Κυριακή 19 Απριλίου 2015

Γεώργιος Βιζυηνός, ο μεγάλος των ελληνικών γραμμάτων...

Ἀλλοίμονο! εἶμαι φτωχὸ
σ᾿ αὐτοῦ τοῦ κόσμου τὸν τροχό!
εἶμ᾿ ὀρφανὸ καὶ ξένο!…
κι᾿ ἀγράμματο θὰ μένω!
Τοῦ κάκου λὲν - Ὑπομονή·
πολλοὶ σὰν σένα ὀρφανοὶ
καὶ δύστυχοι καὶ ξένοι,
δὲν ἔμειναν θαμμένοι. -
Τοῦ κάκου, Γιατὶ ῾κεῖνοι ῾κεῖ
ἦσαν τῆς Τύχης ἐδικοί,
μὰ ῾μένα τὸ καϋμένο…
μ᾿ ἔχει λησμονημένο!



Ο Γεώργιος Βιζυηνός (πραγματικό ονοματεπώνυμο Γεώργιος Μιχαήλ Σύρμας ή Μιχαηλίδης, Βιζύη 1849 – Αθήνα 1896), ήταν Έλληνας πεζογράφος, ποιητής και λόγιος. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ελληνικής λογοτεχνίας.
Βιογραφικά στοιχεία
Γεννήθηκε στη Βιζύη (ή Βιζώ) της Ανατολικής Θράκης, το σημερινό Βιζέ της Τουρκίας, στις 8 Μαρτίου 1849, γιος πολύ φτωχικής οικογένειας. Ο πατέρας του Μιχαήλος Σύρμας δούλευε στα καμίνια του ασβέστη. Αργότερα έγινε πραματευτής και πέθανε από τύφο το 1854 αφήνοντας τον γιό του ορφανό σε ηλικία πέντε ετών. Είχε άλλα τέσσερα αδέλφια: ο Μιχαήλος που πέθανε τρία χρόνια πριν από τον Γεώργιο, ο Χρηστάκης, ο αδικοσκοτωμένος ταχυδρόμος για τον οποίο μιλά στο διήγημά του Ποιος ήτο ο φονεύς του αδελφού μου, και δύο κορίτσια, η Άννα που πέθανε με τις συνθήκες που περιγράφει στο Αμάρτημα της μητρός μου και η Αννιώ, που πήρε το όνομα της αδελφής της αλλά πέθανε κι αυτή μικρή Σε ηλικία δέκα ετών οι παππούδες του τον στέλνουν στην Κωνσταντινούπολη κοντά σε ένα θείο του για να μάθει ραπτική. Παραμένει εκεί μέχρι την ηλικία των 18, προστατευόμενος από τον Κύπριο έμπορο Γιάγκο Γεωργιάδη και αργότερα προστατευόμενος του αρχιεπισκόπου Κύπρου Σωφρονίου Β΄, ζει για ένα διάστημα στην Κύπρο, όπου μάλιστα τον προόριζαν για τον ιερατικό κλάδο. Το 1872 γίνεται ιεροσπουδαστής στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, χωρίς την υποχρέωση να ιερωθεί, όπου το 1873 δημοσιεύει και την πρώτη του ποιητική συλλογή (Ποιητικά Πρωτόλεια). Μεταξύ των καθηγητών του αναφέρεται και ο ποιητής Ηλίας Τανταλίδης, ο οποίος διέκρινε στον Βιζυηνό στοιχεία ιδιαίτερου ταλέντου και ευφυίας, ώστε τον σύστησε στον πλούσιο Γεώργιο Ζαρίφη. Το 1874 το επικό ποίημά του Κόδρος βραβεύεται στον Βουτσιναίο Ποιητικό Διαγωνισμό. Την ίδια χρονιά εγγράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, αλλά με δαπάνες του Ζαρίφη μεταβαίνει στη Γερμανία, στη Γοτίγγη, όπου σπουδάζει φιλολογία και φιλοσοφία στο διάστημα 1875-1878. Το 1876 η επόμενη ποιητική συλλογή του Άραις μάραις κουκουνάραις (μετονομάστηκε σε Βοσπορίδες Αύραι) βραβεύεται στον Βουτσιναίο Διαγωνισμό, στον οποίο το 1877 η συλλογή του Εσπερίδες επαινείται. Το 1881 τυπώνεται στη Λειψία η διδακτορική του διατριβή Das Kinderspiel in Bezug auf Psychologie und Paedagogik («Το παιδικό παιχνίδι υπό έποψη ψυχολογική και παιδαγωγική»). Μέχρι το 1884 ο Βιζυηνός επισκέπτεται το Παρίσι (1882), όπου γνωρίζει τον Δημήτριο Βικέλα, τον Marquis Queux de Saint-Hilaire και τη Juliette Lamber-Adam, και το Λονδίνο (1883), όπου σχετίζεται με τον πρεσβευτή Πέτρο Βράιλα-Αρμένη. Παράλληλα, δημοσιεύει την ποιητική συλλογή Ατθίδες Αύραι. Την ίδια χρονιά (1883) δημοσιεύεται στην Εστία το πρώτο μεγάλο διήγημά του Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως. Δημοσιεύονται επίσης το Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου και Το αμάρτημα της μητρός μου. Το 1884, λόγω του θανάτου του προστάτη του, Ζαρίφη, υποχρεώνεται να επιστρέψει στην Αθήνα και διορίζεται καθηγητής σε γυμνάσιο.
Ένα χρόνο αργότερα εκλέγεται υφηγητής στην έδρα της Ιστορίας της Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, με την επί υφηγεσία διατριβή Η φιλοσοφία του καλού παρά Πλωτίνω. Παράλληλα δημοσιεύονται τα διηγήματά του Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας και Το μόνον της ζωής του ταξείδιον. Εκείνη την εποχή αρχίζει να ασχολείται με ένα μεταλλείο στο Σαμάκοβο. Το 1886 γράφει το Ο Μοσκώβ-Σελήμ. Το 1892 προσβάλλεται από φρενική νόσο και καταλήγει έγκλειστος στις 14 Απριλίου 1892 στο Δρομοκαΐτειο Ψυχιατρείο. Εκεί ζει βυθισμένος στις ουτοπικές εμμονές του για την εκμετάλλευση του μεταλλείου στην πατρίδα του και στο παραληρηματικό πάθος του για τη νεαρή Μπετίνα Φραβασίλη (14 ετών), μαθήτριάς του στο Ωδείο Αθηνών, την οποία επιθυμούσε να νυμφευθεί. Ύστερα από τέσσερα χρόνια εγκλεισμού, πεθαίνει στις 15 Απριλίου 1896, σε ηλικία 47 ετών.

Έργο
Ο Βιζυηνός, νους κριτικός, ιδιοφυής, φιλέρευνος, διδάσκει, μεταφράζει τις γνωστότερες ευρωπαϊκές μπαλάντες, συγγράφει μελέτες φιλοσοφικές, αισθητικές, ψυχολογικές, λαογραφικές, αλλά και σχολικά εγχειρίδια και άρθρα για εγκυκλοπαιδικά λεξικά.
Το αφηγηματικό του υλικό, αντλημένο από προσωπικές και οικογενειακές μνήμες, από τις παραδόσεις και τα βιώματα της λαϊκής ζωής στην ιδιαίτερη πατρίδα του, διοχετεύεται στα διηγήματά του. Το υλικό αυτό ενισχυμένο από το στέρεο υπόβαθρο της παιδείας του και την επιστημονική γνώση της ψυχολογίας ενσωματωμένο σε μια ποικίλη, πλούσια γλώσσα υψηλού ήθους (λόγια, λαϊκή, ιδιωματική) διοχετεύεται στα διηγήματά του. Έτσι ο Βιζυηνός αναπτύσσει τη μυθοπλασία του. Ανακαινιστής και πρωτοπόρος, ανοίγει τον δρόμο της νεοελληνικής διηγηματογραφίας. Η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, η μυθιστορηματική πλαστικότητα των χαρακτήρων, οι δραματικές συγκρούσεις, η δομή, η δραματικότητα, η άρτια αφηγηματική τεχνική — η ενδιαφέρουσα διαπλοκή του ιστορικού και του αφηγηματικού χρόνου — είναι μερικά από τα βασικά γνωρίσματα του «Αμαρτήματος της μητρός μου» αλλά και των άλλων διηγημάτων του.
Όλες οι μελέτες του -όπως και αρκετές ποιητικές συλλογές- εκδόθηκαν σε αυτοτελή τόμο. Τα διηγήματα και τα άρθρα δημοσιεύθηκαν σε διάφορα έντυπα της εποχής και δεν συγκεντρώθηκαν σε τόμο κατά τη διάρκεια της ζωής του. Από τα χειρόγραφά του σώζονται κάποιες επιστολές και αρκετά ποιήματα. Βλ. την έκδοση «Επιστολές» σε επιμέλεια Γ. Παπακώστα (Αθήνα: Πατάκης 2004) και για εκτενή βιβλιογραφικά τον Α´ τόμο της έκδοσης «Τα Ποιήματα» (Αθήνα: Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη 2003).
Από την ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ


ο Αποχωρισμός Β' του Γεωργίου Βιζυηνού από το Νίκο Ξυδάκη - photo: Julia Margaret Cameron - το Αμάρτημα της Μητρός μου 1999

Β΄. Το παιδί

Φυσά βοριάς, φυσά θρακιάς, γεννιέται μπόρα φοβερή
με παίρνουν, μάνα, σαν φτερό, σαν πεταλούδα τρυφερή
και δεν μπορώ να κρατηθώ·
μάνα μην κλαις, θα ξαναρθώ.

Βογγούν του κόσμου τα στοιχειά σηκώνουν κύμα βροντερό
θαρρείς ανάλυωσεν η γη, και τρέχ' η στράτα, σαν νερό
και γω το κύμα τ' ακλουθώ
μάνα μην κλαις, θα ξαναρθώ.

Όσες γλυκάδες και χαρές μας περεχύν' ο ερχομός
τόσες πικράδες και χολές μας δίν' ο μαύρος χωρισμός
ωχ! Ας ημπόργα να σταθώ
μάνα μην κλαις, θα ξαναρθώ.

Πλάκωσε γύρω καταχνιά, κι ήρθε στα χείλη μ' η ψυχή
δος με την άγια σου δεξιά, δος με συντρόφισσαν ευχή
να με φυλάγη μη χαθώ,
μάνα μην κλαις, θα ξαναρθώ.

Ὁ φιλομαθὴς πτωχός

1872 Αὐγούστου 30.
Ἀλλοίμονο! εἶμαι φτωχὸ
σ᾿ αὐτοῦ τοῦ κόσμου τὸν τροχό!
εἶμ᾿ ὀρφανὸ καὶ ξένο!…
κι᾿ ἀγράμματο θὰ μένω!
Τοῦ κάκου λὲν - Ὑπομονή·
πολλοὶ σὰν σένα ὀρφανοὶ
καὶ δύστυχοι καὶ ξένοι,
δὲν ἔμειναν θαμμένοι. -
Τοῦ κάκου, Γιατὶ ῾κεῖνοι ῾κεῖ
ἦσαν τῆς Τύχης ἐδικοί,
μὰ ῾μένα τὸ καϋμένο…
μ᾿ ἔχει λησμονημένο!
Καὶ νά. Ὠρφάνεψα μικρό,
καὶ τῆς ξενούρας τὸ πικρὸ
μὲ τράνεψεν ἀγιέρι
καὶ τοῦ Θεοῦ τὸ χέρι.
Ἀγάπησαν ἄλλοι φλουριά,
ἄλλοι νὰ τρέχουν μὲ βεριὰ
καὶ μ᾿ ἀψηλὰ καπέλα
χωρὶς δουλειά. Τί τρέλλα!
Τῆς Ἀφροδίτης τὸ παιδὶ
οἱ ἄλλοι, κι᾿ ἄλλοι ὀπαδοὶ
τοῦ Βάκχου νὰ ῾πεθάνουν
κι᾿ ἄλλοι ἄλλα νὰ κάνουν.
Ἀγάπησε καὶ τ᾿ ὀρφανό,
Θεέ μου, τί πολὺ πονῶ!
τὰ γράμματα νὰ μάθῃ,
χίλια κακὰ κι᾿ ἂν πάθῃ.
Μ᾿ ἄπληστο στόμα ἀρχηνᾷ
τὰ νάματα τὰ φωτεινὰ
τοῦ Παρνασσοῦ νὰ πίνῃ
μὲ τόση εὐφροσύνη!…
Ἄν φταίγω τ᾿ ἄκακο ἐγὼ
φωτιὰ νὰ πέσῃ νὰ καγῶ·
θαρροῦσα πῶς χορταίνει
ἐκεῖνος ποῦ μαθαίνει.
Δὲν ἤξερα πῶς τ᾿ ἀργυρὸ
τῆς Κασταλίας μας νερό,
σὰ μιὰ φορὰ τὸ πιοῦμε
αἰώνια τὸ διψοῦμε!
Τόρα ἡ ψυχή μου λαχταρᾷ,
μὰ δὲ βαστῶ οὔτε παρᾶ
νὰ ῾πάγω ῾κεῖ ῾ποῦ τρέχει
τὴν γλῶσσά μου νὰ βρέχῃ!…
Μὲ εἶπαν πῶς ἐδὼ πολλοὶ
σὰ ἰδοῦν ἕν᾿ ἄτυχο πουλὶ
ποῦ ἀγαπᾷ τὰ φῶτα
δὲν «τῷ γυρνοῦν τὰ νῶτα.»
Ἔ, νὰ λοιπόν! Στὸ ἀψηλὸ
κατώφλοιό σας κι᾿ ἐγώ, δειλὸ
ἐκάθησα πουλάκι
μ᾿ αὐτὸ τὸ τραγουδάκι.
Ὦ σεῖς, τοῦ γένους οἱ τρανοί,
ἡ Τύχη ὅλα τὰ φθονεῖ,
καὶ τίποτε δὲν μένει
πιστὸ στὴν οἰκουμένη.
Δὲν σᾶς ζητῶ οὔτε ψωμί,
οὔτ᾿ ἕνα ῥοῦχο στὸ κορμί·
Διψῶ! διψῶ τὴ θεία
ἀληθινὴ Παιδεία!
Σεῖς ψάλλετε σ᾿ ὅλη τὴ γῆ.
- Ἀνάφτουμε οἱ ἀρχηγοί,
εἰς τὴ γρῃὰ Ἑλλάδα,
τῆς προκοπῆς τὴ δᾷδα.
Καὶ σεῖς, ὦ Ἀχαιῶν παιδιά,
τοῦ Ἑλικῶνος τὴν ποδιὰ
εἰς τὸ ἑξῆς ἀφῆτε
καὶ στὴν κορφὴ ἀναβῆτε. -
Καὶ ῾γὼ νὰ μείνω τ᾿ ὀρφανό;
μαρτύρομαι τὸν οὐρανό!
εἶμαι παιδὶ Ἑλλήνων!
εἶμαι βλαστάρι ῾κείνων!
Σ᾿ αὐτοῦ τοῦ κόσμου τὸν τροχὸ
ναί, ἐγεννήθηκα φτωχό.
Μὰ Ἕλλην ὑπομένει
ἀπαίδευτος νὰ μένῃ;…
Ὦ σεῖς, τοῦ γένους οἱ τρανοί,
ἡ Τύχη ὅλα τὰ φθονεῖ
καὶ τίποτε δὲν μένει
ἐδὼ στὴν οἰκουμένη.
Ἀφήσετε τὴν ἀπονιά.
Βαστοῦν τὸν δίσκο μου ῾πὸ μιὰ
αἱ Μοῦσαι, κι᾿ ἀπ᾿ τὴν ἄλλη
ὁ Λυτρωτής, καὶ ψάλλει.
- Εἶναι ῾δικό μου τ᾿ ὀρφανό·
καὶ ῾πάνου ῾κεῖ στὸν οὐρανό,
δὲν θὰ μετανοήσῃ
ὅποιος τὸ βοηθήσῃ.
 

