Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2014

ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΕΙΣ ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ

Το λιμάνι ήταν πανέμορφο, και ίδιο σχετικά με όλων των νησιών του Αιγαίου. Το ξεχωριστό στο λιμάνι της Καλύμνου ήταν η γοργόνα. Ένα πανέμορφο γλυπτό στην είσοδο του νησιού που θα τραβούσε την προσοχή ακόμα και σε έναν «τυφλό».
Πήραν το δρόμο προς τις Μυρτιές. Φτάνοντας εκεί σταμάτησαν σε ένα μικρό απόμερο λιμανάκι όπου τους περίμενε ένα μικρό σκάφος. Το όνομά του Ελισσώ.
Ωπα.. τώρα Τζίνα τι γίνεται; Που θα σε πάει ο μυστήριος; Μήπως ήρθε η ώρα να σταματήσεις τις ταρζανιές  και να γυρίσεις πίσω; Έπρεπε να έχω μιλήσει στη Βίκυ. Αν μου συμβεί κάτι δεν θα ξέρει κανείς που βρίσκομαι.
Ο Δημοσθένης μάντεψε αμέσως τη σκέψη της.
«Τζίνα, αν δεν θέλεις να συνεχίσεις γυρίζουμε πίσω τώρα. Δεν έχεις όμως να φοβηθείς τίποτα καλή  μου. Δεν θυσιάζουμε εκεί μελαχρινά κορίτσια, μόνο ξανθά και γαλανομάτικα» είπε και χαμογέλασε.
«Δεν φοβάμαι αλλά έχει αρχίσει να μου τη δίνει όλο αυτό το τελετουργικό. Η σιωπή, το μυστήριο, διάολε να μάθω μήπως και εγώ που πάμε; Πώς λένε το μέρος; Τι παίζει και πως παίζει εκεί; Αν δεν μου πεις τώρα, συγνώμη για τον κόπο, αλλά δεν πάω πουθενά.» Είπε και κάθισε κάτω οκλαδόν.
«Ωραία. Θα σου πω, παλιοπεισματάρα… Περίμενε λίγο…» είπε ο Δημοσθένης χαμογελώντας και κινήθηκε προς το σκαφάκι.
Πήρε από μέσα ένα παχύ πανί. Το έστρωσε κάτω (μη λερώσει το λευκό του παντελονάκι) και κάθισε και αυτός.
«Το χωριουδάκι που θα πάμε Τζίνα το λένε Ατη… Στη μυθολογία η Ατη ήταν μια  θεότητα η οποία εκπροσωπούσε την σύγχιση, τη συμφορά. Λέγεται ότι την παλιά εποχή στο χωριό αυτό κατέφευγαν άνθρωποι με «διαταραγμένη» προσωπικότητα αναζητώντας την προσωπική τους γαλήνη.
Στο χωριό αυτό, υπήρχε, και υπάρχει ακόμα μια πηγή, της οποίας το νερό είχε την ιδιότητα να προκαλεί οράματα. Μέσα από τα οράματα αυτά, ο «ασθενής», αν μπορούμε να τον χαρακτηρίσουμε έτσι, έβλεπε την αιτία που του προκαλούσε τις φοβίες, τις αμφισβητήσεις, και το «ό,τι» γενικά τάραζε την ψυχική του ηρεμία».
Η Τζίνα άκουγε με προσοχή,
«Είπες υπάρχει ακόμα. Έχει δηλαδή νερό “μαγικό;”»
«Όχι καλή μου. Δεν τρέχει πια νερό. Μόνο μια ή δυό φορές τον χρόνο λένε κάποιοι…»
«Κάποιοι; Το χωριό κατοικείται; Αυτοί που το είδαν ήπιαν;»
«Στο χωριό ζουν πια μερικοί γέροντες.. Ένας από αυτούς μου είπε ότι είδε την πηγή να αναβλύζει νερό κάποια ανύποπτη στιγμή. Δεν ήπιε φυσικά γιατί φοβήθηκε. Την άλλη μέρα ξαναπήγε παίρνοντας μαζί του ένα κατσίκι,  να το  ποτίσει από την πηγή,  για να δει αν συμβεί κάτι παράξενο. Η πηγή  όμως ήταν στεγνή.» 
«Και τον πίστεψες;»
«Τι να σου πω, δεν είχε λόγο να πει ψέματα. Αλλά…ήταν πολύ γέρος, δεν ξέρω… δεν ξέρω…»
 «Ελα πές μου για το σπίτι…» είπε η Τζίνα διακόπτοντας την ιστορία του.
«Το σπίτι αυτό είναι χτισμένο στην πλαγιά του λόφου. Είναι έξω από το χωριό»
«Και πώς θα πάμε; Γαιδουράτοι;» ρώτησε η Τζίνα που άρχισε να ξαναβρίσκει το χιούμορ της.
«Ποδαράτοι ματάκια μου» απάντησε χαριτολογώντας ο Δημοσθένης.
Σοβαρεύτηκε και συνέχισε….«Το σπίτι αυτό έχει χτιστεί το 1705 όπως λέει η πλάκα που υπάρχει στην είσοδο του. Έχουν ζήσει σε αυτό όπως καταλαβαίνεις πολλές γενιές.
«Θα είναι ερείπιο βρε μάτια μου. Τρακόσια χρόνια σπίτι;»
«Βρε χαζό έχει συντηρηθεί. Άλλωστε είναι χτισμένο με πέτρα. Παθαίνει τίποτα η πέτρα;»
«Μοιάζει με το δικό μου; Δηλαδή … αυτό στο όνειρο;»
«Θα το δεις μονή σου. Θα δώσεις εσύ την απάντηση. Ναι;»
«Ξέρεις αυτόν που το έχει; Κατοικείται δηλαδή;»
«Ναι, τον γνωρίζω. Και πάψε να ρωτάς, θα χαλάσεις όλο το σασπένς ανυπόμονο κορίτσι. Πάμε;»
Η Τζίνα ακόμα διατηρούσε κάποιες αμφιβολίες. Αν όμως όλα αυτά ήταν αλήθεια δεν ήθελε με τίποτα να το χάσει. Ακούγονταν όλα εξωπραγματικά. Αλλά εξωπραγματικό ακούγεται πάντα ότι δεν μπορεί να ερμηνευθεί. Και υπάρχουν τόσα, μα τόσα πολλά που δεν μπορούν να ερμηνευτούν σε αυτή τη ζωή. Τζίνα δεν κάνουμε πίσω, πρέπει να δούμε το «στοιχιωμένο κάστρο». Τόσες ώρες ταξίδι και να κωλώσουμε τώρα; Vivere pericolozamnete δεν είπαμε;
 «Φύγαμε» είπε και σηκώθηκε.
«Το σκαφάκι ποιανού είναι;» ρώτησε καθώς τίναζε απ’ τα ρούχα της το χώμα.
«Δεν είπαμε τέλος οι ερωτήσεις περίεργο πλάσμα;»
«Καλά. Ότι πεις αλλά ποιανού είναι η Ελισούλα;»
Γύρισε και την κοίταξε με το περίεργο βλέμμα του. Ηλεκτρίστηκε στο άκουσμα Ελισούλα. Η Τζίνα αισθάνθηκε άσχημα. Σαν να είπε κάτι που δεν έπρεπε και σώπασε .
 Μπήκε στο σκάφος παρακολουθώντας τις κινήσεις του Πάνδανου με προσοχή. Δεν ξέρεις τι γίνεται καμιά φορά. Ας δούμε πως δουλεύει το εργαλείο. Σκέφτηκε η Τζίνα που δεν είχε επαναπαυτεί ούτε  για μια στιγμή.
«Μες του Αιγαίου τα νησιά άγγελοι φτερουγίζουν….» άρχισε να σιγοτραγουδάει ο Πάνδανος καθώς το μικρό σκάφος έσχιζε τα γαλάζια  νερά.
Του χαμογέλασε και τον συνόδεψε στο τραγούδι. Ένοιωθε περίεργα. Αλλά ήταν όμορφα..
Το «ταξίδι» κράτησε ίσα με ένα τραγούδι.
Άραξαν σε ένα πανέμορφο και προς μεγάλη έκπληξη της Τζίνας καταπράσινο λιμανάκι.
Ο Δημοσθένης την πρόλαβε πάλι. Σα να διάβαζε τη σκέψη της αυτός ο άνθρωπος. Πάντα την προλάβαινε.
«Σου κάνει εντύπωση το πράσινο ε; Φαντάσου μια όαση. Ένα μικρό παράδεισο. Αυτό είναι η Άτη καλή μου.»
Το χωριουδάκι ήταν μικροσκοπικό με αραιά σπιτάκια εδώ και κει. Έμοιαζε να μην κατοικείται. Η Τζίνα ανατρίχιασε.
 Γαμώ την ερημιά. Γεια σου Αθήνα με το καυσαέριο και την μόλυνση. Ωαίος ο παράδεισος, αλλά…θα προτιμήσω  κόλαση. Σκέφτηκε κι άρχισε να παίρνει βαθιές εισπνοές, για να καβατζώσει τα πνευμόνια της με καθαρό οξυγόνο.
«Κύρ Δημοσθένη καλωσόρισες. Θα μείνεις μέρες;» ρώτησε μια γραφική φιγούρα ξεδοντιασμένης γιαγιάς, που ξεπρόβαλε στο κατώφλι ενός σπιτιού. Στα χέρια της κρατούσε καλαμπόκι και έριχνε στις κότες που έκαναν πανηγύρι γύρω από τα μακριά της φουστάνια….
«Για χαρά σου κυρά Βαγίτσα. Δεν ξέρω πόσο θα μείνω. Θα έλθω πάντως να με φιλέψεις παστό και τσίπουρο…»
«Να κοπιάσεις γιέ μου. Να φέρεις και την κυρά..» είπε και χαμογέλασε με το ξεδοντιασμένο της στόμα στη Τζίνα.
«Αυτό το πλανήτη έχει άλλους κατοίκους κυρ. Δημοσθένη;» ρώτησε η Τζίνα που έκανε χάζι τη γιαγιά.
«Έχει αλλά είναι μέσα και βλέπουν «πρωινό καφέ». Αποκρίθηκε με την ίδια διάθεση ο Δημοσθένης.
Ο ήλιος είχε ανέβει για τα καλά στον ουρανό. Η διαδρομή ήταν ανηφορική και η Τζίνα άρχισε να λαχανιάζει, 
«Φτάσαμε» της είπε ο Δημοσθένης βλέποντας την να έχει μείνει πίσω.
Μια μάντρα πέτρινη με ύψος που έκρυβε το εσωτερικό του χώρου έκανε την εμφάνιση του μπροστά στα μάτια της.
Πλησίασαν στην μεγάλη ξύλινη πόρτα και ο Πάνδανος έβγαλε από την τσάντα του ένα μεγάλο κλειδί.
