Παρασκευή 6 Μαρτίου 2020

Έρνεστ Χέμινγουεϊ όταν περιγράφει τη Μικρασιατική Καταστροφή

Ήταν μόλις 20 χρονών ο Έρνεστ Χέμινγουέι όταν διετέλεσε πολιτικός ανταποκριτής της καναδικής εφημερίδας “Τορόντο Σταρ” στην Ευρώπη και με το μοναδικό του ύφος περιέγραψε τη Μικρασιατική Καταστροφή. Το 1925 εκδίδει το πρώτο του λογοτεχνικό βιβλίο με τίτλο “Στην εποχή μας” με πρώτο διήγημα με τίτλο “Στην προκυμαία της Σμύρνης”.

Ιδού μερικά αποσπάσματα...

Από την ανταπόκρισηΗ υποχώρηση του ελληνικού στρατού ήταν μια θλιβερή υπόθεση, αλλά δε χρειάζεται να κατηγορούμε γι’ αυτό τον απλό Έλληνα φαντάρο. Ακόμα και όταν γινόταν εκκενώσεις περιοχών οι Έλληνες δρούσαν ως πραγματικοί στρατιώτες. Ο Κεμάλ θα είχε μεγάλο πρόβλημα αν ήταν να τους αντιμετωπίσει στη Θράκη. Ο λοχαγός Wittal του Ινδικού Ιππικού, που βρισκόταν στην Ανατόλια ως παρατηρητής κατά τη διάρκεια του πολέμου των Ελλήνων με τον Κεμάλ, μου είπε: «Οι Έλληνες στρατιώτες ήταν μαχητές πρώτης κατηγορίας. Οι αξιωματικοί τους ήταν άριστοι.... Θα μπορούσαν να έχουν καταλάβει την Άγκυρα και να τελειώσουν τον πόλεμο αν δεν είχαν προδοθεί.

Ο άντρας σκεπάζει με μια κουβέρτα την ετοιμόγεννη γυναίκα του πάνω στον αραμπά για την προφυλάξει από τη βροχή. Εκείνη είναι το μόνο πρόσωπο που βγάζει κάποιους ήχους [από τους πόνους της γέννας]. Η μικρή κόρη τους την κοιτάζει με τρόμο και βάζει τα κλάματα. Και η πομπή προχωρά... Δεν ξέρω πόσο χρόνο θα πάρει αυτό το γράμμα να φτάσει στο Τορόντο, αλλά όταν εσείς οι αναγνώστες της Σταρ το διαβάσετε να είστε σίγουροι ότι η ίδια τρομακτική, βάναυση πορεία ενός λαού που ξεριζώθηκε από τον τόπο του θα συνεχίζει να τρεκλίζει στον ατέλειωτο λασπωμένο δρόμο προς τη Μακεδονία.”

Βρίσκομαι σε ένα άνετο τρένο, αλλά με τη φρίκη της εκκένωσης της Θράκης, όλα μου φαίνονται απίστευτα. Έστειλα τηλεγράφημα στη «Σταρ» από την Αδριανούπολη. Δεν χρειάζεται να το επαναλάβω. Η εκκένωση συνεχίζεται.... Ψιχάλιζε. Στην άκρη του λασπόδρομου έβλεπα την ατέλειωτη πορεία της ανθρωπότητας να κινείται αργά στην Αδριανούπολη και μετά να χωρίζεται σ’ αυτούς που πήγαιναν στη Δυτική Θράκη και τη Μακεδονία. .. Δε μπορούσα να βγάλω από το νου μου τους άμοιρους ανθρώπους που βρίσκονταν στην πομπή γιατί είχα δει τρομερά πράγματα σε μια μόνο μέρα. Η ξενοδόχισσα προσπάθησε να με παρηγορήσει με μια τρομερή τούρκικη παροικία: «Δε φταίει μόνο το τσεκούρι, φταίει και το δέντρο». (Toronto Star, 14 Νοέμβρη 1922)” 
Όλη μέρα περνούν δίπλα μου, λεροί, εξαντλημένοι, αξύριστοι, ανεμοδαρμένοι στρατιώτες που βαδίζουν στη γκρίζα γυμνή ύπαιθρο της Θράκης. Χωρίς μπάντες, χωρίς [ανθρωπιστικές] οργανώσεις να τους ανακουφίσουν, χωρίς τόπο να ξαποστάσουν, παρά γεμάτοι ψείρες, με βρώμικες κουβέρτες και κουνούπια όλη τη νύχτα. Είναι οι τελευταίοι από αυτό που ήταν κάποτε η δόξα της Ελλάδας. Κι αυτό είναι το τέλος της δεύτερης πολιορκίας της Τροίας” (Toronto Star, 3 Νοεμβρίου 1922).«τριάντα χιλιόμετρα με κάρα που τα σέρνουν βόδια, ταύροι και λασπωμένα βουβάλια, με εξουθενωμένους, κατάκοπους άνδρες, γυναίκες και παιδιά να περπατούν στα τυφλά».

Από το διήγημα...”Είχαμε ρητές εντολές να μην επέμβουμε, να μη βοηθήσουμε... Το πλοίο μας είχε τόση δύναμη που θα μπορούσαμε να βομβαρδίσουμε όλη τη Σμύρνη και να σταματήσουμε το μακελειό, αλλά η εντολή ήταν να μην κάνουμε τίποτα... Το παράξενο ήταν, είπε [ο υποτιθέμενος αξιωματούχος του αμερικάνικου πολεμικού που διηγείται την ιστορία], πώς ούρλιαζαν κάθε νύχτα τα μεσάνυχτα. Δεν ξέρω γιατί ούρλιαζαν αυτή την ώρα. Ήμασταν στο λιμάνι κι αυτές στην προκυμαία και τα μεσάνυχτα άρχιζαν να ουρλιάζουν. Στρέφαμε πάνω τους τους προβολείς και κι αυτές τότε σταματούσαν'.

Το χειρότερο, είπε, ήταν οι γυναίκες με τα νεκρά παιδιά. Δε μπορούσαμε να τις πείσουμε να μας δώσουν τα πεθαμένα παιδιά τους. Είχαν τα παιδιά τους, νεκρά ακόμα και έξι μέρες, αλλά δεν τα εγκατέλειπαν. Δε μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Τελικά έπρεπε να τους τα πάρουμε με τη βία”



Τετάρτη 4 Μαρτίου 2020

4 - 8 Μάρτη 1944 η ιστορική μάχη της Κοκκινιάς

4 ημέρες, από 4 Μάρτη έως 8 Μάρτη του 1944 η προσφυγούπολη του Πειραιά, η Κοκκινιά βιώνει τις πιο τραγικές μέρες της ιστορίες της όταν οι γερμανικές δυνάμεις σε συνεργασία με χωροφυλάκους και ταγματασφαλίτες τη βάζουν στο στόχαστρο τους, γιατί αντιστέκεται σθεναρά και πεισματικά με πρωτεργάτες το 6ο Ανεξάρτητο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ,τα μέλη του ΕΑΜ, τους αγωνιστές της ΕΠΟΝ και με την πλειοψηφία του λαού της προσφυγούπολης. 


Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΟΚΚΙΝΙΑΣ        4-8 Μάρτη 1944

    Στον αγώνα που διεξάγει ο λαός κατά των Γερμανών κατακτητών, η πάλη της Αθήνας, του Πειραιά και των συνοικιών παίζει κυρίαρχο κι αποφασιστικό ρόλο. Ως το Σεπτέμβρη του 1943 ο αγώνας των πόλεων εκδηλώνεται με σαμποτάζ, απεργίες και μαζικές διαδηλώσεις. Μετά το Σεπτέμβρη του 1943 ή ένταση, το βάθος κι ο συνειδητός χαρακτήρας του αγώνα τρομάζουν τον κατακτητή και προκαλούν την έντονη αντίδραση των Γερμανών και των συνεργατών τους. Το 1944 βρίσκει την Αθήνα, τον Πειραιά και τις συνοικίες σε μια -διαρκώς εντεινόμενη- εμπόλεμη κατάσταση.
    Οι εργατικές κινητοποιήσεις της Κοκκινιάς επιδεικνύουν ένα ιδιαιτέρως αγωνιστικό πνεύμα, εξαιτίας της εργατικής σύνθεσης της πόλης, της οποίας ο αγώνας έχει ως κύρια χαρακτηριστικά τη μαζικότητα και την οργανωμένη αντίσταση. Οι Γερμανοί γνώριζαν πως χτυπώντας την Κοκκινιά θα έπλητταν ολόκληρο το αγωνιστικό κίνημα. Για το λόγο αυτό η Μάχη της Κοκκινιάς είναι η πρώτη μεγάλη μάχη που δόθηκε σε πόλη.
    Από τις  4 έως τις  8 Μάρτη 1944  η Κοκκινιά, η προσφυγούπολη του Πειραιά, βίωσε κάποιες από τις πιο τραγικές μέρες της πολύχρονης ιστορίας της. Γερμανικές δυνάμεις σε συνεργασία με χωροφύλακες και ταγματασφαλίτες θέτουν στο στόχαστρό τους την πόλη, η οποία αντιστέκεται πεισματικά με πρωτεργάτες το 6ο Ανεξάρτητο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, τα μέλη του ΕΑΜ,  τους αγωνιστές της ΕΠΟΝ και -κυρίως- τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού της Κοκκινιάς. Στο πρόσωπο της πόλης που ανάθρεψε πλήθος ανταρτών και διέθετε ένα οργανωμένο αντιστασιακό κίνημα επιχειρήθηκε από τους Ναζί και τους συνεργάτες τους να καμφθεί το αντιστασιακό φρόνημα του Ελληνικού λαού, που πάλευε  για  εθνική απελευθέρωση, διεκδικώντας ταυτοχρόνως να στρέψει προς όφελός του τις μελλοντικές πολιτικές εξελίξεις.

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Σάββατο 4 Μάρτη 1944. Χωροφύλακες και ταγματασφαλίτες προσπαθούν να εισβάλουν από δυο διαφορετικά σημεία στην πόλη, αλλά μετά από πολύωρες συγκρούσεις αναχαιτίζονται από τους αγωνιστές του ΕΛΑΣ, οι οποίοι το ίδιο βράδυ συγκαλούν κοινή σύσκεψη ΕΑΜιτών κι ΕΛΑΣιτών στην Κοκκινιά κι αποφασίζουν γενική επιφυλακή κι ενημέρωση του λαού της πόλης.
Κυριακή 5 Μάρτη 1944. Οι Κοκκινιώτες απαντούν με μεγαλειώδες συλλαλητήριο κατά της τρομοκρατίας στην πλατεία του Αγίου Νικολάου. Παράλληλα απαιτούν συσσίτιο για τα παιδιά. Στο τέλος του συλλαλητηρίου η πόλη δέχεται πολυμέτωπη επιδρομή, για να καταλήξει -μετά από αιματηρές μάχες- στην οπισθοχώρηση των Γερμανών και των ντόπιων συνεργατών τους.
Δευτέρα 6 Μάρτη 1944. Ο Πειραιάς ξυπνά με μαζική πανεργατική απεργία κατά της τρομοκρατίας του λαού της Κοκκινιάς. Η συμμετοχή κι η αλληλεγγύη των εργατών και του λαού προς τους Κοκκινιώτες αγωνιστές είναι καθολική. Η πόλη δέχεται  σχεδιασμένη επιδρομή, που καταλήγει -μετά την αιματοχυσία- σε άτακτη φυγή των φασιστών.
Τρίτη 7 Μάρτη 1944. Οι επιθέσεις των Γερμανών εντείνονται. Ο πολιορκητικός κλοιός στενεύει ασφυκτικά γύρω απ’ την πόλη. Τα ξημερώματα εντοπίζονται γερμανοτσολιάδες στην οδό Θηβών. Η σάλπιγγα του ΕΛΑΣ σημαίνει στις 6.00΄ γενική επίθεση του λαϊκού στρατού.  Γίνονται μάχες σώμα με σώμα για την κατάληψη του κάθε δρόμου. Μέχρι τις 11.00΄ η αντίστασή του ΕΛΑΣ έχει καμφθεί, λόγω της έλλειψης πυρομαχικών. Τότε παίρνεται  απόφαση για γενική αντεπίθεση με όσα πυρομαχικά έχουν απομείνει και δίνεται εντολή -αν χρειαστεί- να δοθεί μάχη με τις πέτρες ή με τα χέρια. Ο ανεφοδιασμός από τις γύρω περιοχές είναι αδύνατος, αφού η Κοκκινιά κυκλώνεται από -περίπου- 1800 Ναζί. Οι Γερμανοί διανυκτερεύουν  στην πόλη.
Τετάρτη 8 Μάρτη 1944. Οι Ναζί κι οι ντόπιοι συνεργάτες τους ξημερώνονται ταμπουρωμένοι στο δημοτικό σχολείο, που βρίσκεται επί των οδών Γρεβενών και Ραιδεστού, ενώ περιμετρικά τους φρουρούν οπλοπολυβόλα. Κατά τη διάρκεια της νύχτας κάνουν  επιδρομές στην πόλη, τρομοκρατούν και συλλαμβάνουν τους Κοκκινιώτες, ερευνώντας εξονυχιστικά τα σπίτια για μαχητές του ΕΛΑΣ και του ΕΑΜ. Με εκφοβιστικές ανακοινώσεις από τα δικά τους πλέον “χωνιά” επιχειρούν -μάταια- να στρέψουν τον Κοκκινιώτικο λαό κατά του ΕΛΑΣ, του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ. Δηλώνουν ότι δεν θα πειράξουν κανέναν εάν δεν τους επιτεθεί ο ΕΛΑΣ, αποκαλύπτοντας   το  αίσθημα φοβίας κι ανασφάλειας που βιώνουν οι ίδιοι μες στην αντιστασιακή φωλιά της Κοκκινιάς.

Το ίδιο πρωί οι ταγματασφαλίτες εκτελούν τους συλληφθέντες της 5ης Μάρτη 1944 στην πλατεία των Αγίων Αναργύρων. Αργά το απόγευμα οι Ναζί αποχωρούν από την Κοκκινιά με την κουστωδία τους, μεταφέροντας 300 αιχμάλωτους στο Χαϊδάρι. Ο λαός ανασαίνει προσωρινά με την αποχώρηση του κατακτητή κι εξακολουθεί τον αγώνα ως το επόμενο μεγάλο χτύπημα, το περιβόητο μπλόκο της πόλης που πραγματοποιείται στις 17 Αυγούστου 1944, 5 μήνες μετά.

