Σάββατο 24 Αυγούστου 2024

ΑΡΒΥΛΑΚΙΑ ΚΑΙ ΓΟΒΕΣ-ΑΛΚΗ ΖΕΗ-Διήγημα-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-Λόγος με tempo-...

  Στην αρχή δεν τον γνώρισε, παρόλο που η φωνή του αντηχούσε το ίδιο χαρούμενη και ζεστή.
     — Είμαι ο Νίκος.
     — Ποιος Νίκος;
     — Ο Γρηγόρης!
     Τότε κατάλαβε η Λία και ξαφνιάστηκε. Πού τη θυμήθηκε τώρα δα ο Γρηγόρης!… Της μιλούσε αργά – αργά, τονίζοντας τις λέξεις, όπως έκανε και τότε…
     — Η ιδέα ήτανε της Μαρίας, εξηγεί εκείνος, να μαζευτούμε σπίτι της όλη η παλιά συντροφιά… Κλείνουν είκοσι χρόνια.
     Ύστερα η φωνή του γίνεται πιο βαθιά:
     — Όσοι μείναμε.
     — Θα προσπαθήσω, είπε μόνο η Λία.
     Από την άλλη μεριά έφτασε σίγουρη η φωνή:
     — Σε περιμένουμε λοιπόν.

     Η Λία κατέβασε το ακουστικό κι ύστερα άνοιξε διάπλατα την μπαλκονόπορτα. Έσυρε την πολυθρόνα κοντά στο μπαλκόνι και κάθισε με τον ήλιο κατάφατσα. Μία με μιάμιση. Αυτή η ώρα ήταν καταδικιά της. Η υπηρέτρια πάει να φέρει τη μικρή από το σχολείο κι ο Τάκης δεν γυρίζει το μεσημέρι. Τότε μπορεί η Λία να κάθεται και να συλλογιέται. Κι είχε ένα σωρό πράγματα να συλλογιστεί. Πριν λίγες μέρες έκλεισε τα τριάντα εφτά. Δεν είναι που γέρασε· ούτε μιαν άσπρη τρίχα δεν έχει. Ένιωσε μόνο, ξαφνικά, σα να βαρέθηκε. Παρέες, εκδρομές, η συναυλία της βδομάδας, πού και πού καμιά πρεμιέρα στο θέατρο… Δεκατέσσερα χρόνια τώρα, από τη μέρα που παντρεύτηκε… Το δίπλωμά της βρίσκεται κάπου καταχωνιασμένο, στο πατρικό της σπίτι. Για το νοικοκυριό, για το παιδί φροντίζει η μητέρα του Τάκη. Έτσι είχε ένα σωρό καιρό ελεύθερο. Βαρέθηκε… αυτό είναι. Μόνο ένα ταξίδι στο εξωτερικό θα την έσωζε. Καινούργια μέρη, καινούργιοι άνθρωποι. Κάτι ν’ αλλάξει… Συλλογιότανε τη ζωή της με τον Τάκη — αγάπη υπάρχει, δεν μπορείς να πεις. Συλλογιότανε την κόρη της, που μόλις είχε πατήσει τα δεκατρία κι έκανε σκηνές να την αφήσουν να βάλει ψηλά τακούνια. Μόνο εκείνο το κορίτσι των δεκαεννιά χρονώ, τη Λία του σαράντα δύο, ήταν που δεν συλλογιότανε καθόλου. Θαρρείς και διάλεξε την ώρα ο Γρηγόρης —μία με μιάμιση— να τηλεφωνήσει.
     Ο ήλιος πέφτει πάνω στις ασημιές αγκράφες των παπουτσιών της και τις κάνει να λαμποκοπάνε. Η Λία θυμήθηκε το σαράντα δύο, που φορούσε αρβυλάκια με λάστιχο αυτοκινήτου για σόλα και χοντρές καφετιές κάλτσες με ρίγες… Είχε λιακάδα σαν και σήμερα. Καθότανε σ’ ένα παγκάκι στο προαύλιο του Πανεπιστημίου και λιαζότανε μ’ απλωμένα τα πόδια. Δίπλα της, δυο άλλα πόδια, με λουστρινένια προπολεμικά γοβάκια και κάτασπρες κάλτσες πλεγμένες με βελόνες. Ήτανε η Ματίλντε. Η Λία δεν μπορεί να θυμηθεί ξεκάθαρα τα πρόσωπα. Η Ματίλντε είχε μαύρα μαλλιά και φιλντισένιο πρόσωπο. Λεπτομέρειες της ξεφεύγουν. Τα πόδια όμως, παράξενο, σα να τα ‘χει μπροστά της. Θυμάται ακόμα και τη μελανιά, που είχε στάξει από το στυλό του Κρίτωνα στην κάτασπρη κάλτσα της Ματίλντε.
     — Να τη βράσεις με τσουένι και θα φύγει το μελάνι, συμβούλεψε η Γιάννα που καθότανε στη ράχη του πάγκου και τα παπούτσια της άγγιζαν σχεδόν τη φούστα της Λίας. Κάτι παιδικά, αγορίστικα παπούτσια με κορδόνια και χακί κάλτσες γκολφ.
     Απλωμένα στον ήλιο και τα πόδια της Μαρίας, με καλοκαιρινά πέδιλα και χοντρές κάλτσες. Ο Κρίτωνας καμάρωνε για τα καινούργια του άρβυλα από την οδό Πανδρόσου.
     Ύστερα είχαν έρθει αθόρυβα, να σταθούν πλάι στα δικά της, δυο πόδια με λαστιχένια παπούτσια του μπάσκετ και μάλλινες κάλτσες από αδρύ μαλλί. Οι κοπέλες τσίριξαν χαρούμενα.
     — Γεια σου, Γρηγόρη!
     Ο Γρηγόρης άπλωσε τα μακριά του χέρια, σα να ‘θελε να τις αγκαλιάσει όλες μαζί.
     — Γεια σας, αγάπες μου, είπε και τράβηξε τη Γιάννα παράμερα.
     
     Κι όμως η φωνή του είναι ολόιδια σαν και τότε, συλλογίστηκε η Λία το τηλεφώνημα.
     
     Τα θυμάται η Λία τα παπούτσια του μπάσκετ, που στεκόντανε στην άκρη του προαυλίου, κοντά στα κάγκελα και, πλάι τους, τα μικρά αγορίστικα παπούτσια, που τραμπαλιζόντανε, μια στα τακούνια, μια στις μύτες. Η Λία είχε φουντώσει. Εκείνη ποτέ δεν την είχε φωνάξει παράμερα ο Γρηγόρης —δεν της εμπιστευόταν… Το κουδούνι χτύπησε και σηκώθηκαν όλοι βαριεστημένα να πάνε στο μάθημα. Η Λία είδε, με την κόχη του ματιού, τη Γιάννα, που άφησε τον Γρηγόρη. Εκείνος στεκότανε ακόμη κοντά στα κάγκελα, στην ίδια θέση. Έτσι όμως όπως δεν τον άκουγε ποτέ με τα λαστιχένια του παπούτσια, την ξάφνιασε που την έπιασε από το μπράτσο, ενώ εκείνη έκανε να μπει στην αίθουσα. Έσκυψε κάτι να της πει στ’ αυτί, μα τόσο κοντά, που ένιωσε τα χείλια του να την αγγίζουν.
     — Έλα αύριο στου Κρίτωνα.


 Να δεις που η ιδέα είναι του Γρηγόρη, συλλογιέται πάλι το τηλεφώνημα η Λία. Η Μαρία δεν είχε ποτέ δικιά της πρωτοβουλία. «Η ιδέα είναι της Μαρίας» — και το τόνισε ο Γρηγόρης. Μήπως φανταστώ πως με θυμήθηκε ο ίδιος
     
     — Έλα αύριο στου Κρίτωνα…
     Η Λία δεν κράτησε, κείνη τη μέρα, ούτε μια σημείωση για τον «Ιδιωτικό βίο των Βυζαντινών». Η αίθουσα που γινότανε η παράδοση ήτανε σκοτεινή, χωρίς σταλιά ήλιο. Ο καθηγητής Γ. παρέδιδε με χαμηλή φωνή, που μόλις ακουγόταν στα πίσω θρανία. Το κοστούμι του, αφόρετο σχεδόν, προπολεμικό, σκούρο και επίσημο, θαρρείς και είχε ντυθεί για τελετή. Μόνο, καθώς γύριζε τη ρόμπα ανεμιζόταν, σα να μην είχε σώμα από μέσα… Το Πανεπιστήμιο θα το κλείνανε από μέρα σε μέρα. Το συσσίτιο γινόταν όλο και πιο νερουλό. Στο σπίτι της Λίας κάθε τόσο και κάτι ξεπουλούσαν. Μα σα να τα ξέχασε όλα αυτά και δεν της έμεινε παρά η έντονη χαρά: «Έλα αύριο… Έλα αύριοΠού και πού έφτανε στ’ αυτιά της καμιά φράση από την παράδοση, για το πώς ντύνονταν οι βυζαντινές γυναίκες. Η Λία είχε ένα καινούργιο πράσινο φόρεμα, φτιαγμένο από τραπεζομάντηλο. Αύριο θα το φορούσε.
     Στη δεξιά πλευρά, στο τέταρτο θρανίο, κάθονταν η Γιάννα με τη Μαρία και όλο κάτι ψιθυρίζανε μεταξύ τους… Πλάι της ήτανε ο Κρίτωνας, που της είχε σχεδόν γυρισμένη την πλάτη. Γύριζε καμιά φορά για να της πει:
     — Γράφε καθαρά, να μου δώσεις τις σημειώσεις.
     Η Λία όμως είχε κλείσει επιδειχτικά το τετράδιο και περίμενε με σταυρωμένα τα χέρια να τελειώσει το μάθημα.
     — Άραγε να το ξέρει ο Κρίτωνας πως θα πάω; αναρωτιέται. Ποιοι άλλοι θα ‘ναι;
     Περνάει το βλέμμα της ένα – ένα τα θρανία και της φάνηκε πως κανείς δεν πρόσεχε το μάθημα. Ο καθηγητής Κ. πηγαινοερχόταν καθώς δίδασκε. Φορούσε λουστρινένια παπούτσια και μάλλινες βυσσινιές κάλτσες, πλεγμένες δυο καλή μια ανάποδη.
     Αύριο η Λία πήγε στο σπίτι του Κρίτωνα…
     Και πάλι της έρχονται στον νου τα παπούτσια τους, έτσι όπως ήταν πεταγμένα σε μια γωνιά κι όλοι είχανε στριμωχτεί πάνω στο ντιβάνι. Τα μόνα όρθια βαλμένα με τάξη, ήτανε τα γοβάκια της Ματίλντε.
     
