Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2014

ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΕΙΣ ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ

Είχε περάσει ολόκληρη εβδομάδα και ο Χρήστος ήταν εξαφανισμένος. Αντίθετα ο Πάνδανος τηλεφωνούσε κάθε μέρα. Η Τζίνα δεν του απαντούσε. Τον γείωνε για να καταλάβει ότι δεν θέλει μαζί του κουβέντες. Εκείνος όμως δεν ήθελε να καταλάβει.
        
 Ντίν, ντιν.ντιν. Χτύπησε το ηχητικό μήνυμα του υπολογιστή της Τζίνας.
  «Τζίνα; Έχεις mail» της φώναξε η Μαρία αναζητώντας την στο διπλανό γραφείο όπου βρισκόταν για πρωινό φτυάρισμα με τους δημοσιογράφους.
 «Καλημέρα καλή μου…Είδα τις κλήσεις σου.. Δεν μπορούσα να τηλεφωνήσω γιατί είχα άσχημη διάθεση. Ήρθε η πρώην μου στο μαγαζί και μου ζήταγε χρήματα. Τσακωθήκαμε άσχημα. Λέω να της κάνω μήνυση γιατί μου έσπασε ένα υπολογιστή.. Εσύ τι λες; Να το κάνω; Σκέφτομαι μήπως έχει κακή αντίδραση πάνω στα παιδιά. Είναι στη μέση και η μάνα μου που στεναχωριέται.. Δεν ξέρω .. Θα δω..
Όταν θα είμαι καλλίτερα θα τα πούμε και από κοντά. Προς το παρόν θέλω να μείνω μόνος για να σκεφτώ τι θα κάνω.. Φιλιά. Περιμένω απάντηση για να μου πεις τη γνώμη σου. Χρήστος.
Η Τζίνα πήρε μια βαθιά αναπνοή για να μην αρχίσει να βγάζει κραυγές..
Πήρε το ποντίκι και πάτησε “απάντηση”.
«Γεια σου μωρό μου. Είμαι καλά ευχαριστώ για τα γλυκά σου λόγια.. Είσαι πολύ τρυφερός το ξέρεις; Είσαι ό,τι ποθεί μια γυναίκα.. Ένας  άντρας large σε όλα του. Είμαι τυχερή που σε έχω δικό μου…
Όσο για την γνώμη μου στο πρόβλημά σου, να σου την δώσω ευχαρίστως μωρό μου… «τρία πουλάκια κάθονταν και πλέκανε πουλόβερ…»
Καλό μυαλό, φιλιά!!!»
Χωρίς να το σκεφτεί περισσότερο πάτησε «αποστολή». Έκλεισε τον υπολογιστή, και απαγόρευσε στο μυαλό της την παραμικρή σκέψη για το θέμα.  Αργά το μεσημέρι χτύπησε το κινητό της.. Δεν απάντησε… Ούτε αργότερα, ούτε το βράδυ.
 Χρήστος επέμεινε και τις επόμενες μέρες. Και ο Πάνδανος επίσης.
Η Τζίνα αντιστεκόταν σθεναρά και στους δύο. Με πόνο ψυχής στον πρώτο. Με φόβο ψυχής στον δεύτερο.
Η  Βίκυ την ρώτησε πολλές φορές τι  είχε και ήταν φθινοπωριασμένη.
«Τίποτα μάτια μου, περνάω τη φάση μου που λέει και ο «καλός μου»
Η Βίκυ βέβαια είχε καταλάβει ότι κάτι έπαιζε με τον Χρήστο. Το σεβάστηκε όμως. Άλλωστε μόνη της θα μιλούσε η Τζίνα όταν ήταν έτοιμη να μιλήσει.

