Κυριακή 22 Μαρτίου 2015

"Ελεύθεροι Πολιορκημένοι" Διονύσιος Σολωμός

Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι είναι ένα από τα κορυφαία ποιητικά συνθέματα του Διονύσιου Σολωμού που φαίνεται ότι τον «απασχόλησε στο μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του», καθώς και ένα από τα πιο σημαντικά έργα της νεότερης ελληνικής ποίησης. Γραμμένο σε δεκαπεντασύλλαβο, το έργο είναι εμπνευσμένο από τα γεγονότα της πολιορκίας και της Εξόδου του Μεσολογγίου κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821.
Ο δημιουργός του ασχολήθηκε με τη σύνθεσή του σχεδόν σε ολόκληρη τη διάρκεια της λεγόμενης ώριμης ποιητικής περιόδου της ζωής του (1834-1847), γεγονός που κάνει το έργο «οργανικό» ποίημα, από την άποψη ότι στη μακρά διάρκεια της ανάπτυξής του αποτυπώνει την εξέλιξη των ιδεών του ποιητή. Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, είναι ένα από τα πιο αποσπασματικά έργα του. Παραδόθηκε με τη μορφή τριών σχεδιασμάτων, ύστερα από προσεκτική μελέτη των αρχείων του ποιητή από τον Ιάκωβο Πολυλά, ο οποίος το εξέδωσε για πρώτη φορά.
Θέμα
Πηγή έμπνευσης των Ελεύθερων Πολιορκημένων είναι ο αγώνας των υπερασπιστών του Μεσολογγίου, κατά τη δεύτερη πολιορκία του από τους Οθωμανούς, που κράτησε σχεδόν ένα χρόνο (1825-1826) και κορυφώθηκε με την απέλπιδα έξοδο της Κυριακής των Βαΐων στις 10 Απριλίου 1826. Ο Σολωμός στο έργο του επιχειρεί να αναδείξει σε ποιητικό λόγο το ηθικό μεγαλείο των Ελλήνων αγωνιστών που οδηγούνται με πλήρη συνείδηση στη θυσία για την κατάκτηση της πνευματικής ελευθερίας τους.
Περιεχόμενο
Το έργο δεν είναι ένα ενιαίο ποίημα, αλλά αποτελείται από τρία σχεδιάσματα σε αποσπασματική μορφή. Το Α΄ Σχεδίασμα, έχει λυρικό ύφος. Το Β΄ Σχεδίασμα, που περιέχειτα πιο σημαντικά σε ποιητική σύλληψη κομμάτια, αποτελείται από συνολικά 61 αποσπάσματα, γραμμένα σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο με ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία. Συντέθηκε κατά την παραμονή του ποιητή στην Κέρκυρα, κατά το διάστημα 1833-1844. Τέλος, το Γ΄ Σχεδίασμα, περιλαμβάνει 15 ποιητικά αποσπάσματα και συντέθηκε από το 1844 ως το τέλος της ζωής του Σολωμού.
Στα Β΄ και Γ΄ Σχεδίασματα μεταξύ των ποιητικών αποσπασμάτων παρεμβάλλονται και πεζά τμήματα, που ήταν χειρόγραφα σχέδια του Σολωμού γραμμένα στα ιταλικά, και τα οποία μεταφράστηκαν και εντάχθηκαν στο σώμα του έργου από τον Ιάκωβο Πολυλά. Υπάρχουν, επίσης, και επιπρόσθετα πεζά τμήματα, τα οποία έγραψε ο Πολυλάς για την περαιτέρω κατανόηση του κάθε αποσπάσματος και τη σύνδεση μεταξύ τους.
Η κεντρική ιδέα του έργου, όπως αναλύεται στα σχέδια του Σολωμού, είναι ο αγώνας των πολιορκημένων ενάντια στις κακουχίες, ενώ γίνονται πραγματικά ελεύθεροι με την πνευματική νίκη ενάντια σε μια σειρά από πειρασμούς. Γίνεται λόγος για την εσωτερική ελευθερία της θέλησης να υπερβούν όλα αυτά που απειλούν τη δυναμικότητα της αντίστασής τους, όχι μόνο την πείνα και τη σωματική εξασθένηση αλλά και κάθε πειρασμού που προσφέρει η ίδια η ομορφιά της φύσης.
Το έργο εξιστορεί τις τελευταίες ημέρες της πολιορκίας, που συνέβη κατά τη διάρκεια της άνοιξης, λίγο πριν το Πάσχα. Δύο τα πιο χαρακτηριστικά αποσπάσματά του αναφέρονται στην ομορφιά της φύσης κατά την εποχή αυτή.
Η γλώσσα των Ελεύθερων Πολιορκημένων είναι δημοτική με τους ιδιωματισμούς και τις ιδιοτυπίες που χαρακτηρίζουν τον Σολωμό.
Πηγή:ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Ελεύθεροι Πολιορκημένοι
 
 
 
"Ακρα του ταφου σιωπή

ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Α´

I.

Τότες ἐταραχτήκανε τὰ σωθικά μου, καὶ ἔλεγα πὼς ἦρθε ὥρα νὰ ξεψυχήσω· κ᾿ εὑρέθηκα σὲ σκοτεινὸ τόπο καὶ βροντερό, ποὺ ἐσκιρτοῦσε σὰν κλωνὶ στάρι ῾ς τὸ μύλο ποὺ ἀλέθει ὀγλήγορα, ὡσὰν τὸ χόχλο ῾ς τὸ νερὸ ποὺ ἀναβράζει᾿ ἐτότες ἐκατάλαβα πὼς ἐκεῖνο ἤτανε τὸ Μεσολόγγι· ἀλλὰ δὲν ἔβλεπα μήτε τὸ κάστρο, μήτε τὸ στρατόπεδο, μήτε τὴ λίμνη, μήτε τὴ θάλασσα, μήτε τὴ γῆ ποὺ ἐπάτουνα, μήτε τὸν οὐρανό᾿ ἐκατασκέπαζε ὅλα τὰ πάντα μαυρίλα καὶ πίσσα, γιομάτη λάμψι, βροντή, καὶ ἀστροπελέκι· καὶ ὕψωσα τὰ χέρια μου καὶ τὰ μάτια μου νὰ κάνω δέηση, καὶ ἰδοὺ μές᾿ ῾ς τὴν καπνίλα μία μεγάλη γυναίκα μὲ φόρεμα μαῦρο σὰν τοῦ λαγοῦ τὸ αἷμα, ὅπου ἡ σπίθα ἔγγιζε κ᾿ ἐσβενότουνε· καὶ μὲ φωνή, ποὺ μοῦ ἐφαίνονταν πὼς νικάει τὴν ταραχὴ τοῦ πολέμου, ἄρχισε·
«Τὸ χάραμα ἐπῆρα
Τοῦ Ἥλιου τὸ δρόμο,
Κρεμώντας τὴ λύρα
Τὴ δίκαιη ῾ς τὸν ὦμο,
Κι᾿ ἀπ᾿ ὅπου χαράζει
Ὡς ὅπου βυθᾶ,
Τὰ μάτια μου δὲν εἶδαν τόπον ἐνδοξότερον ἀπὸ τοῦτο τὸ ἁλωνάκι.»

II.

Παράμερα στέκει
Ὁ ἄντρας καὶ κλαίει·
Ἀργὰ τὸ τουφέκι
Σηκώνει, καὶ λέει·
«Σὲ τοῦτο τὸ χέρι
»Τί κάνεις ἐσύ;
»Ὁ ἐχθρός μου τὸ ξέρει
»Πῶς μοῦ εἶσαι βαρύ.»
Τῆς μάνας ὢ λαύρα!
Τὰ τέκνα τριγύρου
Φθαρμένα καὶ μαῦρα,
Σὰν ἴσκιους ὀνείρου·
Λαλεῖ τὸ πουλάκι
῾Σ τοῦ πόνου τὴ γῆ,
Καὶ βρίσκει σπειράκι,
Καὶ μάννα φθονεῖ.

III.

Γροικοῦν νὰ ταράζῃ
Τοῦ ἐχθροῦ τὸν ἀέρα
Μίαν ἄλλη, ποὺ μοιάζει
Τ᾿ ἀντίλαλου πέρα·
Καὶ ξάφνου πετειέται
Μὲ τρόμου λαλιά·
Πολληώρα γροικειέται
Κι᾿ ὁ κόσμος βροντᾶ.

IV.

Ἀμέριμνον ὄντας
Τ᾿ Ἀράπη τὸ στόμα
Σφυρίζει, περνώντας
῾Σ τοῦ Μάρκου τὸ χῶμα·
Διαβαίνει, κι᾿ ἀγάλι
Ξαπλώνετ᾿ ἐκεῖ,
Ποὺ ἐβγῆκ᾿ ἡ μεγάλη
Τοῦ Μπάϊρον ψυχή.

V.

Προβαίνει καὶ κράζει
Τὰ ἔθνη σκιασμένα.

VI.

Καὶ ὢ πείνα καὶ φρίκη!
Δὲ σκούζει σκυλί!

VII.

Καὶ ἡ μέρα προβαίνει,
Τὰ νέφια συντρίβει·
Νά, ἡ νύχτα ποὺ βγαίνει,
Κι ἀστέρι δὲν κρύβει.

ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Β´

Ι.

Ἄκρα τοῦ τάφου σιωπὴ στὸν κάμπο βασιλεύει·
Λαλεῖ πουλί, παίρνει σπειρί, κ᾿ ἡ μάνα τὸ ζηλεύει.
Τὰ μάτια ἡ πείνα ἐμαύρισε· στὰ μάτια ἡ μάνα μνέει·
Στέκει ὁ Σουλιώτης ὁ καλὸς παράμερα, καὶ κλαίει:
«Ἔρμο τουφέκι σκοτεινό, τί σ᾿ ἔχω ῾γὼ στὸ χέρι;
Ὁποῦ σὺ μοὔγινες βαρὺ κι ὁ Ἀγαρηνὸς τὸ ξέρει.»

ΙΙ.

Τὸ Μεσολόγγι ἔπεσε τὴν ἄνοιξη· ὁ ποιητὴς παρασταίνει τὴν Φύση, εἰς τὴ στιγμὴ ποὺ εἶναι ὡραιότερη, ὡς μία δύναμη, ἡ ὁποία, μὲ ὅλα τ᾿ ἄλλα καὶ ὑλικὰ καὶ ἠθικὰ ἐνάντια, προσπαθεῖ νὰ δειλιάση τοὺς πολιορκημένους· ἰδοὺ οἱ Στοχασμοὶ τοῦ ποιητῆ:Ἡ ζωὴ ποὺ ἀνασταίνεται μὲ ὅλες της τὲς χαρές, ἀναβρύζοντας ὁλοῦθε, νέα, λαχταριστή, περιχυνόμενη εἰς ὅλα τὰ ὄντα· ἡ ζωὴ ἀκέραιη, ἀπ᾿ ὅλα της φύσης τὰ μέρη, θέλει νὰ καταβάλῃ τὴν ἀνθρώπινη ψυχή· θάλασσα, γῆ, οὐρανός, συγχωνευμένα, ἐπιφάνεια καὶ βάθος συγχωνευμένα, τὰ ὁποῖα πάλι πολιορκοῦν τὴν ἀνθρώπινη φύση στὴν ἐπιφάνεια καὶ εἰς τὸ βάθος της.
Ἡ ὡραιότης τῆς φύσης, ποὺ τοὺς περιτριγυρίζει, αὐξαίνει εἰς τοὺς ἐχθροὺς τὴν ἀνυπομονησία νὰ πάρουν τὴ χαριτωμένη γῆ, καὶ εἰς τοὺς πολιορκημένους τὸν πόνο ὅτι θὰ τὴ χάσουν.
 Ὁ Ἀπρίλης μὲ τὸν Ἔρωτα χορεύουν καὶ γελοῦνε,
κι ὅσ᾿ ἄνθια βγαίνουν καὶ καρποὶ τόσ᾿ ἄρματα σὲ κλειοῦνε.Λευκὸ βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει
Καὶ μὲς τὴ θάλασσα βαθειὰ ξαναπετειέται πάλι,
Κι᾿ ὁλόλευκο ἐσύσμιξε μὲ τ᾿ οὐρανοῦ τὰ κάλλη.
Καὶ μὲς τῆς λίμνης τὰ νερά, ὅπ᾿ ἔφθασε μ᾿ ἀσπούδα
Ἔπαιξε μὲ τὸν ἴσκιο τῆς γαλάζια πεταλούδα,
Ποὺ εὐωδίασε τὸν ὕπνο της μέσα στὸν ἄγριο κρίνο·
Τὸ σκουληκάκι βρίσκεται σ᾿ ὥρα γλυκειὰ κ᾿ ἐκεῖνο.
Μάγεμα ἡ φύσις κι᾿ ὄνειρο στὴν ὀμορφιὰ καὶ χάρη,
Ἡ μαύρη πέτρα ὁλόχρυση καὶ τὸ ξερὸ χορτάρι·
Μὲ χίλιες βρύσες χύνεται, μὲ χίλιες γλῶσσες κρένει:
Ὅποιος πεθάνῃ σήμερα χίλιες φορὲς πεθαίνει.
Τρέμ᾿ ἡ ψυχὴ καὶ ξαστοχᾶ γλυκὰ τὸν ἑαυτό της.

III.

Ἐνῷ ἀκούεται τὸ μαγευτικὸ τραγούδι τῆς ἄνοιξης, ὁποῦ κινδυνεύει νὰ ξυπνήση εἰς τοὺς πολιορκημένους τὴν ἀγάπη τῆς ζωῆς τόσον, ὥστε νὰ ὀλιγοστέψῃ ἡ ἀντρεία τους, ἕνας τῶν Ἑλλήνων πολεμάρχων σαλπίζει κράζοντας τοὺς ἄλλους εἰς συμβούλιο, καὶ ἡ σβημένη κλαγγή, ὁποῦ βγαίνει μέσ᾿ ἀπὸ τὸ ἀδυνατισμένο στῆθος του, φθάνοντας εἰς τὸ ἐχθρικὸ στρατόπεδο παρακινεῖ ἕναν Ἀράπη νὰ κάμῃ ὅ,τι περιγράφουν οἱ στίχοι 4-12.
«Σάλπιγγα, κόψ᾿ τοῦ τραγουδιοῦ τὰ μάγια μὲ βία,
γυναικός, γέροντος, παιδιοῦ, μὴν κόψουν τὴν ἀντρεία».Χαμένη, ἀλίμονο, κι ὀκνὴ τὴ σάλπιγγα γρικάει·
ἀλλὰ πῶς φθάνει στὸν ἐχθρὸ καὶ κάθ᾿ ἠχὼ ξυπνάει;
Γέλιο στὸ σκόρπιο στράτευμα σφοδρὸ γεννοβολιέται,
κι ἡ περιπαίχτρα σάλπιγγα μεσουρανὶς πετιέται·
καὶ μὲ χαρούμενη πνοὴ τὸ στῆθος τὸ χορτᾶτο,
τ᾿ ἀράθυμο, τὸ δυνατό, κι ὅλο ψυχὲς γιομᾶτο,
βαρώντας γύρου ὁλόγυρα, ὁλόγυρα καὶ πέρα,
τὸν ὄμορφο τρικύμισε καὶ ξάστερον ἀέρα·
τέλος μακριὰ σέρνει λαλιά, σὰν τὸ πεσούμεν᾿ ἄστρο,
τρανὴ λαλιά, τρόμου λαλιά, ρητὴ κατὰ τὸ κάστρο.

IV.