Η Τζίνα διέκρινε μια ταραχή στο πρόσωπό του και παρατήρησε το χέρι του να τρέμει αλαφρά.
«Θέλω να δεις και να αισθανθείς. Να νοιώσεις. Άσε την σκέψη σου ελεύθερη καλή μου και μη φοβάσαι. Θα σου τα εξηγήσω όλα» της είπε και την έπιασε από το χέρι οδηγώντας την στο εσωτερικό της αυλής.
Η Τζίνα μαγεύτηκε. Συστάδες καταπράσινων δέντρων έκαναν την εμφάνισή τους. Τα πιο πολλά από αυτά ήταν οπωροφόρα. Μεθυστικές μυρωδιές από γαζία γέμισαν την αναπνοή της.
Γαζία, αχ, το αγαπημένο της δέντρο. Παράξενο.. Άρχισε να νοιώθει ήδη οικεία με το χώρο;Ή όλα αυτά τα έφτιαχνε η προδιατεθειμένη της φαντασία;
Προχώρησαν. Στο βάθος το «αρχοντικό» με ολόκλειστα παράθυρα.
Λουλούδια ήταν σκαρφαλωμένα στα παρτέρια. Άγριες τριανταφυλλιές σε διάφορα χρώματα. Ανάμεσά τους πάνω στο χώμα πανσέδες και πολύχρωμα χωνάκια. Το χώμα ήταν φρεσκοποτισμένο και μύριζε έντονα.
Η Τζίνα είχε κιόλας χίλιες ερωτήσεις. Όμως δεν μίλησε. Κάτι περίεργο άρχισε να παίζει μέσα της.
Έφτασαν στην πόρτα. Ο Δημοσθένης γύρισε και την κοίταξε.
«Έτοιμη;» τη ρώτησε. Του έγνεψε ναι.
Ένοιωσε τα πόδια της να τρέμουν και άρχισε να παίρνει εισπνοές για να δαμάσει την ταραχή της.
Ασπρόμαυρες πλάκες. Σαν σκακιέρα. Μπροστά η ξύλινη σκάλα με την σκαλιστή κουπαστή.
Κοίταξε προς το βάθος ελπίζοντας να μη δει τίποτα γνωστό. Η πόρτα που οδηγούσε στην κουζίνα ήταν μισάνοιχτη. Κατευθύνθηκε προς τα εκεί. Ο Δημοσθένης δεν πήγε μαζί της. Είχε σταθεί στην άκρη του διαδρόμου και την παρακολουθούσε.
Τα μεγάλα ξύλινα παράθυρα. Το τραπέζι με τους πάγκους. Όλα εκεί στη θέση τους. Πήγε προς το παράθυρο και το άνοιξε. Το φως του ήλιου ήρθε να βεβαιώσει την εικόνα.
Θεέ μου! «Το σπίτι». Αυτό είναι. Όχι. Μάλλον σε όνειρο είμαι πάλι. Κάτι μου κάνει ο Πάνδανος και ονειρεύομαι ξύπνια. Δεν είναι δυνατόν… Θέλω να φύγω. Δεν τα καταλαβαίνω αυτά. Δεν είναι δυνατόν..
Γύρισε πίσω στο χώρο υποδοχής. Ο Δημοσθένης ήταν ακόμα στην ίδια θέση και την κοίταζε. Μόνο που τώρα τα μάτια του ήταν βουρκωμένα.
«Θέλω να φύγω» του είπε σοβαρά.
«Δεν μπορείς να φύγεις καλή μου. Πρέπει να ανέβεις επάνω. Να αισθανθείς. Να θυμηθείς»..
«Δεν θέλω ούτε να αισθανθώ, ούτε να θυμηθώ. Να φύγω θέλω» είπε η Τζίνα αφήνοντας επιτέλους τα δάκρυά της να τρέξουν. Ήταν κατατρομαγμένη.
«Η μοίρα έχει οδηγήσει εδώ τα βήματά σου. Δεν μπορείς να αγνοήσεις το πεπρωμένο καλή μου. Πάμε επάνω μαζί. Πρέπει να δεις κάτι» είπε και την έπιασε από το χέρι, ενώ το βλέμμα του είχε πάρει την περίεργη λάμψη που τρόμαζε την Τζίνα. Το ένστικτό της  έλεγε να τον ακολουθήσει.
Ανέβηκαν αργά τα σκαλοπάτια και όσο πλησίαζαν στο τέλος της σκάλας η καρδιά της χτυπούσε ολοένα και πιο δυνατά.
΄Ηταν όλα εκεί. Ο διάδρομος, οι πόρτες. Σαν να βρισκόταν στο «Όνειρο». Ένοιωσε ξαφνικά να χαλαρώνει. Μπήκαν στο παιδικό δωμάτιο. Ο Δημοσθένης άνοιξε το παράθυρο.
 Η μυρωδιά της κλεισούρας έκανε την ατμόσφαιρα περισσότερο μυστηριακή. Κάτι απροσδιόριστα γλυκό γέμισε την καρδιά της Τζίνας.
Ο Δημοσθένης εισέπραξε αυτή τη χαλάρωση και άρχισε να διηγείται…
«Πριν πολλά χρόνια σε αυτό εδώ το σπίτι, ζούσε ένα ερωτευμένο ζευγάρι. Η Ελισσώ και ο Όμηρος. Ζούσαν όμορφα και γαλήνια. Η Ελισσώ λάτρευε τα λουλούδια και τον κήπο. Ο Όμηρος ήταν ψαράς. Τα βράδια καθόντουσαν στην αυλή σκοτεινά κάτω από τα αστέρια. Ο Όμηρος  μελετούσε αστρολογία. Ήταν το πάθος του. Έδειχνε λοιπόν στην Ελισσώ του τους αστερισμούς, και της εξηγούσε όλα όσα ήξερε για αυτούς. Εκείνη άκουγε τις ιστορίες και βάφτιζε τα αστέρια με δικά της ονόματα. Ήταν το αγαπημένο τους παιχνίδι.
Μια μέρα, ανοιξιάτικη πρέπει να ήταν, ο Όμηρος μπήκε στο σπίτι με δυνατές φωνές. Η Ελισσώ άρχισε να κατεβαίνει σαν τρελή τις σκάλες. Δεν πρόλαβε να φτάσει στο τέλος τους. Ο Όμηρος είχε ήδη πεθάνει. Ένα δηλητηριώδες φίδι τον είχε δαγκώσει δίπλα στη καρδιά καθώς προσπαθούσε να ανέβει σε ένα δέντρο για να κόψει καρπούς»
Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του Δημοσθένη και μούσκεψαν τα χέρια της Τζίνας που τα κρατούσε στα δικά του.
«Κατάλαβες Ελισσώ μου; Κατάλαβες τώρα γιατί το όνειρό σου σταματούσε στις σκάλες; Γιατί αυτό το δωμάτιο ήταν ανοιχτό;»
«Γιατί;» ψέλλισε με κόπο η Τζίνα;
«Γιατί εδώ μέσα, σε αυτή την κούνια, κοιμόταν ο γιός μας αγάπη μου». Είπε και την αγκάλιασε κλαίγοντας με λυγμούς…
«Μια στιγμή. Περίμενε..» είπε η Τζίνα και τον έσπρωξε δυνατά. «Καλό το παραμύθι Δημοσθένη. Αλλά εσύ που τα ξέρεις όλα αυτά; Πως τα θυμάσαι κι εγώ δεν θυμάμαι τίποτα; Πας καλά; Με δουλεύεις;»
Πλησίασε κοντά της και της έπιασε ξανά τα χέρια.
«Όχι δεν τα θυμήθηκα μόνος μου. Τα είδα στην αναδρομή. Είναι όλα γραμμένα σε βιντεοταινίες. Μπορείς να τα δεις και τώρα αν θέλεις. Αυτό έγινε πριν από πέντε χρόνια. Δεν είχα ιδέα μέχρι τότε. Το σπίτι έρχεται παλιά, από τους παππούδες μου. Εγώ ήμουν ανυποψίαστος μέχρι την αναδρομή. Σου το είπα και πριν μικρή μου. Η μοίρα οδηγεί τα βήματα μας. Είμαστε έρμαια στα χέρια της. Όταν μου μίλησες για το όνειρο «έπαθα». Αν σου μιλούσα από την αρχή  για όλο αυτό δεν θα με πίστευες. Τώρα όμως με πιστεύεις. Δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς. Κανείς δεν πάει κόντρα στο πεπρωμένο».
«Μισό λεπτό Δημοσθένη. Είναι μαλακίες όλα αυτά. Συμπτώσεις είναι. Δεν πιστεύω τίποτα. Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Θέλω να φύγω τώρα..» είπε η Τζίνα σοκαρισμένη.
«Είσαι η γυναίκα μου. Η Ελισσώ μου. Δεν μπορείς να φύγεις πια είναι η μοίρα» της είπε και την άρπαξε απότομα φέρνοντας την στην αγκαλιά του.
«Την έχω χεσμένη την μοίρα Πάνδανε. Άσε με να φύγω τώρα γιατί θα δεις την άλλη Ελισσώ» Φώναξε η Τζίνα και τον έσπρωξε ξανά .
Η Τζίνα πάντα όταν έρχεται σε δύσκολη θέση αντιδρά πάντα επιθετικά. Την στιγμή εκείνη παρ’ ότι ήταν τρομοκρατημένη έκανε πάλι την επίθεσή της. Βγήκε από το δωμάτιο και άρχισε να κατεβαίνει τρέχοντας την σκάλα.
Έφτασε στην πόρτα και προσπάθησε να την ανοίξει. Μάταια όμως, ήταν κλειδωμένη.
«Τι σημαίνει αυτό;» Ρώτησε τον Πάνδανο που είχε ήδη κατέβει και αυτός.
«Δώσε μου το κλειδί σε παρακαλώ. Δεν μπορώ τις αηδίες και τα δράματα. Σε παρακαλώ».
«Ελισσώ μου ηρέμησε κοριτσάκι μου» είπε και την πλησίασε.
«Η Τζίνα είμαι άρρωστε. Τζίνα με λένε και σένα Δημοσθένη. Και δεν έχω παιδί, ένα σκυλί έχω τον Αντρέα. Σου κάνει για το σενάριο;» του φώναξε θυμωμένη κολλώντας το πρόσωπο της στο δικό του.
Την κοίταξε σε αλλόφρονη κατάσταση, κι αρπάζοντάς την από τους ώμους την τράνταξε χτυπώντας τη στην πόρτα.
«Είσαι η Ελισσώ μου. Σε βρήκα. Είσαι η γυναίκα μου. Θα ζήσουμε μαζί… » είπε με λύσσα και τα μάτια του αγρίεψαν θυμίζοντας τρικυμίες.