    Ο Γ. Πισσάνος -διοικητής και καπετάνιος του 3ου Τάγματος του ΕΛΑΣ- χαρακτήρισε την 7η Μάρτη 1944 σημαντική ημέρα δόξας για  την Κοκκινιά, γιατί  αυτήν την ημέρα η πόλη σφράγισε την αντιστασιακή ιστορία της.  Στην έκθεση του 6ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ αναφέρεται, επίσης, πως ήσαν απερίγραπτοι οι ηρωισμοί των μαχητών. Εκείνο, όμως, που δημιούργησε δέος και ξεπέρασε κάθε προσδοκία ήταν η συμμετοχή του λαού  (ανδρών, γυναικών, εφήβων ακόμα και των παιδιών). Τρέχανε να συνδράμουν τους τραυματίες, να βρουν φυσίγγια, οπλίζονταν και ζητούσαν να οργανωθούν άμεσα στον ΕΛΑΣ. Στήριξαν την αντίσταση με απαράμιλλο θάρρος, αίσθημα ευθύνης, αυτοθυσία και ψυχική γενναιότητα.
     Οι Γερμανοί κι οι ντόπιοι συνεργάτες τους δεν κατόρθωσαν να πατήσουν ξανά  -οργανωμένα- το πόδι τους στην Κοκκινιά μέχρι την 17η Αυγούστου, τη μέρα που η πόλη ζει την κορυφαία στιγμή της αιματοχυσίας της, το ιστορικό Μπλόκο της Κοκκινιάς. Το “Μπλόκο” ήταν -μεταξύ άλλων- η εκδικητική κατάληξη του δράματος της 7ης Μάρτη, τ’ αντίποινα των Γερμανών για την ήττα που υπέστησαν  στη Μάχη της Κοκκινιάς.

πηγή:ethniki-antistasi-dse.gr



το ακορτεόν
Στίχοι: Γιάννη Νεγρεπόντη
Μουσική: Μάνος Λοϊζος

Στη γειτονιά μου την παλιά είχα ένα φίλο που ήξερε και έπαιζε τ' ακορντεόν όταν τραγούδαγε φτυστός ήταν ο ήλιος φωτιές στα χέρια του άναβε τ' ακορντεόν. Μα ένα βράδυ σκοτεινό σαν όλα τ' άλλα κράταγε τσίλιες παίζοντας ακορντεόν Γερμανικά καμιόνια στάθηκαν στη μάντρα και μια ριπή σταμάτησε τ' ακορντεόν. Τ' αρχινισμένο σύνθημα πάντα μου μένει όποτε ακούω από τότε ακορντεόν κι έχει σαν στάμπα τη ζωή μου σημαδέψει δε θα περάσει ο φασισμός κι έχει σαν στάμπα τη ζωή μου σημαδέψει δε θα περάσει ο φασισμός.

Σάββατο 29 Φεβρουαρίου 2020

Το ξύλινο βήμα της αυγής, μυθιστόρημα


Το ξύλινο βήμα της αυγής, είναι η τρίτη, προσωπική αυτή τη φορά, συγγραφική μου προσπάθεια, που μπορείτε να διαβάσετε πατώντας πάνω στο link: Το ξύλινο βήμα της αυγής, μυθιστόρημα της Βάνας Σμπαρούνη

Ελπίζω να σας ταξιδέψει και να σας συντροφεύσει...καλό διάβασμα...!

Η Εριέττα Λοϊζου – Ντονέτι ποτέ δεν πίστεψε ότι ο παππούς της ο Βάϊος Λοϊζος, ο μύστης αυτός της ζωής, αυτοκτόνησε, το ίδιο και ο καρδιακός του φίλος Περικλής Δανέζης. Κι όμως όλα τα στοιχεία έδειχναν ότι ήταν αυτοκτονία. Ποια, όμως, ήταν η αλήθεια; Θα έβγαινε ποτέ στο φώς; Κι αν έβγαινε ποιες ανατροπές θα έφερνε μαζί της; Ποια διλήμματα θα έβαζε σε κάθε έναν ήρωα ξεχωριστά; Θα είχαν τη δύναμη ν' αναμετρηθούν μαζί της; Και το σημείωμα αυτό το “multum parvo in Apedice” γιατί το είχε αφήσει ο Βάϊος Λοϊζος; Τι να εννοούσε,άραγε,μ' αυτό; Έκρυβε κάποιο μυστήριο; Είχε καμιά σχέση με τη διαλεύκανση της υπόθεσης του μεγάλου οικονομικού σκανδάλου και τη δικαίωση της Αρετής Ατζενιάν, που κατηγορείτο γι' αυτό ή όχι; Θα το έλυνε ποτέ ο Λουκής Δανέζης, ο συνεργάτης του και παιδικός φίλος της Εριέττας, καθώς και ο Θεοντόρ Λυζιέν, ο παράξενος ελληνογάλλος;
Και η Στέλλα Αυγερινού ποια πραγματικά ήταν;Ποια σχέση είχε με την Αρετή Ατζενιάν και τι έκρυβε πίσω απ' τη σιωπή της;

Quaere verum έλεγαν οι Λατίνοι, που σημαίνει ν' αναζητάς την αλήθεια. Άραγε οι ήρωες θα την αναζητήσουν από μόνοι τους ή η ίδια η ζωή θα τους αναγκάσει να το κάνουν;



Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2020

Άλκη Ζέη,η σπουδαία συγγραφέας μικρών και μεγάλων...

Αποτέλεσμα εικόνας για αλκη ζεη αποσπάσματα«Στη ζωή με απογοητεύουν αυτοί που έχω πιστέψει, όχι εκείνοι στους οποίους δεν πίστεψα ποτέ»




  


                                                                       