Ὁ Νέος Τρουβαδόρος ἐν Ἀθήναις

(ἀπὸ τὸ Τὸ τέλος τοῦ παραμυθιοῦ ἡ ἀρχὴ τοῦ ὀνείρου, Ἑρμῆς 2001)
Μα τοῦ Παρνασσοῦ τὰς κίσσας,
καὶ τὸ δέρμα τοῦ Μαρσύου,
κι ἐγὼ πρέπω μεταξύ σας,
ποιηταὶ ἀπὸ γραφείου!
Δόξαν ἐπαιτῶν καὶ κλέος,
σύρ᾿ ἐκ τετριμμένης πήρας
τρουβαδόρος κι ἐγὼ νέος,
λείψανον θραυσθείσης λύρας,
καὶ σᾶς ψάλλω καθαρά,
τραλλαλὰ τραλλαλλαρά,
«ἄρες μάρες
κουκουνάρες».
Κι ἐγὼ μέλπων καταισχύνω
τὰς Ἀρκαδικὰς Σειρῆνας
καὶ γενναῖον ζῦθον πίνω
εἰς τὰς κλασικὰς Ἀθήνας,
καὶ σοβῶ διὰ τοῦ πλήθους
ὑψηλαύχην μουσοπόλος,
ὑπὸ θέρμης κακοήθους
παρακρούων ἀσυστόλως
δεξιὰ κι ἀριστερά,
τραλλαλὰ τραλλαλλαρὰ
«ἄρες μάρες
κουκουνάρες».
Ἐν ἐκστάσει κι ἐγὼ θῶκον
ποιητοῦ καὶ δάφνην εἶδον
καὶ οἰστρήλατος διώκων
τὸν χορὸν τῶν Ἰλισίδων.
Ἄχ! προσκρούσας ἐκυλίσθην
εἰς τοῦ ποταμοῦ τοὺς βράχους,
καὶ ὁπόταν ἀφυπνίσθην
ἔψαλον μὲ τοὺς βατράχους,
εἰς τ᾿ ἀκάθαρτα νερὰ
τραλλαλὰ τραλλαλλαρὰ
«ἄρες μάρες
κουκουνάρες».
Κι ἐγὼ ὁσάκις εἰς τὴν πόλιν
μείν᾿ ἡ Μοῦσ᾿ ἄνευ ζωπύρου,
ἀνταλλάσσω τὴν ἀσβόλην
μὲ τὴν δρόσον τοῦ Φαλήρου,
κι ἀσπασθεὶς διὰ τῆς αὔρας
τὰς γυμνὰς τῶν Ναϊάδων
κυνηγῶ χελώνας, σαύρας,
δι᾿ ἀκάρπων πεδιάδων
τονθορύζων σοβαρὰ
τραλλαλὰ τραλλαλλαρὰ
«ἄρες μάρες
κουκουνάρες».
Κι ἐγὼ γράφω. Κι ἂν ὁ χάρτης
λείψ᾿ ἐκ τῆς πολυγραφίας
(ὁ πιστός μου κύων μάρτυς,
μετασχὼν τῆς ἐργασίας)
πᾶσαν θύραν, πάντα τοῖχον,
πρὸς τὸ πεῖσμα τῶν κυρίων,
καταβρέχω διὰ στίχων,
καὶ τὸν κάλαμόν μου ξύων,
σχεδιάζω τολμηρὰ
τραλλαλὰ τραλλαλλαρὰ
«ἄρες μάρες
κουκουνάρες».
Τοὺς κριτὰς κι ἐγὼ φορτίζω,
ὡς τὸν Ἡρακλῆν Αὐγείας,
καὶ τὴν δάφνην τοῖς χαρίζω,
ἂν μοὶ δώσουν τὰς χιλίας.
Ἂν μ᾿ ἐκδάρουν πλὴν τὸ δέρμα,
παρ᾿ ἀξίαν ἐννοεῖται,
καὶ τὸ τελευταῖον σπέρμα
τοῦ νοός μου ἐξαντλεῖται
ἐν τῷ σπείρειν μοχθηρά,
τραλλαλὰ τραλλαλλαρὰ
«ἄρες μάρες
κουκουνάρες».
Λοιπόν, μὰ τὰς λάλους κίσσας,
καὶ τὸν μάρτυρα Μαρσύαν,
κι ἐγὼ πρέπω μεταξύ σας,
κύκνοι κατὰ φαντασίαν,
ἀφοῦ πρὸς κοινόν μας κλέος,
τὴν πατρῴαν λύραν σύρας,
τρουβαδόρος ἐγὼ νέος
ἐκ τῆς Παλαιᾶς μου πήρας,
σᾶς τὰ εἶπον φανερὰ
τραλλαλὰ τραλλαλλαρὰ
«ἄρες μάρες
κουκουνάρες».

Ὁ Κριτὴς τοῦ Διαγωνισμοῦ

(ἀπὸ τὸ Τὸ τέλος τοῦ παραμυθιοῦ ἡ ἀρχὴ τοῦ ὀνείρου, Ἑρμῆς 2001)
(Προπαρασκευή)Χώθηκε στὸν κοιτωνίτη
ὁ Κριτὴς ἀγάλι᾿ ἀγάλια,
φόρτωσε στὴν γερο-μύτη
δυὸ ζευγάρια ματογυάλια.
Ἐτραβήχθη στὸν σοφᾶ του,
κάθεται φαρδιὰ πλατιά,
καὶ μετροφυλλᾷ μπροστά του
ἀναρίθμητα χαρτιά.
–Όλοι τἄγραψαν μὲ χάρη,
σὲ πολύτιμο χαρτί!
Ἂς τοὺς διοῦμε ποιὸς θὰ πάρῃ
τὴν χιλιάδα μετρητή.
Βάλλει στὴν βαθειά του τσέπη,
βγάλ᾿ ἕνα χονδρὸ τσιγάρο.
Μὲ τὰ σπίρτα μόλις βλέπει
τὴν δουλίτσα του τὴν Μάρω,
τὸ δαγκᾷ καὶ τὸ βυζάνει
σὰν τῆς μάνας του βυζί,
κι ἀγγαρειὰ τὴν Μάρω πιάνει
νὰ δουλέψουνε μαζί.
- Δός μ᾿ αὐτὸ τὸ καλαμάρι·
Νά, μιὰ πένα κορδωτή,
γιὰ νὰ διοῦμε ποιὸς θὰ πάρῃ
τὴν χιλιάδα μετρητή.
(Τεχνικαὶ παρατηρήσεις)Ἕνας πελεκᾷ τοὺς στίχους
στρογγυλοὺς σὰν κουκουνάρια·
ἄλλος σπάζει τοὺς δυστύχους
τὰ πλευρὰ καὶ τὰ ποδάρια!
Ἕνας τοὺς παραγεμίζει
κολοκύθια περιττά,
κι αὐτονὰς τοὺς ξεντερίζει
καὶ τοὺς κάμνει σκελετά!
Κάθε δυό τους καὶ ζευγάρι –
μὰ τοὺς λείπει κάτι τί!
Ἂς τοὺς διοῦμε ποιὸς θὰ πάρῃ
τὴν χιλιάδα μετρητή.
Τοῦτος τὲς φωνὲς στριμώνει,
π᾿ ἀπ᾿ τὴν στενοχώρια σκάνουν·
τοῦτος πάλι τὲς ἀριώνει,
ποὺ ἡ μιὰ τὴν ἄλλη χάνουν!
Ἕνας κάθε λέξη γράφει
μὲ τὸ νὶ καὶ μὲ τὸ σί,
κι ἕνας παίρνει τὸ ξουράφι
καὶ σοῦ σφάζει τὴν μισή!
Κάθε δυό τους καὶ ζευγάρι –
μὰ τοὺς λείπει κάτι τί!
Ἂς τοὺς διοῦμε ποιὸς θὰ πάρῃ
τὴν χιλιάδα μετρητή.
Τοῦτος μοῦ λογιωτατίζει,
καὶ τὰ κόφτει νδελικάτα·
τοῦτος βλασφημᾷ καὶ βρίζει,
σὰν τοὺς λούστρους μὲς στὴν στράτα!
Ἀπ᾿ τὰ λεξικὰ μᾶς βγάζει
ἕνας τὴν συναμική,
κι ἕνας πάλι δὲν σκαμπάζει
οὔτε γρὺ γραμματική!
Κάθε δυό τους καὶ ζευγάρι –
μὰ τοὺς λείπει κάτι τί!
Ἂς τοὺς διοῦμε ποιὸς θὰ πάρῃ
τὴν χιλιάδα μετρητή.
(Οὐσιαστικαὶ παρατηρήσεις)Τοῦτος κλαί᾿ καὶ μουρμουρίζει,
σὰν μπαμπόγρια γρινιάρα·
τοῦτος δός του χαχανίζει,
σὰν νὰ τοὖρθε κουταμάρα.
Κι ἕνας τρίτος – Santo Dio!
Οὔτε λύπ᾿, οὔτε χαρά;
Ἢ δὲν τἄχε καὶ τὰ δύο,
ἢ τὰ εἶχε στὰ γερά!
Κάθε δυό τους καὶ ζευγάρι –
κι ὅλοι οἱ τρίτοι περιττοί!
Ἂς τοὺς διοῦμε ποιὸς θὰ πάρῃ
τὴν χιλιάδα μετρητή.
Ἕνας ἔπαθε πληθώρα
ἀπὸ αἴσθημα γενναῖον.
Τοῦτος ποὺ διαβάζω τώρα,
προστυχιὰ καὶ τῶν γονέων!
Τὰ φτερά τ᾿ αὐτὸς ἀνοίγει
καὶ στὸν οὐρανὸ πετᾷ.
Τοῦτος – ἔπεσε κι ἐπνίγη,
σὰν τὸν χοῖρο στὰ σκ…!
Κάθε δυό τους καὶ ζευγάρι –
μὰ τοὺς λείπει κάτι τί!
Ἂς τοὺς διοῦμε ποιὸς θὰ πάρῃ
τὴν χιλιάδα μετρητή.
(Γενικὸν συμπέρασμα)Αὐτουνοῦ τοῦ λείπει ἕνα
κεῖνος τ᾿ ἄλλο δὲν γνωρίζει·
ἕνας τἄχει μαζωμένα,
καὶ γιὰ τοῦτο δὲν ἀχρήζει.
Μερικοὺς οὐδὲ κουκούτσι
τοὺς ἐδόθηκε μυαλός,
κι ἕνα τρύπιο μου παποῦτσι
δὲν ἀξίζ᾿ ὁ πιὸ καλός!
Κάθε δυό τους καὶ ζευγάρι,
κι ἂς τοὺς λείπει κάτι τί.
Πές μου, Μάρω, ποιὸς θὰ πάρῃ
τὴν χιλιάδα μετρητή;
(Τελικὸν συμπέρασμα)Εἶχε παρ᾿ αὐτὴν τὸν πρῶτο
κι ἄρχισε νὰ ροχαλίζῃ.
Μὰ ξιππάσθη μὲ τὸν κρότο
κι εἶπε δίχως νὰ γνωρίζῃ.
- Ἀπὸ κάθε μιὰ φυλλάδα
λείπει, λέγεις, κάτιν τίς;
Δίχως ἄλλο στὴν Ἑλλάδα
δὲν ὑπάρχει ποιητής.
Καὶ κανένας δὲν θὰ πάρῃ
τὴν χιλιάδα μετρητή,
ἂν μᾶς κάμουνε τὴν χάρη
καὶ βραβέψουν τὸν Κριτή.

Από users.uoa.gr

Τρίτη 7 Απριλίου 2015

Μελλισάνθη, η ευαίσθητη και ανήσυχη ποιήτρια...

...στην ηλικία των δέκα μου χρόνων δοκίμασα το πάθος του συλλέκτη για τα είδη γραφικής ύλης. Είχα συγκεντρώσει ένα μικρό θησαυρό από κόλλες διαγωνισμού, χαρακωμένες κι αχαράκωτες, τετράδια, κοντυλοφόρους, γομολάστιχες κ.τ.λ. κι ένοιωθα τη χαρά του συλλέκτη να τον βλέπω να μεγαλώνει. Ωσότου κάποια μέρα την ώρα που καμάρωνα τ' αποκτήματά μου, ένιωσα οξύτατα το αίσθημα της ματαιότητας να μου διαπερνά την καρδιά. Θα πέθαινα κάποιαν απρόβλεπτη στιγμή κι ο θησαυρός μου θα έμενε αχρησιμοποίητος σαν μια ειρωνεία. Προς τι λοιπόν αυτή η φροντίδα της συσσώρευσης; Έτσι βάλθηκα να τον σπαταλήσω το γρηγορότερο.
 
H Μελισσάνθη (φιλολογικό ψευδώνυμο της Ήβης Σκανδαλάκη, το γένος Δ. Κούγια) γεννήθηκε τό 1910 στην Αθήνα και σπούδασε γαλλική και γερμανική φιλολογία, μουσική, χορό και ζωγραφική. Εργάστηκε κατά διαστήματα ως δημοσιογράφος σε αθηναϊκές εφημερίδες και ως καθηγήτρια γερμανικών σε διάφορα σχολεία. Τ η δεκαετία 1945-1955 ήταν μόνιμη συνεργάτιδα του Eθνικού Iδρύματος Pαδιοφωνίας, διασκευάζοντας θεατρικά έργα και μεταφράζοντας ξένους ποιητές για λογοτεχνικές εκπομπές του ραδιοφώνου.
 
Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε το 1930 με τη συλλογή ποιημάτων Φωνές εντόμου όπου ξεχώρισε ο ιδιαίτερα μεταφυσικός τόνος των ποιημάτων της. Τις Φωνές εντόμου ακολούθησαν οι συλλογές: Προφητείες (1931), Φλεγόμενη βάτος (1935), O γυρισμός του Ασώτου (1936), Ωσαννά και Οραματισμός (1939), Λυρική Εξομολόγηση (1945), Η εποχή του ύπνου και της αγρύπνιας (1950), Ανθρώπινο Σχήμα (1961), Το φράγμα της Σιωπής (1965). Tο 1965 έγινε η πρώτη συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων της, Eκλογή (1930-1950), το 1975 η δεύτερη, Tα ποιήματα (1930-1974) και το 1986 η τρίτη Οδοιπορικό, ποιήματα (1930-1984).
 
