Σάββατο 16 Σεπτεμβρίου 2023

Αύριο,έχει ο θεός...! Μια ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη-Ηχητικό-Λόγος με t...


 

 

Αύριο, έχει ο θεός...!

Κοίταζε το παιδάκι που έτρωγε στο απέναντι παγκάκι με λαιμαργία το ζεστό κρουασάν και του έπεφταν τα σάλια. Άραγε, από πότε είχε να φάει; Μπορεί να ήταν πριν από δυο μέρες, από εκείνο το βράδυ που τον λυπήθηκε κάποιος και του έριξε στο τσίγκινο πιατάκι ένα εύρώ, και είχε αγοράσει ένα κουλούρι απ΄τον κουλουρά της γειτονιάς. Μπορεί όμως και αρκετές μέρες πριν. Μήπως η πείνα είχε αρχίσει να εξασθενεί τη μνήμη του; Ίσως. Τελικά, κακό πράμα η πείνα, σε βάζει σε κάτι τρυπάκια, σε κάτι περιπέτειες, που ποτέ δεν είχες φαντασθεί ότι θα μπορούσες να ζήσεις. Δηλαδή, τι να ζήσεις; Μια κουβέντα είναι, όταν το στομάχι χτυπάει ταμπούρλο, όταν δεν μπορείς να κοιμηθείς, να κινηθείς. Σε ακινητοποιεί η άτιμη με τα βαρίδια της. Σώμα και πνεύμα παραδομένα σ’ ένα συνεχές κενό. 

Αναστέναξε και γύρισε αμέσως αλλού το βλέμμα του. Φοβόταν τον εαυτό του, μη και δεν συγκρατηθεί και ορμίσει πάνω στο παιδάκι και αρπάξει το κρουασάν μέσα απ’ το στόμα του.

Μίλτος Παυλίδης, σαράντα χρονών, πρώην μεγαλοτσομπάνης με πολλά κοπάδια αιγοπροβάτων νυν θεόπτωχος και άστεγος. Εδώ κι ένα χρόνο μετά το μεγάλο κατακλυσμό, καμιά σχέση με του Νώε, εκείνη μπροστά στου Χείρωνα ήταν λάιτ, η ζωή του μια απίστευτη κατρακύλα, δίχως φρένα και τακάκια..., Μέσα σε μια μέρα έχασε τα πάντα, ζώα, σπίτι, αγροτικό, με λίγα λόγια όλο το βιός του. Από τότε ο Μίλτος έχει γίνει ένας περιπλανώμενος και παραπλανημένος πρώην μεγαλοτσομπάνης μια και η κυβέρνηση, παρά τις υποσχέσεις της, ακόμα δεν έχει απαλύνει κάπως τις πληγές του...

Ευτυχώς, που δεν είχε οικόγενεια, και μόνο τον εαυτό του είχε να κλαίει, αλλιώς δεν θα το άντεχε...Ο Μίλτος ήταν πολύ ευαίσθητος άνθρωπος...

Αποφάσισε να φύγει και να περπατήσει προς το κέντρο της πόλης, εκεί όπου σ' ένα μεγάλο δρόμο υπήρχε μια υπαίθρια αγορά, μήπως και κάνει κανένα θέλημα και βγάλει κανένα μεροκάματο και φάει κάτι. Ένα σουβλάκι, ένα σάντουϊτς...Μετά, είχε ο θεός...Θα πήγαινε στο στέκι του, εκεί όπου είχαν κατασκηνώσει κι άλλοι...συνάδελφοι του άστεγοι...συγκεκριμένα σ' ένα πεζοδρόμιο κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό, και θα περίμενε, να κουδουνίσει κανένα ευρούλι στο τσίγκινο πιατάκι του...Μακάρι να είχε τη φλογέρα του, να έπαιζε κανένα τραγούδι της ράχης και του λόγγου... αλλά...θάφτηκε κι αυτή μαζί με τ'άλλα πράγματά του στη λασπουριά...