Η Τζίνα τα χρειάστηκε και άρχισε να το μαζεύει Τα πόδια της δεν θα την κρατούσαν για πολύ ακόμα. Είχαν αρχίσει να πονούν από την τρεμούλα και την προσπάθεια να μην το δείξουν.
Τρελός για δέσιμο είναι. Την έχω άσχημα. Τζίνα ηρέμησε.. Είπε στον εαυτό της  και άρχισε να σιγοτραγουδάει για να ηρεμήσει όπως έκανε πάντα όταν ήταν μικρή: «..Ήρθα στη ζωή μου αργά, αργά και να την αρνηθώ. Μέγας έρωτας και τρόμος είναι η νύχτα που μεθώ..»

 «Όμηρε, ηρέμησε μωρό μου. Έλα να το συζητήσουμε», τον παρακάλεσε αλλάζοντας τακτική για να τον  χαλαρώσει.
«Πως; Πώς με είπες αγάπη μου; Το ήξερα πως θα θυμηθείς…» είπε και άρχισε να της φιλά πάλι τα χέρια.
Τα πόδια της πήραν να λυγίζουν. Κατέρρευσε αργά αργά και βρέθηκε στο δάπεδο με την πλάτη στην πόρτα και τον Πάνδανο κολλημένο σαν στρείδι επάνω της.
Ήθελες pericolozamente Τζινάκι ε; Κολύμπα τώρα παρεούλα με τον τρελό. Ψυχραιμία. Θα του περάσει και θα βγούμε από εδώ. Πρέπει να τον ηρεμήσω. Έχω το κινητό. Να πάρω την Βίκυ. Αλλά τι να της πω γαμώτο; Πώς να της εξηγήσω και τι;
 Όσο η Τζίνα σκεφτόταν είχε τα μάτια κλειστά έτσι ο Πάνδανος πίστεψε πως αποκοιμήθηκε.
«Χαλάρωσε κοριτσάκι μου. Σου ήρθαν όλα ξαφνικά. Χαλάρωσε, κοιμήσου καρδούλα μου. Αύριο όλα θα είναι όπως παλιά. Θα αρχίσουμε από εκεί που μείναμε» ψιθύρισε στο αφτί της,
Άντε στο διάολο παλάβρα, ήθελε να του πει. Κρατήθηκε όμως συνειδητοποιώντας ότι βρισκόταν σε δύσκολη θέση, και σώπασε προσπαθώντας να σκεφτεί τι θα κάνει.
Τον ένοιωσε να χαλαρώνει το σφίξιμο. Δεν κουνήθηκε καθόλου ελπίζοντας να αποκοιμηθεί και να του φύγει. Η απόλυτη σιγή της φύσης άρχισε να την τρομάζει. Προσπάθησε να ακούσει ένα θόρυβο, κάτι, ένα κρώξιμο πουλιού, ένα θρόισμα φύλου. Απόλυτη ησυχία. Το σώμα της εξακολουθούσε να τρέμει. Δεν μπορούσε να το σταματήσει. Ακούγοντας την βαριά του ανάσα  έκανε μια κίνηση αιφνιδιασμού. Πετάχτηκε επάνω σαν ελατήριο και άρχισε να τρέχει προς την σκάλα. Ανέβηκε τρία τρία τα σκαλοπάτια και βρέθηκε στον πάνω όροφο χωρίς να κοιτάξει πίσω της. Δεν άκουσε τον Δημοσθένη να την ακολουθεί και αυτό την έβαλε σε υποψία. Μπήκε στο πρώτο δωμάτιο που βρήκε μπροστά της. Η Πόρτα είχε κλειδί από πίσω. Έκλεισε με δύναμη και με χέρια που έτρεμαν προσπάθησε να κλειδώσει. Αφουγκράστηκε κολλώντας το αφτί της στην πόρτα. Δεν ακουγόταν τίποτα. «Τι είναι πάλι ετούτο το κόλπο γαμώτο;» Είπε δυνατά ανακτώντας κάπως το κουράγιο της. Πήγε μέχρι το τεράστιο παράθυρο. Από μια χαραμάδα στο παντζούρι κοίταξε έξω. Ήταν πολύ ψηλά για να πηδήξει. Ούτε συζήτηση. Άρχισε να περιεργάζεται το δωμάτιο. Ήταν κρεβατοκάμαρα με μονό κρεβάτι σκεπασμένο με ένα πολύχρωμο χράμι. Οι κουρτίνες βαριές με τις αποχρώσεις του καλύμματος. Βαθύ πορτοκαλί με κεραμιδί ρίγες. Έστρεψε το βλέμμα της στους πανύψηλους τοίχους. Οι κρεμασμένοι πίνακες την έκαναν να ανατριχιάσει. Ήταν ζωγραφιές της Αναγέννησης. Η Τζίνα πάντα απεχθανόταν αυτή την εποχή και τους πίνακες της. Της έφερναν κατάθλιψη τα σκοτεινά χρώματα και τα στρουμπουλά σώματα των γυναικών με τα γελαδινά στήθη. Άνοιξε την σκαλιστή ντουλάπα και κοίταξε μέσα. Ήταν εντελώς άδεια.
Η ώρα είχε αρχίσει να περνάει και ο Πάνδανος δεν ακουγόταν. Η Τζίνα άρχισε να εκνευρίζεται. Ιδρώτας έτρεχε σε όλο το κορμί της, και δυνατοί πόνοι τρυπούσαν το στομάχι της. Αποφάσισε να βγει έξω από το θλιβερό δωμάτιο. Άνοιξε σιγά σιγά την πόρτα, αφού πρώτα κοίταξε από την κλειδαρότρυπα μήπως ο Δημοσθένης ήταν απ’ έξω. Το πάτωμα έτριξε με τα βήματά της. Κράτησε την ανάσα της και προσπάθησε να ακούσει κάποιο θόρυβο. Τίποτα. Μια γνώριμη μυρωδιά ερχόταν από το κάτω πάτωμα. Ήταν η μυρωδιά του καπνού του Πάνδανου.
Κατέβηκε με αργές κινήσεις τη σκάλα. Τον είδε να κάθεται στη μεγάλη μπερζέρα στο βάθος του καθιστικού. Με την άκρη του ματιού της είδε την εξώπορτα ελαφρά ανοιχτή. Με δυο δρασκελιές θα μπορούσε να φύγει. Όμως τι σήμαινε αυτό; Γιατί όλο αυτό το σκηνικό; Κάτι δεν της άρεσε. Όπως και να είχε όμως αν έβγαινε έξω θα μπορούσε να τρέξει. Θα έφτανε μέχρι το χωριό. Εκεί θα ήταν ασφαλής. Δεν ήθελε να το σκεφτεί άλλο. Δεν είχε πολλές επιλογές. Ήταν σίγουρη ότι ο Δημοσθένης την είχε ακούσει, αν ήθελε θα είχε ήδη φτάσει μέχρι εδώ. Μάλλον του πέρασε η κρίση και με αφήνει να φύγω σκέφτηκε και κινήθηκε με αργά βήματα προς την πόρτα.
 «Ελισσώ;» ακούστηκε η φωνή του Πάνδανου, ήρεμη αυτή τη φορά.
Η Τζίνα στράφηκε προς το μέρος του χωρίς όμως να κάνει ούτε ένα βήμα πίσω. Τον κοίταξε. Τα πόδια της άρχισαν πάλι να τρέμουν.
 «Θα φύγεις λοιπόν; Θα με εγκαταλείψεις Ελισσώ;»
Τι να του πω τώρα του άρρωστου Θεέ μου να μην τον αγριέψω πάλι;
«Όπως θέλεις γλυκιά μου. Δεν μπορώ να σε κρατήσω με το ζόρι. Να ξέρεις μόνο ότι θα σε περιμένω στην επόμενη, και στην επόμενη ζωή. Θα σε ψάξω παντού. Θα σε αναζητώ χίλιες ζωές. Μέχρι να είμαστε και πάλι μαζί» της είπε.
Δεν έβγαλε άχνα. Τον κοίταξε μόνο ανέκφραστη. Φοβόταν μήπως κάνει μια λάθος κίνηση και τον πιάσει πάλι η κρίση του.
«Φύγε λοιπόν αφού το αποφάσισες. Πήγαινε κόντρα στη μοίρα ανόητη. Εγώ δεν θα ζήσω άλλο σε αυτή τη ζωή. Δεν έχει πια νόημα για μένα. Φύγε τώρα. Μέχρι το βράδυ θα έχω φύγει και εγώ. Για πάντα. Μέχρι να σε ξαναβρώ. Φύγε Ελισσώ φύγε, φύγε, φύγε»φώναξε υστερικά και ξέσπασε σε λυγμούς.
Η Τζίνα άνοιξε την πόρτα και εξαφανίστηκε μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Άρχισε να τρέχει σαν τρελή. Δεν πήρε μαζί της τίποτα. Έτρεχε έτρεχε ώσπου της σώθηκε η ανάσα. Έπεσε πάνω στο χώμα και άρχισε να κλαίει. Όλος ο φόβος ξέσπασε μέσα της φέρνοντας την σε κατάσταση υστερίας. Εκείνη τη στιγμή μια σκέψη την έκανε να ανατριχιάσει. Αν ο Πάνδανος έλεγε αλήθεια ότι θα «φύγει», ότι θα αυτοκτονήσει δηλαδή, εκείνη μπορεί να βρισκόταν μπλεγμένη. Δεν θα μπορούσε να αποδείξει ότι δεν είχε καμία σχέση με το θάνατο του. Την είχε δει μαζί του η γρια στο χωριό. Τους είδε να πηγαίνουν στο χτήμα. Αν πάθαινε κάτι θα έβρισκε άσχημο μπελά. «Τώρα Τζίνα τι κάνουμε;» μονολόγησε. «Πάνδανο ή φυλακή; Λες να την κάνει; Αλλά τρελός είναι γιατί όχι;». Γυρίζει πίσω και αρχίζει να τρέχει προς το κτήμα. Από το μυαλό της περνάνε μαύρες σκέψεις. Έτρεξε για πέντε έξη λεπτά που της φάνηκαν αιώνες. Το στήθος της πονούσε φριχτά. Δεν μπορούσε να ανασάνει άλλο. Στάθηκε για ένα μόνο λεπτό και μετά άρχισε να ξανατρέχει. Μπήκε στον κήπο. Από μακριά είδε την πόρτα ορθάνοιχτη όπως την είχε αφήσει. Μπήκε μέσα πανικόβλητη. Ο Πάνδανος ήταν πεσμένος στο πάτωμα. Τον πλησίασε διστακτικά μήπως είναι κόλπο και την αρπάξει πάλι. Καμιά κίνηση. Το πρόσωπό του ήταν χλωμό. Άγγιξε το μέτωπό του. Ήταν ζεστό. Με αλλόφρονες κινήσεις έψαξε να βρει το σακίδιο της. Κάπου γύρω πρέπει να έχει πέσει. Το βρίσκει και βγάζει το κινητό της. Τα χέρια της τρέμουν τόσο που δεν μπορεί να σχηματίσει νούμερο. Καλεί με μεγάλη προσπάθεια την Βίκυ. «Έλα σήκωσε το, σήκωσε το σε παρακαλώ» φωνάζει κλαίγοντας. Δεν απαντάει. Παίρνει το εκατόν εξήντα έξη. Τους μιλάει αλλοπρόσαλλα. Δεν μπορεί να τους εξηγήσει που βρίσκεται. Προφανώς θεωρούν ότι είναι φάρσα και το κλείνουν. Καλεί την Αστυνομία. Μιλάει με έναν αστυνομικό ο οποίος καταλαβαίνει αμέσως ότι υπάρχει πρόβλημα και την βοηθάει να ηρεμήσει και να του εξηγήσει που βρίσκεται. Πρέπει να πέρασαν ώρες από τη στιγμή εκείνη. Η Τζίνα καθισμένη στο πάτωμα χαμένη εντελώς. Ο Πάνδανος ακίνητος. Τώρα πια δεν τολμούσε να τον πλησιάσει. Φοβόταν ότι είχε πεθάνει.
