Σάββατο 2 Μαΐου 2020

Πηνελόπη Δέλτα "Τα τρία κεράκια" Διήγημα


























Τα τρία κεράκια


Σ' ένα εκκλησιδάκι παράμερο, μαυρισμένο από τη φωτιά μα όρθιο ακόμα, μοναχικό στο χαλασμένο χωριό, ένας γέρος στέκει στο στασίδι του, στα σκοτεινά, και προσεύχεται.
Η εκκλησία είναι αδειανή, όλοι έφυγαν· μα στο μανουάλι μπροστά του, μερικά κεράκια καίουν ακόμα γύρω στη μεσιανή λαμπάδα.
Τα μάτια του γέρου είναι στηλωμένα στα τρία ακριανά κεράκια· τ' άναψε για τα τρία του παλικάρια που πολεμούν στην Κρέσνα. Τα είχε ανάψει με καρδιόχτυπο· στο καθένα είχε δώσει με το νού του από ένα όνομα, τ' όνομα των παιδιών του, και τα κοίταζε με κάποιο φόβο, μη σβήσει κανένα, που θα ήταν κακό σημάδι για το παιδί του εκείνο. Μα όχι! Χαρούμενες και πηδηχτές έκαιαν οι φλογίτσες, πότε ολόισες και κίτρινες, στέλνοντας κολόνα τον καπνό απάνω, πότε γερτές και γαλάζιες, μικρεμένες σαν αναποφάσιστες, σκορπώντας άτακτα τον καπνό ολόγυρα.
- «Σώσον, Κύριε, τον λαόν σου και ευλόγησον την κληρονομίαν σου, νίκας τοις βασιλεύσι κατά βαρβάρων δωρούμενος...», μουρμούρισε ο γέρος.
Τα χείλια του τρεμοσαλεύουν στην προσευχή, μα μέσα στην καρδιά του αναπολεί τις ειδήσεις που έφθασαν, και μονάχο σηκώνεται το χέρι του και κάνει το σταυρό του. - «Αναστάς εκ του μνήματος και τα δεσμά διαρρήξας του Άδου...»
Με τ' ανοιχτά του χέρια μισοαπλωμένα, με τα μάτια σηκωμένα, ψιθυρίζει ο γέρος το τροπάρι:
- «Δόξα σοι, Κύριε!...» Ετούτο και αν ήταν ανάσταση!...
Τι και αν τράβηξε πολλά ο ελληνισμός; Τι και αν κάηκε το χωριό ολόκληρο; Τι και αν πατούσαν σε στάχτη οι ελευθερωτές; Φθάνει που ελευθέρωναν και όλο μπροστά τραβούσαν.
Για το Γένος, για την πατρίδα την ελεύθερη...
Μ' ένα τσούξιμο στην καρδιά θυμήθηκε τον αδελφό του τον παπά, σφαγμένο και πεταμένο μ' εβδομήντα άλλα κουφάρια στην άκρη του δρόμου όπου περνούσαν οι νικητές. Ναι, ήταν φρικτό, το ήξερε, του το είχε πει το παιδί του που τα είδε, ζεστά ακόμα, τα θύματα των Τούρκων, σα μπήκε στα Σέρβια με το νικηφόρο στρατό... Μα τι μ' αυτό; Χωρίς θυσίες λευθεριά δε γίνεται.
-«Άγιος ο Θεός, Άγιος ισχυρός, Άγιος αθάνατος, ελέησον ημάς...»
Όλα του τ' αγόρια τα είχε δώσει στον πόλεμο· τα τρία του παλικάρια τού τα χάρισε ο Θεός και γλίτωσαν και από τα Γιαννιτσά και από το φοβερό Μπιζάνι. Το ένα, το τέταρτο το μικροχαϊδεμένο, είχε πέσει στο Σαραντάπορο. Θεός σχωρέσει το! Ήταν ο φόρος της λευθεριάς· έπρεπε να τον πληρώσει και αυτός, και δεν το έκλαψε το παιδί του. Σαν τον αδελφό του τον παπά, το είχε δώσει και αυτό θύμα στο μεγάλο θυσιαστήρι της πατρίδας της ελευθερωμένης...
Και ανέβηκαν στη Σαλονίκη οι δικοί μας, και τότε, αλήθεια, έκλαψε ο γέρος από χαρά. Και πήραν το Μπιζάνι οι δικοί μας, κι έλεγε ο γέρος πως θα τελείωνε από τη συγκίνηση. Μα του χάρισε ακόμα μέρες ο Χάρος, για να δει και άλλη μεγαλύτερη ακόμα δόξα της πατρίδας.
Γιατί ζήλεψαν οι Βούλγαροι την ομορφιά της δεύτερης πόλης του ελληνισμού, γύρεψαν να μας την αρπάξουν δόλια. Τότε, αλήθεια, κόντεψε να σπάσει η καρδιά του γέρου, γιατί το έμαθε στο χωριό του ανάμεσα στους εχθρούς που έλεγαν πως την πήραν κιόλα.
Μα δεν την πήραν! Γιατί έφθασε ο στρατός μας σα χείμαρρος βροντερός, και τους πέταξε πέρα και τους κατρακύλησε ως την Κρέσνα.
- «Ευλογητός ει, Κύριε, ο Θεός των πατέρων» και δοξασμένο τ' όνομα σου εις τους αιώνας...
Και τι αν βρέθηκε το χωριό του στο δρόμο των εχθρών; Το ήξεραν όλοι πως μιας και προχωρήσουν οι δικοί μας και πετάξουν πίσω τους εχθρούς, ο Βούλγαρος στο αίμα θα ξεδιψάσει. Ε, πέρασαν οι Βούλγαροι κι έκαναν τη δουλειά τους. Μα τι σημαίνει; Κοιμούνταν η κακομοίρα η γριά του κάτω από τα χαλάσματα του ρημαγμένου του σπιτιού. Ούτε βρήκε πια τα κόκαλα της σαν πέρασαν κι έφυγαν οι Βούλγαροι. Μαζί με τους άλλους που γύρευαν τους πεθαμένους τους, γύρεψε και αυτός· μα πού ήταν το σπίτι του, καλά-καλά δεν ήξερε πια. Πέτρες και στάχτη ήταν τώρα όλο το όμορφο χωριό τους, δεν ήταν να πεις πια πως ξεχώριζες τίποτα.