Κατηφόρισε τη μεγάλη λεωφόρο με σκυφτό το κεφάλι. Από την καταστροφή και μετά πάντα σκυφτός περπατούσε. Κάποια στιγμή εκεί που πήγαινε να στρίψει για να βγει στο δρόμο με την υπαίθρια αγορά, στη γωνία είδε πεσμένο ένα φάκελο. Ένα ταχυδρομικό φάκελο από εκείνους με την εσωτερική επένδυση. Είπε να τον προσπεράσει αλλά στο τέλος υπερίσχυσε η περιέργειά του και τον σήκωσε. Αντί να στρίψει να βγει στο δρομο με την υπαίθρια αγορά, πέρασε απέναντι το φανάρι και κατευθύνθηκε με βήμα γοργό προς τη μικρή πλατεία, εκείνη με το άγαλμα ενός ευεργέτη. Κάθισε σ' ένα παγκάκι και άρχισε να περιεργάζεται το φάκελο, ρίχνοντας ταυτόχρονα και μερικές ματιές τριγύρω, μή τύχόν και υπήρχε κανένα αδιάκριτο μάτι...

Να τον ανοίξει, ή να μην τον ανοίξει...ιδού το δίλλημα. Κι αν τον ανοίξει και περιέχει κάτι που δεν πρέπει να δει, κάτι απόρρητο, βρε αδελφέ, τι κάνει τότε;...Όχι, όχι, δεν θα τον ανοίξει, θα πάει να τον αφήσει πάλι εκεί που το βρήκε. Μπορεί αυτουνού που του έπεσε να πάει τον ψάξει εκεί...

Απ' την άλλη όμως, μπορεί και να μην ήταν τυχαίο που τον βρήκε.. να του τον έστειλε ο θεός, κάποιος φύλακας άγγελος, ποιος ξέρει...

Τελικά, αποφάσισε να τον ανοίξει...

Ω! Ευαγγελίστρα μου! αναφώνησε, μ΄αυτό που αντίκρισε, δεν είναι δυνατό, δεν είναι... λεφτά, πολλά λεφτά...μονολόγησε με φωνή που ίσα του έβγαινε. Ναι, αυτό που είχε ανικρίσει δεν ήταν άλλο από ένα μεγάλο πάκο από ευρώ χρώματος μωβ. Τον έκλεισε όπως όπως και τον έκρυψε εσωτερικά του μπουφάν του, ενώ μια πονηρή σκέψη είχε αρχίσει να τριβολίζει το μυαλό του. Να τον κρατήσει. Απ' όσο μπορούσε να υπολογίσει θα πρέπει να ήταν γύρω στις 50 με 6ο χιλιάδες, μια χαρά λ ποσό για να κάνει μια νέα αρχή. Αν ανήκε σε κάποιον που τα είχε ανάγκη. Μα κι αυτός τα είχε ανάγκη. Δεν τα είχε; Ναι, αλλά δεν ήταν σωστό. Άσε ότι μπορεί να ήταν και γρουσουζιά αν τα κρατούσε. Ό,τι κερδίζεις χωρίς να κόπο, του έλεγε ο πατέρας του, να ξέρεις ότι δεν θα σου βγει σε καλό. “Ναι, είδα πως μου βγήκαν σε καλό τα τόσα χρόνια σκληρής δουλειάς στο χωράφι και στη στάνη, μέσα σε μια στιγμή, ήρθε ο Χείρωνας και όλα πήγαν στράφι. Γι' αυτό, άσε με ρε πατέρα, άσε με...”είπε και αναστέναξε.

Σηκώθηκε και πήγε και κάθισε πίσω απ' ένα θάμνο. Με τις κεραίες του τεντωμένες, πήρε ξανά το φάκελο, τον άνοιξε και βάζοντας το χέρι του μέσα άρχισε να ψαχουλεύει. Ήθελε να δει αν υπήρχε και κάτι άλλο μέσα κάποιο στοιχείο που θα μπορούσε να δείξει σε ποιον ανήκαν τα χρήματα αυτά. Τελικά, κάτι βρήκε. Συγκεκριμένα ένα σημείωμα. Το έβγαλε αμέσως κι άρχισε να το διαβάζει. Ήταν από κάποιο φιλανθρωπικό σωματείο, ονόματι Αγάπη, που είχε μαζέψει αυτά τα λεφτά για κάποιο φτωχό παιδάκι, που ήταν βαριά άρρωστο για ναπάει στο εξωτερικό να κάνει εγχείρηση. Έψαξε να βρει τη διεύθυνση αυτού του φιλανθρωπικού σωματείου. Ήταν γραμμένη στην πίσω πλευρά του φακέλου, που απ' την σαστιμάρα του όμως δεν την είχε δει.