Με τη Λυρική Εξομολόγηση η Μελισσάνθη εγκαταλείπει τον έμμετρο στίχο και εισχωρεί στο χώρο της ελεύθερης ποίησης, χωρίς ωστόσο να αλλάξει τον τρόπο αντιμετώπισης του εσωτερικού και εξωτερικού της κόσμου.
 
H Μελισσάνθη δεν θέλησε ν’ ακολουθήσει τις άλλες ποιήτριες της εποχής της, γράφοντας αισθηματική ποίηση. Είναι μια πνευματική ποιήτρια,  ευαίσθητη και ανήσυχη μπροστά στα φαινόμενα της ζωής και επειδή δεν βρίσκει απαντήσεις στις μύχιες σκέψεις της για τη ζωή και το θάνατο, ζητά την εξιλέωση και τη σωτηρία στην ικεσία, στη δέηση και στην προσευχή. Η ποίησή της τοποθετείται στο χώρο του υπαρξισμού και της μεταφυσικής αγωνίας. Η ιδέα του θανάτου είναι ο κεντρικός πυρήνας της υποστασιακής και με συμβολικό διάκοσμο ποίησής της. Ο Γ. Σαραντάρης γράφει σχετικά: «Η ποίηση της Μελισσάνθης γεννιέται από ένα υποστασιακό πόνο, που η ποιήτρια από διάκριση προς τον εαυτό της και προς τους άλλους, σκεπάζει μ’ έναν πέπλο. Όμως δεν αφανίζει, δεν σβήνει τον πόνο της. Μήτε ζητάει παροδικά να ξεγελάσει τον εαυτό της. Αλλά ξεκινώντας από μια κατάσταση που μοιάζει να είναι μοίρα της, προσπαθεί, και συχνά το πετυχαίνει, να στοχαστεί ποιος είναι ο βίος του ατόμου, αγνάντια σε μια βέβαιη αιωνιότητα».
 
« H θρησκευτική της συνείδηση», γράφει o Μιχ. Περάνθης «διασταυρώνεται και με άλλες καταστάσεις, αγωνιώδεις περισσότερο, αλγεινές συνήθως, που ξεκινούν από τον εαυτό της και που επιτακτικά και απεγνωσμένα, δαρμένες ως είναι από το ηθικό πρόβλημα, ζητούν το Θεό ή επιδιώκουν μια συμβολική επέκταση προς τη χώρα της φαντασίας».
 
Εκτός από ποιητικά έργα, η Μελισσάνθη έχει επίσης δημοσιεύσει σε βιβλίο το θεατρικό της έργο για παιδιά O μικρός αδελφός (1960) και έχει μεταφράσει ποιήματα των Pόμπερτ Φροστ, Mπόρις Πάστερνακ, X. Γ. Λόνγκφελλοου, Πιέρ Γκαρνιέ, Έμιλυ Nτίκινσον, T. Σ. Έλιοτ και Mπ. Mπρεχτ.
Tο 1985 κυκλοφόρησε μια επιλογή δοκιμίων της με τίτλο Nύξεις, καθώς και ο τόμος Tον όρθρον των ερχόμενον με τριανταέξι μελετήματα για το έργο της και βιβλιογραφικά στοιχεία. H Mελισσάνθη έχει τιμηθεί με Έπαινο της Aκαδημίας Aθηνών (1936), το B' Kρατικό Bραβείο Ποίησης (1965) και το A' Kρατικό Bραβείο Ποίησης (1976) και άλλα βραβεία. Πέθανε στην Αθήνα το 1990.
Πηγή:www.potheg.gr


Πιστεύω
Ἡ Ἀγάπη, μόνο, βαστάζει ὅλα τὰ φορτία.
Μπορῶ νὰ βαστάζω ὅλα τὰ φορτία.
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι τὸ μέγα φορτίο!
Ἡ Ἀγάπη σηκώνει τὸ βάρος τ᾿ οὐρανοῦ.
Μπορῶ νὰ σηκώνω τὸ βάρος τ᾿ οὐρανοῦ.
Ἡ Ἀγάπη ὑπομένει τὰ μαρτύρια τῆς πυρᾶς.
Μπορῶ νὰ ὑπομένω τὰ μαρτύρια τῆς πυρᾶς.
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ πυρά!
Ἡ Ἀγάπη πιστεύει στὴ ζωή καὶ στὸ θάνατο.
ἡ Ἀγάπη πιστεύει στὸ θαῦμα.
Μπορῶ νὰ πιστεύω στὴ ζωή καὶ στὸ θάνατο.
Μπορῶ νὰ πιστεύω στὸ θαῦμα.
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι ἡ ζωή καὶ ὁ θάνατος!
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι τὸ θαῦμα!
Ἡ Ἀγάπη προσεύχεται κ᾿ ἐνεργεῖ.
Ἡ Ἀγάπη ἀγρυπνεῖ.
Μπορῶ νὰ προσεύχωμαι καὶ νὰ ἐνεργῶ.
Μπορῶ νὰ ἀγρυπνῶ.
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι προσευχή καὶ πράξη!
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι ἡ μυστική ἀγρυπνία!
Ἡ Ἀγάπη κρατάει ὅλα τὰ χαμόγελα καὶ ὅλα τὰ δάκρυα.
Μπορῶ νὰ χαμογελῶ καὶ νὰ κλαίω ὅλα τὰ δάκρυα –
γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι ἡ χαρούμενη θλίψη!
Ἡ Ἀγάπη δίνει τὸν ἄρτο καὶ τὸν οἶνο
ἐγγύηση γιὰ τὴν αἰωνιότητα.
Μπορῶ νὰ μεταλάβω τὸν ἄρτο καὶ τὸν oίvo
ἐγγύηση γιὰ τὴν αἰωνιότητα.
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι ὁ Μυστικός Δεῖπνος!
Κ᾿ ἡ μεγάλη ὑπόσχεση!
Ἡ Ἀγάπη ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο.
Ἡ Ἀγάπη ἐδώρησε τὸ φῶς.
Πιστεύω στὸν ἄνθρωπο.
Πιστεύω στὴν Ἀγάπη.
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι τὸ φῶς καὶ ἡ δωρεά!
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι ὁ Ἄνθρωπος!



Στὴ νύχτα ποὺ ἔρχεται


Μελισσάνθη, μουσική: Edvard Grieg, Peer Gynt Suite Nr.2, op.55

Ξεκινᾶμε ἀνάλαφροι, καθὼς ἡ γύρη
ποὺ ταξιδεύει στὸν ἄνεμο.
Γρήγορα πέφτουμε στὸ χῶμα
ρίχνουμε ρίζες, ρίχνουμε κλαδιά
γινόμαστε δέντρα ποὺ διψοῦν γιὰ οὐρανὸ
κι ὅλο ἁρπαζόμαστε μὲ δύναμη ἀπ’ τὴ γῆ.
Μᾶς βρίσκουν τ’ ἀτέλειωτα καλοκαίρια
τὰ μεγάλα κύματα. Οἱ ἄνεμοι, τὰ νερὰ
παίρνουν τὰ φύλλα μας. Ἀργότερα
πλακώνουν οἱ βαριές συννεφιές
μᾶς τυραννοῦν οἱ χειμῶνες κι οἱ καταιγίδες.
Μὰ πάντα ἀντιστεκόμαστε, ὀρθωνόμαστε
πάντα ντυνόμαστε μὲ νέο φύλλωμα.
Ὡσότου φτάνει ἕνας ἄνεμος παράξενος
– κανείς δὲν ξέρει πότε κι ἀπὸ ποῦ ξεκινᾶ –
μᾶς ρίχνει κάτω μ’ ὅλες μας τὶς ρίζες στὸν ἀέρα.
Γιὰ λίγο ἀκόμα, μὲς στὴ φυλλωσιά μας
κάθεται κρυμμένο – νὰ πεῖ μιὰ τρίλια του
στὴ νύχτα ποὺ ἔρχεται – ἕνα πουλί.
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ἡ ἐποχὴ τοῦ ὕπνου

Σπλαχνικὸς εἶναι ὁ ὕπνος
γιὰ τὴν ἀβέβαιη ὕπαρξή μας.
Γιὰ τὴν ἀδύνατή μας μνήμη
ποὺ δὲν ἀντέχει τὴ μεγάλη ἀγρύπνια
γιὰ τὸ ἄστατό μας χέρι,
γιὰ τὴν ἀπρόσεχτη καρδιά μας,
ποὺ δὲν ἀντέχει τὸ μαχαίρι τῆς Ἀγάπης
ποὺ τὴ βυθομετρᾶ,
ποὺ δὲν ἀντέχει τὴ φωτιά τῆς ὕπαρξης!..
Ἀνάμεσα ξύπνου καὶ ὕπνου ὀνειρευόμαστε
ὅλες οἱ μέρες μας νὰ λαμπαδιάσουν
σὲ μιά καὶ μόνη φλόγα
ν' ἀναλωθοῦν σὲ μιά βαθειάν ἀνάσα
μέσα στὸ ζωντανό πῦρ τοῦ θεοῦ
οἱ τρόμοι μας ὅλοι νὰ γίνουν μία κραυγή μεγάλη,
ποὺ μ' αὐτὴ θ' ἀναμετρήσουμε
τὴν ἄβυσσο τῆς Θείας Ἀγάπης
μέσα στὴν ἴδια τὴν καρδιά μας.
Οἱ Ἄγγελοι, ποὺ καθαρή φλόγα ἀνασαίνουν,
μᾶς βλέπουν ν' ἀποστρέφουμε τὸ πρόσωπο,
νὰ φεύγουμε τὴ ζωή,
νὰ μὴν μποροῦμε ν' ἀποδιώξουμε τοῦ ὕπνου τὴν κίνηση
ποὺ μᾶς σφαλᾶ τὰ βλέφαρα σὰν ἕνα χέρι,
νὰ σβήνουμε, νὰ διαλυόμαστε σὲ στάχτη
νὰ μᾶς παγώνῃ ὁ θάνατος
γιατὶ φοβόμαστε τὴ φλόγα ν' ἀνασάνουμε
φοβόμαστε, δειλιάζουμε ν' ἀδράξουμε
ἀπὸ τὴν κόψη της κάθε στιγμή
μὲ τὸ σπαθί της νὰ νικήσουμε τὸ πρόσκαιρο
καὶ βιάζοντας τὴν πύλη τοῦ Καιροῦ
νὰ μεταλάβουμε φωτιά ἀρχαγγελική,
χίλιες καμπάνες τὸν ἀντίλαλο νὰ πάρουν
κι ὁ θάνατος σὰν τρομαγμένο νὰ φεύγῃ πουλί
ὁ Κόσμος σὲ μίαν ἀστραπὴ ν' ἀποκαλύψῃ
στὰ ἔκπληχτα μάτια μας τὸ μυστικό του
μεμιᾶς τὸ νόημά του νὰ φανερωθῇ
σὰν τὴν κρυμμένη φλόγα ἀπ' τὸν ἄνεμο –
μᾶς βλέπουν νὰ δειλιάζουμε, νὰ σκύβουμε στὰ βάθη
ποὺ ἀνοίγει μέσα μας ὁ κεραυνός,
γιατὶ ἡ ἀγάπη τους μονάχα μᾶς μετρᾶ
μὲ τὴν ἄβυσσο τῆς ἀπελπισίας μας,
γιατί ἡ ἀγάπη τῶν ἀγγέλων οἶκτο δέν γνωρίζει
κ' ἡ ὄψη τους κόβει σὰν σπαθί
τὴ σάρκα μας θανατερά πληγώνει,
σὲ τέφρα πέφτει ἡ γήινη καρδιά μας
μὲ τὴν προσέγγιση τῆς μυστικῆς φωτιᾶς,
μὲ τέτοιο τίμημα μᾶς δίδουν τὸ Μεγάλο Δίδαγμα...

Σὲ τοῦτο τὸ μεταξύ,
ἂς παίζουμε μὲ τὶς λέξεις,
ἂς παίζουμε τῆς ὁμιλίας τὸ θεῖο παιγνίδι
ἀνύποπτοι ποιητές ποὺ κλέψανε τὸ μυστικὸ
νὰ βλέπουνε καὶ ν' ἀκοῦνε,
ν' ἀγγίζουνε καὶ νὰ γνωρίζουνε τὰ πράγματα,
τὴν εἰκόνα τοῦ Κόσμου ξαναπλάθοντας
μ' ἀστραφτερές λέξεις ἂς παίζουμε
καθὼς παιδιὰ μ' ἀθώα χοχλάδια
ποῦ ξεβράστηκαν στ' ἀκροθαλάσσι
μόλις ἀγγίζοντας τὴ μυστική φωτιά
μόλις μαντεύοντας τὸν κρύφιο κεραυνό,
μὲ χῶμα ἂς σκεπάζουμε καὶ στάχτη
τὴ φλόγα ποὺ οἱ θνητοὶ ν' ἀγγίσουν δὲν τολμοῦν
δέσμιοι στὸ θάνατο
ἂς ξανοίγουμε τὶς χάρτινες βαρκοῦλες μας
μὲς στὸν ἀστραποβόλο ὠκεανό!..

Οἱ βράχοι, τὰ βουνά, τὰ δέντρα,
τὰ ζῶα, τὰ πουλιά,
ὅλα ἀναπνέουν μὲς στῆς αἰωνιότητας τὴ φλόγα!
Ἂς ζητήσουμε ἄφεση
γιὰ τὸ ψέμμα ποὺ μᾶς τρέφει
κι ἃς προσεγγίσουμε τὴ Θεία Τάξη
τὴν ἐπουράνια Χάρη μὲ τὸ τραγούδι!..

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ἐξιλέωση

Κάθε φορά που ἁμάρταινα μισάνοιγε μιὰ πόρτα∙
κ' οἱ ἄγγελοι, ποὺ δέν μὲ εἶχαν βρεῖ στὴν ἀρετή μου ὡραία,
τῶν ἄνθινών τους ἔγερναν ψυχῶν τὸν ἀμφορέα –
κάθε φορά που ἁμάρταινα λὲς κι ἄνοιγε μιὰ πόρτα...
Καὶ στάζανε τῶν οἰκτιρμῶν τὰ δάκρυα μὲς στὰ χόρτα∙
μ' ἀπ' τὰ οὐράνια ἀν μ' ἔδιωχνε τῆς τύψης μου ἡ ρομφαία
κάθε φορά που ἁμάρταινα μισάνοιγε μιὰ πόρτα –
μὲ βλέπαν οἱ ἄνθρωποι ἄσχημη κ' οἱ ἄγγελοι μόνο ὡραία!
Στὴ μνήμη τοῦ πατέρα μου

Ὅταν κοιτὰζω τὰ παιδάκια κάθε μὲρα
στοὺς δρόμους, τὸ πρωί, μὲ τοῦ σχολείου τὴν τσάντα
φτωχοντυμὲνη μιὰ μικροῦλα βλέπω πάντα,
μὲ τὴν παλιά της σάκκα, δίπλα στὸν πατέρα.