-Ευλογημένο τ' όνομα σου, Κύριε! Μόνο έτσι μπορούσε να ελευθερωθεί το Γένος, και το Γένος όσο πήγαινε και λευθερώνουνταν...
Ακούμπησε ο γέρος το κεφάλι στο μαυρισμένο από τον καιρό ξύλο του στασιδιού κι έκλεισε τα μάτια.
Ας είναι, ήταν κρύα η ζωή χωρίς την κακομοίρα τη γριά του και χωρίς το πατρικό του, όπου μεγάλωσαν τα παλικάρια του, όπου είχε τραγουδήσει και γελάσει και κλάψει και αντρειέψει το ξανθόμαλλο χαϊδεμένο του, που κοιμούνταν το στερνό του ύπνο σε κάποια χαράδρα του Σαρανταπόρου...
Ήταν ήσυχη, ήσυχη η εκκλησία, τόσο που σαν κάποιος φόβος να τον έπιασε το γέρο. Άνοιξε τα μάτια να βεβαιωθεί πως καίουν ακόμα τα κεράκια του, ένα για κάθε αγόρι, που να του τα χάριζε ο Θεός ως το τέλος, να του κλείσουν και αυτουνού τα μάτια σαν έλθει η ώρα...
Και πάλι ακούμπησε στο στασίδι.
Και απάνω του έπεσε βαριά η σιωπή, σιωπή τέτοια που ούτε στον τάφο δεν ήταν μεγαλύτερη.
Και στη σιωπή αυτή, ένιωσε σα μιαν ανατριχίλα που πέρασε στην εκκλησιά, σιωπηλή και αυτή, σαν από άλλον κόσμο.
Ο γέρος ανατρίχιασε, τρεμούλιασε η καρδιά του, και γύρισε κατά την ανοιχτή πόρτα.
Έξω στην ερημιά, στο σκοτάδι όπου άσπριζαν κάπου-κάπου οι πεσμένες πέτρες, είδε ένα ποτάμι πλατύ, που σιωπηλά κυλούσε, και πέρα έναν καβαλάρη που διάβαινε. Μαυροφορεμένος και διάφανος έστεκε στο διάφανο μαύρο του άλογο· μπροστά του έσπρωχνε πλήθος από νέους, και πίσω έσερνε δεμένους γέρους και γριές, και στη σέλα και στα καπούλια αρμαθιές είχε κρεμασμένα τα παιδάκια.
Ο γέρος παρατήρησε πως οι νέοι ήταν πολύ περισσότεροι, και κοπαδιαστά έτρεχαν μπροστά.
Σιωπηλά διάβαιναν, σα να μην πατούσαν χάμω. Όλο αυτοί μιλούσαν, μα καμιά φωνή δεν ακούουνταν, και όμως τους άκουε ο γέρος. Ήταν άλλου κόσμου το διάβα αυτό, και άλλου κόσμου η κουβέντα.
Κι ένα παιδάκι παρακαλούσε κι έλεγε:
-«Χάρο μου, γύρνα στο βουνό να μάσω λουλουδάκια».
-«Βασιλικό δε σου 'βαλε η μάνα σου στο χέρι;»
-«Μαράθηκε ο βασιλικός. Θέλω χλωρά λουλούδια».
Και καθάρια άκουσε ο γέρος την απάντηση:
-«Όπου πατήσει Βούλγαρος, χόρτο χλωρό δε μένει».
Και κάποιος άλλος έλεγε:
-«Χάρο μου, κόνεψ' εις χωριό, κόνεψ' εις κρύα βρύση, να πιουν οι γέροντες νερό κι οι νιοι να λιθαρίσουν...»
Και πάλι αποκρίθηκε ο Μαύρος Καβαλάρης:
-«Όπου περάσει Βούλγαρος, στάλα δροσιάς δε μένει».
- «Χάρο μου, στάσου, Χάρο μου, πάρε μαζί το γέρο, που έμεινε πια έρημος σαν καλαμιά στον κάμπο...»
Ανατρίχιασε ο γέρος κι έσκυψε να δει το σωπασμένο στόμα που μιλούσε.
Τρία παλικάρια όμορφα, σαν κυπαρίσσια ίσια, γυρνούσαν τ' αχνά τους πρόσωπα και άπλωναν τα χέρια τους κατά την εκκλησιά.
Μα ο Χάρος γέλασε και τα έσπρωξε μπροστά.
-«Ούτε σε βρύση σταματώ, ουδ' εις χωριό κονεύω», είπε. «Γνωρίζ' η μάνα το παιδί και τα παιδιά τους γέρους, γνωρίζονται τ' αντρόγυνα και χωρισμό δεν έχουν. Καιρός γι' αυτά δεν είναι πια, τραβάτ' εμπρός, λεβέντες...»
Είχαν προχωρήσει στο γοργό τους πέρασμα, πριν προφθάσει να τρέξει πίσω τους ο γέρος. Έκανε να τους φωνάξει, και η φωνή του τον τρόμαξε. Ανασηκώθηκε και κοίταξε... Ήταν μονάχος στην εκκλησιά... Μόνο μπροστά του, στο μανουάλι, κάπνιζαν ακόμα τρία σβησμένα κεράκια, τα δικά του.
Και αναστέναξε ο γέρος και μάζεψε την κάπα στο στήθος του, γιατί ξαφνικά ένιωσε κρύο μεγάλο...
Μα πάλι αντρειεύτηκε, ανασηκώθηκε κι έκανε το σταυρό του.
-«Ευλογητός ει, Κύριε, ο Θεός των πατέρων ημών», είπε.
Έτρεμε λίγο το χέρι του κάνοντας το σταυρό του, μα τι να γίνει;
Έπρεπε να γίνει και αυτό για να ελευθερωθεί το Γένος. Τρία παιδιά του έμεναν, τα έδωσε και αυτά. Η πατρίδα τα 'κραξε. Τι σημαίνει; Η γαλάζια σημαία της λευθεριάς κυμάτιζε τώρα στης Κρέσνας τα κορφοβούνια.