Ε, ρε διλλήματα που σου βάζει η ρημάδα η ζωή ... μονολόγησε κι έκρυψε το φάκελο πάλι στο εσωτερικό του μπουφάν του.

Αντι να πάρει τον δρόμο για την υπαίθρια αγορά, πήρε αυτόν που έβγαζε στη μεγάλη λεωφόρο. Πέρασε απέναντι και έκανε δεξιά, σ΄ένα στενό δρομάκι, κοιτώντας τα νούμερα. Όταν έφτασε στο νούμερο 12 σταμάτησε. Χτύπησε το κουδούνι και περίμενε. Του άνοιξε μια κοπέλα, γύρω στα 30. Εκείνη μόλις τον είδε έτσι ρακένδυτο πήγε αμέσως να του κλείσει την πόρτα. Ο Μίλτος όμως την στάματησε. “Μην κλείνετε, έχω κάτι για εσάς”

Τι μπορεί να έχετε εσείς για μένα;”

Ο Μίλτος χωρίς να πει κάτι της έδωσε αμέσως τον φάκελο. Η κοπέλα μόλις τον πήρε στα χέρια της το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να δει αν είχε παραβιαστεί.

Πού τον βρήκατε;”

Σε μια γωνία, εδώ πιο κάτω”.

Σας ευχαριστώ πολύ. Είχαμε φάει το σύμπαν για να τον βρούμε. Είχε πέσει....” άρχισε να του λεει την ιστορία εκείνη.

Δεν είστε υποχρεωμένη να μου πείτε όλη την ιστορία...” την διέκοψε κάποια φορά... “Λοιπόν, ας πηγαίνω εγώ τώρα...καλή σας ημέρα”.

Κατηφόρισε, αυτή τη φορά, τη μεγάλη λεωφόρο. Μέσα του ένοιωθε μια χαρμολύπη. Χαρά που ένα παιδάκι θα σωζόταν και λύπη που για μια ακόμη φορά θα κοιμόταν πεινασμένος.

Είχε αρχίσει να βρέχει. Διάφοροι περαστικοί είχαν ανοίξει τις ομπρέλες τους κι άλλοι έτρεχαν να φυλλαχτούν απ' αυτή κάτω απ τα υπόστεγα . Χαμογέλασε. Εκείνος τη βροχή πια δεν φοβόταν...Φοβάται ο βρεγμένος τη βροχή... όχι.

Πριν φτάσει στην υπαίθρια αγορά έκανε μια στάση σ΄ενα μεγάλο φούρνο. Το στομάχι του γουργούριζε... Πόσο θάθελε να φάει ένα κρουασάν... Έβαλε το χέρι του στη τσέπη του παντελονιού του και έβγαλε ένα ξεχασμένο αντίδωρο που είχε πάρει μια κυριακή από κάποια εκκλησία. Το σκούπισε απ' τα χνούδια και το έκανε μια χαψιά.

Αύριο, έχει ο θεός” είπε και συνέχισε τον δρόμο του...




Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου 2023

“Ήταν η πρώτη φορά που ο Ανδρέας επισκεπτόταν τις φυλακές”Δάκρυα θλιμμέν...