Μόλις ἔπαυσε τὸ σάλπισμα ὁ Ἀράπης, μία μυριόφωνη βοὴ ἀκούεται εἰς τὸ ἐχθρικὸ στρατόπεδο, καὶ ἡ βίγλα τοῦ κάστρου, ἀχνὴ σὰν τὸ Χάρο, λέει τῶν Ἑλλήνων: «Μπαίνει ὁ ἐχθρικὸς στόλος». Τὸ πυκνὸ δάσος ἔμεινε ἀκίνητο εἰς τὰ νερά, ὅπου ἡ ἐλπίδα ἀπάντεχε νὰ ἰδεῖ τὰ φιλικὰ καράβια. Τότε ὁ ἐχθρὸς ἐξανανέωσε τὴν κραυγή, καὶ εἰς αὐτὴν ἀντιβόησαν οἱ νεόφθαστοι μέσ᾿ ἀπὸ τὰ καράβια. Μετὰ ταῦτα μία ἀκατάπαυτη βροντὴ ἔκανε τὸν ἀέρα νὰ τρέμει πολλὴ ὥρα, καὶ εἰς αὐτὴ τὴν τρικυμία
Ἡ μαύρη γῆ σκιρτᾶ ὡς χοχλὸ μὲς τὸ νερὸ ποὺ βράζει.
- Ἕως ἐκείνη τὴ στιγμὴ οἱ πολιορκημένοι εἶχαν ὑπομείνει πολλοὺς ἀγῶνες μὲ κάποιαν ἐλπίδα νὰ φθάσῃ ὁ φιλικὸς στόλος, καὶ νὰ συντρίψῃ ἴσως τὸν σιδερένιο κύκλο ὁποῦ τοὺς περιζώνει· τώρα ὁποῦ ἔχασαν κάθε ἐλπίδα, καὶ ὁ ἐχθρὸς τοὺς τάζει νὰ τοὺς χαρίσῃ τὴ ζωὴ ἂν ἀλλαξοπιστήσουν, ἡ ὑστερινή τους ἀντίσταση τοὺς ἀποδείχνει Μάρτυρες.

V.

. . . . . . . . . . Στὴν πεισμωμένη μάχη
σφόδρα σκιρτοῦν μακριὰ πολὺ τὰ πέλαγα κι οἱ βράχοι,
καὶ τὰ γλυκοχαράματα, καὶ μὲς στὰ μεσημέρια,
κι ὅταν θολώσουν τὰ νερά, κι ὅταν ἐβγοῦν τ᾿ ἀστέρια.
Φοβοῦνται γύρου τὰ νησιά, παρακαλοῦν καὶ κλαῖνε,
κι οἱ ξένοι ναύκληροι μακριὰ πικραίνονται καὶ λένε:
«Ἀραπιᾶς ἄτι, Γάλλου νοῦς, σπαθὶ Τουρκιᾶς, μολύβι,
πέλαγο μέγα βράζ᾿ ὁ ἐχθρὸς πρὸς τὸ φτωχὸ καλύβι.

VI.

Ἕνας πολέμαρχος ξάφνου ἀπομακραίνεται ἀπὸ τὸν κύκλο, ὅπου εἶναι συναγμένοι εἰς συμβούλιο γιὰ τὸ γιουροῦσι, γιατὶ τὸν ἐπλάκωσε ἡ ἐνθύμηση, τρομερὴ εἰς ἐκείνη τὴν ὥρα τῆς ἄκρας δυστυχίας, ὅτι εἰς ἐκεῖνο τὸ ἴδιο μέρος, εἰς τὲς λαμπρὲς ἡμέρες τῆς νίκης, εἶχε πέσει κοπιασμένος ἀπὸ τὸν πολεμικὸ ἀγῶνα, καὶ αὐτοῦ ἐπρωτάκουσε, ἀπὸ τὰ χείλη τῆς ἀγαπημένης του, τὸν ἀντίλαλο τῆς δόξας του, ὁποία ἕως τότε εἶχε μείνει ἄγνωστη εἰς τὴν ἁπλὴ καὶ ταπεινὴ ψυχή του.
Μακρυὰ ἀπ᾿ ὅπ᾿ ἦτα᾿ ἀντίστροφος κι᾿ ἀκίνητος ἐστήθη·
Μόνε σφοδρὰ βροντοκοποῦν τ᾿ ἀρματωμένα στήθη·Ἐχαμογέλασε πικρὰ κι ὁλούθενε κοιτάζει·
κι ἀνεῖ πολὺ τὰ βλέφαρα τὰ δάκρυα νὰ βαστάξουν:
-«Ἐκεῖ ῾ρθε τὸ χρυσότερο ἀπὸ τὰ ὀνείρατά μου·
μὲ τ᾿ ἅρματ᾿ ὅλα βρόντησα τυφλός του κόπου χάμου.
Φωνή ῾πε: «Ὁ δρόμος σου γλυκὸς καὶ μοσχοβολισμένος·
στὴν κεφαλή σου κρέμεται ὁ ἥλιος μαγεμένος·
παλληκαρᾶ καὶ μορφονιέ, γειά σου, καλέ, χαρά σου!
Ἄκου, νησιά, στεριὲς τῆς γῆς, ἐμάθαν τ᾿ ὄνομά σου! -
Τοῦτος, ἄχ, ποῦ ῾ν᾿ ὁ δοξαστὸς κι ἡ θεϊκιὰ θωριά του;
Ἡ ἀγκάλη μ᾿ ἔτρεμ᾿ ἀνοιχτὴ κατὰ τὰ γόνατά του».
Ἔρριξε χάμου τὰ χαρτιὰ μὲ τσ᾿ εἴδησες τοῦ κόσμου
ἡ κορασιὰ τρεμάμενη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Χαρὰ τῆς ἔσβυε τὴ φωνὴ ποὖν᾿ τώρα ἀποσβυμένη·
ἄμε, χρυσ᾿ ὄνειρο, καὶ σὺ μὲ τὴ σαβανωμένη!
Ἐδῶ ῾ναι χρεία νὰ κατεβῶ, νὰ σφίξω τὸ σπαθί μου,
πρὶν ὅλοι χάσουν τὴ ζωή, κι ἐγ᾿ ὅλη τὴν πνοή μου·
τὰ λίγα ἀπομεινάρια τῆς πείνας καὶ τσ᾿ ἀντρείας,
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
γκόλφι νὰ τά ῾χω στὸ πλευρὸ καὶ νὰ τὰ βγάλω πέρα,
ποὺ μ᾿ ἔκραξαν μ᾿ ἀπαντοχή, φίλο, ἀδελφό, πατέρα·
Δρόμ᾿ ἀστραφτὰ νὰ σχίσω τοὺς σ᾿ ἐχθροὺς καλὰ θρεμμένους,
σ᾿ ἐχθροὺς πολλούς, πολλ᾿ ἄξιους, πολλὰ φαρμακωμένους·
νὰ μείνῃς, χῶμα πατρικό, γιὰ μισητὸ ποδάρι·
ἡ μαύρη πέτρα σου χρυσῆ καὶ τὸ ξερὸ χορτάρι.»
Ἦταν μὲ σένα τρεῖς χαρὲς στὴν πίκρα φυτρωμένες,
ὅμως γιὰ μένα στὴ χαρὰ τρεῖς πίκρες ριζωμένες».
«Θύρες ἀνοίξτ᾿ ὁλόχρυσες γιὰ τὴν γλυκειὰν ἐλπίδα.»

VII.

- «Κρυφὴ χαρά ῾στραψε σ᾿ ἐσέ· κάτι καλό ῾χει ὁ νοῦς σου
πές, νὰ τὸ ξεμυστηρευτεῖς θὲς τ᾿ ἀδελφοποιτοῦ σου;».-«Ψυχὴ μεγάλη καὶ γλυκειά, μετὰ χαρᾶς σ᾿ τὸ λέω:
Θαυμάζω τὲς γυναῖκες μας καὶ στ᾿ ὄνομά τους μνέω.
Ἐφοβήθηκα κάποτε μὴ δειλιάσουν καὶ τὲς ἐπαρατήρησα ἀδιάκοπα.
Ἀπόψε, ἐνῷ εἶχαν τὰ παράθυρα ἀνοιχτὰ γιὰ τὴ δροσιά, μία ἀπ᾿ αὐτές, ἡ νεώτερη, ἐπῆγε νὰ τὰ κλείσει, ἀλλὰ μία ἄλλη τῆς εἶπε: «Ὄχι, παιδί μου· ἄφησε νὰ ῾μπεῖ ἡ μυρωδιὰ ἀπὸ τὰ φαγητά· εἶναι χρεία νὰ συνηθίσουμε».
Κι ἔτσι λέγοντας ἐματάνοιξε τὸ παράθυρο, καὶ ἡ πολλὴ μυρωδιὰ τῶν ἀρωμάτων ἐχυνότουν μέσα κι ἐγιόμισε τὸ δωμάτιο.
Καὶ ἡ πρώτη εἶπε: «Καὶ τὸ ἀεράκι μας πολεμάει».
Μία ἄλλη ἔστεκε σιμὰ εἰς τὸ ἑτοιμοθάνατο παιδί της.
Καὶ ἄλλη εἶπε χαμογελώντας, νὰ διηγηθεῖ καθεμία τ᾿ ὄνειρό της.
Καὶ μία εἶπε: «Μοῦ ἐφαινότουν ὅτι ὅλοι ἐμεῖς, ἄντρες καὶ γυναῖκες, παιδιὰ καὶ γέροι, ἤμαστε ποτάμια, ποιὰ μικρά, ποιὰ μεγάλα, κι ἐτρέχαμε ἀνάμεσα εἰς τόπους φωτεινούς, εἰς τόπους σκοτεινούς, σὲ λαγκάδια, σὲ γκρεμούς, ἀπάνου κάτου, κι ἔπειτα ἐφθάναμε μαζὶ στὴ θάλασσα μὲ πολλὴ ὁρμή».
Καὶ μία δεύτερη εἶπε:
Ἐγώ ῾δα δάφνες. - Κι ἐγὼ φῶς ..............................
- Κι ἐγὼ σ᾿ φωτιὰ μίαν ὄμορφη π᾿ ἀστράφταν τὰ μαλλιά της.
Καὶ ἀφοῦ ὅλες ἐδιηγήθηκαν τὰ ὀνείρατά τους, ἐκείνη ποὖχε τὸ παιδὶ ἑτοιμοθάνατο εἶπε: «Ἰδές, καὶ εἰς τὰ ὀνείρατα ὁμογνωμοῦμε, καθὼς εἰς τὴ θέληση καὶ εἰς ὅλα τ᾿ ἄλλα ἔργα». Καὶ ὅλες οἱ ἄλλες ἐσυμφώνησαν κι ἐτριγυρίσαν μὲ ἀγάπη τὸ παιδί της πού ῾χε ξεψυχήσει.
Ἰδού, αὐτὲς οἱ γυναῖκες φέρνονται θαυμαστά· αὐτὲς εἶναι μεγαλόψυχες, καὶ λένε ὅτι μαθαίνουν ἀπό μας· δὲ δειλιάζουν, μολονότι τοὺς ἐπάρθηκε ἡ ἐλπίδα ποὺ εἶχαν νὰ γεννήσουν τέκνα γιὰ τὴ δόξα καὶ γιὰ τὴν εὐτυχία. Ἐμεῖς λοιπὸν μποροῦμε νὰ μάθουμε ἀπ᾿ αὐτὲς καὶ νὰ τὲς λατρεύουμε ἕως τὴν ὕστερη ὥρα.
Πές μου καὶ σὺ τώρα γιατί ἐχθές, ὕστερ᾿ ἀπὸ τὸ συμβούλιο, ἐνῷ ἐστεκόμαστε σιωπηλοί, ἀπομακρύνθηκες ταραγμένος·
Νὰ μοῦ τὸ πῇς νὰ τὄχω ῾γὼ γκολφισταυρὸ στὸν ἅδη.
Ἐχαμογέλασε πικρά, κι᾿ ὁλούθενε κοιτάζει·
Κι᾿ ἀνεῖ πολὺ τὰ βλέφαρα τὰ δάκρυα νὰ βαστάξουν.

VIII.

Παρασταίνεται ὁ Ἰμπραῒμ Πασὰς συλλογιζόμενος τὴ σημαντικότητα τῆς γῆς, τὴν ὁποία θέλει νὰ κυριέψῃ, καὶ τὸν πόνο καὶ τὴν ἐντροπή του ἂν δὲν τὸ κατορθώσῃ.
Καθὼς ἐκεῖ στὴν Ἀραπιά . . . . . . . .
Χύνεται ἀνάερα τὸ σκυλὶ τῆς δίψας λυσσασμένο.Μὲς τὴν ψυχὴ τὴν ἀγροικᾶ σὰ σπίθα στὴ φωτιά της.
Καὶ συχνὰ τοὖ ῾π᾿ ἡ ἀράθυμη καὶ τρίσβαθη ψυχή του:
«Κάμποι, βουνὰ καρπόφορα, καὶ λίμνη ὡραία καὶ πλούσια.»
Σ᾿ τουφέκι ἀλλάξαν καὶ σπαθὶ τὸ δίχτυ καὶ τ᾿ ἀγκίστρι.».
«Μάνα καλὴ παληκαριῶν, καὶ κάμε τη δική σου.»
«Αἰώνια ἤθελ᾿ ἤτανε ὁ πόνος κι ἡ ντροπή μου.»

IX.

Ἐτοῦτ᾿ εἶν᾿ ὕστερη νυχτιά· ὅλα τ᾿ ἀστέρια βγάνει·
ὁλονυχτὶς ἀνέβαινε ἡ δέηση, τὸ λιβάνι.
Ὁ Ἀράπης, τραυηγμένος ἀπὸ τὴ μυρωδιὰ ποὺ ἐσκορποῦσε τὸ θυμίαμα, περίεργος καὶ ἀνυπόμονος, μὲ βιαστικὰ πατήματα πλησιάζει εἰς τὸ τεῖχος,
Καὶ ἀπάνου, ἀνάγκη φοβερή! σκυλὶ δὲν τοῦ ῾λυχτάει.
Καὶ ἀκροάζεται· ἀλλὰ τὴ νυχτικὴ γαλήνη δὲν ἀντίσκοβε μήτε φωνή, μήτε κλάψα, μήτε ἀναστεναγμός· ἤθελε πεῖς ὅτι εἶχε παύσει ἡ ζωή· οἱ ἥρωες εἶναι ἑνωμένοι καί, μέσα τους λόγια λένε
Γιὰ τὴν αἰωνιότητα, ποὺ μόλις τὰ χωράει·
Στὰ μάτια καὶ στὸ πρόσωπο φαίνονται οἱ στοχασμοί τους·
Τοὺς λέει μεγάλα καὶ πολλὰ ἡ τρίσβαθη ψυχή τους.
Ἀγάπη κι ἔρωτας καλοῦ τὰ σπλάχνα τους τινάζουν.
Τὰ σπλάχνα τους κι ἡ θάλασσα ποτὲ δὲν ἡσυχάζουν·/
Γλυκιὰ κι ἐλεύθερ᾿ ἡ ψυχὴ σὰ νά ῾τανε βγαλμένη,
Κι ὑψῶναν μὲ χαμόγελο τὴν ὄψη τὴ φθαρμένη.

Χ.