Ἀπ’ τὸ χεράκι μὲ στοργή τηνε κρατάει –
τὸσο κ’ οἱ δυό εἰναι εὐτυχισμένοι, καθὼς πᾶνε…
Μὲ πόση ἀθώα σοβαρότητα μιλᾶνε!
Τὸ κοριτσάκι ὁλοένα τὸν ρωτὰει,

καὶ κεῖνος, σοβαρά, τῆς λέει, τῆς διηγᾶται…
(Πόσο σοφός εἴν’ ὁ πατέρας! Πόσα ξέρει!
Πόσην ἀσφάλεια νιώθει στὸ μεγάλο χέρι!
Τίποτε, ἄν τὸ κρατῇ, στὸν κόσμο δέ φοβᾶται!..)

Ξάφνου, τοῦ λέει ἐκεῖνο: « – Σάν θὰ μεγαλώσω…»
« – Τὸτε ἐγὼ πιά ἕνας φτωχός γερᾶκος θἄμαι…
Δέ θὰ μπορῶ στὰ χέρια μου νὰ σὲ σηκώσω,
καὶ θὰ μοῦ λές: ἀκούμπα πάνω μου νὰ πᾶμε…

Σὰν θἄρχωνται γιὰ νὰ σὲ παίρνουν ἔξω οἱ ξένοι,
μόνος στὴ σκοτεινὴ γωνίτσα μου θὰ μὲνω…»
« – Ἐγώ στὴν ἅμαξά μου πάντα θὰ σὲ παίρνω!»
λέει, ἕτοιμη ἡ μικρὴ νὰ κλάψη, κ’ ἐπιμὲνει…

Νιώθει μιὰ τέτοια ἀνυπομονησία, σκάει,
θέλει μεγάλη, τώρα, γρήγορα νὰ γίνῃ,
ἄςνεἰναι δυνατόν τὴν ὥρα ἀμέσως κείνη,
γιὰ νὰ τοῦ δείξη πόσο θὰ τὸν ἀγαπάῃ!..

Κι ὅπως θερμά τὸν σφίγγῃ τὸ λιγνό χεράκι
ὁ κουρασμὲνος νιώθει τόση ἐμπιστοσύνη!..
(Ἔγινε ἐκεῖνος τώρα τὸ μικρό παιδάκι,
και ὁ προστατευτικός πατέρας εἶναι ἐκείνη…)

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Φθινόπωρο

Ὥρα δειλινοῦ.
Τοῦ φθινοπώρου τὰ νέφη στίβουν τὸ φουστὰνι
νά στεγνώσῃ τ’ οὐρανοῦ
καὶ στου ἀπόβροχου τὴ σκόλη
βγαίνουν γιὰ σεργιὰνι
οἱ σαλίγκαροι ὅλοι
κάτω ἀπ’ τὸ ξεθωριασμένο παρασόλι
τοῦ ἥλιου… Τώρα ἡ λάμια
ἡ γῆ λιάζει τὰ βρεγμένα της τὰ χράμια
μὲ τῶν κάμπων τὰ πλουμίδια
κι ἀπὸ τὰ χορτὰρια
κι ἀπὸ τὰ ψιλά γρασίδια
οἱ σταλαματιές γλυστροῦνε χάντρες
καὶ μαργαριτὰρια
ἀπὸ οὐράνια δαχτυλίδια.
Τὶς μαζώνουν οἱ νεράιδες οἱ ἀνυφάντρες
μὲς στὰ ὑπόγεια τους σεράγια καὶ στ’ ἀνήλια
πολυέλαιους κι ἀργυρά καντίλια
σὲ πλεμμάτια κρυσταλλένιες μπάλλες
μάγισσα γριὰ κι ἀράχνη τὶς κρεμάει μὲς στὶς κουφάλες
καὶ λογῆς-λογῆς
ἕνα-ἕνα ὅλα τὰ ζούδια
ξεφαντώνουν ἀπ’ τὴ γῆς
κι ἀπομέσα ἀπὸ τὰ φλούδια,
κ’ ἕνας μύρμηκας σκαλώνει σ’ ἕνα ἀγκάθι φουντωτό
ν’ ἀγναντέψῃ ὅλο τὸν κόσμον ἀπὸ τέτοιο λιακωτὸ!..
Νά! Τὸ αὐλάκι
κάνει χάζι,
τὸ ἄχυρο – σχεδία ποὺ ἀράζει
καὶ τὸ δρασκελοῦν βαθράκοι!..
Κόσμοι ὁλόκληροι, ζωύφια,
ταξιδεύουν μὲ πιρόγιες τὰ κελύφια!..
(...Κρύα ἀνατριχίλα στὰ νερά
σὰν πεταλουδιῶνε σμάροι…
Τώρα ὁ σίφουνας θὰ πάρῃ
ἀπ’ τὰ δέντρα ὅλα τὰ φύλλα τὰ ξερά!
Στὰ καλάμια τὴ φλογέρα του σφυράει,
κι ὅπως πάῃ, πάῃ, πάῃ,
ὁ ἄνεμος-τσοπάνος σαλαγάει
σ’ ἄλλα πιὰ λημὲρια –
σ’ ἄλλο τώρα χειμαδιό τὰ καλοκαὶρια!..)

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Τραγούδι στὸν ἥλιο

Μέσα στὸ φῶς σου γίνουμαι πουλί
καὶ τραγουδῶ ὀλημέρα σὰν τὸ σπίνο∙
μιᾶς πεταλούδας παίρνω τὰ φτερά
τὰ θεῖα κι ὁλόασπρα σὰν τὸ νέο τὸ κρίνο!

Σφαλῶ τὰ βλέφαρά μου – ἐντός μου φῶς!
Τ’ ἀνοίγω – φῶς παντοῦ ὅλο φῶς τριγύρα!
Καὶ λέω: Ἥλιε, τί θάνατος λαμπρός
μὲς σὲ μιὰ τέτοια θεία φωτοπλημμύρα!..

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Αὐταπάτη

Ἀπ’ τὴν καρδιά μου συντριβάνι
τὸ αἷμα πετιέται ὁρμητικό –
στὴ γῆ δέ βρέθηκε βοτάνι
γιὰ τὴν πληγή της πραϋντικό.
Πάνωθε ἀστράφτει ὡς πορσελάνη
τοῦ θόλου μας τὸ κρύο γλαυκό –
πίδακας ἡ κραυγή μου φτάνει
καὶ σπάει σὲ κλάμα τραγικό.

Μὰ ὥς μὲ ραντίζει τὸ νερό
τῶν ἴδιων μου ὀφθαλμῶν θαρρῶ
πὼς τὸν καημό μου ὁ κόσμος κλαίει
τὰ δάκρυά μου τὰ καυτά
στὰ δυό μου χέρια τ’ ἀνοιχτά
τὰ δέχομαι γιὰ οὐράνια ἐλέη.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Μεταμέλεια

Ἀπόψε εἰπα πὼς μ’ εἶχες πιὰ κερδίσει,
ποὺ ρόδισαν οἱ πόθοι μου ὅλοι ἀνθοί∙
μὰ πρὶον ἤ ὁ ἀλέκτωρ τρίς φωνήσῃ
Κύριέ μου, σὲ εἶχα πάλι ἀπαρνηθῆ!

Μὲ κουφοκαῖνε ἀκόμη πάθη, μίση –
δέν ἔχουν οἱ ἁμαρτίες μου πιὰ σωθῆ;
Τῆς χάρης σου ἀν ἀνοίξῃ μόνο ἡ βρύση,
τότε κ’ ἡ ὑδρία μου ἴσως πληρωθῇ!..

Τὸ τί ἐμαρτύρησα ἀπ’ τὴ νύχτα ἐκείνη
ποὺ ἄδεια ἄφησα τὴ νυφική μας κλίνη
κι ἀρνήθηκα στὰ μάτια νὰ σὲ δῶ!

Κοίταξε, ἄν δέν πιστεύῃς, τὶς πληγές μου!
Δώσ’μου τὸ χέρι σου... νά, ἐδῶ κ’ ἐδῶ!..
Λοιπόν; Μ’ ἀναγνωρίζεις τώρα; Πές μου!

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ἀντιστροφὴ

Ἔτσι οἱ ἄγγελοι ὅλοι τραγουδοῦσαν μέσα μου ἕνα βράδυ:
...Ὅλα εἶναι πόθος ὀμορφιᾶς, κ’ εἶναι ὀμορφιᾶς προσπάθια
κ’ οἱ πόλεμοί σας κ’ οἱ ἔχθρητες κι ὅλα σας τ’ ἄγρια πάθια!
Μέσα μου ἔτσι τραγούδαγαν οἱ ἄγγελοι κάποιο βράδυ…
Κι ὁ σατανᾶς ἀπ’ τῆς ἠχῶς κάγχαζε τὸ πηγάδι:
Τῆς Κόλασής μου ἡ πεῖνα εἰστε, τοῦ Ἅδη κατακάθια!..
Μὰ ξαναπαῖρναν τὴ στροφὴ ἔτσι οἱ ἄγγελοι στὸ βράδυ:
...Ὅλα εἶναι πόθος ὀμορφιᾶς, κ’ εἶναι ὀμορφιᾶς προσπάθια!

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Σκοτάδι

Πόσους θανάτους νὰ σκορπᾶ τὸ κάθε νέο μας βῆμα;..
Πόσες πληγές ἀγνώριστες τριγύρω μας τὸ χέρι
στὴν πιό ἀθώα του κίνηση ν’ ἀνοίγῃ – ποιός τὸ ξέρει
πόσους θανάτους νὰ σκορπᾶ τὸ κάθε νέο μας βῆμα;..
Τι ἴσως βαραίνει τὸ καλό περσότερο ἀπ’ τὸ κρῖμα
κ’ ἡ ἁμαρτία στοὺς οὐρανοὺς νὰ λάμπῃ σὰν ἀστέρι…
Πόσους θανάτους νὰ σκορπᾶ τὸ κάθε νέο μας βῆμα;..
Καὶ τί κακό νὰ προξενῇ τ’ ἀνύποπτό μας χέρι;..

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ἀρχαῖες ναυαγισμένες πολιτεῖες...

Ἀρχαῖες ναυαγισμένες πολιτεῖες...
τὴν παντοδυναμία μᾶς ἀφηγοῦνται τῆς σιωπῆς,
τὶς ξαφνικές της πλημμυρίδες μέσα ἀπὸ τὰ τείχη τους…
Στοιβάζεται τὸ χιόνι τοῦ καιροῦ πάνω στὸ στῆθος της,
παγετῶνες ταξιδεύουν μ’ ἀργή κίνηση,
οἱ χιλιετίες...
Ἀπ’ τῆς σιωπῆς τὸ χῶρο τὸν πρωταρχικό
ὅλα κινοῦν καὶ πάλι μέσα του ἐπιστρέφουν
ὅλα ζυγιάζονται πάνω στὴ χάλκινη ἀσπίδα της
τὰ λόγιά μας, τὰ βήματα
κ’ οἱ πιό ἀπόκρυφοί μας λογιμοί.
Τίποτα δὲν μπορεῖ ν’ ἀπολεσθῇ
οὔτε κρυφό δάκρυ οὔτε φύλλο δέντρου
οὐδε ὄμβρος ἐπὶ τὸν χόρτον...

Ἡ ἱερή της νύχτα τώρα γέμισε ἀκοές
καὶ βλέμματα ἱεροσύλων.
Ἀχνίζει στὶς πεδιάδες τῶν ἀθώων ἡ σφαγή,
ποὺ τὸν καθρέφτη θόλωσε τοῦ φεγγαριοῦ –
ἐξαγορά γιὰ τὴν ἀνίερη ἐνοχή
ὅτι
_γ ν ω ρ ί ζ ο υ μ ε _κ ι _ὅ τ ι _ὑ π ά ρ χ ο υ μ ε.
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Ὅταν σὲ κοίταξε...

Ὅταν σὲ κοίταξε, τὸν γνώρισες;
Ἤτανε πρᾶος;
Σοῦ φανέρωσε ἀμέσως τὸ μαχαίρι του;
Σ’ ἄδραξε τραχιά;
Ἀντιστάθηκες;
Ἤ γαλήνια ὑποτάχτηκες καὶ τοῦ ’δωσες τὸ χέρι;..

Κι ὅταν ξεμάκρυνες τόσο πολὺ στὴ νύχτα,
ποὺ τίποτα πιὰ νὰ μὴ σοῦ φέγγῃ –
μαντίλι ἀποχαιρετισμοῦ
εἴτε πουλιοῦ φτερούγα –
ὁ φόβος δέν πάγωσε τὴν καρδιά σου;
Δέν γύρεψες γιὰ στήριγμα ἕνα βλέμμα;
Τὸ πόδι σου δέν σκόνταψε σὲ τόσο σκοτάδι;
Τὸ στῆθος σου πῶς μπόρεσε νὰ βαστάξῃ τόσο κενό;..

Σ’ ἀπογύμνωσαν ὕστερα ἀπὸ ἀγῶνα;
Ἤ μόνη σου ὅλα τ’ ἄφησες νὰ πέσουν –
ὅπως τὸ δέντρο τὰ ξερά του φύλλα –
τὸ φόβο, τὴ λύπη, τὴν ἐλπίδα;..
Καὶ τὸ σπαθί τῆς Ἀγάπης, κ’ ἐκεῖνο
δέν ἔσκυψε ἕνας ἄγγελος νὰ τὸ σηκώσῃ,
νὰ τὸ ζωστῆ γιὰ τὴ μεγάλη μάχη
ποὺ μὲ τὸ Θάνατο θὰ δώσῃ ἡ Ἀγάπη;..
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ἡ χώρα τῆς σιωπῆς

Ἡ χώρα τῆς σιωπῆς εἶναι ἀπὸ κρύσταλλο –
γαλάζιο κρύσταλλο, σὰν ἀπὸ πάγο.
Ἐκεῖ χορεύουνε τὰ πάντα ἀθόρυβα
κι ὅλες οἱ εἰκόνες διαθλῶνται στὸ ἄπειρο.
Τὰ δάκρυα τῶν παιδιῶν καὶ τὰ παράπονα
ἀφήνουν τὸ λεπτό ἦχο τῆς κιθάρας
Τῶν σιωπηλῶν πλασμάτων τὰ χαμόγελα
ρόδινη ἀνταύγεια ὑψώνουν στὰ μεσούρανα
καὶ τὰ βαθιά βλέμματα τῆς ἀγάπης
ἀνάβουν φλόγες πυρκαγιᾶς γαλάζιες.
Στὴ χώρα τῆς σιωπῆς ὅ,τι εἶναι γνήσιο
σὰν μιὰ καμπάνα ἀκούγεται γιορτάσιμη
ποὺ ἀνοίγει βουερούς θόλους στὰ οὐράνια.
Στὴ χώρα τῆς σιωπῆς συχνά ἀκροάστηκα
τὶς σημένιες κωδωνοκρουσίες
ποὺ ὑψώνει κάποιο σμῆνος γερανῶν.
Σὲ γάμους μυστικούς, σὲ λιτανεῖες,
σὲ τελετὲς οὐράνιες παρευρέθηκα
στὴ χώρα τῆς σιωπῆς πού εἰναι ἀπὸ κρύσταλλο,
γαλάζιο κρύσταλλο σὰν ἀπὸ πάγο...