Δάκρυα θλιμμένης προσευχής…

Ήταν Τετάρτη και ώρα δύο το μεσημέρι όταν ο Ανδρέας μετά από ένα πολύωρο ταξίδι πέρασε την μεγάλη πύλη των φυλακών και κατευθύνθηκε προς το κεντρικό φυλάκιο, ένα γραφείο αποπνικτικά μικρό. Έριξε μια γρήγορη ματιά μέσα να δει αν υπήρχε κάποιος φύλακας. Δεν υπήρχε. Ήταν ακόμα νωρίς, απ’ ό,τι του είχαν πει, το φυλάκιο άνοιγε στις τρεις το απόγευμα. Θα μπορούσε να πάει να πιει έναν καφέ στο καφενεδάκι που υπήρχε απέναντι, αλλά προτίμησε να καθίσει εκεί, ήθελε να είναι απ’ τους πρώτους που θα περνούσε τον έλεγχο.

Πρώτη φορά επισκεπτόταν μια φυλακή. Δεν ήξερε τίποτα για φυλακές, ούτε καν πού έπεφταν μέχρι εκείνη τη μέρα, πριν από δύο μήνες, που πήρε στο χέρι του ένα γράμμα. Ένα γράμμα από μια κρατούμενη. Του το είχε αφήσει πάνω στο τραπέζι της κουζίνας η θεία του η Κρινιώ δίπλα απ’ το σκεπασμένο πιάτο με το αγαπημένο του φαγητό. Παραξενεύτηκε, δεν είχε κάποιον που θα μπορούσε να του στείλει κάποιο γράμμα. Δυο, τρεις φίλοι είχε που έμεναν δυο στενά παρακάτω από το σπίτι του. Ούτε και κανέναν συγγενή. Τον μόνο που είχε ήταν η θεία του, η Κρινιώ, πρώτη ξαδέλφη της μάνας του, που από τη μέρα που πέθανε, μωράκι ακόμα, εκείνη τον μεγάλωσε σαν πραγματική μάνα.

Κάθισε σε μια ξέμπαρκη συφοριασμένη πλαστική καρέκλα που υπήρχε δίπλα απ’ το φυλάκιο και είπε έτσι περιμένοντας να ξαναδιαβάσει το γράμμα αυτό από την Μάρθα Καρνέζη. Ίσαμε εκατό φορές το είχε διαβάσει, πίστευε ότι με την επανάληψη θα μπορούσε κάποια στιγμή να χωνέψει, να συνειδητοποιήσει την ανατροπή που απ’ τη μια στιγμή στην άλλη έφερε τα πάνω κάτω στη ζωή του.

Το έβγαλε, λοιπόν, απ’ την εσωτερική τσέπη του μπουφάν του κι άρχισε για μία ακόμη φορά να το διαβάζει…

«Σπύρο,

Θα αναρωτιέσαι ποια είμαι και τι σχέση, εγώ μια κρατούμενη μπορεί να έχω μαζί σου. Και με το δίκιο σου, αγόρι μου, όμως, κάνε λίγη υπομονή και θα μάθεις.

Λοιπόν, όλα ξεκίνησαν πριν από είκοσι χρόνια όταν η ζωή κάποια στιγμή επέλεξε για μένα μια μοναχική ανάβαση στον Γολγοθά. Μια ανάβαση που έμοιαζε σαν εκείνα τα ανακοινωθέντα σε κάποιες μικρές στήλες εφημερίδων, εκείνα που ο κάθε αναγνώστης συνήθως τα προσπερνά αδιάφορα και ο εκδότης από υποχρέωση και μόνο καταγράφει το συμβάν.