Και με το κεφάλι σηκωμένο γύρισε ο γέρος και βγήκε από την εκκλησιά.




Εγώ είμαι ένας, θα περάσω και θα ξεχαστώ, η Πατρίδα όμως θα μείνει.







Η Πηνελόπη Δέλτα (Αλεξάνδρεια Αιγύπτου24 Απριλίου 1874 Αθήνα2 Μαΐου 1941) ήταν Ελληνίδα συγγραφέας, γνωστή κυρίως από τα ιστορικά της μυθιστορήματα για παιδιά, η σημαντικότερη ίσως γυναικεία φυσιογνωμία στις κρίσιμες για τον Ελληνισμό πρώτες δεκαετίες του 20ου αι,


Βιογραφία

Η Πηνελόπη Μπενάκη - Δέλτα γεννήθηκε στις 24 Απριλίου του 1874, στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, από τον επιχειρηματία και εθνικό ευεργέτη Εμμανουήλ Μπενάκη και την Βιργινία Χωρέμη, μέλος της ισχυρής τότε εμπορικής οικογένειας Χωρέμη της Αλεξάνδρειας. Η Πηνελόπη ήταν το τρίτο από τα έξι παιδιά της οικογένειας. Η οικογένεια συνολικά απαρτιζόταν από:
την Αλεξάνδρα Μπενάκη Χωρέμη - Daves (1871 - 1941)
τον Αντώνη Μπενάκη (1873 - (1954)
την Πηνελόπη Μπενάκη - Δέλτα (1874 - (1941)
τον Κωνσταντίνο Μπενάκη (1875 - 1877)
τον Αλέξανδρο Μπενάκη (1878 - (1921)
και την Αργίνη Μπενάκη - Σαλβάγου (1883 - (1972)
Η οικογένεια Μπενάκη μετακόμισε προσωρινά στην Αθήνα το 1882, όπου η Πηνελόπη παντρεύτηκε τον πλούσιο Φαναριώτη έμπορο Στέφανο Δέλτα το 1895. Μαζί του απέκτησε τρεις κόρες: τη Σοφία (μετέπειτα Μαυροκορδάτου), τη Βιργινία (μετέπειτα Ζάννα και γιαγιά του πρώην Πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά) και την Αλεξάνδρα (μετέπειτα Παπαδοπούλου). Επέστρεψαν στην Αλεξάνδρεια το 1905, όπου η Πηνελόπη γνώρισε τον Ίωνα Δραγούμη, τότε υποπρόξενο της Ελλάδας στην Αλεξάνδρεια.Ανάμεσά τους αναπτύχθηκε ένας μεγάλος έρωτας, η Πηνελόπη όμως δεν θέλησε να αντιταχθεί στις κοινωνικές επιταγές και την υποχρέωσή της απέναντι στον σύζυγο και τα παιδιά της. Η πλατωνική αυτή σχέση της Πηνελόπης Δέλτα με τον Δραγούμη τελείωσε το 1908, όταν αυτός συνδέθηκε με τη Μαρίκα Κοτοπούλη.
Το 1910 εγκαινιάστηκε η μακρόχρονη αλληλογραφία της Δέλτα με τον Γάλλο βυζαντινολόγο Γκυστάβ Σλυμπερζέ, που την βοήθησε στη συγγραφή των μυθιστορημάτων της τα σχετικά με την βυζαντινή ιστορία. Η Δέλτα που είχε μετακομίσει στην Φρανκφούρτη το 1906 εξέδωσε το πρώτο της μυθιστόρημα, το Για την Πατρίδα1909, το οποίο εκτυλίσσεται κατά την διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Σύντομα ακολούθησε και το δεύτερο μυθιστόρημά της, Τον Καιρό του Βουλγαροκτόνου. Το στρατιωτικό κίνημα στο Γουδή το 1909 την ενέπνευσε να γράψει το Παραμύθι χωρίς όνομα (1911).
Το 1913 η οικογένεια Δέλτα επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια και το 1916 εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Αθήνα, όπου ο πατέρας της Δέλτα, Εμμανουήλ Μπενάκης, είχε εκλεγεί δήμαρχος. Ανέπτυξαν στενή φιλία με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τον οποίο και προσκαλούσαν συχνά στην εξοχική τους οικία στην Κηφισιά.
Κατά την επισιτιστική και ανθρωπιστική κρίση που δημιουργήθηκε εις βάρος των Ελλήνων της Ανατολικής Μακεδονίας κατά την διάρκεια της Β΄ Βουλγαρικής κατοχής ελληνικών εδαφών (1916-1918) και διαπιστώθηκε σε όλο το εύρος της μετά την απελευθέρωση των περιοχών, πολύτιμη υπήρξε η συνδρομή του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού με επικεφαλής την Πηνελόπη Δέλτα και την Έλλη Αδοσίδου, για την οργάνωση συσσιτίων, πρόχειρων νοσοκομείων και διανομή ιατροφαρμακευτικού εξοπλισμού[12]. Ακόμη, καθοριστική ήταν η συμβολή της Πηνελόπης Δέλτα στην ενεργοποίηση του κρατικού μηχανισμού καθώς και στον σχεδιασμό, την οργάνωση και την εκτέλεση του δύσκολου έργου της παλιννόστησης των χιλιάδων Ελλήνων Ανατολικομακεδόνων ομήρων που βρίσκονταν σε βουλγαρικά στρατόπεδα συγκέντρωσης εκτελώντας καταναγκαστικά έργα στο εσωτερικό της Βουλγαρίας την περίοδο 1917-1918.
Το 1922 αναλαμβάνει δράση, με την συμβολή της οικογένειάς της, για την ανακούφιση των αναγκών και την αποκατάσταση των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής. Μάλιστα, στο κτήμα του πατέρα της, στην Κηφισιά, αλλά και στο σπίτι τους φιλοξενήθηκαν δεκάδες οικογένειες Μικρασιατών προσφύγων, στους οποίους παρείχαν και συσσίτιο.
Το 1925 εκδόθηκε Η ζωή του Χριστού, ενώ την ίδια χρονιά εμφανίστηκαν τα πρώτα συμπτώματα της σκλήρυνσης κατά πλάκας, ασθένειας που την ταλαιπώρησε μέχρι τον θάνατό της. Το 1929 ξεκίνησε τη συγγραφή της τριλογίας Ρωμιοπούλες, η οποία τελείωσε το 1939 και είναι ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα το οποίο αφηγείται σε τρεις τόμους τη ζωή της Δέσποινας Κρινά-Δαπέργολα, μιας δραστήριας γυναίκας την οποία η κοινωνία της εποχής της περιόριζε σε ένα χρυσό κλουβί. Το πρώτο βιβλίο, Το Ξύπνημα, καλύπτει γεγονότα των ετών 1895-1907, η Λάβρα καλύπτει τα έτη 1907-1909 και το Σούρουπο τα έτη 1914-1920.
Εν τω μεταξύ, εκδόθηκαν άλλα τρία μυθιστορήματά της: ο Τρελαντώνης (1932), όπου περιγράφει τις περιπέτειες του αδελφού της, όταν όλα τα αδέρφια ήρθαν από την Αίγυπτο να περάσουν το καλοκαίρι με την θεία τους (σε ένα σπίτι του Τσίλερ) στον Πειραιά, ο Μάγκας (1935), η ζωή στην Αλεξάνδρεια με τα μάτια του μικρού σκυλιού της οικογένειας, και το Στα μυστικά του Βάλτου (1937), όπου η ιστορία εκτυλίσσεται γύρω από την λίμνη των Γιαννιτσών κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα.
Το 1941 ο Φίλιππος Δραγούμης εμπιστεύθηκε στην Δέλτα τα ημερολόγια και το αρχείο του αδελφού του, Ίωνα Δραγούμη, στα οποία η Δέλτα πρόσθεσε περίπου 1.000 χειρόγραφες σελίδες με σχόλια για το έργο του Δραγούμη. Στις 27 Απριλίου 1941, ημέρα κατά την οποία τα γερμανικά στρατεύματα κατέλαβαν την Αθήνα, η Πηνελόπη Δέλτα προσπάθησε να αυτοκτονήσει παίρνοντας δηλητήριο και τελικά έφυγε από τη ζωή πέντε ημέρες αργότερα, στις 2 Μαΐου 1941, ενώ είχαν ήδη προηγηθεί άλλες δύο απόπειρες αυτοκτονίας στο παρελθόν. Στον τάφο της, στον κήπο του σπιτιού της, χαράχτηκε η λέξη ΣIΩΠH. Το 2012 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Τετράγωνο η βιογραφία της, από τη Μίτση Πικραμένου, με τίτλο Η κυρία με τα μαύρα.
Το 2014 εκδόθηκε το τελευταίο της ανέκδοτο έργο Ρωμιοπούλες από τις εκδόσεις Ερμής, το οποίο παρέμενε ανέκδοτο επί 75 χρόνια. Κυκλοφόρησε με επιμέλεια του δισέγγονού της Αλέκου Π. Ζάννα.

