Ένα ανύποπτο βράδυ, μετά  από ένα γενναίο φαγοπότι στην βεράντα με φίλους, τα δύο κορίτσια και ο Αντρέας έπεσαν «νεκρά» για ύπνο.
Ο Εφιάλτης ξαναχτύπησε. Η Τζίνα ξύπνησε βουτηγμένη στον ιδρώτα. Οι παλμοί της  θύμιζαν  κρουστά και  έτρεξε στο μπάνιο. Άδειασε το στομάχι της στη λεκάνη, και σωριάστηκε πάνω στο δάπεδο.
Ο Αντρέας που είχε ακούσει  τον θόρυβο πήγε στο μπάνιο και βλέποντας το σκηνικό έτρεξε στη Βίκυ γαβγίζοντας δυνατά.
 «Τζίνα; Τι έπαθες;» φώναξε και την πήρε αγκαλιά η Βίκυ που είχε φτάσει τρέχοντας..
«Δεν είναι τίποτα βρε μην ανησυχείς» της είπε και χαμογέλασε με κόπο η Τζίνα.  «Το κωλοόνειρο μαζί με το κρασί και τη μάσα με θέρισαν. Καλά είμαι “συντρόφια”. Άντε ύπνο».
«Είσαι σίγουρη ότι είσαι  καλά; Γιατί εγώ σε βλέπω χάλια»επέμεινε η Βίκυ.
«Ναι σίγουρη. Ευχαριστώ παιδιά. Άντε νάνι γρήγορα»τους είπε σπρώχνοντας τη Βίκυ προς το υπνοδωμάτιο.
Ανταλλάξανε φιλιά και οι τρεις και πήγε ο καθένας στο κρεβάτι του.

Δεν της έστερξε ύπνος. Τα λόγια του Πάνδανου τριγύριζαν βασανιστικά μέσα στο μυαλό της.
Ανοησίες ακούγονται. Αλλά αν  αυτός ο βαρεμένος έχει δίκιο;  Με τρώει και η περιέργεια γαμώτο μου. Ποια είναι η ιστορία του σπιτιού; Και τι σχέση έχει με μένα; Ήξερε τόσες λεπτομέρειες. Μιλούσε με σιγουριά  ότι μπορεί να με πάει στο σπίτι. Τι θα χάσω; Ένα ταξιδάκι και θα μου φύγει η απορία. Τζίνα  σύνελθε και άσε τις ταρζανιές.
Προσπαθούσε να διώξει από το μυαλό της την εκδοχή να πάει μαζί με τον Πάνδανο στο νησί. Η λογική έλεγε κατηγορηματικά όχι. Η Τζίνα όμως πότε υπάκουσε στη λογική;


«Την άλλη εβδομάδα φεύγω για Κώ Τζινάκι, Θέλεις να έρθεις μαζί Σαββατοκύριακο;» ρώτησε η Βίκυ καθώς έτρωγαν πίτσα με λαχανικά.
«Ταξειδάκι; Whith Πάρη;»
«Επαγγελματικό μάτια μου. Δεν ξέρω για τον Πάρη. Μπορεί και να έρθει. Πιστεύω πως ναι». Είπε και χαμογέλασε με νόημα.
«Και που θα αφήσουμε τον Αντρέα;» ρώτησε η Τζίνα.
«Αυτό άστο επάνω μου. Θα κάνω χρήση της γοητείας μου στον Μάκη. Θα του ζητήσω να τον κρατήσει».
«Το Μάκη απέναντι; Τον σκύλο; Αχ, Αντρίκο σε βλέπω να χορεύεις ζεϊμπεκιές αν μείνεις με τον Μάκη. Για να μην πω τσιφτετέλι τούρκικο, οπα νιναννάϊ»  είπε λικνίζοντας το κορμί της κοροϊδευτικά.
Ο Αντρέας ακούγοντας το όνομά του ξεκίνησε να γαβγίζει ναζιάρικα.
 «Νάτο!! και μόνο με την ιδέα  έγινε Φατμέ το ζωντανό, τι σου είπα;»
Η Βίκυ μόλις που πρόλαβε να πάει στην τουαλέτα. Από το πολύ γέλιο παραλίγο να είχε «ατυχήματα»..