Ήταν μια βροχερή μέρα στα μέσα του χειμώνα του 1970 όταν στην έξοδο του εργοστασίου που δούλευα με περίμενε το αφεντικό. Ήθελε λόγω βροχής να με πάει εκείνος στο σπίτι μου με τη λιμουζίνα του. Του αρνήθηκα ευγενικά. Εκείνος όμως επέμενε λέγοντάς μου ότι η στάση για να πάρω το λεωφορείο ήταν αρκετά μακριά και θα γινόμουν μουσκίδι. Το ξανασκέφτηκα και δέχτηκα. Την επόμενη μέρα πάλι με περίμενε στην έξοδο. Αυτή τη φορά μπορεί να μην έβρεχε, έκανε όμως πολύ κρύο. Να μην τα πολυλογώ οι καιρικές συνθήκες μας έκαναν να έρθουμε κοντά. Έτσι μια ηλιόλουστη Κυριακή μας βρήκε εμάς τους δύο να τρώμε σ’ ένα εξοχικό ταβερνάκι κοντά στη θάλασσα. Ήταν ευγενικός, περιποιητικός, κι έμοιαζε να πετάει στους επτά ουρανούς έχοντας εμένα παρέα. Κάπως έτσι, άρχισε η σχέση μας μ΄ένα δεσμο που έμελλε να γίνει ολέθριος. Εγώ απ’ την άλλη ένιωθα χλιαρά. Δεν ήταν ο έρωτας της ζωής μου. Για μένα μόνο ένας έρωτας υπήρξε, εκείνος του Δημήτρη, που δυστυχώς, έφυγε απ’ τη ζωή και τη ζωή μου εντελώς ξαφνικά λίγες μέρες πριν ανεβούμε τα σκαλιά της εκκλησίας.. Τέλος πάντων…

Ο Άρης, το αφεντικό, γνωρίζοντας ότι δεν ήμουν ερωτευμένη μαζί του έκανε τα πάντα να με κρατήσει κοντά του. Προσπαθούσε να μου δίνει ωραίες ερωτικές στιγμές. Μου άρεσε αλλά μέχρι εκεί. Οι διαφορές μας ήταν χαώδεις. Ούτε ιδεολογικά ήμασταν μαζί, ούτε από μόρφωση. Μπορεί να δούλευα ως εργάτρια στο εργοστάσιο και τιμή μου μεγάλη που ήμουν εργάτρια, ήμουν, όμως, και πτυχιούχος φιλόλογος αλλά εκείνη την εποχή, μεσούσης μάλιστα και της χούντας, μια αριστερή ήταν δύσκολο να βρει δουλειά και μάλιστα σε σχολείο. Ο καιρός περνούσε και εγώ βλέποντας ότι η σχέση μας δεν πήγαινε παραπέρα από τη δική μου την πλευρά, μια μέρα σε κάποιο ραντεβού μας του είπα ότι θέλω να χωρίσουμε. Από εκείνη τη στιγμή η ζωή μου έγινε ένα μαρτύριο, ασκώντας πάνω μου βία. Κι όλο αυτό γιατί δεν μπορούσε με τίποτα να δεχτεί ότι είχαμε τελειώσει. Η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο. Τότε αποφάσισα να φύγω απ’ τη δουλειά και να αλλάξω και σπίτι ώστε να χάσει κάθε ίχνος μου. Έτσι μετακόμισα σε ένα σπίτι σε μια άλλη γειτονιά της πρωτεύουσας. Δυστυχώς, μετά από μία εβδομάδα με εντόπισε. Η ζωή μου έγινε ακόμα πιο μαρτυρική. Σε ανύποπτη στιγμή εμφανιζόταν μπροστά μου σαν φάντης μπαστούνι ζητώντας μου πιεστικά να τον ακολουθήσω στο δωμάτιο που είχε κλείσει σε κάποιο ξενοδοχείο. Εγώ όσο αρνιόμουν, τόσο εκείνος πείσμωνε και γινόταν πιο βίαιος. Αποφάσισα να πάω στην αστυνομία να τον καταγγείλω, αλλά δεν βρέθηκε ούτε ένας αστυνομικός να δείξει ενδιαφέρον, μια ευαισθησία, αγόρι μου, για την κατάστασή μου. Κανένα ενδιαφέρον.

