Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2013

Ο καραγκιόζης διηγείται την ιστορία του...!

Όλοι με ρωτούν από πού κρατάει η σκούφια μου. Τι να σου πω, πατριώτη, δεν έχω βγάλει άκρη. Ένας θρύλος  με θέλει να είμαι δημιούργημα του Σέϊχ Κιουστερί που καταγόταν απ’ την Προύσα. Ο φίλος μου ο Χατζιαβάτης είχε αναλάβει να κτίσει το σαράι του Σουλτάνου και με πήρε για αρχιμάστορα. Το σαράι όμως δεν τελείωνε, γιατί έλεγα πολλά αστεία και διάφορα σκωπτικά σχόλια με αποτέλεσμα να σταματούν οι χτίστες και οι εργάτες την δουλειά τους. Τότε ο Σουλτάνος έδωσε διαταγή να με κρεμάσουν, ενώ τον Χατζιαβάτη να τον εκτελέσουν. Ο θάνατός μας, όμως, στοίχισε τόσο πολύ στον Σουλτάνο που έπεσε σε βαθιά μελαγχολία. Τότε ένας σοφός – αυλικός του για να διασκεδάσει τη μελαγχολία του, έφτιαξε δύο χάρτινες φιγούρες που απεικόνιζαν εμένα και το φιλαράκι μου τον Χατζιαβάτη, και παρουσίασε θέατρο σκιών στον κύριο Σουλτάνο.
Άλλος πάλι θρύλος με θέλει να έχω γεννηθεί στην Τουρκία, να είμαι Έλληνας Μικρασιάτης, και να ζω με την οικογένειά μου στην Προύσα. Όσο  για το ονοματάκι μου, ε, μετά από πολλές σκέψεις, κατέληξαν ότι έχει βγει απ’ το Καρά που σημαίνει Μαύρος και το Γκιόζ που σημαίνει Μάτι στη τουρκική γλώσσα, δηλαδή Καραγκιόζ σημαίνει Μαυρομάτης. Άντε, λύσαμε και το γρίφο με το όνομά μου.
Τώρα, υπάρχει μια μαρτυρία που με θέλει να έχω δώσει παράσταση στον ελλαδικό χώρο το 1809 στην περιοχή των Ιωαννίνων στην τουρκική γλώσσα. Μάλιστα, λέγεται ότι στην παράσταση αυτή ήταν θεατής  ο λόρδος Βύρων. Τέλος πάντων, το θεατρικό αυτό θέαμα με πρωταγωνιστή την αφεντιά μου φαίνεται  ότι άρεσε και άρχισε πια να παίζεται στην ελληνική γλώσσα, διατηρώντας τα ίδια τεχνικά χαρακτηριστικά, διαμορφώνοντας όμως παράλληλα ξεχωριστό περιεχόμενο, αντλημένο από την ελληνική παράδοση. Έτσι, από τότε, είμαι ένας λαϊκός ήρωας που εκπροσωπώ τον φτωχό Έλληνα στο περιβάλλον της τουρκοκρατίας και στο πρόσωπό μου ενσαρκώνεται ο κοινός αγώνας του Έλληνα κατά της δουλοπρέπειας και της υποταγής στους ξένους δυνάστες. Είμαι καμπούρης και ξυπόλητος, ζω σε μια παράγκα απέναντι απ' το σαράι του βεζίρη και  περιστοιχίζομαι εκτός από την Αγλαία, τη συμβία μου και τα τρία μου παιδιά,  τον Κολλητήρη, τον Κοπρίτη και το Μιρικόκο, και από άλλους, όπως απ' τον θειο μου,  τον Μπάρμπα Γιώργο, το Βεληγκέκα, τον δουλοπρεπή φίλο μου και φύλακα του σαράι, τον Σταύρακα, τον μάγκα, τον Σιορ Νιόνιο, τον ευγενή και το χαριτωμένο απ' το ωραίο Τζάντε., το Μορφονιό, τον μαμάκα με τη τεράστια μύτη, που πιστεύει ότι είναι ωραίος, τον  Εβραίο, τον πλούσιο και τσιγκούνη έμπορο της πόλης, το Βεζίρη και φυσικά την όμορφη Βεζιροπούλα, το κρυφό αντικείμενο του πόθου μου. Εκτός από πτωχός και πεινασμένος, είμαι και πολυμήχανος , ανυπότακτος και δυναμικός, πανέξυπνος και άεργος, επίμονος και ευφυής. Όμως, πάνω απ' όλα είμαι ονειροπόλος. Ναι, ονειροπόλος...Αυτό με έχει σώσει όλα αυτά τα χρόνια...Αυτό, θα σώσει και σένα πατριώτη...!

Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2013

Όταν η μουσική ανταμώνει τη σοφία...!




μικρές αλήθειες μετά μουσικής...!