Μερικές φορές όσο προσπαθούμε να διώξουμε πράγματα από το μυαλό μας τόσο εκείνα καρφώνονται μέσα του με τσιμεντόπροκες και δεν λένε να ξεκολλήσουν.
Αυτό έπαθε η Τζίνα. Προσπαθούσε να διώξει τις Πανδανοθεωρίες από το μυαλό της αλλά «δεν». Ούτε ο χαρακτήρας της ούτε η μέχρι σήμερα στάση ζωής της έδειχνε ένα άτομο που θα μπορούσε να επηρεαστεί από «μεταφυσικά  δρώμενα».  Η σοβαρότητα όμως του Δημοσθένη (έτσι έδειχνε) και η τεκμηριωμένη του θεωρία (με βάση πάντα την περιγραφή του σπιτιού και τη βεβαιότητά του ότι υπάρχει), την οδηγούσαν στον ακριβώς αντίθετο δρόμο. Να θέλει διακαώς, ή να αδειάσει τον Πάνδανο για να μην την θεωρεί ούφο. Ή να αποδειχτεί αν ο Δημοσθένης έχει να πει πράγματα. Και στις δύο περιπτώσεις ο μόνος τρόπος να μάθει ήταν να πάει μαζί του στο νησί.
Ένα ταξίδι όμως του οποίου τον προορισμό δεν γνώριζε. Και με έναν συνταξιδιώτη  που οι πιθανότητες να μην είναι «στα καλά του» αρκετές.
Τζίνα  όμως είναι αυτή. Ένας άπιστος Θωμάς που αν δεν έβαζε τα χέρια της «επί των τύπων των ήλων» θα πάθαινε σύνδρομο ανικανοποίησης και δεν θα ξανακοιμόταν ήρεμη για πολύ πολύ καιρό.


« Κύριε Μάκη, καλησπέρα… Η Βίκυ σας παρακαλεί πολύ αν μπορείτε να κρατήσετε τον Αντρέα μέχρι την Δευτέρα το απόγευμα.Της έτυχε κάτι πολύ επείγον. Και δυστυχώς και εγώ έχω ένα  ξαφνικό επαγγελματικό ταξίδι.  Είστε η μόνη μας ελπίδα. Θα σας το χρωστάει μου είπε μεγάλη χάρη..»
«Μα βέβαια κυρά Τζίνα μου. Αλίμονο. Για τη κυρά Βίκυ μας χαλί να με πατήσει. Να μου τον φέρετε και θα τον προσέχω σαν τα μάτια μου»..


Είχε πάρει την απόφασή της το ίδιο βράδυ που η Βίκυ της είπε ότι θα πήγαινε στην Κώ. Ήταν η ευκαιρία της. Αν η Βίκυ μάθαινε την βλακεία που πήγαινε να κάνει δεν θα την άφηνε με τίποτα και δεν θα είχε καθόλου άδικο.. Όμως ο διάολος είχε μπει για τα καλά στο ξεροκέφαλο της Τζίνας. Θα της έλεγε τα συμβάντα όταν θα επέστρεφε. Άλλωστε η Βίκυ θα έλειπε από την Πέμπτη και θα έμενε αρκετές μέρες στην Κω.
Συγκυρία; Μοιραίο; Βλακώδες; Ανεύθυνο; Μπορεί κι «ένα βότσαλο στη λίμνη». Όπως και να το χαρακτηρίσει κανείς, η Τζίνα με σακίδιο επ’ ώμου, παρέδωσε τον Αντρέα στον κύριο Μάκη.
«Γεια σου μωράκι μου, και όπως είπαμε, θα κλείνεις τα αυτάκια στα επικίνδυνα άσματα. Θα το παίξεις κουφός, όπως ο Μπετόβεν που σου μαθαίνει η Βίκυ. Μη μου γίνεις σκυλάς οκ;» του ψιθύρισε στο αφτί και τον φίλησε.
Είχε τηλεφωνήσει στον Δημοσθένη την επόμενη μέρα που η Βίκυ της είπε πως θα φύγει για Κω.
«Θέλω να πάμε στο «σπίτι» του είπε απλά. «Θα μου πεις που είναι;»
Δεν έδειξε έκπληξη. Ήταν σίγουρος της είπε, ότι θα του το ζητούσε. Είπε επίσης  και κάτι για πεπρωμένο που η Τζίνα δεν κατάλαβε, αλλά ντράπηκε να το διευκρινίσει.
«Εμπιστέψου με Τζίνα. Θέλω να σου είναι άγνωστα όλα. Να ξυπνήσουν οι μνήμες σου μία μία» της είπε φανερά συγκινημένος σαν να περίμενε το τηλεφώνημα.
«Μπορούμε να φύγουμε Παρασκευή; Τι ώρα; Και για πού; Έλα πες μου τουλάχιστον το όνομα του νησιού» επέμεινε η Τζίνα.
«Ναι, Παρασκευή πρωί όμως. Θα σου τηλεφωνήσω για τις λεπτομέρειες» απάντησε αποφεύγοντας να αναφερθεί στο νησί.
«Καλά. Δεν θα σου χαλάσω την έκπληξη» συμβιβάστηκε τελικά.

