Στον καθαριστήρα του ένα άσπρο χαρτί ήταν σφηνωμένο…
«Φτού  πάλι κλήση.. Το παιδί του γκαντέμη είμαι που να πάρει» Μουρμούρισε. Πήρε το χαρτάκι στα χέρια της. Δεν έμοιαζε με κλήση. Το άνοιξε αργά και διάβασε, ελπίζοντας κατά βάθος το απίστευτο…
        Ενθουσιάστηκε αλλά δεν το έδειξε. Κοίταξε γύρω της μήπως τον δει. Δεν ήταν πουθενά. Έβαλε το σημείωμα συνωμοτικά στην τσάντα της και χαμογελώντας ικανοποιημένη μπήκε στο αυτοκίνητο.
   Ο «ευτυχής» της σύζυγος κοιμάται, ως συνηθίζει να κάνει εδώ και χρόνια. Θα μου πείτε που είναι το παράλογο. Τι κάνει ο κόσμος τα βράδια  δεν κοιμάται; Ναι, μόνο που ο δικός  της «σύντροφος» κοιμάται γενικά.
       Ζούνε δέκα χρόνια μαζί και ούτε έχει υποψιαστεί ότι το καράβι μπάζει νερά. Του το είπε πλαγίως, του το είπε ευθέως, με παραδείγματα, με ψιλοτσιλιμπουρδιές, αλλά μπα, «φωνή βοώντος εν τη ερήμω». Τελικά δεν φταίει πάντα ο φονιάς.
       Το κόκκινο λαμπάκι του τηλεφώνου της κλείνει πονηρά ματάκι..Do it ρε. Της λέει η φωνή της μη «ηθικής». Ώριμο ήταν από καιρό δεν ήθελε σκέψη. Πήρε στο χέρι της το ακουστικό και αφουγκράστηκε προς την κρεβατοκάμαρα κρατώντας σχεδόν την αναπνοή της. Ένα ροχαλητό που θύμιζε αγώνες  μότο κρος  ακούστηκε. Για κάθε ενδεχόμενο βγήκε στη βεράντα και σχημάτισε το «αμαρτωλό» νούμερο.
       «Μανο καλησπέρα ενοχλώ; Με λένε Τζίνα..»  (κομπιάζει)
       «Εε..  Από την Τράπεζα… Εθνική.. Τετάρτη..»
       «Τζίνα; Ναι.. Χμ.. περίμενε μισό λεπτό».
       «Κατάλαβα κι αυτός βεραντάδα προτιμάει» μονολόγησε η Τζίνα..
       «Τζινάκι όχι, δεν με ενοχλείς. Αλλά να… δεν μπορώ να μιλήσω τώρα. Με παίρνεις το πρωί γλυκιά μου;» της είπε σχεδόν ψιθυριστά. «Θα με πάρεις το πρωί υποσχέσου το» ακούστηκε η φωνή του με  ενοχή και αγωνία.
      «Ναι.. ναι. Ασφαλώς θα σε πάρω.» του απαντά ελαφρώς πειραγμένη. «Καληνύχτα και σόρρυ για την ενόχληση».
      «Ενόχληση; Καλή μου... να’ ξερες πόσο χαρούμενο με κάνεις».
      «Καληνύχτα ..» λέει ξερά η Τζίνα και κλείνει..
       Τι καληνύχτα; Μαύρη νύχτα πέρασε η Τζίνα εδώ που τα λέμε. Από τη μια τύψεις, από την άλλη η γλυκιά αίσθηση του παράνομου. Ξέχασε και το ροχαλητό που της  την έδινε, ξέχασε και την καλή της ανατροφή, και τις αρχές που της έδωσε η μαμά της. Αντίο έλος… μείνε με τα κουνούπια σου σκέφτηκε. Mμ, Μάνος! perce no Tzina;
      

    Δεν χρειάστηκε ξυπνητήρι το επόμενο πρωί. Ελάχιστα έκλεισαν τα μάτια της. Τι κάνω γαμώτο; Ρωτούσε και ξαναρωτούσε  τον εαυτό της. Έλα ρε Τζίνα σύνελθε δεν πας για καριέρα. Μια τσιλιμπουρδιά είναι μόνο. Τη δικαιούσαι ανταπαντούσε. Οι ώρες κύλησαν δύσκολα ως το ξημέρωμα. Σηκώθηκε με άρρωστη διάθεση και ετοιμάστηκε όπως όπως για τη «γαλέρα» όπως αποκαλεί την δουλειά της.
Οι ώρες στο γραφείο κύλησαν βασανιστικά αργά. Αποφάσισε να του τηλεφωνήσει το μεσημεράκι για να μην φανεί ξελιγωμένη. «Άτυπος κώδικας» λέει η φίλη της η Βίκυ. «Στους άντρες ποτέ δεν δείχνουμε  ανυπομονησία .. ΠΟΤΕ»
  Η δουλειά της βρίσκεται σε ανύπαρκτη φάση. Είναι τυχερή, ο μπος λείπει σήμερα ταξίδι κι έτσι  μπορεί να απολαμβάνει  την αγωνία  της  με ησυχία. Κάποια στιγμή και ενώ η Τζίνα βρίσκεται σε κατάσταση «νιρβάνα» ακούγεται μια μελωδία του Βέρντι. Είναι το μουσικό κάλεσμα του κινητού της.
    «Τι έγινε ρε τον πήρες;» ακούστηκε η εύθυμη φωνή της Βίκυς.
     Η Τζίνα πήρε βαθιά ανάσα σωπαίνοντας για δευτερόλεπτα και απάντησε διστακτικά. «Όχι.. ακόμα δεν πήρα. Σε λίγο ίσως…δεν ξέρω».
    «Μη πάρεις. Θα σε πάρει αυτός. Από το κινητό σου δεν τον κάλεσες χθες; Ε, έχει το νούμερο. Θα τηλεφωνήσει αυτός»
     «Μου αρέσει η σιγουριά σου Βικάρα» απάντησε η Τζίνα μουδιασμένη και έσβησε το εικοστό τσιγάρο στο τασάκι.
     «Στοιχηματάκι;»
     «Οκ, στοίχημα» απαντά η Τζίνα ελπίζοντας διακαώς να το χάσει.
    «Ένα Ντίμπλ στου Billys;» συνέχισε η Βίκυ γελώντας..
    «Ο.κ έγραψε» συμφώνησε τελικά νιώθοντας  την διάθεση της να ανεβαίνει.
     Δεν πρόλαβαν να περάσουν πολλά λεπτά και ο κύριος Βέρντι ξανά επί σκηνής. Δεν το σηκώνει αμέσως. Περιμένει και στο τέταρτο χτύπημα απαντά με όση σταθερή φωνή της  βρίσκεται
   «Παρακαλώ;»
   «Τζίνα; Καλημέρα. Μάνος!»
   «Μάνος; ποιος Μάνος;»(δεν ήξερε ε;)
   «Μιλήσαμε χθες βράδυ ξέχασες;»
   «Α..ναι ο Μάνος, έλα βρε δεν σε γνώρισα, έμπλεξα με τη δουλειά και ξεχάστηκα».
      Η Τζίνα αρχίζει να παίρνει τα πάνω της …
     «Τι κάνεις γλυκιά μου;»
     «Καλά είμαι….
     «Τι νέα;»
     «Καλά εσύ;»
     «Καλά και εγώ»
     «…»
     Αμηχανία  και σιωπή ακολουθεί. Οι σεμνοτυφίες γενικά της την σπάνε, γι’ αυτό η Τζίνα αποφασίζει να πάρει την υπόθεση στα χέρια της..
    «Μάνο προτείνω να μην πούμε τίποτα τώρα» του λέει με σταθερή φωνή. «Προτιμώ να τα πούμε όλα από κοντά ..Άλλωστε είμαι στο γραφείο και δεν μπορώ να μιλήσω.. Τι λες;» συνεχίζει  με ύφος σίγουρο για την απάντηση…
    «Ναι, όπως θέλεις. Ούτε και εγώ μπορώ να μιλήσω τώρα» ακούστηκε  δειλά  η φωνή του Μάνου από την άλλη μεριά.
     «Πότε;»  τον ρωτά ευθέως.
      «…»
      Η σιωπή των αμνών… Άντε Τζίνα καθάρισε πάλι εσύ. Ούφο καραούφο ο δικός σου. «Μάνο ξέρεις το παρκινγκ στο Καλαμάκι; Αυτό απέναντι στην Αύρα»
     «Ναι ναι, το ξέρω».
     «Σήμερα γύρω στις  οκτώ, μπορείς;»
     «Ναι γλυκιά μου, φυσικά μπορώ. Οκ στις οκτώ. Καλή δουλειά» της απαντά με σιροπιασμένη φωνή..
    «Επίσης τα λέμε…στις οκτώ.. φιλιά».
     Κλείνει τα μάτια και ένα τεράστιο χαμόγελο στολίζει το πρόσωπό της. Το σαράκι βέβαια την τρώει. Δεν το ’χει ξανακάνει. Δεν ξέρει τίποτα γι αυτόν. Μόνο ότι τον λένε Μάνο. Και φοράει δερμάτινο με κρόσια.
     Η Τζίνα κατά ένα περίεργο τρόπο έλκεται πάντα στα δύσκολα. Την γοητεύει  το άγνωστο, το μυστηριώδες και.. το παράνομο. «Vivere pericolozamente», λέει συχνά στη Βίκυ που ονειροβατεί. «Περπάτα Βικάκι κι άσε το πέταγμα. Οι άγγελοι μας τελείωσαν. Ζήσε αναζητώντας εκπλήξεις. Η ζωή είναι μια μεγάλη έκπληξη. Προκάλεσέ την!» 
  Κοιτάζει προς τον σβηστό ακόμα υπολογιστή της, και η  φαντασία της ζωγραφίζει πάνω στη σβησμένη οθόνη με τεράστια φωτεινά γράμματα τη λέξη «ΠΡΟΔΟΣΙΑ». Οι τύψεις πιάνουν βάρδια..
     Τι κάνεις ρε Τζίνα; Ανέντιμο είναι. Μπορεί να είναι  βλήμα ο Μίλτος αλλά δεν του αξίζει κάτι τέτοιο. Μίλησε πρώτος μέσα της ο ο μίστερ  Τζέκιλ.
    Γιατί αρνητικές σκέψεις μωρέ; Μια αταξία είναι μόνο. Τη δικαιούσαι.. Απάντησε  αμέσως ο μίστερ Χάιντ ο οποίος μάλλον κέρδισε την συζήτηση.