"Ξαπλώνω σ'ένα λιβάδι,
αφήνω την απέραντη
γαλήνη να με διαποτίσει
μέχρι που γίνομαι ένα
με τα ζώα,τα σύννεφα
που παρασέρνει ο αέρας
και τα πουλιά"
(Alice James)



"Καμιά ζωή δε συγκρίνεται με τούτη:
Γέρνω ήσυχα στο παράθυρο
και παρακολουθώ τα φύλλα
που πέφτουν,
τα μπουμπούκια που ξεμυτίζουν
με το γύρισμα των εποχών"
(Hsueh-Tou)



"Κανείς δεν μπορεί να μαζέψει όλα
τα όμορφα κοχύλια της θάλασσας
Μπορεί να μαζέψει λίγα μονάχα,
κι είναι πιο όμορφα αν είναι λίγα"
(Αnne Morrow Lindbergh)



"Μην φορτώνετε υπερβολικά τη βάρκα της ζωής,
πάρτε μόνο τα απαραίτητα
-ένα ζεστό σπιτικό και απλές χαρές,
ένα δύο άξιους φίλους, κάποιον που αγαπάτε και σας αγαπά,
μια γάτα, ένα σκύλο, λίγο φαγητό και λίγα ρούχα..."
(Jerome K.Jerome)


"Μην αφήνετε τα ασήμαντα πράγματα
να διαταράσσουν τη γαλήνη του μυαλού.
Η ζωή είναι εξαιρετικά πολύτιμη για να τη θυσιάζουμε
σε ασημαντότητες...Αγνοήστε τα επουσιώδη.
(Grenville Kleiser)


Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2013

Ανδρέας Λασκαράτος: Ο σατιρικός ποιητής που αφορίστηκε...!

"Μωροί, υπέρμαχοι της στασιμότητος, φονεύσετε αν θέλετε τον καινοτόμον. Αλλά να ξεύρετε ότι ο φόνος του καινοτόμου είναι η εγκαινίαση των αρχών του. Πειστική διά σας απόδειξη ο φόνος του καινοτόμου Ιησού".Από το  «Ιδού ο άνθρωπος»

Ανδρέας Λασκαράτος, ένας σπουδαίος σατιρικός συγγραφέας, ένα ανήσυχο πνεύμα, που με τα έργα του έφερε τα «πάνω-κάτω» στο κατεστημένο της εποχής του, με αποτέλεσμα να γνωρίσει διώξεις, τη φυλάκιση ακόμα και τον αφορισμό του από την εκκλησία. Γεννήθηκε τη 1η Μαίου του 1811 στην εξοχική τοποθεσία Ριτσάτα, που ήταν κοντά στο Ληξούρι της Κεφαλονιάς κατά την περίοδο που τα Επτάνησα περνούσαν απ’ τη γαλλική στην αγγλική κηδεμονία. Ήταν γόνος πλούσιας οικογένειας γαιοκτημόνων και σπούδασε νομικά στο Παρίσι. Το επάγγελμα του νομικού το εξάσκησε μόνο όταν βρέθηκα σε οικονομική ανάγκη. Υπήρξε μαθητής του Ανδρέου Κάλβου, και γνώρισε τον Διονύσιο Σολωμό, μια συνάντηση που τον επηρέασε πολύ στη μετέπειτα πορεία του. Ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία, την ποίηση, ενώ ήταν πιο γνωστός ως λιβελογράφος.Εξέδωσε αρκετές σατιρικές εφημερίδες, όπως ο «Λύχνος» και καταφέρθηκε κατά της αδικίας, της πολιτικής ανικανότητας, των θρησκευτικών προλήψεων αλλά και κατά της αυθαιρεσίας της θρησκευτικής αρχής. Το έργο του με τίτλο «Τα Μυστήρια της Κεφαλονιάς» προκάλεσε τόσο μεγάλες αντιδράσεις, που κατέληξε στον αφορισμό του στην αρχή απ’ τον Μητροπολίτη Κεφαλονιάς και κατόπιν από την Ιερά Σύνοδο.Τι να κάνει, φεύγει κυνηγημένος στη Ζάκυνθο, αλλά αφορίζεται και εκεί, αυτή τη φορά απ’ το μητροπολίτη, Κοκκίνη. Όμως, λίγο πριν πεθάνει, ο επίσκοπος Δόριζας της Κεφαλονιάς «λύνει» τον αφορισμό του. Ο Ανδρέας Λασκαράτος πέθανε τελικά στο Αργοστόλι στις 23 Ιουνίου του 1901.
Το έργο του παραμένει διαχρονικό έως σήμερα. Ανάμεσα στα κυριότερα έργα του είναι: «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς», «Ιδού ο άνθρωπος ή ανθρώπινοι χαρακτήρες», «Ποιήματα και Ανέκδοτα», «Οι καταδρομές μου εξαιτίας του Λύχνου», «Απόκριση στον αφορισμό».
Ανέκδοτα Περιστατικά:
- Στη γιορτή του, ένας γείτονάς του για να τον ειρωνευτεί του έστειλε με την υπηρέτριά του ως δώρο ένα καλάθι γεμάτο κέρατα κριαριού που πάνω είχε μια επιγραφή «Στη γιορτή σου». Βλέποντας αυτό ο Λασκαράτος βγαίνει έξω στον κήπο του και κόβει τα ωραιότερα άνθη και τα βάζει μέσα στο ίδιο καλάθι με την επιγραφή «Ό,τι διαθέτει ο καθένας σε αφθονία δωρίζει» και τα δίνει στην υπηρέτρια λέγοντας: «Δώστε αυτά κόρη μου στον κύριό σου».
-Όταν ο επίσκοπος τον αφόρισε, κάποιος πήγε να τον επισκεφτεί για να του το αναγγείλει. «Τα έμαθες σιορ- Ανδρέα, ο επίσκοπος σε αφόρισε» και τότε ο Λασκαράτος του απαντά: «Ευχαριστώ τον επίσκοπο για τον αφορισμό, αλλά θα τον παρακαλούσα πολύ να μου αφορίσει και τα παπούτσια των παιδιών μου για να μη λιώσουνε οι σόλες τους και υποβάλλομαι σε έξοδα».