Μπήκε στο αυτοκίνητο του Πάνδανου σιωπηλή και μουδιασμένη. Η διαίσθησή της δεν της έδινε καλά σήματα. Δεν υπήρχε όμως πισωγύρισμα. Είχε αρχίσει να μπαίνει στο κλίμα της «περιπέτειας»,  και η Τζίνα ψόφαγε για κάτι τέτοια.
       Κατά την διάρκεια του ταξιδιού ο Δημοσθένης της αποκάλυψε το όνομα του νησιού που πήγαιναν.
«Στην Πόθια πάμε καλή μου. Στο το νησί της καρδιάς μου. Εκεί αντίκρισα τον κόσμο. Πήρα την πρώτη μου ανάσα. Ανακάτεψα χώμα και νερό. Ελπίζω μικρή μου, πως μέσα στην καρδιά σου, θα πάρει μια σημαντική θέση. Θα  γίνει και το δικό σου νησί»
Η Τζίνα δεν απάντησε. Τον κοιτούσε μόνο προσπαθώντας να καταλάβει τι μπορεί να κρύβει μέσα του αυτό το κεφάλι.
Πόθια; Τι είναι αυτό; Δεν το έχω ακούσει ξανά. Τζίνα σκασμός μη γίνεις ρεζίλι. Δεν μπορώ να πάρω και τη Βίκυ γαμώτο. Αυτή είναι ο Άτλας με πόδια και χέρια. Σίγουρα θα μου έδινε τα φώτα της. Α.. δεν θα σκάσω κιόλας. Πόθια; Γιατί θα πρέπει να το ξέρω;
«Γνωρίζεις τα Πόθια;» τη ρώτησε σαν να διάβασε την σκέψη της.
«Όχι»απάντησε ξερά.
«Είναι η πρωτεύουσα της Καλύδυας,» απάντησε  κρύβοντας άτσαλα ένα χαμόγελο σίγουρος ότι δεν ήξερε ούτε την Καλύδυα.
Πανδανούλη την πάτησες σκέφτηκε εκείνη και χαμογέλασε, διάολε Ιλιάδα έχω διαβάσει, και μάλιστα είναι από τα αγαπημένα μου βιβλία.
«Εμείς οι σύγχρονοι την λέμε Κάλυμνο καρντιά μου» του είπε ειρωνικά.. «Εσείς οι αρχαίοι …μμ» συμπλήρωσε.
Ο Δημοσθένης γέλασε και της χαίδεψε το μάγουλο.
«Ξέρεις πολλά πονηρή φατσούλα. Και δεν αφήνεις τίποτα άνευ σχολίου ε;»..
«Μίλησε μου για το νησί σου. Δεν έχω πάει ποτέ. Χαίρομαι που θα το γνωρίσω»
«Έχεις πάει, και έχεις ζήσει εκεί» είπε με το μυστήριο ύφος του.
«Καλά. Ό,τι πεις» είπε η Τζίνα  χαριτολογώντας. «Ο γιατρός είπε να λέμε ναι…» συμπλήρωσε με ένα πλατύ αφοπλιστικό χαμόγελο.
«Λοιπόν» ξεκίνησε ο Πάνδανος με ύφος διδασκάλου. «Σύμφωνα με τους ιστορικούς, οι πρώτοι κάτοικοι της Καλύμνου ήταν οι Κάρες, που εγκαταστάθηκαν στο νησί από την 2η χιλιετία π.χ. ή και παλαιότερα.
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο τον 11ο π.χ αιώνα  Δωριείς άποικοι από την Επίδαυρο αποίκησαν  στην Κώ την Νίσυρο και την Κάλυμνο. Η Κάλυμνος τότε έγινε Δωρική Αποικία. Πολλοί από τους Κάρες την εγκατέλειψαν και εγκαταστάθηκαν στις απέναντι  ακτές της Μικράς Ασίας, οι οποίες  ονομάσθηκαν Καρία».