   «Λοιπόν Τζίνα, άσε τις μαλακίες και σκέψου τι λέμε στον Μίλτο. Πως θα την κάνουμε χωρίς να δώσουμε στόχο. Μπήκες στο χορό σκάσε και χόρευε. Έχεις έξι ώρες για να οργανωθείς. Κάνε και καμιά δουλειά, γιατί σε βλέπω απολυμένη να στέκεις ουρά στον ΟΑΕΔ περιμένοντας επίδομα» μονολόγησε η Τζίνα και σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου λέγοντας κεφάτα: «Bίκυ! Αύριο Billys κερνάω Ντίμπλ».

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014

Σοπέν, ένας μεγάλος μουσουργός


Σαν σήμερα 17 Οκτώβρη του 1849 αναχώρησε για το δικό του αστέρι ένας απ' τους αγαπημένους μου  συνθέτες, ένας απ' τους μεγαλυτερους  εκπροσώπους του ρομαντισμού στη μουσική και αναμφίβολα ένας απ' τους μεγαλύτερους πιανίστες. 
Δεν είναι τυχαίο που έχει μείνει γνωστός ως "η ψυχή του πιάνου", ούτε ότι η σύγχρονη κριτική τον έχει τοποθετήσει στους αθάνατους της μουσικής.