Και περνούσε ο καιρός μέσα στον φόβο και την απελπισία. Οι μέρες μου, οι ώρες μου είχαν κάτι σαν ραδιενέργεια, που αν και δεν φαινόταν με γυμνό μάτι, είχε όμως «μολυσμένες» επιδράσεις στην ψυχή μου. Όσες φορές πήγα να ζητήσω βοήθεια, μήπως βγω από αυτόν τον εφιάλτη, εύρισκα, πάντα μπροστά μου έναν τοίχο, μια παγερή αδιαφορία. Προσευχόμουν στο θεό μου, ζητώντας του μια ανάσα ανθρώπου, μια καρδιά που να παλλόταν, ένα σημάδι λύτρωσης…

Ήταν παραμονή του Άγιου Σπυρίδωνα όταν επιστρέφοντας στο σπίτι μου από μια επίσκεψη τον είδα να με περιμένει μπροστά στην πόρτα μου. Πάγωσα από φόβο μήπως και πάλι μ’ αρπάξει και κάνει το ίδιο, με πάει δηλαδή στο βρώμικο εκείνο ξενοδοχείο και με βιάσει όπως ένα βράδυ πριν από μια εβδομάδα. Προσπάθησα να ξεφύγω, εκείνος όμως ήταν πιο δυνατός. Κάποια στιγμή, λίγο πριν με βάλει με τη βία στο αυτοκίνητό του, βρήκα τη δύναμη και τον έσπρωξα. Εκείνος παραπάτησε και έπεσε κάτω χτυπώντας το κεφάλι του στην άσφαλτο . Σκοτώθηκε επί τόπου.

Από εκείνο το μοιραίο βράδυ η ζωή μου μπήκε στα αζήτητα… Παγιδευμένη κι ανήμπορη να με υπερασπιστώ, παραδόθηκα στο έλεος των δικαστών. Η εμμονή αυτή στην αδιαφορία ήταν ο δικός μου εξευτελισμός. Ήταν σαν να έβλεπα έναν μαθηματικό να γράφει στον πίνακα 2+2=5 και να μην το διορθώνει. Έτσι βρέθηκα να διαβαίνω μια μέρα την πύλη των φυλακών.Δις ισόβια κάθειρξη…

Είχε περάσει περίπου ένας μήνας…Κάποια μέρα ένιωσα μιαν αδιαθεσία και με πήγαν στον γιατρό. Μου έκαναν εξετάσεις, δεν είχα κάτι το ανησυχητικό, απλά ήμουν έγκυος. Για να μην τα πολυλογώ εκεί αρχές του Ιούνη γέννησα ένα υγιέστατο αγοράκι. Όνομα μητρός Μάρθα Καρνέζη. όνομα πατρός αγνώστο…Επειδή δεν ήθελα να μεγαλώσει μέσα φυλακή και επειδή δεν είχα γονείς, είχαν πεθάνει και οι δυο το έδωσα στην πρώτη μου ξαδέλφη, που ήξερα ότι θα το αναθρέψει σαν πραγματική μάνα. Για το αγόρι αυτό ήμουν πεθαμένη. Όλα αυτά τα χρόνια εγκλεισμού μέρα μάθαινα νέα του. Η ξαδέλφη μου σε κάθε επισκεπτήριο ερχόταν να με δει. Μου έλεγε τα νέα τους, πώς περνούσε, πώς μεγάλωνε. Μάλιστα που έφερνε και φωτογραφίες του από διάφορες φάσεις της ζωής του. Το αγόρι αυτό ήσουν εσύ Ανδρέα.

Τώρα ξέρεις την αλήθεια. Πριν με κρίνεις άκου την προσευχή μου, αυτή που έλεγα στο δικό μου θεό κάθε βράδυ πριν πέσω για ύπνο, ελπίζοντας να περάσει μέσα απ’ τα συρματοπλέγματα αυτά που μάτωναν το βλέμμα μου, και να φτάσει σε σένα, στον κόσμο...

«Πού είσαι θεε μου; Πού είσαι απόψε που αισθάνομαι πως πεθαίνει η συνέχεια πέρα απ' τον ορίζοντα, που νοιώθω πως θρηνεί το φως από τότε που το υποχρέωσαν ν' ακολουθεί το σκοτάδι, ένα σκοτάδι που Κρίση την βάπτισαν, για να δικαιολογήσουν την παρούσα ΑΠΟΥΣΙΑ, που νοιώθω πως ο πόνος που ερήμην μου με δυναστεύει, πόνος αλλιώτικος, αλλόκοτος, σκληρότερος από κείνο που μ' έφερε εδώ;

Που νοιώθω γερασμένη – γελασμένη στο τελευταίο ΤΕΤΕΛΕΣΘΑΙ; Λαχταρώ να διώξω την καταχνιά του κορμιού μου,και να το ντύσω, ηλιογέννητε θέ μου, με τη λαχτάρα της Χαράς.