Από το έργο του «Ιδού ο άνθρωπος ή ανθρώπινοι χαρακτήρες»
«Ο υποψήφιος βουλευτής»
 Ο υποψήφιος τούτος πολύν καιρόν πριν της ψηφοφορίας αρχίζει να χαιρετά, τους μεν εγκαρδίως, τους δε βαθυσεβάστως, όλους όσους έχουνε ψήφο.
 Κάποτε βάνει απάνου κ΄ εφημερίδα, με την οποία κατακρένει αυστηρώς τες πράξες της κυβερνήσεως, ως ασύμφερες δια τον λαόν. Αν ημπορέση και ατομικώς να χτυπήση υπαλλήλους της κυβερνήσεως, θα ήναι μία τύχη δι΄ αυτόν. Αφού εξεσπάθωσε υπέρ του λαού, όσους περισσότερους υπέρ του λαού θανατώση, τόση περισσότερη η αξιοπιστία του.
 Πηαίνει στα χωριά και γλυκομιλεί των χωριάτωνε.
 — Αδερφάκια μου και αϊταράκια μου...!
 Τες ύστερες ημέρες βγάνει και πρόγραμμα.
Στο πρόγραμμά του υπόσχεται όσα και ο πρωθυπουργός υπόσχεται στον βασιλικόν λόγον· και, εννοείται, με την ίδιαν ιδέαν εχτελέσεως.
 Αν ήναι πλούσιος, ή αν έχη πλούσιους υποστηριχτάς, οι φτωχοί ψηφοφόροι εκείνες τες ημέρες οικονομούνται με 5-10-15 φράνκα ο καθένας δια την ψήφον του. Επειδή ο υποψήφιος αγοράζει, πότε φθηνά, και πότε ακριβά, κατά τους ανθρώπους, και κατά την ώρα.
 Τελειωμένο έτσι και πιτυχημένο το έργον του εις τον τόπον του, φεύγει τότε δια τας Αθήνας. (Ω, Αθήνα μου, βουλευτάδες οπού σου στέλνουμε!...) Στας Αθήνας, ο εις τον τόπο του μεγαλέμπορος εκλογικών ψήφων παρουσιάζεται μεταπράτης, αλλά θησαυρού μεταπράτης, επειδή φέρνει χιλάδες ψήφους συμπυκνωμένες εις μίαν μόνην αλλά πολύτιμην ψήφον, δυναμένην να συντελέση εις την στερέωσην, ή την φτώσην του Υπουργείου.
 Μία τέτοια ψήφος, ένας τέτοιος πολύτιμος αδάμας, δεν αγοράζεται με 5-10-15 φράνκα· αλλά με δημόσιες θέσες του υιού, του αδελφού, του ξαδέλφου· με μετάθεσες μη ευνοουμένων υπαλλήλων, με παύσες, με διορισμούς, με ρουσφέτια άλλα. Και έτσι, τελειωμένη και τούτη η δεύτερη πράξη, τελειώνει μαζύ της και όλο το βουλευτικό στάδιο του βουλευτή μας.
 Οποίο κατόρθωμα δια τον τόπο, και δια το έθνος!-

Ανδρέας Λασκαράτος,  ένα σπινθηροβόλο πνεύμα, ένας άνθρωπος που έβλεπε, τελικά, μπροστά, πολύ μπροστά...!




Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2013

Δημήτρη Ψαθά: "ΤΑ ΚΑΚΟΑΝΑΤΕΘΡΑΜΜΕΝΑ"..!