Φρεντερίκ Σοπέν (Frédéric François Chopin, κατά προσέγγιση Σοπάν ή στο ΔΦΑfʁedeʁik fʁɑ̃swa ʃɔpɛ̃, στα πολωνικά Fryderyk Franciszek Chopin, 1 Μαρτίου ή 22 Φεβρουαρίου 1810 - 17 Οκτωβρίου 1849) ήταν Γαλλο-Πολωνός συνθέτης, ένας από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους του ρομαντισμού στη μουσική και από τους μεγαλύτερους πιανίστες της εποχής του. Αρκετές συνθέσεις του συγκαταλέγονται στα σημαντικότερα έργα του πιανιστικού ρεπερτορίου.
Βιογραφία
Παιδικά χρόνια
Γεννήθηκε στην Πολωνία το 1810. Οι πληροφορίες για την ημερομηνία γέννησής του δεν είναι ακριβείς: σύμφωνα με κάποιες γεννήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου ή την 1η Μαρτίου, ενώ υπάρχει και η πληροφορία ότι είχε γεννηθεί ένα χρόνο νωρίτερα. Ο ίδιος πάντως ανέφερε ως ημερομηνία γέννησης την 1η Μαρτίου. Ο πατέρας του, Νικολά Σοπέν, ήταν Γάλλος που ζούσε στην Πολωνία από το 1787. Είχε αποκτήσει μάλιστα την πολωνική υπηκοότητα και είχε πάρει μέρος στην εξέγερση του 1794. Στην Πολωνία παρέδιδε μαθήματα γαλλικής γλώσσας. Η μητέρα του συνθέτη, Justyna Krzyżanowska, ήταν Πολωνή.
Ο Φρεντερίκ από μικρός έδειξε το ταλέντο που είχε στη μουσική. Παρακολουθούσε μαθήματα από 6 ετών και όταν ήταν 7 ετών τυπώθηκε η πρώτη του σύνθεση, μιαΠολωνέζα σε σολ ελάσσονα. Σε ηλικία 8 ετών εμφανίστηκε πρώτη φορά δημοσίως ως πιανίστας. Η φήμη του γρήγορα έγινε μεγάλη και στην Βαρσοβία τον θεωρούσαν δεύτερο Μότσαρτ. Ο δάσκαλός της σύνθεσης στο Ωδείο της Βαρσοβίας, Γιόζεφ Έλσνερ, μιλούσε για τις εξαιρετικές ικανότητές του και τη μουσική ιδιοφυΐα του. Το 1829 έδωσε τις πρώτες μεγάλες του συναυλίες στη Βιέννη, και εν τω μεταξύ είχε συνθέσει ήδη μερικά σημαντικά έργα, όπως το κοντσέρτο σε φα ελάσσονα (γνωστό ως 2ο κοντσέρτο), την πρώτη σονάτα για πιάνο (σε ντο ελάσσονα), και κάποιες από τις σπουδές για πιάνο. Το 1830 έφυγε από την Πολωνία για να συνεχίσει τις εμφανίσεις του στη Βιέννη. Μετά την αναχώρησή του ξέσπασε στη χώρα επανάσταση κατά της τσαρικής (ρωσικής) εξουσίας η οποία συνετρίβη και ο συνθέτης δεν μπόρεσε ποτέ να επιστρέψει στην πατρίδα του.
Η ζωή στο Παρίσι
Από το 1831 ζούσε στο Παρίσι, που τότε ήταν επίκεντρο της πνευματικής και καλλιτεχνικής ζωής. Εκεί ζούσαν πολλοί σπουδαίοι συνθέτες, όπως οι Τζοακίνο ΡοσσίνιΦραντς Λιστ και Εκτόρ Μπερλιόζ. Λίγους μήνες μετά την άφιξή του έδωσε το πρώτο του ρεσιτάλ και σταδιακά η φήμη του εξαπλωνόταν. Σύντομα απέκτησε πολλούς μαθητές και τα μαθήματα του προσέφεραν οικονομική άνεση και ασφάλεια. Παρά τη μεγάλη φήμη του όμως απέφευγε τις εμφανίσεις σε μεγάλα ακροατήρια. (Ισχυριζόταν ότι φοβόταν πολύ το κοινό.) Έτσι, στα 18 χρόνια παραμονής στο Παρίσι, έδωσε μόνο 19 ρεσιτάλ. Το 1837 είχε ερωτευτεί μία μαθήτρια πιάνου, την Maria Wodzińska, και είχαν αρραβωνιαστεί, όμως η οικογένεια της κοπέλας διέλυσε τον αρραβώνα, πιθανότατα εξ αιτίας των προβλημάτων υγείας του συνθέτη.
Η σχέση με την Γεωργία Σάνδη
Στο Παρίσι ο Σοπέν συνδεόταν με τον κύκλο του επίσης φημισμένου συνθέτη και πιανίστα Φραντς Λιστ. Στο σπίτι του γνώρισε τη συγγραφέα Γεωργία Σάνδη (ψευδώνυμο της Βαρώνης Aurore Dudevant), 6 χρόνια μεγαλύτερή του. Η πρώτη γνωριμία με την τολμηρή και μάλλον εκκεντρική συγγραφέα (κάπνιζε και φορούσε αντρικά ρούχα) του είχε προκαλέσει αρνητική εντύπωση και είχε σχολιάσει επικριτικά τη συμπεριφορά και την εμφάνισή της. Από το 1838 όμως ξεκίνησε η σχέση τους, που κράτησε 9 χρόνια.
Το 1838-9 το ζευγάρι έζησε για λίγους μήνες στη Μαγιόρκα, στο ερημωμένο Μοναστήρι Valldemossa. Η Γεωργία Σάνδη πήγε εκεί γιατί το κλίμα θα βοηθούσε τον γιό της Μωρίς να ξεπεράσει κάποια προβλήματα υγείας και ο συνθέτης την ακολούθησε πιστεύοντας ότι εκεί θα βελτιωνόταν και η δική του υγεία (έπασχε από φυματίωση). Το κλίμα της περιοχής όμως δεν τον βοήθησε, και επιπλέον έπρεπε να αντιμετωπίσουν και την αρνητική στάση των ντόπιων απέναντι στο ανύπαντρο ζευγάρι. Έτσι σύντομα εγκατέλειψαν την Ισπανία και επέστρεψαν στη Γαλλία, όπου ζούσαν κατά διαστήματα στο Παρίσι και στη Νοάν (Nohant), στην κατοικία της Γεωργίας Σάνδη.
Οι σχέσεις τους σταδιακά άρχισαν να ψυχραίνονται και το ζευγάρι χώρισε το 1847. Ο λόγος του χωρισμού, όπως προκύπτει από επιστολή της Σάνδη προς τον Σοπέν η οποία ανακαλύφθηκε το 1950, είναι ότι ο συνθέτης υποστήριξε την κόρη της Γεωργίας Σάνδη, Σολάνζ, σε έντονη διαμάχη που είχε με τη μητέρα της επειδή είχε αρραβωνιαστεί κρυφά.
Τελευταία χρόνια
Από εκείνη τη χρονιά η υγεία του επιδεινώθηκε. Το 1848 έζησε για μεγάλο διάστημα στην Αγγλία και τη Σκωτία για ρεσιτάλ, κατόπιν πρόσκλησης της μαθήτριάς του Τζέιν Στέρλινγκ. Όταν επέστρεψε στο Παρίσι η υγεία του ήταν σε πολύ χειρότερη κατάσταση και τα οικονομικά του μέσα περιορισμένα.
Πέθανε στο Παρίσι το 1849, μετά από χρόνια φυματίωση. Ενδέχεται όμως ο θάνατός του να οφείλεται σε καρδιακό νόσημα. Κηδεύτηκε στο Παρίσι και από το Κοιμητήριο Περ Λασαίζ, όμως κατόπιν δικής του επιθυμίας η καρδιά του μεταφέρθηκε στην Πολωνία, όπου φυλάσσεται μέχρι και σήμερα.
Έργο
Το έργο του Σοπέν προορίζεται αποκλειστικά για πιάνο, με εξαίρεση μερικά έργα μουσικής κοντσερτάντε για πιάνο και ορχήστρα, ένα τρίο για πιάνο, βιολί και βιολοντσέλο, μερικά έργα για πιάνο και βιολοντσέλο και ορισμένα τραγούδια για φωνή και πιάνο. Αρκετά από τα έργα του είναι πολύ απαιτητικά δεξιοτεχνικά, όπως οι Μπαλάντες και τα Σκέρτσι, αλλά αυτό που προέχει δεν είναι η δεξιοτεχνία αλλά ο μελωδικός χαρακτήρας. Μάλιστα έχει επισημανθεί ότι η δομή των μουσικών φράσεων είναι τέτοια, σαν να επρόκειτο να ερμηνευθούν από τραγουδιστή. Παράλληλα όμως με την ανεξάντλητη μελωδική του ευρηματικότητα, ο Σοπέν είχε μια πολύ αναπτυγμένη αρμονική φαντασία, ένα στοιχείο της τέχνης του που συχνά διαφεύγει της προσοχής των μουσικόφιλων.
Ο Σοπέν αξιοποίησε τους παραδοσιακούς χορούς της πατρίδας του, τις Πολωνέζες και τις Μαζούρκες, αλλά τα δικά του έργα δεν προορίζονται για χορό, αφού είναι πολύ γρήγορα και δεξιοτεχνικά. Το ίδιο ισχύει και για τα Βαλς του: είναι ευχάριστα κομμάτια σαλονιού, που προορίζονται για διασκέδαση.
Μερικά από τα 24 Πρελούδια τα συνέθεσε κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Μαγιόρκα. Το πιο διάσημο από αυτά είναι το 15ο, το πρελούδιο "της σταγόνας της βροχής". Λέγεται ότι το συνέθεσε ένα βράδυ με έντονη κακοκαιρία, που περίμενε με αγωνία τη Σάνδη και τον γιό της, οι οποίοι είχαν καθυστερήσει να φτάσουν λόγω των καιρικών συνθηκών. Ωστόσο αυτού του είδους οι ιστορίες σχετικά με τα έργα του Σοπέν μάλλον πρέπει να τοποθετηθούν στον χώρο της μυθοπλασίας.
Ξεχωριστές είναι και οι 24 σπουδές για πιάνο: εκτός από τις τεχνικές απαιτήσεις τους, είναι και αξιόλογα μουσικά κομμάτια που μπορούν να ερμηνευθούν σε συναυλίες. Αυτό δεν ήταν συνηθισμένο προηγουμένως, για παράδειγμα στις σπουδές του Καρλ Τσέρνυ και του Κράμερ το ενδιαφέρον είναι καθαρά παιδαγωγικό. Από την εποχή του Σοπέν όμως και μετά πολλοί συνθέτες παρουσίασαν αντίστοιχα έργα αξιώσεων, όπως οι Φραντς Λιστ, Κλωντ Ντεμπυσσύ και Αλεξάντρ Σκριάμπιν.
Οι Σονάτες του Σοπέν δεν ακολουθούν την παράδοση του βιεννέζικου Κλασικισμού. Οι κριτικοί της εποχής μάλιστα παρατηρούσαν ότι μάλλον δεν γνώριζε καλά τη φόρμα του είδους, η αλήθεια όμως είναι ότι πιθανότατα δεν θα ήθελε ο ίδιος να τηρήσει την αυστηρή φόρμα. Εξ άλλου προτιμούσε κομμάτια σε ελεύθερες φόρμες όπως οι Μπαλάντες και τα Σκέρτσι. Ήταν μάλιστα ο πρώτος που παρουσίασε Σκέρτσο ως αυτόνομο κομμάτι.
Τα Κοντσέρτα του για πιάνο και ορχήστρα είναι έργα στα οποία κυριαρχεί το πιάνο και η ορχήστρα έχει δευτερεύοντα ρόλο (παρουσιάζει την εισαγωγή, τα συνδετικά μέρη και το κλείσιμο). Στα σημεία που εμφανίζεται το πιάνο ο ρόλος της ορχήστρας είναι καθαρά συνοδευτικός.
Πηγή:http://el.wikipedia.org/


Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2014

Ο λόγος του Γέρου του Μοριά στους νέους

Ήταν 7 Οκτώβρη του 1838 όταν ο Γέρος του Μοριά επισκέπτεται το Βασιλικό Γυμνάσιο της Αθήνας, το σημερινό δηλαδή 1ο Πρότυπο Πειραματικό Γυμνάσιο και παρακολουθεί την διδασκαλία του γυμνασιάρχη Γενναδίου,   για τον Θουκυδίδη. Ο Γέρος του Μοριά εντυπωσιάζεται απ' τη διδασκαλία του Γενναδίου και εκφράζει  την επιθυμία να μιλήσει κι αυτός στα παιδιά. Η πρότασή του γίνεται αμέσως αποδεκτή αλλά επειδή ο χώρος στο γυμνάσιο ήταν στενός και πολλοί οι μαθητές, η ομιλία του Γέρου του Μοριά ορίζεται για την επόμενη μέρα, στις 8 Οκτώβρη στην Πνύκα. Όπως ήταν φυσικό, το γεγονός αυτό μαθεύτηκε αμέσως και άρχισε η Πνύκα να κατακλύζεται  από πλήθος κόσμου. Θορυβημένοι οι κύριοι...κύριοι του καθεστώτος στέλνουν, καθόλου πρωτότυπο, ένα... σμήνος από χωροφυλάκους. Φοβόντουσαν ότι η ομιλία αυτή του Γέρου του Μοριά ήταν αντικαθεστωτική. Χρειάστηκε η διαβεβαίωση του γυμνασιάρχη Γενναδίου ότι η ομιλία αυτή ήταν μια απλή αθώα πράξη για να πεισθούν οι κύριοι καθεστωτικοί και ν΄αποχωρήσουν οι χωροφύλακες. Άλλωστε, η δυναστεία δεν κινδύνευε απ' τη στιγμή που ο Γέρος του Μοριά τα είχε βρει με τον Όθωνα, κατέχοντας μάλιστα και το αξίωμα του Συμβούλου της Επικρατείας....
Ιδού ο ιστορικός  και συνάμα διαχρονικός λόγος του Γέρου του Μοριά στους νέους της εποχής...
Παιδιά μου!
Εἰς τὸν τόπο τοῦτο, ὀποῦ ἐγὼ πατῶ σήμερα, ἐπατούσαν καὶ ἐδημηγοροῦσαν τὸν παλαιὸ καιρὸ ἄνδρες σοφοί, καὶ ἄνδρες μὲ τοὺς ὁποίους δεν εἶμαι ἄξιος νὰ συγκριθῶ καὶ οὔτε να φθάσω τὰ ἴχνη τῶν.
Ἐγὼ ἐπιθυμοῦσα να σᾶς ἴδω, παιδιά μου, εἰς τὴν μεγάλη δόξα τῶν προπατόρων μας, καὶ ἔρχομαι να σᾶς εἴπω, ὅσα εἰς τὸν καιρὸ τοῦ ἀγῶνος μας καὶ πρὸ αὐτοῦ καὶ ὕστερα ἀπ’ αὐτὸν ὁ ἴδιος ἐπαρατήρησα, καὶ ἀπ’ αὐτὰ να κάμομε συμπερασμοὺς καὶ διὰ τὴν μέλλουσαν εὐτυχίαν σας, μολονότι ὁ Θεὸς μόνος ἠξεύρει τὰ μέλλοντα.
Καὶ διὰ τοὺς παλαιοὺς Ἕλληνας, ὁποίας γνώσεις εἴχαν καὶ ποία δόξα καὶ τιμὴν ἔχαιραν κοντὰ εἰς τὰ ἄλλα ἔθνη τοῦ καιροῦ των, ὁποίους ἥρωας, στρατηγούς, πολιτικοὺς εἴχαν, διὰ ταῦτα σᾶς λέγουν καθ’ ἡμέραν οἱ διδάσκαλοι σᾶς καὶ οἱ πεπαιδευμένοι μας. Ἐγὼ δεν εἶμαι ἀρκετός. Σᾶς λέγω μόνον πὼς ἤταν σοφοί, καὶ ἀπὸ ἔδω ἐπῆραν καὶ ἐδανείσθησαν τὰ ἄλλα ἔθνη τὴν σοφίαν τῶν.
Εἰς τὸν τόπον, τὸν ὁποῖον κατοικοῦμε, ἐκατοικούσαν οἱ παλαιοὶ Ἕλληνες, ἀπὸ τοὺς ὁποίους καὶ ἡμεῖς καταγόμεθα καὶ ἐλάβαμε τὸ ὄνομα τοῦτο. Αὐτοὶ διέφεραν ἀπὸ ἡμᾶς εἰς τὴν θρησκείαν, διότι ἐπροσκυνούσαν τες πέτρες καὶ τὰ ξύλα. Ἀφ’ οὐ ὕστερα ἦλθε στὸν κόσμο ὁ Χριστός, οἱ λαοὶ ὅλοι ἐπίστευσαν εἰς τὸ Εὐαγγέλιό του, καὶ ἔπαυσαν να λατρεύουν τὰ εἴδωλα. Δεν ἐπῇρε μαζὶ τοῦ οὔτε σοφοὺς οὔτε προκομμένους ἀλλ’ ἁπλούς ἀνθρώπους, χωρικοὺς καὶ ψαράδες, καὶ μὲ τὴ βοήθειᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔμαθαν ὄλες τες γλῶσσες τοῦ κόσμου, οἱ ὁποῖοι, μολονότι ὅπου καὶ ἂν ἔβρισκαν ἐναντιότητας καὶ οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ τύραννοι τοὺς κατέτρεχαν, δεν ἠμπόρεσε κανένας να τοὺς καμεὶ τίποτα. Αὐτοὶ ἐστερέωσαν τὴν πίστιν.