Να πάψω να κρυώνω...

Λαχταρώ να Σου στείλω δάκρυα θλιμμένης Προσευχής για μια συνέχεια ζωής που ονειρευόμουν.

Δεν θέλω να πεθάνω ΖΩΝΤΑΝΗ!

Πεινάω για μελλούμενη ΖΩΗ...

Πού είσαι θέε μου;

Δεν βιαζόμουν να φτάσω στην Ιθάκη μου, την ονειρευόμουν, μα...εκείνη ξεμάκρυνε α-κόμα πιο πολύ.

Συνθηκολόγησα με τη μοίρα μου και βάλθηκα, αναγεννημένη, ν' ακολουθήσω την οδό της Σωτηρίας. Μα ξεθώριασαν τα μονο-πάτια στο χάρτη μου. Χάθηκαν, δεν τα θωρώ πια...

Πού είσαι Χριστέ μου;

Φοβάμαι, ναι φοβάμαι πως θα χαθώ – χωρίς ΕΛΕΟΣ – στις γωνιές της απόλυτης σιωπής, ισχνή και καταφρονεμένη, ανύπαρ-κτη φιγούρα σαν να μην ανήκα ποτέ στο ΚΟΣΜΟ!

Τ' αναμάρτητα αδέλφια μου κει έξω στο μεθύσι της λησμοσύνης, συμμετέχουν ακυ-ρώνοντάς με.

Δεν θα προλάβω -λέω- να Σου μιλήσω για τη διαδικασία μιας επόμενης ζωής που σχεδίαζα – σαν τέλειωνε η τιμωρία μου...

Απόκαμα...

Πού είσαι θεε μου;»

Τον επόμενο μήνα αποφύλακίζομαι, βγαίνω έξω κι εκείνο που τρομάζει είναι ο φόβος να συνεχίσω να ζω σ’ έναν κόσμο αδιάφορο σ΄έναν κόσμο με παροπλισμένη συνείδηση».

Μάρθα.

Έβαλε πάλι το γράμμα μέσα στο φάκελο και κοίταξε το ρολόι του. Ήταν τρεις και ένα λεπτό. Σηκώθηκε και πήγε και κάθισε μπροστά στο παράθυρο. ήταν ανοικτό και η φύλακας είχε έρθει.

-Καλησπέρα, είπε δειλά.

Η φύλακας ανταπέδωσε. «Για ποιον έχετε έρθει;» τον ρώτησε.

«Για την Μάρθα Καρνέζη»

«Α, ναι, σήμερα η Μάρθα αποφυλακίζεται…Δώστε μου, σας παρακαλώ, την ταυτότητά σας…

Ο Ανδρέας της τη έδωσε.

«Ανδρέας Καρνέζης» διάβασε το όνομά του φωναχτά η φύλακας…μετά σηκώνοντας το βλέμμα της τον ρώτησε: «Είστε συγγενής της;

«Ναι, είμαι ο γιος της …


Παρασκευή 25 Αυγούστου 2023

Ποιος είναι ο Δεσμώτης;Γιατί ζητάει απεγνωσμένα βοήθεια;Το ξύλινο βήμα τ...

Η Εριέττα ποτέ δεν πίστεψε ότι ο παππούς της αυτοκτόνησε-Το ξύλινο βήμα ...

Η οικόγενεια Πλουμπή ήταν η πιο ισχυρή του νησιού"Το ξύλινο βήμα της Αυγ...

Η Εριέττα ποτέ δεν πίστεψε ότι ο παππούς της αυτοκτόνησε-Το ξύλινο βήμα ...

Τα κοχύλια ζουν; Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη

Τα κοχύλια ζουν;   Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη Τα κοχύλια ζουν; Η Νεφέλη όταν αντίκρισε την παραλία της Πευκιάς ψηλά από τον δρόμ...