Ἀφοῦ ἔκαψαν τὰ κρεβάτια, οἱ γυναῖκες παρακαλοῦν τοὺς ἄντρες νὰ τὲς ἀφήσουν νὰ κάμουνε ἀντάμα, εἰς τὸ σπήλαιο, τὴν ὑστερινὴ δέηση. Μι᾿ ἀπ᾿ αὐτές, ἡ γεροντότερη, μιλεῖ γιὰ τὲς ἄλλες: «Ἄκουσε, παιδί μου, καὶ τοῦτο ἀπὸ τὸ στόμα μου,
Ποὖμ᾿ ὅλη κάτου ἀπὸ τὴ γῆ κι᾿ ἕνα μπουτσούνι ἀπ᾿ ἔξω.
Ὁρκίζουν σε στὴ στάχτ᾿ αὐτὴ . . . . . . . . . . . . . . . . .
Καὶ στὰ κρεβάτια τ᾿ ἄτυχα μὲ τὸ σεμνὸ στεφάνι·
N᾿ ἀφῆστε σᾶς παρακαλοῦν νὰ τρέξουμε σ᾿ ἐκεῖνο,
Νὰ κάμουμ᾿ ἅμα τὸ στερνὸ χαιρετισμὸ καὶ θρῆνο.»Κι᾿ ἐπειδὴ ἐκεῖνος ἀργοῦσε ὀλίγο νὰ δώσῃ τὴν ἀπόκριση,
Ὅλες στὴ γῆ τὰ γόνατα ἐχτύπησαν ὀμπρός του,
Κι᾿ ἐβάστααν ὅλες κατ᾿ αὐτὸν τὴ χοῦφτα σηκωμένη,
Καὶ μὲ πικρὸ χαμόγελο τὴν ὄψη τὴ φθαρμένη,
Σὰ νἄθελ᾿ ἔσπλαχνα ὁ Θεὸς βρέξῃ ψωμὶ σ᾿ ἐκεῖνες.

 ΧΙ.

Οἱ γυναῖκες, εἰς τὲς ὁποῖες ἕως τότε εἶχε φανῆ ὅμοια μεγαλοψυχία μὲ τοὺς ἄντρες, ὅταν δέονται καὶ αὐτές, δειλιάζουν λιγάκι καὶ κλαῖνε· ὅθεν προχωρεῖ ἡ Πράξη· διότι ὅλα τὰ φερσίματα τῶν γυναικῶν ἀντιχτυποῦν εἰς τὴν καρδιὰ τῶν πολεμιστάδων, καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ ὑστερινὴ ἐξωτερικὴ δύναμη ποὺ τοὺς καταπολεμάει, ἀπὸ τὴν ὁποίαν, ὡς ἀπ᾿ ὅλες τες ἄλλες, αὐτοὶ βγαίνουν ἐλεύθεροι.

XII.

Εἶναι προσωποποιημένη ἡ Πατρίδα, ἡ Μεγάλη Μητέρα, θεάνθρωπη, ὥστε νὰ αἰσθάνεται ὅλα τὰ παθήματα, καὶ καθαρίζοντάς τὰ εἰς τὴ μεγάλη ψυχή της νὰ ἀναπνέῃ τὴν Παράδεισο·
Πολλὲς πληγὲς κι᾿ ἐγλύκαναν γιατ᾿ ἔσταξ᾿ ἁγιομύρος.Μένει ἄγρυπνη μέρα καὶ νύχτα, καρτερώντας τὸ τέλος τοῦ ἀγῶνος· δὲν τὰ φοβᾶται τὰ παιδιά της μὴ δειλιάσουν· εἰς τὰ μάτια της εἶναι φανερὰ τὰ πλέον ἀπόκρυφα τῆς ψυχῆς τους·
Στοῦ τέκνου σύρριζα τὸ νοῦ, Θεοῦ τῆς μάνας μάτι·
Λόγο, ἔργο, νόημα . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ἀπὸ τὸ πρῶτο μίλημα στὸν ἀγγελοκρουμό του.
Γιὰ τοῦτο αὐτὴ εἶναι
Ἥσυχη γιὰ τὴ γνώμη τους, ἀλλ᾿ ὄχι γιὰ τὴ Μοῖρα,
Καὶ μὲς στὴν τρίσβαθη ψυχὴ ὁ πόνος της πλημμύρα,
Ἐπειδὴ βλέπει τὸν ἐχθρὸν ἄσπονδον, ἄπονον ἀπὸ τὸ πολὺ πεῖσμα, καὶ καταλαβαίνει ὅτι ἂν τὸ Ἔλεος ἔχυνε μὲς στὰ σπλάχνα του ὅλους τοὺς θησαυρούς του, τοῦτοι
Τριαντάφυλλά ῾ναι θεϊκὰ στὴν κόλαση πεσμένα.

ΧΙΙΙ.

Μένουν οἱ Μάρτυρες μὲ τὰ μάτια προσηλωμένα εἰς τὴν ἀνατολή, νὰ φέξῃ γιὰ νὰ βγοῦνε στὸ γιουρούσι, καὶ ἡ φοβερὴ αὐγή.
Μνήσθητι, Κύριε, -εἶναι κοντά· Μνήσθητι, Κύριε, ἐφάνη!
ἐπάψαν τὰ φιλιὰ στὴ γῆ . . . . . . . .
Στὰ στήθια καὶ στὸ πρόσωπο, στὰ χέρια καὶ στὰ πόδια.Μιὰ φούχτα χῶμα νὰ κρατῶ καὶ νὰ σωθῶ μ᾿ ἐκεῖνο.
Ἰδού, σεισμὸς καὶ βροντισμός, κι ἐβάστουναν ἀκόμα,
ποὺ ὁ κύκλος φθάνει ὁ φοβερὸς μὲ τὸν ἀφρὸ στὸ στόμα·
κι ἐσκίστη ἀμέσως, κι ἔβαλε στῆς Μάνας τὰ ποδάρια,
τῆς πείνας καὶ τοῦ . . . . . . . τὰ λίγα ἀπομεινάρια·
τ᾿ ἀπομεινάρια ἀνέγγιαγα καὶ κατατρομασμένα,
τὰ γόνατα καὶ τὰ σπαθιὰ τὰ ῾ματοκυλισμένα.

XIV.

Τὸ μάτι μου ἔτρεχε ρονιά, κι᾿ ὀμπρός του δὲν ἐθώρα,
κι᾿ ἔχασα αὐτὸ τὸ θεϊκὸ πρόσωπο γιὰ πολλὴ ὥρα,
π᾿ ἄστραψε γέλιο ἀθάνατο, παιχνίδι τῆς χαρᾶς του,
στὸ φῶς τῆς καλωσύνης του, στὸ φῶς τῆς ὀμορφιᾶς του.

XV.

Ἔχε ὅσες ἔχ᾿ ἡ Ἀνατολὴ κι᾿ ὅσες εὐχὲς ἡ Δύση.

XVI.

Μ᾿ ὅλον ποὺ τότ᾿ ἀσάλευτος στὸ νοῦ μ᾿ ὁ νιὸς ἐστήθη,
κ᾿ εἶχε τὸν ἥλιο πρόσωπο καὶ τὸ φεγγάρι στήθη.

XVII.

Κι᾿ ἄνθιζε μέσα μου ἡ ζωὴ μ᾿ ὅλα τὰ πλούτια πὤχει.

XVIII.

Συχνὰ τὰ στήθια ἐκούρασα, ποτὲ τὴν καλωσύνη.

XIX.

Ὁ υἱός σου κρίνος μὲ δροσιὰ φεγγαροστολισμένος.

XX.

Στὸν ὕπνο της μουρμούριζε τὴν κλάψα τῆς τρυγόνας.

XXI.

Ἀνάξιε δοῦλε τοῦ Χριστοῦ, κάτου τὰ γόνατά σου.

XXII.

Γιά, κοίτα ῾κεῖ χάσμα σεισμοῦ βαθιὰ στὸν τοῖχο πέρα,
καὶ βγαίνουν ἄνθια πλουμιστά, καὶ τρέμουν στὸν ἀέρα.
λούλουδα μύρια, προκαλοῦν χρυσὸ μελισσολόϊ,
ἄσπρα, γαλάζια, κόκκινα, καὶ κρύβουνε τὴ χλόη.

XXIII.

Χιλιάδες ἦχοι ἀμέτρητοι, πολὺ βαθυὰ στὴ χτίσι.
ἡ Ἀνατολὴ τ᾿ ἀρχίναγε κ᾿ ἐτέλειωνε τὸ ἡ Δύσι.
Κάποι ἀπὸ τὴν Ἀνατολή, κι᾿ ἀπὸ τὴ Δύσι κάποι.
κάθ᾿ ἦχος εἶχε καὶ χαρά, κάθε χαρὰ κι᾿ ἀγάπη.

XXIV.

Κάνε σιμὰ κ᾿ εἶναι ψιλές, κάνε βαρειὲς καὶ πέρα,
σὰν τοῦ Μαϊοῦ τὲς εὐωδιὲς γιομόζαν τὸν ἀέρα.

XXV.

Ἡ ὄψη ὀμπρός μου φαίνεται, καὶ μὲς τὴ θάλασσ᾿ ὄχι,
ὄμορφη ὡς εἶναι τ᾿ ὄνειρο μ᾿ ὅλα τὰ μάγια πὤχει·

XXVI.

Χρυσ᾿ ὄνειρο ἠθέλησε τὸ πέλαγο ν᾿ ἀφήσῃ,
τὸ πέλαγο, ποὺ πάτουνε χωρὶς νὰ τὸ συγχίσῃ.

XXVII.

Κ᾿ ἔφυγε τὸ χρυσ᾿ ὄνειρο ὡς φεύγουν ὅλα τ᾿ ἄλλα.

XXVIII.

Ἦταν μὲ σένα τρεῖς χαρὲς στὴν πίκρα φυτρωμένες,
ὅμως γιὰ μένα στὴν χαρὰ τρεῖς πίκρες ριζωμένες.

XXIX.

Ὅλοι σὰν ἕνας, ναί, χτυποῦν, ὅμως ἐσὺ σὰν ὅλους.

XXX.

Τοῦ πόνου ἐστρέψαν οἱ πηγὲς ἀπὸ τὸ σωθικό μου,
ἔστρωσ᾿ ὁ νοῦς, κ᾿ ἀνέβηκα πάλι στὸν ἑαυτό μου.

XXXI.

Τὸ γλυκὸ σπίτι τῆς ζωῆς, ποὖχε χαρὰ καὶ δόξα.

XXXII.

Παράπονο χαμὸς καιροῦ σ᾿ ὅ,τι κανεὶς κι᾿ ἂ χάσῃ.

XXXIII.

Χαρὰ στὰ μάτια μου νὰ ἰδῶ τὰ πολυαγαπημένα,
ποὺ μὤδειξε σκληρ᾿ ὄνειρο στὸ σάβανο κλεισμένα.

XXXIV.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Καὶ μετὰ βίας
τί μὤστειλες, χρυσοπηγὴ τῆς Παντοδυναμίας;

XXXV.

Ἔστρωσ᾿, ἐδέχθ᾿ ἡ θάλασσα ἄντρες ριψοκινδύνους,
κ᾿ ἐδέχθηκε στὰ βάθη τους τὸν οὐρανὸ κ᾿ ἐκείνους.

XXXVI.

Πάντ᾿ ἀνοιχτά, πάντ᾿ ἄγρυπνα, τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου.

XXXVII.

Ὁποὖν᾿ ἐρμιὰ καὶ σκοτεινιὰ καὶ τοῦ θανάτου σπίτι.

XXXVIII.

Τὸ πολιορκούμενο Μεσολόγγι ἔχει τριγύρου χάντακα,
Πὤφαγε κόκκαλο πολὺ τοῦ Τούρκου καὶ τ᾿ Ἀράπη.

XXXIX.

Χθὲς πρωτοχάρηκε τὸ φῶς καὶ τὸν γλυκὸν ἀέρα.

XL.

Πάλι μοῦ ξίππασε τ᾿ αὐτὶ γλυκειᾶς φωνῆς ἀγέρας.

XLI.

Ὀλίγο φῶς καὶ μακρυνὸ σὲ μέγα σκότος κ᾿ ἔρμο.

XLII.

Κι᾿ ὅπου ἡ βουλή τους συφορά, κι᾿ ὅπου τὸ πόδι χάρος.

XLIII.

Σὲ βυθὸ πέφτει ἀπὸ βυθὸ ὡς ποὺ δὲν ἦταν ἄλλος·
ἐκεῖθ᾿ ἐβγῆκε ἀνίκητος.

XLIV.

Φῶς ποὺ πατεῖ χαρούμενο τὸν Ἅδη καὶ τὸ Χάρο.

XLV.

(Ὁ ἀριθμὸς τοῦ ἐχθροῦ),
Τόσ᾿ ἄστρα δὲν ἐγνώρισεν ὁ τρίσβαθος αἰθέρας.

XLVI.

(Ἡ Ἐλπίδα περνάει ἀπὸ φριχτὴν ἐρημία μὲ)
Τὰ χρυσοπράσινα φτερὰ γιομᾶτα λουλουδάκια.

XLVII.

Χάνονται τ᾿ ἄνθη τὰ πολλά, ποὖχ᾿ ἄσπρα μὲ τὰ φύλλα.

XLVIII.

Γιὰ νὰ μοῦ ξεμυστηρευθῆ τὰ αἰνίγματα τὰ θεῖα.

XLIX.

Σ᾿ ἐλέγχ᾿ ἡ πέτρα ποὺ κρατεῖς, καὶ κλεῖ φωνὴ κι᾿ αὐτήνη.

L.

Μὲς τ᾿ Ἅγιο Βῆμα τῆς ψυχῆς.

LI.

Ἡ δύναμή σου πέλαγο, κ᾿ ἡ θέλησή μου βράχος.

LII.

Στὸν κόσμο τοῦτον χύνεται καὶ σ᾿ ἄλλους κόσμους φθάνει.

LIII.

Μὲ φουσκωμένα τὰ πανιὰ περήφανα κι᾿ ὡραῖα.

LIV.

Πολλοί ῾ν᾿ οἱ δρόμοι πὤχει ὁ νοῦς.

LV.

(Ἡ βοὴ τοῦ ἐχθρικοῦ στρατόπεδου παρομοιάζεται μὲ τὸν ἄνεμο),
Ὁποῦ περνάει τὸ πέλαγο καὶ κόβεται στὸ βράχο.

LVI.

Καὶ τὸ τριφύλλι ἐχόρτασε καὶ τὸ περιπλοκάδι,
κ᾿ ἐχόρευε, κ᾿ ἐβέλαζε, στὸ φουντωτὸ λιβάδι.

LVII.

Ὦ γῆ       .      .     .     .      .     .     .      .     .     .
Ὁ Οὐρανὸς σὲ προσκαλεῖ, κ᾿ ἡ κόλασι βρυχίζει.

LVIII.

Καὶ μὲ τὸ ροῦχο ὁλόμαυρο σὰν τοῦ λαγοῦ τὸ αἷμα.

LIX.

Καὶ τὲς ἀτάραχες πνοὲς τὲς πολυαγαπημένες.

LX.

(Οἱ Ἕλληνες, μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ φθάσῃ ὁ φιλικὸς στόλος, κοιτάζουν τὸν μακρινὸ ξάστερον ὁρίζοντα κι᾿ εὔχονται)
Νὰ θόλωνε στὰ μάτια τους μὲ κάτι, ποὺ προβαίνει.

LXI.

Κ᾿ ἐπότισέ μου τὴν ψυχὴ ποὺ χόρτασεν ἀμέσως.

ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Γ´

I.

Μητέρα, μεγαλόψυχη στὸν πόνο καὶ στὴ δόξα,
κι ἂν στὸ κρυφὸ μυστήριο ζοῦν πάντα τὰ παιδιά σου
μὲ λογισμὸ καὶ μ᾿ ὄνειρο, τί χάρ᾿ ἔχουν τὰ μάτια,
τὰ μάτια τοῦτα, νὰ σ᾿ ἰδοῦν μὲς στὸ πανέρμο δάσος,
ποὺ ξάφνου σοῦ τριγύρισε τ᾿ ἀθάνατα ποδάρια
(κοίτα) μὲ φύλλα τῆς Λαμπρῆς, μὲ φύλλα τοῦ Βαϊῶνε!
Τὸ θεϊκό σου πάτημα δὲν ἄκουσα, δὲν εἶδα·
ἀτάραχη σὰν οὐρανὸς μ᾿ ὅλα τὰ κάλλη πὤχει,
ποὺ μέρη τόσα φαίνονται καὶ μέρη ῾ναι κρυμμένα!
Ἀλλά, Θεά, δὲν ἠμπορῶ ν᾿ ἀκούσω τὴ φωνή σου,
κι εὐθὺς ἐγὼ τ᾿ ἑλληνικοῦ κόσμου νὰ τὴ χαρίσω;
Δόξα ῾χ᾿ ἡ μαύρη πέτρα του καὶ τὸ ξερὸ χορτάρι.
(Ἡ Θεὰ ἀπαντάει εἰς τὸν ποιητὴ καὶ τὸν προστάζει νὰ ψάλῃ τὴν πολιορκία τοῦ Mεσολογγιοῦ).