Όσο ψάχνει κανείς, είναι σίγουρο ότι όλο και κάτι θα ξετρυπώσει…Να, λοιπόν, τι ξετρύπωσα τις προάλλες. Είναι ένα  κείμενο του Δημήτρη Ψαθά από το περιοδικό Νέα Γενιά. Το περιοδικό αυτό ήταν όργανο της ΕΠΟΝ και έβγαινε παράνομο επί γερμανικής εποχής. Με την Νέα Γενιά, συνεργάστηκαν πολλοί γνωστοί επιστήμονες, καθηγητές, λογοτέχνες, όπως ο Γιάννης Ρίτσος, ο Κώστας Βάρναλης, ο Μενέλαος Λουντέμης, η Έλλη Αλεξίου, ο Ασημάκης Γιαλαμάς, η Γαλάτεια Καζαντζάκη, ο Νικηφόρος Βρεττάκος, ο Νίκος Καββαδίας, Νότης Περγιάλης και φυσικά ο Δημήτρης Ψαθάς.
Καλό διάβασμα…!

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΨΑΘΑΣ

«ΚΑΚΟΑΝΑΤΕΘΡΑΜΜΕΝΑ»

Ο κύριος που όρμησε στο τραμ ήταν απ’ τους πιο επιβλητικούς κυρίους που είχα δει ποτέ. Φορτωμένος ως τα μπούνια με δώρα και ψώνια πρωτοχρονιάτικα δεν είχε χάσει τίποτ’ απ’ την ευλυγισία και τη μαχητικότητά του. Στ’ ορμητικό πέρασμά του απ’ το διάδρομο του τραμ ανέτρεψε μια χοντρή κυρία, δυο λιγνούς κυρίους, εποδοπάτησε ένα κοριτσάκι και πρόφτασε να στρογγυλοκάτσει θριαμβευτικά στη θέση. Ενώ από πίσω οι άλλοι επιβάτες έκαναν το σταυρό τους, κοιτώντας τον με κατάπληξη, εκείνος ταχτοποιούσε τον εαυτό του για να νιώσει όσο μπορούσε αναπαυτικότερα. Έβαλε τα πακέτα στα γόνατά του, άπλωσε τα πόδια του στο ξύλο του μπροστινού καθίσματος, διόρθωσε τη γραβάτα και το καπέλο του. Συγχρόνως στραβοκοιτούσε τους άλλους επιβάτες και μουρμούριζε ζητώντας τα ρέστα:
- Τα γαϊδούρια!
Κι ύστερα:
- Τα γουρούνια!
Κι ύστερα:
- Αλλά Έλληνες δε είμαστε; Βούρδουλα θέλουμε. Ε, βρε, πού είσαστε Γερμανοί! Ναι, τους Γερμανούς θέλουμε για να μπούμε σε τάξη!
Κι ενώ τα ’λεγε αυτά, εκφράζοντας ποιος ξέρει ποιες βαθιές νοσταλγίες της ψυχής του – κρατούσε τα πλούσια πακέτα του αγκαλιά σαν να έτρεμε μη τυχόν και του τα έπαιρνε κανένας. Η πλαϊνή θέση του έμενε κενή, γιατί κάποιος χριστιανός – από εκείνους που ο ορμητικός κύριος ονόμασε με ολόκληρη την ονοματολογία της ζωολογίας – εφώναξε μια γυναικούλα του λαού που κρατούσε ένα αγοράκι, να κάτσει εκείνη. Στρώθηκε η γυναικούλα, ευχαρίστησε κι έβαλε το παιδί στα γόνατά της.
- Σας ενοχλώ, κύριε;
- Και βέβαια μ’ ενοχλείτε.
- Με το μπαρδόν.
Τα μάτια του αξιοσέβαστου κυρίου είχαν πέσει σαν αστραπές επάνω στο παιδί που καθώς κοιτούσε τα πακέτα με τα παιχνιδάκια – ρόδες, κούκλες, καραμούζες, αυτοκινητάκια – ετρόμαζε μήπως τυχόν και ο μικρός του αρπάξει κανένα. Έσκυψε, λοιπόν, επάνω στα πολύχρωμα πακέτα του, εσούφρωσε τα φρύδια, εγούρλωσε τα μάτια και αγκάλιασε σφιχτότερα τα πολύτιμα υπάρχοντά του. Εκεί έγινε μια απ’ τις πιο νόστιμες σκηνές που είδα ποτέ στο τραμ. Βλέποντας ο μικρός το άγριο ύφος του αξιοσέβαστου κυρίου έβαλε τις φωνές:
- Φοβάμαι, μαμά, φοβάμαι!
- Τι φοβάσαι, παιδί μου;
- Τον κύλιο. Τλώει παιδιά;
Ξέσπασαν στα γέλια όλοι οι επιβάτες και η μητέρα του παιδιού, προσπαθώντας να καθησυχάσει το μικρό, έκανε με την αφέλειά της πιο κωμική τη θέση του αξιοσέβαστου κυρίου:
- Όχι, παιδάκι μου! Ο κύριος δεν τρώει παιδιά. Είναι ένας καλός κύριος. Ο κύριος δεν είναι Γερμανός. Μόνο οι Γερμανοί τρώνε παιδιά.
- Είναι Γελμανός! Γελμανός!
- Όχι, πουλάκι μου, Κοίταξέ τον. Είναι ένας πολύ καλός κύριος που τ’ αγαπάει τα παιδιά. Δεν είναι Γερμανός.
Ο μικρός όμως άρχισε να τσιρίζει «είναι Γελμανός, Γελμανός» κι η θέση του κυρίου έγινε κωμικοτραγική. Η διάθεσή του ήταν, βέβαια, να πνίξει το διαολάκο που η κακή του τύχη έφερε κοντά του, αλλά κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία, σφίχτηκε και χαμογέλασε, έβγαλε ένα πορτοκάλι από την τσέπη του παλτού του και τ’ άπλωσε στο μικρό:
- Έλα, πάρε, κατεργάρη.
- Δεν τλως παιδιά;
- Όχι, χαζέ. Ανόητε!
Έπρεπε να δείτε τη φάτσα του ανθρώπου εκείνου που προσπαθούσε με το βιασμένο χαμόγελο να καμουφλάρει το βράσιμο της ψυχής του. Όμως ξεθάρρεψε ο μικρός, πήρε το πορτοκάλι και άφησε τη χαρά του να ξεσπάσει, χοροπηδώντας στα γόνατα της μάνας του μ’ ένα αναπάντεχο τραγούδι:
- Λαοκατία και όχι βασιλιά!
Ε, φίλοι μου! Αυτό ήταν η σταγόνα που χρειαζόταν να ξεχειλίσει το ποτήρι. Ο αξιοσέβαστος κύριος φαίνεται πως ήταν από τους πιο αδιάλλαχτα φανατικούς. Άνοιξαν τα μάτια του, άνοιξε το στόμα του, κοκκίνισε η φάτσα του, πετάχτηκαν οι ματάρες του με φλογισμένα βλέμματα όξω από τις κόγχες:
- Α, το άτιμο! Είναι και κουκουέδικο! Φέρε μου το πορτοκάλι! Δώσ’ μου πίσω το πορτοκάλι, παλιόπαιδο! Κακοανατεθραμμένο! Γρήγορα μη σου τα τσακίσω τα χέρια!
Τρομαγμένο το παιδί πέταξε το πορτοκάλι, χώθηκε στην αγκαλιά της μάνας του κατακίτρινο, τσιρίζοντας:
- Είναι Γελμανός! Γελμανός!
Νέο κύμα γέλιου ξέσπασε μέσα στο τραμ. Όπου ο αξιοσέβαστος κύριος δεν μπόρεσε πια ν’ ανθέξει, μάζεψε τα πακέτα του, έβρισε πάλι «γαϊδούρια, γουρούνια», «κουκουέδες», ανέφερε μερικούς στο πέρασμά του και κατέβηκε στην πρώτη στάση πολλά μουρμουρίζοντας κατά φρένα και θυμόν. Εκεί στον εξώστη ήταν κι ένας αλητάκος που τον προέπεμψε με τη φωνή:
- Χρόνια πολλά στο Χίτλερ, μπάρμπα!
Κι ο αξιοσέβαστος άνθρωπος απομακρύνθηκε γρυλίζοντας με τα πακέτα του, με την ψυχή του, με τον εθνικισμό του και βράζοντας ολόκληρος εναντίον των «κακοανατεθραμμένων» παιδιών, σίγουρος ότι ο ίδιος είχε την καλύτερη ανατροφή του κόσμου.

Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2013

12 /10/ 1944:Απελευθέρωση της Αθήνας από τους Ναζί



«Η πιο όμορφη, η πιο αλαφριά μέρα του κόσμου» Γιώργος Σεφέρης

Ήταν ένα ηλιόλουστο πρωινό Πέμπτης. Οι Γερμανοί δεν είχαν προλάβει ακόμα να εκκενώσουν την πόλη και ο λαός της πρωτεύουσας, από τις συνοικίες, τα εργοστάσια, τα σχολεία, τα υπουργεία, τα καταστήματα, άρχισε να ξεχύνεται στους δρόμους της Αθήνας ζητωκραυγάζοντας για την απελευθέρωσή του. Μια λαοθάλασσα πλημμυρίζει κυριολεκτικά την πλατεία Συντάγματος, την Πανεπιστημίου, στη Σταδίου, την Ακαδημίας, το Ζάππειο και την πλατεία Ομονοίας. Μέσα σε λίγες ώρες όλα είχαν σημαιοστολισθεί με γαλανόλευκες. Οι 1.264 ημέρες σκλαβιάς στο ναζισμό είχαν πια τελειώσει. Μέσα σε λίγη ώρα στην Ακρόπολη δεν κυμάτιζε πια η γερμανική σημαία με τη σβάστικα, αλλά η γαλανόλευκη.
Έξι ημέρες αργότερα από την αποχώρηση των Γερμανών, φθάνει από την Ιταλία ο επικεφαλής της κυβέρνησης, ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου και την 18 Οκτώβρη υψώνει και επίσημα τη σημαία στην Ακρόπολη.
Όμως δεν θ’ αργήσουν αν έρθουν τα δίσεκτα χρόνια….
Οι υποσχέσεις, όσο η Ελλάδα ήταν στο πεδίο των μαχών, ξεχάστηκαν και οι ενδείξεις της ελληνικής κατάρας, του εμφυλίου σπαραγμού, δυστυχώς, ήταν πλέον ορατές.

Παρ’ όλα αυτά, εκείνη η ηλιόλουστη Πέμπτη του 1944 δεν θα ξεχαστεί ποτέ.
Σε κείνους τους μαύρους χρόνους της ναζιστικής σκλαβιάς υπήρχε η ελπίδα. Η ελπίδα της ελευθερίας, της υπερηφάνειας, της αξιοπρέπειας…











Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2013

Έντιθ Πιάφ-Ζωή σαν τριαντάφυλλο...!



Μια μοναδική φωνή, ένα αξεπέραστο ταλέντο…
Η Εντίθ Ζιοβανά Γκασσιόν  γεννήθηκε στο Παρίσι στις 19 Δεκεμβρίου του 1915 κάτω από μια λάμπα υγραερίου. Ο πατέρας της, Λουί Αλφόνς Γκασσιόν, ήταν ακροβάτης του δρόμου και η μητέρα της, Ανιτά Μεγιάρ, ήταν λυρική τραγουδίστρια, γνωστή με το ψευδώνυμο Line Marsa. Λίγες εβδομάδες μετά τη γέννησή της την εγκατέλειψε και η μικρή Εντίθ περνάει τα πρώτα χρόνια της ζωής της κοντά στη μητρική της γιαγιά. Ο πατέρας της, το 1917, που εργαζόταν ως ακροβάτης στο τσίρκο Ciotti, την πήγε στη δική του μητέρα, που ζούσε στο Μπερνέ της Νορμανδίας, και ήταν ιδιοκτήτρια ενός οίκου ανοχής. Το 1919 αρρωσταίνει από κάποια πάθηση στον εγκέφαλο και χάνει την όρασή της. Όμως, μετά δύο χρόνια θεραπεύεται χωρίς ιατρική βοήθεια και η όρασή της επανέρχεται. Ήταν εφτά χρονών, όταν ο πατέρας της άρχισε να την παίρνει μαζί του στις περιοδείες που έκανε με το τσίρκο. Η Εντίθ γυρνά όλη τη Γαλλία. Στα δέκα της άρχισε να τραγουδά στους δρόμους.