Οἱ παλαιοὶ Ἕλληνες, οἱ πρόγονοι μας, ἔπεσαν εἰς τὴν διχόνοιαν καὶ ἐτρώγονταν μεταξὺ τοὺς, καὶ ἔτσι ἔλαβαν καιρὸ πρώτα οἱ Ῥωμαῖοι, ἔπειτα ἄλλοι βάρβαροι καὶ τοὺς ὑπόταξαν. Ὕστερα ἤλθαν οἱ Μουσουλμάνοι καὶ ἔκαμαν ὅ,τι ἠμπορούσαν, διὰ να ἀλλάξει ὁ λαὸς τὴν πίστιν του. Ἔκοψαν γλῶσσες εἰς πολλοὺς ἀνθρώπους, ἀλλ’ ἐστάθη ἀδύνατο να τὸ κατορθώσουν. Τὸν ἔναν ἔκοπταν, ὁ ἄλλος τὸ σταυρὸ τοῦ ἔκαμε. Σὰν εἶδε τοῦτο ὁ σουλτάνος, διόρισε ἕνα βιτσερὲ (ἀντιβασιλέα), ἔναν πατριάρχη, καὶ τοῦ ἔδωσε τὴν ἐξουσία τῆς ἐκκλησίας. Αὐτὸς καὶ ὁ λοιπὸς κλῆρος ἔκαμαν ὅ,τι τοὺς ἔλεγε ὁ σουλτάνος. Ὕστερον ἔγιναν οἱ κοτζαμπάσηδες (προεστοί) εἰς ὅλα τὰ μέρη. Ἡ τρίτη τάξις, οἱ ἔμποροι καὶ οἱ προκομμένοι, τὸ καλύτερο μέρος τῶν πολιτῶν, μὴν ὑποφέροντες τὸν ζυγὸ ἔφευγαν, καὶ οἱ γραμματισμένοι ἐπῆραν καὶ ἔφευγαν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, τὴν πατρίδα των, καὶ ἔτσι ὁ λαός, ὅστις στερημένος ἀπὸ τὰ μέσα τῆς προκοπῆς, ἐκατήντησεν εἰς ἀθλίαν καταστάσῃ, καὶ αὐτὴ αὔξαινε κάθε ἥμερα χειρότερα, διότι, ἂν εὑρίσκετο μεταξὺ τοῦ λαοῦ κανεὶς μὲ ὀλίγην μαθήση, τὸν ἐλάμβανε ὁ κλῆρος, ὅστις ἔχαιρε προνόμια, ἤ ἐσύρετο ἀπὸ τὸν ἔμπορο τῆς Εὐρώπης ὡς βοηθὸς τοῦ ἢ ἐγίνετο γραμματικὸς τοῦ προεστού. Καὶ μερικοὶ μὴν ὑποφέροντες τὴν τυραννίαν τοῦ Τούρκου καὶ βλέποντας τὲς δόξες καὶ τες ἠδονὲς ὅπου ἀνελάμβαναν αὐτοί, ἄφηναν τὴν πίστη τοὺς καὶ ἐγίνοντο Μουσουλμάνοι. Καὶ τοιουτοτρόπως κάθε ἡμέρα ὁ λαὸς ἐλίγνευε καὶ ἐπτώχαινε.
Εἰς αὐτὴν τὴν δυστυχισμένη καταστάσῃ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς φυγάδες γραμματισμένους ἐμετέφραζαν καὶ ἔστελναν εἰς τὴν Ἑλλάδα βιβλία καὶ εἰς αὐτοὺς πρέπει να χρωστοῦμε εὐγνωμοσύνη, διότι εὐθὺς ὅπου κανένας ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ λαὸ ἐμάνθανε τὰ κοινὰ γράμματα, ἐδιάβαζεν αὐτὰ τὰ βιβλία καὶ ἔβλεπε ποίους εἴχαμε προγόνους, τὶ ἔκαμεν ὁ Θεμιστοκλῆς, ὁ Ἀριστείδης καὶ ἄλλοι πολλοὶ παλαιοὶ μας, καὶ ἐβλέπαμε καὶ εἰς ποίαν καταστάσῃ εὑρισκόμεθα τότε. Ὅθεν μας ἦλθεν εἰς τὸ νοῦ να τοὺς μιμηθοῦμε καὶ να γίνουμε εὐτυχέστεροι. Καὶ ἔτσι ἔγινε καὶ ἐπροόδευσεν ἡ Ἑταιρεία.
Ὅταν ἀποφασίσαμε να κάμομε τὴν Ἐπανάσταση, δεν ἐσυλλογισθήκαμε οὔτε πόσοι εἴμεθα οὔτε πὼς δεν ἔχομε ἅρματα οὔτε ὅτι οἱ Τούρκοι ἐβαστούσαν τὰ κάστρα καὶ τάς πόλεις οὔτε κανένας φρόνιμος μᾶς εἶπε: “ ποῦ πάτε ἔδω να πολεμήσετε μὲ σιταροκάραβα βατσέλα;”, ἀλλὰ ὡς μία βροχὴ ἔπεσε εἰς ὅλους μας ἡ ἐπιθυμία τῆς ἐλευθερίας μας, καὶ ὅλοι, καὶ ὁ κλῆρος μας καὶ οἱ προεστοὶ καὶ οἱ καπεταναίοι καὶ οἱ πεπαιδευμένοι καὶ οἱ ἔμποροι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ὅλοι, ἐσυμφωνήσαμε εἰς αὐτὸ τὸ σκοπὸ καὶ ἐκάμαμε τὴν Ἐπανάσταση.
Εἰς τὸν πρῶτο χρόνο τῆς Ἐπαναστάσεως εἴχαμε μεγάλη ὁμόνοια καὶ ὅλοι ἐτρέχαμε σύμφωνοι. Ὁ ἔνας ἐπῆγεν εἰς τὸν πόλεμο, ὁ ἀδελφὸς τοῦ ἔφερνε ξύλα, ἡ γυναῖκα τοῦ ἐζύμωνε, τὸ παιδὶ τοῦ ἐκουβαλοῦσε ψωμὶ καὶ μπαρουτόβολα εἰς τὸ στρατόπεδον καὶ ἐὰν αὐτὴ ἡ ὁμόνοια ἐβαστοῦσε ἀκόμη δύο χρόνους, ἠθέλαμε κυριεύσει καὶ τὴν Θεσσαλία καὶ τὴν Μακεδονία καὶ ἴσως ἐφθάναμε καὶ ἕως τὴν Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τοὺς Τούρκους, ὀποῦ ἄκουγαν Ἕλληνα καὶ ἔφευγαν χίλια μίλια μακρά. Ἑκατὸν Ἕλληνες ἔβαζαν πέντε χιλιάδες ἐμπρός, καὶ ἕνα καράβι μίαν ἁρμάδα. Ἀλλὰ δεν ἐβάσταξε!.
Ἤλθαν μερικοὶ καὶ ἠθέλησαν να γένουν μπαρμπέρηδες εἰς τοῦ κασίδη τὸ κεφάλι. Μας πονοῦσε τὸ μπαρμπέρισμα τοὺς. Μὰ τὶ να κάμομε; Εἴχαμε καὶ αὐτουνὼν τὴν ἀνάγκη. Ἀπὸ τότε ἤρχισεν ἡ διχόνοια καὶ ἐχάθη ἡ πρώτη προθυμία καὶ ὁμόνοια. Καὶ ὅταν ἔλεγες τὸν Κώστα να δώσει χρήματα διὰ τάς ἀνάγκας τοῦ ἔθνους ἤ να ὑπάγει εἰς τὸν πόλεμο, τοῦτος ἐπρόβαλλε τὸν Γιάννη. Καὶ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο κανεὶς δεν ἤθελε οὔτε να συνδράμει οὔτε να πολεμήσει. Καὶ τοῦτο ἐγίνετο, ἐπειδὴ δεν εἴχαμε ἕνα ἀρχηγὸ καὶ μίαν κεφαλή. Ἀλλὰ ἔνας ἔμπαινε