Η αλήθεια είναι ότι ο τρόπος που  μιλούσε είχε μια σαγήνη. Η Τζίνα μαγευόταν  να τον ακούει. Η φωνή του είχε κάτι εξωκοσμικό.  Ήταν ήρεμη και σταθερή. Η χροιά της βελούδινη και απαλή. Όταν σου εξιστορούσε γεγονότα, χωρίς να το καταλάβεις βρισκόσουν μέσα στον χώρο, τον χρόνο και την εικόνα που άκουγες. Αυτή είναι μια ικανότητα που λίγοι άνθρωποι έχουν.
Παράγγειλε ένα καπουτσίνο με σαντιγί και κανέλλα. Βολεύτηκε πιο αναπαυτικά στην πολυτελή πολυθρόνα του πλοίου. Πάντα ταξίδευε πρώτη θέση από ό,τι είπε στην Τζίνα. Η κουλτούρα κουλτούρα, και η χλίδα χλίδα.
 Στη σκέψη της Τζίνας ήρθε η εικόνα που βλέπαμε παλιά στα μαγαζιά, «ο πωλών τοις μετρητοίς» και γέλασε.
«Να συνεχίσω ή σε κούρασα γλυκιά μου; Αλήθεια θα μου πεις τι σκέφτεσαι και χαμογελάς;» είπε  και της πρόσφερε ένα πουράκι.
Του έγνεψε να συνεχίσει. Ένοιωθε παράξενα όμορφα. Ζούσε ένα παραμύθι.
«Επί τουρκοκρατίας όπως και τα άλλα δωδεκάνησα, η Κάλυμνος είχε αυτονομία πληρώνοντας γι αυτή την αυτονομία της ένα είδος φόρου «μαχτού» το έλεγαν.
Αυτό το προνόμιο όμως δεν το έβλεπαν με καλό μάτι οι Τούρκικες αρχές. Έτσι το  1896 ο Αχμέτ Πασάς άρχισε να τρομοκρατεί  και να πολιορκεί το νησί, ζητώντας από τους προύχοντες να υπογράψουν ότι δέχονται στο νησί τους κάποια τουρκικά  προνόμια, κυρίως δικαστικά, και διοικητικά.
Οι προύχοντες  είχαν κρυφτεί στα βουνά  μέσα σε σπηλιές για να μην τους βρίσκουν οι Τούρκοι. Στο τέλος βέβαια οι Καλύμνιοι αναγκάστηκαν να δεχτούν «Καϊμακάμη». Το 1821 παρ’ ότι η σημαία της επανάστασης  σηκώθηκε και στην Κάλυμνο, το νησί παρέμεινε στην κατοχή των Τούρκων μέχρι το 1912, όταν ελευθερώθηκε από τους Ιταλούς «υποδουλωτές».»
Ανασηκώθηκε από την θέση του και κοίταξε έξω. 
Το καράβι βρισκόταν μεσοπέλαγα. Γλάροι ακολουθούσαν το φέρυ στο ταξίδι του. Ακούραστα πουλιά αυτοί οι γλάροι. Πήγαινε έλα, πήγαινε έλα, ταξίδι δίχως προορισμό. Έτσι για το κέφι τους και μόνο.
Ο Πάνδανος άρχισε να απαγγέλλει
«Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,
αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κι επιθυμία παλιά ξαναπερνά στο αίμα,
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
και αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,
Όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται….»
 «Καβάφης»… είπε κουνώντας περίεργα το κεφάλι του, και στράφηκε χαμογελώντας προς την Τζίνα.
Πρόσεξε πάλι αυτό το αλλόκοτο στο βλέμμα του. Ανησύχησε μέσα της για μια ακόμα φορά. Δεν άφησε όμως το συναίσθημα να την κυριεύσει.
«Λοιπόν; οι Ιταλοί σαν «ελευθερωτές» πώς ήταν;» ρώτησε αποφορτίζοντας την ατμόσφαιρα.
Κάθισε στη πολυθρόνα του ξανά. Άναψε ένα πουράκι με χαρακτηριστικά ήρεμες κινήσεις κοιτώντας το πέλαγο.
«Στην αρχή πήγαιναν κάπως καλά τα πράγματα» συνέχισε την αφήγηση, «όταν όμως εγκαταστάθηκε ο Φασισμός στην Ιταλία η κατάσταση έγινε άσχημη. Απαγορεύτηκε η Ελληνική γλώσσα. Παράλληλα θέλοντας να υπάγουν την εκκλησία της Δωδεκανήσου στο Βατικανό, επιχείρησαν να την κάνουν αυτοκέφαλη, και να μην ανήκει πια στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Οι Καλύμνιοι αντέδρασαν έντονα σε αυτό. Έκλεισαν για δύο ολόκληρα χρόνια τις  εκκλησίες τους. Το 1935 μάλιστα οι γυναίκες του νησιού πρωτοστατούν  στον περίφημο πετροπόλεμο εναντίον των Ιταλών. Τους φτάνουν μέχρι την θάλασσα. Οι Ιταλοί καλούν ενισχύσεις από άλλα νησιά. Πυροβολούν το άοπλο πλήθος. Σκοτώνουν άμαχο πληθυσμό. Τέλος συλλαμβάνουν άντρες και γυναίκες και τους κλείνουν στα μπουντρούμια την Ρόδου και της Κώ.»
«Είναι αλήθεια Δημοσθένη ότι η Κάλυμνος είναι κοινωνία μητριαρχική;» ρώτησε η Τζίνα.
«Ναι καλή μου. Και ο λόγος είναι απλός. Οι άντρες λείπουν τις περισσότερες μέρες του χρόνου στα σφουγγαράδικα. Επόμενο είναι οι γυναίκες να έχουν πλήρη ευθύνη, αλλά και τον έλεγχο της οικογένειας. Αυτές κρατούν τα ηνία. Οι άντρες τρέφουν μεγάλο σεβασμό προς τις γυναίκες, και τους το δείχνουν με κάθε τρόπο»
«Έτσι εξηγείται η ευγένεια σου προς το φύλλο μου κύριε Δημοσθένη; Α.. κι εγώ νόμιζα ότι είχα την αποκλειστικότητα αυτής της συμπεριφοράς». Είπε η Τζίνα γελώντας για να τον πειράξει..
«Καλή μου θα δεις σύντομα πως για μένα είσαι κάτι αποκλειστικά σημαντικό. Θα το μάθεις πολύ σύντομα», της απάντησε με το γνωστό πια μυστηριώδες ύφος του.
 Άντε πάλι τα μυστικά της «Χαμένης Κιβωτού». Εντάξει μωρό μου, try me που λένε και οι εγγλέζοι. Δεν ξέρεις τι εστί Τζίνα. Να δούμε επιτέλους την μεγάλη σου αποκάλυψη, που μάλλον αποκαθήλωση μου μυρίζει.