     Η Λία νιώθει σα μια γλυκιά ζάλη. Μπορεί να τη ναρκώνει ο ήλιος, έτσι που τη χτυπάει κατάφατσα. Μπορεί και να μην είναι νύστα, γιατί ο νους της δουλεύει. Νιώθει σα να ‘ναι βυθισμένη κι η σκέψη της γυρνάει πίσω με επιμονή, με ηδονή σχεδόν. Της φαίνεται παράξενο κι όμως αφήνεται…
     
     Θυμάται που τ’ αγόρια είχανε περασμένα τα μπράτσα τους στους ώμους των κορασιών κι οι κοπέλες έπλεκαν τα δάκτυλά τους η μια με την άλλη. Στην αρχή, η Γιάννα απήγγειλε ένα ποίημα, μιλούσαν για να οργανώσουν κάποιο πάρτι, ο Κρίτωνας τους πρόσφερε ρεβυθοκέικ. Ο Γρηγόρης μιλούσε χαμηλόφωνα με ζέστα. Τότε το ντιβάνι του Κρίτωνα, που λύγιζε ο σομιές του από το βάρος τους, γινότανε ορμητήριο, στρατηγείο, κρυφό σχολειό και σα να πίστευαν όλοι τους, πως ήταν εκείνοι που κρατούσαν τα χέρια τους την τύχη της Αθήνας, της Ελλάδας, του κόσμου ολόκληρου. Όσο συνέχιζε να μιλάει ο Γρηγόρης στριμώχνονταν εκείνοι ακόμα περισσότερο κι ένιωθε ο ένας για τον άλλον κάτι, δεν μπορείς να το πεις έρωτα, μα ούτε και φιλία. Αγάπη, ίσως, απέραντη. Και γι’ αυτόν ακόμα τον Τάση, με τη μακριά μύτη και τα κιτρινισμένα δόντια, την παρότονη φωνή που σε νευρίαζε και, σαν τον έβλεπε η Λία στο προαύλιο του Πανεπιστημίου προσπαθούσε να τον αποφύγει, — ως και γι’ αυτόν ένιωσε ξαφνικά τέτοια τρυφερότητα, που, έτσι όπως καθόταν δίπλα της, άφησε το κεφάλι της ν’ ακουμπήσει στον ώμο του.
     Μια στιγμή, εκεί που μιλούσαν όλοι τους σιγανά, έβαλαν τα κορίτσια αναπάντεχα τα γέλια — μην παραξενευτούν οι γονείς του Κρίτωνα, ακούγοντας τόση ησυχία… Είπαν και για το καινούργιο της φόρεμα.
     — Μωρέ μπράβο! Από ένα τραπεζομάντηλο.
     Κι ο Γρηγόρης ακόμα θαύμασε.
     — Αν ήμουνα ποιητής, θα σου έγραφα στίχους, έτσι όπως είσαι στα πράσινα: «Ένα κορίτσι δροσερό σα λαχανίδα…
     Την ώρα που οι άλλοι γελούσαν, εκείνος έσκυψε και της είπε:
     — Θα βγούμε απόψε μαζί.
     Εκείνο το βράδυ η Λία έγραψε πρώτη φορά στον τοίχο: ΜΠΑΚΑΛΗ ΚΑΙ ΣΥΣΣΙΤΙΟ.
     
     Την είχε ξεχάσει αυτή τη φράση. Μήτε μια φορά δεν της είχε έρθει στον νου, εδώ και τόσα χρόνια. Και τώρα, σα να βλέπει μπροστά της τη μάντρα. Είχε νομίσει πως, από τη λαχτάρα της, είχε γράψει δυο φορές το ΣΙ και πέρασε το άλλο πρωί να δει. Ήτανε ένα ξυλάδικο στην οδό Τήνου. ΚΑΥΣΟΞΥΛΑ, έγραφε με ξεθωριασμένα μαύρα γράμματα και πλάι τους τα δικά της, τα πράσινα, ζωηρά – ζωηρά, που από τα γιώτα έσταζε, θαρρείς επίτηδες, η μπογιά, για να τα κάνει να φαίνονται πιο μακριά.
     Και τώρα, κουρνιασμένη στην πολυθρόνα της, τα θυμάται όλα, ακόμα και το πινέλο, που το ξύλο του ήταν ανώμαλο και της άφησε μιαν αγκίθα στην παλάμη. Θυμάται την αφή του χεριού του Γρηγόρη, που της κρατούσε σφιχτά – σφιχτά το δικό της. Περπατούσαν γρήγορα κι η Λία δεν πρόσεχε τους δρόμους. Μόνο σαν πρόβαλε μπροστά της το πάρκο, σκοτεινό και άγριο, είδε πως είχανε φτάσει στην οδό Μαυροματαίων. Ο δρόμος έρημος, τα παράθυρα ολόμαυρα από τη συσκότιση, χωρίς να ξεφεύγει μήτε μια λουρίδα φως. Μόνο σ’ ένα σπίτι, αντίκρυ στην οδό Κοδριγκτώνος, στο πρώτο πάτωμα, δεν είχανε κατεβάσει το ρουλό και ξεχώριζαν, μέσα στη νύχτα, οι άσπρες λουρίδες, που ήτανε κολλημένες στα τζάμια, σε σχήμα ήλιου. Περπατούσαν ο ένας πολύ κοντά στον άλλον. Τους χώριζε μονάχα το κουτί της μπογιάς, που φούσκωνε στην τσέπη της καμπαρντίνας του Γρηγόρη. Από το πάρκο ακούστηκαν βήματα να τρέχουν, ύστερα μια ξερή πιστολιά. Ο Γρηγόρης την αγκάλιασε και την έσφιξε απάνω του. Της Λίας η καρδιά χτυπούσε τόσο δυνατά, που σίγουρα εκείνος την άκουγε.
     — Μη φοβάσαι, της είχε πει.
     Κι η Λία δεν ήξερε αν ήτανε από φόβο, ή από το άγγιγμα του Γρηγόρη, ο χτύπος. Φοβόταν το σκοτάδι, την ερημιά του δρόμου, την πιστολιά που ακούστηκε, συλλογιόταν τα κουτιά και τα πινέλα που ήταν φορτωμένοι… Στην αγκαλιά όμως του Γρηγόρη είναι ήρεμα και ζεστά.
     — Να παριστάνουμε τα ζευγαράκια, σαν πλησιάζει κανείς, λέγανε στο σπίτι του Κρίτωνα, πριν ξεκινήσουν.
     Μα να που έγινε ησυχία, δεν ακούγεται πια τίποτα… Εκείνος όμως δεν την αφήνει… περνάει το χέρι του στο μέτωπό της, στα μάτια της, στα χείλια, σαν να θέλει να τα διακρίνει, μες στο σκοτάδι, με την αφή. Το πρόσωπο του Γρηγόρη είναι πολύ κοντά στο δικό της. Της φαίνεται, μέσα στη νύχτα, αλλιώτικο και ξένο. Ύστερα τη φίλησε. Όταν το ξανακοίταξε, της είχε γίνει γνώριμο το μακρύ, λιγνό του πρόσωπο κι όταν της είπε «Πάμε Λία», εκείνη είχε ξεχάσει πως ήταν κατοχή, πως είχαν βγει για να γράψουν συνθήματα στους τοίχος, πως η κυκλοφορία τέλειωνε σε λίγο.
     Άρχισαν να περπατούν γρήγορα, ακούστηκε ένας θόρυβος, γύρισαν κι οι δυο. Ήταν το ρουλό, που κατέβαζαν στο σπίτι της οδού Κοδριγκτώνος.
     — Είδες πως είχανε κολλήσει τα χαρτιά στα τζάμια; είπε ο Γρηγόρης. Σαν ήλιο.
     Και η Λία χάρηκε που το είχε προσέξει.
     
     Αυτή η πρώτη μέρα της έρχεται τώρα στον νου, λες και ήταν χτες. Όλα τ’ άλλα μπερδεύονται και δεν μπορεί να ξεχωρίσει πότε έγινε το ένα, και πότε έγινε το άλλο. Κι ίσως έτσι να ‘ναι καλύτερα… Κι η αγάπη της με τον Γρηγόρη μοιάζει τώρα απόμακρη κι ο χαμός της Ματίλντε. Πριν λίγο καιρό είχε δει, σ’ ένα ξένο περιοδικό, φωτογραφίες από το στρατόπεδο του Μπούχενβαλντ. Στη μια ήτανε στοίβα γυναικεία μαλλιά, στην άλλη παπούτσια, πεταγμένα σωρό, ανάκατα. Μόνο ένα ζευγάρι γοβάκια της φάνηκε σα να ξεχώριζαν, ταχτικά – ταχτικά σε μιαν άκρη. Τότε η Λία θυμήθηκε τη Ματίλντε, μα για μια στιγμή μόνο. Γιατί, από τότε που χώρισε με τον Γρηγόρη, δεν ήθελε πια να θυμάται τίποτα. Χώρισαν τον Δεκέμβρη του σαράντα τέσσερα. Ίσως φταίει που το σπίτι του Γρηγόρη ήτανε δυο δρόμους πιο κάτω από το δικό της και, τότε, ένας δρόμος, μια πάροδος μπορούσαν να χωρίσουνε για πάντα τους ανθρώπους… Μπορεί ακόμα, γιατί εκείνη είχε πιστέψει, πως, μια κι έφυγαν οι Γερμανοί, έπρεπε να ‘χουν περάσει οι δύσκολες μέρες.
     Και για τη Λία πέρασαν! Έλεγε πως δεν θα τα ξαναθυμηθεί τα παλιά. Με τον άντρα της ποτέ δεν μιλούσανε για την κατοχή — δεν είχανε καμιά κοινή ανάμνηση. Εκείνος ήτανε τότε με τους γονείς του στο Λονδίνο
     Και ξαφνικά τώρα, σα να ‘νιωσε ένα θυμό για τον Τάκη, που δεν βρέθηκε ποτέ στο προαύλιο του Πανεπιστημίου κείνα τα χρόνια. Είναι αρχιτέκτονας, μα ποτέ δεν γνώρισε τον Κώστα του Πολυτεχνείου, που έπεσε στη διαδήλωση…
     
     Εκεί, λίγο πιο κάτω από του «Στρατηγίου», κάθεται τώρα μια γυναίκα, που πουλάει δαντέλλες και πλέκει με το κροσεδάκι. Έξω ακριβώς από κείνη την πόρτα, που σύρανε μέσα, με τον Γρηγόρη, τον Κώστα σα χτυπήθηκε. Η Λία την είχε θυμηθεί την πόρτα. Μια μέρα, που περνούσε από μπροστά, τη γνώρισε ξαφνικά. Έκανε να κοντοσταθεί, μα προσπέρασε. Ίσως γιατί δεν ήθελε να θυμηθεί ίσως, γιατί στη διπλανή βιτρίνα είχαν βάλει παπούτσια — καινούργια ιταλικά μοντέλα.
     
     Πώς μπορούσε, τόσον καιρό, να της φαίνεται φυσικό, πως ο άντρας της, που ζούνε δεκατέσσερα χρόνια μαζί!, δεν ξέρει τίποτα για κείνο το κορίτσι με τα αναστατωμένα μαλλιά, που έτρεχε στη διαδήλωση κι εκεί, πίσω από μια πόρτα, ένα στενό διάδρομο, ένας άντρας πέθαινε στην αγκαλιά της και το αίμα του έβαφε με μουντούς λεκέδες το πράσινο φόρεμα το φτιαγμένο από τραπεζομάντηλο. Ένας άντρας, που θα μπορούσε τώρα να ήτανε αρχιτέκτονας σαν τον Τάκη, να παίρνει τις δουλειές τη μια πάνω στην άλλη, να ταξιδεύει στο εξωτερικό και να ‘χει μια γυναίκα σαν τη Λία, που να ξέρει να ντύνεται κομψά και να φτιάχνει με γούστο το σπίτι. Θα μπορούσε το βράδυ να πέφτει ήσυχος στο κρεβάτι του, με τη γυναίκα του στο πλάι, να λέει: «Σήμερα έκλεισα μια σπουδαία δουλειά». Τόσο σπουδαία που ν’ αξίζει, παρ’ όλη την κούραση της μέρας, να ‘ρθει κοντά, πολύ κοντά της.
     
     Δεν είναι μόνον ο Τάκης. Κι η σημερινή Λία μοιάζει να μην το γνώρισε ποτέ εκείνο το κορίτσι.
     — Οι πιότεροι ξεχάσαμε, σκέφτηκε κι έκανε να βολευτεί στην πολυθρόνα της. Μα δεν πρόλαβε να την καθησυχάσει αυτή η σκέψη…
     
     Ο Κρίτωνας έλειπε χρόνια στο Παρίσι κι ασχολιότανε με τον κινηματογράφο. Τον συνάντησε, πριν λίγες μέρες, σε μια πρεμιέρα. Χαιρετήθηκαν σαν παλιοί φίλοι, χωρίς βέβαια να ‘χει μείνει τίποτα από τα παλιά. Τίποτα από τότε, που, σαν έλειπε η μητέρα του από το σπίτι, έκλεβε από το ντουλάπι φουντούκια και σταφιδόμελο για να τους δώσει να χορτάσουν.
     Στάθηκαν στο διάλειμμα λίγα λεπτά κουβεντιάζοντας.
     — Θα δουλέψω τώρα στην Ελλάδα, λέει ο Κρίτωνας. Μια ταινία για αντίσταση… αν μ’ αφήσουν να τη γυρίσω.
     Ύστερα έκρυψε ένα μορφασμό κι έπιασε το πόδι του.
     — Σ’ ενοχλεί ακόμα; απόρησε η Λία.
     Ο Κρίτωνας χαμογέλασε.
     — Ευτυχώς! Γιατί με κάνει να θυμάμαι.
     Τότε η Λία δεν είχε δώσει σημασία σ’ αυτή τη φράση, γιατί, εκείνη τη στιγμή, πέρασε δίπλα της η Καίτη, που φορούσε ένα μοντέλο.
     — Να διορθώσω το καφέ μου φουστάνι έτσι, συλλογίστηκε η Λία και βάλθηκε με τρόπο να προσέξει τον γιακά, για να τον περιγράψει της μοδίστρας της.
     
     «Γιατί με κάνει και θυμάμαι!» Καμπανιστή της έρχεται τώρα τούτη η φράση…
     
     Στεφάνωναν τα αγάλματα στο πάρκο κι ο Κρίτωνας μόλις είχε περάσει ένα στεφάνι στη Μπουμπουλίνα, όταν άρχισαν να πέφτουν πυροβολισμοί. Πληγώθηκε στο πόδι. Το ένα αρβυλάκι, το ολοκαίνουργιο, από την οδό Πανδρόσου, βουτήχτηκε στο αίμα.
     
     Τώρα ο Κρίτωνας φορούσε παπούτσια με τετράγωνες μύτες.
     Είναι η Γιάννα, που αντάμωσε με τη Λία στον δρόμο: «Σε λίγο θα κυκλοφορήσει το βιβλίο μου. Θα σου θυμίσει πολλά από την κατοχή». «Πάντα της ντύνεται χωρίς γούστο», ήταν το μόνο που σκέφτηκε η Λία, μόλις η Γιάννα ξεμάκραινε λίγο.
     Όμως τώρα αναρωτιέται: λες όλοι να θυμήθηκαν ξαφνικά! Κι η ίδια κι ο Κρίτωνας κι η Γιάννα κι όλοι οι άλλοι, που καλά – καλά δεν τους θυμάται; Μήπως έτσι γίνεται; Έστω κι αν περάσουν πέντε, δέκα, ακόμα και είκοσι χρόνια που ξέχασες, θα ‘ρθει κάποια στιγμή να θυμηθείς, αν έχεις βέβαια ακούσει ποτέ στη ζωή σου να σου ψιθυρίζουν στ’ αυτί… έλα αύριο.
     Αύριο, λοιπόν, συλλογιέται η Λία και νιώθει σα να ‘ναι το κορίτσι εκείνου του καιρού, η Λία του Γρηγόρη όπως την έλεγαν, για να την ξεχωρίζουν από την άλλη Λία, με την κουτάλα, που μοίραζε το συσσίτιο στην πανεπιστημιακή λέσχη.
     …Αν είχε παντρευτεί τον Γρηγόρη;
     Θα φορούσα ακόμα τα αρβυλάκια μου, ήτανε η πρώτη σκέψη, που της ήρθε στον νου.
     Θυμήθηκε μια μέρα, που τον συνάντησε σ’ ένα βιβλιοπωλείο, εκείνος φορούσε μπεζ τρυπητά παπούτσια κι ας είχαν αρχίσει τα πρώτα κρύα…
     Τα βράδια όμως, σαν θα ‘πεφταν να κοιμηθούν, θ’ άρχιζαν να θυμούνται ένα σωρό, θα κουβέντιαζαν για κείνα τα χρόνια και θα ‘τανε σαν να μην γέρασαν ποτέ. Θυμάσαι τούτο, θυμάσαι κείνο, θα ‘λεγαν… Θυμάσαι τον Γιάννη τον ψηλό, τον Πέτρο; Θυμάσαι που παραλίγο να πέσουμε σε μπλόκο και πηδήξαμε τον τοίχο, λίγο πιο πάνω από το Γαλλικό Ινστιτούτο; Θυμάσαι που έχασα το πέδιλό μου στη διαδήλωση και με πειράζανε τα παιδιά, ότι οι Γερμανοί ζητούν τη σταχτοπούτα; Θυμάσαι την Άρτεμη, που την είχατε ερωτευτεί όλοι με τη σειρά… ναι, ναι κι εσύ… Κι έγινε μια ολόκληρη συνεδρίαση, για να ξεκαθαρίσει εκείνη με ποιον είναι ερωτευμένη;…
     
     Ο Τάκης πάντα κοιμάται γρήγορα κι αν αρχίσουν καμιά κουβέντα, πριν τους πάρει ο ύπνος, θα ‘ναι σχέδια για το μέλλον… για ταξίδια… για καινούργιο σπίτι… αν πάρει εκείνος τη μεγάλη δουλειά που περιμένει.
     
     Κι αν παρακολουθούν το σπίτι της Μαρίας, πού θα μαζευτούν αύριο;
     
     Την πρώτη φορά δεν μπόρεσε να πάει με τον Τάκη στη Νέα Υόρκη.
     — Μα, μικρό μου, τι σου ήρθε κι ανακατεύτηκες τότε στην κατοχή; της είχε πει στεναχωρημένα ο Τάκης, σαν αρνήθηκαν να της δώσουν βίζα.
     Τώρα όμως υποσχέθηκαν. Στη Νέα Υόρκη. Θέλει τόσο πολύ να ταξιδέψει! Όλοι οι φίλοι άρχισαν κιόλας να ρωτούν! «Πότε για την Αμερική;»
     
     Ο Γρηγόρης μπορεί να ‘βαλε κιόλα στοίχημα: να δείτε που θα ‘ρθει!… Ο Κρίτωνας θα μιλάει για την ταινία που θα γυρίσει, η Γιάννα για το βιβλίο της… Η Λία κάποτε έγραφε στίχους. Αν ξανάπιανε πάλι την πέννα;
     — Να γράψεις! θα ‘βαζε τις φωνές ο Γρηγόρης.
     — Τρελάθηκες, κοριτσάκι μου; θα γελούσε ο Τάκης.
     Θα ‘γραφε να γεμίσουν οι άδειες ώρες… Θα δούμε το Μανχάταν, το Λόνγκ Άιλαντ. Αυτό θα ‘ναι το πρώτο ταξίδι, μπορεί να ‘ρθει κι άλλο, έπειτα κι άλλο. Δεν θα υπάρχει πια πλήξη. Κουταμάρες να ξαναγράψει! Δεκαπέντε χρόνια που τ’ άφησε.
     — Μπορεί και να μην έρθει, ίσως πει ο Γρηγόρης… Κι οι άλλοι δεν θα την περιμένουν… Ποιοι άλλοι να ‘ναι άραγε; Θα θυμηθούν ένα σωρό πράγματα. Το Πανεπιστήμιο, την υπόγα τους — τη λέσχη… «Γεια σας», θα τους πει η Λία και θα ‘ναι σα να χώρισαν χτες. Μπορεί και να καθίσει κοντά στον Γρηγόρη. Θα του θυμίσει άραγε αυτή η κομψοντυμένη κυρία την τοτινή Λία;
     Κοιτάζει η Λία τα λεπτά, μακριά της δάχτυλα και τα θυμάται κόκκινα φουσκωμένα από τις χιονίστρες, τότε που τα ‘παιρνε ο Γρηγόρης και τα ‘χωνε στο σακάκι του, κάτω από τις μασχάλες, να τα ζεστάνει… Αλλιώτικια που ήταν η αγάπη τότε! «Μυρίζεις κόλλα», έλεγε ο Γρηγόρης κι έχωνε το πρόσωπό του στις ρίζες των μαλλιών της, πίσω από τον λαιμό. Του Τάκη του αρέσει να φορεί η Λία πάντα «αρπέζ»…
     
     Μύριζε κόλλα και μπογιά, ακόμα και μελάνι πολυγράφου πολλές φορές. Στο δωμάτιο του Γρηγόρη έκανε παγωνιά! Η Λία τυλιγόταν με μια παλιά κουβέρτα που της είχε φύγει ολόκληρο κομμάτι, στο σχήμα του σίδερου. Έπιναν τσάι του βουνού με ζαχαρίνη και περίμεναν το συνθηματικό σφύριγμα από τον δρόμο. Της Λίας της άρεσε αυτή η ώρα, που καθόταν κουρνιασμένη στο ντιβάνι. Ο Γρηγόρης ετοίμαζε πινέλα, κόλλας και μπογιές. Ύστερα έπαιρνε τον «Ήλιο τον πρώτο» του Ελύτη. Φρεσκοαγορασμένσς, φρεσκοτυπωμένος, με το κίτρινο γυαλιστερό εξώφυλλο και τη γοργόνα, φάνταζε αταίριαχτος ανάμεσα στα τενεκεδάκια και τα πινέλα. Θα ‘θελε να μάκραινε πολύ αυτή η ώρα η Λία. Ο Κρίτωνας όμως δεν χάριζε λεπτό. Ακουγόταν το σφύριγμά του και τότε ο Γρηγόρης την κοίταζε, σα να τη λυπόταν. Ύστερα άφηνε το βιβλίο, την τραβούσε από τα χέρια και της έλεγε: «Σήκω μικρή, μικρή, μικρή Πορτοκαλένια!».
     Η Λία, όσο να προσπαθεί, δεν μπορεί να θυμηθεί κανένα άλλο στίχο «Πορτοκαλένιας». Ο Γρηγόρης άραγε θα τους θυμάται ακόμα; Αν είχε παντρευτεί τον Γρηγόρη, ίσως διάβαζαν μαζί…
     Μονομιάς, σβήσανε όλα αυτά από τον νου της κι ορθώθηκαν μπροστά της έντεκα χρόνια φυλακής του Γρηγόρη. Έντεκα χρόνια! Κι είχανε περάσει δεκαοχτώ, από τότε που ήρθε, χαράματα να την πάρει από το σπίτι της, για να ‘ρθούνε, μ’ όλη την Αθήνα, στους λεύτερους πια δρόμους της και τα μεσάνυχτα να κάνουνε όλοι μαζί γαργάρες, στο σπίτι του Κρίτωνα, με ζουμί βρασμένου σύκου —συνταγή της γιαγιάς του—- για ν’ ανοίξει ο λαιμός τους, που είχε βραχνιάσει από τους αλαλαγμούς και τα τραγούδια.
     
     Πριν μερικά χρόνια, η Λία συνάντησε τη μητέρα του Γρηγόρη στον δρόμο.
     — Βγαίνει σήμερα από τη φυλακή, της είπε εκείνη αλαφιασμένη. Κι εγώ έχω δώσει το κουστούμι του στο καθαριστήριο.
     — Τον έπιασαν χτες, της ξανάπε μιαν άλλη φορά.
     Τώρα ο Γρηγόρης είναι πάλι έξω. Ως πότε;… Αν τον είχε παντρευτεί, θα γυρνούσε κι αυτή, σαν τη γυναίκα του Πέτρου, από σπίτι σε σπίτι, να ζητάει να βγάλει παιδιά περίπατο. Είχε έρθει και σε κείνη, μα η Λία φοβήθηκε.
     Η πολυθρόνα που κάθεται είναι ολοκόκκινη και μαλακιά. Του Τάκη του αρέσει, όταν μελετάει κανένα καινούργιο σχέδιο, να τη βλέπει αντίκρυ του, καθισμένη στην πολυθρόνα της. Εκείνη πλέκει, διαβάζει ή δεν κάνει τίποτα. Όταν τελειώσει ο Τάκης, πίνουν ουίσκι κι ακούνε Βιβάλντι! Άλλη είναι η ζωή της Λίας τώρα. Καλύτερα να μην πάει αύριο. Τώρα πια, τα παλιά πέρασαν… Ούτε θα προσέξουν πως δεν πήγε… αν μαζευτούν πολλοί… Τότε, άμα δεν ερχόταν κανείς, αγωνιούσαν. Πιάστηκε; έπεσε σε μπλόκο; Τώρα, αν λείψει κάποιος, θα πούνε απλά: «Κάτι θα του ‘τυχε» και δεν θα ξαναμιλήσουν πια για την απουσία.
     Κοντεύει μιάμιση. Λίγα λεπτά της μείνανε ακόμα της Λίας για να συλλογιέται. Δεν θέλει τίποτα να θυμηθεί. Ίσως ήταν καλά, που τόσον καιρό δεν συλλογιόταν… Είπε να σκεφτεί το ταξίδι στη Νέα Υόρκη… Άραγε ο Κρίτωνας τραγουδά ακόμα μουρμουριστά, όλη ώρα, τζαζ;… Η Λία απόμεινε ασάλευτη στην πολυθρόνα της. Θαρρεί πως κι αυτή η ανάσα της σταμάτησε. Τη μούδιασε κάτι σαν πανικός. Δεν πάει αύριο! Όχι! Θα πάει στη Νέα Υόρκη, στο Παρίσι, στη Ρώμη!… Μα όταν γυρίσει;… Θα πρέπει να βγει ξανά στους δρόμους της Αθήνας… Θα περνά έξω από το Πανεπιστήμιο… θα κατεβαίνει στην οδό Ερμού… θα βρεθεί, πόσες φορές!, στην οδό Μαυροματαίων, σε κείνο το πεζοδρόμιο από τη μεριά του πάρκου! Η Αθήνα, όσο και ν’ άλλαξε, έχει γωνιές που έμειναν οι ίδιες, που σε καλούν και σου φωνάζουν: Θ υ μ ά σ α ι! Κι αν ξεγελαστείς και θυμηθείς μια φορά…
     Ένα λεπτό απόμεινε για να γίνει μιάμιση. Οι σκέψεις έρχονται τώρα μπερδεμένες στο μυαλό της Λίας, απανωτές.. Έβγαλε τα παπούτσια της και προσπάθησε να βολευτεί, με τα πόδια διπλωμένα, πάνω στην πολυθρόνα.
     — Έσβησα το κοτόπουλο με κρασί, μισάνοιξε την πόρτα η μητέρα του Τάκη.
     — Καλά λέει μηχανικά η Λία και κοιτάζει τις γόβες της.
     — Ολοκαίνουργιες, αφόρετες σχεδόν, στέκονται απάνω στο χαλί, έτσι όπως τις πρωτοείχε δει στη βιτρίνα. Τις κοιτάζει και προσπαθεί, με απόγνωση και πείσμα, να διώξει τη σκέψη, πως δεν θα μπορεί πια να αγοράζει τέτοιες γόβες, με μαλακό πετσί σα γάντι, χωρίς να της έρχονται στον νου τ’ αρβυλάκια της κατοχής, από την οδό Πανδρόσου, που πάλιωνε γρήγορα η βακέτα τους και σχιζόταν κι ύστερα έκανε πάνω ο τσαγκάρης χοντρά καφετιά γαζιά, που σχημάτιζαν ροδίτσες.


Τετάρτη 21 Αυγούστου 2024

Η "Αμοργός" του Νίκου Γκάτσου,του ποιητή των τραγουδιών...

Ένα ταξίδι στην "Αμοργό" του Νίκου Γκάτσου, του ποιητή των τραγουδιών,
μια μέρα ζεστή τ' Αυγούστου...!




Με την πατρίδα τους δεμένη στα πανιά και τα κουπιά στον άνεμο κρεμασμένα

Οι ναυαγοί κοιμήθηκαν ήμεροι σαν αγρίμια νεκρά μέσα στων σφουγγαριών τα σεντόνια

Αλλά τα μάτια των φυκιών είναι στραμμένα στη θάλασσα

Μήπως τους ξαναφέρει ο νοτιάς με τα φρεσκοβαμμένα λατίνια



Κι ένας χαμένος ελέφαντας αξίζει πάντοτε πιο πολύ από δυο στήθια κοριτσιού που σαλεύουν

Μόνο ν’  ανάψουνε στα βουνά οι στέγες των ερημοκκλησιών με το μεράκι του αποσπερίτη

Να κυματίσουνε τα πουλιά στης λεμονιάς τα κατάρτια

Με της καινούργιας περπατησιάς το σταθερό άσπρο φύσημα

Και τότε θα  ‘ρθουν αέρηδες σώματα κύκνων που μείνανε άσπιλοι τρυφεροί και ακίνητοι

Μες στους οδοστρωτήρες των μαγαζιών μέσα στων λαχανόκηπων τους κυκλώνες

Όταν τα μάτια των γυναικών γίναν κάρβουνα κι έσπασαν οι καρδιές των καστανάδων

Όταν ο θερισμός εσταμάτησε κι άρχισαν οι ελπίδες των γρύλων



Γι’  αυτό λοιπόν κι εσείς παλληκάρια μου με το κρασί τα φιλιά και τα φύλλα στο στόμα σας

Θέλω να βγείτε γυμνοί στα ποτάμια

Να τραγουδήστε τη Μπαρμπαριά όπως ο ξυλουργός κυνηγάει τους σκίνους

Όπως περνάει η όχεντρα μες απ’ τα περιβόλια των κριθαριών

Με τα περήφανα μάτια της οργισμένα

Κι όπως οι αστραπές αλωνίζουν τα νιάτα.



Και μη γελάς και μην κλαις και μη χαίρεσαι

Μη σφίγγεις άδικα τα παπούτσια σου σα να φυτεύεις πλατάνια

Μη γίνεσαι ΠEΠPΩMENON

Γιατί δεν είναι ο σταυραητός ένα κλεισμένο συρτάρι

Δεν είναι δάκρυ κορομηλιάς ούτε χαμόγελο νούφαρου

Ούτε φανέλα περιστεριού και μαντολίνο Σουλτάνου

Ούτε μεταξωτή φορεσιά για το κεφάλι της φάλαινας.

Είναι πριόνι θαλασσινό που πετσοκόβει τους γλάρους

Είναι προσκέφαλο μαραγκού είναι ρολόι ζητιάνου

Είναι φωτιά σ’ ένα γύφτικο που κοροϊδεύει τις παπαδιές και νανουρίζει τα κρίνα

Είναι των Τούρκων συμπεθεριό των Αυστραλών πανηγύρι

Είναι λημέρι των Ούγγρων

Που το χινόπωρο οι φουντουκιές πάνε κρυφά κι ανταμώνουνται

Βλέπουν τους φρόνιμους πελαργούς να βάφουν μαύρα τ’  αυγά τους

Και τόνε κλαίνε κι αυτές

Καίνε τα νυχτικά τους και φορούν το μισοφόρι της πάπιας

Στρώνουν αστέρια καταγής για να πατήσουν οι βασιλιάδες

Με τ’ ασημένια τους χαϊμαλιά με την κορώνα και την πορφύρα

Σκορπάνε δεντρολίβανο στις βραγιές

Για να περάσουν οι ποντικοί να πάνε σ’ άλλο κελάρι

Να μπούνε σ’ άλλες εκκλησιές να φαν τις Άγιες Τράπεζες



Κι οι κουκουβάγιες παιδιά μου

Οι κουκουβάγιες ουρλιάζουνε

Κι οι πεθαμένες καλογριές σηκώνουνται να χορέψουν

Με ντέφια τούμπανα και βιολιά με πίπιζες και λαγούτα

Με φλάμπουρα και με θυμιατά με βότανα και μαγνάδια

Με της αρκούδας το βρακί στην παγωμένη κοιλάδα

Τρώνε τα μανιτάρια των κουναβιών

Παίζουν κορώνα-γράμματα το δαχτυλίδι τ’ Άη-Γιαννιού και τα φλουριά του Αράπη

Περιγελάνε τις μάγισσες

Κόβουν τα γένια ενός παπά με του Κολοκοτρώνη το γιαταγάνι

Λούζονται μες στην άχνη του λιβανιού

Κι ύστερα ψέλνοντας αργά μπαίνουν ξανά στη γη και σωπαίνουν

Όπως σωπαίνουν τα κύματα όπως ο κούκος τη χαραυγή όπως ο λύχνος το βράδυ.

Έτσι σ’ ένα πιθάρι βαθύ το σταφύλι ξεραίνεται και στο καμπαναριό μιας συκιάς κιτρινίζει το μήλο

Έτσι με μια γραβάτα φανταχτερή

Στην τέντα της κληματαριάς το καλοκαίρι ανασαίνει

Έτσι κοιμάται ολόγυμνη μέσα στις άσπρες κερασιές μία τρυφερή μου αγάπη

Ένα κορίτσι αμάραντο σα μυγδαλιάς κλωνάρι

Με το κεφάλι στον αγκώνα της γερτό και την παλάμη πάνω στο φλουρί της

Πάνω στην πρωινή του θαλπωρή όταν σιγά σιγά σαν τον κλέφτη

Από το παραθύρι της άνοιξης μπαίνει ο αυγερινός να την ξυπνήσει!




 

Σάββατο 17 Αυγούστου 2024

Συγχώρα με, αγάπη μου- ένα ερωτικό ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη...

 Συγχώρα με, αγάπη μου



Ήξερες να δίνεσαι αγάπη μου…
Δινόσουνα ολάκερη
και δεν κράταγες για τον εαυτό σου
παρά μόνο την έγνοια
αν ολάκερη έχεις δοθεί…
Όλα μπορούσανε να γίνουνε
στον κόσμο αγάπη μου
τότε που μου χαμογελούσες…
Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωη μου
είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρα μου
αγαπημένη μου…
Μα και τι να πει κανείς…
Όταν ο κόσμος είναι τόσο φωτεινός
και τα μάτια σου τόσο μεγάλα..
Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου
έζησα όλη τη ζωή…
Θα ξαναβρεθούμε μια μέρα
και τότε όλα τα βράδια
κι όλα τα τραγούδια θάναι δικά μας…
Θάθελα να φωνάξω τ’ονομά σου,αγάπη,
μ’ όλη μου τη δύναμη…
Να το φωνάξω τόσο δυνατά
που να μην ξανακοιμηθεί κανένα όνειρο στον κόσμο,
καμιά ελπίδα να μη πεθάνει…
Θε μου πόσο ήταν όμορφη
σαν ένα φωτισμένο δέντρο
μια παλιά νύχτα των Χριστουγέννων
Συχώρα με, αγάπη μου,
που ζούσα πριν να σε γνωρίσω…
Μισώ τα μάτια μου,
που πια δεν καθρεφτίζουν το χαμόγελό σου..
Θα σ’ ακούω σαν τον τυφλό που κλαίει,
ακούγοντας μακριά τη βουή μιας μεγάλης γιορτής
σ’ αναζητάω σαν τον τυφλό,
που ψάχνει να βρει το πόμολο της πόρτας
σ’ενα σπίτι που’ πιασε φωτιά,
α, για να γεννηθείς εσύ
κι εγώ για να σε συναντήσω
γι αυτό έγινε ο κόσμος…
Κι εσύ, αγαπημένη, όταν με διώχνεις,
κλείνεις έξω απ’ την πόρτα σου
έναν ολάκερο πικραμένο κόσμο..
Κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον,
είμαστε κιόλας νεκροί…
Αν βρουν έναν άνθρωπο νεκρό
έξω απ’ την πόρτα σου,
εσύ θα ξέρεις,
πως πέθανε σφαγμένος
απ’ τα μαχαίρια του φιλιού,
που ονειρευότανε για σένα…
Ποδοπάτησε με,
να έχω τουλάχιστον την ευτυχία
να μ’αγγίζεις…

Δευτέρα 12 Αυγούστου 2024

Η ΣΟΝΑΤΑ ΤΟΥ ΣΕΛΗΝΟΦΩΤΟΣ-ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ- Λόγος με te...