Ο ήχος του ελικοπτέρου τάραξε την σιωπή της φύσης. Η Τζίνα πετάχτηκε έξω. Άρχιζε να κουνάει  τα χέρια της δείχνοντας ότι ήταν εκεί. Το ελικόπτερο τους μετέφερε αμέσως στην Κω. Η Τζίνα οδηγήθηκε στο τμήμα για κατάθεση και ο Πάνδανος σε κρίσιμη κατάσταση στο νοσοκομείο. Δεν ήξερε αν έπρεπε να πει όλη αυτή την απίθανη ιστορία στην αστυνομία. Κανένας δεν θα την πίστευε έτσι και αλλιώς. «Είχαμε έρθει εκδρομή» τους είπε. «Φίλοι είμαστε. Τον τελευταίο καιρό έλεγε κάτι αλλοπρόσαλλα πράγματα αλλά δεν έδωσα σημασία. Μάλλον είχε κάποιο πρόβλημα που δεν μου το είχε πει. Έφυγα για το χωριό. Εκείνος είπε ότι θα μείνει. Επειδή όμως δεν τον είδα και πολύ καλά ξαναγύρισα και τον βρήκα έτσι. Δεν ξέρω τι πήρε. Δεν έχω ιδέα».
Ο αστυνομικός την κοίταξε με συμπάθεια. Φάνηκε να την πίστεψε. Ήταν έτοιμη να καταρρεύσει.
«Θα μείνεις εδώ απόψε και το πρωί βλέπουμε» της είπε. «Μην ανησυχείς. Πιστεύω ότι τον προλάβαμε. Ο γιατρός είναι αισιόδοξος. Το πρωί θα έρθει και ο γιός του. Τον έχουμε ειδοποιήσει.»
«Α, ωραία. Μπορώ δηλαδή να φύγω;»
«Εε, θα το δούμε αυτό. Ηρέμησε τώρα και ξεκουράσου. Θα σου φέρω κάτι να φας. Εντάξει;»
  Έγνεψε ναι και τον είδε να χάνεται στο βάθος του διαδρόμου. Που είσαι ρε Βίκυ; Τι έπαθες γαμώτο και χάθηκες; Και να σκεφτεί κανείς ότι είναι στην Κω. Πώς έμπλεξα έτσι Θεέ μου; Πως θα ξεμπλέξω;
   Δεν έκλεισε μάτι όλη τη νύχτα. Το μυαλό της έτρεχε σε φυλακές και σιδερένιες μπάλες. Μακριά από τ’ άδικο έλεγε πάντα η γιαγιά της. Μακριά από τ’ άδικο παιδί μου.
 Οι πρωινές ακτίνες του ήλιου φώτισαν το χώρο δηλώνοντας την έναρξη της νέας μέρας. Η Τζίνα κουλουριασμένη σε μια άβολη καρέκλα έβγαλε το κινητό της προσπαθώντας για μια ακόμα φορά να επικοινωνήσει με τη Βίκυ. Είχε αρχίσει να ανησυχεί σοβαρά για τη φίλη της. Η Βίκυ ήταν πάντα τυπική. Το κινητό της δεν το έκλεινε ποτέ. Μαύρες σκέψεις έκαναν το στομάχι της να σφιχτεί.
Κουβέντες και πνιχτά γέλια ακούστηκαν από το διπλανό γραφείο. Κατευθύνθηκε προς τα εκεί και χτύπησε δυνατά την πόρτα. Ένας αγουροξυπνημένος μπάτσος άνοιξε την πόρτα και της χαμογέλασε με ευγένεια.
«Καλημέρα κυρία Σταυρίδου. Δεν ρωτώ πως περάσατε την νύχτα. Το βλέπω. Είστε χάλια. Να σας προσφέρουμε ένα καφεδάκι;»
«Ω, ναι. Σας ευχαριστώ πολύ. Αυτό είναι δώρο ανεκτίμητο. Σκέτο παρακαλώ, και διπλό».
«Καθίστε, έχω καλά νέα. Πριν λίγο μου τηλεφώνησαν από το νοσοκομείο. Ο κύριος Πάνδανος είναι εκτός κινδύνου. Δεν μένει παρά να μας δώσει μια τυπική κατάθεση, και  είστε ελεύθερη να πάτε να τον δείτε».
Της ήρθε να τον αγκαλιάσει. Πήρε βαθιά ανάσα και καλημέρισε τον ήλιο που καθρεπτιζόταν στη γαλανή θάλασσα του Αιγαίου.
«Αυτό κι αν είναι νέο. Χίλια ευχαριστώ καλέ μου κύριε. Χίλια ευχαριστώ» είπε και άφησε ελεύθερα τα δάκρυα της να τρέξουν στο πρόσωπό της.
«Ηρεμήστε κυρία. Τέλος καλό, όλα καλά» απάντησε ο κύριος αστυφύλαξ και της πρόσφερε το αχνιστό καφεδάκι που μόλις είχε φέρει ο καφετζής.
Άνοιξε ανακουφισμένη το σακίδιο της και ψαχούλεψε στο βάθος για να βρει κανένα ξεχασμένο πακέτο τσιγάρα. Ξαφνικά χλόμιασε. Το πορτοφόλι της έλειπε. Έφερε το άνοιγμα της τσάντας στο πρόσωπο της, και κοίταξε προσεκτικά μέσα στην βομβαρδισμένη τσάντα. Πουθενά δεν φαινόταν. Την έλουσε κρύος ιδρώτας.
«Συμβαίνει κάτι;» ρώτησε το όργανο βλέποντας την αμηχανία της.
«Όχι. Η μάλλον ναι, λείπει το πορτοφόλι μου. Κάπου θα μου έπεσε» του είπε.
«Λυπάμαι. Ίσως να σας έπεσε στο σπίτι του κυρίου Πάνδανου. Όπως και να έχει θα σας δανείσει να κινηθείτε υποθέτω. Άλλωστε σας οφείλει τη ζωή του κατά κάποιο τρόπο. Αν πάντως το βρει κάποιος και το φέρει σε εμάς θα σας το στείλουμε. Να μείνετε ήσυχη. Είχε μέσα πολλά χρήματα;».
«Όχι κάτι λίγα. Μην ενοχλείστε. Σας ευχαριστώ» είπε η Τζίνα που δεν είχε καμιά όρεξη να δώσει συνέχεια στο θέμα.
Πέρασαν δύο ώρες περίπου όταν το πολυπόθητο τηλέφωνο που θα έδινε την άδεια στην Τζίνα να φύγει έγινε. Ο Πάνδανος είχε συνέλθει και είπε ότι η ευθύνη ήταν μόνο δική του. Ζήτησε μάλιστα να δει την Τζίνα. Ο αστυνομικός προσφέρθηκε να την μεταφέρει μέχρι το νοσοκομείο. Δέχτηκε μη έχοντας άλλη επιλογή, γιατί φοβήθηκε μήπως και  υποψιαστούν ότι κάτι περίεργο συνέβαινε και  έμπλεκε πάλι.
Ανακατεύτηκε το στομάχι της φτάνοντας έξω από το νοσοκομείο. Η ιδέα και μόνο ότι θα συναντούσε πάλι τον θεοπάλαβο της προκάλεσε ταραχή. Ο αστυνομικός την άφησε στην πύλη του νοσοκομείου. Η Τζίνα τον ευχαρίστησε για τη «φιλοξενία» και  πέρασε με γρήγορο βήμα το κατώφλι του Ιπποκράτειου Νοσοκομείου.
«Ούφ! Τι ιστορία και αυτή Θεούλη μου. Φτηνά τη γλίτωσα» είπε μεγαλόφωνα.
«Ουεέ, η τρέλα δεν πάει στα βουνά» είπε γελώντας ο κουλουρτζής όταν την άκουσε να μιλά μόνη της.
«Στα βουνά; Πας καλά κύριε μου; Σε ποια βουνά; Όλη η τρέλα πάνω στο νησί σας είναι!» του απάντησε με  χαμόγελο.
Κάθισε ανακουφισμένη στο παγκάκι και πήρε βαθιές ανάσες περιμένοντας να απομακρυνθεί το περιπολικό. Η σκέψη της πήγε ξανά στη Βίκυ. Επιχείρησε πάλι να της τηλεφωνήσει. Καμία απάντηση. Σηκώθηκε και με βήμα αργό βγήκε από το νοσοκομείο.
«Κυρία Τζίνα;» άκουσε μια λεπτή φωνούλα να την καλεί.
Γύρισε πίσω ξαφνιασμένη. Ήταν ο Ερμής ο γιος του Δημοσθένη που έφτασε πανικόβλητος στην Κω με την πρωινή πτήση.
«Φεύγετε; Τι έγινε; Τι συνέβη με τον μπαμπά;» τη ρώτησε σε ένα στυλ που δεν της άρεσε καθόλου.
«Δεν σου είπε ο ίδιος;» του απάντησε ψυχρά.
«Όχι. Πέστε μου εσείς»
«Άκου αγόρι μου. Έχω περάσει μια απίστευτη περιπέτεια εξ αιτίας του Δημοσθένη. Μη την πληρώσεις εσύ. Και κατέβασε τους τόνους σε παρακαλώ γιατί δεν σε παίρνει. Πίστεψε με».
«Δεν καταλαβαίνω τίποτα. Μπορείτε να γίνετε σαφέστερη;» επέμενε.
«Όχι δεν μπορώ. Ρώτα το μπαμπά σου. Νομίζω πάντως ότι θέλει ψυχίατρο. Και πες του να μην τολμήσει να με ενοχλήσει άλλο γιατί θα του κάνω μήνυση» απάντησε θυμωμένη και συνέχισε το δρόμο προς το λιμάνι.
Η καλή «κακή» της συνήθεια να πετάει χύμα ψιλά μέσα στην τσάντα της έλυσε προσωρινά το πρόβλημα της πείνας που θέριζε ήδη το στομάχι της. Τα σκόρπια κέρματα συγκέντρωσαν τρία ολόκληρα ευρώ. Ποιος τη χάρη της. Αγόρασε μια ολόκληρη φρατζόλα ζεστό ψωμί και ένα τέταρτο φέτα. Κάθισε πάνω στο ζεστό βότσαλο και απόλαυσε το γεύμα της περιμένοντας  το πρώτο πλοίο, όπου θα τρύπωνε ως λαθρεπιβάτης, και ..ο Θεός βοηθός.
Δεν δυσκολεύτηκε καθόλου να μπει στο Καράβι. Ήταν τόσος κόσμος μαζεμένος στο λιμάνι που μέσα στο συνωστισμό πέρασε απαρατήρητη από τα μάτια του ελεγκτή. Ανέβηκε στο κατάστρωμα και αφού βρήκε ένα άδειο παγκάκι, έβαλε προσκεφάλι το σακίδιο της και κοιμήθηκε ξερή κάτω από τον ζεστό ήλιο που ήταν ακόμα ψηλά.
Είχε νυχτώσει για καλά όταν άνοιξε τα μάτια της. Το φεγγάρι είχε πάρει το δρόμο του φωτίζοντας αχνά το στερέωμα. Η υγρασία της περόνιασε το κορμί. Ένοιωσε κρύα ρίγη να διαπερνούν το κορμί της, κουλουριάστηκε βάζοντας τα παγωμένα χέρια της ανάμεσα στα γόνατα. Ήταν τόσο γλυκιά η βραδιά, τόσο γαλήνια η θάλασσα με τις ασημένιες πινελιές του φεγγαριού να στολίζουν τον υγρό της καμβά, που δεν της έκανε καρδιά να μπει μέσα στο πνιγηρό σαλόνι με τη βρωμοποδία και το ροχαλητό.
«Ότι δεν σε σκοτώνει, σε κάνει πιο δυνατοοο» άρχισε να σιγοτραγουδάει.
«Τρέμε Βίκυ. Την έβαψες μόλις σε δω. Μόνο να είσαι καλά. Μόνο αυτό Θεέ μου». 


Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2014

Ζοζε Σαραμάγκου

"Αυτό που χρειαζόμαστε είναι παγκόσμιο κίνημα διαμαρτυρίας από ανθρώπους που δεν θα το βάζουν κάτω, δεν θα φύγουν από τους δρόμους και θα διαδηλώνουν κάθε μέρα. Πρέπει να δείχνουε σε όσους έχουν την εξουσία ότι δεν θέλουμε να ζούμε σε έναν κόσμο όπου κυριαρχούν η αδικία, ο πόλεμος, ο εξευτελισμός και στον οποίο η ζωή των περισσοτέρων ανθρώπων δεν αξίζει τίποτα"
Ζοζέ Σαραμάγκου 16/11/ 1922 - 18/6/2010, ο συγγραφέας, ο ποιητής, ο σεναριογράφος και δημοσιογράφος τιμημένος με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1998.
Εκείνος που εξερεύνησε την ταραγμένη πολιτική ταυτότητα της Πορτογαλίας μέσα από μια σειρά μυθιστορημάτων και έγινε ευρύτερα γνωστός με το μυθιστόρημά του "Περί τυφλότητος" (1995), ενώ το ""Η χρονιά που πέθανε ο Ρικάρντο Ρεις" που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1984 θεωρείται ως  το αριστούργημά του.
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του "Περί Τυφλότητας" μια αντι-ολοκληρωτική αλληγορία. Είναι η ιστορία μιας ανεξήγητης μαζικής επιδημίας τύφλωσης που έχει μολύνει όλους σχεδόν του πολίτες μας πόλης την οποία δεν έχει κατονομάσει και της κοινωνικής κατάρρευσης που ακολουθεί μετά:”Υπάρχει άραγε εξουσία , είπε ο πρώτος τυφλός. Δεν φαντάζομαι, αλλά και να υπάρχει, θα είναι μια εξουσία τυφλών που θέλουν να κυβερνούν τυφλούς, σαν να λέμε το τίποτα θέλει να οργανώσει το τίποτα.”[…]
Αναπνέουμε το ίδιο σκοτάδι κι όμως ο καθένας αλλιώς παραπατά, άλλα βήματα βρε αδερφέ και καλά κάνει, αλλά γιατί τόσο εξόφθαλμα να στερούμαστε προσανατολισμού.
Γιατί να έχουμε προσανατολισμό θα με ρωτήσετε και καλά θα κάνετε. Έτσι για αλλαγή, να πούμε ότι η βάρκα θα πάει παρακάτω, που σηκωθήκαμε όλοι όρθιοι και κινούμαστε σε πορείες αντίθετες και πώς να κάνει δουλειά ο βαρκάρης κι αυτός τυφλός είναι ο έρμος.
Και δε μιλώ για πρωθυπουργό στο όνομα του βαρκάρη,γιατί ο βαρκάρης ξέρει τουλάχιστον ένα κουπί να το πιάνει, με αυτό βγάζει το ψωμί του, μ’αυτό και την κυρά του.
Ας ξεκουνάγαμε τη βάρκα , έστω δύο λεύγες παρακεί, να αλλάξουμε νερά και παραστάσεις, να κατουρήσουμε κι αλλού κι ας επιστρέψουμε μετά πίσω στο μόλο, ούτως ή άλλως το σκοινί μας βγήκε λίγο , βάρκα κι αυτή με περιλαίμιο σκύλου, σαν και αυτούς που οδηγούν κάποιους τυφλούς.
Σε μια χώρα – συγχωρέστε μου τη λέξη για άλλη μια φορά – όπου οι τυφλοί πολλαπλασιαζόντουσαν όσο δίνονταν συντάξεις αναπηρίας και κατόρθωναν  οι τυφλοί να ‘χουν δυο μάτια αετίσια κάθε που στέκονται ουρά να την τσεπώσουν, χάθηκε να τσοντάρουμε να πάρουμε και λίγο σκοινί παραπάνω για τη βάρκα ;


Και ένα επίκαιρο απόσπασμα του Πορτογάλου συγγραφέα...
Aς ιδιωτικοποιηθούν τα πάντα,
ας ιδιωτικοποιηθεί η θάλασσα και ο ουρανός,
ας ιδιωτικοποιηθεί το νερό και ο αέρας,
ας ιδιωτικοποιηθεί η Δικαιοσύνη και ο Νόμος,
ας ιδιωτικοποιηθεί και το περαστικό σύννεφο,
ας ιδιωτικοποιηθεί το όνειρο,
ειδικά στην περίπτωση που γίνεται την ημέρα και με τα μάτια ανοιχτά.
Και σαν κορωνίδα όλων των ιδιωτικοποιήσεων,
ιδιωτικοποιήστε τα Κράτη,
παραδώστε επιτέλους την εκμετάλλευση υμών των ιδίων
σε εταιρίες του ιδιωτικού τομέα με διεθνή διαγωνισμό.
Διότι εκεί ακριβώς βρίσκεται η σωτηρία του κόσμου…
Και μια και μπήκατε στον κόπο, ιδιωτικοποιήστε στο φινάλε και την πουτάνα την μάνα που σας γέννησε.





Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2014

ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΕΙΣ ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ

Είχε περάσει ολόκληρη εβδομάδα και ο Χρήστος ήταν εξαφανισμένος. Αντίθετα ο Πάνδανος τηλεφωνούσε κάθε μέρα. Η Τζίνα δεν του απαντούσε. Τον γείωνε για να καταλάβει ότι δεν θέλει μαζί του κουβέντες. Εκείνος όμως δεν ήθελε να καταλάβει.
        
 Ντίν, ντιν.ντιν. Χτύπησε το ηχητικό μήνυμα του υπολογιστή της Τζίνας.
  «Τζίνα; Έχεις mail» της φώναξε η Μαρία αναζητώντας την στο διπλανό γραφείο όπου βρισκόταν για πρωινό φτυάρισμα με τους δημοσιογράφους.
 «Καλημέρα καλή μου…Είδα τις κλήσεις σου.. Δεν μπορούσα να τηλεφωνήσω γιατί είχα άσχημη διάθεση. Ήρθε η πρώην μου στο μαγαζί και μου ζήταγε χρήματα. Τσακωθήκαμε άσχημα. Λέω να της κάνω μήνυση γιατί μου έσπασε ένα υπολογιστή.. Εσύ τι λες; Να το κάνω; Σκέφτομαι μήπως έχει κακή αντίδραση πάνω στα παιδιά. Είναι στη μέση και η μάνα μου που στεναχωριέται.. Δεν ξέρω .. Θα δω..
Όταν θα είμαι καλλίτερα θα τα πούμε και από κοντά. Προς το παρόν θέλω να μείνω μόνος για να σκεφτώ τι θα κάνω.. Φιλιά. Περιμένω απάντηση για να μου πεις τη γνώμη σου. Χρήστος.
Η Τζίνα πήρε μια βαθιά αναπνοή για να μην αρχίσει να βγάζει κραυγές..
Πήρε το ποντίκι και πάτησε “απάντηση”.
«Γεια σου μωρό μου. Είμαι καλά ευχαριστώ για τα γλυκά σου λόγια.. Είσαι πολύ τρυφερός το ξέρεις; Είσαι ό,τι ποθεί μια γυναίκα.. Ένας  άντρας large σε όλα του. Είμαι τυχερή που σε έχω δικό μου…
Όσο για την γνώμη μου στο πρόβλημά σου, να σου την δώσω ευχαρίστως μωρό μου… «τρία πουλάκια κάθονταν και πλέκανε πουλόβερ…»
Καλό μυαλό, φιλιά!!!»
Χωρίς να το σκεφτεί περισσότερο πάτησε «αποστολή». Έκλεισε τον υπολογιστή, και απαγόρευσε στο μυαλό της την παραμικρή σκέψη για το θέμα.  Αργά το μεσημέρι χτύπησε το κινητό της.. Δεν απάντησε… Ούτε αργότερα, ούτε το βράδυ.
 Χρήστος επέμεινε και τις επόμενες μέρες. Και ο Πάνδανος επίσης.
Η Τζίνα αντιστεκόταν σθεναρά και στους δύο. Με πόνο ψυχής στον πρώτο. Με φόβο ψυχής στον δεύτερο.
Η  Βίκυ την ρώτησε πολλές φορές τι  είχε και ήταν φθινοπωριασμένη.
«Τίποτα μάτια μου, περνάω τη φάση μου που λέει και ο «καλός μου»
Η Βίκυ βέβαια είχε καταλάβει ότι κάτι έπαιζε με τον Χρήστο. Το σεβάστηκε όμως. Άλλωστε μόνη της θα μιλούσε η Τζίνα όταν ήταν έτοιμη να μιλήσει.

Ένα ανύποπτο βράδυ, μετά  από ένα γενναίο φαγοπότι στην βεράντα με φίλους, τα δύο κορίτσια και ο Αντρέας έπεσαν «νεκρά» για ύπνο.
Ο Εφιάλτης ξαναχτύπησε. Η Τζίνα ξύπνησε βουτηγμένη στον ιδρώτα. Οι παλμοί της  θύμιζαν  κρουστά και  έτρεξε στο μπάνιο. Άδειασε το στομάχι της στη λεκάνη, και σωριάστηκε πάνω στο δάπεδο.
Ο Αντρέας που είχε ακούσει  τον θόρυβο πήγε στο μπάνιο και βλέποντας το σκηνικό έτρεξε στη Βίκυ γαβγίζοντας δυνατά.
 «Τζίνα; Τι έπαθες;» φώναξε και την πήρε αγκαλιά η Βίκυ που είχε φτάσει τρέχοντας..
«Δεν είναι τίποτα βρε μην ανησυχείς» της είπε και χαμογέλασε με κόπο η Τζίνα.  «Το κωλοόνειρο μαζί με το κρασί και τη μάσα με θέρισαν. Καλά είμαι “συντρόφια”. Άντε ύπνο».
«Είσαι σίγουρη ότι είσαι  καλά; Γιατί εγώ σε βλέπω χάλια»επέμεινε η Βίκυ.
«Ναι σίγουρη. Ευχαριστώ παιδιά. Άντε νάνι γρήγορα»τους είπε σπρώχνοντας τη Βίκυ προς το υπνοδωμάτιο.
Ανταλλάξανε φιλιά και οι τρεις και πήγε ο καθένας στο κρεβάτι του.