Πηγή:poetry-in-greece.blogspot.gr



 

Παρασκευή 27 Μαρτίου 2015

Μυρτιώτισσα μία απ΄τις σημαντικότερες γυναικείες φυσιογνωμίες στο χώρο της νεοελληνικής ποίησης

Τα βήματα, τα βήματά σου
τα γνώριμα τ’ αγαπημένα που είναι χαμένα.
Έχω ποθήσει τη μιλιά σου,
τα μάτια σου, τα δυο σου χέρια.
Κι έχω διψάσει τα φιλιά σου
και πια με σφάζουνε μαχαίρια.
Σαν θυμηθώ τα βήματά σου,
καίγονται ξαφνικά τ’ αστέρια.
Βρίσκομαι μες την αγκαλιά σου.
Τα βήματα, τα βήματά σου.
Τα βήματα, τα βήματά σου,
μες τα όνειρά μου τρομαγμένα,
φτάνουν σε μένα.
Έχω ξεχάσει τη μιλιά σου,
τα μάτια σου, τα δυο σου χέρια.
Κι έχω διψάσει τα φιλιά σου
και πια με σφάζουνε μαχαίρια.
Σαν θυμηθώ τα βήματά σου,
καίγονται ξαφνικά τ’ αστέρια.
Βρίσκομαι μες την αγκαλιά σου.
Τα βήματα, τα βήματά σου.


Η Θεώνη Δρακοπούλου (1885- 4 Αυγούστου 1968) ήταν ηθοποιός και ποιήτρια, γνωστή και με το ψευδώνυμο Μυρτιώτισσα.
Βιογραφία
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1885, στο προάστιο Μπεμπέκι. Ο πατέρας της, Αριστομένης Δρακόπουλος, ήταν γιος της Θεώνης Καλαμογδάρτη και εγγονός του Ανδρέα Καλαμογδάρτη, γόνου αρχοντικής Πατρινής οικογένειας. Υπηρετούσε στην Κωνσταντινούπολη ως πρώτος διερμηνέας της Ελληνικής Πρεσβείας κι είχε την καλλιέργεια αλλά και όλα τα μέσα και να προσφέρει στην κόρη του τη μόρφωση που απαιτούσε η πρώιμη καλλιτεχνική της ιδιοσυγκρασία. Έξι χρόνια μετά τη γέννηση της Θεώνης, ο πατέρας της διορίστηκε γενικός πρόξενος της Ελλάδας στην τουρκοκρατούμενη τότε Κρήτη, όπου μετακόμισε μαζί με την οικογένειά του. Μετά από παραμονή δυο χρόνων στο νησί εγκαταστάθηκαν οριστικά στην Αθήνα, όπου η Θεώνη φοίτησε στην δραματική Σχολή Χιλλ της Πλάκας. Από μαθητική ηλικία είχε κλίση προς την ποίηση και το θέατρο. Πήρε μέρος σε ερασιτεχνικές παραστάσεις αρχαίου δράματος, παρακολούθησε μαθήματα στη Βασιλική Δραματική Σχολή Εθνικού Θεάτρου. Ως ηθοποιός εμφανίστηκε από τη "Νέα Σκηνή" του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου. Το 1904 έλαβε μέρος στη παράσταση της "Αντιγόνης" του Σοφοκλή κι έπαιξε επίσης στο Δημοτικό και το Εθνικό Θέατρο. Αναγκάστηκε ωστόσο να διακόψει τη θεατρική της σταδιοδρομία, λόγω αντίδρασης της οικογένειάς της. Παντρεύτηκε το Σπυρίδωνα Παππά, που ήταν τον ξάδελφό της, και εγκαταστάθηκε μαζί του στο Παρίσι όπου συνέχισε τις δραματικές σπουδές στην Κρατική Δραματική Σχολή. Γράφει η ίδια:
[....] Λάβαινα μέρος εδώ κι εκεί σε κάτι ερασιτεχνικές παραστάσεις αρχαίων δραμάτων κι αργότερα πάλι σε καλύτερο και καλλιτεχνικότερο επίπεδο με τον καταπληχτικό Χρηστομάνο. Λέγανε πως είχα ταλέντο, μα δε μ’ άφησαν να το καλλιεργήσω. Έπειτα βιαστικά, σα να με είχαν πάρει τα χρόνια, με πάντρεψαν. Είναι ωστόσο βέβαιο πως εγώ προετοίμασα στο γιο μου το δρόμο που τον πέρασε αργότερα τόσο θριαμβευτικά, γιατί ως την ώρα που τον γέννησα, το μόνο πράγμα που μ’ απασχολούσε, το μόνο που πρόσεξα στο Παρίσι, σε κείνη τη μεγαλούπολη που πήγα μετά το γάμο μου, ήταν το θέατρο. Ο γάμος μου στάθηκε άτυχος. Εγώ η ίδια δέχτηκα να παντρευτώ έναν ξάδερφό μου που είχε έρθει τότε απ’ το Παρίσι για να μας δει και τον προτίμησα απ’ όλους τους νέους που γνώριζα. Δεν τον αγάπησα, όμως έλεγα πως το συγγενικό μας αίμα θα έσμιγε σιγά σιγά και τις ψυχές μας. Είχα άδικο. Όσο καλός κι αν ήταν, ευγενικός, μορφωμένος, όσο κι αν αγάπησε και φρόντισε κι αυτός όπως μπορούσε για τη μόρφωση του παιδιού μας, στο βάθος έμεινε ξένος για μένα. Αγαπούσε ωστόσο κι αυτός πολύ το θέατρο και με βοήθησε στο Παρίσι να πηγαίνω και ν’ ακούω τα μαθήματα που έδιναν φτασμένοι ηθοποιοί στην επίσημη Δραματική Σχολή του Κράτους. Οι καλύτερές μου ώρες ήταν εκείνες που περνούσα σ’ εκείνη την αίθουσα.


Έρωτας τάχα
Έρωτας τάχα να ‘ν’ αυτό
που έτσι με κάνει να ποθώ
τη συντροφιά σου,
που σαν βραδιάζει, τριγυρνώ
τα φωτισμένα για να δω
παράθυρά σου;
Έρωτας να ‘ναι η σιωπή
που όταν σε βλέπω, μου το κλείνεις
σφιχτά το στόμα,
που κι όταν μείνω μοναχή,
στέκω βουβή κι εκστατική
ώρες ακόμα;
Έρωτας να ‘ναι ή συμφορά,
με κάποιου αγγέλου τα φτερά
που έχει φορέσει,
κι έρχετ’ ακόμη μια φορά
με τέτοια δώρα τρυφερά
να με πλανέσει;
Μα ό,τι και να ‘ναι, το ποθώ,
και καλώς να ‘ρθει το κακό
που είν’ από σένα·
θα γίνει υπέρτατο αγαθό,
στα πόδια σου αν θα σωριαστώ
τ’ αγαπημένα.



ΔΕ ΒΑΣΤΑΞΕΣ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ (από «Τα Δώρα της Αγάπης»)
Ποίηση: Μυρτιώτισσα

Δεν βάσταξες, αγάπη μου, στο δύσκολο ανηφόρι
κουράστηκες, παραπατάς,
παλεύεις με την παγωνιά και με το ξεροβόρι,
ωσότου, τέλος, σταματάς.
Γυναίκα εγώ, και σύρθηκα ψηλότερα από σένα,
κι ακόμα βλέπεις, προχωρώ,
σαν τα πουλιά που επίμονα τραβάνε για τα ξένα,
και με σπασμένο το φτερό...
Μουσική: Ευανθία Ρεμπούτσικα - Lonely child


Γιώργος Παππάς
Από το γάμο της, απέκτησε ένα γιο, το Γιώργο , ο οποίος έγινε διάσημος πρωταγωνιστής του ελληνικού θεάτρου. Ο γάμος της όμως δεν έμελλε να διαρκέσει πολύ. Μετά το χωρισμό, επέστρεψε στην Ελλάδα όπου εργάστηκε ως καθηγήτρια απαγγελίας στο Ωδείο Αθηνών. Καθοριστική για την ποιητική της έκφραση στάθηκε η γνωριμία και ο έρωτάς της με τον ποιητή Λορέντζο Μαβίλη. Μετά τον δραματικό θάνατο του τελευταίου στη μάχη του Δρίσκου το 1912, η 27χρονη Μυρτιώτισσα στράφηκε στην ποίηση για να εκφράσει τον πόνο της.

Το έργο της
Είναι από τις σημαντικότερες γυναικείες φυσιογνωμίες στο χώρο της νεοελληνικής ποίησης. Το ποιητικό έργο της Μυρτιώτισσας κυριαρχείται από έντονο λυρισμό, ενώ συχνά θέματά της είναι η φύση και το δίπτυχο έρωτας-θάνατος. Σημαντική για τη ζωή της στάθηκε επίσης η βαθιά φιλία που τη συνέδεε με τον Κωστή Παλαμά, ο οποίος στάθηκε καθοδηγητής της. Εξέδωσε τα ποιητικά έργα «Τραγούδια» (1919), «Κίτρινες φλόγες» (1925) (με πρόλογο του Κ. Παλαμά, 1925), «Δώρα αγάπης» (1932, Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών) και «Κραυγές» (1939, Κρατικό Βραβείο) ενώ το 1953 κυκλοφόρησε ένα συγκεντρωτικό έργο με τίτλο «Ποιήματα». Επίσης, μετά τον πρόωρο χαμό του γιου της, το 1958, έγραψε το χρονικό «Ο Γιώργος Παππάς στα παιδικά του χρόνια» που εκδόθηκε το 1962. Τιμήθηκε με κρατικά βραβεία ποίησης (το 1932 για τα 'Δώρα της αγάπης' και το 1939 για τις 'Κραυγές').Κυκλοφόρησε επίσης μια δίτομη παιδική ανθολογία το 1930 καί μετέφρασε την «Μήδεια» του Σοφοκλή καθώς καί ποιήματα της Άννας Ντε Νοάιγ(Anna, Comtesse Mathieu de Noailles[καρδιά αμέτρητες,ή σκιά των ημερών,ή νέα ελπίδα,πρόσωπο έκπληξη,κυριαρχία,αντηλιά,Ζωντανών και νεκρών,Τους αθώους, ή τη σοφία των γυναικών,τιμή του πόνου,δυνάμεις αιώνα καί ποίημα της αγάπης).ή ποίηση της μυρτιώτισσας αποτελεί σταθμό στον γυναικείο νεοελληνικό ποιητικό λόγο.Τα ποιηματά της είναι αμιγώς ερωτικά καί συγκινούν με την γνησιότητα της λαικής ιδιοσυγκρασίας της.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της υπέφερε από διαβήτη. Πέθανε έπειτα από καρδιακή προσβολή στην Αθήνα την Κυριακή 4 Αυγούστου του 1968. Η ταφή της έγινε στον οικογενειακό τάφο της οικογένειας Δρακοπούλου στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Το αρχείο της οικογένειας Καλαμογδάρτη δώρισε τα "Ποιήματα" στον ξάδελφό της Γεώργιο Παπαδιαμαντόπουλο και αυτός με τη σειρά του στη Δημοτική Βιβλιοθήκη.
Βιογραφία από την ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Σ’ αγαπώ
Σ’ αγαπώ, δεν μπορώ
Τίποτ’ άλλο να πω
Πιο βαθύ, πιο απλό
Πιο μεγάλο!
Μπρος στα πόδια σου εδώ
Με λαχτάρα σκορπώ
Τον πολύφυλλο ανθό
Της ζωής μου
Τα δυο χέρια μου, να…
Στα προσφέρω δετά
Για να γείρεις γλυκά
Το κεφάλι
Κι η καρδιά μου σκιρτά
Κι όλη ζήλια ζητά
Να σου γίνει ως αυτά
Προσκεφάλι
Ω μελίσσι μου, πιες
Απ’ αυτόν τις γλυκές
Τις αγνές ευωδιές
Της ψυχής μου!
Σ’ αγαπώ τι μπορώ
Ακριβέ να σου πω
Πιο βαθύ, πιο απλό
Πιο μεγάλο;

Voluptas
Ελάτε, ο κόσμος όλος είμαι εγώ!
μες απ’ τα χρυσοκόκκινα μαλλιά μου,
απ’ τη ματιά κι’ από τα δάχτυλά μου
της ηδονής πετιέται το στοιχειό.
Ελάτε ο κόσμος όλος είμαι εγώ.
Όμως αγάπη μη γυρεύετ’ από μένα
Δε θα με ιδήτε μπρος σας να λυγίσω
και πάνε τα τραγούδια σας χαμένα
Μέσα μου άγριες νιώθω επιθυμιές!
και τις ερωτευμένες σας καρδιές
πως θα ‘θελα να μπόρεια να μασήσω
με τα λευκά μου δόντια τα γερά,
σα φρέσκα μυγδαλάκια τραγανά,
και τον αιμάτινο χυμό τους να ρουφήξω!
Δάκρυα δε θέλω, δάκρυα δε θέλω δε ζητώ
παρά φωτιά για τη φωτιά μου,
τα σαρκικά φιλιά μου,
στόμα που στάζει φλόγα να γευτεί
Ω! τι με νοιάζει τότες κι’ αν κοπεί
το νήμα απ’ της Μοίρας μου τ’ αδράχτι,
αφού θα νοιώθω πως από Ηδονή
θα σκορπιστεί το είναι μου σε στάχτη ….

Πάθος
Ω! τα μάτια, τα μάτια σου
που όλο χρώματ’ αλλάζουν,
με γητεύουν τα μάτια σου
και βαθιά με σπαράζουν.
Μες στα χέρια - τα χέρια σου -
τα γερά, τ’ ατσαλένια,
τρεμουλιάζουν τα χέρια μου
σαν πουλιά λαβωμένα!
Και το σώμα, το σώμα σου,
νευρικό κι ανδρειωμένο,
πώς το λιώνει το σώμα μου
το βαριά κουρασμένο.
 

Κυριακή 22 Μαρτίου 2015

"Ελεύθεροι Πολιορκημένοι" Διονύσιος Σολωμός

Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι είναι ένα από τα κορυφαία ποιητικά συνθέματα του Διονύσιου Σολωμού που φαίνεται ότι τον «απασχόλησε στο μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του», καθώς και ένα από τα πιο σημαντικά έργα της νεότερης ελληνικής ποίησης. Γραμμένο σε δεκαπεντασύλλαβο, το έργο είναι εμπνευσμένο από τα γεγονότα της πολιορκίας και της Εξόδου του Μεσολογγίου κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821.
Ο δημιουργός του ασχολήθηκε με τη σύνθεσή του σχεδόν σε ολόκληρη τη διάρκεια της λεγόμενης ώριμης ποιητικής περιόδου της ζωής του (1834-1847), γεγονός που κάνει το έργο «οργανικό» ποίημα, από την άποψη ότι στη μακρά διάρκεια της ανάπτυξής του αποτυπώνει την εξέλιξη των ιδεών του ποιητή. Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, είναι ένα από τα πιο αποσπασματικά έργα του. Παραδόθηκε με τη μορφή τριών σχεδιασμάτων, ύστερα από προσεκτική μελέτη των αρχείων του ποιητή από τον Ιάκωβο Πολυλά, ο οποίος το εξέδωσε για πρώτη φορά.
Θέμα
Πηγή έμπνευσης των Ελεύθερων Πολιορκημένων είναι ο αγώνας των υπερασπιστών του Μεσολογγίου, κατά τη δεύτερη πολιορκία του από τους Οθωμανούς, που κράτησε σχεδόν ένα χρόνο (1825-1826) και κορυφώθηκε με την απέλπιδα έξοδο της Κυριακής των Βαΐων στις 10 Απριλίου 1826. Ο Σολωμός στο έργο του επιχειρεί να αναδείξει σε ποιητικό λόγο το ηθικό μεγαλείο των Ελλήνων αγωνιστών που οδηγούνται με πλήρη συνείδηση στη θυσία για την κατάκτηση της πνευματικής ελευθερίας τους.
Περιεχόμενο
Το έργο δεν είναι ένα ενιαίο ποίημα, αλλά αποτελείται από τρία σχεδιάσματα σε αποσπασματική μορφή. Το Α΄ Σχεδίασμα, έχει λυρικό ύφος. Το Β΄ Σχεδίασμα, που περιέχειτα πιο σημαντικά σε ποιητική σύλληψη κομμάτια, αποτελείται από συνολικά 61 αποσπάσματα, γραμμένα σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο με ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία. Συντέθηκε κατά την παραμονή του ποιητή στην Κέρκυρα, κατά το διάστημα 1833-1844. Τέλος, το Γ΄ Σχεδίασμα, περιλαμβάνει 15 ποιητικά αποσπάσματα και συντέθηκε από το 1844 ως το τέλος της ζωής του Σολωμού.
Στα Β΄ και Γ΄ Σχεδίασματα μεταξύ των ποιητικών αποσπασμάτων παρεμβάλλονται και πεζά τμήματα, που ήταν χειρόγραφα σχέδια του Σολωμού γραμμένα στα ιταλικά, και τα οποία μεταφράστηκαν και εντάχθηκαν στο σώμα του έργου από τον Ιάκωβο Πολυλά. Υπάρχουν, επίσης, και επιπρόσθετα πεζά τμήματα, τα οποία έγραψε ο Πολυλάς για την περαιτέρω κατανόηση του κάθε αποσπάσματος και τη σύνδεση μεταξύ τους.
Η κεντρική ιδέα του έργου, όπως αναλύεται στα σχέδια του Σολωμού, είναι ο αγώνας των πολιορκημένων ενάντια στις κακουχίες, ενώ γίνονται πραγματικά ελεύθεροι με την πνευματική νίκη ενάντια σε μια σειρά από πειρασμούς. Γίνεται λόγος για την εσωτερική ελευθερία της θέλησης να υπερβούν όλα αυτά που απειλούν τη δυναμικότητα της αντίστασής τους, όχι μόνο την πείνα και τη σωματική εξασθένηση αλλά και κάθε πειρασμού που προσφέρει η ίδια η ομορφιά της φύσης.
Το έργο εξιστορεί τις τελευταίες ημέρες της πολιορκίας, που συνέβη κατά τη διάρκεια της άνοιξης, λίγο πριν το Πάσχα. Δύο τα πιο χαρακτηριστικά αποσπάσματά του αναφέρονται στην ομορφιά της φύσης κατά την εποχή αυτή.
Η γλώσσα των Ελεύθερων Πολιορκημένων είναι δημοτική με τους ιδιωματισμούς και τις ιδιοτυπίες που χαρακτηρίζουν τον Σολωμό.
Πηγή:ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Ελεύθεροι Πολιορκημένοι
 
 
 
"Ακρα του ταφου σιωπή

ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Α´

I.

Τότες ἐταραχτήκανε τὰ σωθικά μου, καὶ ἔλεγα πὼς ἦρθε ὥρα νὰ ξεψυχήσω· κ᾿ εὑρέθηκα σὲ σκοτεινὸ τόπο καὶ βροντερό, ποὺ ἐσκιρτοῦσε σὰν κλωνὶ στάρι ῾ς τὸ μύλο ποὺ ἀλέθει ὀγλήγορα, ὡσὰν τὸ χόχλο ῾ς τὸ νερὸ ποὺ ἀναβράζει᾿ ἐτότες ἐκατάλαβα πὼς ἐκεῖνο ἤτανε τὸ Μεσολόγγι· ἀλλὰ δὲν ἔβλεπα μήτε τὸ κάστρο, μήτε τὸ στρατόπεδο, μήτε τὴ λίμνη, μήτε τὴ θάλασσα, μήτε τὴ γῆ ποὺ ἐπάτουνα, μήτε τὸν οὐρανό᾿ ἐκατασκέπαζε ὅλα τὰ πάντα μαυρίλα καὶ πίσσα, γιομάτη λάμψι, βροντή, καὶ ἀστροπελέκι· καὶ ὕψωσα τὰ χέρια μου καὶ τὰ μάτια μου νὰ κάνω δέηση, καὶ ἰδοὺ μές᾿ ῾ς τὴν καπνίλα μία μεγάλη γυναίκα μὲ φόρεμα μαῦρο σὰν τοῦ λαγοῦ τὸ αἷμα, ὅπου ἡ σπίθα ἔγγιζε κ᾿ ἐσβενότουνε· καὶ μὲ φωνή, ποὺ μοῦ ἐφαίνονταν πὼς νικάει τὴν ταραχὴ τοῦ πολέμου, ἄρχισε·
«Τὸ χάραμα ἐπῆρα
Τοῦ Ἥλιου τὸ δρόμο,
Κρεμώντας τὴ λύρα
Τὴ δίκαιη ῾ς τὸν ὦμο,
Κι᾿ ἀπ᾿ ὅπου χαράζει
Ὡς ὅπου βυθᾶ,
Τὰ μάτια μου δὲν εἶδαν τόπον ἐνδοξότερον ἀπὸ τοῦτο τὸ ἁλωνάκι.»

II.

Παράμερα στέκει
Ὁ ἄντρας καὶ κλαίει·
Ἀργὰ τὸ τουφέκι
Σηκώνει, καὶ λέει·
«Σὲ τοῦτο τὸ χέρι
»Τί κάνεις ἐσύ;
»Ὁ ἐχθρός μου τὸ ξέρει
»Πῶς μοῦ εἶσαι βαρύ.»
Τῆς μάνας ὢ λαύρα!
Τὰ τέκνα τριγύρου
Φθαρμένα καὶ μαῦρα,
Σὰν ἴσκιους ὀνείρου·
Λαλεῖ τὸ πουλάκι
῾Σ τοῦ πόνου τὴ γῆ,
Καὶ βρίσκει σπειράκι,
Καὶ μάννα φθονεῖ.

III.

Γροικοῦν νὰ ταράζῃ
Τοῦ ἐχθροῦ τὸν ἀέρα
Μίαν ἄλλη, ποὺ μοιάζει
Τ᾿ ἀντίλαλου πέρα·
Καὶ ξάφνου πετειέται
Μὲ τρόμου λαλιά·
Πολληώρα γροικειέται
Κι᾿ ὁ κόσμος βροντᾶ.

IV.

Ἀμέριμνον ὄντας
Τ᾿ Ἀράπη τὸ στόμα
Σφυρίζει, περνώντας
῾Σ τοῦ Μάρκου τὸ χῶμα·
Διαβαίνει, κι᾿ ἀγάλι
Ξαπλώνετ᾿ ἐκεῖ,
Ποὺ ἐβγῆκ᾿ ἡ μεγάλη
Τοῦ Μπάϊρον ψυχή.

V.

Προβαίνει καὶ κράζει
Τὰ ἔθνη σκιασμένα.

VI.

Καὶ ὢ πείνα καὶ φρίκη!
Δὲ σκούζει σκυλί!

VII.

Καὶ ἡ μέρα προβαίνει,
Τὰ νέφια συντρίβει·
Νά, ἡ νύχτα ποὺ βγαίνει,
Κι ἀστέρι δὲν κρύβει.

ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Β´

Ι.

Ἄκρα τοῦ τάφου σιωπὴ στὸν κάμπο βασιλεύει·
Λαλεῖ πουλί, παίρνει σπειρί, κ᾿ ἡ μάνα τὸ ζηλεύει.
Τὰ μάτια ἡ πείνα ἐμαύρισε· στὰ μάτια ἡ μάνα μνέει·
Στέκει ὁ Σουλιώτης ὁ καλὸς παράμερα, καὶ κλαίει:
«Ἔρμο τουφέκι σκοτεινό, τί σ᾿ ἔχω ῾γὼ στὸ χέρι;
Ὁποῦ σὺ μοὔγινες βαρὺ κι ὁ Ἀγαρηνὸς τὸ ξέρει.»

ΙΙ.

Τὸ Μεσολόγγι ἔπεσε τὴν ἄνοιξη· ὁ ποιητὴς παρασταίνει τὴν Φύση, εἰς τὴ στιγμὴ ποὺ εἶναι ὡραιότερη, ὡς μία δύναμη, ἡ ὁποία, μὲ ὅλα τ᾿ ἄλλα καὶ ὑλικὰ καὶ ἠθικὰ ἐνάντια, προσπαθεῖ νὰ δειλιάση τοὺς πολιορκημένους· ἰδοὺ οἱ Στοχασμοὶ τοῦ ποιητῆ:Ἡ ζωὴ ποὺ ἀνασταίνεται μὲ ὅλες της τὲς χαρές, ἀναβρύζοντας ὁλοῦθε, νέα, λαχταριστή, περιχυνόμενη εἰς ὅλα τὰ ὄντα· ἡ ζωὴ ἀκέραιη, ἀπ᾿ ὅλα της φύσης τὰ μέρη, θέλει νὰ καταβάλῃ τὴν ἀνθρώπινη ψυχή· θάλασσα, γῆ, οὐρανός, συγχωνευμένα, ἐπιφάνεια καὶ βάθος συγχωνευμένα, τὰ ὁποῖα πάλι πολιορκοῦν τὴν ἀνθρώπινη φύση στὴν ἐπιφάνεια καὶ εἰς τὸ βάθος της.
Ἡ ὡραιότης τῆς φύσης, ποὺ τοὺς περιτριγυρίζει, αὐξαίνει εἰς τοὺς ἐχθροὺς τὴν ἀνυπομονησία νὰ πάρουν τὴ χαριτωμένη γῆ, καὶ εἰς τοὺς πολιορκημένους τὸν πόνο ὅτι θὰ τὴ χάσουν.
 Ὁ Ἀπρίλης μὲ τὸν Ἔρωτα χορεύουν καὶ γελοῦνε,
κι ὅσ᾿ ἄνθια βγαίνουν καὶ καρποὶ τόσ᾿ ἄρματα σὲ κλειοῦνε.Λευκὸ βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει
Καὶ μὲς τὴ θάλασσα βαθειὰ ξαναπετειέται πάλι,
Κι᾿ ὁλόλευκο ἐσύσμιξε μὲ τ᾿ οὐρανοῦ τὰ κάλλη.
Καὶ μὲς τῆς λίμνης τὰ νερά, ὅπ᾿ ἔφθασε μ᾿ ἀσπούδα
Ἔπαιξε μὲ τὸν ἴσκιο τῆς γαλάζια πεταλούδα,
Ποὺ εὐωδίασε τὸν ὕπνο της μέσα στὸν ἄγριο κρίνο·
Τὸ σκουληκάκι βρίσκεται σ᾿ ὥρα γλυκειὰ κ᾿ ἐκεῖνο.
Μάγεμα ἡ φύσις κι᾿ ὄνειρο στὴν ὀμορφιὰ καὶ χάρη,
Ἡ μαύρη πέτρα ὁλόχρυση καὶ τὸ ξερὸ χορτάρι·
Μὲ χίλιες βρύσες χύνεται, μὲ χίλιες γλῶσσες κρένει:
Ὅποιος πεθάνῃ σήμερα χίλιες φορὲς πεθαίνει.
Τρέμ᾿ ἡ ψυχὴ καὶ ξαστοχᾶ γλυκὰ τὸν ἑαυτό της.

III.

Ἐνῷ ἀκούεται τὸ μαγευτικὸ τραγούδι τῆς ἄνοιξης, ὁποῦ κινδυνεύει νὰ ξυπνήση εἰς τοὺς πολιορκημένους τὴν ἀγάπη τῆς ζωῆς τόσον, ὥστε νὰ ὀλιγοστέψῃ ἡ ἀντρεία τους, ἕνας τῶν Ἑλλήνων πολεμάρχων σαλπίζει κράζοντας τοὺς ἄλλους εἰς συμβούλιο, καὶ ἡ σβημένη κλαγγή, ὁποῦ βγαίνει μέσ᾿ ἀπὸ τὸ ἀδυνατισμένο στῆθος του, φθάνοντας εἰς τὸ ἐχθρικὸ στρατόπεδο παρακινεῖ ἕναν Ἀράπη νὰ κάμῃ ὅ,τι περιγράφουν οἱ στίχοι 4-12.
«Σάλπιγγα, κόψ᾿ τοῦ τραγουδιοῦ τὰ μάγια μὲ βία,
γυναικός, γέροντος, παιδιοῦ, μὴν κόψουν τὴν ἀντρεία».Χαμένη, ἀλίμονο, κι ὀκνὴ τὴ σάλπιγγα γρικάει·
ἀλλὰ πῶς φθάνει στὸν ἐχθρὸ καὶ κάθ᾿ ἠχὼ ξυπνάει;
Γέλιο στὸ σκόρπιο στράτευμα σφοδρὸ γεννοβολιέται,
κι ἡ περιπαίχτρα σάλπιγγα μεσουρανὶς πετιέται·
καὶ μὲ χαρούμενη πνοὴ τὸ στῆθος τὸ χορτᾶτο,
τ᾿ ἀράθυμο, τὸ δυνατό, κι ὅλο ψυχὲς γιομᾶτο,
βαρώντας γύρου ὁλόγυρα, ὁλόγυρα καὶ πέρα,
τὸν ὄμορφο τρικύμισε καὶ ξάστερον ἀέρα·
τέλος μακριὰ σέρνει λαλιά, σὰν τὸ πεσούμεν᾿ ἄστρο,
τρανὴ λαλιά, τρόμου λαλιά, ρητὴ κατὰ τὸ κάστρο.

IV.

Μόλις ἔπαυσε τὸ σάλπισμα ὁ Ἀράπης, μία μυριόφωνη βοὴ ἀκούεται εἰς τὸ ἐχθρικὸ στρατόπεδο, καὶ ἡ βίγλα τοῦ κάστρου, ἀχνὴ σὰν τὸ Χάρο, λέει τῶν Ἑλλήνων: «Μπαίνει ὁ ἐχθρικὸς στόλος». Τὸ πυκνὸ δάσος ἔμεινε ἀκίνητο εἰς τὰ νερά, ὅπου ἡ ἐλπίδα ἀπάντεχε νὰ ἰδεῖ τὰ φιλικὰ καράβια. Τότε ὁ ἐχθρὸς ἐξανανέωσε τὴν κραυγή, καὶ εἰς αὐτὴν ἀντιβόησαν οἱ νεόφθαστοι μέσ᾿ ἀπὸ τὰ καράβια. Μετὰ ταῦτα μία ἀκατάπαυτη βροντὴ ἔκανε τὸν ἀέρα νὰ τρέμει πολλὴ ὥρα, καὶ εἰς αὐτὴ τὴν τρικυμία
Ἡ μαύρη γῆ σκιρτᾶ ὡς χοχλὸ μὲς τὸ νερὸ ποὺ βράζει.
- Ἕως ἐκείνη τὴ στιγμὴ οἱ πολιορκημένοι εἶχαν ὑπομείνει πολλοὺς ἀγῶνες μὲ κάποιαν ἐλπίδα νὰ φθάσῃ ὁ φιλικὸς στόλος, καὶ νὰ συντρίψῃ ἴσως τὸν σιδερένιο κύκλο ὁποῦ τοὺς περιζώνει· τώρα ὁποῦ ἔχασαν κάθε ἐλπίδα, καὶ ὁ ἐχθρὸς τοὺς τάζει νὰ τοὺς χαρίσῃ τὴ ζωὴ ἂν ἀλλαξοπιστήσουν, ἡ ὑστερινή τους ἀντίσταση τοὺς ἀποδείχνει Μάρτυρες.

V.

. . . . . . . . . . Στὴν πεισμωμένη μάχη
σφόδρα σκιρτοῦν μακριὰ πολὺ τὰ πέλαγα κι οἱ βράχοι,
καὶ τὰ γλυκοχαράματα, καὶ μὲς στὰ μεσημέρια,
κι ὅταν θολώσουν τὰ νερά, κι ὅταν ἐβγοῦν τ᾿ ἀστέρια.
Φοβοῦνται γύρου τὰ νησιά, παρακαλοῦν καὶ κλαῖνε,
κι οἱ ξένοι ναύκληροι μακριὰ πικραίνονται καὶ λένε:
«Ἀραπιᾶς ἄτι, Γάλλου νοῦς, σπαθὶ Τουρκιᾶς, μολύβι,
πέλαγο μέγα βράζ᾿ ὁ ἐχθρὸς πρὸς τὸ φτωχὸ καλύβι.

VI.

Ἕνας πολέμαρχος ξάφνου ἀπομακραίνεται ἀπὸ τὸν κύκλο, ὅπου εἶναι συναγμένοι εἰς συμβούλιο γιὰ τὸ γιουροῦσι, γιατὶ τὸν ἐπλάκωσε ἡ ἐνθύμηση, τρομερὴ εἰς ἐκείνη τὴν ὥρα τῆς ἄκρας δυστυχίας, ὅτι εἰς ἐκεῖνο τὸ ἴδιο μέρος, εἰς τὲς λαμπρὲς ἡμέρες τῆς νίκης, εἶχε πέσει κοπιασμένος ἀπὸ τὸν πολεμικὸ ἀγῶνα, καὶ αὐτοῦ ἐπρωτάκουσε, ἀπὸ τὰ χείλη τῆς ἀγαπημένης του, τὸν ἀντίλαλο τῆς δόξας του, ὁποία ἕως τότε εἶχε μείνει ἄγνωστη εἰς τὴν ἁπλὴ καὶ ταπεινὴ ψυχή του.
Μακρυὰ ἀπ᾿ ὅπ᾿ ἦτα᾿ ἀντίστροφος κι᾿ ἀκίνητος ἐστήθη·
Μόνε σφοδρὰ βροντοκοποῦν τ᾿ ἀρματωμένα στήθη·Ἐχαμογέλασε πικρὰ κι ὁλούθενε κοιτάζει·
κι ἀνεῖ πολὺ τὰ βλέφαρα τὰ δάκρυα νὰ βαστάξουν:
-«Ἐκεῖ ῾ρθε τὸ χρυσότερο ἀπὸ τὰ ὀνείρατά μου·
μὲ τ᾿ ἅρματ᾿ ὅλα βρόντησα τυφλός του κόπου χάμου.
Φωνή ῾πε: «Ὁ δρόμος σου γλυκὸς καὶ μοσχοβολισμένος·
στὴν κεφαλή σου κρέμεται ὁ ἥλιος μαγεμένος·
παλληκαρᾶ καὶ μορφονιέ, γειά σου, καλέ, χαρά σου!
Ἄκου, νησιά, στεριὲς τῆς γῆς, ἐμάθαν τ᾿ ὄνομά σου! -
Τοῦτος, ἄχ, ποῦ ῾ν᾿ ὁ δοξαστὸς κι ἡ θεϊκιὰ θωριά του;
Ἡ ἀγκάλη μ᾿ ἔτρεμ᾿ ἀνοιχτὴ κατὰ τὰ γόνατά του».
Ἔρριξε χάμου τὰ χαρτιὰ μὲ τσ᾿ εἴδησες τοῦ κόσμου
ἡ κορασιὰ τρεμάμενη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Χαρὰ τῆς ἔσβυε τὴ φωνὴ ποὖν᾿ τώρα ἀποσβυμένη·
ἄμε, χρυσ᾿ ὄνειρο, καὶ σὺ μὲ τὴ σαβανωμένη!
Ἐδῶ ῾ναι χρεία νὰ κατεβῶ, νὰ σφίξω τὸ σπαθί μου,
πρὶν ὅλοι χάσουν τὴ ζωή, κι ἐγ᾿ ὅλη τὴν πνοή μου·
τὰ λίγα ἀπομεινάρια τῆς πείνας καὶ τσ᾿ ἀντρείας,
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
γκόλφι νὰ τά ῾χω στὸ πλευρὸ καὶ νὰ τὰ βγάλω πέρα,
ποὺ μ᾿ ἔκραξαν μ᾿ ἀπαντοχή, φίλο, ἀδελφό, πατέρα·
Δρόμ᾿ ἀστραφτὰ νὰ σχίσω τοὺς σ᾿ ἐχθροὺς καλὰ θρεμμένους,
σ᾿ ἐχθροὺς πολλούς, πολλ᾿ ἄξιους, πολλὰ φαρμακωμένους·
νὰ μείνῃς, χῶμα πατρικό, γιὰ μισητὸ ποδάρι·
ἡ μαύρη πέτρα σου χρυσῆ καὶ τὸ ξερὸ χορτάρι.»
Ἦταν μὲ σένα τρεῖς χαρὲς στὴν πίκρα φυτρωμένες,
ὅμως γιὰ μένα στὴ χαρὰ τρεῖς πίκρες ριζωμένες».
«Θύρες ἀνοίξτ᾿ ὁλόχρυσες γιὰ τὴν γλυκειὰν ἐλπίδα.»

VII.

- «Κρυφὴ χαρά ῾στραψε σ᾿ ἐσέ· κάτι καλό ῾χει ὁ νοῦς σου
πές, νὰ τὸ ξεμυστηρευτεῖς θὲς τ᾿ ἀδελφοποιτοῦ σου;».-«Ψυχὴ μεγάλη καὶ γλυκειά, μετὰ χαρᾶς σ᾿ τὸ λέω:
Θαυμάζω τὲς γυναῖκες μας καὶ στ᾿ ὄνομά τους μνέω.
Ἐφοβήθηκα κάποτε μὴ δειλιάσουν καὶ τὲς ἐπαρατήρησα ἀδιάκοπα.
Ἀπόψε, ἐνῷ εἶχαν τὰ παράθυρα ἀνοιχτὰ γιὰ τὴ δροσιά, μία ἀπ᾿ αὐτές, ἡ νεώτερη, ἐπῆγε νὰ τὰ κλείσει, ἀλλὰ μία ἄλλη τῆς εἶπε: «Ὄχι, παιδί μου· ἄφησε νὰ ῾μπεῖ ἡ μυρωδιὰ ἀπὸ τὰ φαγητά· εἶναι χρεία νὰ συνηθίσουμε».
Κι ἔτσι λέγοντας ἐματάνοιξε τὸ παράθυρο, καὶ ἡ πολλὴ μυρωδιὰ τῶν ἀρωμάτων ἐχυνότουν μέσα κι ἐγιόμισε τὸ δωμάτιο.
Καὶ ἡ πρώτη εἶπε: «Καὶ τὸ ἀεράκι μας πολεμάει».
Μία ἄλλη ἔστεκε σιμὰ εἰς τὸ ἑτοιμοθάνατο παιδί της.
Καὶ ἄλλη εἶπε χαμογελώντας, νὰ διηγηθεῖ καθεμία τ᾿ ὄνειρό της.
Καὶ μία εἶπε: «Μοῦ ἐφαινότουν ὅτι ὅλοι ἐμεῖς, ἄντρες καὶ γυναῖκες, παιδιὰ καὶ γέροι, ἤμαστε ποτάμια, ποιὰ μικρά, ποιὰ μεγάλα, κι ἐτρέχαμε ἀνάμεσα εἰς τόπους φωτεινούς, εἰς τόπους σκοτεινούς, σὲ λαγκάδια, σὲ γκρεμούς, ἀπάνου κάτου, κι ἔπειτα ἐφθάναμε μαζὶ στὴ θάλασσα μὲ πολλὴ ὁρμή».
Καὶ μία δεύτερη εἶπε:
Ἐγώ ῾δα δάφνες. - Κι ἐγὼ φῶς ..............................
- Κι ἐγὼ σ᾿ φωτιὰ μίαν ὄμορφη π᾿ ἀστράφταν τὰ μαλλιά της.
Καὶ ἀφοῦ ὅλες ἐδιηγήθηκαν τὰ ὀνείρατά τους, ἐκείνη ποὖχε τὸ παιδὶ ἑτοιμοθάνατο εἶπε: «Ἰδές, καὶ εἰς τὰ ὀνείρατα ὁμογνωμοῦμε, καθὼς εἰς τὴ θέληση καὶ εἰς ὅλα τ᾿ ἄλλα ἔργα». Καὶ ὅλες οἱ ἄλλες ἐσυμφώνησαν κι ἐτριγυρίσαν μὲ ἀγάπη τὸ παιδί της πού ῾χε ξεψυχήσει.
Ἰδού, αὐτὲς οἱ γυναῖκες φέρνονται θαυμαστά· αὐτὲς εἶναι μεγαλόψυχες, καὶ λένε ὅτι μαθαίνουν ἀπό μας· δὲ δειλιάζουν, μολονότι τοὺς ἐπάρθηκε ἡ ἐλπίδα ποὺ εἶχαν νὰ γεννήσουν τέκνα γιὰ τὴ δόξα καὶ γιὰ τὴν εὐτυχία. Ἐμεῖς λοιπὸν μποροῦμε νὰ μάθουμε ἀπ᾿ αὐτὲς καὶ νὰ τὲς λατρεύουμε ἕως τὴν ὕστερη ὥρα.
Πές μου καὶ σὺ τώρα γιατί ἐχθές, ὕστερ᾿ ἀπὸ τὸ συμβούλιο, ἐνῷ ἐστεκόμαστε σιωπηλοί, ἀπομακρύνθηκες ταραγμένος·
Νὰ μοῦ τὸ πῇς νὰ τὄχω ῾γὼ γκολφισταυρὸ στὸν ἅδη.
Ἐχαμογέλασε πικρά, κι᾿ ὁλούθενε κοιτάζει·
Κι᾿ ἀνεῖ πολὺ τὰ βλέφαρα τὰ δάκρυα νὰ βαστάξουν.

VIII.

Παρασταίνεται ὁ Ἰμπραῒμ Πασὰς συλλογιζόμενος τὴ σημαντικότητα τῆς γῆς, τὴν ὁποία θέλει νὰ κυριέψῃ, καὶ τὸν πόνο καὶ τὴν ἐντροπή του ἂν δὲν τὸ κατορθώσῃ.
Καθὼς ἐκεῖ στὴν Ἀραπιά . . . . . . . .
Χύνεται ἀνάερα τὸ σκυλὶ τῆς δίψας λυσσασμένο.Μὲς τὴν ψυχὴ τὴν ἀγροικᾶ σὰ σπίθα στὴ φωτιά της.
Καὶ συχνὰ τοὖ ῾π᾿ ἡ ἀράθυμη καὶ τρίσβαθη ψυχή του:
«Κάμποι, βουνὰ καρπόφορα, καὶ λίμνη ὡραία καὶ πλούσια.»
Σ᾿ τουφέκι ἀλλάξαν καὶ σπαθὶ τὸ δίχτυ καὶ τ᾿ ἀγκίστρι.».
«Μάνα καλὴ παληκαριῶν, καὶ κάμε τη δική σου.»
«Αἰώνια ἤθελ᾿ ἤτανε ὁ πόνος κι ἡ ντροπή μου.»

IX.

Ἐτοῦτ᾿ εἶν᾿ ὕστερη νυχτιά· ὅλα τ᾿ ἀστέρια βγάνει·
ὁλονυχτὶς ἀνέβαινε ἡ δέηση, τὸ λιβάνι.
Ὁ Ἀράπης, τραυηγμένος ἀπὸ τὴ μυρωδιὰ ποὺ ἐσκορποῦσε τὸ θυμίαμα, περίεργος καὶ ἀνυπόμονος, μὲ βιαστικὰ πατήματα πλησιάζει εἰς τὸ τεῖχος,
Καὶ ἀπάνου, ἀνάγκη φοβερή! σκυλὶ δὲν τοῦ ῾λυχτάει.
Καὶ ἀκροάζεται· ἀλλὰ τὴ νυχτικὴ γαλήνη δὲν ἀντίσκοβε μήτε φωνή, μήτε κλάψα, μήτε ἀναστεναγμός· ἤθελε πεῖς ὅτι εἶχε παύσει ἡ ζωή· οἱ ἥρωες εἶναι ἑνωμένοι καί, μέσα τους λόγια λένε
Γιὰ τὴν αἰωνιότητα, ποὺ μόλις τὰ χωράει·
Στὰ μάτια καὶ στὸ πρόσωπο φαίνονται οἱ στοχασμοί τους·
Τοὺς λέει μεγάλα καὶ πολλὰ ἡ τρίσβαθη ψυχή τους.
Ἀγάπη κι ἔρωτας καλοῦ τὰ σπλάχνα τους τινάζουν.
Τὰ σπλάχνα τους κι ἡ θάλασσα ποτὲ δὲν ἡσυχάζουν·/
Γλυκιὰ κι ἐλεύθερ᾿ ἡ ψυχὴ σὰ νά ῾τανε βγαλμένη,
Κι ὑψῶναν μὲ χαμόγελο τὴν ὄψη τὴ φθαρμένη.

Χ.