Τετάρτη 29 Απριλίου 2020

Ανδρέας Λασκαράτος, ο ποιητής,ο λόγιος και ο αφορισμένος

















Σύρ'τε στίχοιμου, σύρ'τε τυπωθείτε.
Δεν είν' πουλιό στον κόσμο αφορεστάδες.
Βουβοί, σβυσμένοι, παν' οι υποκριτάδες,
Και σείς 'μπορείτε τώρα να φανήτε.
 'Λεύθεροι στίχοι, 'λεύθερα 'μιλείτε.
Στηλητέψετε ολούθε τσή ασχημάδες
Παρόμοια σε λαϊκούς ή σε παπάδες.
Εμπαίξετέτες όπου τες ειδείτε.
Στην Αίγυφτόσας ως και σείς κρυμμένοι,
Αγγελος και σ' εσάς φέρνει την είδηση:
"Ελάτε", σας φωνάζει, "είν' απεθαμένοι,
Οι ζητούντες να πνίξουν' τη συνείδηση".
Σύρ'τε στίχοι μου, εβγάτε παρησία
και φωνάξετε: "Ζήτω η Ελευθερία". στίχοι, λεύτερα μιλείτε.



Στηλιτεύετε ολούθε τση ασχημάδες
παρόμοια σε λαϊκούς ή σε παπάδες

εμπαίζετε τις όπου τες ιδήτε...


Φιλελεύθερος είναι βέβαια εκείνος όπου αυθορμήτους ζητεί να δώσει ελευθερίες. 
Εκείνος όπου ζητεί να λάβει ελευθερίες, ημπορεί να είναι, 
αλλά μπορεί και να μην είναι φιλελεύθερος...
Στοχασμοί, 1911. Δημ. Μάργαρης (επιμ.), Ανδρέας Λασκαράτος. Σατιρικοί και ευθυμογράφοι. Βασική Βιβλιοθήκη, 23. «Αετός» Α.Ε., 1954. 186.

Ad una villania, potete non rispondere con un’altra villania. Ma ad una gentilezza, dovete rispondere con un’altra gentilezza.
Σε μια σκαιότητα μπορείτε να μην απαντήσετε με άλλη σκαιότητα. Αλλά σε μια ευγένεια, οφείλετε ν’ απαντήσετε με άλλη ευγένεια (μετ. Αλέκου Γ. Παπαγεωργίου).
Στοχασμοί, 1911. Άπαντα, Β´. Εκδόσεις «Άτλας», 1959. 142.




Συμβουλές προς νέο πρωθυπουργό”
Στις 18 Ιουνίου 1892 ο Ανδρέας Λασκαράτος δημοσίευσε επιστολή προς τον Χαρίλαο Τρικούπη, που μόλις είχε κερδίσει θριαμβευτικά τις εκλογές, γράφοντας μεταξύ άλλων:
Καλεσμένος όθεν ως τοιούτος σήμερον να κυβερνήσης το Έθνος σου, δεν σου πρέπει κόμμα. Το κόμμα ήθελε σε καταβιβάσει. Δεν σου πρέπουν ρουσφέτια. Τα ρουσφέτια ήθελε σε αμαυρώσουν.
Γνωρίζω καλά ότι κυβερνάς Ρωμηούς, οι οποίοι βάνουν όρο της υποστηρίξεώς των τα ρουσφέτια. Αλλά οι αδιαφορούντες άφινε να σε ρίχνουνε. Κάθε σου πτώση θέλ’ είναι πρόδρομος μεγαλειτέρας ανυψώσεώς σου, και κάθε πτώση και ανύψωσή σου θέλ’ είναι μάθημα διά το ανήλικον Έθνος μας. (…)

Οι Ρωμηοί δεν είναι όλοι διεφθαρμένοι. Είναι μεταξύ τους και έντιμες εξαιρέσεις. Συ δε τώρα -πλέον με πείραν αρκετήν των συνεθνήτων σου- μπορείς εύκολα να εκλέξης όχι πλέον μεταξύ του πρώην κόμματος, αλλά μεταξύ των πολιτευομένων συνεθνήτων σου τους ικανώτερους και τιμιώτερους, οι οποίοι θεμένοι στην κυβερνητικήν σου μηχανήν, ήθελ’ είναι ζωοδότειρο δρόσισμα στη μαραμένη και ταπεινωμένην Ελλάδα.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ εφημερίδα ΑΣΤΥ, 18/6/1892
(από την ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ του ΣΠ. Β. ΜΑΡΚΕΖΙΝΗ – Εκδόσεις ΠΑΠΥΡΟΣ) 



Το πολιτικό μεθύσι μ’ έζησε και θα με ζήσει
μ’ ενθουσιάζει, με τραβάει και ζιζάνια μου φυσάει,
κι είναι μέθη αγαπητή που μου ευφραίνει την ψυχή.
Θέλω επιρροή στον Τόπο. Τήνε θέλω μ’ ό,τι τρόπο.
Να μπορώ να μεταθέτω δικαστάς, και να διαθέτω
θέσες στους ευνοϊκούς μου, και να διώχνω τους εχθρούς μου.
Θέλω να ‘χω κι εξουσία, πέτε τήνε και μανία,
μα γι’ αυτήνε ξεψυχώ θέλω να κυριαρχώ.
Τι τη θέλω τη ζωή αν δεν έχω επιρροή;
Τι την θέλω την Πατρίδα, χωρίς εξουσίας ελπίδα;
Να με δει εξουσιαστή η Πατρίδα, και ας χαθεί.
Λυτρωτή της να με κράξει, και, στο Διάολο, ας βουλιάξει.
Εμέ η δόξα μου να ζήσει, και το Έθνος ας ψοφήσει.

Τση εξουσίας το μεθύσι ως κ’ εκειό το θέλει η φύση
κι αν η φύση μας το θέλει, σαν το θέλω, τι σας μέλλει
ηθικοδιδάσκαλοί μας; Μήπως οι αντιπρόσωποί μας
ή όσοι άλλοι κυριαρχούνε άλλο μέτρο αυτοί βαστούνε;
Όλοι παν τον ίδιο δρόμο, με τον εδικό μου νόμο,
και σκουντρούνε τον πλησίον τους όλοι, για το μεγαλείον τους.

Ω θρησκεία σεβαστή, έλα βόηθα μου κι εσύ,
ν’ ανεβώ στην Εξουσία. Έλα, έλα, βόηθησέ με
και στον όχλο σύστησέ με δωσ’ μου βάιο ναν το βάλω
κια μ’ εκείνο να προβάλω χριστιανός λειτουργημένος
κι έτσι να ‘μαι ψηφισμένος, εις την πρώτη εκλογή,
για οποιαδήποτε Αρχή. Γιατί εγώ σε προσκυνώ,
και με ζήλο σε ακλουθώ για την μόνη επιθυμία
ν’ αξιωθώ την Εξουσία.

Τσ’ εξουσίας το μεθύσι, ως κ’ εκειό το θέλει η φύση.
Είναι η φύση που το θέλει κι ό,τι πείτε δε με μέλλει.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ “ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΜΕΘΥΣΙ”
(από το gerontakos.blogspot.com)

Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς


[απόσπασμα]
Στο παραπάνω βιβλίο που εκδόθηκε το 1856 ο συγγραφέας παρουσιάζει τα κοινωνικά ήθη της πατρίδας του και προτείνει μεταρρυθμίσεις τολμηρές για την εποχή του. Οι σκέψεις του είναι διατυπωμένες σε άρθρα που αναφέρονται στην οικογένεια, τη θρησκεία και την πολιτική. Οι αντίπαλοί του έπεισαν το δεσπότη της Κεφαλλονιάς να τον αφορίσει.
Η ΠΡΟΙΚΑ
Τίποτις πουλιό ενάρετο από τες θυσίες ενός γονή, για να πανδρέψει τη θυγατέρα του· μα κάθε αρετή έχει και τα όριά της, περασμένα τα οποία η αρετή εκείνη χάνει το χαρακτήρα της, και βαθμηδόν προχωρώντας γένεται έγκλημα. Ο Κεφαλονίτης εις τες θυσίες οπού κάνει για να παντρέψει τη θυγατέρα του προσθέτει και τη θυσία της θυγατέρας του·επειδή θυσιάζει τη θυγατέρα του την ίδια εις την απόφαση τού να την υπανδρέψει!
Το προικιό είναι η αιτία της θυσίας. Ένα προικιό είναι απαραίτητο, ένα προικιό πρέπει να υπάρξει, επειδή τούτο είν' εκείνο που στην Κεφαλονιά κάνει τον κύριο σκοπό του γάμου· οι γονείς ως επί το πλείστον δεν ημπορούνε ναν το δώσουνε χωρίς μεγάλες θυσίες. Βαλμένοι ανάμεσα στο Πρέπει και την αδυναμίαν της εκτελέσεως, νομίζουνε ναν τους είναι συγχωρημένο ν' απανωτιάσουνε το προικιό, λείποντες από τα χρέη τους τα πλέον ιερά με τες θυγατέρες τους.
Έτσι, ο γονής αρνείται κάθε έξοδο δια την ανατροφήν της κόρης του· κάθε έξοδο δια την ψυχαγωγίαν της· κάθε έξοδο δια την ευπρέπειαν των φορεμάτων της. Η θροφή της είναι από τες φθηνότερες· και ο γιατρός δεν έρχεται ποτέ στην αρχή της αρρώστιας της!... Μα δε φθάνει· ετούτη έχει χρέος να δουλέψει το σπίτι!... και ο γονής οικονομάει κι εδώθε το έξοδο της δούλας, κάνοντας δούλα τη θυγατέρα του, δια να προσθέσει στο προικιό της και τούτηνε την οικονομία!
Οι ελεεινές τούτες οικονομίες, οι οποίες δια να γενούνε τάλαρα εζουπήξανε τες ψυχικές δύναμες του παιδιού μας, μαζώνουνται όμως εις το ύστερο, και κάνουν' ένα ποσόν, αρκετό να κινήσει την κερδοσκοπία ενός γαμπρού. Ο γαμπρός μας έρχεται τότε και παίρνει τα αργύρια εκείνα, τιμή της ψυχοχτονίας οπού ο γονής έκαμε εις τη θυγατέρα του, και τα οποία παρασταίνουνε στο γαμπρό την αξία της ανθρωπιάς οπού ήθελ' έχει η γυναίκα του, αν ήθελε ξοδευθούνε σ' εδαύτη!
Έτσι, το θηλυκό τούτο το αδικημένο ξαναρχίζει ως και στο σπίτι του ανδρός της την παλιά της τέχνη, και βάνεται κι εκεί να κάμει τη δούλα!..
Προς τι λοιπόν η παντρειά της; Προς τι οι τόσες θυσίες; Προς τι η απανθρωπία των γονέων;
«Ναι, ήθελε μου πούνε οι γονείς, αλλ' αν δεν κάμομε έτσι, οι θυγατέρες μας, μένουν ανύπανδρες· επειδή ο μόνος όρος οπού μας βάνουνε οι γαμπροί είναι τα χρήματα, και όποια δεν έχει χρήματα δεν 'πανδρεύεται.
Όταν ήθελε ανασταίνομε γουρούνια για πούλημα, ήθελ' είναι λογικό το φοβέρισμα και ο φόβος. Ο πουλητής, τω όντι, πρέπει να κοιτάει την ευχαρίστηση του αγοραστή. Και τότες, αν ο αγοραστής ήθελ' έχει χρεία για γουρούνια παχιά, παχιά έπρεπε να 'ναι τα γουρούνια μας· αν ήθελε τα χρειάζεται μεγάλα, μεγάλα· και αν, για μία περίσταση εξαιρετική, ήθελε τα χρειάζεται στραβά και κουτσά, τα γουρούνια μας έπρεπε να 'ναι στραβά και κουτσά. Πραγματικώς, η αρρώστια του σκοτιού δίνει περσότερη τιμή εις τες χήνες· και όποιος έχει χήνες για πούλημα κάνει καλά ναν τους προμηθεύει την αρρώστια εκείνη· το ευνούχισμα περσότερη τιμή στους κοκόρους· και όσοι ανασταίνουνε κοκόρους για δόσιμο κάνουν καλά ναν τους καπονίζουνε, κτλ. Τέτοια είναι η φύση και οι όροι του εμπορίου.
Αλλ' όταν πρόκειται δια τα παιδιά μας, το πράμα αλλάζει. Τα παιδιά μας δεν πρέπει ναν τα μεταχειριζόμασθε ως πράγματα εμπορεύσιμα. Εμείς δεν πρέπει ν' ανασταίνομε τα παιδιά μας για το κόμοδο ενός τρίτου. Εμείς πρέπει ν' ανασταίνομε τα παιδιά μας για τον εαυτό τους. Ο γάμος είναι βέβαια ένα από τα συμβάντα τα πλέον αξιοσημείωτα, ίσως κιόλας το πλέον αξιοσημείωτο της ζωής τους· ακολούθως πρέπει πάντα να 'χομε κατά νουν ως και τούτο στην ανατροφή που τους δίνουμε· λέω ακόμη περσότερο, λέω ότι πρέπει ναν τα αναθρέφομε διά τον γάμον αλλά καθόσον ο γάμος ημπορεί ναν τα ωφελήσει· καθόσον ο γάμος ημπορεί να καλυτερέψει ακόμη περσότερο την καλή θέση εις την οποία χρεωστούμε ναν τα βάλομε, διαμέσου μιας ανατροφής όσο 'μπορούμε καλύτερης.
Και όμως δεν κάνουμ' έτσι. Εμείς εξεναντίας θυσιάζουμε την ανατροφή, δηλαδή την ανθρωπιά των παιδιώνε μας, εις την ιδέα της υπανδρείας τους!...
Εμείς χτηνοποιούμε το παιδί μας, για να σωρέψομε τάλαρα, ναν τα δώσομε, μαζί με το παιδί μας το χτηνοποιημένο, εις όποιονε θέλει ναν τα πάρει και τα δύο!...
Θυσιάζοντες την ανθρωπιά στην ιδέα του γάμου, θυσιάζουμε εκείνο που δε δίνει καιρό, σ' εκείνο που δίνει καιρό· εκείνο που αν δεν το κάμομ' εμείς δε γένεται, εις άλλο που 'μπορεί να γένει και χωρίς εμάς. Θυσιάζουμε το βέβαιο εις το αβέβαιο· το κύριον εις το εξαρτούμενο. Θυσιάζουμε τέλος πάντων το παιδί μας και τη συνείδησή μας εις την χτηνώδη φιλαργυρία ενός κερδοσκόπου αγνώστου!... και όλο τούτο γιατί; Γιατί έτσι εσυνηθίστηκε!...
Έτσι εσυνηθίστηκε!... Μα κάποτε οι συνήθειες έχουνε μιαν αιτία, και στην περίστασή μας αιτία είναι η καμία συμπάθεια μεταξύ θηλυκών και γονέων! Ένα θηλυκό παιδί ήθελε προτιμήσει να πεθάνει καλύτερα παρά να μείνει να περάσει τη ζωή του με τους γονέους του!... Ένας πατέρας, μία μάνα, ήθελε προτιμηθούνε κάθε άλλο δυστύχημα παρά ναν τους μείνει ένα θηλυκό στο σπίτι!...
Και γιατί πάλε τούτο;
Επειδή ένας κύκλος φαύλος προλήψεων κάνει το σύστημα των οικογενειών μας. Ο γονής, για να πανδρέψει τη θυγατέρα του, νομίζει ναν του είναι συγχωρημένο να 'βγάλει το προικιό της έως μέσα από τα σπλάγχνα της. Ενώ το θηλυκό εκείνο το τυραννεμένο, το κακοβλεμμένο, το υβρισμένο, δεν βλέπει άλλο μέσος ελευθερώσεως από τη σκλαβιά του παρά το γάμο!... Έτσι, η τυραννία γένεται αιτία της απαιτήσεως της υπανδρείας, ενώ η απαίτηση τούτη γένεται πάλιν αιτία της τυραννίας!...
Εγώ πιστεύω ότι, αν εμεταχειριζόμεθα τες θυγατέρες μας με περσότερην αγάπη, το σπίτι μας ήθελε πάψει να είναι ωθηστικό για δαύτες. Τότες με το πνεύμα τους αναπτυγμένο καλύτερα, ήθελ' έχουνε γνώριση και πείρα του κόσμου, κι ερχόμενη η ώρα της υπανδρείας τους, ήθελ' έχουν υπομονή και γνώση διά να διαλέξουν το σύντροφό τους. Ήθελε δεχτούν εκείνον, οπού ήθελε κρίνουνε κατάλληλον να κάμει την ευδαιμονίαν τους, και ήθελε απορρίψουνε τον κερδοσκόπο που δεν ήθελε βλέπει σ' εδαύτες παρά το προικιό τους...


πουλιό: περισσότερο, πια.
περασμένα: περιορισμένα.
κάνει τον κύριο σκοπό: θεωρείται κύριος σκοπός.
απανωτιάζω: τοποθετώ απανωτά, στιβάζω.
λείποντες από τα χρέη τους: παραλείποντας τις υποχρεώσεις τους.
εζουπήξανε: έλιωσαν, εξάντλησαν.
τιμή: το αντίτιμο.
όταν ήθελε ανασταίνομε: αν θα μεγαλώναμε.
σκότι, το: συκώτι.
δόσιμο: πούλημα.
καπονίζω (από το καπόνι): ευνουχίζω κόκορα για πάχυνση.
κόμοδο: (λ. ιταλ.) άνεση, ευκολία.
καθόσον: εφόσον, αν.
του είναι συγχωρημένο: του επιτρέπεται.
ωθηστικός: αποκρουστικός, μισητός.
γνώριση: γνώση.









Ο Δημήτρης Ψαθάς γράφει για τον αφορισμό του Ανδρέα Λασκαράτου:
Η 2 Μαρτίου 1856 –μέρα του πρώτου αφορισμού του- είναι μια ημερομηνία εφιαλτική για τον Λασκαράτο. Απ’ το πρωί χτυπάνε νεκρικά οι καμπάνες όλων των εκκλησιών του νησιού. Κατά το μεσημέρι ο δεσπότης Σπυρίδων ο Κοντομίχαλος διαβάζει τον αφορισμό για το «βδέλυγμα της ερημώσεως» μέσα στην καθιερωμένη θρησκευτική παράταξη και πομπή, με τα μαύρα πισωμένα κεριά και μαύρα άμφια των παπάδων.
Η εντύπωση είναι τρομακτική. Ο θρησκόληπτος κι αμόρφωτος λαός είναι αγριεμένος σε τέτοιο σημείο εναντίον του «αφορεσμένου» ώστε κινδυνεύει κι η ίδια η ζωή του. Ήδη ένας απ’ τους «παπαδανθρώπους» τον έχει φτύσει μέσα στην αγορά. Η Αστυνομία του συνιστά να κλειστεί στο σπίτι του, τουλάχιστον σαράντα μέρες, ώσπου να κατευναστούν τα πνεύματα. Αλλά κι έτσι προφυλαγμένος κινδυνεύει να πεθάνει της πείνας μαζί με ολόκληρη την οικογένειά του γιατί κανένας δεν του δίνει τρόφιμα, ούτε ψωμί.
Μετά δυο εβδομάδες η Αστυνομία του συνιστά να εγκαταλείψει την Κεφαλλονιά για να γλυτώσει τη ζωή του. Φεύγει κρυφά κι αποβιβάζεται στη Ζάκυνθο, όπου όμως τον αναγνωρίζουν δυο βαστάζοι συμπατριώτες του και τον φτύνουν. Κι ενώ μισοπεθαμένος εγκαθίσταται σ’ ένα σπίτι φιλικό του, ο δεσπότης Ζακύνθου του διαβάζει δεύτερον αφορισμό. Ωστόσο είναι τόσο το μεγαλείο του ανθρώπου αυτού ώστε… «σε τούτη την περίσταση, -όπως γράφει στην περίφημη απόκρισή του στον Αφορισμό- εγνώρισα διά πείρας εκείνο που είχα ακουστά ως τότες… εγνώρισα την φύση τη Θεϊκή της Συνείδησης και την άπειρη δύναμή της… Η συνείδησή μου με σήκωνε ψηλά και ψηλάθε μου έδειχνε έναν άνθρωπο ασχημισμένον από τους άλλους ανθρώπους, επειδή έλαβε την γενναιότητα να τους ειπή την ΑΛΗΘΕΙΑ».

απόσπασμα από άρθρο του ΔΗΜΗΤΡΗ ΨΑΘΑ στο περιοδικόΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 821, 15/9/1961πρώτη δημοσίευση: εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 4/9/1961



Ο Ανδρέας Λασκαράτος (1 Μαΐου 1811-24 Ιουλίου 1901) ήταν αξιόλογος σατιρικός ποιητής και πεζογράφος από την Κεφαλλονιά. Αφορίστηκε από την Εκκλησία εξ αιτίας των σατιρικών βελών του κατά των κληρικών.