II.

Ἔργα καὶ λόγια, στοχασμοί, -στέκομαι καὶ κοιτάζω,-
Λούλουδα μύρια, πούλουδα, ποὺ κρύβουν τὸ χορτάρι,
Κι᾿ ἄσπρα, γαλάζια, κόκκινα, καλοῦν χρυσὸ μελίσσι.
Ἐκεῖθε μὲ τοὺς ἀδελφούς, ἐδῶθε μὲ τὸν Χάρο.
Μὲς στὰ χαράματα συχνά, καὶ μὲς στὰ μεσημέρια,
καὶ σὰ θολώσουν τὰ νερά, καὶ τ᾿ ἄστρα σὰν πληθύνουν,
ξάφνου σκιρτοῦν οἱ ἀκρογιαλιές, τὰ πέλαγα κι οἱ βράχοι.
«Ἀραπιᾶς ἄτι, Γάλλου νοῦς, βόλι Τουρκιᾶς, τόπ᾿ Ἄγγλου!
Πέλαγο μέγα πολεμᾶ, βαρεῖ τὸ καλυβάκι·
κι ἀλιά, σὲ λίγο ξέσκεπα τὰ λίγα στήθια μένουν!
Ἀθάνατή ῾σαι, ποὺ ποτέ, βροντή, δὲν ἡσυχάζεις;»
Στὴν πλώρη, ποὺ σκιρτᾶ, γυρτός, τοῦτα ῾π᾿ ὁ ξένος ναύτης.
Δειλιάζουν γύρου τὰ νησιά, παρακαλοῦν καὶ κλαῖνε,
καὶ μὲ λιβάνια δέχεται καὶ φῶτα τὸν καημό τους
ὁ σταυροθόλωτος ναὸς καὶ τὸ φτωχὸ ξωκκλήσι.
Τὸ μῖσος ὅμως ἔβγαλε καὶ ῾κεῖνο τὴ φωνή του:
«Ψαροῦ, τ᾿ ἀγκίστρι π᾿ ἄφησες, ἀλλοῦ νὰ ρίξῃς ἄμε.»

II δίς. (Παραλλαγή)

Μὲς στὰ χαράματα συχνά, καὶ μὲς στὰ μεσημέρια,
κι ὅταν θολώσουν τὰ νερά, κι ὅταν πληθύνουν τ᾿ ἄστρα,
ξάφνου σκιρτοῦν οἱ ἀκρογιαλιές, τὰ πέλαγα κι οἱ βράχοι.
Γέρος μακριά, π᾿ ἀπίθωσε στ᾿ ἀγκίστρι τὴ ζωή του,
τὸ πέταξε, τ᾿ ἀστόχησε, καὶ περιτριγυρνώντας:
«Ἀραπιᾶς ἄτι, Γάλλου νοῦς, βόλι Τουρκιᾶς, τοπ᾿ Ἄγγλου!
Πέλαγο μέγ᾿, ἀλίμονο, βαρεῖ τὸ καλυβάκι·
σὲ λίγην ὥρα ξέσκεπα τὰ λίγα στήθη μένουν!
Ἀθάνατή ῾σαι, ποὺ ποτέ, βροντή, δὲν ἡσυχάζεις;»

III.

Δὲν τοὺς βαραίν᾿ ὁ πόλεμος, ἀλλ᾿ ἔγινε πνοή τους,
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . κ᾿ ἐμπόδισμα δὲν εἶναι
στὲς κορασιὲς νὰ τραγουδοῦν, καὶ στὰ παιδιὰ νὰ παίζουν.

IV.

Ἀπὸ τὸ μαῦρο σύγνεφο κι᾿ ἀπὸ τὴ μαύρη πίσσα,
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ἀλλ᾿ ἥλιος, ἀλλ᾿ ἀόρατος αἰθέρας κοσμοφόρος,
ἀπὸ τὸ μαῦρο σύγνεφο κι ἀπὸ τὴ μαύρη πίσσα,
ὁ στύλος φανερώνεται, μὲ κάτου μαζωμένα
τὰ παλληκάρια τὰ καλά, μ᾿ ἀπάνου τὴ σημαία,
ποὺ μουρμουρίζει καὶ μιλεῖ καὶ τὸ Σταυρὸν ἁπλώνει
παντόγυρα στὸν ὄμορφον ἀέρα τῆς ἀντρείας.
Κι ὁ οὐρανὸς καμάρωνε, κι ἡ γῆ χεροκροτοῦσε·
κάθε φωνὴ κινούμενη κατὰ τὸ φῶς μιλοῦσε,
κι ἐσκόρπα τὰ τρισεύγενα λουλούδια τῆς ἀγάπης:
«Ὄμορφη, πλούσια, κι ἄπαρτη, καὶ σεβαστή, κι᾿ ἁγία!»

V.

Ἀπὸ τὴν ἄπειρην ἐρμιὰ τὰ μάτια μαθημένα
Χαμογελάσαν κι᾿ ἄστραψαν, κ᾿ εἶπαν τὰ μαῦρα χείλη:
«Παιδί, στὴν πόρτα χαίρεσαι μὲ τὴ βοή, ποὺ στέρνεις·
Μπροστά, λαγέ, στὸν κυνηγό, κατακαμπῆς καπνίζεις·
Γλάρε, στρειδόφλουντσα ξερνᾶς, ἀφρό, σαλιγκοκαύκι.»
Καὶ τώρα δά, τ᾿ ἀράθυμο πάτημ᾿ ἀργοπορώντας,
κατὰ τὸ κάστρο τὸ μικρὸ πάλε κοιτᾶ, καὶ σφίγγει,
σφίγγει στενὰ τὴ σπάθα του στὸ λαβωμένο στῆθος,
ποὺ μέσα ἀγρίκα τὴν ψυχὴ μεγάλη καὶ τὴ θλίψη.

VI.

Ὁ Πειρασμός.

Ἒστησ᾿ ὁ Ἔρωτας χορὸ μὲ τὸν ξανθὸν Ἀπρίλη,
Κι᾿ ἡ φύσις ηὗρε τὴν καλὴ καὶ τὴ γλυκιά της ὥρα,
Καὶ μὲς στὴ σκιὰ ποὺ φούντωσε καὶ κλεῖ δροσιὲς καὶ μόσχους
Ἀνάκουστος κιλαϊδισμὸς καὶ λιποθυμισμένος.
Νερὰ καθάρια καὶ γλυκά, νερὰ χαριτωμένα,
Χύνονται μὲς στὴν ἄβυσσο τὴ μοσχοβολισμένη,
Καὶ παίρνουνε τὸ μόσχο της, κι᾿ ἀφήνουν τὴ δροσιά τους,
Κι᾿ οὖλα στὸν ἥλιο δείχνοντας τὰ πλούτια της πηγῆς τους,
Τρέχουν ἐδῶ, τρέχουν ἐκεῖ, καὶ κάνουν σὰν ἀηδόνια.
Ἔξ᾿ ἀναβρύζει κι᾿ ἡ ζωή, σ᾿ γῆ, σ᾿ οὐρανό, σὲ κύμα.
Ἀλλὰ στῆς λίμνης τὸ νερό, π᾿ ἀκίνητό ῾ναι κι ἄσπρο,
Ἀκίνητ᾿ ὅπου κι᾿ ἂν ἰδῆς, καὶ κάτασπρ᾿ ὡς τὸν πάτο,
Μὲ μικρὸν ἴσκιον ἄγνωρον ἔπαιξ᾿ ἡ πεταλούδα,
Ποῦ ῾χ᾿ εὐωδίσει τς ὕπνους της μέσα στὸν ἄγριο κρίνο.
Ἀλαφροΐσκιωτε καλέ, γιὰ πὲς ἀπόψε τί ῾δες·
Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Χωρὶς ποσῶς γῆς, οὐρανὸς καὶ θάλασσα νὰ πνένε,
Οὐδ᾿ ὅσο κάν᾿ ἡ μέλισσα κοντὰ στὸ λουλουδάκι,
Γύρου σὲ κάτι ἀτάραχο π᾿ ἀσπρίζει μὲς στὴ λίμνη,
Μονάχο ἀνακατώθηκε τὸ στρογγυλὸ φεγγάρι,
Κι᾿ ὄμορφη βγαίνει κορασιὰ ντυμένη μὲ τὸ φῶς του.

VII.

Ἔρμα ῾ν᾿ τὰ μάτια, ποὺ καλεῖς, χρυσὲ ζωῆς ἀέρα.

VIII.

Εἰς τὸ ποίημα ἕν᾿ ἀπὸ τὰ σημαντικότερα πρόσωπα ἦταν μία κόρη, ὀρφανή, τὴν ὁποίαν οἱ ἄλλες πλέον ἡλικιωμένες γυναῖκες εἶχαν ἀναθρέψει καὶ τὴν ἀγαποῦσαν ὅλες ὡς θυγατέρα τους. Πέφτει εἰς τὸν πόλεμον ἕνας τῶν ἐνδοξοτέρων ἀγωνιστάδων, τὸν ὁποῖον αὐτὴ εἶχε ἀγαπήσει εἰς τὸν καιρὸν τῆς εὐτυχίας· ὥστε ἀπὸ τὸ ἄκρο της ἐλπίδας ἡ καρδιά της βυθίζεται εἰς τὴν λύπη· εὑρίσκει ὅμως παρηγορία κοιτάζοντας τ᾿ ἀγαπημένα πρόσωπα καὶ τὸ ὑψηλὸ παράδειγμα τῶν ἄλλων γυναικῶν. Αὐτὰ ἀρκοῦν νὰ διαφωτίσουν ὁπωσδήποτε τοῦτο τὸ κομμάτι, εἰς τὸ ὁποῖον ἡ ἐνθουσιασμένη νέα στρέφεται νοερῶς πρὸς τὸν Ἄγγελο, τὸν ὁποῖον εἶδε στ᾿ ὄνειρό της νὰ τῆς προσφέρῃ τὰ φτερά του· γυρίζει ἔπειτα πρὸς τὲς γυναῖκες νὰ τοὺς εἰπῇ, ὅτι αὐτὴ τὰ θέλει τὰ φτερὰ πραγματικῶς, ἀλλ᾿ ὄχι γιὰ νὰ φύγῃ, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὰ κρατῇ κλεισμένα ἐκεῖ κοντά τους καὶ νὰ περιμείνῃ μαζί τους τὴν ὥρα τοῦ θανάτου. Μετὰ ταῦτα ἀνατρέχει ἡ φαντασία της εἰς ἄλλα περασμένα· πῶς τὴν ἐπαρηγοροῦσαν, ἐνῷ ἐκείτετο ἄῤῥωστη, «οἱ ἀτάραχες πνοὲς οἱ πολυαγαπημένες» τῶν ἄλλων γυναικῶν ὁποῦ ἐκοιμοῦνταν κοντά της· καὶ τέλος πῶς εἶχε ἰδεῖ τὸν νέον νὰ χορεύῃ, εἰς τὴ χαρμόσυνη ἡμέρα τῆς νίκης.
«Ἄγγελε, μόνο στ᾿ ὄνειρο μοῦ δίνεις τὰ φτερά σου;
Στ᾿ ὄνομ᾿ Αὐτοῦ ποὺ σ᾿ τά ῾πλασε, τ᾿ ἀγγειὸ τσ᾿ ἐρμιᾶς τὰ θέλει.
Ἰδοὺ ποὺ τὰ σφυροκοπῶ στὸν ἀνοιχτὸν ἀέρα,
χωρὶς φιλί, χαιρετισμό, ματιά, βασίλισσές μου!
Τὰ θέλω γώ, νὰ τά ῾χω γώ, νὰ τὰ κρατῶ κλεισμένα,
ἐδῶ π᾿ ἀγάπης τρέχουνε βρύσες χαριτωμένες.
Κι᾿ ἄκουα πού ῾λέγετε: «Πουλί, γλυκιὰ ποὖν᾿ ἡ φωνή σου!»
Ἀηδονολάλειε στῆθος μου, πρὶν τὸ σπαθὶ σὲ σχίσῃ·
Καλὲς πνοὲς παρηγοριὰ στὴ βαριὰ νύχτα κι᾿ ἔρμη·
Μὲ σᾶς νὰ πέσω στὸ σπαθί, κι᾿ ἄμποτε νἆμαι πρώτη!
Τὸ στραβὸ φέσι στὸ χορὸ τ᾿ ἄνθια στ᾿ αὐτὶ στολίζει,
Τὰ μάτια δείχνουν ἔρωτα γιὰ τὸν ἀπάνου κόσμο,
Καὶ στὴ θωριά του εἶν᾿ ἔμορφο τὸ φῶς καὶ μαγεμένο!

IX.

Τὰ σπλάχνα μου κι᾿ ἡ θάλασσα ποτὲ δὲν ἡσυχάζουν,
Κι᾿ ὅσα ἄνθια θρέφει καὶ καρποὺς τόσ᾿ ἄρματα σὲ κλειοῦνε.

X.

Φεύγω τ᾿ ἀλόγου τὴν ὁρμὴ καὶ τοῦ σπαθιοῦ τὸν τρόμο.
T᾿ ὀνείρου μάταια πιθυμιά, κι᾿ ὄνειρο αὐτὴ ῾ν᾿ ἡ ἴδια!
Ἐγύρισε ἡ παράξενή του κόσμου ταξιδεύτρα,
Μοὖπε μὲ θεῖο χαμόγελο βρεμένο μ᾿ ἕνα δάκρυ:
Κόψ᾿ τὸ νερὸ στὴ μάνα του, μπάσ᾿ τὸ στὸ περιβόλι,
Στὸ περιβόλι τῆς ψυχῆς τὸ μοσχαναθρεμμένο.

XI.

(Μία τῶν γυναικῶν προσφεύγει εἰς τὸ στοχασμὸ τοῦ θανάτου ὡς μόνη σωτηρία της μὲ τὴ χαρὰ τὴν ὁποίαν αἰσθάνεται τὸ πουλάκι,
Ὁποῦ ῾δε σκιᾶς παράδεισο καὶ τήνε χαιρετάει
Μὲ τοῦ φτεροῦ τὸ σάλαγο καὶ μὲ κανέναν ἦχο,
εἰς τὴ στιγμὴν ὁποῦ εἶναι κοπιασμένο ἀπὸ μακρινὸ ταξίδι, εἰς τὴ φλόγα καλοκαιρινοῦ ἥλιου.)

XII.

Καὶ βλέπω πέρα τὰ παιδιὰ καὶ τὲς ἀντρογυναῖκες
γύρου στὴ φλόγα π᾿ ἄναψαν, καὶ θλιβερὰ τὴ θρέψαν
μ᾿ ἀγαπημένα πράματα καὶ μὲ σεμνὰ κρεβάτια,
ἀκίνητες, ἀστέναχτες, δίχως νὰ ρίξουν δάκρυ·
καὶ γγιζ᾿ ἡ σπίθα τὰ μαλλιὰ καὶ τὰ λιωμένα ροῦχα.
Γλήγορα, στάχτη, νὰ φανεῖς, οἱ φοῦχτες νὰ γιομίσουν.

XIII.

Εἶν᾿ ἕτοιμα στὴν ἄσπονδη πλημύρα τῶν ἁρμάτων
δρόμο νὰ σχίσουν τὰ σπαθιά, κι ἐλεύθεροι νὰ μείνουν
ἐκεῖθε μὲ τοὺς ἀδελφούς, ἐδῶθε μὲ τὸ χάρο.

XIV.

(Μία γυναῖκα εἰς τὸ γιουρούσι)
Τουφέκια τούρκικα σπαθιά!
Τὸ ξεροκάλαμο περνᾶ.

XV.

Σὰν ἥλιος, ὁποῦ ξάφνου σκεῖ πυκνὰ καὶ μαῦρα νέφη,
τ᾿ ὄρος βαρεῖ κατάραχα καὶ σπίτια ἰδὲς στὴ χλόη.

 



ΑΠΟ ΤΑ ΙΤΑΛΙΚΑ ΣΧΕΔΙΑΣΜΑΤΑ

Μάρθα:

«Il perchι di tanto guardare, di tanto sommesso parlare del mondo che a me d᾿ innanzi passava, mi fu rivelato dalla grande e soave ricchezza dell᾿ amor vostro. Ed ora non so come tutto questo mi s᾿ affaccia come ombra. Tutti gli oggetti che una volta inafferrabili nella loro altezza mi si mostravano, ora mi si affacciano, come a chi θ piantato sopra alta montagna, s᾿ affaccia nel basso mare 1αΑ sua imagine. Cos¨ non tutto ¨¨ perduto per noΙο ¦©¦Ο ho cessato di guardare in questo frutto del mio grembo un᾿ imagine come quella che fanno sul petto i marinari coll᾿ ago, ho cessato d᾿ invidiare l᾿ uccelletto che trov¨° un granello e canΜava. ¦a co uccello, mentre l᾿ ardore estivo infuoca la natura, trova il suo bene nell᾿ ombra fresca e l᾿ accoglie colla piccola anima e con qualche suono fuggevole, cosμ io dal vortice degli armati che mi cingono numerosi, strepitanti, trionfanti, mi ricovro in luogo dove sono raccolti tutti i troni della terra - Ιο parlo di te, ο benefica Mina dell᾿ alba».

(ΑΕ 478 Β. Ἀνήκει στὸ  Γ´ σχεδίασμα)

(Μετάφραση)

Μάρθα :

«Ἡ αἰτία τόσου κοιτάγματος, τόσης χαμηλόφωνης ὁμιλίας τοῦ κόσμου ποὺ περνοῦσε ἐμπρός μου, μοῦ ἀποκαλύφθηκε ἀπὸ τὸν μεγάλο καὶ γλυκὸ πλοῦτο τῆς ἀγάπης σας. Καὶ τώρα ὅλα αὐτὰ ποὺ μᾶς συμβαίνουν μου παρουσιάζονται σὰν σκιές. Ὅλα ὅσα κάποτε μοῦ φαίνονταν ἀσύλληπτα μακριὰ καὶ ψηλά, τώρα μοιάζουν γιὰ μένα ὅπως ὅταν βλέπει κανεὶς ἀπὸ τὴν ψηλὴ ὄχθη τὴν εἰκόνα του κάτω στὴν ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ. Δὲν χάθηκαν λοιπὸν ὅλα γιὰ μᾶς. Ἔπαψα νὰ βλέπω αὐτὸ τὸ ἀδυνατισμένο παιδί μου σὰν μιὰ ζωγραφιὰ ποὺ κάνουν στὸ στῆθος τους οἱ θαλασσινοὶ μὲ τὸ βελόνι. Ἔπαψα νὰ ζηλεύω τὸ πουλάκι ποὺ βρῆκε ἕνα μικρὸ σπόρο καὶ τραγούδησε. Ἀλλὰ ὅπως αὐτὸ τὸ πουλί, ὅταν ἡ καλοκαιρινὴ ζέστη φλογίζει τὴ φύση, βρίσκει τὴν εὐτυχία του στὴ δροσερὴ σκιὰ καὶ τὴ δέχεται μὲ τὴ μικρὴ ψυχή του καὶ μ᾿ ἕνα φευγαλέο κελάϊδημα, ἔτσι κι ἐγώ, ἀπὸ τὴ δίνη τῶν ὁπλισμένων ἐχθρῶν ποὺ μὲ κυκλώνουν, πολυάριθμοι, θορυβώδεις, θριαμβευτικοί, βρίσκω καταφύγιο σ᾿ αὐτὸν ἐδῶ τὸ χῶρο ὅπου ἔχουν συγκεντρωθεῖ ὅλοι οἱ θρόνοι τῆς γῆς - μιλῶ γιὰ σένα, ὢ εὐεργετικὸ ὄρυγμα ποὺ θὰ ἀνατιναχτεῖς τὰ ξημερώματα».

(Il confessore:)

«E questi implacabili nemici furono uniti nelle mie lagrime. Dolce fiato della notte stellata, un sorriso nelle aque e nelle campagne da per tutto... Il tremuoto fece nella forte pietra profonda spaccatura che si coperse di fiori, che tremolavano all᾿ aura ed al sole...

Se mai fosse qualche cosa di non afferrabile, il martirio, il sangue lo scorterΰ, perchι mi par impossibile come possa passare al di lΰ uno solo di noi...

Come ombra erra το κοπαδάκι μου sotto la stellifera notte fresca dalle preghiere, tranquilla come se il cielo avesse piovuto il pane».

(Μετάφραση)

Ὁ Πνευματικός:

«Κι αὐτοὶ οἱ ἀνελέητοι ἐχθροὶ ἑνώθηκαν στὰ δακρυά μου. Γλυκειὰ πνοὴ τῆς ξάστερης νύχτας, ἕνα χαμόγελο πάνω στὰ νερὰ καὶ παντοῦ στὴν ἐξοχή... Ὁ σεισμὸς ἄνοιξε στὸ σκληρὸ βράχο βαθὺ χάσμα ποὺ σκεπάστηκε μὲ λουλούδια ποὺ ἔτρεμαν στὴν αὔρα καὶ στὸν ἥλιο...

Ἂν τύχει νὰ γίνει κάτι ἀπ᾿ αὐτὸ ποὺ τώρα μοιάζει ἀνέφικτο, θὰ τὸ συνοδέψει τὸ μαρτύριο καὶ τὸ αἷμα. Γιατὶ μοῦ φαίνεται ἀδύνατο νὰ μπορέσει νὰ περάσει ἀπέναντι καὶ ἕνας μόνο ἀπὸ μᾶς.

Σὰν σκιὰ πλανιέται τὸ κοπαδάκι μου μέσα στὴ νύχτα μὲ τ᾿ ἄστρα, νύχτα δροσερὴ ἀπὸ τὶς προσευχές, γαλήνια σὰν νὰ εἶχε βρέξει ψωμὶ ὁ οὐρανός».
Από users.uoa.gr

 

Τρίτη 17 Μαρτίου 2015

Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα,η πρώτη Ελληνίδα ζωγράφος

Η Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα (Σπέτσες, 1821 – Σπέτσες, 19 Μαρτίου 1900) ήταν Ελληνίδα ζωγράφος του 19ου αιώνα, της οποίας η τραγική ζωή έγινε το θέμα ενός μυθιστορήματος, του «Ελένη ή ο Κανένας» της Ρέας Γαλανάκη, και ενός θεατρικού έργου.
Η Μπούκουρα-Αλταμούρα ήταν κόρη του καπετάν Γιάννη Μπούκουρα ή Μπούκουρη, του μετέπειτα πρώτου θεατρώνη της Αθήνας. Παιδί ακόμα, έκλεβε αποκέρια και ζωγράφιζε φίλες της που της πόζαραν στην αυλή του παρθεναγωγείου. Ο πατέρας της, αναγνωρίζοντας το ταλέντο της, προσέλαβε δάσκαλο στο σπίτι τον καθηγητή του Σχολείου των Τεχνών, Ραφαέλο Τσέκκολι. Με συστατική επιστολή του, η Ελένη έφυγε στην Ιταλία το 1848 για σπουδές.
Στην Ιταλία, παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής στην Νεάπολη, στην Ρώμη και ίσως στην Φλωρεντία, μεταμφιεσμένη σε άντρα. Ερωτεύθηκε τον ιταλό ζωγράφο και γαριβαλδινό επαναστάτη Φραντσέσκο Σαβέριο Αλταμούρα (Franceso Saverio Altamura) και απέκτησε μαζί του τρία εξώγαμα παιδιά: τον Ιωάννη, την Σοφία και τον Αλέξανδρο. Προκειμένου να νομιμοποιήσει την σχέση της με τον Αλταμούρα, ασπάστηκε τον καθολικισμό και τον παντρεύτηκε. Όμως, το 1857 ο σύζυγός της την εγκατέλειψε και έφυγε με την ερωμένη του, την αγγλίδα φίλη της ζωγράφο Τζέιν Μπένμαν Χέυ (Jaine Benhman Hay), παίρνοντας μαζί του τον μικρότερο γιο τους, τον Αλέξανδρο.
Η Μπούκουρα-Αλταμούρα επέστρεψε κατόπιν στην Ελλάδα με τον Ιωάννη και την Σοφία, και άρχισε να παραδίδει μαθήματα ζωγραφικής σε κοπέλες της Αθήνας. Όμως, το 1872 αρρώστησε από φυματίωση η κόρη της και αναγκάστηκε να πάει στο σπίτι του αδελφού της στις Σπέτσες προκειμένου να αλλάξει αέρα το άρρωστο παιδί της. Τελικά, η Σοφία πέθανε στα τέλη του 1872 σε ηλικία μόνον 18 ετών. Μετά τον θάνατο της κόρης της, η Μπούκουρα-Αλταμούρα επέστρεψε στην Αθήνα.
Το 1876 ο γιος της και ανερχόμενος ζωγράφος Ιωάννης Αλταμούρας ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Κοπεγχάγη και επέστρεψε στην Αθήνα γεμίζοντας με χαρά την χαροκαμένη μητέρα. Όμως η χαρά της διήρκεσε πολύ λίγο· ο Ιωάννης προσβλήθηκε και αυτός από φυματίωση και πέθανε τον Μάιο του 1878. Η απώλεια των δύο νέων προκάλεσε νευρικό κλονισμό στην μητέρα τους και την οδήγησε στην τρέλα. Σε ηλικία 60 ετών περίπου, η Μπούκουρα-Αλταμούρα επέστρεψε στις Σπέτσες, όπου έκαψε όλα — ή σχεδόν όλα — τα ζωγραφικά της έργα. Πέθανε σχεδόν άγνωστη στις Σπέτσες το 1900. Kηδεύτηκε στο κοιμητήριο της Aγίας Άννας στις Σπέτσες. Aργότερα, τα οστά της, όπως και εκείνα της Σοφίας και του Ιωάννη, μεταφέρθηκαν από τους απογόνους της στο A΄ Nεκροταφείο Aθηνών σε κοινό τάφο της οικογενείας Mπούκουρα-Aλταμούρα.
Βιογραφία από την ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ




 

Παρασκευή 13 Μαρτίου 2015

Άγγελος Σικελιανός, ο μέγιστος Λευκαδίτης ποιητής....


"Όχι, δεν είναι χίμαιρα
να καβαλάμε το όνειρο
τη θείαν ετούτη μέρα
που όλα, ορατά και αόρατα,
κι εμείς κι οι ήρωες και οι θεοί
στην ίδια ορμάμε μέσα αιώνια σφαίρα"
Άγγελος Σικελιανός, ένας ιερός , ένας μύστης, ένας ιεροφάντης ποιητής.

Τα κυριότερα χαρακτηριστικά της ποίησής του, όπως λέει ο Κώστας Βάρναλης, είναι η λατρεία της Φύσης και του εαυτού του. Τη Φύση τη νοιώθει μέσα του σαν ένας αρχαίος θεός και την αναπαρασταίνει σε μεγαλειώδεις πίνακες τόσο οπτικούς σα να ήτανε ζωγραφιστοί. Μέσα σ' αυτήν τη Φύση μόλις χωράει ο αχώρετος εαυτός του-το άτομό του, γιορτάσιμο και θριαμβικό. Γιορτάσιμος και θριαμβικός όχι μόνο στον ποιητικό του λόγο, αλλά και στην καθημερινή του λειτουργία με τους ανθρώπους και τα πράγματα.

 Άγγελος Σικελιανός (15 Μαρτίου 1884 – 19 Ιουνίου 1951) ήταν ένας από τους μείζονες Έλληνες ποιητές. Το έργο του διακρίνεται από έντονο λυρισμό και ιδιαίτερο γλωσσικό πλούτο.
Γεννήθηκε στη Λευκάδα, όπου και πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Αποφοίτησε από το γυμνάσιο το 1900 και τον επόμενο χρόνο εγγράφηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας, χωρίς ωστόσο να ολοκληρώσει ποτέ τις νομικές του σπουδές. Τα ενδιαφέροντά του ήταν καθαρά λογοτεχνικά και από νωρίς μελέτησε Όμηρο, Πίνδαρο, Ορφικούς και Πυθαγόρειους, λυρικούς ποιητές, προσωκρατικούς φιλοσόφους, Πλάτωνα, Αισχύλο αλλά και την Αγία Γραφή και ξένους λογοτέχνες όπως τον Ντ' Αννούντσιο. Τα επόμενα χρόνια πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια και στράφηκε στην ποίηση και το θέατρο. Σημαντικό σταθμό στη ζωή του Σικελιανού αποτέλεσε ο γάμος του, το 1907, με την Αμερικανίδα Εύα Πάλμερ, η οποία σπούδαζε στο Παρίσι ελληνική αρχαιολογία και χορογραφία. Ο γάμος τους τελέστηκε στην Αμερική, ενώ εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα το 1908. Εκείνη την περίοδο ο Σικελιανός ήρθε σε επαφή με αρκετούς πνευματικούς ανθρώπους και τελικά το 1909 δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή Αλαφροΐσκιωτος, η οποία προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση στους φιλολογικούς κύκλους, αναγνωριζόμενη ως έργο-σταθμός στην ιστορία των νεοελληνικών γραμμάτων. Ακολούθησε μια περίοδος έντονης αναζήτησης, που καταλήγει στην έκδοση των τεσσάρων τόμων της ποιητικής συλλογής Πρόλογος στη Ζωή, Η Συνείδηση της Γης μου (1915), Η Συνείδηση της Φυλής μου (1915), Η Συνείδηση της Γυναίκας (1916) και Η Συνείδηση της Πίστης (1917). Ο Πρόλογος στη Ζωή ολοκληρώθηκε αργότερα με τη Συνείδηση της Προσωπικής Δημιουργίας. Ακολουθούν ακόμα τα χαρακτηριστικά ποιήματα Το Πάσχα των Ελλήνων και Μήτηρ Θεού, της περιόδου 1917 - 1920, καθώς και διάφορες συνεργασίες του με λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής.
Η αρχαιοελληνική πνευματική ατμόσφαιρα απασχόλησε βαθιά τον Σικελιανό και συνέλαβε την ιδέα να δημιουργηθεί στους Δελφούς ένας παγκόσμιος πνευματικός πυρήνας ικανός να συνθέσει τις αντιθέσεις των λαών («Δελφική Ιδέα»). Για τον σκοπό αυτό ο Σικελιανός, με τη συμπαράσταση και την οικονομική αρωγή της γυναίκας του, δίνει πλήθος διαλέξεων και δημοσιεύει μελέτες και άρθρα. Παράλληλα, οργανώνει τις «Δελφικές Εορτές» στους Δελφούς με τις παραστάσεις του Προμηθέα Δεσμώτη (1927) και των Ικέτιδων (1930) του Αισχύλου να ανεβαίνουν στο αρχαίο θέατρο. Η «Δελφική Ιδέα» εκτός από τις αρχαίες παραστάσεις περιελάμβανε και τη «Δελφική Ένωση», μία παγκόσμια ένωση για τη συναδέλφωση των λαών και το «Δελφικό Πανεπιστήμιο», στόχος του οποίου θα ήταν να συνθέσει σε έναν ενιαίο μύθο τις παραδόσεις όλων των λαών. Για τις πρωτοβουλίες αυτές, το 1929, η Ακαδημία Αθηνών του απένειμε αργυρό μετάλλιο για τη γενναία προσπάθεια αναβίωσης των δελφικών αγώνων. Από το φιλόδοξο αυτό σχέδιο το μόνο που πραγματοποιήθηκε τελικά ήταν οι Δελφικές Εορτές, αλλά και αυτές οδήγησαν σε οικονομική καταστροφή και χωρισμό του ζεύγους, αφού η Εύα Πάλμερ εγκαταστάθηκε από τότε στην Αμερική και επέστρεψε μόνο μετά τον θάνατο του ποιητή.
Κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 ο Άγγελος Σικελιανός μαζί με άλλους Έλληνες λογίους προσυπέγραψε την Έκκληση των Ελλήνων Διανοουμένων προς τους Διανοούμενους ολόκληρου του Κόσμου με την οποία αφενός μεν καυτηριάζονταν η κακόβουλη ιταλική επίθεση, αφετέρου δε διέγειρε την παγκόσμια κοινή γνώμη σε επανάσταση συνειδήσεων για κοινό νέο πνευματικό Μαραθώνα.
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, ο Σικελιανός διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην πνευματική αντίσταση του λαού, με κορυφαία εκδήλωση το ποίημα και το λόγο που εκφώνησε στην κηδεία του Παλαμά το 1943.
Το 1939 του απονεμήθηκε το Κρατικό Λογοτεχνικό Βραβείο του 1938 για το σύνολο του ποιητικού του έργου. Tο 1946 εξελέγη πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Υπήρξε 5 φορές υποψήφιος για το Νομπέλ Λογοτεχνίας:
  • Το 1946, προτεινόμενος από το μέλος της Σουηδικής Ακαδημίας Anders Österling
  • Το 1947, προτεινόμενος από τον Νίκο Βέη, που την ίδια χρονιά είχε προτείνει και τον Νίκο Καζαντζάκη με την σκέψη πως θα έπρεπε να βραβευτούν από κοινού
  • Το 1948, προτεινόμενος από μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας Γραμμάτων, Ιστορίας και Αρχαιοτήτων της Σουηδίας Axel W Persson και το μέλος της Σουηδικής Ακαδημίας συγγραφέα και δημοσιογράφο Elin Wägner Την χρονιά εκείνη, ο Anders Österling, ο οποίος είχε προτείνει τον Σικελιανό το 1946, πρότεινε να μοιραστεί το βραβείο μαζί με τον νικητή εκείνης της χρονιάς Τ.Σ. Έλιοτ, αλλά η πρότασή του απορρίφθηκε
  • Το 1949, προτεινόμενος από το μέλος της Σουηδικής Ακαδημίας, συγγραφέα Sigfrid Siwertz
  • Το 1950, προτεινόμενος με δύο προτάσεις. Μια, με μοναδικό υποψήφιο τον ίδιο, από την Ελληνική Εταιρεία Λογοτεχνώνκαι μια, σε συνδυασμό ξανά με τον Καζαντζάκη, από το μέλος της Σουηδικής Ακαδημίας συγγραφέα Hjalmar Gullberg.
Ο Άγγελος Σικελιανός πέθανε στην Αθήνα το 1951 και τάφηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.
Βιογραφία από την ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Να κι ο θρήνος - αγανάκτηση του μεγάλου του φίλου, του Καζαντζάκη, σ'ένα γράμμα που έστειλε στον Πρεβελάκη από το εξωτερικό, όταν έμαθε το θάνατο του Σικελιανού: "...Ποτέ ο Άγγελος δεν ήταν τόσο κοντά, τόσο μέσα μου, όσο όλες ετούτες τις μέρες. Για μερικούς ανθρώπους ο θάνατος είναι απαράδεχτος, ποτέ δεν έβαλα στο νου μου πως μπορούσε να πεθάνει ο Σικελιανός, κι ό,τι ένιωσα στο φοβερό χτύπημα ήταν αγανάχτηση και κατάπληξη. Δεν μπορώ ν' ανεχτώ να ζουν τόσοι τιποτένιοι και να χάνεται μια τέτοια "εντελέχεια". Ποτέ δεν σιχάθηκα τόσο τη Μοίρα κι αυτούς που πιστεύουν σε "Θεό", ποτε΄δεν αγρίεψα με τόση εωσφορική σιγουράδα. Όταν συλλογίζουμαι τώρα την Ελλάδα και τους ανθρώπους που την κατοικούν και τους πιθήκους που εξετευλίζουν το πνεύμα, καπνίζει η κεφαλή μου. Μού'ρχεται ν' ανοίξω τη μαύρη πόρτα και να φύγω. Απάνω στην κοπριά του κόσμου τούτου κάθεται ο νους μου, σαν τον Ιώβ, και φωνάζει: Είναι άδικο, άδικο, δεν το δέχουμαι. (...) Όλες ετούτες τις μέρες πάω κι έρχουμαι και παρακολουθώ τι γίνεται μέσα στο χώμα, σ' 'ένα τάφο της Αθήνας, παρακολουθώ με φρίκη ώρα με την ώρα την αποσύνθεση, και δεν μιλώ, μα το αγαπημένο λείψανο το κρατώ σαν "πετά", στ' απλωμένα μπράτσα μου και κοιμούμαι και ξυπνώ και περπατώ και δεν το αφήνω. Και ξέρω πως η περιφορά του Επιταφίου θα βαστάξει χρόνια. Κι όσο θα περνάει ο καιρός, τόσο θ' αγριεύουν ο πόνος κι ο θυμός κι η βλαστήμια. Ποτέ ο Καιρός για μένα δεν μπόρεσε να μπαλσαμώσει τις πληγές μου. Ποτέ δεν καταδέχτηκα να του δώσω το δικαίωμα αυτό. Γιατί ξέρω πως η ψυχή μου δεν είναι από άμμο, παρά από μπρούντζο. Κι όσο περνάει ο καιρός τόσο κι οι πληγές αγριεύουν - κι η πληγή ετούτη ήταν η πιο μεγάλη". 




Πνευματικό Εμβατήριο
Σὰν ἔριξα καὶ τὸ στερνὸ δαυλὶ στὸ φωτογώνι,
(δαυλὶ τῆς ζωῆς μου τῆς κλεισμένης μέσ᾿ τὸ χρόνο)
στὸ φωτογώνι τῆς καινούργιας λευτεριᾶς σου, Ἑλλάδα,
μοῦ ἀναλαμπάδιασε ἄξαφνα ἡ ψυχὴ σὰν νἆταν
ὅλο χαλκὸς τὸ διάστημα, ἢ ὡς νἆχα, τ᾿ ἅγιο κελὶ
Τοῦ Ἡράκλειτου τριγύρα μου, ὅπου, χρόνια,
γιὰ τὴν Αἰωνιότη ἔχαλκευσε τοὺς λογισμούς του
καὶ τοὺς κρεμνουσε ὡς ἅρματα στῆς Ἔφεσος τὸ Ναό...

Γιγάντιες σκέψεις, σὰ νέφη πύρινα ἢ νησιὰ πορφυρωμένα
σὲ μυθικὸν ἡλιοβασίλεμα, ἄναβαν στὸ νοῦ μου,
τὶ ὅλη μου καίονταν μονομιᾶς ἡ ζωὴ στὴν ἔγνοια
τῆς καινούργιας λευτεριᾶς Σου, Ἑλλάδα. γι᾿ αὐτὸ δὲν εἶπα:

Τοῦτο εἶναι τὸ φῶς τῆς νεκρικῆς πυρᾶς μου...

Δαυλὸς τῆς Ἱστορίας Σου, ἔκραξα εἶμαι, καὶ νά,
ἂς καεῖ σὰν δάδα τὸ ἔρμο μου κουφάρι, μὲ τὴν δάδα τούτην,
ὀρθὸς πορεύοντας, ὡς μὲ τὴν ὕστερη ὥρα,
ὅλες νὰ φέξουν τέλος οἱ γωνιὲς τῆς οἰκουμένης,
ν᾿ ἀνοίξω δρόμο στὴν ψυχή, στὸ πνεῦμα, στὸ κορμί Σου, Ἑλλάδα.

Εἶπα, καὶ ἐβάδισα
κρατώντας τ᾿ ἀναμμένο μου συκώτι στὸν Καύκασό Σου,
καὶ τὸ κάθε πάτημά μου ἦταν τὸ πρῶτο,
κι ἦταν, θάρρευα, τὸ τελευταῖο,
τὶ τὸ γυμνό μου πόδι ἔπατει μέσα στὰ αἵματά Σου,
τί τὸ γυμνό μου πόδι ἐσκονταυε στὰ πτώματά Σου,
γιατὶ τὸ σῶμα, ἡ ὄψη μου, ὅλο μου τὸ πνεῦμα καθρεφτιζόταν,
σὰ σὲ λίμνη, μέσα στὰ αἱματά Σου.

Ἐκεῖ, σὲ τέτοιον ἄλικο καθρέφτη. Ἑλλάδα, καθρέφτη ἀπύθμενο,
καθρέφτη τῆς ἀβύσσου, τῆς Λευτεριᾶς Σου καὶ τῆς δίψας Σου,
εἶδα τὸν ἑαυτό μου βαρὺ ἀπὸ κοκκινόχωμα πηλὸ πλασμένο,
καινούργιο Ἀδὰμ τῆς πιὸ καινούργιας Πλάσης
ὅπου νὰ πλάσουνε γιὰ Σένα μέλλει. Ἑλλάδα.

Κι εἶπα:
Τὸ ξέρω, ναὶ ποὺ κι οἱ Θεοί Σου,
οἱ Ὀλύμπιοι χθόνιο τώρα γίνανε θεμέλιο,
γιατὶ τοὺς θάψαμε βαθειὰ βαθειά, νὰ μὴν τοὺς βροῦν οἱ ξένοι.
Καὶ τὸ θεμέλιο διπλὸ στέριωσε κι᾿ ἐτριπλοστεριωσε
ὅλο μ᾿ ὅσα οἱ ὀχτροί μας κόκαλα σωριάσανε ἀποπάνω...
κι᾿ ἀκόμα ξέρω πὼς γιὰ τὶς σπονδὲς καὶ τὸ τάμα
τοῦ νέου Ναοῦ π᾿ ὀνειρευτήκαμε γιὰ Σένα, Ἑλλάδα,
μέρες καὶ νύχτες τόσα ἀδέλφια σφάχτηκαν ἀνάμεσά τους,
ὅσα δὲ σφάχτηκαν ἀρνιὰ ποτὲ γιὰ Πάσχα...

Μοίρα, κι ἡ Μοίρα Σου ὡς τὰ τρίσβαθα
δική μου κι᾿ ἀπ᾿ τὴν Ἀγάπη, ἀπ᾿ τὴ μεγάλη δημιουργὸ Ἀγάπη
νὰ ποὺ ἡ ψυχή μου ἐσκλήρυνεν,
ἐσκλήρυνε καὶ μπαίνει ἀκέρια πιὰ μέσα στὴ λάσπη
καὶ μέσ᾿ τὸ αἷμα Σου, νὰ πλάσῃ τὴ νέα καρδιὰ
ποὺ χρειάζεται στὸ νιό Σου ἀγώνα, Ἑλλάδα.
Τὴ νέα καρδιὰ ποὺ κιόλας ἔκλεισα στὰ στήθη
καὶ κράζω σήμερα μ᾿ αὐτὴ πρὸς τοὺς συντρόφους ὅλους.

Ὀμπρὸς βοηθᾶτε νὰ σηκώσουμε τὸν ἥλιο πάνω ἀπ᾿ τὴν Ἑλλάδα,
ὀμπρός, βοηθᾶτε νὰ σηκώσουμε τὸν ἥλιο πάνω ἀπὸ τὸν κόσμο.
Τὶ, Ἰδέτε· ἐκόλλησεν ἡ ρόδα του βαθειὰ στὴ λάσπη,
κι ἄ, ἰδέτε χώθηκε τ᾿ ἀξόνι του βαθειὰ μέσ᾿ τὸ αἷμα.
Ὀμπρός, παιδιά, καὶ δὲ βολεῖ μονάχος ν᾿ ἀνέβῃ ὁ ἥλιος,
σπρῶχτε μὲ γόνα καὶ μὲ στῆθος νὰ τὸν βγάλουμε ἀπ᾿ τὴ λάσπη,
σπρῶχτε μὲ στῆθος καὶ μὲ γόνα νὰ τὸν βγάλουμε ἀπ᾿ τὸ γαῖμα.
Δέστε, ἀκουμπᾶμε ἀπάνω τοῦ ὁμοαίματοι ἀδελφοί του.
Ὀμπρός, ἀδέλφια, καὶ μᾶς ἔζωσε μὲ τὴ φωτιά του,
ὀμπρός, ὀμπρὸς κι ἡ φλόγα του μᾶς τύλιξε ἀδελφοί μου.

Ὀμπρὸς οἱ δημιουργοί.. Τὴν ἀχθοφόρα ὁρμή Σας,
στυλῶστε μὲ κεφάλια καὶ μὲ πόδια, μὴ βουλιάξει ὁ ἥλιος.
Βοηθᾶτε με κι ἐμένανε ἀδελφοί, νὰ μὴ βουλιάξω ἀντάμα..
Τὶ πιὰ εἶν᾿ ἀπάνω μου καὶ μέσα μου καὶ γύρα.
Τὶ πιὰ γυρίζω σ᾿ ἕναν ἅγιον Ἴλιγγο μαζί του...
Χίλια καπούλια ταῦροι τοῦ κρατᾶν τὴ βάση, δικέφαλος ἀητός·
κι ἀπάνω μου τινάζει τὶς φτεροῦγες του καὶ βογγάει ὁ σάλαγός του,
στὴν κεφαλή μου πλάι καὶ μέσα στὴν ψυχή μου.
καὶ τὸ μακριὰ καὶ τὸ σιμὰ γιὰ μένα πιὰ εἶν᾿ ἕνα...
Πρωτάκουστες βαρεῖες μὲ ζωνουν Ἁρμονίες,
ὀμπρός, σύντροφοι, βοηθᾶτε νὰ σηκωθεῖ νὰ γίνει ὁ ἥλιος πνεῦμα.

Σιμώνει ὁ νέος ὁ Λόγος π᾿ ὅλα θὰ τὰ βάψῃ,
στὴ νέα του φλόγα. νοῦ καὶ σῶμα. ἀτόφιο ἀτσάλι...
Ἡ γῆ μας ἀρκετὰ λιπάστηκε ἀπὸ σάρκα ἀνθρώπου...
παχιὰ καὶ καρπερά, νὰ μὴν ἀφήσουνε τὰ σώματά μας
νὰ ξεραθοῦν ἀπ᾿ τὸ βαθὺ τοῦτο λουτρὸ τοῦ αἵμα του πιὸ πλούσιο,
πιὸ βαθὺ κι ἀπ᾿ ὅποιο πρωτοβρόχι.
Αὔριο νὰ βγεῖ ὁ καθένας μας μὲ δώδεκα ζευγάρια βόδια
τὴ γῆ αὐτὴ νὰ ὀργώσει τὴν αἱματοποτισμενη...
Ν᾿ ἀνθίση ἡ δάφνη ἀπάνω της καὶ δέντρο ζωῆς νὰ γένη,
καὶ ἡ Ἄμπελός μας νὰ ἁπλωθεῖ ὡς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης...

Ἔτσι, σὰν ἔριξα καὶ τὸ στερνὸ δαυλὶ στὸ φωτογώνι
(δαυλὶ τῆς ζωῆς μου τῆς κλεισμένης μέσ᾿ τὸ χρόνο)
στὸ φωτογώνι τῆς καινούργιας Λευτεριᾶς Σου, Ἑλλάδα
ἀναψυχώθηκε ἄξαφνα τρανὴ ἡ κραυγή μου, ὡς νἆταν
ὅλο χαλκὸς τὸ διάστημα ἢ ὡς νἆχα τ᾿ ἅγιο κελὶ
τοῦ Ἠράκλειτου τριγύρα μου, ὅπου, χρόνια,
γιὰ τὴν Αἰωνιότη ἐχάλκευε τοὺς στοχασμούς του
καὶ τοὺς κρεμνοῦσε ὡς ἅρματα στῆς Ἔφεσος τὸ ναὸ
ὡς Σᾶς ἔκραζα σύντροφοι.

Τρίτη 3 Μαρτίου 2015

Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων

 

Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων ένα υπέροχο μυθιστόρημα, ένα λογοτεχνικό πείραμα, του οποίου το αποτέλεσμα θεωρήθηκε επιτυχημένο απ' τον εμπνευστή του μια και είχε όλα αυτά τα συστατικά ώστε να το κάνουν ενδιαφέρον. Τα συστατικά αυτά ήταν η ενδιαφέρουσα πλοκή, το μυστήριο , η δράση, ο έρωτας καθώς και οι ήρωες αλλά και οι προδότες. Ένα βιβλίο που αγκαλιάστηκε από το αναγνωστικό κοινό που περίμενε πως και πως να αγοράσει την εφημερίδα για να διαβάσει την συνέχεια της ιστορίας...

Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων είναι ένα μυθιστόρημα που γράφτηκε το 1958 από τέσσερις εκπροσώπους της Γενιάς του ’30, τους Άγγελο Τερζάκη, Στρατή Μυριβήλη, Ηλία Βενέζη και Μ. Καραγάτση.
Εμπνευστής του μυθιστορήματος ήταν ο Γιάννης Μαρής και σύμφωνα με μαρτυρίες οι συγγραφείς πείσθηκαν να συμμετάσχουν στην απόπειρα μετά από αρκετές αμφιβολίες. Όρος της συμφωνίας ήταν να μην υπάρχει καμία συνεννόηση των συγγραφέων σχετικά με την εξέλιξη της πλοκής: ο κάθε συγγραφέας θα συνέχιζε την αφήγηση από εκεί που την άφησε ο προηγούμενος εκμεταλλευόμενος με όποιον τρόπο ήθελε το υλικό των προηγουμένων ενοτήτων. Η δημοσίευση του έργου θα γινόταν στην εφημερίδα Ακρόπολις σε οκτώ εβδομαδιαίες συνέχειες και η σειρά θα καθοριζόταν με κλήρωση, ενώ ο τίτλος δόθηκε κατόπιν προτάσεων των αναγνωστών της εφημερίδας.
Οι συνέχειες του μυθιστορήματος δημοσιεύθηκαν από τις 2 Μαρτίου 1958 έως τις 26 Απριλίου 1958 και η σειρά των συγγραφέων ήταν η εξής: Μυριβήλης, Καραγάτσης, Τερζάκης, Βενέζης για τον πρώτο κύκλο των τεσσάρων εβδομάδων και αμέσως ακολούθησε ο δεύτερος κύκλος με την ίδια σειρά.
Πηγή:ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
 
Περίληψη
Το μυθιστόρημα ξεκινάει στην Αίγινα της δεκαετίας του 1920 και τελειώνει πάλι στην Αίγινα τρείς δεκαετίες αργότερα. Είναι η ερωτική ιστορία μιας Ελληνίδας χορεύτριας, της Ελισάβετ Μανιάτη και ενός Ελληνο-ιταλού στρατιωτικού, του Αμαντέο Μαντσίνι. Μέσα από το ρομάντσο τους διαβάζουμε για την αρχοντική Αίγινα, την πρώτη πρωτεύουσα του σύγχρονου ελληνικού κράτους, με τα παλιά κτήρια, το σπίτι που έζησε ο Ιωάννης Καποδίστριας, το αρχοντικό του Τρικούπη και των Ζαίμηδων. Το μεγαλύτερο όμως μέρος της υπόθεσης εκτυλίσσεται στην Αθήνα της δεκαετίας του 1950, στην μεταπολεμική και μετεμφυλιακή σύγχρονη πρωτεύουσα που προσπαθεί να κλείσει τις πληγές της: πολυτελή μπαρ που συχνάζουν δημοσιογράφοι και Αμερικάνοι σύμμαχοι και προστάτες, καφετέριες στην πλατεία Συντάγματος, η Λυρική Σκηνή ανεβάζει οπερέτες, οι κινηματογράφοι προβάλλουν την Άννα Μανιάνι, τα ζευγάρια πάνε ρομαντικές βόλτες στο Σούνιο και στου Φιλοπάππου. Και μετά μεταφερόμαστε στον Πειραιά. Εδώ το τοπίο αλλάζει για άλλη μια φορά. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με τους κοσμικούς Αθηναίους και τους τρόπους διασκέδασής τους. Εδώ βλέπουμε το προλεταριάτο που προσπαθεί να κερδίσει τον επιούσιο μέσα από κακουχίες και βάσανα.
Πηγή:anastasiosds.blogSpot.gr
 
 
Το μυθιστόρημα αυτό έγινε και τηλεοπτική σειρά.
 
Αποσπάσματα
 
ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ

Στρατής Μυριβήλης
[…]  Εκεί πάνω στο ναό της Αφαίας τους βρήκε το σούρουπο. Τους τύλιξε μέσα στη μαγεία του χωρίς να υποψιαστούν. Οι σκιές τους επλησίαζαν από παντού κι έκαναν τις ομάδες των πεύκων να σμίγουν στ’ απόμακρα. Το νησιώτικο μούχρωμα έκανε τα χρώματα πιο τρυφερά. Τα χρώματα της θάλασσας και των ανάγλυφων βουνών. Όλη αυτή η ειρηνική ατμόσφαιρα της ώρας και του τοπίου μέσα στην απόλυτη ησυχία έκανε τις καρδιές τους να συνεννοούνται μ’ ελάχιστα λόγια. Με ένα ναι, με ένα όχι, ένα «νομίζεις;». Κουβέντιαζαν καθισμένοι πλάι-πλάι στο αρχαίο μάρμαρο, που κρατούσε ακόμα μιαν ευχάριστη, ελάχιστη θαλπωρή από το ολημερινό χάιδι του ήλιου. Μιλούσαν με μια περίεργη ηρεμία, που ποτέ πριν λίγη ώρα δεν μπορούσαν να φανταστούν πως θα κυριαρχούσε πάνω στις επαναστατημένες των συνειδήσεις, που ειρήνευαν τώρα με τις αμοιβαίες των εξηγήσεις, γεμάτες από αυθόρμητη ειλικρίνεια. Δεν ύψωνε κανένας από τους δυο τους τον τόνο της φωνής, σα να μιλούσε ο καθένας με τον εαυτό του, ή σα να διηγότανε τα γεγονότα που συντάραξαν τη ζωή τους σε κάποιον τρίτο. Κι αυτός ο ανύπαρχτος τρίτος, που άκουγε τη διπλή αυτή εξομολόγηση, ήταν και μέσα στους δυο τους. Δε μιλούσε, μόνο δεχόταν τις ανακοινώσεις τους χωρίς αντίλογο, σα να ‘ταν τίποτα παλιές ιστορίες χωρίς σημασία.

  Υπήρχε στη συνομιλία αυτή ένας τόνος συγκρατημένος κι από τους δυο. Ένας τόνος σκεπασμένης τρυφερότητας, που κρυβόταν μέσα σε μια διάθεση μειλιχιότητας και τρυφερής ευγένειας. Κάπου-κάπου σταματούσαν να μιλάνε. Κοιταζόντανε μόνο στα μάτια αυτές τις ώρες της σιωπής, και στα μάτια τους δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο εξόν η πίκρα του παιδιού που πόνεσε πολύ, που τιμωρήθηκε πολύ για άγνωστο φταίξιμο. Ένα τριζόνι άρχισε να τρίζει τα έλυτρά του κρυμμένο στη ρίζα της κοντινής κολόνας. Ήταν σαν κάποιος να χούρδιζε ένα ρολόι της τσέπης.[…]



Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ



Μ. Καραγάτσης
[…]  Ο άνθρωπος πολλές φορές στη ζωή του, βρίσκεται αναγκασμένος να εκστομίσει την απειλή. Είναι η παρόρμηση, τα αφάρπαγμα της οργισμένης στιγμής, που συσκοτίζει το νου· που εξουδετερώνει το Υπερεγώ, το σφυρηλατημένο από τον αταβισμό αιώνων πολιτισμού, από καλλιέργεια και υποταγή στις κοινωνικές συνθήκες. Και φέρνει στην επιφάνεια το πρωτόγονο Εγώ, που ελλοχεύει ύπουλα στα κύτταρά μας· που μας το μετέδωσε, ανάμεσα από αναρίθμητες γενιές, με τα χρωματοσώματά του, ο απώτατος πρόγονός μας, ο τρωγλοδύτης, ο κτηνάνθρωπος· εκείνος που για να επιβιώσει, ν’ αναπαραχθεί και να κυριαρχήσει, άλλον τρόπο απ’ το φονικό δεν ήξερε.

  Την εκστομίζουμε την απειλή· κι η πρόθεσή μας είναι, εκείνη τη στιγμή, συνεπής με τα λόγια μας. Εκείνη τη στιγμή… Τις πιότερες φορές το πρόσκαιρα παραμερισμένο Υπερεγώ επανέρχεται και μα ξανατοποθετεί στα πλαίσια της υποκειμενικής και αντικειμενικής ασφάλειας που μας προσφέρει ο πολιτισμός. Κι η απειλή απομένει απειλή…

  Αυτού του είδους η απειλή, όσο ειλικρινά κι αν εκστομίζεται, έχει εντός της το έωλο του ανέφικτου. Ηχεί ψεύτικα, κούφια, μάταια. Όταν όμως πηγάζει από απόφαση αδέκαστη, τότε λες και δεν τη λέει ο άνθρωπος· λες και απ’ το στόμα του ανθρώπου μιλάει το Πεπρωμένο. Λες κι ήρθε κιόλας ο Θάνατος· κι ετοιμάζεται ν’ ανοίξει τις σκοτεινές φτερούγες του και να χυμήξει στο ανέκκλητα καταδικασμένο σφάγιο.

  Έτσι πρέπει ν’ αντήχησε η φωνή του Αμενταίο Μαντσίνι τη στιγμή που εξήγγειλε την απειλή. Δεν ήταν απειλή, αλλά θετική προεξόφληση γεγονότος μελλοντικού και βέβαιου. Με μιας, άγνωστο πως, μπροστά στα μάτια της Ελισάβετ Μανιάτη σχεδιάστηκε η εικόνα ενός κουφαριού. Μπρούμυτα κειτόταν ο νεκρός της φαντασίας της, πάνω στα θυμάρια ενός δασωμένου λόφου, κάτω απ’ την παγερή μαρμαρυγή των μύριων αστεριών ενός διάφανα σκοτεινού ουρανού. Από μια μικρή τρύπα στο στήθος αργοκυλούσε, πάνω στα πράσινα θαμνόφυλλα, το απαίσιο πορφυρό ρυάκι…[…]



ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ



Άγγελος Τερζάκης
[…]  Η κοινωνική ζωή είναι μια φαντασμαγορία από αστερισμούς που δεν έχουν μόνον αστέρια πρώτου μεγέθους, και τα τρίτου, παίζουν εκεί το ρόλο τους. Όλα χρειάζονται, ακόμα και τα πιο ταπεινά. Η δεσποινίς Φρόσω Ματθαιάκη, αστέρι μάλλον τρίτου μεγέθους ως τώρα στον ουρανό της αθηναϊκής ζωής, έβλεπε ξαφνικά τον εαυτό της να προβιβάζεται, ν’ ανυψώνεται, να περιζώνεται με την αίγλη της υψηλής κοινωνίας.

  Εδώ και δυο εικοσιτετράωρα ζούσε σα μέσα σε όνειρο. Ένα όνειρο συναρπαστικό. Δακτυλογραφάκι – όπως και να το κάνεις – άσημο ως τώρα, παγκρατιώτισσα γέννημα-θρέμμα, κορίτσι οικογενείας αστικής αλλά ξεπεσμένης, η δεσποινίς Φρόσω είχε, φυσικά, τις ιδέες της. Ιδέες μεγαλεπήβολες όσο και προσεχτικά παραχωμένες: να εφοπλιστεί όσο πρέπει για την ώρα της μεγάλης μάχης, που σου δίνει την κυριαρχία της σύγχρονης ζωής. Να μη περιοριστεί στον κύκλο της γειτονιάς της, του κόσμου της, αλλά να σημαδέψει πιο ψηλά, όσο παίρνει ψηλότερα. Να κάνει ό,τι περνάει από τα χεράκια της – χεράκια αβρότατα, παχουλά, φτερωμένα πάνω στη γραφομηχανή, τρομερά επιδέξια – για να «ανέβει». Αχ αυτό το ανέβασμα, η ανάρρηση στις υψηλές κοινωνικές σφαίρες, ο ίλιγγος και το πάθος. Μάτι δεν έκλεινε ολάκερες νύχτες η δεσποινίς Φρόσω Ματθαιάκη για να πλάθει με το νου της τα οράματα της αυριανής, της περιπόθητης ζωής. Ο κινηματογράφος της είχε βάλει φωτιά στο αίμα. Εκείνη μια φορά ήταν ζωή, όπως τη βλέπεις στα κοσμικά φιλμ: δεξιώσεις, γουναρικά, διαδήματα, βίλες, καζίνα, κούρσες, κότερα, Κυανές Ακτές, ερωμένοι διπλωμάτες, πρίγκιπες, μαχαραγιάδες, περιπέτειες, σκάνδαλα, θρίαμβοι. Να σου πιάνεται η ανάσα. Και η δεσποινίς Φρόσω – το Φροσάκι της πλατείας Πλαστήρα – είχε κάνει μέσα του επίσημο όρκο, φοβερό, ή να πραγματοποιήσει μια μέρα τ’ όνειρό του ή, αν τυχόν το ιδεί να ξεφτάει, ν’ αυτοκτονήσει με βερονάλ – μια κι όξω. Ή του ύψους ή του βάθους.