Στα 15 χρόνια, όταν ανακάλυψε την υπέροχη φωνή της, εγκαταλείπει τον πατέρα της και πάει στο Παρίσι, όπου και αρχίζει να τραγουδά στους δρόμους. Στα 17 της συναντά τον Λουί Νυυπόν, ζουν μαζί για ένα περίπου χρόνο και στις 11/2/1933 κάνουν ένα κοριτσάκι, τη Μαρσέλ, που στα 2 χρόνια του πεθαίνει από μηνηγγίτιδα. Εκείνη συνεχίζει να τραγουδά στους δρόμους της Πιγκάλ. Εκεί γνωρίζει τον Λουί Λεπλέ, διευθυντή του πιο κομψού καμπαρέ στα Ηλύσια Πεδία. Ο Λουί Λεπλέ μαγεύεται απ’ τη φωνή της και υπογράφει μαζί της συμβόλαιο, ενώ τη βαπτίζει “Mome Piaf”(μικρό σπουργιτάκι). Το 1935 της κάνει τον πρώτο της δίσκο. Όμως, μετά λίγο καιρό, ο Λουί Λεπλέ δολοφονείται και κατηγορείται ότι γνωρίζει τον δολοφόνο, αλλά δεν τον καταδίδει. Παρότι αθωώθηκε με την βοήθεια του νέου της συντρόφου, Ρεμόν Ασό, φεύγει να πάει να ζήσει στην επαρχία. Το 1937 επιστρέφει πίσω. Κατά τη διάρκεια του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, η Εντίθ Πιάφ δίνει συναυλίες  για αιχμαλώτους πολέμου. Μέσα στα κέντρα κράτησης των αιχμαλώτων εισάγει πλαστές άδειες εργασίες και βοηθάει πολλούς Γάλλους να δραπετεύσουν. Εκεί γύρω στα 23 της χρόνια, μεγάλη πια προσωπικότητα, γυρνάει την πρώτη της ταινία που θριαμβεύει. Από κείνη τη στιγμή μια πετυχημένη καριέρα ξεκινάει καθώς και μια έντονη ζωή. Στα 30 της ερωτεύεται τον Ύβ Μοντάν και αναλαμβάνει να στήσει την καριέρα του. Στα τέλη του 1945 γράφει μόνη της την μεγάλη επιτυχία της La vie en rose, που περνά αδιάφορη στην αρχή. Σ’ όλη την καριέρα της έχει γράψει 80 τραγούδια περίπου.Μεγάλες δόξες γνωρίζει και στη Νέα Υόρκη. Εκεί ερωτεύεται τον βασιλιά του μπόξ, Μερσέλ Σερντάν και ζούν ένα μεγάλο ρομάντζο. Όμως ο ξαφνικός θάνατος του Σερντάν σε αεροπορικό δυστύχημα βυθίζει την Εντίφ Πιαφ σε κατάθλιψη. Ποτέ της δεν το ξεπερνά πραγματικά. Το 1951 έχει δύο σοβαρά τροχαία, ενώ μετά το δεύτερο οι γιατροί της δίνουν για καιρό μορφίνη, στην οποία όμως εθίζεται, γιατί την ανακατεύει μαζί με αλκοόλ.
Το 1952, παντρεμένη με τον τραγουδιστή Ζακ Πιλ, στην πεντηκοστή τουρνέ της στην Αμερική, σε κάποια ρεσιτάλ την συνοδεύει στο πιάνο ο νεαρός τότε Ζιλμπέρ Μπεκό. Παρότι εκείνη την εποχή ακολουθεί πολλές θεραπείες αποτοξίνωσης, οι ουσίες την έχουν καταβάλει.
Τα επόμενα δύο χρόνια μένει κλεισμένη σπίτι της σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση, αλλά το 1955 μόλις μαθαίνει ότι πρόκειται να τραγουδήσει στο θέατρο Ολυμπιά, με μια αφάνταστη ενέργεια δίνει μια τέλεια παράσταση.Η παγκόσμια καταξίωση της έρχεται όταν κάνει μια τουρνέ στην Αμερική, ενώ ένας ακόμη μεγάλος έρωτας  έρχεται στη ζωή της, με τον τραγουδιστή και συνθέτη Ζώρζ Μουστακί, ο οποίος συνθέτει για κείνη το τραγούδι Milord.
Σε κάποιο κονσέρτο στη Στοκχόλμη καταρρέει πάνω στην πίστα. Η διάγνωση των γιατρών είναι ανίατος καρκίνος. Όμως, εκείνη δεν πτοείται και συνεχίζει να εμφανίζεται, κάνοντας περιοδείες, συνοδευόμενη από μια νοσοκόμα που της χορηγεί μορφίνη για τους πόνους.
Το καλοκαίρι του 1961 γνωρίζει τον, κατά πολύ νεότερό της,  Έλληνα Θεοφάνη Λαμπουκά, που τον βαπτίζει «Τεό Σαγαπό» και τον παντρεύεται. Εκείνο το καλοκαίρι βραβεύεται με το βραβείο της Ακαδημίας Charles Cros για το σύνολο της καριέρας της.
Στις 11 Οκτωβρίου του 1963 σβήνει στα 48 της χρόνια.

Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2013

Η γελοιογραφία έχει τη δική της ιστορία...!

Ναι, και η γελοιογραφία έχει τη δική της ιστορία…!
Τι λέτε; Ήταν γνωστή στους αρχαίους χρόνους η γελοιογραφία; Φυσικά και ήταν. Λοιπόν, κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο, στις αρχές του 4ου π.Χ. αιώνα στην Αθήνα ζούσε ο ζωγράφος Παύσων  που κατά τον Αριστοτέλη παρίστανε τους ανθρώπους, όπως οι κωμικοί ποιητές, πολύ χειρότερους σε μια ρεαλιστική τάση παρωδίας και διακωμώδησης. Άλλος γνωστός γελοιογράφος ήταν και οι Αντίφιλος της Αιγύπτου που λέγεται πως αυτός εισήγαγε τη γελοιογραφία ως είδος της ζωγραφικής και του οποίου τα έργα επειδή σατίριζε κάποιον Γρύλλο ονομάστηκαν "Γρύλλοι".


Αλλά και στα ερυθρόμορφα αγγεία της Μεγάλης Ελλάδας (Νότια Ιταλία) τα καλούμενα «φλυακογραφίες» ήταν παραστάσεις από κωμικά λαϊκά δράματα που λέγονταν «φλύακτες» ειδικά στον Τάραντα. Σ’ αυτά τα αγγεία παρωδούνταν μύθοι θεών και Ομηρικών επεισοδίων. Εκεί γνωστός γελοιογράφος ήταν ο ζωγράφος Ασστέας.