Δεν της έστερξε ύπνος. Τα λόγια του Πάνδανου τριγύριζαν βασανιστικά μέσα στο μυαλό της.
Ανοησίες ακούγονται. Αλλά αν  αυτός ο βαρεμένος έχει δίκιο;  Με τρώει και η περιέργεια γαμώτο μου. Ποια είναι η ιστορία του σπιτιού; Και τι σχέση έχει με μένα; Ήξερε τόσες λεπτομέρειες. Μιλούσε με σιγουριά  ότι μπορεί να με πάει στο σπίτι. Τι θα χάσω; Ένα ταξιδάκι και θα μου φύγει η απορία. Τζίνα  σύνελθε και άσε τις ταρζανιές.
Προσπαθούσε να διώξει από το μυαλό της την εκδοχή να πάει μαζί με τον Πάνδανο στο νησί. Η λογική έλεγε κατηγορηματικά όχι. Η Τζίνα όμως πότε υπάκουσε στη λογική;


«Την άλλη εβδομάδα φεύγω για Κώ Τζινάκι, Θέλεις να έρθεις μαζί Σαββατοκύριακο;» ρώτησε η Βίκυ καθώς έτρωγαν πίτσα με λαχανικά.
«Ταξειδάκι; Whith Πάρη;»
«Επαγγελματικό μάτια μου. Δεν ξέρω για τον Πάρη. Μπορεί και να έρθει. Πιστεύω πως ναι». Είπε και χαμογέλασε με νόημα.
«Και που θα αφήσουμε τον Αντρέα;» ρώτησε η Τζίνα.
«Αυτό άστο επάνω μου. Θα κάνω χρήση της γοητείας μου στον Μάκη. Θα του ζητήσω να τον κρατήσει».
«Το Μάκη απέναντι; Τον σκύλο; Αχ, Αντρίκο σε βλέπω να χορεύεις ζεϊμπεκιές αν μείνεις με τον Μάκη. Για να μην πω τσιφτετέλι τούρκικο, οπα νιναννάϊ»  είπε λικνίζοντας το κορμί της κοροϊδευτικά.
Ο Αντρέας ακούγοντας το όνομά του ξεκίνησε να γαβγίζει ναζιάρικα.
 «Νάτο!! και μόνο με την ιδέα  έγινε Φατμέ το ζωντανό, τι σου είπα;»
Η Βίκυ μόλις που πρόλαβε να πάει στην τουαλέτα. Από το πολύ γέλιο παραλίγο να είχε «ατυχήματα»..

Μερικές φορές όσο προσπαθούμε να διώξουμε πράγματα από το μυαλό μας τόσο εκείνα καρφώνονται μέσα του με τσιμεντόπροκες και δεν λένε να ξεκολλήσουν.
Αυτό έπαθε η Τζίνα. Προσπαθούσε να διώξει τις Πανδανοθεωρίες από το μυαλό της αλλά «δεν». Ούτε ο χαρακτήρας της ούτε η μέχρι σήμερα στάση ζωής της έδειχνε ένα άτομο που θα μπορούσε να επηρεαστεί από «μεταφυσικά  δρώμενα».  Η σοβαρότητα όμως του Δημοσθένη (έτσι έδειχνε) και η τεκμηριωμένη του θεωρία (με βάση πάντα την περιγραφή του σπιτιού και τη βεβαιότητά του ότι υπάρχει), την οδηγούσαν στον ακριβώς αντίθετο δρόμο. Να θέλει διακαώς, ή να αδειάσει τον Πάνδανο για να μην την θεωρεί ούφο. Ή να αποδειχτεί αν ο Δημοσθένης έχει να πει πράγματα. Και στις δύο περιπτώσεις ο μόνος τρόπος να μάθει ήταν να πάει μαζί του στο νησί.
Ένα ταξίδι όμως του οποίου τον προορισμό δεν γνώριζε. Και με έναν συνταξιδιώτη  που οι πιθανότητες να μην είναι «στα καλά του» αρκετές.
Τζίνα  όμως είναι αυτή. Ένας άπιστος Θωμάς που αν δεν έβαζε τα χέρια της «επί των τύπων των ήλων» θα πάθαινε σύνδρομο ανικανοποίησης και δεν θα ξανακοιμόταν ήρεμη για πολύ πολύ καιρό.


« Κύριε Μάκη, καλησπέρα… Η Βίκυ σας παρακαλεί πολύ αν μπορείτε να κρατήσετε τον Αντρέα μέχρι την Δευτέρα το απόγευμα.Της έτυχε κάτι πολύ επείγον. Και δυστυχώς και εγώ έχω ένα  ξαφνικό επαγγελματικό ταξίδι.  Είστε η μόνη μας ελπίδα. Θα σας το χρωστάει μου είπε μεγάλη χάρη..»
«Μα βέβαια κυρά Τζίνα μου. Αλίμονο. Για τη κυρά Βίκυ μας χαλί να με πατήσει. Να μου τον φέρετε και θα τον προσέχω σαν τα μάτια μου»..


Είχε πάρει την απόφασή της το ίδιο βράδυ που η Βίκυ της είπε ότι θα πήγαινε στην Κώ. Ήταν η ευκαιρία της. Αν η Βίκυ μάθαινε την βλακεία που πήγαινε να κάνει δεν θα την άφηνε με τίποτα και δεν θα είχε καθόλου άδικο.. Όμως ο διάολος είχε μπει για τα καλά στο ξεροκέφαλο της Τζίνας. Θα της έλεγε τα συμβάντα όταν θα επέστρεφε. Άλλωστε η Βίκυ θα έλειπε από την Πέμπτη και θα έμενε αρκετές μέρες στην Κω.
Συγκυρία; Μοιραίο; Βλακώδες; Ανεύθυνο; Μπορεί κι «ένα βότσαλο στη λίμνη». Όπως και να το χαρακτηρίσει κανείς, η Τζίνα με σακίδιο επ’ ώμου, παρέδωσε τον Αντρέα στον κύριο Μάκη.
«Γεια σου μωράκι μου, και όπως είπαμε, θα κλείνεις τα αυτάκια στα επικίνδυνα άσματα. Θα το παίξεις κουφός, όπως ο Μπετόβεν που σου μαθαίνει η Βίκυ. Μη μου γίνεις σκυλάς οκ;» του ψιθύρισε στο αφτί και τον φίλησε.
Είχε τηλεφωνήσει στον Δημοσθένη την επόμενη μέρα που η Βίκυ της είπε πως θα φύγει για Κω.
«Θέλω να πάμε στο «σπίτι» του είπε απλά. «Θα μου πεις που είναι;»
Δεν έδειξε έκπληξη. Ήταν σίγουρος της είπε, ότι θα του το ζητούσε. Είπε επίσης  και κάτι για πεπρωμένο που η Τζίνα δεν κατάλαβε, αλλά ντράπηκε να το διευκρινίσει.
«Εμπιστέψου με Τζίνα. Θέλω να σου είναι άγνωστα όλα. Να ξυπνήσουν οι μνήμες σου μία μία» της είπε φανερά συγκινημένος σαν να περίμενε το τηλεφώνημα.
«Μπορούμε να φύγουμε Παρασκευή; Τι ώρα; Και για πού; Έλα πες μου τουλάχιστον το όνομα του νησιού» επέμεινε η Τζίνα.
«Ναι, Παρασκευή πρωί όμως. Θα σου τηλεφωνήσω για τις λεπτομέρειες» απάντησε αποφεύγοντας να αναφερθεί στο νησί.
«Καλά. Δεν θα σου χαλάσω την έκπληξη» συμβιβάστηκε τελικά.

Μπήκε στο αυτοκίνητο του Πάνδανου σιωπηλή και μουδιασμένη. Η διαίσθησή της δεν της έδινε καλά σήματα. Δεν υπήρχε όμως πισωγύρισμα. Είχε αρχίσει να μπαίνει στο κλίμα της «περιπέτειας»,  και η Τζίνα ψόφαγε για κάτι τέτοια.
       Κατά την διάρκεια του ταξιδιού ο Δημοσθένης της αποκάλυψε το όνομα του νησιού που πήγαιναν.
«Στην Πόθια πάμε καλή μου. Στο το νησί της καρδιάς μου. Εκεί αντίκρισα τον κόσμο. Πήρα την πρώτη μου ανάσα. Ανακάτεψα χώμα και νερό. Ελπίζω μικρή μου, πως μέσα στην καρδιά σου, θα πάρει μια σημαντική θέση. Θα  γίνει και το δικό σου νησί»
Η Τζίνα δεν απάντησε. Τον κοιτούσε μόνο προσπαθώντας να καταλάβει τι μπορεί να κρύβει μέσα του αυτό το κεφάλι.
Πόθια; Τι είναι αυτό; Δεν το έχω ακούσει ξανά. Τζίνα σκασμός μη γίνεις ρεζίλι. Δεν μπορώ να πάρω και τη Βίκυ γαμώτο. Αυτή είναι ο Άτλας με πόδια και χέρια. Σίγουρα θα μου έδινε τα φώτα της. Α.. δεν θα σκάσω κιόλας. Πόθια; Γιατί θα πρέπει να το ξέρω;
«Γνωρίζεις τα Πόθια;» τη ρώτησε σαν να διάβασε την σκέψη της.
«Όχι»απάντησε ξερά.
«Είναι η πρωτεύουσα της Καλύδυας,» απάντησε  κρύβοντας άτσαλα ένα χαμόγελο σίγουρος ότι δεν ήξερε ούτε την Καλύδυα.
Πανδανούλη την πάτησες σκέφτηκε εκείνη και χαμογέλασε, διάολε Ιλιάδα έχω διαβάσει, και μάλιστα είναι από τα αγαπημένα μου βιβλία.
«Εμείς οι σύγχρονοι την λέμε Κάλυμνο καρντιά μου» του είπε ειρωνικά.. «Εσείς οι αρχαίοι …μμ» συμπλήρωσε.
Ο Δημοσθένης γέλασε και της χαίδεψε το μάγουλο.
«Ξέρεις πολλά πονηρή φατσούλα. Και δεν αφήνεις τίποτα άνευ σχολίου ε;»..
«Μίλησε μου για το νησί σου. Δεν έχω πάει ποτέ. Χαίρομαι που θα το γνωρίσω»
«Έχεις πάει, και έχεις ζήσει εκεί» είπε με το μυστήριο ύφος του.
«Καλά. Ό,τι πεις» είπε η Τζίνα  χαριτολογώντας. «Ο γιατρός είπε να λέμε ναι…» συμπλήρωσε με ένα πλατύ αφοπλιστικό χαμόγελο.
«Λοιπόν» ξεκίνησε ο Πάνδανος με ύφος διδασκάλου. «Σύμφωνα με τους ιστορικούς, οι πρώτοι κάτοικοι της Καλύμνου ήταν οι Κάρες, που εγκαταστάθηκαν στο νησί από την 2η χιλιετία π.χ. ή και παλαιότερα.
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο τον 11ο π.χ αιώνα  Δωριείς άποικοι από την Επίδαυρο αποίκησαν  στην Κώ την Νίσυρο και την Κάλυμνο. Η Κάλυμνος τότε έγινε Δωρική Αποικία. Πολλοί από τους Κάρες την εγκατέλειψαν και εγκαταστάθηκαν στις απέναντι  ακτές της Μικράς Ασίας, οι οποίες  ονομάσθηκαν Καρία».