  Προς τιμήν της ωστόσο θα ομολογήσουμε πως, για να βάλει σ’ εφαρμογή τη φιλοδοξία της η Φρόσω, καταπιάστηκε σαν καλός στρατηγός: καμιά βιασύνη, καμιά προχειρότητα, εγκατάλειψη στην τύχη. Εξοπλισμός, αντίθετα, ως τα δόντια. Κι όχι μόνον εξωτερικώς, σε πνευματικά εξαρτήματα. Γι’ αυτό είναι που στρώθηκε κι έμαθε τα γαλλικά, τ’ αγγλικά, στην εντέλεια. Γι’ αυτό η στενογραφία. Αλλά γι’ αυτό και το επιμελέστατο διάβασμα ξένων βιβλίων, περιοδικών, κάθε έντυπου που μπορεί ν’ αναπτύξει το πνεύμα σου, να σου δώσει γνώσεις, κοινωνικό αέρα. Που ξέρεις τι σου λαχαίνει αύριο; Γίνεσαι κυρία του κόσμου, γυναίκα πολιτευομένου, οικονομολόγου, μπορεί και πρέσβειρα. Πρέπει να μπορείς να τα βγάλεις πέρα.[…]



ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ



Ηλίας Βενέζης
[…]  Ήθελε ν’ ακουμπήσει σε κάτι στερεό, σε μια στιγμή της αιωνιότητας, να τα μετρήσει όλα τούτα με μέτρα μεγάλα, για να δει πόσο είναι εφήμερα, να γαληνέψει. Κοίταξε τη θάλασσα, την εξαίσια γαλάζια θάλασσα, την ελληνική, τα βουνά που τη ζώναν, τα νησιά, τα χρώματα. Άνοιξε το μικρό ταξιδιωτικό βιβλίο που είχε πάντα στη βαλίτσα της. Άρχισε να διαβάζει αφηρημένα:

  «… Ο ήλιος χαμηλώνει στο βάθος των Κυκλάδων. Όλα είναι ήμερα και ζεστά. Τίποτα που να φωνάζει, τίποτα πάνω από την αντοχή του ανθρώπου: και η θάλασσα, κι ο ουρανός, και τα νησιά. Τίποτα το ατέλειωτο, το μη καθορισμένο. Λες: ¨Αυτή η θάλασσα κι αυτός ο ουρανός κι αυτά τα νησιά είναι του χεριού μου. Θα μπορούσα ν’ αντιμετρηθώ μαζί τους¨. Κι αυτό, που είναι ήδη ένας τρόπος συνεννοήσεως, είναι στο απώτατο βάθος η ουσιαστική δύναμη που κίνησε όλον τον πολιτισμό του Αιγαίου. Οι άνθρωποί του δεν είχαν να κάνουν με το αχανές και με το αβέβαιο. Μπροστά τους, στο βάθος του ορίζοντα, με γραμμές ανάλαφρες που στυλώνονταν μέσα απ’ τα κύματα σα να ήταν όνειρο, όμως περιγραμμένο πάντα και αναμφισβήτητο, τους καλούσε ένα νησί, μια στεριά, σκοπός βέβαιος. Έμαθαν να γυρεύουν πάντα, να’ χουν πάντα ένα σκοπό, να μη σταματούν ποτέ στη μέση του δρόμου, να τελειώνουν πάντα το έργο που καταπιάνονταν. Έμαθαν να είναι δυνατοί, ξέροντας πως η δύναμη γίνεται πολλές φορές ταυτόσημη με το πεπρωμένο, έμαθαν να είναι ξύπνοι και σβέλτοι.  Και προ πάντων έμαθαν να δουλεύουν σε κείνη την ασύλληπτη δύναμη, που έβαλε στο μέτωπο του λαού αυτού βούλα πύρινη, τη σφραγίδα της δωρεάς: έμαθαν να δουλεύουνε στη φαντασία. Ζώντας στη μαγεία των νησιών τους, σ’ αυτό το απίθανο παιχνίδι φωτός και σκιάς, μάθανε να καταλαβαίνουνε τη μεγάλη ώρα της γης που τους προορίστηκε με το ένστικτο, που είναι βέβαια βαθύτερο απ’ το αίσθημα. Στεφανώσανε τα νησιά τους με τους ωραιότερους θεούς και τους ωραιότερους μύθους, αν όχι για τίποτα άλλο, τουλάχιστο για να παραβγούνε μαζί τους στη μορφιά. Για να μην έχουν να λεν τα νησιά πως αυτά στάθηκαν πιο δυνατά απ’ τον άνθρωπο, πως αυτός στάθηκε αδύναμος να υψωθεί ως τη μορφιά τους…»
  Η Ελισάβετ Μανιάτη σφάληξε το βιβλίο, σφάληξε τα μάτια. Η βαθύτατη καλλιέργειά της απ’ τον καιρό που σπούδαζε στη Γερμανία τη βοηθούσε να προσανατολίζεται αμέσως σε κάθε περιοχή γνώσης, να έχει εκείνη την άλλη αίσθηση, που δεν έρχεται από το θεό αλλά την κατακτά μόνος του, αν του είναι προορισμένο, ο άνθρωπος.[…]
 
Πηγή:logotexnika.blogSpot.gr

Κυριακή 1 Μαρτίου 2015

Νικόλαος Γύζης, ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες ζωγράφους

Νικόλαος Γύζης, ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες ζωγράφους που τα έργα του  ξεχειλίζουν από ανθρωπιά, ζωή και ομορφιά....


Ο Νικόλαος Γύζης (Σκλαβοχώρι,στην Τήνο την 1 Μαρτίου 1842 – Μόναχο, 22 Δεκεμβρίου 1900 ή 4 Ιανουαρίου 1901 με το νέο ημερολόγιο) ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς Έλληνες ζωγράφους του 19ου αιώνα της λεγόμενης «Σχολής του Μονάχου». Διακρίθηκε σε όλα τα χρόνια των σπουδών του και πήρε τα πρώτα βραβεία στην ξυλογραφία, τη ζωγραφική και τη χαλκογραφία.
Βιογραφικά στοιχεία

Ο Νικόλαος Γύζης ήταν ένα από τα έξι παιδιά του ξυλουργού Ονούφριου Γύζη και της Μαργαρίτας Γύζη, το γένος Ψάλτη, που ζούσαν στο Σκλαβοχώρι της Τήνου. Το 1850, η οικογένειά του μετοίκησε στην Αθήνα και ο μικρός Νικόλαος άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα στην Σχολείο των Τεχνών (μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών), αρχικά ως ακροατής και, από το 1854 έως το 1864, ως κανονικός σπουδαστής.
Με το τέλος των σπουδών του, γνωρίστηκε με τον πλούσιο φιλότεχνο Νικόλαο Νάζο, με την μεσολάβηση του οποίου έλαβε υποτροφία από το Ευαγές Ίδρυμα του Ναού της Ευαγγελιστρίας της Τήνου, προκειμένου να συνεχίσει τις σπουδές του στην Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου.
Τον Ιούνιο του 1865, ο Γύζης έφθασε στο Μόναχο, όπου συνάντησε τον συνάδελφο και φίλο του Νικηφόρο Λύτρα. Ο τελευταίος τον βοήθησε στο να εγκλιματιστεί γρήγορα στο γερμανικό περιβάλλον. Πρώτοι του δάσκαλοί του στο Μόναχο ήταν ο Χέρμαν Άνσυτς (Hermann Anschütz) και ο Αλεξάντερ Βάγκνερ (Alexander Wagner). Τον Ιούνιο του 1868 έγινε δεκτός στο εργαστήριο του Καρλ φον Πιλότυ (Karl von Piloty).
 
Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Μόναχο το 1871 και τον Απρίλιο του 1872 επέστρεψε στην Αθήνα, για να μετατρέψει το πατρικό του σπίτι επί της οδού Θεμιστοκλέους σε ατελιέ. Μαζί με τον Νικηφόρο Λύτρα, ταξίδεψε το 1873 στην Μικρά Ασία.
Απογοητευμένος από τις συνθήκες της Ελλάδας, τον Μάιο του 1874 εγκατέλειψε την Αθήνα και επέστρεψε στο Μόναχο, όπου έμελλε να ζήσει για το υπόλοιπο της ζωής του. Το 1876, ταξίδεψε παρέα με τον Νικηφόρο Λύτρα στο Παρίσι. Έναν χρόνο αργότερα νυμφεύθηκε την Άρτεμη Νάζου, με την οποία απέκτησε τέσσερις κόρες, την Πηνελόπη (γεν. 1878, πέθανε μόλις δώδεκα ημερών), την Μαργαρίτα-Πηνελόπη (γεν. 1879), την Μαργαρίτα (γεν. 1881) και την Ιφιγένεια (γεν. 1890), και έναν γιο, τον Ονούφριο-Τηλέμαχο (γεν. 1884).
Το 1880, ανακηρύχθηκε σε επίτιμο μέλος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Μονάχου και το 1888 εκλέχθηκε τακτικός καθηγητής στο ίδιο ίδρυμα. Το 1881, πέθανε η μητέρα του και έναν χρόνο μετά πέθανε και ο πατέρας του. Το 1895, επισκέφθηκε για τελευταία φορά την Ελλάδα, την οποία ποτέ δεν ξέχασε και πάντα νοσταλγούσε. Προσβεβλημένος από λευχαιμία, πέθανε στο Μόναχο στις αρχές του 1901. Λέγεται ότι τα τελευταία του λόγια ήταν: «Λοιπόν ας ελπίζωμεν και ας ζητούμεν να είμεθα εύθυμοι!». Η σορός του ενταφιάστηκε στο Βόρειο Νεκροταφείο του Μονάχου.

Το έργο του
Ο Νικόλαος Γύζης αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ακαδημαϊκού ρεαλισμού του ύστερου 19ου αιώνα, του συντηρητικού εικαστικού κινήματος που είναι γνωστό ως «Σχολή του Μονάχου», τόσο σε ελληνικό όσο και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Συμμετείχε και βραβεύτηκε σε πάρα πολλές ελληνικές και ευρωπαϊκές εκθέσεις, από το 1870 έως το 1900. Μάλιστα, μετά τον θάνατό του το 1901, τιμήθηκε με έκθεση έργων του στην 8η Διεθνή Καλλιτεχνική Έκθεση του Γκλασπαλάστ (Glaspalast).
Σπουδαστής στην Ακαδημία του Μονάχου, ενστερνίστηκε όλες τις αρχές των Γερμανών δασκάλων του, φτιάχνοντας έργα σπάνιας επιδεξιότητας μέσα στα όρια του ιστορικού ρεαλισμού και της ηθογραφίας. Με τα έργα του, ειδικά αυτά της νεότητάς του, έλαβε τον χαρακτηρισμό «γερμανικότερος των Γερμανών» και επαινέθηκε με το παραπάνω από τους τεχνοκριτικούς και τον Τύπο της εποχής.
Δύο από τα μεγάλα «γερμανικά» του έργα, οι Ελεύθερες τέχνες και τα πνεύματα της καλλιτεχνικής βιοτεχνίας, που κοσμούσαν την οροφή Μουσείου Διακοσμητικών Τεχνών του Καϊζερσλάουτερν (1878–1880), και Ο θρίαμβος της Βαυαρίας, που κοσμούσε την αίθουσα συνεδριάσεων του Μουσείου Διακοσμητικών Τεχνών της Νυρεμβέργης (1895–1899) — καταστράφηκαν κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μερικά από τα έργα του, όπως Τα αρραβωνιάσματα (1875]) και Το κρυφό σχολειό (1885, συλλογή Εμφιετζόγλου), βασίζονται σε προφορικούς θρύλους της εποχής της Τουρκοκρατίας, των οποίων η αντιστοιχία στην ιστορική πραγματικότητα αμφισβητείται σήμερα, χωρίς βέβαια αυτό να μειώνει την καλλιτεχνική αξία των παραπάνω έργων.
Νικόλαος Γύζης, Ιστορία (1892). Λάδι σε καμβά, 89 εκ. διάμετρος. Ιδιωτική συλλογή.

Άτομο βαθιά θρησκευόμενο, στράφηκε αργότερα προς τις αλληγορικές και τις μεταφυσικές παραστάσεις. Τα λεγόμενα «θρησκευτικά» του έργα, με πλέον χαρακτηριστικό τον πίνακα Ιδού ο Νυμφίος έρχεται (1895–1900, Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας - Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου), αντιπροσωπεύουν τα οράματα του ώριμου πλέον καλλιτέχνη και δηλώνουν απερίφραστα τις υπαρξιακές του αγωνίες. Κυρίαρχο θέμα των ώριμων έργων του ήταν ο αγώνα του εναντίον του Κακού και η τελική νίκη του Καλού. Η σημαντικότερη μορφή σ' αυτά τα έργα του είναι η γυναίκα, που άλλοτε εμφανίζεται ως Τέχνη, άλλοτε ως Μουσική, άλλοτε ως Άνοιξη, άλλοτε ως Δόξα, κ.λπ.
Νεότεροι μελετητές του έργου του διακρίνουν ότι στα λιγότερο γνωστά ύστερα έργα του, και κυρίως στα σχέδιά του με κάρβουνο και κιμωλία, ο Γύζης δίνει μια εξπρεσιονιστική τάση απελευθέρωσης από τον ακαδημαϊκό ρεαλισμό.
Ο Γύζης φιλοτέχνησε επίσης αφίσες και εικονογράφησε βιβλία.

Οι επιστολές του
Η ζωή και το έργο του Νικολάου Γύζη φωτίζεται επίσης από τις επιστολές που έγραφε από το 1869 και μέχρι το τέλος της ζωής του (Επιστολαί Νικολάου Γύζη, Εκδόσεις «Εκλογής», Αθήναι 1953).[9] Ορίστε μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
«Σας βεβαιώ, Κύριε Νάζε, ότι δεν είμαι διόλου σπάταλος. Ζω με την μεγαλυτέραν οικονομίαν, αλλά τα έξοδα της τέχνης μου, και προ πάντων τα μοδέλα, κοστίζουν φρικτά και άνευ αυτών δεν ημπορώ να κάμω βήμα. Εις την αρχήν ήμουν εις μικροτέρας σχολάς, όπου τα μοδέλα επληρώνοντο από την Ακαδημίαν, αλλ' αφ' ότου εμβήκα εις την σχολή των συνθέσεων, τα πληρώνω ο ίδιος και διά τούτο έπεσα έξω. [...] Έγραψα και θα γράψω πάλιν προς την επιτροπήν της Ευαγγελιστρίας διά τους μισθούς μου...» -- Επιστολή προς τον Νικόλαο Νάζο, 3 Ιουνίου 1873
«Πόσον πτωχός είναι ο ζωγράφος απέναντι του ποιητού! Αν ξαναγεννηθώ θα γίνω ποιητής και μουσικός.» -- Επιστολή προς τον Νικόλαο Νάζο, 7 Απριλίου 1875
«Αν ήτο δυνατόν να ημπορούσα να ηρχόμουν εις την Ελλάδα, ίσως κατά πρώτον εις την Κεφαλληνίαν και κατόπιν εις την Τήνον, εις τα γλυκά αυτά μέρη.» -- Επιστολή προς τον αδελφό της γυναίκας του, 22 Οκτωβρίου 1900.



Αρχείο:Gizis kryfo skoleio.jpg

 Το κρυφό σχολειό (1885-1886)

Αποτέλεσμα εικόνας για νικόλαος γύζης έργα

Τα αρραβωνιάσματα

Το τάμα (1874)
Εθνική Πινακοθήκη


Ανατολίτης με την πίπα

Καπουτσίνος Μοναχός


Ιστορία (1892)


Ηλικιωμένος με κόκκινο φέσι


Ο Έρως και ο Ζωγράφος

Η αποστήθιση 1883

Πολεμιστής της Ανατολής 1842

Ο κουρέας (1880)
Μετά την πτώση των Ψαρών
Εθνική Πινακοθήκη


Η Ψυχή του Καλλιτέχνη


Αρχείο:Gyzis Nikolaos The Step Mother.jpg

Η ψυχομάνα

Αρχείο:Gyzis Nikolas Old man's head.jpg

Κεφαλή γέρου


 Αρχείο:Gysis Nikolaos Old man sleeping.jpg
 Γέρος που κοιμάται



Αρχείο:Gysis Nikolaos Boy with cherries.jpg

Αγόρι με κεράσια

Αρχείο:Gysis Nikolaos Pastryman.jpg

Ζαχαροπλάστης

Αρχείο:Gysis 001.jpg

Ιδού ο Νυμφίος

Αρχείο:Gysis Nikolaos Koukou.jpg

Κου-Κου

Αρχείο:Greek painters-Gyzis2.jpg

Τα ορφανά

Αρχείο:Nikolas Gysis The Spider.jpg

Αράχνη
Ρεκλάμα για εταιρεία καπνού

Πηγή: ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
 
 

 

Τα κοχύλια ζουν; Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη

Τα κοχύλια ζουν;   Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη Τα κοχύλια ζουν; Η Νεφέλη όταν αντίκρισε την παραλία της Πευκιάς ψηλά από τον δρόμ...