Η Τζίνα χαλάρωσε στην πολυθρόνα. Πρέπει να την πήρε ύπνος, γιατί όταν άνοιξε τα μάτια της στο κάλεσμα του Δημοσθένη, ο ήλιος ήταν κοντά στη δύση του.
«Έλα να απολαύσεις χρώματα ζωγραφιά μου» της είπε χαμογελαστός ο Δημοσθένης και την τράβηξε ελαφρά από το χέρι οδηγώντας την στο κατάστρωμα.
«Το βασίλεμα του ήλιου είναι μια μαγεία. Ένα όνειρο που περιέχει χιλιάδες περιγραφές και ερμηνείες. Οι αποχρώσεις του γαλάζιου είναι το συναίσθημα, και οι μεταμορφώσεις των νεφών οι λέξεις. Μάλλον έχεις δίκιο μικρή μου για την κοινή γλώσσα των χρωμάτων» της είπε ψιθυριστά καθώς η Τζίνα κοιτούσε με τα νυσταγμένα της μάτια τον ορίζοντα. 
΄Έμειναν εκεί χωρίς να μιλούν μέχρι που ο ήλιος πήρε την τελική του βουτιά και πήγε για ύπνο.

Είχε νυχτώσει για τα καλά όταν κατέβηκαν στο λιμάνι.
Ο Δημοσθένης ήθελε να πάνε κατευθείαν στο χωριό. Θα έμεναν στο σπίτι του. Την περίμενε μια έκπληξη της είπε.
Η Τζίνα αρνήθηκε σθεναρά. «Δεν μπορώ να περάσω την νύχτα μου με κάποιον ουσιαστικά άγνωστο, και μάλιστα σε ένα σπίτι στο πουθενά. Δεν μπορώ Δημοσθένη. Συγνώμη. Πήγαινε μόνος στο σπίτι σου. Εγώ θα μείνω στο ξενοδοχείο και το πρωί με το φως της μέρας θα πάμε στο περιβόητο «σπίτι». ΄Η μήπως δεν υπάρχει τέτοιο;» Είπε η Τζίνα φανερά εκνευρισμένη από την επιμονή του.
«Εντάξει καλή μου. Θα μείνω και εγώ στο ξενοδοχείο. Δεν καταλαβαίνω τους φόβους σου. Δεν είχα πρόθεση να σε πειράξω. Κάπου με θίγει αυτή η μομφή αλλά θα το σεβαστώ. Το πρωί θα σε ξυπνήσω πρωί όμως εντάξει;» Είπε εκνευρισμένος και αυτός. Έβλεπε όμως ότι όσο και να προσπαθούσε δεν είχε την παραμικρή πιθανότητα να υποχωρήσει η Τζίνα.
Έκλεισε δύο δωμάτια σε ένα πολυτελές Ξενοδοχείο της παραλίας και αφού έφαγαν σχεδόν σιωπηλοί, πήγαν για ύπνο. 
Ένα υπέροχο πρωινό ξημέρωσε στο νησί των σφουγγαράδων.
Η Τζίνα είχε έναν ανήσυχο ύπνο.
Δεν ήταν ακριβώς ανασφάλεια αυτό που ένοιωθε. Ήταν κάτι διαφορετικό. Βρισκόταν σε ένα νησί με έναν άνθρωπο που της προκαλούσε κάτι μεταξύ θαυμασμού και φόβου. Ύψους και βάθους. Δεν μπορούσε να  προσδιορίσει τι ακριβώς. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι δεν την συγκινούσε ερωτικά.
Εκείνος αντίθετα έδειχνε να θεωρεί δεδομένο ότι η Τζίνα ήταν «μαζί του». Δεν το έλεγε αλλά το έδειχνε με τον τρόπο του.  Και η Τζίνα το εισέπραττε, χωρίς όμως συγκεκριμένη πρόκληση ώστε να  μπορεί να αντιδράσει.
Αυτό την ενοχλούσε. Όμως την  έκαιγε να φτάσει στο στόχο. Να δει το αρχοντικό εκείνο των ονείρων της. Την σαγήνευε η ιδέα να μάθει (αν ήταν αλήθεια, γιατί είχε τις αμφιβολίες της) την ιστορία αυτού του σπιτιού, και την σχέση που μπορεί να είχε με την προηγούμενη ζωή της.
«Είμαι θεότρελη», είπε η Τζίνα καθώς ντυνόταν για την «ηρωική»επίσκεψη στον κόσμο των «πνευμάτων». «Όμως είναι γοητευτικό. Από παιδί το έχω το ψώνιο να ψάχνομαι για το «πόθεν έσχες»της ύπαρξης μου. Άλλωστε δεν έχω δει την Κάλυμνο. Δεν με χαλάει ένα ωραίο τουρ.  Και ο Πανδανούλης τι μπορεί να μου κάνει; Να με βιάσει; Ε! Δεν νομίζω»  συνέχισε να μιλά μόνη της ενώ έβαζε στην μηχανή της φιλμ .
Συναντήθηκαν στο εστιατόριο του ξενοδοχείου για το πρωινό.
Ο Δημοσθένης ήταν ήδη εκεί. Μόλις είδε την Τζίνα σηκώθηκε και της τράβηξε την καρέκλα για να καθίσει αφού πρώτα της φίλησε το χέρι.
«Καλημέρα γλυκιά Αφροδίτη»
«Είσαι πολύ καλός Δημοσθένη. Σ’ ευχαριστώ..» του είπε χαμογελώντας. «Συγνώμη για χθές βράδυ, ήμουν λίγο στριμμένη. Με πιάνει που και που… Φίλοι;»
«Δεν θυμάμαι να έγινε τίποτα χθες βράδυ καλή μου» της είπε και γελώντας σήκωσε το χέρι του με την παλάμη στραμμένη προς τα πάνω. «Ομνύομαι πίστην και αγάπην αιώνιον στη Θεά του κάλλους, της αναζήτησης, και της αντίδρασης  Γεωργίας»..
«Χα..χα… η χλαμύδα μόνο σου λείπει Δημοσθένη. Θα ήσουν ο τέλειος αρχαίος έλλην»…
«Είσαι έτοιμη για δυνατές συγκινήσεις;» Της πέταξε κοιτάζοντας την με το σαγηνευτικό του βλέμμα. «Μπορεί να αλλάξει η ζωή σου σήμερα. Είσαι έτοιμη για κάτι τέτοιο;»
«Μα…μόνο για δυνατές συγκινήσεις είμαι έτοιμη καρδιά μου» είπε η Τζίνα  χαριτολογώντας για να κρύψει την ταραχή της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου