Τετάρτη 18 Μαρτίου 2020

"Το Μονόγραμμα" Οδυσσέα Ελύτη


“Το Μονόγραμμα” ένα βαθιά τρυφερό και ερωτικό ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη, που δημοσιεύθηκε πρώτη φορά την άνοιξη του 1971 στις Βρυξέλλες σε χειρόγραφη μορφή. Εδώ στην Ελλάδα τυπώθηκε το 1972.
Ένα ποίημα που σ' αυτό ο ποιητής μονογράφει την άγνωστη και αρχέγονη κατάσταση του έρωτα. Του έρωτα που ζει, του έρωτα που πεθαίνει, που ανασταίνει και στοιχειώνει.


ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ  (1971)

Θα πενθώ πάντα -μ' ακούς;- για σένα,
μόνος, στον Παράδεισο

                                           Ι
Θα γυρίσει αλλού τις χαρακιές
Της παλάμης, η Μοίρα, σαν κλειδούχος
Μια στιγμή θα συγκατατεθεί ο Καιρός

Πως αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι
Θα παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
Και θα χτυπήσει τον κόσμο η αθωότητα
Με το δριμύ του μαύρου του θανάτου.

                                          II
Πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς και τραγουδώ τ' άλλα που πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια
Μιλημένα τα σώματα και οι βάρκες που έκρουσαν γλυκά
Οι κιθάρες που αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
Τα "πίστεψέ με" και τα "μη"
Μια στον αέρα, μια στη μουσική
Τα δυο μικρά ζώα, τα χέρια μας
Που γύρευαν ν' ανέβουνε κρυφά το ένα στο άλλο
Η γλάστρα με το δροσαχί στις ανοιχτές αυλόπορτες
Και τα κομμάτια οι θάλασσες που ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απ' τις ξερολιθιές, πίσω απ' τους φράχτες
Την ανεμώνα που κάθισε στο χέρι σου
Κι έτρεμε τρεις φορές το μωβ τρεις μέρες πάνω από
        τους καταρράχτες
Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ
Το ξύλινο δοκάρι και το τετράγωνο φαντό
Στον τοίχο, τη Γοργόνα με τα ξέπλεκα μαλλιά
Τη γάτα που μας κοίταξε μέσα στα σκοτεινά
Παιδί με το λιβάνι και με τον κόκκινο σταυρό
Την ώρα που βραδιάζει στων βράχων το απλησίαστο
Πενθώ το ρούχο που άγγιξα και μου ήρθε ο κόσμος.



                                           III
Έτσι μιλώ για σένα και για μένα

Επειδή σ' αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
Να μπαίνω σαν Πανσέληνος
Από παντού, για το μικρό το πόδι σου μες στ' αχανή σεντόνια
Να μαδάω γιασεμιά - κι έχω τη δύναμη
Αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω
Μέσ' από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουνε
Ακουστά σ' έχουν τα κύματα
Πως χαϊδεύεις, πως φιλάς
Πως λες ψιθυριστά το "τι" και το "ε"
Τριγύρω στο λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά
Πάντα εσύ τ' αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Το βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά
Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει
Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Επειδή σ' αγαπώ και σ' αγαπώ
Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει:

Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ' ουρανού με τ' άστρα
Τόσο η ελάχιστή σου αναπνοή
Που πια δεν έχω τίποτε άλλο
Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Να μυρίζω από σένα και ν' αγριεύουν οι άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ' αλλού φερμένο
Δεν τ' αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ' ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου
Να μιλώ για σένα και για μένα.

                                         IV
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ' ακούς
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ' ακούς
Το χαμένο μου αίμα και το μυτερό, μ' ακούς
Μαχαίρι
Σαν κριάρι που τρέχει μες στους ουρανούς
Και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ' ακούς
Είμ' εγώ, μ' ακούς
Σ' αγαπώ, μ'ακούς
Σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ
Το λευκό νυφικό της Οφηλίας, μ' ακούς
Που μ' αφήνεις, που πας και ποιος, μ' ακούς

Σου κρατεί το χέρι πάνω απ' τους κατακλυσμούς

Οι πελώριες λιάνες και των ηφαιστείων οι λάβες
Θα 'ρθει μέρα, μ' ακούς
Να μας θάψουν, κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα, μ' ακούς
Να γυαλίσει επάνω τους η απονιά, μ' ακούς
Των ανθρώπων
Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει

Στα νερά ένα ένα, μ' ακούς
Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ' ακούς
Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ' ακούς
Όπου κάποτε οι φιγούρες
Των Αγίων
Βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ' ακούς
Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ' ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω
Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ' ακούς
Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ' ακούς

Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και, μ' ακούς
Της αγάπης
Μια για πάντα το κόψαμε
Και δε γίνεται ν' ανθίσει αλλιώς, μ' ακούς
Σ' άλλη γη, σ' άλλο αστέρι, μ' ακούς
Δεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέρας
Που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ' ακούς
Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ' άλλους καιρούς
Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ' ακούς
Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ' ακούς
Μες στη μέση της θάλασσας
Από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ' ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ' ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει -ακούς;
Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει -ακούς;
Είμ' εγώ που φωνάζω κι είμ' εγώ που κλαίω, μ' ακούς
Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ, μ' ακούς.

                                          V
Για σένα έχω μιλήσει σε καιρούς παλιούς
Με σοφές παραμάνες και μ' αντάρτες απόμαχους
Από τι να 'ναι που έχεις τη θλίψη του αγριμιού
Την ανταύγεια στο πρόσωπο του νερού του τρεμάμενου
Και γιατί, λέει, να μέλλει κοντά σου να 'ρθω
Που δε θέλω αγάπη αλλά θέλω τον άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τον καλπασμό

Και για σένα κανείς δεν είχε ακούσει
Για σένα ούτε το δίκταμο ούτε το μανιτάρι
Στα μέρη τ' αψηλά της Κρήτης τίποτα
Για σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός να μου οδηγεί το χέρι

Πιο δω, πιο κει, προσεχτικά σ' όλο το γύρο
Του γιαλού του προσώπου, τους κόλπους, τα μαλλιά
Στο λόφο κυματίζοντας αριστερά
Το σώμα σου στη στάση του πεύκου του μοναχικού
Μάτια της περηφάνιας και του διάφανου
Βυθού, μέσα στο σπίτι με το σκρίνιο το παλιό
Τις κίτρινες νταντέλες και το κυπαρισσόξυλο
Μόνος να περιμένω που θα πρωτοφανείς
Ψηλά στο δώμα ή πίσω στις πλάκες της αυλής
Με τ' άλογο του Αγίου και το αυγό της Ανάστασης
Σαν από μια τοιχογραφία καταστραμμένη
Μεγάλη όσο σε θέλησε η μικρή ζωή
Να χωράς στο κεράκι τη στεντόρεια λάμψη την ηφαιστειακή
Που κανείς να μην έχει δει και ακούσει
Τίποτα μες στις ερημιές τα ερειπωμένα σπίτια
Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στον αυλόγυρο
Για σένα ούτε η γερόντισσα μ' όλα της τα βοτάνια

Για σένα μόνο εγώ, μπορεί και η μουσική
Που διώχνω μέσα μου αλλ' αυτή γυρίζει δυνατότερη
Για σένα το ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
Το στραμμένο στο μέλλον με τον κρατήρα κόκκινο
Για σένα σαν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Που βρίσκει μες στο σώμα και που τρυπάει τη θύμηση
Και να το χώμα, να τα περιστέρια, να η αρχαία μας γη.

                                         VI
Έχω δει πολλά και η γη μέσ' απ' το νου μου φαίνεται ωραιότερη
Ωραιότερη μες στους χρυσούς ατμούς
Η πέτρα η κοφτερή, ωραιότερα
Τα μπλάβα των ισθμών και οι στέγες μες στα κύματα
Ωραιότερες οι αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τα βουνά
       της θάλασσας
Έτσι σ' έχω κοιτάξει που μου αρκεί
Να 'χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
Μες στο αυλάκι που το πέρασμά σου αφήνει
Σαν δελφίνι πρωτόπειρο ν' ακολουθεί
Και να παίζει με τ' άσπρο και το κυανό η ψυχή μου!
Νίκη, νίκη όπου έχω νικηθεί
Πριν από την αγάπη και μαζί
Για τη ρολογιά και για το γκιούλ μπρισίμι
Πήγαινε, πήγαινε και ας έχω εγώ χαθεί
Μόνος, και ας είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί νεογέννητο
Μόνος, και ας είμ' εγώ η πατρίδα που πενθεί
Ας είναι ο λόγος που έστειλα να σου κρατεί δαφνόφυλλο
Μόνος, ο αέρας δυνατός και μόνος τ' ολοστρόγγυλο
Βότσαλο στο βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στους καιρούς
        τον Παράδεισο!

                                        VII
Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα
Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μες στ' άπατα μιαν ηχώ
Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ

Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό
Και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο.

Οδ. Ελύτης, Το Μονόγραμμα, Ίκαρος Αθήνα, 2008, σ.17-19]


Κυριακή 15 Μαρτίου 2020

Μπουάτ,εκεί κάτω απ' την Ακρόπολη,στη γειτονιά των ονείρων...!




Μια φορά και έναν καιρό, εκεί στην δεκαετία του ΄60, στην Αθήνα της αντιπαροχής, κάτω απ' την Ακρόπολη κάποιοι ονειροπόλοι δημιούργησαν μουσικές σκηνές που όλοι καλοί χωρούσαν. Όσοι από εμάς είναι κάπως...παλιοί ίσως να ξέρουν για ποιους χώρους μιλώ. Ναι, μιλώ για τις "μπουάτ", με το πιάνο, την κιθάρα και τον τραγουδιστή πάνω στη τόσο δα μικρή σκηνή, βαλμένη σε απόσταση αναπνοής από τους θαμώνες, να τραγουδά μεγάλους συνθέτες, ποιητές και στιχουργούς...Θυμόσαστε; Γινόμασταν όλοι μια παρέα, και τραγουδούσαμε πίνοντας το βερμουτάκι μας.Πόσες θύμισες,γλυκιές στιγμές και αναμνήσεις από κείνη την εποχή, που αν και δύσκολη, κρατούσαμε το όνειρο ακόμα ζωντανό...Και τώρα θα το κρατήσουμε...Καλή βόλτα μετά μουσικής!







































Σάββατο 14 Μαρτίου 2020

Συντροφιά με μια αγαπημένη φίλη...τη Μουσική!

Μια και θα κάτσω σπίτι, λέω να φωνάξω μια αγαπημένη φίλη για συντροφιά ...τη Μουσική... και να κάνω νοερά μια βόλτα στης Πλάκας τα σοκάκια παρέα με τον Αττίκ, τον Σακελλαρίδη, τον Χαιρόπουλο, τον Γούναρη, τον Γιαννίδη...  Κι όταν θάχει  βραδιάσει πια για τα καλά κάτω απ' τον ήχο μιας γλυκόλαλης λατέρνας να πάρω τον δρόμο  εκεί για την ...οδό ονείρων...!


Της μιας δραχμής τα γιασεμιά




Ζητάτε να σας πω


Τικ τακ




Περουζέ





Έλα γι' απόψε




Το βάλς της ρουτίνας





Γλυκά μου μάτια



Άρχισαν τα όργανα



Πόσο λυπάμαι



Χθες το βράδυ



Οδός ονείρων


Παρασκευή 13 Μαρτίου 2020

"Η Στάχτο - Μάρω" Η Δωρική παραλλαγή του παραμυθιού "Σταχτοπούτα"


Βιβλίο, Παλιά, Σύννεφα, Δέντρο, Πουλιά, Τράπεζα, Αγώνα

    Μια παραλλαγή του γνωστού παραμυθιού της Σταχτοπούτας, πολύ όμορφη και με τέλεια προσαρμογή στα ήθη και έθιμα, τη ζωή και τη διάλεκτο της Δωρίδας.
Καλό διάβασμα...



                             
"Ήταν μια βουλά κι έναν κιρό ένα αντρόγυνο κι είχε τρεις δυχατέρες. Αρρώστσι όμως μια μέρα η μάνα κι πέθανι. Τότι ου πατέρας, επειδίς είχι τρία μικρά κουρίτσια παντρέφτκι άλλ' γναίκα κι έφκιασι μι κείν ένα κουρτσάκι. Δεν πέρασι όμους πουλύς κιρός κι οι τρεις μιγάλις αδερφάδις κακομεταχειρίζονταν τη μητριάτσ' κι του μικρό. Τη στεναχώραγαν κάθι μέρα κι πιο πουλύ, όταν σι καμόσου κιρό πιθαίν κι ου πατέρας. μια μέρα οι τρεις κακές αδερφάδις κι η μητριάτσ έγνεθαν μι τσροκις. Τότι οι κακές αδερφάδις λεν στη γριγιά: "Όποιας κουπεί η κλουνά π' γνέθουμι, θα γέν' γελάδα. "Πού του ξέρτι οι σεις π' θα γέν γελάδα; "Θα γεν κι θα του δεις.
Σε λιγάκ' κόβητι η κλουνά της γριγιάς κι αμέσως έγινι γελάδα...
"Άιντι να τη βγάλουμι όξου τούτν' τ' παλιουγελάδα κι να την πάμι με τσάλλες, αντάμα, είπαν. Την έβγαλαν και την πήγαν στου σταύλου κι του μικρό έκλαιε... Σαν ήρθι η ώρα να πλαάσνι, πήγαν αυτές στα κριβάτια τς κι του μικρό κουρτσάκ, που τό' λεγαν Μάρου, τό' βαλαν να πλαάσ' στου τζάκ' μέσα στάχτες. Εκεί τό' βαζαν κάθε μέρα κι ήταν γιουμάτο στάχτες κι γι' αυτό τό΄λεγαν Στάχτο-Μάρου. Του προυί πήγαν τς γιλάδις για βουσκή. Οι γιάλλις έτρουγαν. Η γιλάδα που' ταν μητριά δεν έτρουι. Του ίδιου γινόταν κι τς' άλλις μέρις κι η γιλάδα ήταν αδύνατ'. Όταν όμους σκάρζαν μι τσγιλάδις τ' Στάχτου-Μάρου, η γιλάδα πού ήταν η μάνατς, κάθιταν παραπίσου απ' τσ'άλλις, γίνονταν πάλε γυναίκα και κάθεταν καταή (κατα γής) κι κβέντιαζι με τ' Στάχτου-Μάρου κι τνουρμίνευι...
Αφού δεν έτρουγι η γιλάδα κι ήταν αδύνατ' οι τρεις κακές αδερφάδις είπαν: Τι τ' θέλουμι τ' γιλάδα τ' ν αδύνατ' . Αφού δεν τρώι να τσφάξουμι... Κατ' όμους στου κατώι η γιλάδα άιξι την κβέντα. Τν άλλ μέρα η Στάχτου-Μάρου πήρι τς γιλάδις κι σκάρσι.
Η μάνατς έμεινει παραπίσου απ' τσάλις, έγινε πάλε γναίκα κι τνουρμίνεψι: Πιδάκι μ' οι κακές αδερφάδις ταχιά θα μι σφάξνι κι θα μι φάνι. Εσύ να μη φας απ' του κρέας π' θα σδώσνι. Να μαζέψ ούλα τα κουταλάκια μ' μέσ τμπουδιά σ' κι αφού τα πλύνς καλά, να πας να τα βάλς μέσα στην κφάλα στου τάδι δέντρου, χουρίς να του ειπείς σι κανέναν. Ύστερα να πας στου σπίτ' κι σι σαράντα νέρις π' θάνι του παγγύρ', να ματάρθεις στου δέντρου...Άιντι, νάχς τν ευκή μ'.
Έτσι κι έγινι: Τηνα άλλ τη μέρα οι κακές αδερφάδες έστειλαν πάλε τη Σταχτο-Μάρου στου σκάρου, φώναξαν του χασ'απ' κι αφού έσφαξαν την αδύνατ' γελάδα που κράτσαν, μαέρεψαν μπόλκου κρέας...
Τ' αποβραδύ ήρθι κι η Στάχτου-Μάρου. Έστρουσαν του τραπέζ' κι έβγαλαν του κριάς. Έβαλαν κι στου πιάτου τς Στάχτου-Μάρους. Εκείν' όμους δεν άπλουνι. "Φάε κρέας", τς έλεγαν οι άλλις. "Δεν πνάου, έκανι η κείν'.
Σαν έφαγαν κι απόφαγαν οι άλλις, ανέβκαν απάν να κοιμθούνι. Τότι η Στάχτου-Μάρου μάζιψι καλά ούλα τα κουκαλάκια τσ' μάνατς, τάπλυνι καλά κι τα τοίμασει, να τα πάει τν άλλ την μέρα στην κφάλα... Του προυί, άργσαν να ξπνήσνι οι άλλις, παίρν η Στάχτου-Μάρου τς γιλάδις για τ' βουσκή κι τα κόκαλα, όπους τάχι τλιμένα κι έφγι. Σαν έφτασι στου δέντρου, έβαλι τα κόκαλα τς μάνα τς μέσα στην κφάλα, τα λβάνσι κι του βράδ' γύρσι πίσου στου σπίτ', χουρίς να ειπεί σι κανέναν τίπουτι... Πέρασαν οι σαράντα μέρις κι ήρθι του παγγύρ'. Οι γιάλλις ετοιμάστηκαν για να πάνι στου παγγύρ' κι στου χουρό. Τς Στάχτου-Μάρου τν έβαλαν να σαρώσ' του μαντρί, να ταϊσ' τς γιλάδις κι να τοιμάσ' του σπίτ'. Σαν έφγαν οι κειές, η Στάχτου-Μάρου έκανι γρήγουρα τσ' δλειές κι πήγι στν' κφάλα. Σαν έφτασι σμά, βλέπ΄' απ' όξου, δεμένου στου δέντρου, ένα ουραίου άλουγου, στουλισμένου μι χρυσά στουλίδια. Τράει μέσα κι βλέπε' ένα ουραίου φστάν', χρυσά παπούτσια κι άλλα πουλλά στουλίδια. Τς είχι ειπεί η μάνα τς να τα φουρέσ' να μπει καβάλα στ' άλουγου κι να πάει στου παγγύρ'. Ετς έκαμι κι η Στάχτου-Μάρου: Φόρισι τα ρούχα κι τα χρυσά παπούτσια, μπήκι καβάλα στ' άλουγου κι πήγι στου παγγύρ'. Εκεί έλαμπι απ' τν ουμουρφιά κι τν τήραγαν ούλ' κι του βασιλόπλου που ήταν εκεί. Σαν άρχισι ου χουρός κι χόρευαν μπροστά ου βασιλιάς μι τ' βασίλισσα τν είδι ου βασιλιάς π' λαμπουκόπαε κι έστλι του βασιλόπλου να τ' βάλ' στου χουρό. Σαν ήρθι η σειρά τς χόρεψει παρήφανα για του χατήρ' τ' βασιλιά κι τς βασίλισσας πουλλές φουρές... Θμύθκι όμους τ' μανούλα τς π' τσ' είχι ειπεί προυτού χαλάσ' ου χουρός στου παγγύρ' να μπει καβάλα στ' άλουγου κι να πάει πάει στν κφάλα. Ξεκλέβιτι τότι, απ' τις άλλις, μπαίν' καβάλα στάλουγου κι εκειό έρχιταν πίσου φλιτρώντας. Στου δρόμου όμους τις έπισι τόνα χρυσό παπούτσ' κι τάλουγου δεν στέκταν να κατεβεί κι να του πάρ' ... Σαν έφτασαν στ'ν κφάλα, κατέβκι απ' τ'άλουγου, τόδισι στου δέντρου, άφσι μέσα στα λαμπρά ρούχα, φόρισι τα δκά τς κι γύρσι στου σπίτι τς. Ύστερα από καμόσην ώρα ήρθαν κι οι γιάλλις οι αδελφάδις κι είχαν να κάν' νει ούλου μι κείν' τ' ν νειά πούηταν πεντάμουρφ κι χόριψι τόσις φουρές μπρουστά. Τότι του βασιλόπου έψαχνι να βρει τ' ν κουπέλα κι στου δρόμου του χρυσό παπούτσ'. Θα ψάξου σ' ούλα τα χουριά, είπι, κι σ' ούλις τς πουλτείες κι σ' όποιου κουρίτς έρχιτι, θα του πάρου στου παλάτ' κι θα του παντευτού. Έψαξι παντού, αλά σι καμιά δεν έρχιταν. Έμεινι του σπίτ' τς Στάχτου -Μάρους. Άς πάου, λέει, κι κεί. Οι κακές αδερφάδις, που περίμεναν να ρθεί κι στου δκό τς του σπίτ', μόλις είδαν απ' του παραθύρ' νά ρχετι του βασιλόπλου, φκιάσκαν κι έκρυψαν τ' Στάχτου-Μάρου απ' κάτ' απού μια γαλίκα, για να μη τ' βρει του βασιλόπλου.
"Να μη κρινς ντίπ", τς είπαν... Στου μεταξύ ήρθι του βασιλόπλου κι ρώτσι: "Μήπους είναι δκό σας τούτου του παπούτσ';"
"Δκόμ'" είπι η μια. "Δκομ'" είπι κι η γιάλλ'. "Δκόμ'" είπι κι η τρίτ'. 
"Να του δοκμάστι με τ' σειρά"τσ' λέει.
Δουκίμασαν εκειές κι ξαναδουκίμασαν, αλλά σε καμία δεν έρχεταν. 
"Ας καθήσου εδώ" λέει του βασιλόπλου κι κάθιτι απάν στ' γαλίκα. 
"Μη κάθησι αυτού", τ' λένι οι κακές αδερφάδις, "κάτσι στούν καναπέ".
"Δεν πράζ'" λέει του βασιλόπλου. Τ΄σου π' θα καθήσου, κάθουμι κι' δω. 
Αφού στη μία έρχιταν του παπούτσ στενό κι στην άλλ' φαρδύ κι στ'ν άλλ' δεν χώραε καθόλ', ρουτάει του βασιλόπλου: "Μήπους έχιτι κι άλλου κουρίτσ' ιδώ;"
"Όχ'" λένει εκειές. Η Στάχτου-Μάρου όμους απ' κάτ' απ' τ' γαλίκα άγκι τσ' κβέντις κι όπους είχει καρφουμένου στου γιακά τς τού βιλόν' απ' έραβι, τού βγάν' κι κιντάει του βασιλόπλου.
"Κάτ' μι τσίμψι" λέει του βασιλόπλου. "Τι έχιτι απ' κάτ';"
"Δεν είνι τίπουτι" τλένε, "μια κλώσα έχουμι σκεπασμέν'".
Σε λιγάκ' πάλε τουν ματακέντσι η Στάμου-Μάρου.
"Μωρέ, τι κλώσα μ' λέτι" λέει του βασιλόπλου. "Αυτήν μι σακάτιψι".
Σκώνετι απάν', παραμεράει τ' γαλίκα κι βλέπ' τ' Στάχτου- Μάρου.
"Γιατί είνι αυτού π' κάτ';" ρουτάει.
"Είναι πού βρόμκ'  κι γιαυτό τ'ν κρύψαμι" τλένι.
"Για φόρα του κι συ τούτου του παπούτσ'" λέει του βασιλόπλου. 
"Όχ' λένε οι γιάλλις (που φοβήθκαν μήπους έρθ' του παπούτσ' στου ποδάρ' τσ' Στάχτου-Μάρους κι ντρουπιαστούνι, π΄θα διάλεγι κείν' του βασιλόπλου), θα του λερώσ'".
"Φόρα του κι συ" λέει του βασιλόπλου κι δεν του λερώνς.
Του φουράει η Στάχτου-Μάρου κι τσ' έρχετι κτί.
"Εσένα ψάχνου" λέει του βασιλόπλου. "Πάμι για του παλάτ'.
 Τ' βάζ' καβάλα στ' άλουγου κι πάνι στου βασιλιά κι στ' βασίλισσα.
"Τ'ν ήβρα" λέει του βασιλόπλου, " κι θα τ'ν πάρου γναίκα μ'. 
Έτσ' κι έγινι: Τ'ν άλλ' Κυριακή έγιναν τα στέφανα κι η Στάχτου - Μάρου πήρι του βασιλόπλου κι έζησαν καλά κι μεις καλύτερα...










Τετάρτη 11 Μαρτίου 2020

Κορνήλιος Καστοριάδης,ένας από τους σημαντικούς στοχαστές του 20ού αιώνα


Σήμερα στις ψευδοδημοκρατίες μας, η άνοδος στην εξουσία προϋποθέτει να κολακεύει κανείς την κοινή γνώμη ή να έχει τηλεοπτική φωτογένεια..












Κορνήλιος Καστοριάδης, ο φιλόσοφος της αυτονομίας

Το έργο του «φιλοσόφου της αυτονομίας», Κορνήλιου Καστοριάδη (Κωνσταντινούπολη, 11 Μαρτίου 1922 – Παρίσι, 26 Δεκεμβρίου 1997), με το ασυνήθιστα πολύπλευρο εύρος του, τον καθιστά  έναν από τους μεγαλύτερους στοχαστές του 20ου αιώνα. Αντιπαρατιθέμενος στις κύριες σχολές σκέψης ανέδειξε τον παράγοντα του φαντασιακού στον πυρήνα της ανθρώπινης κοινωνίας.
Ο Κορνήλιος Καστοριάδης γεννήθηκε στις 11 Μαρτίου το 1922 στην Κωνσταντινούπολη και υπήρξε ένας φιλόσοφος που το έργο του μέσα από την διεπιστημονικότητα και την πολυεδρικότητά του κατάφερε να είναι οικουμενικό. Η συμμετοχή του σε ποικίλες πολιτικές και φιλοσοφικές συγκρούσεις αλλά και η σύζευξη γνωστικών πεδίων όπως της φιλοσοφίας, της πολιτικής, της ψυχανάλυσης, της οικονομίας, της βιολογίας τον καθιστούν έναν από τους σημαντικότερους φιλοσόφους του 20ου αιώνα.
Η αφετηρία της ενεργής πολιτικής δράσης του στάθηκε ο τροτσκιστής Άγης Στίνας, στην ομάδα του οποίου προσχωρεί ο Καστοριάδης το 1943, επιλογή που προκαλεί τη δίωξή του όχι μόνο από τους Γερμανούς αλλά και το ΚΚΕ του οποίου τη στάση αποδοκίμασε κατά τα Δεκεμβριανά. Το 1944 φεύγει με το πορτογαλικό πλοίο Ματαρόα για το Παρίσι όπου και εγκαθίσταται μόνιμα. Εκεί, γίνεται μέλος της τροτσκιστικής Τετάρτης Διεθνούς και του Διεθνιστικού Κομμουνιστικού Κόμματος, με τους οποίους όμως σταδιακά διακόπτει κάθε σχέση.
Μαζί με τον Claude Lefort ιδρύει την ομάδα «Socialisme ou Barbarie» («Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα»), που από την επόμενη χρονιά έως το 1965 εξέδιδε το ομώνυμο περιοδικό. Από πολύ νωρίς, λοιπόν, ο Κ. Καστοριάδης υποστηρίζει ότι ο στόχος των κομμουνιστικών κομμάτων δεν είναι η δημιουργία μίας αταξικής κοινωνίας αλλά μίας κομματικής δικτατορίας.
Το περιοδικό αυτό, το οποίο άσκησε καθοριστική επίδραση στον Μάη του ’68, ήταν ιδιαίτερα επικριτικό στα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού και αποτέλεσε βήμα για γνωστούς διανοητές της Γαλλίας όπως ο Lyotard και ο Debord.
Επίσης, τα βιβλία η Γραφειοκρατική Κοινωνία (1973), η Πείρα του Εργατικού Κινήματος (1974),το Περιεχόμενο του Σοσιαλισμού, ο Σύγχρονος Καπιταλισμός και Επανάσταση, η Γαλλική Κοινωνία (1979), προκύπτουν από κείμενα της εποχής.
Μέσω του περιοδικού, ασκείται σφοδρή κριτική απέναντι στο ρωσικό καθεστώς αλλά και στα δυτικά φιλελεύθερα καθεστώτα θεωρώντας και τα δύο απορροές του γραφειοκρατικού καπιταλισμού.
Ήδη από τα χρόνια του περιοδικού ο Καστοριάδης ήταν πολέμιος της ιστορικής τελεολογίας, δηλαδή είχε διαπιστώσει ότι οι διάφορες δομές (οικονομικές, πολιτικές, πολιτισμικές) δεν προδικάζουν τελεολογικά την εξέλιξη των κοινωνιών.
Αντίθετα, όπως λέει ο Στέφανος Ροζάνης, «έβλεπε τον άνθρωπο ως φορέα απελευθέρωσης των ψυχικών, συναισθηματικών, ενεργητικών και γλωσσικών δυνάμεων. Δυνάμεων που τον ωθούν σε μία υπεύθυνη προσωπική παρέμβαση στο πεδίο των κοινωνικών δράσεων, και άρα τον δομούν ως τελεστή της ανθρώπινης ιστορίας».
Αξιοσημείωτο είναι ότι ο Καστοριάδης εξέδιδε τα κείμενά του με ψευδώνυμα (Pierre Chaulieu, Paul Cardan, Marc Noiraud κ.α ) καθώς φοβόταν την απέλασή του στην Ελλάδα διότι δεν είχε ακόμη τη γαλλική υπηκοότητα. Προς τα τελευταία χρόνια του περιοδικού, ο Καστοριάδης απομακρύνεται από τη μαρξιστική φιλοσοφία και θεωρία της Ιστορίας όσο και από τη μαρξιστική οικονομική ανάλυση και στρέφεται προς την ψυχανάλυση, εργάζεται και ο ίδιος ως ψυχαναλυτής μέχρι τον θάνατό του, και γίνεται μέλος της επονομαζόμενης Τέταρτης Ομάδας, ενός κινήματος διαφωνούντων της σχολής του Lacan.
Η μεγαλύτερη συνεισφορά του Καστοριάδη προέρχεται από την σύζευξη της κοινωνικής θεωρίας και της ψυχανάλυσης, η οποία χαρακτηρίζει σταδιακά το σύνολο της σκέψης του, πράγμα το οποίο αποτυπώνεται στο σημαντικότερο βιβλίο του «Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας» (1975) και στη σειρά τα «Σταυροδρόμια του Λαβυρίνθου».
Κεντρικός όρος στον στοχασμό του Καστοριάδη είναι «η αυτονομία» της οποίας στόχος είναι η συνειδητοποίηση της αυτοθέσμισης της κοινωνίας. Οι ανθρώπινες κοινωνίες θα πρέπει να μπουν στην εξαιρετικά δύσκολη διαδικασία να συνειδητοποιήσουν την αυτοθέσμισή τους: το γεγονός ότι οι άνθρωποι ενώ συγκροτούνται οι ίδιοι σε κοινότητες, ταυτόχρονα ευθύνονται για την ιστορία τους η οποία είναι αποτέλεσμα της δική τους θέλησης και δράσης.
«Η πολιτική για τον Καστοριάδη υπάρχει όταν υπάρχει η αυτοστοχαστική δράση των ανθρώπων ως συλλογικότητας και δεν υπάρχει όταν οι άνθρωποι εκχωρούν τις επιθυμίες τους, τα όνειρά τους, τη δράση τους, την εξουσία τους, στους δήθεν αντιπροσώπους τους που αντιπροσωπεύουν οικογενειακά, κομματικά, ιδιωτικά και προσωπικά συμφέροντα», όπως λέει ο Γιώργος Οικονόμου μαθητής του Κορνήλιου Καστοριάδη.
Το 1979 ο Καστοριάδης εξελέγη διευθυντής της Ecoles des Hautes Etudes en Sciences Sociales. Εκτός από την απασχόλησή του ως ψυχαναλυτής, εργαζόταν ως ειδικός στον ΟΟΣΑ έως το 1970.
Ο Κορνήλιος Καστοριάδης διατηρούσε δυνατούς δεσμούς με την Ελλάδα και τα τελευταία χρόνια της ζωής του έδωσε πολλές διαλέξεις σε ελληνικά πανεπιστήμια. Το 1989 αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτορας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και το 1993 στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.
Έφυγε από τη ζωή τέσσερα χρόνια αργότερα, στις 26 Δεκεμβρίου του 1997...



Καστοριάδης - Εκπαίδευση

"Ο κεντρικός λόγος της παιδείας σε μία δημοκρατική κοινωνία είναι αναμφισβήτητος. [...] Και δεν μιλώ για την παιδεία που παρέχει το «Υπουργείο Παιδείας», ή εν πάση περιπτώσει όχι κυρίως γι’ αυτήν, ούτε για μια νιοστή «εκπαιδευτική μεταρρύθμιση», με τη οποία, υποτίθεται, θα προσεγγίζαμε περισσότερο τη δημοκρατία. Η παιδεία αρχίζει με τη γέννηση του ανθρώπου και τελειώνει με το θάνατό του. Συντελείται παντού και πάντα. Οι τοίχοι της πόλης, τα βιβλία, τα θεάματα, τα γεγονότα εκπαιδεύουν τους πολίτες - σήμερα δε κατά κύριο λόγο «παρεκπαιδεύουν».


"Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι μια δημοκρατία τέλεια, ολοκληρωμένη κ.λπ. μας πέφτει από τον ουρανό, είναι σίγουρο ότι δεν θα μπορέσει να επιζήσει περισσότερο από μερικά χρόνια, αν δεν δημιουργήσει τα άτομα που της αντιστοιχούν και που είναι, πρώτα και πάνω απ’ όλα, ικανά να την κάνουν να λειτουργήσει και να την αναπαραγάγουν. Δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατική κοινωνία χωρίς δημοκρατική παιδεία.



Κυριακή 8 Μαρτίου 2020

8 Μάρτη-η ποίηση για την Γυναίκα

Στις αγωνιζόμενες γυναίκες όλου του κόσμου               
Τζέιμς Οπενχάιμ
Καθώς τραβάμε εμπρός, εμπρός στην ομορφιά της μέρας
χιλιάδες σκοτεινές κουζίνες, χιλιάδες μαύρες φάμπρικες
γεμίζουν ξάφνου με του ήλιου τη λαμπράδα
γιατί ο κόσμος μας ακούει να τραγουδάμε
«Ψωμί και Τριαντάφυλλα, Ψωμί και Τριαντάφυλλα»
Ναι, για το Ψωμί παλεύουμε και για τα Τριαντάφυλλα.
Καθώς τραβάμε εμπρός, εμπρός φέρνουμε τις μεγάλες μέρες
το ξεσήκωμα των γυναικών είναι ξεσήκωμα όλης της ανθρωπότητας
όχι πια σκλάβοι και τεμπέληδες, δέκα που μοχθούν για έναν που ξαπλώνει
αλλά ένα δίκαιο μοίρασμα στ’ αγαθά της ζωής,
«Ψωμί και Τριαντάφυλλα, Ψωμί και Τριαντάφυλλα»
Αξίζεις μιαν αγάπη της Φρίντα Κάλο
"Αξίζεις μια αγάπη που να σε αγαπά ξεχτένιστη,
με τα πάντα και τις αιτίες που σε σηκώνουν βιαστικά,
με τα πάντα και τα δαιμόνια που δε σε αφήνουν να κοιμηθείς.
Αξίζεις μια αγάπη που να σε κάνει να νιώθεις σίγουρη,
που να μπορεί να καταναλώσει όλο τον κόσμο αν περπατάει χέρι με χέρι με σένα,
που να νιώθει πως οι αγκαλιές σου πάνε τέλεια με το δέρμα της.
Αξίζεις μια αγάπη που να θέλει να χορεύει μαζί σου,
που να επισκέπτεται τον παράδεισο κάθε φορά που κοιτάει τα μάτια σου,
και που δεν βαριέται ποτέ να διαβάζει τις εκφράσεις σου.
Αξίζεις μια αγάπη που να σε ακούει όταν τραγουδάς,
που να σε στηρίζει στα ρεζιλίκια σου,
που να σέβεται ότι είσαι ελεύθερη,
που να σε συνοδεύει στο πέταγμά σου,
που να μην την τρομάζει η πτώση.
Αξίζεις μια αγάπη που να πάρει τα ψέματα,
που να σου φέρει τον ενθουσιασμό,
τον καφέ
και την ποίηση."


Η Σονάτα του Σεληνόφωτος" Γιάννης Ρίτσος



(Ανοιξιάτικο βράδι. Μεγάλο δωμάτιο παλιού σπιτιού. Μία ηλικιωμένη γυναίκα ντυμένη στα μαύρα μιλάει σ' έναν νέο. Δεν έχουν ανάψει φως. Απ' τα δυο παράθυρα μπαίνει ένα αμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα να πω ότι η γυναίκα με τα μαύρα έχει εκδώσει δυο-τρεις ενδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές θρησκευτικής πνοής. Λοιπόν, η Γυναίκα με τα μαύρα μιλάει στον νέο.)

Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε!
Είναι καλό το φεγγάρι, - δε θα φαίνεται
που άσπρισαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι
θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Όταν έχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οι σκιές μες στο σπίτι,
αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες,
ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνου
λησμονημένα λόγια - δε θέλω να τ' ακούσω. Σώπα.

Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου
λίγο πιο κάτου, ως τη μάντρα του τουβλάδικου,
ως εκεί που στρίβει ο δρόμος και φαίνεται
η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο,
τόσο αδιάφορη κι αϋλη,
τόσο θετική σαν μεταφυσική
που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις
πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος κ' η φθορά του.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Θα καθίσουμε λίγο στο πεζούλι, πάνω στο ύψωμα,
κι όπως θα μας φυσάει ο ανοιξιάτικος αέρας
μπορεί να φαντάζουμε κιόλας πως θα πετάξουμε,
γιατί, πολλές φορές, και τώρα ακόμη, ακούω το θόρυβο του φουστανιού μου,
σαν το θόρυβο δυο δυνατών φτερών που ανοιγοκλείνουν,
κι όταν κλείνεσαι μέσα σ' αυτόν τον ήχο του πετάγματος
νιώθεις κρουστό το λαιμό σου, τα πλευρά σου, τη σάρκα σου,
κι έτσι σφιγμένος μες στους μυώνες του γαλάζιου αγέρα,
μέσα στα ρωμαλέα νεύρα του ύψους,
δεν έχει σημασία αν φεύγεις ή αν γυρίζεις
ούτε έχει σημασία που άσπρισαν τα μαλλιά μου,
(δεν είναι τούτο η λύπη μου - η λύπη μου είναι που δεν ασπρίζει κ' η καρδιά μου).
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα,
μοναχός στη δόξα και στο θάνατο.
Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Τούτο το σπίτι στοίχειωσε, με διώχνει –
θέλω να πω έχει παλιώσει πολύ, τα καρφιά ξεκολλάνε,
τα κάδρα ρίχνονται σε να βουτάνε στο κενό,
οι σουβάδες πέφτουν αθόρυβα
όπως πέφτει το καπέλο του πεθαμένου
απ’ την κρεμάστρα στο σκοτεινό διάδρομο
όπως πέφτει το μάλλινο τριμμένο γάντι της σιωπής απ’ τα γόνατά της
ή όπως πέφτει μια λουρίδα φεγγάρι στην παλιά, ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.

Κάποτε υπήρξε νέα κι αυτή, - όχι η φωτογραφία που κοιτάς με τόση δυσπιστία –
λέω για την πολυθρόνα, τόσο αναπαυτική,
μπορούσες ώρες ολόκληρες να κάθεσαι
και με κλεισμένα μάτια να ονειρεύεσαι ό,τι τύχει
- μιαν αμμουδιά στρωτή, νοτισμένη, στιλβωμένη από φεγγάρι,
πιο στιλβωμένη απ’ τα παλιά λουστρίνια μου που κάθε μήνα τα
δίνω στο στιλβωτήριο της γωνιάς,
ή ένα πανί ψαρόβαρκας που χάνεται στο βάθος
λικνισμένο απ’ την ίδια του ανάσα,
τριγωνικό πανί σα μαντίλι διπλωμένο λοξά μόνο στα δυο
σα να μην είχε τίποτα να κλείσει
ή να κρατήσει ή ν’ ανεμίσει διάπλατο σε αποχαιρετισμό. Πάντα μου
είχα μανία με τα μαντίλια,
όχι για να κρατήσω τίποτα δεμένο,
τίποτα σπόρους λουλουδιών ή χαμομήλι μαζεμένο στους αγρούς
με το λιόγερμα
ή να το δέσω τέσσερις κόμπους σαν το σκουφί που φοράνε
οι εργάτες στο αντικρινό γιαπί
ή να σκουπίσω τα μάτια μου, - διατήρησα καλή την όρασή μου
ποτέ μου δεν φόρεσα γυαλιά. Μια απλή ιδιοτροπία τα μαντίλια.

Τώρα τα διπλώνω στα τέσσερα, στα οχτώ, στα δεκάξι
ν’ απασχολώ τα δάχτυλα μου. και τώρα θυμήθηκα
πως έτσι μετρούσα τη μουσική σαν πήγαινα στο Ωδείο
με μπλε ποδιά κι άσπρο γιακά, με δυο ξανθές πλεξούδες
- 8, 16, 32, 64 -
κρατημένη απ’ το χέρι μιας μικρής φίλης μου ροδακινιάς
όλο φως και ροζ λουλούδια,
(συγχώρεσέ μου αυτά τα λόγια – κακή συνήθεια) – 32, 64 -
κ’ οι δικοί μου στήριζαν
μεγάλες ελπίδες στο μουσικό μου τάλαντο.
Λοιπόν, σου ‘λεγα για την πολυθρόνα –
ξεκοιλιασμένη – φαίνονται οι σκουριασμένες σούστες, τα άχερα –
έλεγα να την πάω δίπλα στο επιπλοποιείο,
μα που καιρός και λεφτά και διάθεση – τι να πρωτοδιορθώσεις; -
έλεγα να ρίξω ένα σεντόνι πάνω της, - φοβήθηκα
τα’ άσπρο σεντόνι σε τέτοιο φεγγαρόφωτο. εδώ κάθισαν
άνθρωποι που ονειρεύθηκαν μεγάλα όνειρα,
όπως κι εσύ κι όπως κι εγώ άλλωστε,
και τώρα ξεκουράζονται κάτω απ’ το χώμα
δίχως να ενοχλούνται απ’ τη βροχή ή το φεγγάρι.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Θα σταθούμε λιγάκι στην κορφή της μαρμάρινης σκάλας τ’ Αι Νικόλα,
ύστερα εσύ θα κατηφορίσεις κι εγώ θα γυρίσω πίσω
έχοντας στ’ αριστερό πλευρό μου τη ζέστα
απ’ το τυχαίο άγγιγμα του σακακιού σου
κι ακόμη μερικά τετράγωνα φώτα από μικρά συνοικιακά παράθυρα
κι αυτή την πάλλευκη άχνα απ’ το φεγγάρι
που ‘ναι σα μια μεγάλη συνοδεία ασημένιων κύκνων –
και δε φοβάμαι αυτή την έκφραση, γιατί εγώ
πολλές ανοιξιάτικες νύχτες συνομίλησα άλλοτε με το Θεό που μου εμφανίστηκε
ντυμένος την αχλύ και τη δόξα ενός τέτοιου σεληνόφωτος,
πυρπολημένη απ’ τα’ αδηφάγα μάτια των αντρών
κι απ’ τη δισταχτικήν έκσταση των εφήβων,
πολιορκημένη από εξαίσια, ηλιοκαμένα σώματα,
άλκιμα μέλη γυμνασμένα στο κολύμπι, στο κουπί, στο στίβο,
στο ποδόσφαιρο (που έκανα πως δεν τα ‘βλεπα)
μέτωπα, χείλη και λαιμοί, γόνατα, δάχτυλα και μάτια,
στέρνα και μπράτσα και μηροί (κι αλήθεια δεν τα ‘βλεπα)
- ξέρεις, καμιά φορά, θαυμάζοντας, ξεχνάς ό,τι θαυμάζεις,
σου φθάνει ο θαυμασμός σου, -
θέ μου, τι μάτια πάναστρα, κι ανυψωνόμουν
σε μιαν αποθέωση αρνημένων άστρων
γιατί, έτσι πολιορκημένη απ’ έξω κι από μέσα,
άλλος δε μου ‘μενε παρά μονάχα προς τα πάνω ή προς τα κάτω. –
Όχι, δε φτάνει.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Το ξέρω η ώρα είναι πια περασμένη. Άφησέ με,
γιατί τόσα χρόνια, μέρες και νύχτες και πορφυρά μεσημέρια, έμεινα μόνη
ανένδοτη, μόνη και πάναγνη,
ακόμη στη συζυγική μου κλίνη πάναγνη και μόνη,
γράφοντας ένδοξους στίχους στα γόνατα του Θεού,
στίχους που, σε διαβεβαιώ, θα μείνουνε σα λαξευμένοι σε άμεμπτο μάρμαρο
πέρα απ’ τη ζωή μου και τη ζωή σου, πέρα πολύ. δε φτάνει.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Τούτο το σπίτι δε με σηκώνει πια.
Δεν αντέχω να το σηκώνω στη ράχη μου.
Πρέπει πάντα να προσέχεις,
να στεριώνεις τον τοίχο με το μεγάλο μπουφέ
να στεριώνεις τον μπουφέ με το πανάρχαιο σκαλιστό τραπέζι
να στεριώνεις το τραπέζι με τις καρέκλες
να στεριώνεις τις καρέκλες με τα χέρια σου
να βάζεις τον ώμο σου κάτω απ’ το δοκάρι που κρέμασε.
Και το πιάνο, σα μαύρο φέρετρο κλεισμένο. Δεν τολμάς να τ’ ανοίξεις.
Όλο να προσέχεις, να προσέχεις, μην πέσουν, μην πέσεις. Δεν αντέχω.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Τούτο το σπίτι, παρ’ όλους τους νεκρούς του, δεν εννοεί να πεθάνει.
Επιμένει να ζει με τους νεκρούς του
να απ’ τους νεκρούς του
να ζει απ’ τη βεβαιότητα του θανάτου του
και να νοικοκυρεύει ακόμη τους νεκρούς του σ’ ετοιμόρροπα κρεβάτια και ράφια.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Εδώ, όσο σιγά κι αν περπατήσω μες την άχνα της βραδιάς,
είτε με τις παντούφλες, είτε ξυπόλητη,
κάτι θα τρίξει, - ένα τζάμι ραγίζει ή κάποιος καθρέφτης,
κάποια βήματα ακούγονται, - δεν είναι δικά μου.
Έξω, στο δρόμο μπορεί να μην ακούγονται τούτα τα βήματα, -
ή μεταμέλεια, λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα, -
κι αν κάνεις αν κοιτάξεις σ’ αυτόν ή στον άλλον καθρέφτη,
πίσω απ’ τη σκόνη και τις ραγισματιές,
διακρίνεις πιο θαμπό και πιο τεμαχισμένο το πρόσωπό σου,
το πρόσωπο σου που άλλο δε ζήτησες στη ζωή
παρά να το κρατήσεις καθάριο κι αδιαίρετο.
Τα χείλη του ποτηριού γυαλίζουν στο φεγγαρόφωτο
σαν κυκλικό ξυράφι – πώς να το φέρω στα χείλη μου;
όσο κι αν διψώ, - πώς να το φέρω; - Βλέπεις;
έχω ακόμη διάθεση για παρομοιώσεις, - αυτό μου απόμεινε,
αυτό με διαβεβαιώνει ακόμη πως δε λείπω.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Φορές-φορές, την ώρα πού βραδιάζει, έχω την αίσθηση
πως έξω άπ’ τα παράθυρα περνάει ο αρκουδιάρης
με την γριά βαριά του αρκούδα
με το μαλλί της όλο αγκάθια και τριβόλια
σηκώνοντας σκόνη στο συνοικιακό δρόμο
ένα ερημικό σύννεφο σκόνη που θυμιάζει το σούρουπο
και τα παιδιά έχουν γυρίσει σπίτια τους για το δείπνο
και δεν τ' αφήνουν πια να βγουν έξω
μ' όλο πού πίσω απ' τούς τοίχους
μαντεύουν το περπάτημα της γριάς αρκούδας –
κ' η αρκούδα κουρασμένη πορεύεται μες στη σοφία της μοναξιάς της,
μην ξέροντας για που και γιατί –
έχει βαρύνει, δεν μπορεί πια να χορεύει στα πισινά της πόδια
δεν μπορεί να φοράει τη δαντελένια σκουφίτσα της
να διασκεδάζει τα παιδιά, τούς αργόσχολους τους απαιτητικούς
και το μόνο που θέλει είναι να πλαγιάσει στο χώμα
αφήνοντας να την πατάνε στην κοιλιά, παίζοντας έτσι το τελευταίο παιχνίδι της, δείχνοντας την τρομερή της δύναμη για παραίτηση,
την ανυπακοή της στα συμφέροντα των άλλων,
στους κρίκους των χειλιών της, στην ανάγκη των δοντιών της,
την ανυπακοή της στον πόνο και στη ζωή
με τη σίγουρη συμμαχία του θανάτου - έστω κ' ενός αργού θανάτου-
την τελική της ανυπακοή στο θάνατο με τη συνέχεια και τη γνώση της ζωής
που ανηφοράει με γνώση και με πράξη πάνω απ' τη σκλαβιά της.

Μα ποιος μπορεί να παίξει ως το τέλος αυτό το παιχνίδι;
Κ' η αρκούδα σηκώνεται πάλι και πορεύεται
υπακούοντας στο λουρί της, στους κρίκους της, στα δόντια της,
χαμογελώντας με τα σκισμένα χείλια της στις πενταροδεκάρες
που τις ρίχνουνε τα ωραία και ανυποψίαστα παιδιά
(ωραία ακριβώς γιατί είναι ανυποψίαστα)
και λέγοντας ευχαριστώ. Γιατί οι αρκούδες που γεράσανε
το μόνο που έμαθαν να λένε είναι: ευχαριστώ , ευχαριστώ.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Τούτο το σπίτι με πνίγει. Μάλιστα η κουζίνα
είναι σαν το βυθό της θάλασσας. Τα μπρίκια κρεμασμένα γυαλίζουν
σα στρόγγυλα, μεγάλα μάτια πίθανων ψαριών,
τα πιάτα σαλεύουν αργά σαν τις μέδουσες,
φύκια και όστρακα πιάνονται στα μαλλιά μου
– δεν μπορώ να τα ξεκολλήσω ύστερα,
δεν μπορώ ν’ ανέβω πάλι στην επιφάνεια –
ο δίσκος μου πέφτει απ’ τα χέρια άηχος, - σωριάζομαι
και βλέπω τις φυσαλίδες απ’ την ανάσα μου ν’ ανεβαίνουν, ν’ ανεβαίνουν
και προσπαθώ να διασκεδάσω κοιτάζοντας τες
κι αναρωτιέμαι τι θα λέει αν κάποιος βρίσκεται από πάνω και βλέπει αυτές τις φυσαλίδες,
τάχα πως πνίγεται κάποιος ή πως ένας δύτης ανιχνεύει τους βυθούς;

Κι αλήθεια δεν είναι λίγες οι φορές που ανακαλύπτω εκεί,
στο βάθος του πνιγμού,
κοράλλια και μαργαριτάρια και θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων,
απρόοπτες συναντήσεις, και χτεσινά και σημερινά και μελλούμενα,
μιαν επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας,
κάποιο ξανάσασμα, κάποιο χαμόγελο αθανασίας, όπως λένε,
μιαν ευτυχία, μια μέθη, κι ενθουσιασμόν ακόμη,
κοράλλια και μαργαριτάρια και ζαφείρια
μονάχα που δεν ξέρω να τα δώσω – όχι, τα δίνω
μονάχα που δεν ξέρω αν μπορούν να τα πάρουν – πάντως εγώ τα δίνω.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Μια στιγμή, να πάρω τη ζακέτα μου.
Τούτο τον άστατο καιρό, όσο να ‘ναι, πρέπει να φυλαγόμαστε.
Έχει υγρασία τα βράδια, και το φεγγάρι
δε σου φαίνεται, αλήθεια, πως επιτείνει την ψύχρα;

Άσε να σου κουμπώσω το πουκάμισο – τι δυνατό το στήθος σου,
τι δυνατό φεγγάρι, - η πολυθρόνα, λέω
– κι όταν σηκώνω το φλιτζάνι απ’ το τραπέζι
μένει από κάτω μια τρύπα σιωπή, βάζω αμέσως την παλάμη μου επάνω
να μην κοιτάξω μέσα, - αφήνω πάλι το φλιτζάνι στη θέση του
και το φεγγάρι μια τρύπα στο κρανίο του κόσμου – μην κοιτάξεις μέσα,
είναι μια δύναμη μαγνητική που σε τραβάει – μην κοιτάξεις, μην κοιτάχτε,
ακούστε που σας μιλάω – θα πέσετε μέσα. Τούτος ο ίλιγγος
ωραίος, ανάλαφρος – θα πέσεις, -
ένα μαρμάρινο πηγάδι το φεγγάρι,
ίσκιοι σαλεύουν και βουβά φτερά, μυστηριακές φωνές – δεν τις ακούτε;

Βαθύ βαθύ το πέσιμο,
βαθύ βαθύ το ανέβασμα,
το αέρινο άγαλμα κρουστό μες στ’ ανοιχτά φτερά του,
βαθιά βαθιά η αμείλικτη ευεργεσία της σιωπής, -
τρέμουσες φωταψίες της άλλης όχθης,
όπως ταλαντεύεσαι μες στο ίδιο σου το κύμα,
ανάσα ωκεανού. Ωραίος ανάλαφρος
ο ίλιγγος τούτος, - πρόσεξε, θα πέσεις. Μην κοιτάς εμένα,
εμένα η θέση μου είναι το ταλάντευμα – ο εξαίσιος ίλιγγος.
Έτσι κάθε απόβραδο
έχω λιγάκι πονοκέφαλο, κάτι ζαλάδες.

Συχνά πετάγομαι στο φαρμακείο απέναντι για καμιάν ασπιρίνη
άλλοτε πάλι βαριέμαι και μένω με τον πονοκέφαλό μου
ν' ακούω μες στους τοίχους τον κούφιο θόρυβο
πού κάνουν οι σωλήνες του νερού,
ή ψήνω έναν καφέ, και, πάντα αφηρημένη,
ξεχνιέμαι κ' ετοιμάζω δυο - ποιος να τον πιει τον άλλον; -
αστείο αλήθεια, τον αφήνω στο περβάζι να κρυώνει
ή κάποτε πίνω και τον δεύτερο, κοιτάζοντας
απ' το παράθυρο τον πράσινο γλόμπο του φαρμακείου
σαν το πράσινο φως ενός αθόρυβου τραίνου που έρχεται να με πάρει
με τα μαντίλια μου, τα σταβοπατημένα μου παπούτσια,
τη μαύρη τσάντα μου, τα ποιήματά μου,
χωρίς καθόλου βαλίτσες - τι να τις κάνεις; -
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

«Α, φεύγεις; Καληνύχτα.» Όχι, δε θα ‘ρθω. Καληνύχτα.
Εγώ θα βγω σε λίγο. Ευχαριστώ. Γιατί επιτέλους, πρέπει
να βγω απ' αυτό το τσακισμένο σπίτι.
Πρέπει να δω λιγάκι πολιτεία, - όχι, όχι το φεγγάρι –
την πολιτεία με τα ροζιασμένα χέρια της, την πολιτεία του μεροκάματου,
την πολιτεία που ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά της
την πολιτεία που όλους μας αντέχει στην ράχη της
με τις μικρότητές μας, τις κακίες, τις έχτρες μας,
με τις φιλοδοξίες, την άγνοια μας και τα γερατειά μας,-
ν' ακούσω τα μεγάλα βήματα της πολιτείας,
να μην ακούω πια τα βήματά σου
μήτε τα βήματα του Θεού, μήτε και τα δικά μου βήματα. Καληνύχτα.

(Το δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πως κάποιο σύννεφο θα ‘κρυβε το φεγγάρι. Μονομιάς, σαν κάποιο χέρι να δυνάμωσε το ραδιόφωνο του γειτονικού μπαρ, ακούστηκε μία πολύ γνώστη μουσική φράση. Και τότε κατάλαβα πως όλη τούτη τη σκηνή τη συνόδευε χαμηλόφωνα η «Σονάτα του Σεληνόφωτος», μόνο το πρώτο μέρος. Ο νέος θα κατηφορίζει τώρα μ' ένα ειρωνικό κ' ίσως συμπονετικό χαμόγελο στα καλογραμμένα χείλη του και μ' ένα συναίσθημα απελευθέρωσης. Όταν θα φτάσει ακριβώς στον Αϊ-Νικόλα, πριν κατεβεί τη μαρμάρινη σκάλα, θα γελάσει, -ένα γέλιο δυνατό, ασυγκράτητο. Το γέλιο του δε θ' ακουστεί καθόλου ανάρμοστα κάτω απ' το φεγγάρι. Ίσως το μόνο ανάρμοστο να ‘ναι το ότι δεν είναι καθόλου ανάρμοστο. Σε λίγο, ο Νέος θα σωπάσει, θα σοβαρευτεί και θα πει «η παρακμή μίας εποχής». Έτσι, ολότελα ήσυχος πια, θα ξεκουμπώσει πάλι το πουκάμισό του και θα τραβήξει το δρόμο του. Όσο για τη γυναίκα με τα μαύρα, δεν ξέρω αν βγήκε τελικά απ' το σπίτι. Το φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Και στις γωνιές του δωματίου οι σκιές σφίγγονται από μιαν αβάσταχτη μετάνοια, σχεδόν οργή, όχι τόσο για τη ζωή όσο για την άχρηστη εξομολόγηση. Ακούτε; το ραδιόφωνο συνεχίζει.)



ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ  «Γυναίκες»
“…Φτωχές γυναίκες,
μοδίστρες, δακτυλογράφοι, ασπρορουχούδες,
τίμιες ή σπιτωμένες, ακόμα κι άλλες
εκείνες του σκοινιού και του παλουκιού,
γυναίκες του ανέμου, της βροχής, του κουρνιαχτού,
νιώσαμε το φόβο που κρύβεται καμιά φορά
πίσω από την αγνότητα,
την κούραση πίσω από την καλοσύνη ή την αδιαφορία
πίσω απ’ την υπακοή.
Μα πιο πολύ νιώσαμε την αδυναμία που
κρύβεται πίσω απ’ την κακία.
Συχνά μας άφησαν εκείνοι που αγαπούσαμε
πολλές, πάνω στη τρέλα τους, τους ρίξανε βιτριόλι,
οι πιο πολλές βέβαια κλάψαμε, χτυπηθήκαμε,
μα φροντίσαμε σύντομα να βρούμε έναν άλλον,
γιατί τα χρόνια περνάνε…
Αν μας έβλεπε κανείς το βράδυ, όταν μένουμε μονάχες
και βγάζουμε τις φουρκέτες, τις ζαρτιέρες, και κρεμάμε
στην κρεμάστρα το πανωφόρι κι αυτήν τη βαμμένη μάσκα
που μας φόρεσαν, εδώ και αιώνες τώρα, οι άντρες
για να τους αρέσουμε –
αν μας έβλεπαν, θα τρόμαζαν μπροστά σε τούτο
το γυμνό, κουρασμένο πρόσωπο.
Αχ, γυναίκες έρημες,
κανείς δεν έμαθε ποτέ πόση αγωνία κρύβεται πίσω απ’
τη λαγνεία, ή την υστεροβουλία μας.
Και πάντα γυρεύαμε το καλύτερο….
Συχνά καταφύγαμε και στις χαρτορίχτρες,
τρέχουμε στα μέντιουμ να μάθουμε- τι να μάθουμε;
Διαβάζουμε καθημερινά το ωροσκόπιο στις εφημερίδες,
πηγαίνουμε σε διάφορους ύποπτους αστρολόγους…
λοιπόν πού πάμε; Από πού ερχόμαστε; Τι ψάχνουμε
παλεύοντας αιώνια με τα έξω και τα μέσα μας στοιχεία;
Ερχόμαστε απ’ το φόβο και το φόνο, απ’ το αίμα και
την επανάληψη. Ερχόμαστε απ’ την παλαιολιθική αρπαγή-
κι αρχίζουμε την ανθρώπινη φιλία.
Τέλος, ύστερα από πολλά, παντρευόμαστε,
κάνουμε κάμποσες εκτρώσεις, αρκετά παιδιά,
ύστερα έρχεται η κλιμακτήριος, οι μικρονευρασθένειες,
κι ύστερα τίποτα. Όλα καταλαγιάζουν μέσα μας.
Κι επιθυμίες κι αναμνήσεις- αχ περνάει
γρήγορα η ζωή, ούτε το καταλαβαίνεις.
Τα παιδιά ζούνε σ’ ένα δικό τους κόσμο, δε μας ξέρουν
παρά μονάχα σα μητέρες, δεν μπόρεσαν να μας δουν
ποτέ λίγο κι εμάς σαν ανθρώπους-
με τις μικρότητες ή τις παραφορές τους.
Έτσι ζήσαμε. Αγνοημένες και μονάχες μέσα
στο εσωτερικό μας πάθος,
αγνοημένες κι έρημες μέσα στην ιερότητα
της μητρότητάς μας…”



Τα κοχύλια ζουν; Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη

Τα κοχύλια ζουν;   Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη Τα κοχύλια ζουν; Η Νεφέλη όταν αντίκρισε την παραλία της Πευκιάς ψηλά από τον δρόμ...