Η αλήθεια είναι ότι ο τρόπος που  μιλούσε είχε μια σαγήνη. Η Τζίνα μαγευόταν  να τον ακούει. Η φωνή του είχε κάτι εξωκοσμικό.  Ήταν ήρεμη και σταθερή. Η χροιά της βελούδινη και απαλή. Όταν σου εξιστορούσε γεγονότα, χωρίς να το καταλάβεις βρισκόσουν μέσα στον χώρο, τον χρόνο και την εικόνα που άκουγες. Αυτή είναι μια ικανότητα που λίγοι άνθρωποι έχουν.
Παράγγειλε ένα καπουτσίνο με σαντιγί και κανέλλα. Βολεύτηκε πιο αναπαυτικά στην πολυτελή πολυθρόνα του πλοίου. Πάντα ταξίδευε πρώτη θέση από ό,τι είπε στην Τζίνα. Η κουλτούρα κουλτούρα, και η χλίδα χλίδα.
 Στη σκέψη της Τζίνας ήρθε η εικόνα που βλέπαμε παλιά στα μαγαζιά, «ο πωλών τοις μετρητοίς» και γέλασε.
«Να συνεχίσω ή σε κούρασα γλυκιά μου; Αλήθεια θα μου πεις τι σκέφτεσαι και χαμογελάς;» είπε  και της πρόσφερε ένα πουράκι.
Του έγνεψε να συνεχίσει. Ένοιωθε παράξενα όμορφα. Ζούσε ένα παραμύθι.
«Επί τουρκοκρατίας όπως και τα άλλα δωδεκάνησα, η Κάλυμνος είχε αυτονομία πληρώνοντας γι αυτή την αυτονομία της ένα είδος φόρου «μαχτού» το έλεγαν.
Αυτό το προνόμιο όμως δεν το έβλεπαν με καλό μάτι οι Τούρκικες αρχές. Έτσι το  1896 ο Αχμέτ Πασάς άρχισε να τρομοκρατεί  και να πολιορκεί το νησί, ζητώντας από τους προύχοντες να υπογράψουν ότι δέχονται στο νησί τους κάποια τουρκικά  προνόμια, κυρίως δικαστικά, και διοικητικά.
Οι προύχοντες  είχαν κρυφτεί στα βουνά  μέσα σε σπηλιές για να μην τους βρίσκουν οι Τούρκοι. Στο τέλος βέβαια οι Καλύμνιοι αναγκάστηκαν να δεχτούν «Καϊμακάμη». Το 1821 παρ’ ότι η σημαία της επανάστασης  σηκώθηκε και στην Κάλυμνο, το νησί παρέμεινε στην κατοχή των Τούρκων μέχρι το 1912, όταν ελευθερώθηκε από τους Ιταλούς «υποδουλωτές».»
Ανασηκώθηκε από την θέση του και κοίταξε έξω. 
Το καράβι βρισκόταν μεσοπέλαγα. Γλάροι ακολουθούσαν το φέρυ στο ταξίδι του. Ακούραστα πουλιά αυτοί οι γλάροι. Πήγαινε έλα, πήγαινε έλα, ταξίδι δίχως προορισμό. Έτσι για το κέφι τους και μόνο.
Ο Πάνδανος άρχισε να απαγγέλλει
«Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,
αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κι επιθυμία παλιά ξαναπερνά στο αίμα,
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
και αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,
Όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται….»
 «Καβάφης»… είπε κουνώντας περίεργα το κεφάλι του, και στράφηκε χαμογελώντας προς την Τζίνα.
Πρόσεξε πάλι αυτό το αλλόκοτο στο βλέμμα του. Ανησύχησε μέσα της για μια ακόμα φορά. Δεν άφησε όμως το συναίσθημα να την κυριεύσει.
«Λοιπόν; οι Ιταλοί σαν «ελευθερωτές» πώς ήταν;» ρώτησε αποφορτίζοντας την ατμόσφαιρα.
Κάθισε στη πολυθρόνα του ξανά. Άναψε ένα πουράκι με χαρακτηριστικά ήρεμες κινήσεις κοιτώντας το πέλαγο.
«Στην αρχή πήγαιναν κάπως καλά τα πράγματα» συνέχισε την αφήγηση, «όταν όμως εγκαταστάθηκε ο Φασισμός στην Ιταλία η κατάσταση έγινε άσχημη. Απαγορεύτηκε η Ελληνική γλώσσα. Παράλληλα θέλοντας να υπάγουν την εκκλησία της Δωδεκανήσου στο Βατικανό, επιχείρησαν να την κάνουν αυτοκέφαλη, και να μην ανήκει πια στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Οι Καλύμνιοι αντέδρασαν έντονα σε αυτό. Έκλεισαν για δύο ολόκληρα χρόνια τις  εκκλησίες τους. Το 1935 μάλιστα οι γυναίκες του νησιού πρωτοστατούν  στον περίφημο πετροπόλεμο εναντίον των Ιταλών. Τους φτάνουν μέχρι την θάλασσα. Οι Ιταλοί καλούν ενισχύσεις από άλλα νησιά. Πυροβολούν το άοπλο πλήθος. Σκοτώνουν άμαχο πληθυσμό. Τέλος συλλαμβάνουν άντρες και γυναίκες και τους κλείνουν στα μπουντρούμια την Ρόδου και της Κώ.»
«Είναι αλήθεια Δημοσθένη ότι η Κάλυμνος είναι κοινωνία μητριαρχική;» ρώτησε η Τζίνα.
«Ναι καλή μου. Και ο λόγος είναι απλός. Οι άντρες λείπουν τις περισσότερες μέρες του χρόνου στα σφουγγαράδικα. Επόμενο είναι οι γυναίκες να έχουν πλήρη ευθύνη, αλλά και τον έλεγχο της οικογένειας. Αυτές κρατούν τα ηνία. Οι άντρες τρέφουν μεγάλο σεβασμό προς τις γυναίκες, και τους το δείχνουν με κάθε τρόπο»
«Έτσι εξηγείται η ευγένεια σου προς το φύλλο μου κύριε Δημοσθένη; Α.. κι εγώ νόμιζα ότι είχα την αποκλειστικότητα αυτής της συμπεριφοράς». Είπε η Τζίνα γελώντας για να τον πειράξει..
«Καλή μου θα δεις σύντομα πως για μένα είσαι κάτι αποκλειστικά σημαντικό. Θα το μάθεις πολύ σύντομα», της απάντησε με το γνωστό πια μυστηριώδες ύφος του.
 Άντε πάλι τα μυστικά της «Χαμένης Κιβωτού». Εντάξει μωρό μου, try me που λένε και οι εγγλέζοι. Δεν ξέρεις τι εστί Τζίνα. Να δούμε επιτέλους την μεγάλη σου αποκάλυψη, που μάλλον αποκαθήλωση μου μυρίζει.

Η Τζίνα χαλάρωσε στην πολυθρόνα. Πρέπει να την πήρε ύπνος, γιατί όταν άνοιξε τα μάτια της στο κάλεσμα του Δημοσθένη, ο ήλιος ήταν κοντά στη δύση του.
«Έλα να απολαύσεις χρώματα ζωγραφιά μου» της είπε χαμογελαστός ο Δημοσθένης και την τράβηξε ελαφρά από το χέρι οδηγώντας την στο κατάστρωμα.
«Το βασίλεμα του ήλιου είναι μια μαγεία. Ένα όνειρο που περιέχει χιλιάδες περιγραφές και ερμηνείες. Οι αποχρώσεις του γαλάζιου είναι το συναίσθημα, και οι μεταμορφώσεις των νεφών οι λέξεις. Μάλλον έχεις δίκιο μικρή μου για την κοινή γλώσσα των χρωμάτων» της είπε ψιθυριστά καθώς η Τζίνα κοιτούσε με τα νυσταγμένα της μάτια τον ορίζοντα. 
΄Έμειναν εκεί χωρίς να μιλούν μέχρι που ο ήλιος πήρε την τελική του βουτιά και πήγε για ύπνο.

Είχε νυχτώσει για τα καλά όταν κατέβηκαν στο λιμάνι.
Ο Δημοσθένης ήθελε να πάνε κατευθείαν στο χωριό. Θα έμεναν στο σπίτι του. Την περίμενε μια έκπληξη της είπε.
Η Τζίνα αρνήθηκε σθεναρά. «Δεν μπορώ να περάσω την νύχτα μου με κάποιον ουσιαστικά άγνωστο, και μάλιστα σε ένα σπίτι στο πουθενά. Δεν μπορώ Δημοσθένη. Συγνώμη. Πήγαινε μόνος στο σπίτι σου. Εγώ θα μείνω στο ξενοδοχείο και το πρωί με το φως της μέρας θα πάμε στο περιβόητο «σπίτι». ΄Η μήπως δεν υπάρχει τέτοιο;» Είπε η Τζίνα φανερά εκνευρισμένη από την επιμονή του.
«Εντάξει καλή μου. Θα μείνω και εγώ στο ξενοδοχείο. Δεν καταλαβαίνω τους φόβους σου. Δεν είχα πρόθεση να σε πειράξω. Κάπου με θίγει αυτή η μομφή αλλά θα το σεβαστώ. Το πρωί θα σε ξυπνήσω πρωί όμως εντάξει;» Είπε εκνευρισμένος και αυτός. Έβλεπε όμως ότι όσο και να προσπαθούσε δεν είχε την παραμικρή πιθανότητα να υποχωρήσει η Τζίνα.
Έκλεισε δύο δωμάτια σε ένα πολυτελές Ξενοδοχείο της παραλίας και αφού έφαγαν σχεδόν σιωπηλοί, πήγαν για ύπνο. 
Ένα υπέροχο πρωινό ξημέρωσε στο νησί των σφουγγαράδων.
Η Τζίνα είχε έναν ανήσυχο ύπνο.
Δεν ήταν ακριβώς ανασφάλεια αυτό που ένοιωθε. Ήταν κάτι διαφορετικό. Βρισκόταν σε ένα νησί με έναν άνθρωπο που της προκαλούσε κάτι μεταξύ θαυμασμού και φόβου. Ύψους και βάθους. Δεν μπορούσε να  προσδιορίσει τι ακριβώς. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι δεν την συγκινούσε ερωτικά.
Εκείνος αντίθετα έδειχνε να θεωρεί δεδομένο ότι η Τζίνα ήταν «μαζί του». Δεν το έλεγε αλλά το έδειχνε με τον τρόπο του.  Και η Τζίνα το εισέπραττε, χωρίς όμως συγκεκριμένη πρόκληση ώστε να  μπορεί να αντιδράσει.
Αυτό την ενοχλούσε. Όμως την  έκαιγε να φτάσει στο στόχο. Να δει το αρχοντικό εκείνο των ονείρων της. Την σαγήνευε η ιδέα να μάθει (αν ήταν αλήθεια, γιατί είχε τις αμφιβολίες της) την ιστορία αυτού του σπιτιού, και την σχέση που μπορεί να είχε με την προηγούμενη ζωή της.
«Είμαι θεότρελη», είπε η Τζίνα καθώς ντυνόταν για την «ηρωική»επίσκεψη στον κόσμο των «πνευμάτων». «Όμως είναι γοητευτικό. Από παιδί το έχω το ψώνιο να ψάχνομαι για το «πόθεν έσχες»της ύπαρξης μου. Άλλωστε δεν έχω δει την Κάλυμνο. Δεν με χαλάει ένα ωραίο τουρ.  Και ο Πανδανούλης τι μπορεί να μου κάνει; Να με βιάσει; Ε! Δεν νομίζω»  συνέχισε να μιλά μόνη της ενώ έβαζε στην μηχανή της φιλμ .
Συναντήθηκαν στο εστιατόριο του ξενοδοχείου για το πρωινό.
Ο Δημοσθένης ήταν ήδη εκεί. Μόλις είδε την Τζίνα σηκώθηκε και της τράβηξε την καρέκλα για να καθίσει αφού πρώτα της φίλησε το χέρι.
«Καλημέρα γλυκιά Αφροδίτη»
«Είσαι πολύ καλός Δημοσθένη. Σ’ ευχαριστώ..» του είπε χαμογελώντας. «Συγνώμη για χθές βράδυ, ήμουν λίγο στριμμένη. Με πιάνει που και που… Φίλοι;»
«Δεν θυμάμαι να έγινε τίποτα χθες βράδυ καλή μου» της είπε και γελώντας σήκωσε το χέρι του με την παλάμη στραμμένη προς τα πάνω. «Ομνύομαι πίστην και αγάπην αιώνιον στη Θεά του κάλλους, της αναζήτησης, και της αντίδρασης  Γεωργίας»..
«Χα..χα… η χλαμύδα μόνο σου λείπει Δημοσθένη. Θα ήσουν ο τέλειος αρχαίος έλλην»…
«Είσαι έτοιμη για δυνατές συγκινήσεις;» Της πέταξε κοιτάζοντας την με το σαγηνευτικό του βλέμμα. «Μπορεί να αλλάξει η ζωή σου σήμερα. Είσαι έτοιμη για κάτι τέτοιο;»
«Μα…μόνο για δυνατές συγκινήσεις είμαι έτοιμη καρδιά μου» είπε η Τζίνα  χαριτολογώντας για να κρύψει την ταραχή της.

Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2014

Τράπεζες και τραπεζίτες στην αρχαία Ελλάδα

του Πάνου Παναγιώτου

Στην αρχαία Ελλάδα του 5ου αιώνα π.Χ. το επάγγελμα του τραπεζίτη δεν έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης και συχνά ταυτιζόταν με αυτό του τοκογλύφου. Οι τράπεζες σχετίζονταν με δάνεια και σύμφωνα με τα πάτρια ήθη «όπου υπήρχε δάνειο δεν υπήρχε φίλος», μια και όταν «ένας άνθρωπος είναι φίλος δεν δανείζει αλλά δίνει». Και σε μια τέτοια περίπτωση τόκος ήταν η ευγνωμοσύνη του δανειζομένου προς τον δανειστή του. Ο Πλάτων στους Νόμους του ρητά ζητά να απαγορευτούν τα έντοκα δάνεια.
Ο ελληνικός πολιτισμός δεν ήταν “πλουτοκεντρικός” αλλά ανθρωποκεντρικός. Η ελληνική φιλοσοφία θεωρούσε το χρήμα ως μέσο για την απόκτηση αγαθών αλλά τίποτε περισσότερο. Εφόσον το κέντρο της ελληνικής φιλοσοφίας είναι ο άνθρωπος και καθώς η τοκογλυφία οδηγεί στον εξευτελισμό του ανθρώπου, ήταν λογικό να θεωρείτο ανήθικη. Η πρακτική χρέωσης τόκων είχε αποκηρυχτεί από πολλούς Έλληνες και ξένους φιλοσόφους και ηγέτες, όπως ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης, ο Πλούταρχος, ο Κικέρων, ο Μουχάμαντ κλπ. Ο Κάτων, όταν ρωτήθηκε “τί γνώμη έχεις για τη τη χρέωση τόκων;” απάντησε “τί γνώμη έχεις για τη δολοφονία;”
Ο κυρίαρχος τότε θεσμός της πόλης-κράτους είχε ως αποτέλεσμα την ύπαρξη μεγάλου αριθμού ανεξαρτήτων κρατών, πολλά από τα οποία έκοβαν δικά τους νομίσματα, ποικίλης πραγματικής, ονομαστικής και εμπορικής αξίας. Η κυκλοφορία τόσο πολλών και ανόμοιων ως προς την αξία τους νομισμάτων δυσκόλευε τις διάφορες εμπορικές συναλλαγές και αποτέλεσε την αιτία ανάπτυξης μίας αγοράς νομισματικών ισοτιμιών, όπου γινόταν ο υπολογισμός της αξίας κάθε νομίσματος σε σχέση με τα υπόλοιπα.
Η διαδικασία αυτή έδωσε λαβή για τη δημιουργία του επαγγέλματος του αργυραμοιβού - ενός ατόμου που θα αντάλλασσε τα διάφορα νομίσματα επί αμοιβής. Μεταξύ άλλων, οι αργυραμοιβοί έπρεπε να γνωρίζουν τις αξίες και το βάρος των νομισμάτων κάθε κράτους και να καθορίζουν την αξία τους σε σχέση με το νόμισμα της χώρας στην οποία γινόταν η συναλλαγή. Έπρεπε να ξεχωρίζουν τα κίβδηλα νομίσματα και να εντοπίζουν τα ελλιποβαρή.
Η αναγνώριση της ανάγκης για την αγορά συναλλάγματος ήταν ελληνική αλλά η εκμετάλλευση της νεοσυσταθείσας αγοράς νομισματικών ισοτιμιών δεν ενδιέφερε του Έλληνες και έμεινε στα χέρια των εμπόρων του χρήματος. Οι ιδιώτες τραπεζίτες επεκτάθηκαν και σε αυτόν τον τομέα τον οποίο συμπεριέλαβαν στις δραστηριότητες τους.
Ακόμη, τα νομίσματα, εκτός από τη χρήση τους ως μέσο για τον υπολογισμό της αξίας των προϊόντων και τη διευκόλυνση των συναλλαγών, λειτουργούν τα ίδια ως εμπορεύματα στις περιοχές εκείνες που δεν διαθέτουν τα απαραίτητα πολύτιμα μέταλλα. Οι τραπεζίτες βρήκαν και άλλον έναν τομέα εμπορίας χρήματος, πουλώντας χρήμα στις περιοχές που δεν είχαν και παίρνοντας ως αντάλλαγμα γη και αγαθά.
Έτσι, οι τραπεζικές εργασίες, σε εκείνη τη φάση χωρίζονταν στις εξής κατηγορίες:
  • στη δοκιμασία και στην ανταλλαγή νομισμάτων
  • τις καταθέσεις
  • τις χορηγήσεις δανείων
  • την εκτέλεση εντολών προς τρίτους.
Σύντομα, στις κύριες τραπεζικές εργασίες, εκτός από την ανταλλαγή των νομισμάτων και τον έλεγχο της γνησιότητάς τους, τις έντοκες καταθέσεις και τα έντοκα δάνεια, συγκαταλέγονταν και άλλες.
Ανάμεσά τους:
  • η διαχείριση περιουσιών
  • η συγκατάθεση σε δάνειο, η αποδοχή παρακαταθηκών
  • η έκδοση πιστωτικών επιστολών που εξοφλούνταν σε άλλη πόλη από κάποιον άλλο τραπεζίτη με τον οποίο συνεργαζόταν η τράπεζα που είχε εκδώσει τη σχετική επιστολή.
Αναφέρεται ότι με αυτό τον τρόπο ο Κικέρων κάλυψε κάποτε τα έξοδα του γιου του, όταν αυτός βρισκόταν στην Αθήνα.
Για την ανταλλαγή και τη «δοκιμασία» των νομισμάτων, εργασίες που έκαναν και οι αργυραμοιβοί, η προμήθεια ήταν συνήθως γύρω στο 5%-6% επί της αξίας των νομισμάτων, με μια πρόσθετη επιβάρυνση αν η ανταλλαγή γινόταν ανάμεσα σε νομίσματα κατασκευασμένα από διαφορετικά μέταλλα.
Για τις παρακαταθήκες, τη φύλαξη δηλαδή χρημάτων, πολύτιμων αντικειμένων κ.ά., οι ιερές τράπεζες δεν εισέπρατταν «φύλακτρα». Αλλά και δεν έδιναν τόκο για τις βραχυπρόθεσμες καταθέσεις.
Για καταθέσεις μεγάλης διάρκειας ξέρουμε πχ. ότι στην Αθήνα του 4ου αιώνα. π.Χ. το επιτόκιο ήταν γύρω στο 10%.
Ρόλο τραπεζών και μάλιστα ανταγωνιστικό αυτού των ιδιωτικών τραπεζών έπαιξαν και τα ιερά.
Όσον αφορά στις ιδιωτικές τράπεζες, ωστόσο, κατά κανόνα τα επιτόκια ήταν πολύ υψηλότερα αυτών των ιερών ενώ στα λεγόμενα ναυτοδάνεια, τα επιτόκια έφταναν ακόμη και στο 100% όταν, σε περίπτωση απώλειας του πλοίου μαζί με το φορτίο του, ο δανειστής δεν είχε καμία αξίωση από τον δανειζόμενο.
Σταδιακά, οι ιδιωτικές τράπεζες απέκτησαν αρκετά μεγάλη δύναμη ώστε να μπορούν να καλύψουν τις δανειακές ανάγκες ολόκληρων πόλεων. Επειδή στην αρχαία Ελλάδα, όμως, οι πόλεις αποταμίευαν κατά κανόνα χρήματα κατά τις περιόδους ειρήνης οι περιπτώσεις που χρειάζονταν δάνεια ήταν, κυρίως, στις περιόδους πολέμων. Αυτό, όμως, είχε ως αποτέλεσμα οι ιδιωτικές τράπεζες να αυξάνουν τον κύκλο εργασιών του σε περιόδους πολέμου και γι΄ αυτές οι πόλεμοι να αποτελούν πηγή πλούτου.
Επιπλέον, μπορούσαν να επηρεάσουν την έκβαση πολέμων ανάλογα με τον ποιον από τους αντιπάλους θα επέλεγαν να δανειοδοτήσουν και με τί κόστος. Τελικά, οι τραπεζίτες κατάφεραν μέσω του ελέγχου του εμπορίου χρήματος να επηρεάσουν τόσο την οικονομική, όσο και την κοινωνικοπολιτική ζωή της Αρχαίας Ελλάδας.
Η επιρροή αυτή αποτυπώνεται και στην τέχνη καθώς μια σειρά έργων αντλούν θεματολογία από Έλληνες που έφτασαν στην πτώχευση και την εξαθλίωση χρωστώντας σε τραπεζίτες. Αν και η Ελλάδα άκμασε στο πραγματικό εμπόριο, στη ναυτιλία, στον πολιτισμό και στις τέχνες και παρά το γεγονός πως έφτασε να γίνει κυρίαρχος οικονομική και στρατιωτική δύναμη για αιώνες, δεν κατάφερε ποτέ, πιθανώς γιατί ήταν αντίθετο στη φιλοσοφία της, να αποκτήσει κυρίαρχο ρόλο στο εμπόριο του χρήματος και αυτό τελικά της κόστισε καθώς το κενό στην αγορά καλύφθηκε από τραπεζίτες συχνά όχι με τον καλύτερο και πιο ηθικό τρόπο.
*Ο Πάνος Παναγιώτου είναι χρηματιστηριακός τεχνικός αναλυτής
Πηγή: XrimaNews.gr
Από tvxs
Κατηγορία άρθρου:

Τα κοχύλια ζουν; Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη

Τα κοχύλια ζουν;   Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη Τα κοχύλια ζουν; Η Νεφέλη όταν αντίκρισε την παραλία της Πευκιάς ψηλά από τον δρόμ...