πρόεδρος ἕξι μῆνες, ἐσηκώνετο ὁ ἄλλος καὶ τὸν ἔριχνε καὶ ἐκάθετο αὐτὸς ἄλλους τόσους, καὶ ἔτσι ὁ ἔνας ἤθελε τοῦτο καὶ ὁ ἄλλος τὸ ἄλλο. Ἴσως ὅλοι ἠθέλαμε τὸ καλό, πλὴν καθένας κατὰ τὴν γνώμη του. Ὅταν προστάζουνε πολλοί, ποτὲ τὸ σπίτι δεν χτίζεται οὔτε τελειώνει. Ὁ ἔνας λέγει ὅτι ἡ πόρτα πρέπει να βλέπει εἰς τὸ ἀνατολικὸ μέρος, ὁ ἄλλος εἰς τὸ ἀντικρινὸ καὶ ὁ ἄλλος εἰς τὸν Βορέα, σὰν να ἦτον τὸ σπίτι εἰς τὸν ἀραμπὰ καὶ να γυρίζει, καθὼς λέγει ὁ καθένας. Μὲ τοῦτο τὸν τρόπο δεν κτίζεταί ποτέ τὸ σπίτι, ἀλλὰ πρέπει να εἶναι ἔνας ἀρχιτέκτων, ὀποῦ νὰ προστάζει πώς θὰ γένει. Παρομοίως καὶ ἡμεῖς ἐχρειαζόμεθα ἔναν ἀρχηγὸ καὶ ἔναν ἀρχιτέκτονα, ὅστις νὰ προστάζει καὶ οἱ ἄλλοι να ὑπακούουν καὶ νὰ ἀκολουθοῦν. Ἀλλ’ ἐπειδὴ εἴμεθα εἰς τέτοια καταστάσῃ, ἐξ αἰτίας τῆς διχονοίας, μας ἔπεσε ἡ Τουρκιὰ ἐπάνω μας καὶ κοντέψαμε να χαθοῦμε, καὶ εἰς τοὺς στερνοὺς ἑπτὰ χρόνους δὲν κατορθώσαμε μεγάλα πράγματα.
Εἰς αὐτὴ τὴν καταστάση ἔρχεται ὁ βασιλεύς, τὰ πράγματα ἠσυχάζουν καὶ τὸ ἐμπόριο καὶ ἡ γεωργία καὶ οἱ τέχνες ἀρχίζουν να προοδεύουν καὶ μάλιστα ἡ παιδεία. Αὐτὴ ἡ μάθησις θὰ μας αὐξήσει καὶ θὰ μας εὐτυχήσει. Ἀλλὰ διὰ να αὐξήσομεν, χρειάζεται καὶ ἡ στερέωσις τῆς πολιτείας μας, ἡ ὁποία γίνεται μὲ τὴν καλλιέργεια καὶ μὲ τὴν ὑποστήριξη τοῦ Θρόνου. Ὁ βασιλεὺς μας εἶναι νέος καὶ συμμορφώνεται μὲ τὸν τόπο μας, δεν εἶναι προσωρινός, ἀλλ’ ἡ βασιλεῖα του εἶναι διαδοχικὴ καὶ θὰ περάσει εἰς τὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν του, καὶ μὲ αὐτὸν κι ἐσείς καὶ τὰ παιδιὰ σᾶς θὰ ζήσετε. Πρέπει να φυλάξετε τὴν πιστὴ σας καὶ να τὴν στερεώσετε, διότι, ὅταν ἐπιάσαμε τὰ ἅρματα εἴπαμε πρῶτα ὑπὲρ πίστεως καὶ ἔπειτα ὑπὲρ πατρίδος. Ὅλα τὰ ἔθνη τοῦ κόσμου ἔχουν καὶ φυλάττουν μία Θρησκεία. Καὶ αὐτοί, οἱ Ἑβραῖοι, οἱ ὁποῖοι κατατρέχοντο καὶ μισοῦντο καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη, μένουν σταθεροὶ εἰς τὴν πιστὴ τους.
Να μὴν ἔχετε πολυτέλεια, να μὴν πηγαίνετε εἰς τοὺς καφενέδες καὶ τὰ μπιλιάρδα. Να δοθεῖτε εἰς τάς σπουδὰς σας καὶ καλύτερα να κοπιάσετε ὀλίγον, δύο καὶ τρεῖς χρόνους καὶ να ζήσετε ἐλεύθεροι εἰς τὸ ἐπίλοιπο τῆς ζωῆς σας, παρὰ να περάσετε τέσσαρους – πέντε χρόνους τῇ νεότητα σας, καὶ να μείνετε ἀγράμματοι. Να σκλαβωθεῖτε εἰς τὰ γράμματά σας. Να ἀκούετε τάς συμβουλὰς τῶν διδασκάλων καὶ γεροντοτέρων, καὶ κατὰ τὴν παροιμία, “ μύρια ἤξευρε καὶ χίλια μάθαινε”. Ἡ προκοπὴ σας καὶ ἣ μαθήσή σας να μὴν γίνει σκεπάρνι μόνο διὰ τὸ ἄτομό σας, ἀλλὰ να κοιτάζῃ τὸ καλὸ τῆς κοινότητος, καὶ μέσα εἰς τὸ καλὸ αὐτὸ εὑρίσκεται καὶ τὸ δικὸ σας.
Ἐγώ, παιδιά μου, κατὰ κακή μου τύχη, ἐξ αἰτίας τῶν περιστάσεων, ἔμεινα ἀγράμματος, καὶ διὰ τοῦτο σᾶς ζητῶ συγχωρήση, διότι δεν ὁμιλῶ καθὼς οἱ δάσκαλοί σας. Σᾶς εἶπα ὅσα ὁ ἴδιος εἴδα, ἤκουσα καὶ ἐγνώρισα, διὰ να ὠφεληθεῖτε ἀπὸ τὰ περασμένα καὶ ἀπὸ τὰ κακὰ ἀποτελέσματα τῆς διχονοίας, τὴν ὁποίαν να ἀποστρέφεστε, καὶ να ἔχετε ὁμόνοια.
Ἐμᾶς μὴ μᾶς τηράτε, πλέον. Τὸ ἔργο μας καὶ ὁ καιρὸς μας ἐπέρασε. Καὶ αἱ ἡμέραι τῆς γενεᾶς, ἡ ὁποία σᾶς ἄνοιξε τὸ δρόμο, θέλουν μετ’ ὀλίγον περάσει. Τὴν ἡμέρα τῆς ζωῆς μας θέλει διαδεχθεὶ ἡ νύκτα καὶ ἡ αὐριανὴ ἥμερα. Εἰς ἐσὰς μένει να ἰσάσετε καὶ να στολίσετε τὸν τόπο, ὀποῦ ἡμεῖς ἐλευθερώσαμε καὶ διὰ να γίνει τοῦτο πρέπει να ἔχετε ὡς θεμέλια τῆς πολιτείας τὴν ὁμόνοια, τὴν θρησκεία, τὴν καλλιέργεια τοῦ θρόνου καὶ τὴν φρόνιμον ἐλευθερία!
Τελειώνω το λόγο μου. Ζήτω ο Βασιλεύς μας Όθων! Ζήτω οι σοφοί διδάσκαλοι! Ζήτω η Ελληνική Νεολαία!




Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2014

Το "κίνημα της πατάτας" και το συνεταιριστικό κίνημα της κατοχής 1941-44

Ίδιες οι εποχές; Όχι βέβαια. Την τραγική κατάσταση της ανέχειας, της πείνας και του θανάτου που πέρασε εκείνα τα χρόνια ο ελληνικός λαός, κυρίως των πόλεων και περισσότερο της Αθήνας, δεν είχε ζήσει ποτέ μέχρι τότε, αλλά δεν έζησε και μέχρι σήμερα. Ιδιαίτερα τα δύο πρώτα χρόνια της Κατοχής. Του Μάνου Ιωαννίδη.
Οι προηγούμενες και οι επόμενες γενιές των χρόνων εκείνων ποτέ δεν ένιωσαν την αγωνία του τωρινού οικογενειάρχη για το αν θα μπορούσε να στήσει τσουκάλι κάθε μέρα που ξημέρωνε. Και τι τσουκάλι! Με ανάλαδα νεροπλύματα μπιζελιών, μαυροφάσουλων, φουλιών, φακής, μπλουγουριού, λαχανίδας, τσουκνίδας και ύποπτων αγριόχορτων που σκελετωμένες χορταρούδες μάζευαν από τις αλάνες, τα άφραχτα οικόπεδα και τις παρυφές της πόλης, της Αθήνας μας.
Με σπάνιες διανομές από τον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό μερικών δραμιών οσπρίων, μπιζελιών, σταριού, σταφίδας ή φουντουκιών που μετέφερε με το Κουρτουλούςκαι το Τουλού-Μπουνάρ από την Τουρκία ή μερικών δραμιών μπομποτόψωμου από τους φούρνους, και όχι καθημερινά. Με τη μαύρη αγορά προσιτή μόνο σε μερικούς. Με τον λαό να πουλά ό,τι είχε και δεν είχε για να εξασφαλίσει μια μπουκιά στο στόμα των παιδιών του και να καταλαγιάσει την πείνα του με ξυλοκέρατα (χαρούπια) ή κουκουτσάλευρο (από τα κουκούτσια τους, που μετατρέπονταν σε μια γλοιώδη κουκουτσόπιτα!)
Μια Αθήνα που έφθινε! Με τους δεκάδες νεκρούς καθημερινά από την πείνα στις γωνιές των δρόμων και πάνω από τις σχάρες του σταθμού του ηλεκτρικού της Ομόνοιας -όπου οι ανέστιοι μαζεύονταν σε σωρούς για να εξασφαλίσουν λίγη ζέστη- να μεταφέρονται με χειροκίνητα καροτσάκια στα νεκροταφεία ή που θάβονταν κρυφά, ακόμη και στις αυλές των σπιτιών, για να μην παραδοθεί το δελτίο τροφίμων τους.
Με μικρά παιδιά αποστεωμένα, με πρησμένες κοιλιές και ένα τενεκεδάκι στο χέρι να εκλιπαρούν για μια κουταλιά φαΐ με τη θρηνητική φωνή τους: «Πεινάω, πεινάω καλοί μου ανθρώποι» και άλλους να ψάχνουν τους κάδους απορριμμάτων έξω από τα πλουσιόσπιτα και τους καταυλισμούς των κατακτητών για τίποτε αποφάγια και πορτοκαλόφλουδες.
Οι σκύλοι και οι γάτες είχαν εξαφανιστεί από τις αυλές και τους δρόμους. Ακόμη και οι χελώνες από τις παρυφές και τα γύρω δάση της πόλης είχαν εξαφανιστεί! Και οι κρεμμύδες, που κρέμαγαν οι νοικοκυρές την Πρωτοχρονιά έξω από την πόρτα τους! Εκείνος ο χειμώνας του 1941-42 ήταν από τους χειρότερους των χρόνων εκείνων. Ο χειμώνας εκείνος ήταν που σταμάτησε και τις ορδές του Χίτλερ έξω από τη Μόσχα. Και η κακομοίρα η δραχμή μας να τρέχει σε χιλιάδες, σε εκατομμύρια και μετά σε δισεκατομμύρια και τρισεκατομμύρια. Με μόνη σίγουρη νομισματική μονάδα πια το στάρι και το λάδι ως ανταλλακτικά μέσα.
Δεν θα σταθώ όμως σε περισσότερα, έχουν γραφτεί χιλιάδες σελίδες από πολλούς που έζησαν και άλλους που έχουν αναλύσει την οικονομική διάσταση αυτής της τραγικής εποχής.
Θα μας «τελείωνε»  η Αθήνα, ίσως και όλη η Ελλάδα, αν δεν αντιδρούσε ο λαός με τις ΕΑΜικές οργανώσεις του στην αρπακτική βουλιμία των κατακτητών που άδειαζαν αποθήκες, μαγαζιά και «απαλλοτρίωναν» για τις ανάγκες των στρατευμάτων και των λαών τους ολόκληρη σχεδόν τη γεωργική, μεταπρατική και βιομηχανική παραγωγή ή ό,τι είχε απομείνει από αυτή στις υπάρχουσες συνθήκες.
Πρώτοι ήταν οι κομμουνιστές που δραπέτευαν από τα ξερονήσια της εξορίας τους του Μεταξά και σε λίγο οι πρωτοπόροι αγωνιστές του ΕΑΜ, που, παράλληλα με τον απελευθερωτικό αγώνα και από την αρχή, έβαλαν ως πρώτο και κύριο στόχο τους την οργάνωση του λαού για την επιβίωσή του. Με στάσεις, απεργίες και μαχητικές διαδηλώσεις σε όλους τους κλάδους στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, αλλά και στο κέντρο της πόλης, στις συνοικίες και στα σχολειά, αξίωνε ο λαός το σταμάτημα της ληστείας από τους κατακτητές, τη διανομή τροφίμων και την οργάνωση συσσιτίων.
Πέτυχε τη δραστηριοποίηση του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, τη διανομή όσων κρατικών αποθεμάτων δεν είχαν αρπάξει ακόμη οι κατακτητές και την ίδρυση συσσιτίων σε σχολεία, πανεπιστήμια, δημόσιες υπηρεσίες, γιατρούς, δικηγόρους, τράπεζες και άλλους τόπους δουλειάς. Ακόμη και τον περιορισμό του παρακρατήματος της γεωργικής παραγωγής στο 10% και, σε λίγο, με τις «μάχες της σοδειάς» και τη μη παράδοσή του στους κατακτητές.
Προπάντων, όμως, ίδρυσε Λαϊκές Επιτροπές κατά κλάδους και την Παναθηναϊκή Λαϊκή Επιτροπή, επαναλειτούργησε όλους τους συνεταιρισμούς (πιστωτικούς, γεωργικούς, παραγωγικούς, προμηθευτικούς κ.λπ.) που είχαν περιπέσει σε αδράνεια από τη μεταξική δικτατορία και τον πόλεμο και σύστησε νέους, κυρίως προμηθευτικούς, στις πόλεις, ιδιαίτερα στην Αθήνα. Διαλύθηκε η παλιάΣυνομοσπονδία Γεωργικών Συνεταιρισμών και ιδρύθηκε η Πανελλήνια Συνομοσπονδία Ενώσεων Γεωργικών Συνεταιρισμών.