Η Άλκη Ζέη γεννήθηκε στην Αθήνα και πέρασε τα πρώτα παιδικά της χρόνια στη Σάμο, απ’ όπου καταγόταν η μητέρα της.  Όταν άρχισε το σχολείο, η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στο Μαρούσι και στη συνέχεια στην Αθήνα.
Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών και στο Κινηματογραφικό Ινστιτούτο της Μόσχας.
Η σχέση της με το γράψιμο ξεκίνησε από τα γυμνασιακά της χρόνια, γράφοντας έργα για το κουκλοθέατρο, διηγήματα και νουβέλες, που δημοσιεύονταν σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά. Παράλληλα με το γράψιμο, αγωνίστηκε ενεργά για την ελευθερία, την κοινωνική δικαιοσύνη και τη δημοκρατία, συμμετέχοντας στο αριστερό κίνημα από τα χρόνια της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα.  Η συμμετοχή της σ’ αυτό τον αγώνα καθόρισε την προσωπική ζωή της.  Από το 1952 μέχρι το 1964 έζησαν μαζί με τον άντρα της, το θεατρικό συγγραφέα Γιώργο Σεβαστίκογλου, σαν πολιτικοί πρόσφυγες στη Σοβιετική Ένωση, αρχικά στην Τασκένδη και ύστερα στη Μόσχα, όπου γεννήθηκαν και τα δυο παιδιά τους.  Επέστρεψαν στην Ελλάδα το ’64 για να ξαναφύγουν το ’67 στο Παρίσι, όπου παρέμειναν μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '70 λόγω της δικτατορίας.
 Ο καθαρός τρόπος γραφής της, η γλωσσική αρτιότητα, η κριτική στάση απέναντι σε πρόσωπα και καταστάσεις, το χιούμορ και η διεισδυτική ματιά στα γεγονότα, είναι τα χαρακτηριστικά των έργων της Άλκης Ζέη που το έχουν κάνει να αγαπηθεί από το ελληνικό και το ξένο αναγνωστικό κοινό.  Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα , Το καπλάνι της βιτρίνας και Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου, συμπεριλαμβάνονται στα διαχρονικά ευπώλητα βιβλία (μπεστ σέλλερ) της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.
Εκτός από την Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα, τα βιβλία της απευθύνονται κυρίως στα παιδιά και τους εφήβους, πάντα όμως διαβάζονται με μεγάλη ευχαρίστηση και από τους ενήλικες.  Εμπνέονται από προσωπικές της εμπειρίες υφαίνοντας την υπόθεσή τους παράλληλα με ιστορικά γεγονότα.  Τα θέματα που πραγματεύονται είναι καθημερινά και πανανθρώπινα.
Το Καπλάνι της βιτρίνας, το πρώτο της μυθιστόρημα, υπήρξε έργο - σταθμός για την ελληνική παιδική λογοτεχνία και θεωρείται πλέον ένα κλασικό έργο της παγκόσμιας λογοτεχνίας για παιδιά, με συνεχείς επανεκδόσεις από το 1963 που πρωτοκυκλοφόρησε στην Ελλάδα και πολλές μεταφράσεις και διακρίσεις στο εξωτερικό.  Η Άλκη Ζέη αποτελεί πρέσβειρα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό, καθώς το σύνολο του έργου της είναι μεταφρασμένο και κυκλοφορεί σε πολλές χώρες ανά τον κόσμο.    Η ίδια έχει επίσης μεταφράσει από τα γαλλικά, τα ιταλικά και τα ρωσικά αρκετά βιβλία, ανάμεσα στα οποία έργα των Τζιάννι Ροντάρι και Βέρα Πανόβα.
Πηγή:alkizei.com

Ένα απόσπασμα από το βιβλίο της "Το καπλάνι της βιτρίνας"ένα κλασικό, αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα που γράφτηκε το 1963 ενώ βρισκόταν εξόριστη, ως πολιτικός πρόσφυγας στη Μόσχα. 

"Οι βαρετές Κυριακές, ο Ίκαρος και η προπαίδεια

Την Κυριακή, το χειμώνα, είναι η πιο βαρετή μέρα. Από το πρωί, η Μυρτώ κι εγώ παίζουμε, τσακωνόμαστε, διαβάζουμε κανένα βιβλίο, αλλά το απόγευμα, όταν αρχίζει να σκοτεινιάζει νωρίς νωρίς, δεν ξέρουμε τί να κάνουμε.
Τα απογεύματα μένουμε στο σπίτι μόνες με τον παππού. Ο μπαμπάς κι η μαμά παίζουν χαρτιά στο σπίτι του κυρίου Περικλή, που είναι ο διευθυντής του μπαμπά στην τράπεζα. Η θεία Δέσποινα, η αδερφή του παππού, πάει επίσκεψη στις φίλες της, κι η Σταματίνα, η υπηρέτρια, έχει έξοδο. Ο παππούς κλείνεται στο γραφείο του και διαβάζει τους «αρχαίους» του. Έτσι λέμε, με την αδελφή μου τη Μυρτώ, τα βιβλία του παππού, γιατί είναι όλα Αρχαία Ελληνικά. Πηγαίνουμε τότε στην τζαμωτή βεράντα και κοιτάμε τη θάλασσα. Τα κύματα σπάνε στους βράχους, πιτσιλάνε τα τζάμια κι έτσι όπως κυλάνε οι στάλες πάνω τους, μοιάζουν με δάκρυα. Τότε φτιάχνουμε με τη Μυρτώ τις πιο λυπητερές ιστορίες. Τάχα πως πέθανε ο μπαμπάς, η μαμά ξαναπαντρεύτηκε κι ο πατριός μας είναι πιο κακός κι από τον Δαβίδ Κόπερφιλντ. Ή πως ο παππούς είναι ένας φτωχός ζητιάνος, κι εμείς, ντυμένες με κουρέλια, γυρίζουμε μαζί του μέσα στο κρύο και ζητιανεύουμε ψωμί, από πόρτα σε πόρτα.
Αυτή όμως την Κυριακή βαριόμασταν όλα τα παραμύθια και τα παιχνίδια μας.
Δε φτιάχνουμε μια ιστορία για το καπλάνι; — είπα, και το μετάνιωσα αμέσως, πριν καλά καλά τελειώσω τη φράση μου.
Σα δε ντρέπεσαι! Μεγάλη ιδέα έχεις για τον εαυτό σου — απάντησε θυμωμένα η Μυρτώ.
Για το καπλάνι, που είναι βαλσαμωμένο μέσα σε μια βιτρίνα, κάτω, στο μεγάλο σαλόνι, μονάχα ο ξάδελφός μας ο Νίκος ξέρει να διηγείται. Ο Νίκος σπουδάζει στην Αθήνα χημικός. Κάθε καλοκαίρι έρχεται στο νησί και πηγαίνουμε μαζί στην εξοχή, στο Λαμαγάρι. Ξέρει ένα θαυμαστό παραμύθι για το καπλάνι, που δεν τελειώνει ποτέ και κάθε καλοκαίρι το συνεχίζει.
Είχε σκοτεινιάσει για καλά. Η θάλασσα δεν ξεχώριζε. Μονάχα ακούγαμε ένα «παφ» και γέμιζαν τα τζάμια δάκρυα. Ο δρόμος έξω ήταν έρημος. Ήταν σκοτεινά και φοβόμουνα. Τότε ακούστηκαν τραγουδιστά τα μαγικά λόγια: ΠΑ, ΒΟΥ, ΓΑ, ΔΕ, ΚΕ, ΖΩ, ΝΗ… Ήταν ο παππούς. Όταν τέλειωνε τη μελέτη του, έψελνε σε μια παράξενη γλώσσα που τη λένε βυζαντινή. Μετά ο παππούς ήρθε στη τζαμωτή, μας πήρε στην τραπεζαρία και μας έδωσε να φάμε καρύδια με μέλι. Όταν η Μυρτώ ζήτησε και τρίτη φορά να της γεμίσει το πιατάκι, ο παππούς είπε:
Μυρτώ, τί προτιμάς; Κι άλλα καρύδια ή να σου διηγηθώ ένα μύθο;
Φυσικά, καρύδια — απάντησε εκείνη. Αφού ο μύθος δεν τρώγεται.
Ο παππούς μας δεν μοιάζει με τους παππούδες των άλλων παιδιών. Είναι ψηλός, περπατάει κρατώντας ένα καλάμι και δεν καμπουριάζει καθόλου. Όλοι στο νησί τον λένε «Ο ΣΟΦΟΣ». Ξέρει όλον τον Όμηρο απέξω. Ποτέ δεν μας λέει παραμύθια για δράκους και βασιλιάδες, παρά μας διηγείται μύθους για τους αρχαίους θεούς και ήρωες.
Λοιπόν, θα σας πω ένα μύθο, είπε ο παππούς κι άρχισε την ιστορία του Δαίδαλου και του Ίκαρου.
Ο Ίκαρος, με τα φτερά που του έφτιαξε ο πατέρας του, ο Δαίδαλος, άρχισε να πετά σαν πουλί. Μα πέταξε πολύ ψηλά, σχεδόν κοντά στον ήλιο, κι έλιωσε το κερί που μ' αυτό ήταν κολλημένα τα φτερά του. Έτσι έπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε. Γι' αυτό το πέλαγος, όπου έπεσε, λέγεται Ικάριον…
Μέσα στο Ικάριο πέλαγος είναι το νησί μας. Τί μικρό που φαίνεται πάνω στην υδρόγειο! Σα μια μικρή τελεία. Πέρα τ' άλλα νησιά, κι ύστερα ολόκληρη η Ελλάδα κι οι άλλες χώρες, απέραντες ... Τί όμορφα που θα ’ναι να πετάς! Να ’ναι, ας πούμε, μια βαρετή Κυριακή κι εσύ να λες: δε βάζω τα φτερά μου, να πεταχτώ, μια στιγμή, στην Ιαπωνία ή στην Κίνα ή στην Αφρική, να δω αν τα Γιαπωνεζάκια, τα Κινεζάκια και τα Αραπάκια περνούνε κι αυτά βαρετές Κυριακές; Αν παίζουν κι αυτά κουτσό, σκοινάκι, πεντόβολα;
Μπορεί στ’ αλήθεια, παππού, να πετάξει καμιά φορά ο άνθρωπος; — ρώτησα.
Σαχλαμάρες! — είπε η Μυρτώ.
Μπορεί. Αν περάσουν πενήντα, ίσως εκατό χρόνια, μπορεί να γίνει κι αυτό. Τώρα έχουμε Γενάρη του 1936, μπορεί ώς το Γενάρη του 1986 οι άνθρωποι να πετάνε κοντά στον ήλιο, χωρίς όμως να ξεκολλάνε τα φτερά τους.
Ούουου, ώς τότε τί να το κάνουμε; — λέει η Μυρτώ. Εμείς θα είμαστε γριές κι έτσι κι αλλιώς δεν θα μπορούμε να πετάμε.
Ο παππούς τη μάλωσε πως είναι εγωίστρια. Αν σκέφτονταν όλοι έτσι, δεν θα ’χε γίνει καμία ανακάλυψη στον κόσμο. Οι επιστήμονες δεν θα κουράζονταν να βρουν τούτο ή εκείνο, αφού, ώσπου να τελειοποιηθεί η εφεύρεσή τους, αυτοί θα έχουν πεθάνει.
Αλλά οι επιστήμονες, κυρία Μυρτώ, σκέφτονται την ανθρωπότητα κι όχι τον εαυτό τους. Οι ίδιοι μπορεί να μην υπάρχουν, αλλά το όνομά τους μένει αθάνατο.
Θα 'θελα να γίνω εφευρέτης, λέει η Μυρτώ.
Αν οι... εφευρέτες ξέρανε την προπαίδεια όπως εσύ, της είπε ο παππούς, δεν θα γινόταν καμιά εφεύρεση στον κόσμο.
Δεν φανταζόμασταν ότι θα τέλειωνε τόσο άσχημα αυτή η Κυριακή. Ο παππούς άρχισε να ρωτάει τη Μυρτώ το 7x7 κι εκείνη όλο τα μπέρδευε. Επέμενε μάλιστα πως 7x8 κάνει 46 κι ο παππούς θύμωσε.
Αν δε μάθεις την προπαίδεια απέξω κι ανακατωτά, δεν θα πας ποτέ σου σε αληθινό σχολείο, είπε ο παππούς και μας έστειλε να κοιμηθούμε.
Εγώ πηγαίνω στη Δευτέρα κι η Μυρτώ στην Τετάρτη. Δεν πηγαίνουμε όμως σχολείο, μας κάνει ο παππούς μάθημα στο σπίτι. Κάθε χρόνο δίνουμε εξετάσεις, σαν διδαχθείσες κατ’ οίκον και περνούμε τις τάξεις. Σε δημόσιο σχολείο δεν θέλουν να μας στείλουν, γιατί εκεί, λέει ο παππούς, έχει τόσα παιδιά σε κάθε τάξη, που μπορεί να περάσει μισός χρόνος και να μη σε σηκώσουν για μάθημα. Είναι και το ιδιωτικό σχολείο του κυρίου Καρανάση στη γειτονιά μας, μα αυτό, λέει ο μπαμπάς, δεν είναι «για το βαλάντιό μας».
Όταν πέσαμε πια στα κρεβάτια μας να κοιμηθούμε, άρχισε η Μυρτώ να λέει πως εγώ έφταιγα που τη μάλωσε ο παππούς για την προπαίδεια, γιατί ρώτησα αν θα μπορέσει στ' αλήθεια να πετάξει ο άνθρωπος. Πού να ξέρω εγώ ότι, για να πετάξει ο άνθρωπος, χρειάζεται κανείς να ξέρει απέξω κι ανακατωτά την προπαίδεια;
Μπορούσε, όμως, ποτέ Κυριακάτικα να πάνε όλα καλά; Αν πηγαίναμε σχολείο, θα μας άρεσε η Κυριακή, που θα μέναμε στο σπίτι. Ενώ τώρα…
Αχ, να πηγαίναμε σχολείο… λέω δυνατά, αλλά η Μυρτώ κάνει πως δεν ακούει. Τότε είπα ακόμα πιο δυνατά:
ΕΥ-ΠΟ; ΛΥ-ΠΟ;
ΛΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ, απάντησε εκείνη κάτω από τα σκεπάσματα.
Αυτά δεν ήταν βυζαντινά, αλλά μια δική μας γλώσσα, που μόνο οι δυο μας την καταλαβαίναμε. ΕΥ-ΠΟ, θα πει πολύ ευχαριστημένη. ΛΥ-ΠΟ, πολύ λυπημένη. Αν δεν το ρωτούσαμε κάθε βράδυ η μια στην άλλη, δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε. Δεν ξέρω γιατί, τις Κυριακές, σχεδόν πάντα, απαντούσαμε ΛΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ.
Να 'χα τώρα φτερά σαν του Ίκαρου, θα μπορούσα να πέταγα από χώρα σε χώρα και να ρώταγα όλα τα παιδιά του κόσμου: ΕΥ-ΠΟ; ΛΥ-ΠΟ;
[πηγή: Άλκη Ζέη, Το καπλάνι της βιτρίνας. Μυθιστόρημα, Κέδρος, Αθήνα 1987, σ. 9-15]



Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2019

Ένα οδοιπορικό από τη Μέτζαινα, μια μαρτυρία της μητέρας μου από τη γερμανική κατοχή



Μια μαρτυρία της μητέρας μου, όταν έφηβη τότε στα χρόνια εκείνα τα μαύρα της γερμανικής κατοχής είχε ακολουθήσει τον πατέρα της, Βλάση Ανδρικόπουλο,  καπετάνιο του ΕΛΑΣ με τους αντάρτες του πάνω στα κακοτράχαλα βουνά του Ερύμανθου...


Ένα οδοιπορικό από τη Μέτζαινα

Μπορεί ο ανταρτοπόλεμος να' ταν εκείνο τον καιρό σε όλο του το μεγαλείο, όμως ο Ε.Λ.Α.Σ. παίρνοντας θάρρος, ίσως κάπως αλόγιστο, είχε φέρει τις δυνάμεις του πολύ κοντά στην Πάτρα. Μετά τον Ομπλό που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν, τώρα ήταν περίπου είκοσι πέντε χιλιόμετρα μακριά από την Πάτρα. Οι μετακινήσεις τους βέβαια ήταν ζήτημα στρατηγικής. Δεν είχα γραπτά τα γεγονότα με ιστορικά ντοκουμέντα γιατί το ημερολόγιο του πατέρα μου το είχε πάρει ο Ηλίας Παπαστεριόπουλος να γράψει το βιβλίο του, και δεν μας το επέστρεψε ποτέ. Απ' αυτό το βιβλίο παίρνω βοηθήματα για γεγονότα που δεν θυμάμαι. Τα περισσότερα τα γράφω από μνήμης, με θύμησες που και αυτές έχουν κάπως εξασθενίσει μετά από χρόνια. Αυτό όμως που έζησα στο οδοιπορικό από τη Μέτζαινα, στα κακοτράχαλα βουνά του Ερύμανθου, ήταν τόσο συνταρακτικό που έχει χαραχτεί στη μνήμη μου ανεξίτηλα.
Εκείνο, λοιπόν, το φθινόπωρο που μέναμε στον κάμπο, ένας λόχος του Ε.Λ.Α.Σ. ήταν στη Μέτζαινα, ένα κεφαλοχώρι χτισμένο σε μια πλαγιά. Αυτό ήταν μεγάλο πλεονέκτημα γιατί μπορούσαν να εποπτεύουν όλες τις εξόδους στους δρόμους της Πάτρας και πού μακριά σε όλο τον κάμπο. Ένας ορεσίβιος αντάρτης από την Κέρκεζη, που ήταν ο προσωπικός στρατιώτης του αρχηγού, ερχόταν κάθε βδομάδα στο Μπρακουμάδι να μας φέρνει τρόφιμα. Κάποια φορά του ζήτησα να με πάρει μαζί του να δω τον πατέρα μου. Βέβαια η μητέρα μου είχε φέρει αντιρρήσεις, μα τελικά πείστηκε.

Ο στρατιώτης με έβαλε στο άλογό του, είχα μάθει να ιππεύω, και αυτός ακολουθούσε πεζός. Έβλεπα από μακριά το χωριό και μου άρεσε. Μου θύμιζε το Καλούσι έτσι όπως ήταν ξαπλωμένο στην πλαγιά με τα σπίτια αμφιθεατρικά. Όταν φτάσαμε και το είδα από κοντά ενθουσιάστηκα, ανάσαινα μετά από την πληκτική ισάδα του κάμπου. Εκεί φιλοξενήθηκα στο σπίτι που έμενε ο πατέρας μου, σε μια οικογένεια αριστερών που ήταν οργανωμένοι στο Ε.Α.Μ. με το όνομα Τσιούτη. Αργότερα γνώρισα και συγγενείς τους στο Καλούσι, που και αυτοί κυνηγημένοι από τους Γερμανούς είχαν καταφύγει εκεί. 


Κι έγιναν τέσσερις οι μέρες που έμεινα στη Μέτζαινα. Δεν ήθελα να φύγω, μα δεν είχα πάρει ρούχα. Ήμουν αποφασισμένη να το κάνω την επόμενη μέρα, αλλά ένα μεγάλο τμήμα γερμανικού τάγματος, σαν να θυμήθηκαν πως κάπου εκεί κοντά στην Πάτρα ήταν μια ανταρτοφωλιά που έπρεπε να την γκρεμίσουν με τα βάρβαρα χέρια τους για να μην κελαϊδάνε τ' αηδόνια της σύγχρονής κλεφτουριάς. Το λιοντάρι του Γ' Ράϊχ μπορεί να ήταν ημιθανές, όμως αν και στα τελευταία του, έβγαζε άγριους βρυχηθμούς που αντιλάλησαν στα απάτητα βουνά της Αχαΐας με όλμους, με πολυβόλα, βεβαίως και με την αριθμητική τους υπεροχή. Βγήκαν λοιπόν για να τους απωθήσουν από τα κοντινά προάστια. Βιαστικά ο αντάρτικός λόχος διοίκησης του 12ου συντάγματος σήκωσαν τα πολυβόλα τους, πήραν τα όπλα στους ώμους, φόρτωσαν στα μουλάρια τις λιγοστές τους προμήθειες σε τρόφιμα και πολεμικό υλικό και τράβηξαν για τα βουνά. Αυτά τα ήξεραν καλά, τους ήταν οικεία και φιλικά. Στο μεταξύ, εγώ ήταν αδύνατον να φύγω, όλοι οι δρόμοι ήταν αποκλεισμένοι, σίγουρα θα έπεφτα στα χέρια τους. Έτσι αναγκάστηκα να ακολουθήσω τον πατέρα μου σ' ένα οδοιπορικό αρκετά επικίνδυνο. Βάδιζα μαζί με τα κορίτσια, τις νοσοκόμες του Ε.Λ.Α.Σ. που ακολουθούσαν τους αντάρτες. Ο χειμώνας στ' απάτητα βουνά είχε κάνει αισθητή την παρουσία του και αυτά όσο κι αν ήθελαν να' ναι φιλικά μαζί μας, μας θέριζαν με τους αγέρες και κοκάλωναν τα μέλη μας με την παγωνιά τους.
Εγώ με μια παιδική άγνοια για τον κίνδυνο τους ακολουθούσα όχι και πολύ μακριά τους. Νόμιζα ότι, αφού ήμουν με τον πατέρα μου, ήμουν προστατευμένη με την πανοπλία της αγάπης του. Ίππευα το άλογο του στρατιώτη Σπύρου, και όσο ήμουν στη σέλα, έδινα τα μποτάκια μου στη νοσοκόμα που ήταν ξυπόλητη κι ας πάγωναν τα πόδια μου έτσι όπως ήταν γυμνά. Όταν κατέβαινα από το άλογο γινόταν το αντίθετο. Τέτοια ήταν η αλληλεγγύη μεταξύ μας.
Η πορεία ασταμάτητη όλη την ημέρα. Τη νύχτα, αν βρίσκαμε σίγουρο κατάλυμα σταματούσαμε για λίγο. Και οι Γερμανοί λίγο πιο πίσω μας, ίσκιος μας, ίσως σε απόσταση αναπνοής, περίμεναν την κατάλληλη ευκαιρία να μας επιτεθούν, κάπου να μας στριμώξουν για να μας εξοντώσουν. Ένα βράδυ περάσαμε τη νύχτα μας σ' ένα μοναστήρι. Κοιμήθηκα μαζί με τον πατέρα μου σ' ένα κελί. Ανάλαγη, βρώμικη και αυτό ήταν το πιο φοβερό για μένα. Ακόμα πιο τρομερό ήταν όταν είχα την πρώτη ψείρα στο κορμί μου. Δεν μπορώ να θυμηθώ πόσα μερόνυχτα κράτησε αυτό το εφιαλτικό οδοιπορικό. Ανά πάσα στιγμή κινδυνεύαμε να πέσουμε στα χέρια των Γερμανών, που μας ακολουθούσαν καταπόδας για να μας βάλουν στο σημάδι να μας αποδεκατίσουν.
Διαβήκαμε μονοπάτια κακοτράχαλα, διάσελα, άγριες πλαγιές του Ερύμανθου. Κάποιο βράδυ εγκλωβιστήκαμε σ' ένα χωριό, δεν θυμάμαι πως το έλεγαν, ίσως να ήταν το Μάνεσι, βέβαιοι πως το πρωί έπρεπε να δώσουμε μια μάχη δύσκολη και άνιση, αντιμέτωποι με τις κατά πολύ ισχυρές δυνάμεις και βαριά εξοπλισμένες του γερμανικού στρατού, κι ήμασταν σίγουροι πως θα την χάναμε. Έπρεπε να την αποφύγουμε, μας πώς; Όλες οι έξοδοι του χωριού ήταν μπλοκαρισμένες. Εκτός από μια που δεν την γνώριζαν οι εχθροί.
Στο σύνταγμα ήταν κάποιος αντάρτης με τον βαθμό του λοχαγού του ελληνικού στρατού, δεξιό μα καλός πατριώτης, με μεγάλη στρατιωτική παιδεία. Είχε ανέβει στο βουνό για να μην τον επιστρατεύσουν αναγκαστικά στα τάγματα ασφαλείας και είχε μπει για καλά στην αντάρτικη τακτική και την εφάρμοζε ανάλογα με τις περιστάσεις. Ήρωας του Ελληνοϊταλικού πολέμου, είχε χάσει στην Αλβανία το ένα του πόδι. Τον θυμάμαι, τον έλεγαν Γιώργο Μανωλόπουλο.
Όμως αν αποτολμούσαμε να διαφύγουμε από την άγνωστη για τους Γερμανούς αφύλακτη έξοδο, θα άκουγαν τις πατημασιές από τις αρβύλες των ανταρτών και τις οπλές των αλόγων, και τότε δεν θα γλίτωνε κανείς. Συσκέφτηκαν λοιπόν οι αντάρτες και αποφάσισαν να καλυφθούν με κουρέλια και παλιές σκισμένες κουβέρτες για να μην κάνουν θόρυβο. Νύκτωρ περάσαμε από την αφύλακτη διάβαση σε μια ηρωϊκή έξοδο αντάξια με κείνη του Μεσολογγίου, μόνο που αυτή ήταν επιτυχημένη χωρίς νεκρούς. Οι Γερμανοί βέβαιοι πως μας είχαν στο χέρι, όσο αυτοί κοιμούνταν σίγουροι πως το πρωί θα μας αποδεκάτιζαν τόσο εμείς απομακρυνόμασταν χωρίς να μας παίρνουν χαμπάρι. Είχαν γίνει πολλά τέτοια απείρου κάλους και δόξας της αντάρτικης τακτικής. Στο δρόμο για τη διάσωσή μας οι αντάρτες γελούσαν για το φιάσκο που είχαν κάνει στους Γερμανούς. Τους είχαν κάνει και άλλα τέτοια χουνέρια, όταν μια φορά έκαναν κολοσούρτη σε μια απόκρημνη πλαγιά με τον συνταγματάρχη Γιάννη Σέρβο. Οι Γερμανοί τους έχασαν χωρίς να μπορέσουν να καταλάβουν το σάλτο μορτάλε τους. Έφυγαν και τότε όπως και τώρα να γυρίσουν απογοητευμένοι πίσω στην Πάτρα, ντροπιασμένοι, χωρίς ούτε ένα τεκμήριο μιας μικρής υποτυπώδους νίκης.
Το πρωί μας βρήκε από την κόλαση της νύχτας, στον παράδεισο μιας ηλιόχαρης ημέρας χωρίς να έχουμε τους Γερμανούς πίσω μας να μας κυνηγάνε. Σε κάποια στροφή ανοίχτηκε η ματιά μας σ' ένα οροπέδιο άφθαστης ομορφιάς. Γύρω γύρω βουνά και στη μέση μια πεδιάδα με αλφαδιασμένα κλήματα αμπελιών σε μια αρχιτεκτονική περίτεχνη, με αρμονία θεϊκή, που μας άφησε άφωνους από θαυμασμό. Ήταν το οροπέδιο των Δεμέστιχων που τ' αμπέλια του θαρρείς πως τά' χε φυτέψει ο Βάκχος με τα χέρια του για να γίνεται από τα σταφύλια τους το πιο ωραίο κρασί και το νέκταρ που έπιναν οι Ολύμπιοι.
Σε κάποια στάση μας είπε ο αρχηγός, ο πατέρας μου, στον στρατιώτη του, ανακουφισμένος από το αίσιο τέλος αυτού του εφιαλτικού οδοιπορικού “Πάρε την κόρη μου Σπύρο και να την πας στη μητέρα της να ησυχάσω”. Πάλι με το άλογο εγώ, πεζός ο Σπύρος φτάσαμε στο Καλέτζι. Μου φάνηκε σαν αληθινή λύτρωση από την κόλαση που είχα ζήσει τόσες ημέρες, ήταν για μένα η γη της επαγγελίας.

Στο Καλέτζι μας φιλοξένησαν κάποιοι συγγενείς του Παπανδρέου. Αναστήθηκα όταν μου έδωσαν τη δυνατότητα να πλυθώ, ν' αλλάξω ρούχα, που μου πρόσφεραν ευγενικά τα κορίτσια του σπιτιού. Περάσαμε ένα ειρηνικό βράδυ δίπλα στο τζάκι και κοιμηθήκαμε σε καθαρά κρεβάτια. Το επόμενο πρωί ο Σπύρος κι εγώ φύγαμε για το Μπρακουμάδι, όπου εκεί ήταν η μητέρα μου με τον αδελφό μου. 





Είμαι του ΕΛΑΣ  αντάρτης 
Πάνος Τζαβέλλας

Είμαι του ΕΛΑΣ αντάρτης
Και στα όρη κατοικώ

Και για την ελευθεριά μας
Και τον θάνατο αψηφώ
Το τουφέκι μου στον ώμο
Το σπαθί μου στο πλευρό
Απ' τα όρη κατεβαίνω
Τους φασίστες κυνηγώ
Δεν φοβάμαι την κρεμάλα
Δεν φοβάμαι το σχοινί
Και στο πέρασμά μου τρέμουν
Ράλληδες και Γερμανοί
Ράλληδες ταγματαλήτες
Μπουραντάδες, Γερμανοί
Τα κεφάλια σας θα πέσουν
Απ' τ' αντάρτικο σπαθί
Μάνα μου, γλυκιά μου Ελλάδα
Ο αντάρτης του ΕΛΑΣ
Θα σ' ανάψει τη λαμπάδα
Της τιμής, της λευτεριάς









Τετάρτη 1 Μαΐου 2019

Πρωτομαγιά του 1944- 75 χρόνια από την εκτέλεση των πατριωτών


Ήταν πρώτη του Μάη του 1944 όταν το χώμα του Σκοπευτηρίου της Καισαριανής ποτίστηκε από το αίμα των 200 εκτελεσθέντων πατριωτών κομμουνιστών. Η πλειοψηφία ήταν φυλακισμένοι ως πολιτικοί κρατούμενοι από το δικτατορικό καθεστώς του Μεταξά. Οι δυνάμεις κατοχής, οι ναζί τους εκτέλεσαν ως αντίποινα της αντιστασιακής οργάνωσης του Ε.Λ.Α.Σ.


Για κείνη τη μέρα έγραψε ο δημοσιογράφος Νίκος Καραντινός, “ήταν μέρα μουντή πνιγμένη στην ομίχλη. Λένε όσοι τη ζήσανε, πως το πρωινό εκείνο πνιγόσουν. Δεν ανάσαινες. Ηταν Δευτέρα. Ηταν Πρωτομαγιά του 1944. Και το ημερολόγιο έλεγε πως ο ήλιος θα 'βγαινε στις 5.33΄... Από την Κυριακή κιόλας το ρολόι της ζωής για 200 παλικάρια είχε αρχίσει την αντίστροφη μέτρηση.
Ηταν 200 αντιφασίστες. Δεσμώτες όλοι της Ακροναυπλίας κι εξόριστοι της Ανάφης, που η μεταξική δικτατορία τους είχε παραδώσει στους χιτλερικούς. Μια τραγωδία με 200 πρωταγωνιστές... Από τον Ναπολέοντα Σουκατζίδη ως το νεολαίο το Σοφή. Η πρώτη πράξη γράφτηκε χαράματα, στο Χαϊδάρι. Στο προσκλητήριο του θανάτου. Με την ιαχή της λευτεριάς. Κι η άλλη, όλο το πρωινό, στην αδούλωτη γειτονιά της Καισαριανής: Το Σκοπευτήριο.





«Πατερούλη, πάω για εκτέλεση, να 'σαι περήφανος για τον μονάκριβο γιο σου», έγραψε ο Ναπολέων Σουκατζίδης καθώς έπαιρνε τον δρόμο προς την εκτέλεση, ενώ στην αρραβωνιαστικιά του: «Η τελευταία σκέψη μαζί σου. Θα 'θελα να σε κάνω ευτυχισμένη. Να βρεις σύντροφο άξιό σου και άξιό μου». Ένας άλλος πατριώτης, ο Ηπειρώτης δάσκαλος Κώστας Τσίρκας έγραφε: «Πρωτομαγιά. Γεια σας, όλοι πάμε στη μάχη».


Για κείνη τη κόκκινη Πρωτομαγιά του 1944 έγραψε ο Κώστας Βάρναλης...
ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ ΤΟΥ 1944
Πέσε στα γόνατα, προσκύνα το πανάγιο χώμα
με την ψυχή κατάκορφα στον ουρανό υψωμένη,
όποιος και να σαι, όθε και να σαι κι ό,τι — άνθρωπος να σαι!
Πιότερο, αν είσαι του λαού ξωμάχος, χερομάχος,
φτωχόπαιδο, που αθέλητα σε βάλαν να καρφώσεις
τον αδερφό σου αντίκρα σου — με μάνα εσύ και κείνος!
Ετούτ’ η μάντρ’ αγνάντια σου το σύνορο του κόσμου.
Σ’ αφτήν απάνου βρόντηξεν ο Διγενής το Χάρο.
Είτανε πρώτη του Μαγιού, φως όλα μέσα κ’ έξω
(έξω τα χρυσολούλουδα και μέσα η καλωσύνη)
που αράδειασε πα στο σοβά, πιστάγκωνα δεμένους
και θέρισε με μπαταριές οχτρός ελληνομάχος,
όχι έναν, όχι δυο και τρεις, διακόσια παληκάρια.
Δεν ήρθαν μελλοθάνατοι με κλάμα και λαχτάρα,
μόν’ ήρθανε μελλόγαμπροι με χορό και τραγούδι.
Και πρώτος άρχος του χορού, δυο μπόγια πάνου απ’ όλους
κι από το Χάρο τρεις φορές πιο πάνου ο Ναπολέος.
Κ’ είναι από τότες Μάης εδώ, φως όλα μέσα κ’ έξω.
Κόλλα τ’ αφτί και την καρδιά στο ματωμένο χώμα.
Στον Κάτου Κόσμο τραγουδάνε πάντα και χορεύουν
κι αν κάπου ανάκουστος καημός θολώνει τη λαλιά τους,
δεν είναι που τη μάνα τους τη μάβρη ανανογιούνται
παρά που τους προδώσαν απορίματα δικά μας.
Κι αν πέσανε για το λαό, νικήσαν οι προδότες,
που τώρα εδώ κατάχρυσοι περνούν και μαγαρίζουν,
και τώρα πιο τους μάχονται και τους ξανασκοτώνουν!
Σιχαίνεσαι τους ζωντανούς; Μην κλαις τους σκοτωμένους!
Απ’ τα ιερά τους κόκκαλα, πρώτη του Μάη και πάλι,
θα ξεπηδήσει ο καθαρμός κ’ η λεφτεριά του ανθρώπου.
Κ’ είναι χιλιάδες στην Ελλάδα όμοιοι Πανάγιοι Τάφοι.


Και ο Γιάννης Ρίτσος...
ΣΚΟΠΕΥΤΗΡΙΟ ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗΣ
(Μιλούν οι πεσόντες αγωνιστές της Αντίστασης)

Εδώ πέσαμε. Παιδιά του λαού. Γνωρίζετε γιατί.
Γυμνοί, κατάσαρκα φορώντας τις σημαίες που
η Ελλάδα τις έραψε με ουρανό και άσπρο κάμποτο.
Ακούσατε τις ομοβροντίες στα μυστικόφωτα αττικά χαράματα.
Είδατε τα πουλιά που πέταξαν αντίθετα στις σφαίρες
αγγίζοντας με τα φτερά τους τον ανατέλλοντα πυρφόρον.
Είδατε τα παράθυρα της γειτονιάς ν ανοίγουν στο μέλλον.
Εμείς μερτικό δε ζητήσαμε. Τίποτα. Μόνον θυμηθείτε το:
Αν η ελευθερία δε βαδίσει στα χνάρια του αίματός μας
εδώ θα μας σκοτώνουν κάθε μέρα . Γεια σας

Το μπλόκο της Καισαριανής
Μουσική: Μ. Θεοδωράκης
Στίχοι: Νότης Περγιάλης
Ποιόνε να κλάψω πρώτονε ποιον να τραγουδήσω πρώτονε στο μπλόκο στην Καισαριανή, που γίνηκε μια Κυριακή. Που γίνηκε μια Κυριακή πρωί με τη δροσούλα. Γιώργη με τη γλυκιά φωνή, με τις φαρδιές τις πλάτες, πες μου την ύστερη στιγμή τι βρήκες και τραγούδησες και τάραξες τη γειτονιά ως πέρα στο Παγκράτι. Ποιόνε να κλάψω πρώτονε ποιον να τραγουδήσω πρώτονε στο μπλόκο στην Καισαριανή, που γίνηκε μια Κυριακή. Λευτέρη, με τα γαλανά τα μάτια και την ομορφιά, τους τοίχους που μπογιάτιζες πες μου την ύστερη στιγμή τι βρήκες και ζωγράφισες, και το κοιτάν στη γειτονιά και κλαίνε στο Παγκράτι? Γιάννη καλέ, Νίκο αδελφέ, Δημήτρη καροτσέρη, π' άφησες έρμο τ' άλογο, να τριγυρνά στους δρόμους και το κοιτάν στην γειτονιά και κλαίνε στο Παγκράτι.


Τα κοχύλια ζουν; Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη

Τα κοχύλια ζουν;   Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη Τα κοχύλια ζουν; Η Νεφέλη όταν αντίκρισε την παραλία της Πευκιάς ψηλά από τον δρόμ...