[Ἀνοιξιάτικο βράδι. Μεγάλο δωμάτιο παλιοῦ σπιτιοῦ. Μιά ἡλικιωμένη γυναίκα, ντυμένη στά μαῦρα, μιλάει σ' ἕναν νέο. Δέν ἔχουν ἀνάψει φῶς. Ἀπ' τά δυό παράθυρα μπαίνει ἕνα ἀμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα νά πῶ1 ὅτι ἡ Γυναίκα μέ τά Μαῦρα ἔχει ἐκδώσει δυό-τρεῖς ἐνδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές θρησκευτικῆς πνοῆς. Λοιπόν, ἡ Γυναίκα μέ τά Μαῦρα μιλάει στόν Νέο]:

 

Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε!
Εἶναι καλό τό φεγγάρι, — δέ θά φαίνεται
πού ἀσπρίσαν τά μαλλιά μου. Τό φεγγάρι
θά κάνει πάλι χρυσά τά μαλλιά μου. Δέ θά καταλάβεις.

5Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
 
Ὅταν ἔχει φεγγάρι μεγαλώνουν οἱ σκιές μές στό σπίτι,
ἀόρατα χέρια τραβοῦν τίς κουρτίνες,2

ἕνα δάχτυλο ἀχνό γράφει στή σκόνη τοῦ πιάνου3
λησμονημένα λόγια — δέ θέλω νά τ' ἀκούσω. Σώπα.
 
10Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου
λίγο πιό κάτου, ὥς τή μάντρα τοῦ τουβλάδικου,
ὥς ἐκεῖ πού στρίβει ὁ δρόμος καί φαίνεται
ἡ πολιτεία τσιμεντένια κι ἀέρινη, ἀσβεστωμένη μέ φεγγαρόφωτο,
τόσο ἀδιάφορη κι ἄϋλη
15τόσο θετική σάν μεταφυσική4
πού μπορεῖς ἐπιτέλους νά πιστέψεις πώς ὑπάρχεις καί δέν ὑπάρχεις
πώς ποτέ δέν ὑπῆρξες, δέν ὑπῆρξε ο χρόνος κ' ἡ φθορά του.5
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
 
20

Θά καθήσουμε λίγο στό πεζούλι, πάνω στό ὕψωμα,
κι ὅπως θά μᾶς φυσάει ὁ ἀνοιξιάτικος ἀέρας
μπορεῖ νά φανταστοῦμε κιόλας πώς θά πετάξουμε,
γιατί, πολλές φορές, καί τώρα ἀκόμη, ἀκούω τό θόρυβο τοῦ φουστανιοῦ
   μου
σάν τό θόρυβο δυό δυνατῶν φτερῶν πού ἀνοιγοκλείνουν,
κι ὅταν κλείνεσαι μέσα σ' αὐτόν τόν ἦχο τοῦ πετάγματος

25νιώθεις κρουστό τό λαιμό σου, τά πλευρά σου, τή σάρκα σου,
κ' ἔτσι σφιγμένος μές στούς μυῶνες τοῦ γαλάζιου ἀγέρα,
μέσα στά ρωμαλέα νεῦρα τοῦ ὕψους,
δέν ἔχει σημασία ἄν φεύγεις ἤ ἄν γυρίζεις
κι οὔτε ἔχει σημασία πού ἀσπρίσαν τά μαλλιά μου,
30(δέν εἶναι τοῦτο ἡ λύπη μου — ἡ λύπη μου
εἶναι πού δέν ἀσπρίζει κ' ἡ καρδιά μου).
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Τό ξέρω πώς καθένας μονάχος πορεύεται στόν ἔρωτα,
μονάχος στή δόξα καί στό θάνατο.
6
35Τό ξέρω. Τό δοκίμασα. Δέν ὠφελεῖ.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Τοῦτο τό σπίτι στοίχειωσε, μέ διώχνει —
θέλω νά πῶ ἔχει παλιώσει πολύ, τά καρφιά ξεκολλᾶνε,
τά κάδρα ρίχνονται σά νά βουτᾶνε στό κενό,
40

οἱ σουβάδες πέφτουν ἀθόρυβα
ὅπως πέφτει τό καπέλο τοῦ πεθαμένου ἀπ' τήν κρεμάστρα στό
σκοτεινό διάδρομο
7
ὅπως πέφτει τό μάλλινο τριμμένο γάντι τῆς σιωπῆς
ἀπ' τά γόνατά της
ἤ ὅπως πέφτει μιά λουρίδα φεγγάρι στήν παλιά,
ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.

Κάποτε ὑπῆρξε νέα κι αὐτή, — ὄχι ἡ φωτογραφία πού κοιτᾶς μέ τόση
δυσπιστία —

45λέω γιά τήν πολυθρόνα,8 πολύ ἀναπαυτική, μποροῦσες ὧρες ὁλόκληρες
νά κάθεσαι
καί μέ κλεισμένα μάτια νά ὀνειρεύεσαι ὅ,τι τύχει
— μιάν ἀμμουδιά στρωτή, νοτισμένη, στιλβωμένη ἀπό φεγγάρι,
πιό στιλβωμένη ἀπ' τά παλιά λουστρίνια μου πού κάθε μήνα τά δίνω
στό στιλβωτήριο τῆς γωνιᾶς,
ἤ ἕνα πανί ψαρόβαρκας πού χάνεται στό βάθος λικνισμένο ἀπ' τήν ἴδια
του ἀνάσα,
50τριγωνικό πανί σά μαντίλι διπλωμένο λοξά μόνο στά δυό
σά νά μήν εἶχε τίποτα νά κλείσει ἤ νά κρατήσει
ἤ ν' ἀνεμίσει διάπλατο σέ ἀποχαιρετισμό. Πάντα μου εἶχα μανία μέ τά
μαντίλια,
ὄχι γιά νά κρατήσω τίποτα δεμένο,
τίποτα σπόρους λουλουδιῶν ἤ χαμομήλι μαζεμένο στούς ἀγρούς μέ τό
λιόγερμα
55ἤ νά τό δέσω τέσσερις κόμπους σάν τό σκουφί πού φορᾶνε οἱ ἐργάτες
στ' ἀντικρυνό γιαπί
ἤ νά σκουπίζω τά μάτια μου, — διατήρησα καλή τήν ὅρασή μου·
ποτέ μου δέ φόρεσα γυαλιά. Μιά ἁπλή ἰδιοτροπία τά μαντίλια.9

Τώρα τά διπλώνω στά τέσσερα, στά ὀχτώ, στά δεκάξη
ν' ἀπασχολῶ τά δάχτυλά μου. Καί τώρα θυμήθηκα
60πώς ἔτσι μετροῦσα τή μουσική σάν πήγαινα στό Ὠδεῖο10
μέ μπλέ ποδιά κι ἄσπρο γιακά, μέ δυό ξανθές πλεξοῦδες
— 8, 16, 32, 64, —

κρατημένη ἀπ' τό χέρι μιᾶς μικρῆς φίλης μου ροδακινιᾶς ὅλο φῶς καί
ρόζ λουλούδια,
(συχώρεσέ μου αὐτά τά λόγια — κακή συνήθεια11) — 32, 64, —
κ' οἱ δικοί μου στήριζαν
65μεγάλες ἐλπίδες στό μουσικό μου τάλαντο. Λοιπόν, σοὔλεγα γιά τήν
πολυθρόνα —
ξεκοιλιασμένη — φαίνονται οἱ σκουριασμένες σοῦστες, τά ἄχερα —
ἔλεγα νά τήν πάω δίπλα στό ἐπιπλοποιεῖο,
μά ποῦ καιρός καί λεφτά καί διάθεση — τί νά πρωτοδιορθώσεις; —
ἔλεγα νά ρίξω ἕνα σεντόνι πάνω της, — φοβήθηκα
70τ' ἄσπρο σεντόνι12 σέ τέτοιο φεγγαρόφωτο. Ἐδῶ κάθησαν
ἄνθρωποι πού ὀνειρεύτηκαν μεγάλα ὄνειρα, ὅπως κ' ἐσύ κι ὅπως κ'
ἐγώ ἄλλωστε,
καί τώρα ξεκουράζονται κάτω ἀπ' τό χῶμα δίχως νά ἐνοχλοῦνται ἀπ'
τή βροχή ἤ τό φεγγάρι.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Θά σταθοῦμε λιγάκι στήν κορφή τῆς μαρμάρινης σκάλας τοῦ
Ἅη-Νικόλα,13
75ὕστερα ἐσύ θά κατηφορίσεις κ' ἐγώ θά γυρίσω πίσω
ἔχοντας στ' ἀριστερό πλευρό μου τή ζέστα ἀπ' τό τυχαῖο ἄγγιγμα τοῦ
σακκακιοῦ σου
κι ἀκόμη μερικά τετράγωνα φῶτα ἀπό μικρά συνοικιακά παράθυρα
κι αὐτή τήν πάλλευκη ἄχνα ἀπ' τό φεγγάρι ποὖναι σά μιά μεγάλη
συνοδεία ἀσημένιων κύκνων —
καί δέ φοβᾶμαι αὐτή τήν ἔκφραση, γιατί ἐγώ
80πολλές ἀνοιξιάτικες νύχτες συνομίλησα ἄλλοτε μέ τό Θεό πού μοῦ
ἐμφανίστηκε
ντυμένος τήν ἀχλύ καί τή δόξα ἑνός τέτοιου σεληνόφωτος,
καί πολλούς νέους, πιό ὡραίους κι ἀπό σένα ἀκόμη, τοῦ ἐθυσίασα,14
ἔτσι λευκή κι ἀπρόσιτη ν' ἀτμίζομαι15 μές στή λευκή μου φλόγα, στή
λευκότητα τοῦ σεληνόφωτος,
πυρπολημένη ἀπ' τ' ἀδηφάγα μάτια τῶν ἀντρῶν κι ἀπ' τή δισταχτικήν
ἔκσταση τῶν ἐφήβων,
85πολιορκημένη ἀπό ἐξαίσια, ἡλιοκαμμένα σώματα,
ἄλκιμα16 μέλη γυμνασμένα στό κολύμπι, στό κουπί, στό στίβο,
στό ποδόσφαιρο (πού ἔκανα πώς δέν τἄβλεπα)
μέτωπα, χείλη καί λαιμοί, γόνατα, δάχτυλα καί μάτια,
στέρνα καί μπράτσα καί μηροί (κι ἀλήθεια δέν τἄβλεπα)
 ξέρεις, καμμιά φορά, θαυμάζοντας, ξεχνᾶς, ὅ,τι θαυμάζεις,
σοῦ φτάνει ὁ θαυμασμός σου
,17 —
90θέ μου, τί μάτια πάναστρα,18 κι ἀνυψωνόμουν σέ μιάν ἀποθέωση
ἀρνημένων ἄστρων
γιατί, ἔτσι πολιορκημένη ἀπ' ἔξω κι ἀπό μέσα,
ἄλλος δρόμος δε μοὔμενε παρά μονάχα πρός τά πάνω ἤ πρός τά κάτω.
— Ὄχι, δέ φτάνει.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Τό ξέρω ἡ ὥρα πιά εἶναι περασμένη. Ἄφησέ με,
95γιατί τόσα χρόνια, μέρες καί νύχτες καί πορφυρά μεσημέρια,
ἔμεινα μόνη,
ἀνένδοτη, μόνη καί πάναγνη,
ἀκόμη στή συζυγική μου κλίνη πάναγνη καί μόνη,
γράφοντας ἔνδοξους στίχους στά γόνατα τοῦ Θεοῦ,
στίχους πού, σέ διαβεβαιῶ, θά μείνουνε σά λαξευμένοι σέ ἄμεμπτο
μαρμαρο
19
100πέρα ἀπ' τή ζωή μου καί τή ζωή σου, πέρα πολύ. Δέ φτάνει.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Τοῦτο τό σπίτι20 δέ μέ σηκώνει πιά.
Δέν ἀντέχω νά τό σηκώνω στή ράχη μου.
Πρέπει πάντα νά προσέχεις, νά προσέχεις,
105νά στεριώνεις τόν τοῖχο μέ τό μεγάλο μπουφέ
νά στεριώνεις τόν μπουφέ μέ τό πανάρχαιο σκαλιστό τραπέζι
νά στεριώνεις τό τραπέζι μέ τίς καρέκλες
νά στεριώνεις τίς καρέκλες μέ τά χέρια σου
νά βάζεις τόν ὦμο σου κάτω ἀπ' τό δοκάρι πού κρέμασε.
110Καί τό πιάνο, σά μαῦρο φέρετρο κλεισμένο. Δέν τολμᾶς νά τ' ἀνοίξεις.
Ὅλο νά προσέχεις, νά προσέχεις, μήν πέσουν, μήν πέσεις. Δἐν ἀντέχω.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Τοῦτο τό σπίτι, παρ' ὅλους τούς νεκρούς του, δέν ἐννοεῖ νά πεθάνει.
Ἐπιμένει νά ζεῖ μέ τούς νεκρούς του
115νά ζεῖ ἀπ' τούς νεκρούς του
νά ζεῖ ἀπ' τή βεβαιότητα τοῦ θανάτου του
καί νά νοικοκυρεύει ἀκόμη τούς νεκρούς του σ' ἑτοιμόρροπα κρεββάτια
καί ράφια.21
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Ἐδῶ, ὅσο σιγά κι ἄν περπατήσω μές στήν ἄχνα τῆς βραδιᾶς,
120εἴτε μέ τίς παντοῦφλες, εἴτε ξυπόλυτη,
κάτι θά τρίξει, — ἕνα τζάμι ραγίζει ἤ κάποιος καθρέφτης,22
κάποια βήματα ἀκούγονται, — δέν εἶναι δικά μου.
Ἔξω, στό δρόμο μπορεῖ νά μήν ἀκούγονται τοῦτα τά βήματα, —
ἡ μεταμέλεια, λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα,23 —
125κι ἄν κάνεις νά κοιτάξεις σ' αὐτόν ἤ στόν ἄλλον καθρέφτη,
πίσω ἀπ' τή σκόνη καί τίς ραγισματιές,
24
διακρίνεις πιό θαμπό καί πιό τεμαχισμένο τό πρόσωπό σου,
τό πρόσωπό σου πού ἄλλο δέ ζήτησες στή ζωή παρά νά τό κρατήσεις
καθάριο κι ἀδιαίρετο.
Τά χείλη τοῦ ποτηριοῦ γυαλίζουν στό φεγγαρόφωτο
130σάν κυκλικό ξυράφι — πῶς νά τό φέρω στά χείλη μου;
ὅσο κι ἄν διψῶ, — πῶς νά τό φέρω; — Βλέπεις;
ἔχω ἀκόμη διάθεση γιά παρομοιώσεις, — αὐτό μοῦ ἀπόμεινε,
αὐτό μέ βεβαιώνει ἀκόμη πώς δέ λείπω.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
 
135Φορές-φορές, τήν ὥρα πού βραδιάζει, ἔχω τήν αἴσθηση
πώς ἔξω ἀπ' τά παράθυρα περνάει ὁ ἀρκουδιάρης μέ τή γριά βαρειά
του ἀρκούδα
25
μέ τό μαλλί της ὅλο ἀγκάθια καί τριβόλια26
σηκώνοντας σκόνη στό συνοικιακό δρόμο
ἕνα ἐρημικό σύννεφο σκόνη πού θυμιάζει27τό σούρουπο
140καί τά παιδιά ἔχουν γυρίσει σπίτια τους γιά τό δεῖπνο καί δέν τ' ἀφήνουν
πιά νά βγοῦν ἔξω
μ' ὅλο πού πίσω ἀπ' τούς τοίχους μαντεύουν τό περπάτημα τῆς γριᾶς
ἀρκούδας —
κ' ἡ ἀρκούδα κουρασμένη πορεύεται μές στή σοφία τῆς μοναξιᾶς της,
μήν ξέροντας γιά ποῦ καί γιατί —
ἔχει βαρύνει, δέν μπορεῖ πιά νά χορεύει στά πισινά της πόδια
δέν μπορεῖ νά φοράει τή δαντελένια σκουφίτσα της νά διασκεδάζει τά
παιδιά, τούς ἀργόσχολους, τούς ἀπαιτητικούς,
145καί τό μόνο πού θέλει εἶναι νά πλαγιάσει στό χῶμα
ἀφήνοντας νά τήν πατᾶνε στήν κοιλιά, παίζοντας ἔτσι τό τελευταῖο
παιχνίδι της,
δείχνοντας τήν τρομερή της δύναμη γιά παραίτηση,
τήν ἀνυπακοή της στά συμφέροντα τῶν ἄλλων, στούς κρίκους τῶν
χειλιῶν της, στήν ἀνάγκη τῶν δοντιῶν της,
τήν ἀνυπακοή της στόν πόνο καί στή ζωή
150μέ τή σίγουρη συμμαχία τοῦ θανάτου — ἔστω κ' ἑνός ἀργοῦ θανάτου —
τήν τελική της ἀνυπακοή στό θάνατο μέ τή συνέχεια καί τή γνώση
τῆς ζωῆς
πού ἀνηφοράει μέ γνώση καί μέ πράξη πάνω ἀπ’ τή σκλαβιά της.28

Μά ποιός μπορεῖ νά παίξει ὥς τό τέλος αὐτό τό παιχνίδι;
Κ' ἡ ἀρκούδα σηκώνεται πάλι καί πορεύεται
155ὑπακούοντας στό λουρί της, στούς κρίκους της, στά δόντια της,
χαμογελώντας μέ τά σκισμένα χείλη της στίς πενταροδεκάρες πού τῆς
ρίχνουνε τά ὡραῖα κι ἀνυποψίαστα παιδιά
(ὡραῖα ἀκριβῶς γιατί εἶναι ἀνυποψίαστα)
καί λέγοντας εὐχαριστῶ. Γιατί οἱ ἀρκοῦδες πού γεράσανε
τό μόνο πού ἔμαθαν νά λένε εἶναι: εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ.
160Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Τοῦτο τό σπίτι μέ πνίγει. Μάλιστα ἡ κουζίνα
εἶναι σάν τό βυθό τῆς θάλασσας. Τά μπρίκια29 κρεμασμένα γυαλίζουν
σά στρογγυλά, μεγάλα μάτια ἀπίθανων ψαριῶν,
τά πιάτα σαλεύουν ἀργά σάν τίς μέδουσες,30
165φύκια κι ὄστρακα πιάνονται στά μαλλιά μου — δέν μπορῶ νά τά
ξεκολλήσω ὕστερα,
δέν μπορῶ ν' ἀνέβω πάλι στήν ἐπιφάνεια —
ὁ δίσκος μοῦ πέφτει ἀπ' τά χέρια ἄηχος, — σωριάζομαι —
καί βλέπω τίς φυσαλίδες ἀπ' τήν ἀνάσα μου ν' ἀνεβαίνουν, ν' ανεβαίνουν
καί προσπαθῶ νά διασκεδάσω κοιτάζοντάς τες
170κι ἀναρωτιέμαι τί θά λέει ἄν κάποιος βρίσκεται ἀπό πάνω καί βλέπει
αὐτές τίς φυσαλίδες,
τάχα πώς πνίγεται κάποιος ἤ πώς ἕνας δύτης ἀνιχνεύει τούς βυθούς;31

Κι ἀλήθεια δέν εἶναι λίγες οἱ φορές πού ἀνακαλύπτω ἐκεῖ, στό βάθος
τοῦ πνιγμοῦ,
κοράλλια καί μαργαριτάρια καί θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων,
ἀπρόοπτες συναντήσεις, καί χτεσινά καί σημερινά καί μελλούμενα,
175μιάν ἐπαλήθευση σχεδόν αἰωνιότητας,
κάποιο ξανάσασμα, κάποιο χαμόγελο ἀθανασίας, ὅπως λένε,
μιάν εὐτυχία, μιά μέθη, κ' ἐνθουσιασμόν ἀκόμη,
κοράλλια καί μαργαριτάρια καί ζαφείρια·
μονάχα πού δέν ξέρω νά τά δώσω — ὄχι, τά δίνω·
180μονάχα πού δέν ξέρω ἄν μποροῦν νά τά πάρουν — πάντως ἐγώ
τά δίνω.32
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Μιά στιγμή, νά πάρω τή ζακέτα μου.
Τοῦτο τόν ἄστατο καιρό, ὅσο νἆναι, πρέπει νά φυλαγόμαστε.
Ἔχει ὑγρασία τά βράδια, καί τό φεγγάρι
185δέ σοῦ φαίνεται, ἀλήθεια, πώς ἐπιτείνει τήν ψύχρα;33

Ἄσε νά σοῦ κουμπώσω τό πουκάμισο — τί δυνατό τό στῆθος σου,
— τί δυνατό φεγγάρι, — ἡ πολυθρόνα, λέω — κι ὅταν σηκώνω τό
φλιτζάνι ἀπ' τό τραπέζι
μένει ἀπό κάτω μιά τρύπα σιωπή, βάζω ἀμέσως τήν παλάμη μου
ἐπάνω
νά μήν κοιτάξω μέσα, — ἀφήνω πάλι τό φλιτζάνι στή θέση του·
190καί τό φεγγάρι μιά τρύπα στό κρανίο τοῦ κόσμου — μήν κοιτάξεις
μέσα,
εἶναι μιά δύναμη μαγνητική34 πού σέ τραβάει — μήν κοιτάξεις, μήν
κοιτᾶχτε,

ἀκοῦστε με πού σᾶς μιλάω — θά πέσετε μέσα. Τοῦτος ὁ ἴλιγγος
ὡραῖος, ἀνάλαφρος — θά πέσεις, —
ἕνα μαρμάρινο πηγάδι τό φεγγάρι,
195ἴσκιοι σαλεύουν καί βουβά φτερά,35 μυστηριακές φωνές — δέν τίς ἀκοῦτε;
Βαθύ-βαθύ τό πέσιμο,36
βαθύ-βαθύ τό ἀνέβασμα,
τό ἀέρινο ἄγαλμα κρουστό μές στ' ἀνοιχτά φτερά του,37
βαθειά-βαθειά ἡ ἀμείλικτη εὐεργεσία τῆς σιωπῆς, —
200τρέμουσες φωταψίες τῆς ἄλλης ὄχθης, ὅπως ταλαντεύεσαι μές στό
ἴδιο σου τό κύμα,
ἀνάσα ὠκεανοῦ. Ὡραῖος, ἀνάλαφρος
ὁ ἴλιγγος τοῦτος, — πρόσεξε, θά πέσεις. Μήν κοιτᾶς ἐμένα,
ἐμένα ἡ θέση μου εἶναι τό ταλάντευμα — ὁ ἑξαίσιος ἴλιγγος. Ἔτσι κάθε
ἀπόβραδο
ἔχω λιγάκι πονοκέφαλο, κάτι ζαλάδες.

205Συχνά πετάγομαι στό φαρμακεῖο ἀπέναντι γιά καμμιάν ἀσπιρίνη,
ἄλλοτε πάλι βαριέμαι καί μένω μέ τόν πονοκέφαλό μου
ν' ἀκούω μές στούς τοίχους τόν κούφιο θόρυβο πού κάνουν οἱ σωλῆνες
τοῦ νεροῦ,
ἤ ψήνω ἕναν καφέ, καί, πάντα ἀφηρημένη,
ξεχνιέμαι κ' ἑτοιμάζω δυό — ποιός νά τόν πιεῖ τόν ἄλλον; —
210ἀστεῖο ἀλήθεια, τόν ἀφήνω στό περβάζι νά κρυώνει
ἤ κάποτε πίνω καί τόν δεύτερο, κοιτάζοντας ἀπ' τό παράθυρο τόν πράσινο
γλόμπο τοῦ φαρμακείου
σάν τό πράσινο φῶς ἑνός ἀθόρυβου τραίνου πού ἔρχεται νά μέ πάρει
μέ τά μαντίλια μου, τά στραβοπατημένα μου παπούτσια, τή μαύρη
τσάντα μου, τά ποιήματά μου,
χωρίς καθόλου βαλίτσες — τί νά τίς κάνεις;
215Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Ἄ, φεύγεις; Καληνύχτα. Ὄχι, δέ θἄρθω. Καληνύχτα.
Ἐγώ θά βγῶ σέ λίγο. Εὐχαριστῶ. Γιατί, ἐπιτέλους, πρέπει
νά βγῶ ἀπ' αὐτό τό τσακισμένο σπίτι.
Πρέπει νά δῶ λιγάκι πολιτεία,38 — ὄχι, ὄχι τό φεγγάρι —
220τήν πολιτεία μέ τά ροζιασμένα χέρια της, τήν πολιτεία τοῦ μεροκάματου,
τήν πολιτεία πού ὁρκίζεται στό ψωμί καί στή γροθιά της
τήν πολιτεία πού ὅλους μᾶς ἀντέχει στή ράχη της
μέ τίς μικρότητές μας, τίς κακίες, τίς ἔχτρες μας,
μέ τίς φιλοδοξίες, τήν ἄγνοιά μας καί τά γερατειά μας, —
225ν' ἀκούσω τά μεγάλα βήματα τῆς πολιτείας,
νά μήν ἀκούω πιά τά βήματά σου
μήτε τά βήματα τοῦ Θεοῦ, μήτε καί τά δικά μου βήματα. Καληνύχτα.

(Τό δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πώς κάποιο σύννεφο θἄκρυψε τό φεγγάρι. Μονομιᾶς, σάν κάποιο χέρι νά δυνάμωσε τό ραδιόφωνο τοῦ γειτονικοῦ μπάρ, ἀκούστηκε μιά πολύ γνωστή μουσική φράση. Καί τότε κατάλαβα πώς ὅλη τούτη τή σκηνή τή συνόδευε χαμηλόφωνα ἡ «Σονάτα τοῦ Σεληνόφωτος»,39 μόνο τό πρῶτο μέρος. Ὁ Νέος θά κατηφορίζει τώρα μ' ἕνα εἰρωνικό κ' ἴσως συμπονετικό χαμόγελο στά καλογραμμένα χείλη του καί μ' ἕνα συναίσθημα ἀπελευθέρωσης. Ὅταν θά φτάσει ἀκριβῶς στόν Ἅη-Νικόλα, πρίν κατέβει τή μαρμάρινη σκάλα, θά γελάσει, — ἕνα γέλιο δυνατό, ἀσυγκράτητο. Τό γέλιο του δέ θ' ἀκουστεῖ καθόλου ἀνάρμοστα κάτω ἀπ' τό φεγγάρι. Ἴσως τό μόνο ἀνάρμοστο νἆναι τό ὅτι δέν εἶναι καθόλου ἀνάρμοστο. Σέ λίγο ὁ Νέος θά σωπάσει, θά σοβαρευτεῖ καί θά πεῖ: «Ἡ παρακμή μιᾶς ἐποχῆς». Ἔτσι, ὁλότελα ἥσυχος πιά, θά ξεκουμπώσει πάλι τό πουκάμισό του καί θά τραβήξει τό δρόμο του. Ὅσο γιά τή γυναίκα μέ τά μαῦρα, δέν ξέρω ἄν βγῆκε τελικά ἀπ' τό σπίτι. Τό φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Καί στίς γωνιές τοῦ δωματίου οἱ σκιές σφίγγονται ἀπό μιάν ἀβάσταχτη μετάνοια, σχεδόν ὀργή, ὄχι τόσο γιά τή ζωή, ὅσο γιά τήν ἄχρηστη ἐξομολόγηση. Ἀκοῦτε; Τό ραδιόφωνο συνεχίζει):

ΦΩΤΟ...ΛΟΓΙΟ