Σε όλους αυτούς τους οργανισμούς, τόσο στην Ελεύθερη Ελλάδα όσο και στην κατεχόμενη, πρωτοστατούσαν τίμιοι, φιλότιμοι και δραστήριοι αγωνιστές με υψηλό αίσθημα ευθύνης για το συμφέρον του τόπου και του λαού. Αλλά και του αντάρτικου, που σιγά - σιγά άρχισε να φουντώνει και να δημιουργεί δικούς του μηχανισμούς, όπως την Επιμελητεία του Αντάρτη (ΕΤΑ), που συνεργάζονταν με τους νόμιμους και παράνομους οργανισμούς και ενισχύονταν από αυτούς.
Η συγκέντρωση και η ανταλλαγή των προϊόντων τους αναδείχθηκε σε κύριο μέλημά τους. Στάρι, λάδι, όσπρια, ελιές, μπαμπάκι, υφάσματα, δέρματα, μετάξι, αλάτι, οινόπνευμα, σπίρτα και άλλα γεωργικά, κτηνοτροφικά, μεταπρατικά και βιομηχανικά προϊόντα διακινήθηκαν ανταλλακτικά σε σημαντικές ποσότητες από τους τόπους παραγωγής στους τόπους που τα στερούνταν. Με καΐκια, αυτοκίνητα, κάρα και ζώα, πότε με άδεια των αρχών και πότε παράνομα με την προστασία του ΕΛΑΣ και των ΕΑΜικών οργανώσεων.
Μεγάλο ρόλο στις μετακινήσεις αυτές έπαιξε η ΕΑΜική οργάνωση των σιδηροδρομικών, που μετέφερε βαγόνια ολόκληρα με γεωργικά κυρίως προϊόντα, που με θυσίες (μάχες της σοδειάς) είχαν κατακρατηθεί και δεν είχαν παραδοθεί στους κατακτητές.
Η Θεσσαλία έδινε στάρι στη Μυτιλήνη και έπαιρνε λάδι, σαπούνι και δέρματα. Ο Έβρος σιτηρά, όσπρια και μετάξι στη Λήμνο και τη Σαμοθράκη. Η Αρκαδία, η Ήπειρος και η Ρούμελη τα κτηνοτροφικά τους προϊόντα στις γειτονικές περιοχές και έπαιρναν στάρι, καλαμπόκι και όσπρια. Το ίδιο και η Βοιωτία και η Αχαΐα, που αντάλλασσαν τις πατάτες τους, και το Λεσίνι και η Κωπαΐδα τα δικά τους προϊόντα.
Στην Αθήνα δραστηριοποιήθηκαν κυρίως οι Λαϊκές Επιτροπές και οι προμηθευτικοί και καταναλωτικοί συνεταιρισμοί που εξασφάλιζαν τρόφιμα για τη λειτουργία των συσσιτίων ή τη διανομή τους στα μέλη τους σε πολύτιμες μικροποσότητες. Όλα σχεδόν τα υπουργεία είχαν τον προμηθευτικό συνεταιρισμό τους, για τον οποίο η κεντρική διεύθυνση, η Κεντρική Πανυπαλληλική Επιτροπή, εξασφάλιζε με απεργίες και παραστάσεις τις απαραίτητες ποσότητες πρώτων υλών και προϊόντων, ακόμη και υφάσματα για κοστούμια από τα εργοστάσια Λαναρά.
Λειτουργούσαν με υπαλλήλους αποσπασμένους στον συνεταιρισμό του υπουργείου τους, που πραγματικά έδιναν τον εαυτό τους στο έργο που είχαν αναλάβει, διακινδυνεύοντας και τη ζωή τους ακόμη ταξιδεύοντας στην επαρχία. Συστάθηκε επίσης η Επιτροπή Συνεργαζομένων Συνεταιρισμών Κατανάλωσης που προώθησε την ανταλλαγή βιομηχανικών και μεταπρατικών προϊόντων από τις πόλεις με γεωργικά από τα χωριά.
Αποδείχθηκαν τόσο χρήσιμοι οι συνεταιρισμοί, ώστε διατηρήθηκαν ακόμη και μετά την απελευθέρωση, όπως του υπουργείου Ναυτικών, ο οποίος λειτουργούσε, όπως θυμάμαι, μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1960 στα υπόγεια του υπουργείου, στην πλατεία Κλαυθμώνος.
Έτσι έσπασε σ' έναν βαθμό και η μαύρη αγορά, που χτυπήθηκε ακόμη και με κατασχέσεις και ανοίγματα αποθηκών από τον ΕΛΑΣ της Αθήνας και άμεση πώληση των εμπορευμάτων από τον μαυραγορίτη σε λογικές τιμές. Η μαύρη αγορά, που είχε καταστήσει την οδό Σοφοκλέους και την Ευριπίδου κέντρα και χρηματιστήρια της τότε πανάθλιας δημοσιονομικής μας κατάστασης και έδειχναν τον τρομερό κατήφορο της δραχμής μας με την άμεση σύνδεσή της ακόμη και με τις επιτυχίες ή αποτυχίες του Γερμανού στρατάρχη στην Αφρική, Ρόμελ, με την ιστορική κραυγή «Μπάστα - βάστα Ρόμελ».
Και θυμάμαι πόση χαρά και ανακούφιση δώσαμε στους Βυρωνιώτες και Παγκρατιώτες όταν, ως ΕΑΜΝίτες (ΕΑΜ Νέων, πριν από την ίδρυση της ΕΠΟΝ) εντοπίσαμε ένα μεγάλο μαυραγορίτικο φορτηγό κατάφορτο με πατάτες, στη γέφυρα του Βύρωνα, που με τη βοήθεια του ΕΛΑΣ κατασχέσαμε και πουλήσαμε στον πεινασμένο λαό.
Η εποχή μας, όπως είπα και στην αρχή, δεν μπορεί να συγκριθεί με την τοτινή. Όμως, πολλά θα μπορούσαν να διδαχθούν οι σημερινοί του «Κινήματος της πατάτας», κυρίως για την οργάνωση και λειτουργία του Κινήματός τους, αν εντρυφούσαν στις αφηγήσεις των τοτινών συνεταιριστών, στις μελέτες των ειδικών ερευνητών και στα καταστατικά των τότε συνεταιρισμών. Με τη βοήθεια και αυτού του τρομερού σύγχρονου επικοινωνιακού μέσου, του Διαδικτύου, θα μπορούσαν να συστηματοποιήσουν πιο ενεργητικά και αποτελεσματικά την αυτοοργάνωσή τους σε όλους τους παραγωγικούς τομείς.
Μάρτης 2012
* Ο Μ. Ιωαννίδης είναι συνταξιούχος δικηγόρος. Υπήρξε κατά την Κατοχή καπετάνιος του λόχου ΕΛΑΣ Βύρωνα Αθηνών, φοίτησε στη Σχολή Αξιωματικών του Γ.Σ. του ΕΛΑΣ στο βουνό, ονομάστηκε ανθυπολοχαγός και στη συνέχεια τοποθετήθηκε επιτελής του Προτύπου Τάγματος της Α' Ταξιαρχίας Αθηνών που έδρευε στην Καισαριανή. Eίναι συγγραφέας του βιβλίου «Φάκελος Νο 9745/Β - Στα χρόνια του Μεγάλου Αγώνα» (Έκδ. Μέδουσα).

Πηγή: Αυγή

           tvxs

Τα κοχύλια ζουν; Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη

Τα κοχύλια ζουν;   Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη Τα κοχύλια ζουν; Η Νεφέλη όταν αντίκρισε την παραλία της Πευκιάς ψηλά από τον δρόμ...