Και πάμε τώρα στην ελληνιστική περίοδο. Λοιπόν, η Αλεξάνδρεια εκπροσωπούσε κάθε τι σκωπτικό και γελοιογραφικό είδος στην Τέχνη. Αλεξανδρινός ήταν πιθανά και ο Γαλάτων, που ζωγράφισε τον Όμηρο «εμούντα» και τους άλλους ποιητές «αρυομένους τα εμημεσμένα» καυτηριάζοντας έτσι τους ποιητές ότι δεν φτιάχνουν τίποτα το νέο, αλλά διατηρούν ως πηγή έμπνευσης τον Όμηρο. Άλλοι γελοιογράφοι της εποχής εκείνης ήταν ο Γραφικός, ο Καλάτις και άλλοι.


Και φτάνουμε στον μεσαίωνα. Εκεί η γελοιογραφία αποτελεί όπλο της εκκλησίας για να σατιρίσει τους άπιστους αλλά και την όποια εκδήλωση τέχνης πέραν της θρησκευτικής. Αντίθετα η κοσμική τέχνη χρησιμοποιεί τη γελοιογραφία προς διακωμώδηση  έκλυτου βίου μοναχών και σατιρικής αναπαράστασης έμμετρων μεσαιωνικών μύθων. 




Κατά τον 16ο αιώνα με τη διάδοση της τυπογραφίας συντελείται και η ανάπτυξη της γελοιογραφίας με θέμα απ’την καθημερινή ζωή. Παρόλο που τότε η κοινωνική αλλά και πολιτική ζωή παρείχαν άφθονο υλικό, τα Μοναρχικά καθεστώτα καταδίωκαν κάθε σάτιρα κατά των ισχυρών και των καθεστώτων, έστω και αν εύρισκαν διέξοδο μέσω αυτής στη σάτιρα των αντιπάλων. Έτσι η γελοιογραφία άρχισε ν’ αναπτύσσεται επί Λουδοβίκου ΙΔ’ στη Γαλλία. Αγγλία και υπόλοιπη Ευρώπη μέχρι την Γαλλική Επανάσταση του 1789, όπου και έφτασε στη μεγαλύτερη ακμή της και να γίνεται πλέον και προπαγανδιστικό μέσο με ιδιαίτερες εκδόσεις γελοιογραφικών περιοδικών.


Νάμαστε Ελλάδα. Το γελοιογραφικό πνεύμα στην Ελλάδα εκπροσώπησαν τα περιοδικά «Ασμοδαίος» και «Άστυ». Ο πρώτος που καλλιέργησε με σαφήνεια, κομψότητα, απλότητα αλλά και πνευματώδη χαρακτήρα το είδος αυτό της τέχνης ήταν ο Θέμος Άννινος (1843-1916) που υπήρξε και ο εκδότης των παραπάνω περιοδικών. Επόμενοι ήταν ο Δημήτριος Γαλάνης, ο Ζαχ.Παπαντωνίου, ο Φρ.Αριστεύς, ο Σταμ.Σταματίου, ο Ηλ. Κουμετάκης, ο Σοφοκλής Αντωνιάδης (ΣΟΦΟ), ο Φωκ.Δημητριάδης, και ο ζωγράφος Ροϊλός.
Νεότεροι αυτών μέχρι το 1950 διακρίθηκαν ο Ν. Καστανάκης, Γ.Μαυριλάκος(Noir), Δ.Παπαδημητρίου(Μιμ.Παπ.), Σ.Αντωνιάδης, Γ.Γκέιβελης, Αρσλόγλου, Κ.Μαραγκός (ο Κεμ Αλεξανδρείας), Κ. Ρωμανός του Καϊρου, Σ.Πολεμάκης, Π.Παυλίδης, Μ.Γάλλιας, Ε.Τερζόπουλος, Α.Βλασσόπουλος, Αρχέλαος Αντώναρος, Β.Χριστοδούλου, Ν.Νομικός, Α. Θεοφιλόπουλος και άλλοι.



Μην ξεχνάμε, για να έχει αξία μια γελοιογραφία θέλει λεπτό και συνάμα δριμύ πνεύμα, συνδυαζόμενο με σαφήνεια και απλότητα έτσι ώστε να προκαλείται αυθόρμητα στον παρατηρητή εύθυμη διάθεση ακόμα και όταν αυτή αποσκοπεί στο σαρκασμό ή στην εχθρότητα. Αντίθετα η ψυχρότητα και η ασάφεια έχουν ως συνέπεια την αποτυχία της γελοιογραφίας. 
Και κάτι ακόμα, ο όρος δεν πρέπει να συγχέεται με την σκιτσογραφία (σκιαγράφημα), που δεν είναι απαραίτητα και γελοιογραφία. 


 








Τα κοχύλια ζουν; Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη

Τα κοχύλια ζουν;   Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη Τα κοχύλια ζουν; Η Νεφέλη όταν αντίκρισε την παραλία της Πευκιάς ψηλά από τον δρόμ...