Δευτέρα 27 Απριλίου 2020

Λιλή Ζωγράφου... η ζωή περνά από μέσα μου...


















Η Λιλή Ζωγράφου είναι μια συγγραφέας που αγαπώ, κι αυτό γιατί δεν μάσησε ποτέ τα λόγια της, γιατί τόλμησε να γράψει για ζωές που έγιναν ρημάδι, για μυστικά, για λάθη, για γυναίκες χωρίς μιλιά, για βασιλόπουλα που ντε και καλά ήθελαν να μας σερβίρουν και τελικά δεν υπήρχαν ανάμεσά μας,  γιατί όρθωσε το μπόι της προκαλώντας με το δοκίμιό της “Αντιγνώση, τα δεκανίκια του καπιταλισμού”. […] Οι μάζες φοβούνται τη λευτεριά. Απεγνωσμένα ψάχνουν (όταν όλα έχουν καταρρεύσει) για έναν καινούργιο θεό ή τον εκπρόσωπό του που θα τους την στερήσει, αλλά που στην πραγματικότητα θα τις απαλλάξει από την ευθύνη του εαυτού τους. 
Μια συγγραφέας που έλεγε: Αν ξαναγινόμουν είκοσι χρόνων θα ξεκινούσα από τις κορφές των βουνών, αντάρτης, ληστής, πειρατής, ν’ ανοίξω τα μάτια εκείνων που δέχονται αδιαμαρτύρητα τη μοίρα τους, όσο και κείνων που εθελοτυφλούν. Όχι, η επανάστασή μου δε θα στρεφόταν κατά του καταστημένου και του συστήματός του, αλλά εναντίον εκείνων που το ανέχονται. Θα σκότωνα, θα τσάκιζα την κακομοιριά, την υποταγή, την ταπεινοφροσύνη.
Που έγραφε:
«Μόνο η βλακεία μένει αμετακίνητη»
Και συμπλήρωνε: «Όχι όχι, εγώ δε θέλω ν' αλλάξει ο κόσμος αυτός. Να χαλάσει θέλω, να τον χαλάσω, να τον γκρεμίσω, αυτό θέλω, να τον δω σωριασμένο, να δρασκελίσω τα χαλάσματα τρέχοντας με τα χέρια ανοιχτά στον άνεμο, στη λευτεριά, ν' αγκαλιάσω τους ανθρώπους, πόσοι ωραίοι άνθρωποι θα υπάρχουν στον κόσμο, όλοι θα 'ναι ωραίοι και αληθινοί, και θα γελούν, θα μιλούν καλοσυνάτα χωρίς να ταπεινώνουν ο ένας τον άλλον...».

Δεν πουλώ ύφος, στυλ, λογοτεχνία. Δεν γράφω διηγήματα. Καταθέτω γεγονότα και συμπτώματα της εποχής που ζω. Όλα όσα γράφω συνέβησαν. Σε μένα ή σε άλλους. Χρόνια τώρα σπαταλιέμαι, παρακολουθώντας όλα κι όλους.
Η ζωή περνά από μέσα μου, με διαποτίζει με την ασκήμια της, με γεμίζει λύσσα με την αδικία της την οργανωμένη, με ταπεινώνει με την ανημποριά μου ν’ αντιδράσω, να επαναστατήσω αποτελεσματικά, να υπερασπιστώ το μαζικό μας εξευτελισμό.



Η ΑΓΑΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜΙΑ ΜΕΡΑ

Το έργο είναι ένας ύμνος στον έρωτα και την ελευθερία και ταυτόχρονα ένα δριμύ κατηγορώ στην καταπίεση. Υπόθεση: Τέσσερις γενιές γυναικών ζουν κάτω από τη σκιά της πατριαρχικής καταπίεσης σε μια αγροτική περιοχή της Κρήτης, όταν οι γονείς πεθαίνουν, η μεγαλύτερη κόρη, αναλαμβάνει τον ρόλο του εξουσιαστή, προσπαθώντας να ελέγξει της ζωές και την τύχη των αδερφών της, όμως μια εξ αυτών θα επαναστατήσει αναζητώντας τον έρωτα και την ανεξαρτησία.

(Απόσπασμα)

Η σιωπή βασίλευε στην περιοχή τόσο που φαινόταν ακατοίκητη μες στο φθινοπωρινό σούρουπο ντυμένο στα ρόδινα ως πορτοκαλιά — αραχνοΰφαντες μουσελίνες που πλέανε στο κενό ξεκολλημένες από τον ουρανό. Τα θεριεμένα δέντρα, θάμνοι και λουλούδια όλα προμηνύματα εγκατάλειψης ακατάστατα φυτρωμένα, δημιουργούσαν έναν φράχτη που απόκοβε τη θλιβερή μουδιασμένη κωμόπολη από το μισοκρυμμένο σιωπηλό σπίτι των Φτενούδων. Παραμερίζοντας την πυκνή πρασινάδα στο μονοπάτι που οδηγούσε στη μισάνοιχτη καγκελένια είσοδο μπορούσες ν’ αντιληφθείς αθέατος δύο ή τρεις σκοτεινές κι αθόρυβες φιγούρες μάλλον γυναικείες να πηγαινοέρχονται με μπαμπακένια βήματα στον εξώστη του σπιτιού. Δεν ήξερες αν ήταν τρεις ή μία και η σκιά της, τόσο ίδιες, παμπάλαιες, σαν ξεθωριασμένες φωτογραφίες κάποιων που δεν ζουν τώρα και δεκαετίες. Μέσα από τη χαμηλοτάβανη κουζίνα του πάλαι ποτέ διώροφου αρχοντικού ακουόταν ο θόρυβος μιας αναπνοής που αγωνιζόταν να επαναληφθεί. Η αχαμνή φωτιά του τζακιού όπου σιγόκαιγαν λιγνά ξυλαράκια και θαμνόκλαδα έδινε εφιαλτικά σχήματα στα αντικείμενα που περιβάλλανε τη γριά που ξεψυχούσε. Το λαμπιόνι των δεκαπέντε κηρίων απαγορευόταν — κατ’ εντολήν της ετοιμοθάνατης — ν’ ανάψει πριν πήξει το σκοτάδι έξω. Οι τρεις άλλες, ανάστατες, ψιλοκουβέντιαζαν στην αυλή. Ο γιατρός ομολόγησε πριν λίγο λυπημένος στην Εργίνη ότι η κυρία Ασπασία δεν θα ζούσε πέρα από ένα εικοσιτετράωρο το πολύ. «Τα χρόνια, βλέπετε, δεν βοηθούνε».
Η Εργίνη με κοψιά και στήσιμο μόνιμου λοχία τον κεραυνοβόλησε με το βλέμμα για τη διπλή βλασφημία. Πρώτον η Ασπασία είναι δεσποινίς, αλλά και για τον υπαινιγμό της ηλικίας που ήταν απαράδεκτος. Πάει εκείνος ο παλιός οικογενειακός τους γιατρός που σεβότανε τον άγραφο νόμο να αναφέρονται ηλικίες και ημερομηνίες γέννησης γιατί φυσικά ήταν μεγαλύτερος και από τον μακαρίτη τον πατέρα τους. Τι να περιμένεις απ’ αυτούς τους ανίδεους νέους επιστήμονες; Λες κι είναι δυνατό να χαθεί η αδελφή Ασπασία σαν να ’ταν ο πρώτος τυχών. Ποιος θ’ αποφάσιζε για την καθημερινή ζωή των τριών αδελφών και ποιος θα εμφανιζόταν σαν επίσημος εκπρόσωπος της οικογένειας Φτενούδου. Κοίταζε καταθυμωμένη την έξοδο απ’ όπου έφυγε πριν λίγο ο γιατρός, αγανακτισμένη για την ιεροσυλία που ξεστόμισε. Ποια ήταν η Ασπασία για να πεθάνει όπως όλοι; Η Ασπασία που τη σεβόταν όλο το Νεοχώρι και που διετέλεσε μέλος της επιτροπής προστασίας του ιστορικού ναού της Παναγιάς της Φερμαλίνας. Βέβαια τον ίδιο κλονισμό είχαν ζήσει και με το θηριώδη πατέρα πού, αφού αρρώστησε, τις βεβαίωνε τότε η Ασπασία πως ένας Φτενούδος δεν πεθαίνει έτσι έτσι και πως θα νικούσε καθώς κι ο Διγενής το Θάνατο στα μαρμαρένια αλώνια. Ένας άρχοντας Φτενούδος δεν πεθαίνει εύκολα γιατί προσβάλλεται ή Φύση. Και είχε δίκιο γιατί έμεινε μήνες κρεβατωμένος, αλλά κανείς δεν έμαθε από τι έπασχε. Όσες φορές του πρότεινε η μητέρα, μ’ όλο το σεβασμό, να καλέσουν γιατρό, εκείνος γαύγιζε σαν μανιασμένο σκυλί, δείχνοντας μέσ’ από τ’ αγκαθωτά άσπρα γένια του τα βρώμικα κίτρινα δόντια του, «δεν χρειάζομαι κανένα χαραμοφάη να μου παραστήσει τον πολύξερο. Εγώ ξέρω πότε θα σηκωθώ», φώναζε φτύνοντας ματωμένα σάλια.
Δεν σηκώθηκε ωστόσο ποτέ. Οι κόρες του, σίγουρες για την παντοδυναμία του, αναστατώθηκαν όταν φώναξε η μάνα τους, «ο πατέρας σας πέθανε». Έτρεξαν όλες κι έσκυψαν πάνω από το ακίνητο πτώμα, βέβαιες ότι αντίκρυζαν μια ανωμαλία της ζωής. Στα μάτια ολονών τους διάβαζες την ίδια απορία: ώστε πεθαίνει ένας φοβερός Φτενούδος;
Δυσκολεύτηκαν για καιρό να παραδεχτούν το θάνατό του. Όχι συναισθηματικά. Καθόλου. Ούτε τους ζήτησε ποτέ αγάπη ούτε τούς πρόσφερε άλλο από την τρομάρα. Και τώρα τρόμαζαν για την ανατροπή του. Τον ξέρανε πανίσχυρο κι ανάλγητο και πολύ καιρό μετά το θάνατό του κοψοχολιάζανε μπας και κάποια στιγμή εκτιναχτεί από τον τάφο του — καθώς του άναβαν το καντήλι — και τους ζητούσε το λόγο, για το πώς όντας κατώτερές του τολμούσαν να επιζούν με τέτοιο θράσος και υγεία προσβάλλοντας τον ανίκητο πατέρα. Δυσκολεύτηκαν πολύ να συνηθίσουν στην ιδέα πως δεν θα χρειαζόταν να λογοδοτήσουν γιατί επιζούσαν υπερβαίνοντας την εξουσία του αψηφώντας τον.
Ζήλευαν τη μάνα τους την Εριφύλη που αποδέχτηκε νηφάλια το θάνατό του. Φοβότανε σίγουρα και κείνη τη συνάντησή της με τον Θεό για το μεγάλο της αμάρτημα που δεν εξομολογήθηκε ποτέ. Αλλά πίστευε πως οι νεκροί δεν αισθάνονται σαν τους κακόμοιρους τους ζωντανούς και πως η ίδια δεν θα φοβόταν πια τίποτα και κανέναν όσο τον Μιχαήλο Φτενούδο επί σαράντα τρία τόσα χρόνια αγέλαστα και τρομοκρατημένα, με την ψυχή ωστόσο γεμάτη περιφρόνηση κι αφού του γέννησε εννιά παιδιά, τρεις γιους και έξι θυγατέρες σύμφωνα με τα χαρτιά….

(1994) Η αγάπη άργησε μια μέρα,
Εκδόσεις Αλεξάνδρεια
πηγή: https://www.hallofpeople.com/








Η Συβαρίτισσα



Στη “Συβαρίτισσα” η Λιλή Ζωγράφου βγάζει τον καλύτερό της εαυτό. Χωρίς να ξεφεύγει από την προσφιλή της θεματολογία, εδώ κατορθώνει να μας χαρίσει ένα πραγματικά μεγάλο έργο. Για μας ένα από τα καλύτερα ελληνικά μυθιστορήματα του εικοστού αιώνα.
Πρόκειται για ένα πλήρες μυθιστόρημα. Διαβάζοντάς το κάποιος, θα αντιληφθεί ότι δεν μπορεί να προσθέσει ή να αφαιρέσει λέξη από αυτό. Και διαθέτει τα πάντα: τραγικότητα, κοινωνικό σχόλιο, χιούμορ, ιστορικές αναφορές και ολίγον έρωτα.
Ως συνήθως η συγγραφέας δε χαρίζεται στους ήρωές της. Τους βάζει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να υποφέρουν: άλλος από πάθος, άλλος από έρωτα, άλλος από μοναξιά, άλλος απ’ τη ζωή, κι άλλος απ’ τους εσωτερικούς του δαίμονες. Είναι άνθρωποι απλοί, που δε ζητούν παρά μόνο να υπάρχουν. άλλοι υποταγμένοι στη μοίρα τους κι άλλοι αποφασισμένοι να την αλλάξουν.
Κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας είναι η Ελένη Κούρκαπα, κόρη του τρομερού Μιχαήλ, τουλάχιστον όπως θέλει να τον παρουσιάζει η μάνα της, η Ισμήνη, μια γυναίκα που κάνει τον όρο μέγαιρα να φαντάζει μικρός, ασήμαντος. Η Ελένη, λοιπόν, είναι το δέκα το καλό. Ένας από τους πιο ολοκληρωμένους χαρακτήρες που δημιούργησε - ή μήπως απλά περίεγραψε; - ποτέ η Λ. Ζ. Τη βλέπουμε να γεννιέται, να μεγαλώνει, να ζει τον πόνο, να επαναστατεί, να ακουμπά το θάνατο και να βρίσκει τη ζωή. Η ζωή της ένα μικρό έπος, με τα τραγικά και τα ωραία της, με τον πόνο και τις χαρές της, παρασύρει τον αναγνώστη. Άλλοτε έχοντας το ρόλο της αφηγήτριας κι άλλοτε της πρωταγωνίστριας κινεί με μαεστρία τα νήματα, δίνοντας αέρα στα πανιά του μύθου. Κι η συγγραφέας, νιώθοντας πολύ αγάπη γι’ αυτή την ηρωίδα της, της χαρίζει χωρίς φειδώ τις σκέψεις της, καθώς και μερικές ατάκες πρώτης τάξης.
Ν’ αρχίσουμε ν’ αντιγράφουμε; - Ν’ αρχίσουμε. “Ως πότε ο κόσμος θα είναι μόνο ήχος ή μόνο σιωπή, χωρίς πρόσωπα και σώματα”, “Κουβαλώ μέσα μου ένα Μουσείο φωνές, ήχους, ωραίες γυναίκες, παιδικά σκοτάδια και αρώματα, ελπίδες, πόσες ελπίδες, μουσικά αποσπάσματα, όλα σπάνια διατηρημένα”, “Όχι όχι, εγώ δεν θέλω ν’ αλλάξει ο κόσμος αυτός. Να χαλάσει θέλω, να τον χαλάσω, να τον γκρεμίσω, αυτό θέλω, να τον δω σωριασμένο, να δρασκελίσω τα χαλάσματα τρέχοντας με τα χέρια ανοιχτά στον άνεμο, στη λευτεριά, ν’ αγκαλιάσω τους ανθρώπους, πόσοι ωραίοι άνθρωποι θα υπάρχουν στον κόσμο, όλοι θα ’ναι ωραίοι και αληθινοί, και θα γελούν, θα μιλούν καλοσυνάτα χωρίς να ταπεινώνουν ο ένας τον άλλον…”, “Τίποτα πια δεν μπορεί να με φοβίσει. Ό,τι είναι λευτεριά είναι και ζωή… τίποτα, όχι, θέλω να τα γευτώ όλα, να επιβεβαιωθώ ότι υπάρχω”, “Δημιουργός είναι όποιος γεννά ανθρώπους, ποίηση, μουσική. Όλοι από τα σπλάχνα μου πρέπει να βγουν, για να γράψουν, να συνθέσουν, να ζωγραφίσουν. Μάθε ν’ ακούς. Το τραγούδι του ανθρώπου ακούεται χιλιάδες, χιλιάδες χρόνους πίσω μας, μα πρέπει πρώτα ν’ ακούσεις το κλάμα του παιδιού. Μάθε ν’ ακούς τα μηνύματα, όλα από μέσα σου έρχονται”, “Έτσι κι αλλιώς, η Εκκλησία ‘παίζει’ σε όλα τα έργα του μεταπολέμου τον Δράκουλα ρουφώντας το αίμα της πολιτείας και την ανεξαρτησία των κυβερνήσεων”, “Όλοι οι Έλληνες σώζετε την Ελλάδα μ’ έναν φαλλό στο χέρι”, “Γιατί πρέπει να ζω σύμφωνα με τους μύθους που φτιάξατε; Έναν μύθο πανομοιότυπο, σαν κατάδικος στη στολή του, τον ονομάσατε γάμο και τέρμα”, “Ό,τι δεν είσαι, δε θα μπορέσω ποτέ να σ’ το χαρίσω. Είμαι άφθονη λες! Γιατί σπαταλιέμαι. Είναι ο νόμος της γης. Δώσ’ τα όλα για να ξαναγίνεις”, “…Όποιος ψάχνει για θεούς ψοφάει για αφεντικά”, “Ο κάθε λεύτερος είναι μόνος. Όσο περισσότερο μεθάς από τη δύναμή σου και προεκτείνεις την ελευθερία σου, τόσο μεγαλώνεις και την έκταση της μοναξιάς σου”, “Κάθε μέρα γίνεται ο άνθρωπος, κάθε καινούρια μέρα μας γκρεμίζει, μας ανοικοδομεί, μας ισοπεδώνει… Μόνο η βλακεία μένει αμετακίνητη -αν δεν πρόκειται για σταθερότητα σκοπιμότητας-, μόνο η βλακεία κρατά τους ανθρώπους αμετάλλαγους σαν αμεταχείριστα τσουκάλια, που δε χρησιμοποιήθηκαν ούτε γι’ αυτό που φτιάχτηκαν, που δεν κάθισαν τον πήλινο πισινό τους στη φωτιά να εκτελέσουν τον προορισμό τους, γιατί τρέμουνε μην καούν και καμαρώνουν πως διαφύλαξαν την ακεραιότητά τους και δε βλέπουν πως ξεφλουδάνε και μαδούν όσο γερνούνε και πως φυτρώνουν τσουκνίδες στην αμεταχείριστη τρύπα τους”.
Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε για πολύ μ’ αυτό τον τρόπο, αλλά δε θα ήταν σωστό, αφού όλη η χαρά στην ανάγνωση ενός μυθιστορήματος κρύβεται στην ανακάλυψη των κρυφών του χάρων. Δεν αντέχουμε όμως στον πειρασμό να σας μεταφέρουμε ένα από τα “τοπία” του βιβλίου:
Οι στενοί δρόμοι άδειοι από γυναίκες και οι αυλές γεμάτες παρθένες που κεντούσαν την προσδοκία ναρκωμένες από το νοτιά να μοσκοβολά ολοχρονίς νεραντζάνθους και λεμονιάς λουλούδια ολόγυρα στο λιβάδι με τις ασβεστωμένες πεζούλες
Οι θηλυκές περιποιούνται με πάθος όλο το χρόνο τις βιόλες και τα κρίνα στους κήπους ή σε ντενεκέδες που τους εξασφάλιζαν το νόμιμο πρόσχημα να βγουν στους δρόμους τη Μεγάλη Πέμπτη φορτωμένες τ’ άνθη τους για να στολίσουν τους επιτάφιους
Και ξαναγυρίζαν στα κεντήματα και τη βελόνα που τρυπούσε κοντά κοντά το ατλάζι ή το βελούδο σκορπώντας σε κάθε της βουτιά μια ανεπαίσθητη ανατριχίλα στο δέρμα
Οι κεντητές προσδοκίες χώριζαν πάντα μ’ ένα θαλασσί ποτάμι κάποιον ροδομάγουλο νεαρό από μια χλωμή κοπέλα
Το κεντητό ποτάμι μόνο ένα περιστέρι χωρούσε να το διασχίσει, κρατώντας στο ράμφος του ένα άσπρο ραβασάκι, συνήθως πιο μεγάλο απ’ το κορμάκι του, να χωράει την κεντητή επίκληση, “Σε αναμένω”
Όσο περνούν τα χρόνια, οι μπάντες γίνονται μεγαλύτερες, πολύπλοκες και μακροπρόθεσμες σε προσδοκίες, με φράσεις πεισματικής αισιοδοξίας, “Έχει ο θεός”, στη διάψευση κάποιας χαμένης ελπίδας, ή “Κι αυτό θα περάσει”
Αλλά μόνο τα χρόνια περνούσαν
Οι κοπέλες μεστώνανε με αρρωστημένα όνειρα που τυραννούσαν τον ύπνο τους ανάκατα με μυρωδιές βασιλικού και την μπόχα των βρακιών τους
Βρακιά πάνινα δεμένα ψηλά στους γοφούς ανέβαζαν τις αναθυμιάσεις τους στους σπασμούς των ονειρώξεων και σκλήραιναν οι τρυφερές γραμμές των νεανικών προσώπων
Οι νέες ωρίμαζαν γρήγορα και τα χαρακτηριστικά τους αγρίευαν όμοια με των μανάδων τους, καθώς άκουαν απελπισμένες τη ζωή να παρελαύνει χωρίς να τη βιώνουν.
Ααχ, τα παλιά καλά χρόνια!”

Είπατε τίποτα; Όχι, ε; Πάντως, αν το πάρετε απόφαση να ασχοληθείτε κάπως με τη Λ. Ζ., η “Συβαρίτισσα” είναι το βιβλίο της που πρέπει ν’ αφήσετε για το τέλος. Αν θέλετε απλά να τη γνωρίσετε, τότε, διαβάστε την όταν σας “καπνίσει”. Εμείς, απλά, επιμένουμε ότι είναι ένα από τα καλύτερα ελληνικά μυθιστόρηματα…







΄
Συβαρίτισσα

Στίχοι: Μιλτιάδης Πασχαλίδης Μουσική: Μιλτιάδης Πασχαλίδης Το τραγούδι είναι αφιερωμενο στη Λίλη Ζωγράφο

Σε γνώρισα κάποια βραδιά παραμονές του Κλήδονα σε κάποια γειτονιά που δεν ξεχνάω ήμουν παιδί στα δεκαεννιά τα χείλη μου ξεκλείδωνα να πίνω να φιλώ και να ρωτάω Μια τσικουδιά και άλλη μια, πενήντα χρόνια διαφορά πενήντα χρόνια τσαμπουκά κι ευαισθησία κι ότι μας έδεσε κρυφά, από την πρώτη τη ματιά είναι του έρωτα η αδιάκοπη θυσία Άκουσα νέα τρομερά, της Αρετούσας τα παιδιά βγάλαν τα μάτια τους για ένα χωράφι προίκα ο Οδυσσέας εμπρηστής, ο Προμηθέας νταβατζής κ ι ο Ερωτόκριτος υπάλληλος του ΙΚΑ Σου φέρνω έναν παλιό σκοπό, ένα τραγούδι σαν κι αυτό και το λαγούτο μου θα κάνω εγώ κομμάτια να ξέρεις, θα χω στην καρδιά εκείνη τη ζεστή αγκαλιά κι αυτά τα πύρινα, τα φλογερά σου μάτια Καλή σου νύχτα εκεί ψηλά, αχ Συβαρίτισσα κυρά κι όλα τα λόγια μου σκορπίσματα του αέρα κι όσα δεν πρόλαβα να πω, νομίζω ήτανε γραφτό Η αγάπη πάλι άργησε μια μέρα





Η Λιλή Ζωγράφου (17 Ιουνίου 1922 2 Οκτωβρίου 1998) ήταν Ελληνίδα δημοσιογράφος και συγγραφέας. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1950 με τη συλλογή διηγημάτων Αγάπη, για την οποία απέσπασε ενθουσιώδεις κριτικές.

Βιογραφία

Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης στις 17 Ιουνίου του 1922, όπου πέρασε τα παιδικά της χρόνια. Κατάγεται απο την Νεάπολη Λασιθίου. Ο πατέρας της ήταν εκδότης εφημερίδας «Ανόρθωση», με ιδιαίτερα φιλελεύθερες ιδέες για την εποχή του και πάθος για τη δημοσιογραφία. Η Λιλή Ζωγράφου φοίτησε στο «Λύκειο Κοραής» και στο «Καθολικό Γυμνάσιο Ουρσουλινών» της Νάξου[εκκρεμεί παραπομπή]. Σπούδασε φιλολογία στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής και ενώ ήταν έγκυος, φυλακίστηκε για αντιστασιακή δράση και γέννησε στην φυλακή την θυγατέρα της, μετέπειτα ποιήτρια Ρένα Χατζηδάκη (1943–2003). Μετά την απελευθέρωση, εργάσθηκε ως δημοσιογράφος σε γνωστά περιοδικά και εφημερίδες, ταξιδεύοντας παράλληλα πολύ στην Ευρώπη και στις Ανατολικές χώρες. Την περίοδο 19531954 έζησε στο Παρίσι.
Δημοσίευσε μικρά έργα της σε λογοτεχνικά περιοδικά και πρωτοεμφανίστηκε στην βιβλιογραφία το 1949 με την συλλογή από νουβέλες με τίτλο «Αγάπη». 'Έγινε ευρύτερα γνωστή 10 χρόνια αργότερα, με το βιβλίο της για τον Νίκο Καζαντζάκη, «Νίκος Καζαντζάκης, ένας τραγικός». Kατά τη διάρκεια της δικτατορίας (19671974) δημοσίευε στο δεκαπενθήμερο περιοδικό ΓΥΝΑΙΚΑ – που απευθυνόταν σε καλλιεργημένες γυναίκες της μέσης τάξης – άρθρα με ανατρεπτικό και πολιτικά τολμηρό περιεχόμενο που έκρυβαν τον κίνδυνο να εξοργίσουν την στρατιωτική εξουσία. Εξέφρασε έτσι τις δυνάμεις της νεολαίας που επρόκειτο αργότερα να κάνουν τη δική τους εξέγερση. Τα άρθρα εκείνα έμπασαν στον Τύπο της εποχής ένα καινούργιο ρεύμα ελευθερίας και ανανεώσεως και έγιναν σημεία αναφοράς και ελπίδας για ένα καλύτερο μέλλον – όχι μόνον για τις γυναίκες αναγνώστριες του περιοδικού, που είδε την κυκλοφορία του να απογειώνεται. Έδινε τότε διαλέξεις και οι αίθουσες ήταν κατάμεστες από νέο κυρίως κόσμο. Το 1971 έγραψε και το βιβλίο της για τον Ελύτη, «Ο ηλιοπότης Ελύτης», το οποίο είχε δώσει στον ίδιο να το διαβάσει πριν αυτό δημοσιευτεί. Ο Ελύτης δεν το ενέκρινε και την απέτρεψε –σχεδόν της απαγόρευσε– να το δημοσιεύσει. Εκείνη όχι απλώς το δημοσίευσε, αλλά και σε δημόσιες διαλέξεις της φανέρωσε, με πολλή στενοχώρια, την αποδοκιμασία του ποιητή για το βιβλίο της. Ο Οδυσσέας Ελύτης –που αργότερα βραβεύθηκε με το Νομπέλ Λογοτεχνίας– ίσως ήταν ευαίσθητος να μην «παρερμηνεύεται» η ποίησή του, αλλά και η Ζωγράφου υπερασπίστηκε το δικαίωμά της να γράφει αυτά που είδε στην ποίησή του.
Αυτή η πνευματική ελευθερία, η εγρήγορση και η έντιμη μαχητικότητα είναι χαρακτηριστική της Ζωγράφου σε όλα όσα έκανε και έγραψε, ακόμη και στα «λάθη» της. Δημοσίευσε 24 βιβλία (μυθιστορήματα, νουβέλες και δοκίμια) που έχουν κάνει αλλεπάλληλες εκδόσεις. Έγραψε σημαντικά δοκίμια για Έλληνες και ξένους συγγραφείς. Επιπλέον, το μυθιστόρημά της «Η αγάπη άργησε μια μέρα» (1994) διασκευάστηκε για την ελληνική τηλεόραση. Ο λόγος της υπήρξε αντισυμβατικός και χαρακτηρίστηκε ως η σκοτεινή θεά Εκάτη της λογοτεχνίας μας.





Κυριακή 26 Απριλίου 2020

Γεώργιος Σουρής "Φασουλής και Περικλέτος" , ο καθένας νέτος σκέτος











Ιούλιος 1884
Του Παλατιού η πυρκαγιά
Φασουλής και Περικλέτος,ο καθένας νέτος σκέτος,

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Ουφ! άφησέ με, Περικλή, και σου'χω μία λύπη !

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Και για ποιο λόγο, βρε κουτέ; εσένα τί σου λείπει;
έχεις τα παραδάκια σου, έχεις κι εμένα φίλο,
πηγαίνεις και στο Φάληρο, τρως κάποτε και ξύλο…

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Μα δεν αφίνεις, Περικλή αυτά τα χωρατά σου,
δεν έρχεσαι για μια στιγμή και λίγο στα σωστά σου;
Εδώ ο κόσμός καίεται…

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Τί καίεται, βρε, πάλι;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Νάτα! λοιπόν στην πυρκαγιά δεν ήσουν την μεγάλη;

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Ποιά πυρκαγιά;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Του Παλατιού.

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Εκάη το Παλάτι;
Πάλι σε τρώει, φαίνεται, η έρημή σου πλάτη.

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Μα πώς, μωρέ; στην πίστη σου δεν πήρες συ χαμπάρι;
Εδώ ο κόσμος σύσσωμος σηκώθη στο ποδάρι
και έτρεχε ξεσκούφωτος στο ντάλα μεσημέρι,
και όλοι εβαστούσανε κι έναν κουβά στο χέρι.

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Πάλι τα ίδια μ' άρχισες και θα σε μπαγκλαρώσω.

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Βρε αφησέ με μια μικρή ιδέα να σου δώσω
γι' αυτό το φοβερό κακό, που πάλι μας συνέβη,
γιατί εμένα άρχισε ο νους μου να σαλεύει.
Άκου λοιπόν…. εφύσαγε ένα μελτέμι πρώτης,
όταν εμπρός μου πέρασε δρομαίος στρατιώτης.
Γειά σου του λέω, αδελφέ, μα στάσου και κομμάτι,
πολλά τα έτη μ' απαντά …. φωτιά εις το Παλάτι!
Τότε κι εγώ, βρε Περικλή, διόλου καιρό δεν χάνω,
το βάζω εις τα τέσσερα και στο παλάτι φθάνω,
και τί να δω, βρε μάτια μου;….σπίθες, καπνό, φαντάρους,
και τον Τρικούπη στη σκεπή με δυο ψηλούς κολλάρους,
και να σου πω, βρε Περικλή, τον θαύμασα στ' αλήθεια…
Είναι ο μόνος άνθρωπος, πούχει ζωή στα στήθια.
Μπορεί και τον Κουταλιανό ολάκερο να φάει.
αυτός δεν είναι άνθρωπος, αυτός και που δεν πάει;
στις πυρκαγιές, στα δάνεια, στις Τράχωνες, στα δάση
στους φόρους, στους προβιβασμούς κι όπου άλλου προφθάσει.
Προφθαίνει και στο θέατρο ακόμη του Φαλήρου….
Αυτός είν' άνδρας του πυρός, καθώς και του σιδήρου,
γιατί σε τούτο τον καιρό όλ' η Ελλάς ανάβει,
και δεν μπορεί κανείς γιατί και πως να καταλάβει.
Αλλ' ας αφήσουμε αυτόν κι ας έλθουμε και πάλι
στη φοβερή την πυρκαγιά και την ανεμοζάλη.
Λοιπόν κοντά στον Πρόεδρο στεκόταν ο Μαμούρης,
εις τον Μαμούρη δε κοντά στεκόταν ο Μπουντούρης,
εις τον Μπουντούρη δε κοντά στεκότανε ο Σούτσος,
και εις τον Σούτσο δε κοντά στεκότανε ένας μούτσος,
και εις τον μούτσο δε κοντά στεκότανε ο Λέλης,
και εις τον Λέλη δε κοντά στεκόταν ο Γουβέλης,
και στο Γουβέλη δε κοντά στεκότανε ο Λάγγες,
και εις τον Λάγγες δε κοντά, ένα φουσάτο μάγγες,
και εις τους μάγγες δε κοντά καμπόσοι λωποδύτες,
και πυροσβέστες άπειροι απάνω στις σοφίτες,
και ο Πηνειός, ο Τσέρνοβιτς, ο Σέκερης, ο Πάλλης,
ακόμη κι ο Γενήσαρλης, ο Λάμπρος ο Μιχάλης,
και με το σκύλο του μαζί ο Φων Κολοκοτρώνης,
ο Γιώργης της Δημήτραινας κι ο Σπύρος ο Πομόνης…

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Και τέλος τί απέγινε;
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Τι ήθελες να γίνει
μέσα σε τέτοιο φλογερό και άσβεστο καμίνι;
Πρώτα επήρανε φωτιά άξαφνα οι κουζίνες,
έπειτα πήραν άξαφνα φωτιά και οι κουρτίνες,
έπειτα πήραν άξαφνα φωτιά κι οι καναπέδες,
έπειτα πήραν άξαφνα φωτιά κι οι λακέδες,
κοντά σ' αυτούς το θέατρο, μαζί κι η εκκλησία,
και τέλος πάντων έγινε εσπερινή θυσία.
Και όταν πια επήρανε φωτιά και τα φουγάρα,
απελπίσθηκαν όλοι των και άναψαν τσιγάρα.

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Μα πες μου, τούτη τη φωτιά ποιός να την έχει βάλει;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Και θέλει ρώτημα κι αυτό, μωρέ στραβό κεφάλι;
Τι άνθρωπος! … αιώνια ζητά να με πειράζει!...
Σου είπα όλες τι φωτιές, πως ο Μελάς τις βάζει.

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Λοιπόν;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Λοιπόν εκάηκαν καμπόσοι στρατιώται,
μα παλληκάρια της φωτιάς κι αληθινοί ιππόται,
που βασιλιάς για μια στιγμή λαχτάριζα να γίνω,
να τους φορέσω στέφανο, και Φασουλής να μείνω.

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Και ποιοι ακόμη τόδειξαν;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Οι σκαπανείς κι οι ναύτες,
κι οι άλλοι όλοι ήτανε σπουδαίοι μυιγοχάφτες.

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Και λες η νέα πυρκαγιά, να έχει σημασία,
η λες κι αυτή πώς έγινε για τη φωτοχυσία;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Ε! όταν βλέπεις σκαπανείς και μέσα στο Παλάτι,
και βασιλείς με βασιλείς και κράτη επί κράτη,
και στα καλά καθούμενα ανάβει και ο θρόνος,
αυτό θα πει, συντέλεια, πως ήλθε του αιώνος.

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Και η ζημία πόσο λες να είν' απάνω κάτω;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Όσα περίπου έχασε, θαρρώ το Συνδικάτο.

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Και τώρα τούτη τη ζημιά ποιός λες θα την πληρώσει;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Στη ράχη σας ο βασιλιάς κι αυτή θα την φορτώσει.
Και τίποτα παράξενο ν' ακούσεις σε κομμάτι
καινούργιους φόρους για φωτιές που βάζουν στο Παλάτι.

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Και ύστερα απ' όλα αυτά ο βασιληάς τί κάνει;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Του τηλεγράφησαν, θαρρώ, και με το πρώτο φθάνει.

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Εγώ σου λέω πως αυτός δεν το κουνάει διόλου
κι αν όλο το Παλάτι του πάει κατά διαβόλου.

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Εγώ σου λέω πως θάρθη…

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Εγώ σου λέω σκάσε.

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Εγώ σου λέω πως θα'ρθη και να μου το θυμάσαι.

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Μα συ το παραξίλωσες μ' αυτό σου το γινάτι…
όρσε λοιπόν δύο τρεις σβερκιές και σύρε στο Παλάτι.





Οι ντιστεγκέ
Φασουλής και Περικλέτος,
ο καθένας νέτος σκέτος,

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Λοιπὸν τί τρέχει, Φασουλῆ;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Γιὰ τοῦτο τρέχα ρώτα.

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Θέλω γι' αὐτοὺς τοὺς ντιστεγκὲ νὰ μάθω πρῶτα πρῶτα.
Τοὺς ξέρεις; Τοὺς ἐγνώρισες; τί ἄνθρωποι νὰ εἶναι;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Γι' αὐτοὺς μονάχα συζητοῦν ἐσχάτως αἱ Ἀθῆναι.
Μυστηριώδεις ἄνθρωποι αὐτῆς τῆς κοινωνίας
μὲ τίτλους καὶ περγαμηνὰς ἀρχαίας εὐγενείας,
μὲ ἄλλους λόγους ὁ ἀφρὸς τῆς νέας πρωτευούσης...
εἶν' ἄλλο πρᾶγμα νὰ τοὺς δῇς καὶ ἄλλο νὰ τἀκούσῃς.
 
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Βρὲ τί μοῦ λές;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Τί νὰ σοῦ πῶ;... δὲν εἶναι σὰν καὶ σένα,
ποὺ ἔχεις γένος βάναυσον καὶ μοῦτρα λερωμένα.
Δὲν ἔχουν αἷμα κόκκινο, καθὼς καὶ τὸ δικό σου,
ουδὲ ἐσώβρακα, καθὼς τὸ σώβρακό σου,
ἀλλ' ἔχουν αἷμα κυανοῦν, μὴ βρέξῃ καὶ μὴ στάξῃ
κι' ἀσπρόρρουχα κι' ἐσώβρακα πλεγμένα με μετάξι,
ἀλείβονται νυχθημερὸν μὲ μῦρα καὶ κολόνια,
γι' αὐτοὺς ἡ τόση ἀρχοντιά, γιὰ τούτους τὰ σαλόνια,
μὲ γεύματα καὶ μὲ χοροὺς τῇς ὧραις των περνοῦν,
καββάλα πᾶν στὴν Ἐκκλησιά, καββάλα προσκυνοῦν,
καββάλα τρῶν' ἀντίδωρο ἀπ' τοῦ παππᾶ τὸ χέρι,
βαστοῦν πηρούνι ἀργυρὸ καὶ ἀργυρὸ μαχαῖρι.
Γιὰ ὅλα λένε κάτι τι, γιὰ ὅλα ξέρουν κάτι,
γυρίζουν τὰ ὀπίσω των σ' ἐμένα τὸν σακάτη,
αἱ δ' ὑψηλαὶ κυρίαι των μετ' ἀρετῶν σπανίων
εἰσάγουν λαθρεμπόρια συχνὰ στὸ Τελωνεῖον
καὶ κρύβουν στὰ παπλώματα λογῆς λογῆς δαντέλαις
καὶ μὲς στῇς βρακοζῶναις των μεταξωταῖς κορδέλαις.
 
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Μὰ τί μεγάλοι ἄνθρωποι!...

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Ἀλήθεια, Περικλέτο...
τοῦ ὄχλου ἡ ἀγένεια εἰς κόρακας ἐρρέτω.
Γι' αὐτοὺς τοὺς νέους ντιστεγκὲ ὅσα κι' ἂν πῇς τοὺς πρέπουν...
Τοὺς χαιρετᾶς;... δὲν χαιρετοῦν καὶ κάνουν πὼς δὲν βλέπουν...
δὲν χαιρετᾶς;... σὲ χαιρετοῦν, κι' ἀρχίζουν διαχύσεις...
εἶναι πολὺ περίεργος ἡ εὐγενής των φύσις.
Ἐπίσκεψιν δὲν δέχονται παρὰ κατὰ τὸ βράδυ,
αἱ δὲ κυρίαι ὁμιλοῦν μαζί σου στὸ σκοτάδι
καὶ τῆς αἰδοῦς των, Περικλῆ, δὲν φαίνονται τὰ ρόδα...
τοιουτοτρόπως ἀπαιτεῖ τῶν ντιστεγκὲ ἡ μόδα.
Σοῦ ἔχουν κάτι ἔθιμα, ποὺ εἶναι ν' ἀπορήσῃς...
τὰ χνῶτα των τὰ εὐγενῆ μονάχα νὰ μυρίσῃς
κι' ἀμέσως τότε, Περικλῆ, καὶ σὺ καταλαμβάνῃς,
ὅτι δὲν εἶσαι ὅπως πρίν, χυδαῖος, μπλεχλιβάνης,
ἀλλ' ἄνθρωπος τρὲ κὸμ ἰλ φό, μὲ γένος καὶ ἀξίαν,
πεσμένος εἰς αὐτὴν τὴν γῆν ἀπὸ τὸν Γαλαξίαν.
 
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Βρὲ τί μοῦ λές;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Μοσχοβολᾶ κι' ἡ περιφέρειά των.

 
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Νὰ μὲ εἰσάξῃς, ἀδερφέ, εἰς τἀ μυστήριά των.

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Σιγὰ σιγά, βρὲ Περικλῆ, καὶ θὰ τὰ μάθῃς ὅλα...
ὀγρήγορα εἰς μέγαρα θὰ ἔμβῃς μυροβόλα,
καὶ εἰς τοὺς κύκλους τοὺς καλοὺς προσπάθησε ν' ἀρέσῃς
καὶ σώβρακο μεταξωτὸ ἀμέσως νὰ φορέσῃς,
ἂν δὲ καὶ κάλτσα, Περικλῆ, ἀπὸ μετάξι βάλῃς,
παύεις νὰ εἶσαι πρόστυχος καὶ ρυπαρὸς χαμάλης,
καὶ θὰ εἰσέρχεσαι παντοῦ μετὰ τῆς γυναικός σου
κι' εἰς ὅλους τὸ μεταξωτὸ θὰ δείχνῃς σώβρακό σου,
οἱ δ' εὐγενεῖς θὰ ἔρχωνται καὶ θὰ σὲ τριγυρίζουν,
καὶ ὅλοι τὸ τσουράπι σου θὰ τρέχουν νὰ μυρίζουν,
καὶ σὺ μὲ ὕφος σοβαρὸν τὸ πόδι σου θ' ἁπλώνῃς
κι' ἐμένα θὰ περιφρονῇς καὶ θὰ μὲ φασκελώνῃς.
 
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Μὰ ποῦ τὰ ξέρεις ὅλ' αὐτά;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Γιὰ τοῦτο μὴ ἐρώτα...
ἕλα καὶ σὺ νὰ συστηθῇς στοὺς φέροντας τὰ πρῶτα.
 
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Μὴν εἶσαι ντιστεγκὲ καὶ σύ;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Δὲν εἶμαι, μὰ θὰ γίνω...
τὴν τόσην βαναυσότητα διὰ παντὸς ἀφίνω,
ἀμέσως ἀπεκδύομαι τὸν Φασουλῆν τὸν πρῶτον
καὶ εἰς αἰθούσας εἰσχωρῶ εὐωδιών κι' ἐρώτων.
τοῦ γένους μου τοῦ ταπεινοῦ τὰ σύμβολα ξηλόνω
κι' εἰς τὴν χυδαίαν μύτην σου τὰ πόδια μου ἁπλόνω
κι' ὀγρήγορα πλησίασε καλὰ νὰ τὰ μυρίσῃς
κι' ἀληθινὴν εὐγένειαν καὶ τρόπους νὰ γνωρίσῃς.
Νίπτω κι' ἐγὼ τὰς χεῖρας μου νὰ φύγ' ἡ ρυπαρότης
καὶ ἀπὸ τοῦδε μόνος μου βαπτίζομαι ἱππότης
τοῦ αἵματος τοῦ κυανοῦ, τῆς στρογγυλῆς τραπέζης,
καὶ κάθου σύ, βρὲ μασκαρᾶ, ἐν οὐ παικτοῖς νὰ παίζῃς.
Ἀλήθεια ἐσιχάθηκα νὰ ζῶ μὲ τοὺς προστύχους...
ζωὴ δὲν λέγεται, μωρέ, νὰ γράφῃς μόνον στίχους
καὶ τὸ ξερὸ κεφάλι σου στὸν τοῖχο νὰ κτυπᾷς
καὶ ὅλο θέματ' ἄρρητα νὰ ψάλῃς σὰν παππᾶς.
Μὰ τότε λέγεται ζωή, διαόλου μπεχλιβάνη,
σὰν γίνῃ θυμιατὸ τ' ἀγγειὸ καὶ τἀπαυτὸ λιβάνι.
 
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Θέλω κι' ἐμένα ντιστεγκὲ ἀμέσως νὰ μὲ κάνῃς.

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Γι' αὐτὸ μὴ σεκλετίζεσαι καὶ μὴ μοῦ χολοσκάνῃς.
Θέλεις νὰ γίνῃς Πρίγκηψ, Δούξ, Μαρκήσιος, Βαρόνος;
 
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Ὅ,τι κι' ἂν θέλῃς κάνε με... τὸ δέχομ' εὐγνωμόνως.

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Ἐγώ, Βαρόνον, Περικλῆ, πρὸς τὸ παρὸν σὲ κάνω
καὶ σὲ βαπτίζω ντιστεγκὲ καὶ μὲ τὸ παραπάνω,
σοῦ δίδω δὲ περγαμηνὰς εἰς θήκην ἐκλεκτὴν
κι' ὡς εὐγενείας σύμβολον παλάμην ἀνοικτήν.
Καὶ τώρα εἰς ἀνώτερα...

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Εὐχαριστῶ, σπολλάτη,
καὶ ὅρσε, φίλε ντεστιγκέ, τρεῖς ματσουκιαῖς στὴν πλάτη

ντιστεγκέ:κομψευόμενος




Ο Ρωμηός (με υπότιτλο «Εφημερίς που την γράφει ο Σουρής») ήταν έμμετρη εβδομαδιαία σατιρική εφημερίδα. Δημιουργός και μοναδικός συντάκτης της ήταν ο Γεώργιος Σουρής. Εκδιδόταν σχεδόν ανελλιπώς από το 1883 ως το 1918.
Η εφημερίδα "...έγινε αμέσως γνωστή και η μεγάλη κυκλοφορία της παρέμεινε αμείωτη καθ’ όλη τη διάρκεια της μακρόχρονης έκδοσής της. Κυρίως μέσα από τους διαλόγους του «Φασουλή» και του «Περικλέτου», καταγράφονταν τα σημαντικότερα πολιτικά αλλά και τα κοινωνικά γεγονότα της εβδομάδας, γραμμένα και σχολιασμένα με ευτράπελο τρόπο. Κεντρική μορφή της έμμετρης αρθρογραφίας της ήταν ο «Φασουλής», ο οποίος συγκεντρώνει όλα τα ελαττώματα και τα προτερήματα του μέσου Έλληνα: είναι αντιφατικός, ενθουσιώδης, εγωιστής, επιπόλαιος, πολυπράγμων, αδιάφορος, αλλά και έξυπνος, κοροϊδευτής των πάντων, άξιος να κάνει ο ίδιος αυτά που κατηγορεί. Ο «Περικλέτος», πιο αισιόδοξος αλλά και πιο πρακτικός, μιλάει πολύ λιγότερο από τον «Φασουλή» και χρησιμεύει κυρίως για να κρατάει την ισορροπία του διαλόγου ο οποίος όμως τις περισσότερες φορές καταλήγει στην απώλεια της ψυχραιμίας του «Περικλέτου» και στον ξυλοδαρμό του «Φασουλή»..."
Ο Ρωμηός αν και γνώρισε τεράστια επιτυχία δίχασε την πνευματική κοινότητα και τους κριτικούς κυρίως λόγω των συνεχών ανακολουθιών και αντιφάσεων στα τρέχοντα ιδεολογικά, πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα.
Μεταξύ των θαυμαστών του ο Στρατήγης διατυπώνει την άποψή του για την επιτυχία και την απήχηση του Ρωμηού ως εξής: "Φασουλής και Περικλέτος! Ιδού οι δύο αθάνατοι εθνικοί τύποι, τους οποίους εδημιούργησεν εν τω "Ρωμηώ" του. Ξύλιναι πλαγγώνες, εις τας οποίας έδωκε σάρκας και αίμα η ψυχοδότειρα Μούσα του μάγου ποητού μας. Άλλα έθνη έχουσι μόνον ένα τοιούτο κωμικόν εθνικόν τύπον, τον Πουλτσινέλλαν ή τον Αρλεκίνον, η Ελλάς χάρις εις τον Σουρήν της έχει δύο. Η διαφορά δε μεταξύ Φασουλή και Αρλεκίνου αφ'ετέρου, είνε ότι τους μεν τελευταίους εδημιούργησεν ο λαός ολόκληρος και επί πολλούς αιώνας, εν ω τους πρώτους έπλασεν εντός δέκα ετών εις και μόνος, εις δημιουργός ποιητής, εμφυσήσας εις αυτούς τας σκέψεις, τας ιδέας, τα ελαττώματα ολοκλήρου του έθνους. Ιδού διατί ο "Ρωμηός", καίπερ εφημερίς, θα μείνη αθάνατος, αιώνιος, καίπερ διακωμωδών τα επίκαιρα μόνον της ημέρας γεγονότας, τας πολιτικάς ή κοινωνικάς actualites του έθνους." .
Ο Παλαμάς το 1888 υποστηρίζει ότι "...η ποίησις του Σουρή εμπνεομένη εκ της πραγματικότητας, αδιαφορούσα, καταφρονούσα, αν θέλετε, τας ηρωϊκάς αναμνήσεις του παρελθόντος, τρεφόμενη εκ της καθ'ημέραν ανασκοπήσεως των προσώπων και των πραγμάτων, μη απομονουμένη εις ρεμβασμούς και μελέτας, συγχεομένη προς τον όχλον, ταπεινουμένη, ανασκαλεύουσα εν τη κοπριά, αληθής σατυρική ποίησις ως ενεφανίσθη εν παντί χρόνων και τόπω" .
Λίγο αργότερα όμως (1905) ο Ψυχάρης στη γνωστή κριτική μελέτη του στο Νουμά ασκεί ολομέτωπη επίθεση στον Σουρή και το έργο του και ιδιαίτερα στη στάση του στα σημαντικά ζητήματα της εποχής: "...Πως θέλεις ο ίδιος άνθρωπος να νοιώση τι σημασία μέσα του κρύβει ένας πόλεμος, ένα κίνημα επαναστατικό, ένα γλωσσικό ζήτημα; Το γλωσσικό το ζήτημα; Καλέ, δε βαριέσαι; Τι θα πη και που πέφτει;......Την ησυχία μας. Όσο κατάλαβε ο όχλος, κατάλαβε και ο Σουρής. Μα μήπως πάσκισε ποτέ του να καταλάβη την ποίηση ενός Παλαμά, ενός Πάλλη, ενός Εφταλιώτη; Ιδού λοιπόν άνθρωπος που έψαλε την εποχή του και που την εποχή του δεν την κατάλαβε. Είναι όμως γνώρισμα τουποιητή να καταλαβαίνη. Και δεν κατάλαβε ο Σουρής." .
Η στάση του Σουρή για αυτά τα σημαντικά ζητήματα καταγράφονται πάντως ακόμα και σε κείμενα θετικά προσκείμενων στο έργο του όπως ο Καλογερόπουλος διευθυντή της Πινακοθήκης:"Ο Σουρής, σφυγμομετρών την κοινή συνείδησιν, έλυσε και το γλωσσικόν ζήτημα, ακολουθήσας την μέσην οδόν. Δεν ηνείχετο υποερβολάς, και ιδίως του μαλλιαρούς. Έγραφε όπως ωμίλει και δι'αυτό ήρεσκεν εις όλους"..
Η έκδοση και η επιτυχία του Ρωμηού συνεχίστηκαν μέχρι και το Νοέμβριο του 1918 οπότε και μάλλον λόγω σοβαρής ασθένειας του Σουρή σταματάει, ενώ λίγους μήνες αργότερα, τον Αύγουστο του επόμενου έτους (1919) ο Σουρής έχοντας προσβληθεί από την Ισπανική γρίπη, πεθαίνει. Ακόμα και τότε ο Σουρής και ο Ρωμηός αντιμετωπίστηκαν με διαφορετική προσεγγίσεις. Κατά τον Καλογερόπουλο "Ο Γεώργιος Σουρής ήτο ο δημοφιλέστερος 'Ελληνας σατυρικός ποιητής. Ήτο η πραγματική εκπροσώπησις του Ρωμηού, τον οποίον απεικόνισε και απηθανάτησεν εις τους 35 τόμους της ομωνύμου εφημερίδος του.". Αντίθετα ο Ταγκόπουλος, διευθυντής του Νουμά συνεχίζοντας την κριτική του Ψυχάρη γράφει: " Αυτό είναι. Είδε και δεν κατάλαβε. Άλλο ζήτημα αν ήθελε και δεν μπορούσε ή αν μπορούσε και δεν τονε σύφερνε να καταλάβει. Λογαριασμός δικός του αυτός. Εμείς είδαμε μόνο πως δεν κατάλαβε τίποτα. Και τούτο γιατί ποτέ του δε δοκίμασε ή δεν μόρεσε να κρατήσει τα γκέμια της αφηνισμένης κοινής γνώμης, μα πάντα αφέθηκε να σέρνεται, δορυάλωτος, στο νικηφόρο άρμα της...".


Πηγή:https://el.wikipedia.org/



Σάββατο 25 Απριλίου 2020

Κίττυ Αρσένη "Καλοκαίρι του ΄67" από το βιβλίο "Μπουμπουλίνας 18"



Το κελί μου είναι πολύ μικρό. Σκοτεινό. Ψαχουλεύω τους τοίχους. Οι σοβάδες πέφτουν και γεμίζω κοριούς.

     Χτες βράδι με πιάσανε λοιπόν. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Το απόγευμα στο θέατρο με ειδοποιήσανε: «Πιάσανε το Μίκη. Κάνουνε συλλήψεις». Και τα ξημερώματα, στις 2 η ώρα, με πιάσανε. Αυτό ήτανε.
     Είμαι πολύ ζαλισμένη. Προσπαθώ να καταλάβω πόσο με χτυπήσανε. Δεν πρέπει νάταν πολύ. Όταν ο Λάμπρου διέταξε «Αφήστε την. Αυτή, στο μηχάνημα της αληθείας», εγώ άντεχα ακόμα μια χαρά. Προπάντων είμουνα ένας πολύ ψύχραιμος παρατηρητής. Δεν ένιωθα ούτε πόνο, ούτε φόβο. Είχα θυμώσει με το σοφέρ που είχε αρχίσει να βαράει μέσα στ’ αυτοκίνητο ενώ το ένα του χέρι ήταν στο τιμόνι. Εγώ στο πίσω κάθισμα ανάμεσα σε δυο. Ο Λάμπρου μπροστά είχε διατάξει «Στα νταμάρια». Και το κακό άρχισε μέσα στ’ αυτοκίνητο από τον υπερβάλλοντα ζήλο του σοφέρ.
     Πρέπει νάχουν περάσει δυο τρεις ώρες από τη στιγμή που με πετάξανε εδώ μέσα. Η τελευταία μου σκέψη ήτανε «καλά τα κατάφερα» και έπεσα και κοιμήθηκα φαίνεται.

     Ο θόρυβος γύρω μου είναι εκκωφαντικός και παράξενος. Σιδερένιοι ήχοι χτυπάνε σαν τα καζάνια της κόλασης μέσα στο κεφάλι μου. Ακουμπάω το πρόσωπό μου στο τσιμέντο να δροσιστώ λιγάκι. Μυρίζει κάτουρο. Κατάλαβα. Εδώ θα είναι αυτό που λένε «αυστηρά απομόνωση». Δεν τρως, δεν πίνεις νερό και κάνεις τις σωματικές σου ανάγκες εδώ μέσα. Ο λαιμός μου είναι στεγνός. Έχω μια γεύση αίματος στο στόμα μου. Πιάνω το αριστερό μου μάτι που με καίει και το αισθάνομαι πρησμένο. Το κεφάλι μου κουδουνίζει και πονάει όπου και να τ’ ακουμπίσω. Τα μαλλιά μου μού μένουνε τούφες στα χέρια. Πονάνε τα πόδια μου στα πέλματα, οι κλειδώσεις των χεριών μου, πονάει το κορμί μου ολόκληρο και το μόνο που θέλω είναι νερό. Ένα ποτήρι νερό.

     Μπήκανε στις δύο το πρωί στο σπίτι μου με τα περίστροφα στα χέρια και είπανε: «Μη φοβάστε, Αστυνομία» και η μάνα μου έπεσε λιπόθυμη. Τριγυρίσανε και κάνανε το σπίτι άνω κάτω σα λυσσασμένα σκυλιά. Ο Λάμπρου με ρώτησε αν μου αρέσει η μουσική του Θεοδωράκη. Δεν ήξερα πώς συμπεριφέρονται σε αστυνομικούς που κάνουνε έρευνα. «Γιατί με ρωτάτε, είμαι καλλιτέχνις», τους είπα και μου έσπασε το δίσκο με το «Τραγούδι του Νεκρού Αδερφού».
     Τους παρακάλεσα ό,τι είναι να γίνει να μη γίνει μέσα στο σπίτι. Φοβήθηκαν τις φωνές, τη μάνα μου λιποθυμισμένη δίπλα, την πολυκατοικία, –η ζωή κυλάει ήρεμα στην Αθήνα– και μου είπανε να φύγουμε.
     Αγκάλιασα και φίλησα τη μάνα μου και το Δημήτρη. Δε με κοίταζαν, δε με χαιρέτησαν. Είχαν παγώσει. Είπα στη μάνα μου «κουράγιο». «Μην αργήσεις», μου είπε, όπως συνήθιζε να μου λέει όταν έβγαινα περίπατο. Ο Δημήτρης είχε μείνει και αυτός παγωμένος. Μόνο η Δάφνη έτρεξε έφερε μια κουβέρτα και με χαιρέτησε όπως αποχαιρετάς έναν άνθρωπο που δεν ξέρεις αν θα τον ξαναδείς. Γύρισα να τους ρίξω μια τελευταία ματιά. Λιγοψύχησα. Ο Λάμπρου ούρλιαξε: «Θα σας αφανίσουμε όλους. Είσαστε συνεργοί της!».
     Στην είσοδο της πολυκατοικίας περίμενε ο σοφέρ. Έφερε τη μαύρη κούρσα από τη γωνιά και ξεκινήσαμε για τα νταμάρια. Τους είχα αφήσει πίσω μου. Δεν υπήρχε χώρος για να τους σκεφτώ.

     Αυτός ο αξιωματικός υπηρεσίας μού κράτησε την κουβέρτα που μου έδωσε η Δάφνη. Και πονάω παντού.

     Ο Λάμπρου έκανε τις συστάσεις μέσα στο σπίτι. «Είμαι ο Λάμπρου. Και οι άλλοι δυο ανώτεροι αξιωματικοί της Ασφαλείας, Μπάμπαλης και Μάλλιος». Μεγάλη μου τιμή. Η φωτογραφία του Λάμπρου είχε φιγουράρει πριν λίγο καιρό στις εφημερίδες. «Ο νέος προϊστάμενος της Γενικής Ασφαλείας Αθηνών». Μαζέψανε όλες τις αποδείξεις της ενοχής μου, βιβλία αριστερά, δίσκους του Θεοδωράκη, με βάλανε στη μαύρη κούρσα, μου είπανε ότι βιαζόντουσαν πολύ και θέλανε πληροφορίες απόψε, κιόλας από μένα, δεν έχουνε καιρό να χάσουνε, θα με πηγαίνανε στα νταμάρια να τελειώσουμε γρήγορα. Η μέθοδος της γρήγορης ανάκρισης άρχισε μέσα στ’ αυτοκίνητο…

     Έμαθα περίεργα πράγματα απόψε. Πώς μπορεί να σε χτυπάνε και να μην πονάς! Ο Λάμπρου διέταξε να μου σπάσουν το χέρι. Στη φούρια του το άρπαξε ο ίδιος και άρχισε να το στρίβει. Ο Μπάμπαλης τον πρόλαβε: «Μην κουράζεστε, κύριε προϊστάμενε! Εγώ!» Και άρπαξε αυτός το χέρι μου. Εγώ περίμενα το σπάσιμο για να ξεσπάσω. Σκεφτόμουνα όταν ήμουνα μικρή είχα πέσει από την αχλαδιά του κήπου μας και είχα σπάσει το χέρι μου, ούτε που το κατάλαβα. «Έτσι θάναι και τώρα», σκεφτόμουνα, «την ώρα που θα σπάσει ούτε που θα το καταλάβω». Άρχισα να ξεφωνίζω, μηχανικά σχεδόν, όταν είδα από μακριά ένα φως σπιτιού. Και αυτό ήτανε λάθος φαίνεται… Με ξαναβάλανε γρήγορα γρήγορα μέσα στ’ αυτοκίνητο και ανεβήκαμε πιο πάνω. Εκεί τέλεια ερημιά. Πρέπει να προσέχουμε τις ώρες της κοινής ησυχίας! Ο Λάμπρου μού λέει «Όλα θα μας τα πεις απόψε εδώ. Βιαζόμαστε. Δε φεύγεις ζωντανή αν δε μας τα πεις όλα απόψε!» Προσπαθώ να συμμαζέψω το ξεσκισμένο μου φουστάνι και τα αίματα που τρέχουν από τη μύτη μου. «Τότε θα την εκτελέσουμε» και ο Μπάμπαλης βγάζει το πιστόλι του και το ακουμπάει στον κρόταφό μου. Παίζει το μεγάλο του νούμερο. «Δε με νοιάζει, πώς το λένε κ. Μπάμπαλη. Και κάτι πάρα πάνω. Το εύχομαι. Ξέρω πολύ καλά τι με περιμένει, αν δεν εκτελέσεις την απειλή σου. Κάντο, εμπρός λοιπόν».
     «Σκοτώστε με! Δε με νοιάζει», τους φωνάζω. Αυτό δεν ήτανε σκόπιμο. Αφηνιάσανε. Παρατάνε το πιστόλι και βγάζουνε τα ματσούκια. Τόξερα, δε θα τολμούσαν ποτέ να με σκοτώσουν πριν βγάλουν από μένα ό,τι θέλανε να βγάλουνε. Από κει και πέρα το μεγάλο νταβαντούρι. Με ξαπλώσανε στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου και ο σοφέρ βαράει φάλαγγα. Ο Μπάμπαλης στρίβει τα χέρια, ο Μάλλιος τα δάχτυλα, ο Λάμπρου επιστατεί, δίνει εντολές και ξεθυμαίνει πότε πότε χτυπώντας ο ίδιος προσωπικά.
     Είναι τέλεια ερημιά, είναι τέσσερεις που με χτυπάνε και γω έχω την εντύπωση ότι μπορώ να τους αντισταθώ. Αμύνομαι. Είναι αστείο.
     «Θα σταματήσουν άμα χαράξει», σκέφτομαι, «ως τότε αντέχω». Δε μιλάω, δεν απαντάω. Μόνο φωνάζω από καιρό σε καιρό. Ακούω τη φωνή μου και υπάρχω.
     Με βγάζουν από το αυτοκίνητο, με σπρώχνουνε κάτω στο χώμα, δεν πολυκαταλαβαίνω τι γίνεται. Μόνο όλο μου το κορμί γεμίζει αγκάθια.
     Και ξαφνικά σταματήσανε. Ο κ. Λάμπρου, ο κ. προϊστάμενος, κουράστηκε. «Δεν βγαίνει τίποτα μ’ αυτήν έτσι. Αυτήν στο μηχάνημα της αληθείας». «Λες ψέματα κύριε προϊστάμενε, σας ξέρω καλά», σκέφτομαι, «δεν υπάρχει μηχάνημα. Αν μου βγάλεις τα νύχια και μου κάψεις το κορμί μου με τσιγάρα, δε χρειάζεσαι το μηχάνημα. Θα το κάνεις μόνος σου, γιατί έτσι θα σ’ αρέσει περισσότερο».
     Φτάσαμε στην Μπουμπουλίνας. Ο αξιωματικός υπηρεσίας που με παραδώσανε, μου έκανε «στριπτήζ». Κοίταξε μήπως έχω τσιμπιδάκια στα μαλλιά μου. Μου κράτησε ό,τι θα μπορούσα να κλείσω μέσα στη φούχτα μου για να μη νιώθω μόνη. Μου κράτησε και την κουβέρτα. Με περάσανε από ένα μεγάλο κρατητήριο – άντρες, γυναίκες ξαπλωμένοι κοιμόντουσαν. Μου άρεσε η ιδέα, αλλά προχωρήσαμε πιο κάτω και με ρίξανε εδώ μέσα. Το κελί μου έχει Νο 18. Από σήμερα ονομάζομαι 18.
   
(από το βιβλίο: Κίττυ Αρσένη, Μπουμπουλίνας 18. Μια συγκλονιστική μαρτυρία για τα βασανιστήρια της Χούντας, εφ. Η Αυγή, 2013)







Η Κίττυ Αρσένη (Αργοστόλι 8 Φεβρουαρίου 1935 - Αθήνα 14 Σεπτεμβρίου 2013) ήταν σκηνοθέτης και ηθοποιός του θεάτρου, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης αλλά και συγγραφέας.

Βιογραφία

Ήταν αδελφή του πρώην υπουργού Γεράσιμου Αρσένη. Αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης του Κουν το 1958. Συμμετείχε σε αρκετούς θιάσους («Ελεύθερο Θέατρο», θίασος Έλσας Βεργή, Βίλμας Κύρου κ.ά.). Επίσης, ασχολήθηκε με τη σκηνοθεσία.

Αντιδικτατορικός Αγώνας

Πήρε μέρος στον αντιδικτατορικό αγώνα κατά του καθεστώτος της 21ης Απριλίου, προσχωρώντας στο Πατριωτικό Μέτωπο, συνελήφθη το καλοκαίρι του 1967 και υπέστη βασανιστήρια στην Υποδιεύθυνση Γενικής Ασφάλειας Αθηνών, στην οδό Μπουμπουλίνας 18.
Αφηγήθηκε την περιπέτειά της σε ένα βιβλίο της με τίτλο Μπουμπουλίνας 18. Στην παρουσίαση του βιβλίου είχε πει: «Η μαρτυρία τούτη γράφτηκε το 1968 στις διαδρομές του τραίνου Παρίσι - Στρασβούργο. Γράφτηκε ανάμεσα στις καταθέσεις - ανακρίσεις των νομομαθών της Επιτροπής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης. Γράφτηκε ανάμεσα σε συνεντεύξεις των ξένων εφημερίδων και τηλεοράσεων, που κείνο τον καιρό τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Ελλάδα κάλυπταν τις στήλες τους και τα προγράμματά τους... Γράφτηκε για ν' απαντήσει στον Αμερικάνο ανταποκριτή του New York Times γιατί, περνώντας μια τέτοια διαδικασία, το μόνο γιατρό που δεν χρειάζεται κανείς είναι ψυχίατρος! Γράφτηκε γιατί το πλαστό μου διαβατήριο, οι πεδιάδες της Αλσατίας δε μ' έπειθαν ότι είχα φύγει από την Ελλάδα, από τη φυλακή, από την Ασφάλεια. Γιατί όντως οι νομομαθείς της Ευρώπης είχαν δίκιο να δυσπιστούν. Όταν δεν μπορείς να μεταφράσεις τη λέξη ταράτσα και απομόνωση σε άλλη γλώσσα δεν υπάρχει prima facie απόδειξη».
Για τη συμμετοχή της στο Πατριωτικό Μέτωπο καταδικάστηκε σε τρία χρόνια φυλακή με αναστολή. Όταν το 1968 η Χούντα έδωσε αμνηστία στους πολιτικούς κρατούμενους, αφέθηκε ελεύθερη.
Κατάφερε να φύγει παράνομα στο εξωτερικό την άνοιξη του 1968. Σε κατάθεσή της στο Συμβούλιο της Ευρώπης, κατάγγειλε τη Χούντα για βασανιστήρια και για παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η κατάθεσή της βάρυνε στην απόφαση του Συμβουλίου να αποβάλλει τη χώρα μας από τους κόλπους του.
Επανήλθε στην Ελλάδα το 1972, διακινδυνεύοντας να τη συλλάβουν, καθώς είχε γίνει γνωστή ως μάρτυρας που κατέθεσε στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Έχει πει γι' αυτό: «Αμέσως μόλις επέστρεψα βρήκα ένα συμβολαιογράφο και υπέγραψα ότι αυτά που είπα στο Συμβούλιο της Ευρώπης είναι αλήθεια και αν τυχόν συλληφθώ και αυτά διαψευσθούν θα είναι παρά τη θέλησή μου».

Πολιτική

Ασχολήθηκε με την πολιτική και κατέβηκε υποψήφια με το ΚΚΕ εσωτερικού στις πρώτες μετά την Μεταπολίτευση εκλογές. Αργότερα δραστηριοποιήθηκε από τις γραμμές της Ελληνικής Αριστεράς (ήταν μέλος της Κεντρικής Επιτροπής), του Συνασπισμού και πρόσφατα της Δημοκρατικής Αριστεράς. Ασχολήθηκε με συνδικαλιστικά θέματα των ηθοποιών, διετέλεσε δε γενική γραμματέας του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών. Επίσης, διετέλεσε μέλος της Καλλιτεχνικής Επιτροπής του Εθνικού Θεάτρου.

Συγγραφική δραστηριότητα

Το 1975 εξέδωσε το βιβλίο Mπουμπουλίνας 18 στις εκδόσεις Θεμέλιο, στο οποίο εξιστορεί την περιπέτειά της το 1967, στην οδό Μπουμπουλίνας όπου βρισκόταν κρατούμενη στη Γενική Ασφάλεια[. Το βιβλίο αυτό επανεκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Θεμέλιο το 2005 (ISBN 960-7293-95-9).
Το 2008 εκδόθηκε το βιβλίο «Αλέξανδρος Παναγούλης: Πρωταγωνιστής και βάρδος της αντίστασης», ISBN 978-960-14-1843-8, στο οποίο η Κίττυ Αρσένη ήταν μία από τους συγγραφείς.

Πηγή:ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ





Παρασκευή 24 Απριλίου 2020

Κώστας Βάρναλης, Ο λαός των μουνούχων-Νουβέλα



















Στη  νουβέλα “Ο λαός των μουνούχων”  ο Βάρναλης λέει μεγάλες και  τσεκουράτες αλήθειες για την διαβρωμένη κοινωνία του “ευνουχισμού, της "ύπνωσης" αλλά και της εκμετάλλευσης τους λαού από τους διεφθαρμένους της εξουσίας. Είναι σαν να φωνάζει  σ' αυτόν επιτέλους να “ξυπνήσει”. 



Ο λαός των μουνούχων

Ο Κώστας Βάρναλης εξέδωσε τη νουβέλα «Ο λαός των μουνούχων» στην Αλεξάνδρεια το 1923 χρησιμοποιώντας το χαρακτηριστικό ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας. Το ίδιο ψευδώνυμο είχε χρησιμοποιήσει έναν χρόνο νωρίτερα για το ποιητικό του έργο «Το φως που καίει», που είχε κι αυτό εκδοθεί στην Αλεξάνδρεια από τον ίδιο εκδότη, τον Στέφανο Πάργα. Έγραφε με ψευδώνυμο γιατί ήταν δημόσιος υπάλληλος (εκπαιδευτικός) και χρησιμοποιούσε σκόπιμα ένα προκλητικό, «μουτζούρικο» ψευδώνυμο, αντίθετο στα καλλιεπή (Πορφύρας κτλ.) που συνηθίζονταν. Βέβαια, όλοι ήξεραν την πραγματική του ταυτότητα και η ψευδωνυμία δεν τον προστάτεψε από τη δίωξη λίγα χρόνια αργότερα (επί δικτατορίας Παγκάλου), οπότε και απολύθηκε. 
Το βιβλίο «Ο λαός των μουνούχων» περιέχει την ομώνυμη νουβέλα και άλλες δύο («Ιστορία του Αγίου Παχωμίου» και «Φυλακές»).

ΔΗΜΟΥ ΤΑΝΑΛΙΑ


Ο ΛΑΟΣ ΤΩΝ ΜΟΥΝΟΥΧΩΝ

O che sciagura d'essere senza coglioni! ...

(Voltaire – “Candide”)

I

Μεγάλη σιωπή βασίλευε στη χώρα τους.
Όλα φαινόντανε σαν πεθαμένα.
Άνεμος δε φυσούσε· τα φύλλα των δέντρων δε σαλεύανε· τα νερά δεν τραγουδούσανε· ακίνητα λαμποκοπούσανε, σαν από μέταλλο ή από λάδι. Τα πουλιά αφήνανε μια ξαφνική ψιλή φωνή και χωνόντανε βαθύτερα μέσα στα κλαριά. Ο ήλιος όμως άστραβε θαμπωτικά· μα και τούτος σα να μην περπατούσε: έμοιαζε καρφωμένος στον ουρανό. Κι αν κανένα σύννεφο με την ασώματη λάφρια του χώνευε μέσα στο πλήθιο φως, θαρρούσες, πως από αιώνες αγωνιούσε κρεμασμένο στην ίδια θέση.
Αν έμπαινες στη χώρα τους, θα ’βλεπες παντού μιαν αξήγητη ερημιά. Αν ζητούσες ανθρώπους, δε θα ’βρισκες. Έπρεπε να πας να ψάξεις στις πιο απόμερες γωνιές. Πίσου από πέτρες, στις μπασιές των σπήλιων, στις φουντωμένες ρίζες γιγάντιων δέντρων, μέσα σε λακκούβες θα τους έβρισκες κρυμμένους έναν-ένανε. Καθόντανε μαζεμένοι, δίχως να μιλούνε. Όχι, γιατί ’τανε μικροί· μονάχα τα μάτια τους ήτανε μικρά και γοργοκίνητα. Μα έχοντας το χρώμα της γης σκεπαζόντανε με χόρτα και κλαριά, για να κρύβονται καλύτερα: να μην τους βλέπει κανείς και να μη βλέπουνε κανένα!
Μοιάζανε πολύ συλλογισμένοι· κι όμως δε συλλογιόντανε τίποτα. Αν θα σ' αντικρύζανε θα πηδούσανε απάνου αγριεμένοι, ξεφωνίζοντας στριγγά. Κι ένα σύννεφο μύγες θα σηκωνότανε με μιας μαζί τους και θα τους σκέπαζε σα σεντόνι. Όταν θα ξανακαθόντανε οι μύγες, θα ’βλεπες ανθρώπους ξερούς, πρασινοκίτρινους, με κοφτερά δόντια και μεγάλα νύχια. Δε θα μπορούσες να ξεχωρίσεις, ποιος είναι αρσενικός, ποιος θηλυκός. Όλοι τους ήτανε το ίδιο. Χωρίς μαλλιά και χωρίς γένια....
Όμοια δε μπορούσες να ξεχωρίσεις, ποιος είναι γέρος, ποιος είναι νιός. Όλοι ήτανε γέροι· παιδιά δεν υπήρχανε. Ακόμα κι οι ίδιοι, σα μαζευόντανε τα βράδια οι φαμίλιες, για να ζεσταίνονται ο ένας κοντά στον άλλον, δεν ξέρανε, ποιος είναι ο πατέρας, ποιο το παιδί. Μέσα στους αμέτρητους αιώνες, που ζήσανε, το ’χανε ξεχάσει... Δεν τους χρειαζότανε να το θυμούνται!...
Αυτοί οι άνθρωποι ήτανε αθάνατοι! Όμως όλος ο κόσμος τους ονόμαζε Μουνούχους. Κάτι ξέρανε. Μαζί με όλους θα τους λέμε κι εμείς το ίδιο.
Είπαμε: αν έμπαινες στη χώρα τους· όμως ήτανε αδύνατο να μπεις! Γιατί ’ταν ολούθε κλεισμένη με θεόρατα βουνά. Κανένας δεν τους είδε ποτέ! Ό,τι λοιπόν διηγόμαστε, είναι, όπως τα παρασταίνει το παραμύθι.
Μα που ήτανε αυτή χώρα; Κανένας δε μπορεί να πει σωστά. Κάπου όμως στην Ανατολή θα ’τανε, γιατί εκεί υπάρχει ακόμα η παράδοση γι' αυτούς και γιατί εκεί γίνονται όλα τα θαμαστά πράματα....

                                                *      *      *

Αθάνατοι! ... Πώς βρεθήκανε αθάνατοι; Ο Θεός τους έκανε; μόνοι τους γενήκανε με τη θέλησή τους και με την ακατάπαυστη προσπάθεια; Και να το ξέρουμε και να μην το ξέρουμε, ούτε σημασία έχει, ούτε και φελά.
Στην αρχή ήτανε όπως όλοι οι άνθρωποι. Ζούσανε μαζί σε πολιτείες και βοηθούσε ο ένας τον άλλονε σε ώρες ανάγκης. Όταν όμως, είτε τους το ’πε ο Θεός, είτε μοναχοί τους το καταλάβανε, πως είναι αθάνατοι, τους ήρθε σαν τρέλα. Πηδούσανε, ξεφωνίζανε, τινάζανε χέρια, πόδια, κεφάλι με τόση ορμή, που ’λεγες θα τα ξεκολλήσουνε. Όταν ξεθυμάνανε, κοιταχθήκανε λοξά συναμεταξύ τους, σαν οχτροί. Καθένας νόμιζε, πως μονάχα αυτός είναι αθάνατος και φοβότανε τον άλλονε, μην του πάρει την τύχη του. Σκορπίσανε λοιπόν γρήγορα γρήγορα, ο ένας δεξιά, ο άλλος ζερβά, κοιτάζοντας με φόβο πίσω τους, και τρυπώσανε, όπου μπόρεσε καθένας, με δυνατό, ακράτητο καρδιοχτύπι....
Πηγαίνανε να κρυφτούνε και, κλειώντας τα μάτια σα σε όνειρο, να δοκιμάσουνε την απέραντη ηδονή του μυστήριου της αθανασίας.

                                                *      *      *

Η ιδέα, πως είναι αθάνατοι, τους έκανε πολύ περήφανους. Κοιτάζανε με μεγάλη προσοχή και μ' έρωτα τον εαυτό τους. Πασπατεύανε την κοιλιά τους, τα σκέλια τους, τα νεφρά τους· τα χαϊδεύανε, τα θαμάζανε, τα χαιρόντανε! Παρακολουθούσανε την κίνηση του αιμάτου στις φλέβες τους, τους αχούς των μελιγγιών τους· γιατί το πνέμα τους βούιζε! Αν και δε βρίσκανε τίποτε καινούργιο σ' όλ' αυτά, όμως πιστεύανε πως κάτι ανείπωτο τους γινότανε. Με τον καιρό ελπίζανε να το καταλάβουνε και να τ' ορίσουνε.
Στην αρχή ριχτήκανε με πάθος στις ηδονές! Τρώγανε πολύ, πίνανε πολύ κι ερωτευόντανε περισσότερο. Μα γρήγορα βαρεθήκανε. Κάθε τους απόλαψη, μετρημένη με την αιωνιότητά τους, τους φαινότανε τιποτένια. Οι γυναικούλες, η μεγαλύτερή τους χαρά, με το κυματιστό κορμί, την τρυφερή φωνή, το βαθύ κόρφο, τη σκοτεινή κοιλιά, όσο περνούσε ο καιρός, τόσο γινόντανε πιο κουραστικές, πιο άνοστες. Δεν είχανε τίποτα νέο να προσφέρουνε από καταβολής κόσμου όλες οι γυναίκες! Και το κρασί, που άλλοτες αύξαινε την αξία της ζωής προσθέτοντας σε τούτη μ’ έναν αλαφρό πυρετό του αιμάτου, την ευτυχιά του ονείρου, που τους ένωνε με την άπειρη Φύση, τώρα το μισήσανε κι' αυτό. Τους παρουσίαζε την αδυναμία τους να πραγματοποιούνε τα ονείρατά τους, σα μιαν ατέλεια της αθανασίας τους.
Στερνά μισήσανε και την αθανασία τους.
Ωστόσο μένανε πάντα χωρισμένοι. Γιατί να ζούνε μαζί; Κανείς δεν είχε την ανάγκη τ' αλλουνού. Κι όλο καθόντανε., Η φύση τους τα ’δινε όλα· κι αν δεν τους τα ’δινε, αυτοί δεν παθαίνανε τίποτα· όντας αθάνατοι, ούτε φοβόντανε ούτε παθαίνανε τίποτα.
Χωνόντανε λοιπόν όλο και βαθύτερα στις τρύπες τους και σιγά-σιγά πήρανε όλοι το χρώμα της γης, όπως οι λαγοί, τα ορτύκια, οι σαλίγκαροι.

                                                *      *      *

Ωστόσο, μ' όλη τη βαριεμάρα, που τους βασάνιζε, γεμίζανε τη χώρα παιδιά. Ούτε οι ίδιοι θυμόντανε πώς τα κάμνανε. Μήπως τα σπέρνανε στον ύπνο τους; Τα παιδιά μεγαλώνανε γρήγορα, γονιμοποιούντανε γρηγορότερα.
Οι γενιές ακολουθούσανε τις γενιές, χωρίς οι παλιότερες ν' αφήνουνε τόπο στις καινούργιες, όπως γίνεται με τα φύλλα των δέντρων.
Έτσι άρχισε να τους γίνεται στενόχωρος ο τόπος, στενόχωρος κι ο αέρας. Πνιγότανε η ανάσα τους μέσα στα χνώτα τόσης πληθούρας. Η γης και τα ποτάμια αρχίσανε να λερώνονται, μα η γενοβόλια τους εξακολουθούσε όλο και πιο μεγαλύτερη.
Ψάχνανε λοιπόν να βρούνε τρόπο για να ’βγουνε όξω από τα σύνορά τους, ν’ απλώσουνε σ' άλλη γης τις περισσευούμενες ζωές, που τους σφίγγανε ολούθε. Μόλις όμως προχωρήσανε λίγο κι ένα θεόρατο βουνό υψώθηκε κάθετα μπροστά τους. Στρέψανε αριστερά –άλλο βουνό! Στρέψανε προς το νοτιά, προς το βοριά, –το ίδιο! Καθίσανε τότε χάμου κι αρχίσανε να συλλογιούνται. Αυτά τα βουνά ήτανε από πριν; Ξύνανε το κεφάλι τους· κανένας δε θυμότανε. Μα πώς βρεθήκανε έτσι κλεισμένοι στη φάκα, σαν τα ποντίκια;
Συλλογιστήκανε άλλη μια φορά –και τους έπιασε ύπνος. Κοιμηθήκανε, όπου είχανε βρεθεί, καθισμένοι.
Το πρωί, σαν ξυπνήσανε, δε θυμόντανε γιατί βρισκόνταν εκεί. Άμα σηκώσανε τα μάτια τους κι είδανε τα τρομερά βουνά, ξαναθυμηθήκανε τη συμφορά τους. Τί να κάνουνε λοιπόν; Κοιταζόντανε στα μάτια δίχως να μιλούνε. Βαριόντανε ν' ανοίξουνε το στόμα. Όμως το ζήτημα ήτανε σοβαρό. Κάποια λύση έπρεπε να βρεθεί. Μα πώς να ρωτήσουνε τον πλαγινό τους, που χρόνια τόνε μισούσανε κατάβαθα;
Στερνά ο γεροντότερος απ' όλους σηκώθηκε απάνου, κρεμάστηκε στο ραβδί του και τους είπε: «Μπορούσαμε να κάνουμε όλη τη Γης αθάνατη, μα φαίνεται, πως δεν έχει άλλη γης. Αυτό είναι άδικο! Μα είτε άδικο είτε δίκιο, δεν έχουμε καιρό να χάνουμε. Πρέπει να τολμήσουμε μια για πάντα. Πρέπει να πάψουμε να γεννούμε!»
Εδώ όλοι τιναχτήκανε απάνου και κοιταχτήκανε με φοβισμένη απορία. Κι' αρχίσανε να μουρμουρίζουνε...
Ο γερός ξακολούθησε:
«Επειδής ο έρωτας, όσο κι' αν τόνε περιφρονούμε, είναι γλυκός, δε φτάνει μονάχα ένας λόγος, για να τον αρνηθούμε. Οι γυναίκες είναι πειρασμοί και σαν πάψουμε να τις μεταχειριζόμαστε θα βάζουνε σ' ενέργεια πλήθος αφάνταστες διαβολιές, για να μας τραβήξουνε. Κι επειδής, ό,τι είναι απαγορεμένο, γίνεται τρομερά επιθυμητό, άμα ορκιστούμε, να μην πλησιάσουμε γυναίκα, θα ξεσπάσει παντού ασυγκράτητη η λύσσα του έρωτα. Γι’ αυτό προτείνω, όλοι οι αρσενικοί να μουνουχιστούμε!»
Στ’ άκουσμα τούτο, όλοι μείνανε με στόματα ανοιχτά και με στεγνά τα λαρύγγια.
Τα μάτια τους πήγανε να πεταχτούνε όξω.
«Το πράμα είναι τώρα ευκολότερο, που από χρόνια πολλά ο έρωτας μας έγινε μια βαρετή συνήθεια.
Κι επειδής και τώρα ακόμα είμαστε πολύ περισσότεροι, απ' όσο πρέπει και δεν είναι τρόπος να πεθάνει ή να φύγει κανένας μας, γι’ αυτό να κάψουμε το γειτονικό δάσος κι απάνω στις στάχτες του να στείλουμε να κατοικήσουνε οι μισοί...»
Μόλις τέλειωσε τούτα τα λόγια και πριν προφτάσει να συνέρθει το πλήθος, έβγαλε γρήγορα ένα μαχαίρι, σήκωσε τη ρόμπα του και μπροστά σ' όλους χρατς! έκοψε τη γονιμότητά του.
Η χειρονομία αυτή μεταδόθηκε σ' όλους σαν αστραπή. Χωρίς ν' αργήσουνε, χωρίς να φοβηθούνε και χωρίς να σκεφτούνε, κάνανε όλοι το ίδιο, ουρλιάζοντας όσο μπορούσανε, για να σκεπάζουνε με τις φωνές τον αβάσταγο πόνο.
Όμοια, αργότερα, οι αφοσιωμένοι νέοι της Κυβέλης απάνω στην άψη της οργιαστικής τους μανίας κόβανε τη φύση τους και την ανεμίζαν, ουρλιάζοντας σα σκυλιά, στον αέρα, σα να ’τανε ξένο κρέας!
Μετά οι πατεράδες μουνουχίσανε τα παιδιά τους και σε λίγα λεφτά όλος ο λαός των αθανάτων έγινε λαός μουνούχων.
Όμως πιο αξιολύπητες απ' όλους ήταν οι γυναίκες. Κλαίγανε, δερνόντανε, κυλιόντανε χάμου, κουλουριαζότανε σα φίδια, κι αρπάζοντας  τα ματωμένα μέλη των αντρών, τα σφίγγανε με λαχτάρα στο στήθος, τα φιλούσανε - και πολλές απ' την απελπισία τους χώσανε τα χέρια βαθιά τους και πετάξαν τις μήτρες τους.
Ύστερις όλοι τσακισμένοι από τον πόνο και την κούραση, καθίσαν ως το βράδυ πάνου στον καυτόν άμμο για να σταματήσει το αίμα και να δέσει η πληγή.
Με το βασίλεμα του ήλιου τα ’χαν όλα ξεχασμένα. Φάγανε καλά, ήπιανε καλά και κοιμηθήκαν ένα βαθύ κι άκοπο ύπνο.
Την άλλη μέρα άρχισε μια άλλη ζωή.




ΣΑΝΤΙΝΑ-ΒΑΝΑ ΣΜΠΑΡΟΥΝΗ-AUDIO BOOK-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο-Logos ...

"Απόψε γράφω από ένα κελί ενός μοναστηριού αφιερωμένο στη Θεοτόκο, ένα πραγματικό ησυχαστήριο σε ένα κατάφυτο όμορ­φο πλάτωμα στις αν...