Βιογραφία

Ο Ανδρέας Λασκαράτος γεννήθηκε το 1811 στο Ληξούρι και συγκεκριμένα στην εξοχική τοποθεσία Ριτσάτα, σε μία περίοδο που τα Επτάνησα περνούσαν από τη γαλλική στην αγγλική προστασία.Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε κοντά στον Νεόφυτο Βάμβα στη Σχολή του Κάστρου.[4] Σε ηλικία εικοσιενός ετών ο θείος του Δελαδέτσιμας τον διόρισε γραφέα στη Γερουσία στην Κέρκυρα και τον έγραψε στη Νομική Σχολή του Ιονίου Πανεπιστημίου επειδή τον προόριζε για δικαστή αν και ο ίδιος ο Λασκαράτος επιθυμούσε να σπουδάσει ιατρική. [5]Από την Κέρκυρα γύρισε στην Κεφαλονιά και εργάστηκε για κάποιο χρονικό διάστημα πρωτοκολλητής του Ειρηνοδικείου. Στη συνέχεια παραιτήθηκε και πήγε στην Πίζα και στο Παρίσι για νομικές σπουδές. Το 1839 επέστρεψε ασκώντας μόλις για τρία χρόνια το επάγγελμα του νομικού.[6]Όμως ο θάνατος του πατέρα του, τον έκανε να ξαναασχοληθεί με τη δικηγορία λόγω κάποιων οικογενειακών υποθέσεών του, όμως η Γερουσία του αρνήθηκε να του χορηγήσει την άδεια.[7] Την περίοδο αυτή ταξιδεύει στην Κρήτη για να μελετήσει το κρητικό γλωσσικό ιδίωμα και τα λαϊκά τραγούδια της. Ταξιδεύει επίσης στην Αθήνα, στη Σύρο, στην Κόρινθο, στην Πάτρα, στο Μεσολόγγι.[8] Υπήρξε μαθητής του Ανδρέα Κάλβου, ενώ γνώρισε και τον Διονύσιο Σολωμό, κάτι που ασφαλώς επηρέασε τη μετέπειτα πορεία του. Ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία, την ποίηση, ενώ είναι πιο γνωστός ως λιβελογράφος. Ήταν παντρεμένος με την Πηνελόπη Κοργιαλένειου, από γνωστή και εύπορη οικογένεια του νησιού, με την οποία απέκτησε δύο γιους και εφτά κόρες.
Εξέδωσε αρκετές σατιρικές εφημερίδες όπως ο «Λύχνος», καυτηριάζοντας αδιακρίτως την ανηθικότητα, την αδικία, την υποκρισία. Πολλές φορές καταφέρθηκε εναντίον των πολιτικών και της ανικανότητάς τους, ενώ πολέμησε σκληρά τις θρησκευτικές προλήψεις και δοξασίες, κυρίως δε την αυθαιρεσία της θρησκευτικής αρχής. Στις 16/28 Φεβρουαρίου 1856, ο μητροπολίτης Κεφαλλονιάς Σπυρίδων Κοντομίχαλος, αφόρισε αρχικά το βιβλίο «Τα μυστήρια της Κεφαλλονιάς» με την παραίνεση προς τον συγγραφέα να το αποσύρει και να το καταστρέψει. Αφού αυτό δεν έγινε, μερικές μέρες αργότερα αφόρισε τον ίδιο τον Ανδρέα Λασκαράτο. Το βιβλίο φέρεται ότι χλεύαζε τις χριστιανικές τελετές και παραδόσεις, και είχε προκαλέσει αντίδραση στο λαό και σε ιερωμένους. Ο Λασκαράτος είχε καταγγείλει στην αστυνομία ότι πριν από τον αφορισμό είχαν γίνει αναταραχές από αχθοφόρους και άλλους εξ αιτίας του βιβλίου του. Ο Έπαρχος της Κεφαλλονιάς στις 4 Μαρτίου (Νέου Ημερ.) επίσης αναφέρει στη Γερουσία ότι "ο Μητροπολίτης, ο κλήρος και διάφοραι τάξεις ανθρώπων βαρέως ηγανάκτησαν, θεωρούντες αυτό [το βιβλίο] ως περιέχον ύβρεις, βλασφημίας, ..." και ότι επενέβη η αστυνομία για να προστατεύσει τον Λασκαράτο. Ο Έπαρχος ειδοποίησε και τον Τοποτηρητή W.P. Talbot ότι δεν μπορούσε να προστατεύσει τον Λασκαράτο σε δημόσιους χώρους και του συνέστησε να παραμείνει στο σπίτι του. Ο Λασκαράτος γνωστοποίησε στον Τοποτηρητή ότι την 15 Μαρτίου θα φύγει από το νησί "αφορισμένος απ' τον κλήρο σαν ασεβής και διωγμένος απ' την Κυβέρνηση σαν διασαλευτής της δημοσίας τάξεως!". Ο Λασκαράτος καταφεύγει κυνηγημένος στη Ζάκυνθο, αλλά τον ίδιο χρόνο αφορίζεται και εκεί, από τον μητροπολίτη της, Νικόλαο Κοκκίνη. Ο αφορισμός ήρθη από τον Μητροπολίτη Γεράσιμο Δόριζα ένα χρόνο πριν το θάνατο του Λασκαράτου. Το αυθεντικό κείμενο του αφορισμού του Λασκαράτου δεν σώζεται, αλλά σώζεται ο αφορισμός του βιβλίου

πηγή:https://el.wikipedia.org/











«Εις τον Έρωτα»

Έρωτα, α θες ναν τα ’χωμε καλά,
Στο σπίτι μου να μη ματαπατήσης.
Αι! που στο λέω· κι' α θέλης να με αφήσης
Αναπαμένον, πάει πολύ καλά.
Εγώ μ’ έκαψε η πρώτη κουμπαριά.
Κι’ αν εσύ τώρα δεν αποφασίσης
Να 'πας στο Διάολο και να μη γυρίσης,
Θα ’ρτωμε καμμιά ’μέρα στα χοντρά.
Για δαύτο να με λείπης κουμπαρόπουλο·
Μη σου μαθήσω ευκείνες τση φτερούγες,
Και σε κάμω να σκούζης ’σα γαλόπουλο,
Και να τρέχης κουτσόφτερο ’ς τση ρούγες.
Κ’ ευκείνες τση σαΐτες οπού φέρεις
Σου τση βάνω όλες μάτσο εκεί που ξέρεις.

[πηγή: Ανδρέας Λασκαράτος, Άπαντα, τόμος δεύτερος, πρόλ. Μαρίνος Σιγούρος, εισαγ.-κριτ. ανθολογία-γλωσσ.-βιβλιογρ. Αλέκος Παπαγεωργίου, επιμ.-κατάταξη κειμένων Αντώνης Μοσχοβάκης, Εκδόσεις «Άτλας», Αθήνα 1959, σ. 487]





ΣΑΝΤΙΝΑ-ΒΑΝΑ ΣΜΠΑΡΟΥΝΗ-AUDIO BOOK-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο-Logos ...

"Απόψε γράφω από ένα κελί ενός μοναστηριού αφιερωμένο στη Θεοτόκο, ένα πραγματικό ησυχαστήριο σε ένα κατάφυτο όμορ­φο πλάτωμα στις αν...