Ἀφοῦ ἔκαψαν τὰ κρεβάτια, οἱ γυναῖκες παρακαλοῦν τοὺς ἄντρες νὰ τὲς ἀφήσουν νὰ κάμουνε ἀντάμα, εἰς τὸ σπήλαιο, τὴν ὑστερινὴ δέηση. Μι᾿ ἀπ᾿ αὐτές, ἡ γεροντότερη, μιλεῖ γιὰ τὲς ἄλλες: «Ἄκουσε, παιδί μου, καὶ τοῦτο ἀπὸ τὸ στόμα μου,
Ποὖμ᾿ ὅλη κάτου ἀπὸ τὴ γῆ κι᾿ ἕνα μπουτσούνι ἀπ᾿ ἔξω.
Ὁρκίζουν σε στὴ στάχτ᾿ αὐτὴ . . . . . . . . . . . . . . . . .
Καὶ στὰ κρεβάτια τ᾿ ἄτυχα μὲ τὸ σεμνὸ στεφάνι·
N᾿ ἀφῆστε σᾶς παρακαλοῦν νὰ τρέξουμε σ᾿ ἐκεῖνο,
Νὰ κάμουμ᾿ ἅμα τὸ στερνὸ χαιρετισμὸ καὶ θρῆνο.»Κι᾿ ἐπειδὴ ἐκεῖνος ἀργοῦσε ὀλίγο νὰ δώσῃ τὴν ἀπόκριση,
Ὅλες στὴ γῆ τὰ γόνατα ἐχτύπησαν ὀμπρός του,
Κι᾿ ἐβάστααν ὅλες κατ᾿ αὐτὸν τὴ χοῦφτα σηκωμένη,
Καὶ μὲ πικρὸ χαμόγελο τὴν ὄψη τὴ φθαρμένη,
Σὰ νἄθελ᾿ ἔσπλαχνα ὁ Θεὸς βρέξῃ ψωμὶ σ᾿ ἐκεῖνες.

 ΧΙ.

Οἱ γυναῖκες, εἰς τὲς ὁποῖες ἕως τότε εἶχε φανῆ ὅμοια μεγαλοψυχία μὲ τοὺς ἄντρες, ὅταν δέονται καὶ αὐτές, δειλιάζουν λιγάκι καὶ κλαῖνε· ὅθεν προχωρεῖ ἡ Πράξη· διότι ὅλα τὰ φερσίματα τῶν γυναικῶν ἀντιχτυποῦν εἰς τὴν καρδιὰ τῶν πολεμιστάδων, καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ ὑστερινὴ ἐξωτερικὴ δύναμη ποὺ τοὺς καταπολεμάει, ἀπὸ τὴν ὁποίαν, ὡς ἀπ᾿ ὅλες τες ἄλλες, αὐτοὶ βγαίνουν ἐλεύθεροι.

XII.

Εἶναι προσωποποιημένη ἡ Πατρίδα, ἡ Μεγάλη Μητέρα, θεάνθρωπη, ὥστε νὰ αἰσθάνεται ὅλα τὰ παθήματα, καὶ καθαρίζοντάς τὰ εἰς τὴ μεγάλη ψυχή της νὰ ἀναπνέῃ τὴν Παράδεισο·
Πολλὲς πληγὲς κι᾿ ἐγλύκαναν γιατ᾿ ἔσταξ᾿ ἁγιομύρος.Μένει ἄγρυπνη μέρα καὶ νύχτα, καρτερώντας τὸ τέλος τοῦ ἀγῶνος· δὲν τὰ φοβᾶται τὰ παιδιά της μὴ δειλιάσουν· εἰς τὰ μάτια της εἶναι φανερὰ τὰ πλέον ἀπόκρυφα τῆς ψυχῆς τους·
Στοῦ τέκνου σύρριζα τὸ νοῦ, Θεοῦ τῆς μάνας μάτι·
Λόγο, ἔργο, νόημα . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ἀπὸ τὸ πρῶτο μίλημα στὸν ἀγγελοκρουμό του.
Γιὰ τοῦτο αὐτὴ εἶναι
Ἥσυχη γιὰ τὴ γνώμη τους, ἀλλ᾿ ὄχι γιὰ τὴ Μοῖρα,
Καὶ μὲς στὴν τρίσβαθη ψυχὴ ὁ πόνος της πλημμύρα,
Ἐπειδὴ βλέπει τὸν ἐχθρὸν ἄσπονδον, ἄπονον ἀπὸ τὸ πολὺ πεῖσμα, καὶ καταλαβαίνει ὅτι ἂν τὸ Ἔλεος ἔχυνε μὲς στὰ σπλάχνα του ὅλους τοὺς θησαυρούς του, τοῦτοι
Τριαντάφυλλά ῾ναι θεϊκὰ στὴν κόλαση πεσμένα.

ΧΙΙΙ.

Μένουν οἱ Μάρτυρες μὲ τὰ μάτια προσηλωμένα εἰς τὴν ἀνατολή, νὰ φέξῃ γιὰ νὰ βγοῦνε στὸ γιουρούσι, καὶ ἡ φοβερὴ αὐγή.
Μνήσθητι, Κύριε, -εἶναι κοντά· Μνήσθητι, Κύριε, ἐφάνη!
ἐπάψαν τὰ φιλιὰ στὴ γῆ . . . . . . . .
Στὰ στήθια καὶ στὸ πρόσωπο, στὰ χέρια καὶ στὰ πόδια.Μιὰ φούχτα χῶμα νὰ κρατῶ καὶ νὰ σωθῶ μ᾿ ἐκεῖνο.
Ἰδού, σεισμὸς καὶ βροντισμός, κι ἐβάστουναν ἀκόμα,
ποὺ ὁ κύκλος φθάνει ὁ φοβερὸς μὲ τὸν ἀφρὸ στὸ στόμα·
κι ἐσκίστη ἀμέσως, κι ἔβαλε στῆς Μάνας τὰ ποδάρια,
τῆς πείνας καὶ τοῦ . . . . . . . τὰ λίγα ἀπομεινάρια·
τ᾿ ἀπομεινάρια ἀνέγγιαγα καὶ κατατρομασμένα,
τὰ γόνατα καὶ τὰ σπαθιὰ τὰ ῾ματοκυλισμένα.

XIV.

Τὸ μάτι μου ἔτρεχε ρονιά, κι᾿ ὀμπρός του δὲν ἐθώρα,
κι᾿ ἔχασα αὐτὸ τὸ θεϊκὸ πρόσωπο γιὰ πολλὴ ὥρα,
π᾿ ἄστραψε γέλιο ἀθάνατο, παιχνίδι τῆς χαρᾶς του,
στὸ φῶς τῆς καλωσύνης του, στὸ φῶς τῆς ὀμορφιᾶς του.

XV.

Ἔχε ὅσες ἔχ᾿ ἡ Ἀνατολὴ κι᾿ ὅσες εὐχὲς ἡ Δύση.

XVI.

Μ᾿ ὅλον ποὺ τότ᾿ ἀσάλευτος στὸ νοῦ μ᾿ ὁ νιὸς ἐστήθη,
κ᾿ εἶχε τὸν ἥλιο πρόσωπο καὶ τὸ φεγγάρι στήθη.

XVII.

Κι᾿ ἄνθιζε μέσα μου ἡ ζωὴ μ᾿ ὅλα τὰ πλούτια πὤχει.

XVIII.

Συχνὰ τὰ στήθια ἐκούρασα, ποτὲ τὴν καλωσύνη.

XIX.

Ὁ υἱός σου κρίνος μὲ δροσιὰ φεγγαροστολισμένος.

XX.

Στὸν ὕπνο της μουρμούριζε τὴν κλάψα τῆς τρυγόνας.

XXI.

Ἀνάξιε δοῦλε τοῦ Χριστοῦ, κάτου τὰ γόνατά σου.

XXII.

Γιά, κοίτα ῾κεῖ χάσμα σεισμοῦ βαθιὰ στὸν τοῖχο πέρα,
καὶ βγαίνουν ἄνθια πλουμιστά, καὶ τρέμουν στὸν ἀέρα.
λούλουδα μύρια, προκαλοῦν χρυσὸ μελισσολόϊ,
ἄσπρα, γαλάζια, κόκκινα, καὶ κρύβουνε τὴ χλόη.

XXIII.

Χιλιάδες ἦχοι ἀμέτρητοι, πολὺ βαθυὰ στὴ χτίσι.
ἡ Ἀνατολὴ τ᾿ ἀρχίναγε κ᾿ ἐτέλειωνε τὸ ἡ Δύσι.
Κάποι ἀπὸ τὴν Ἀνατολή, κι᾿ ἀπὸ τὴ Δύσι κάποι.
κάθ᾿ ἦχος εἶχε καὶ χαρά, κάθε χαρὰ κι᾿ ἀγάπη.

XXIV.

Κάνε σιμὰ κ᾿ εἶναι ψιλές, κάνε βαρειὲς καὶ πέρα,
σὰν τοῦ Μαϊοῦ τὲς εὐωδιὲς γιομόζαν τὸν ἀέρα.

XXV.

Ἡ ὄψη ὀμπρός μου φαίνεται, καὶ μὲς τὴ θάλασσ᾿ ὄχι,
ὄμορφη ὡς εἶναι τ᾿ ὄνειρο μ᾿ ὅλα τὰ μάγια πὤχει·

XXVI.

Χρυσ᾿ ὄνειρο ἠθέλησε τὸ πέλαγο ν᾿ ἀφήσῃ,
τὸ πέλαγο, ποὺ πάτουνε χωρὶς νὰ τὸ συγχίσῃ.

XXVII.

Κ᾿ ἔφυγε τὸ χρυσ᾿ ὄνειρο ὡς φεύγουν ὅλα τ᾿ ἄλλα.

XXVIII.

Ἦταν μὲ σένα τρεῖς χαρὲς στὴν πίκρα φυτρωμένες,
ὅμως γιὰ μένα στὴν χαρὰ τρεῖς πίκρες ριζωμένες.

XXIX.

Ὅλοι σὰν ἕνας, ναί, χτυποῦν, ὅμως ἐσὺ σὰν ὅλους.

XXX.

Τοῦ πόνου ἐστρέψαν οἱ πηγὲς ἀπὸ τὸ σωθικό μου,
ἔστρωσ᾿ ὁ νοῦς, κ᾿ ἀνέβηκα πάλι στὸν ἑαυτό μου.

XXXI.

Τὸ γλυκὸ σπίτι τῆς ζωῆς, ποὖχε χαρὰ καὶ δόξα.

XXXII.

Παράπονο χαμὸς καιροῦ σ᾿ ὅ,τι κανεὶς κι᾿ ἂ χάσῃ.

XXXIII.

Χαρὰ στὰ μάτια μου νὰ ἰδῶ τὰ πολυαγαπημένα,
ποὺ μὤδειξε σκληρ᾿ ὄνειρο στὸ σάβανο κλεισμένα.

XXXIV.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Καὶ μετὰ βίας
τί μὤστειλες, χρυσοπηγὴ τῆς Παντοδυναμίας;

XXXV.

Ἔστρωσ᾿, ἐδέχθ᾿ ἡ θάλασσα ἄντρες ριψοκινδύνους,
κ᾿ ἐδέχθηκε στὰ βάθη τους τὸν οὐρανὸ κ᾿ ἐκείνους.

XXXVI.

Πάντ᾿ ἀνοιχτά, πάντ᾿ ἄγρυπνα, τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου.

XXXVII.

Ὁποὖν᾿ ἐρμιὰ καὶ σκοτεινιὰ καὶ τοῦ θανάτου σπίτι.

XXXVIII.

Τὸ πολιορκούμενο Μεσολόγγι ἔχει τριγύρου χάντακα,
Πὤφαγε κόκκαλο πολὺ τοῦ Τούρκου καὶ τ᾿ Ἀράπη.

XXXIX.

Χθὲς πρωτοχάρηκε τὸ φῶς καὶ τὸν γλυκὸν ἀέρα.

XL.

Πάλι μοῦ ξίππασε τ᾿ αὐτὶ γλυκειᾶς φωνῆς ἀγέρας.

XLI.

Ὀλίγο φῶς καὶ μακρυνὸ σὲ μέγα σκότος κ᾿ ἔρμο.

XLII.

Κι᾿ ὅπου ἡ βουλή τους συφορά, κι᾿ ὅπου τὸ πόδι χάρος.

XLIII.

Σὲ βυθὸ πέφτει ἀπὸ βυθὸ ὡς ποὺ δὲν ἦταν ἄλλος·
ἐκεῖθ᾿ ἐβγῆκε ἀνίκητος.

XLIV.

Φῶς ποὺ πατεῖ χαρούμενο τὸν Ἅδη καὶ τὸ Χάρο.

XLV.

(Ὁ ἀριθμὸς τοῦ ἐχθροῦ),
Τόσ᾿ ἄστρα δὲν ἐγνώρισεν ὁ τρίσβαθος αἰθέρας.

XLVI.

(Ἡ Ἐλπίδα περνάει ἀπὸ φριχτὴν ἐρημία μὲ)
Τὰ χρυσοπράσινα φτερὰ γιομᾶτα λουλουδάκια.

XLVII.

Χάνονται τ᾿ ἄνθη τὰ πολλά, ποὖχ᾿ ἄσπρα μὲ τὰ φύλλα.

XLVIII.

Γιὰ νὰ μοῦ ξεμυστηρευθῆ τὰ αἰνίγματα τὰ θεῖα.

XLIX.

Σ᾿ ἐλέγχ᾿ ἡ πέτρα ποὺ κρατεῖς, καὶ κλεῖ φωνὴ κι᾿ αὐτήνη.

L.

Μὲς τ᾿ Ἅγιο Βῆμα τῆς ψυχῆς.

LI.

Ἡ δύναμή σου πέλαγο, κ᾿ ἡ θέλησή μου βράχος.

LII.

Στὸν κόσμο τοῦτον χύνεται καὶ σ᾿ ἄλλους κόσμους φθάνει.

LIII.

Μὲ φουσκωμένα τὰ πανιὰ περήφανα κι᾿ ὡραῖα.

LIV.

Πολλοί ῾ν᾿ οἱ δρόμοι πὤχει ὁ νοῦς.

LV.

(Ἡ βοὴ τοῦ ἐχθρικοῦ στρατόπεδου παρομοιάζεται μὲ τὸν ἄνεμο),
Ὁποῦ περνάει τὸ πέλαγο καὶ κόβεται στὸ βράχο.

LVI.

Καὶ τὸ τριφύλλι ἐχόρτασε καὶ τὸ περιπλοκάδι,
κ᾿ ἐχόρευε, κ᾿ ἐβέλαζε, στὸ φουντωτὸ λιβάδι.

LVII.

Ὦ γῆ       .      .     .     .      .     .     .      .     .     .
Ὁ Οὐρανὸς σὲ προσκαλεῖ, κ᾿ ἡ κόλασι βρυχίζει.

LVIII.

Καὶ μὲ τὸ ροῦχο ὁλόμαυρο σὰν τοῦ λαγοῦ τὸ αἷμα.

LIX.

Καὶ τὲς ἀτάραχες πνοὲς τὲς πολυαγαπημένες.

LX.

(Οἱ Ἕλληνες, μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ φθάσῃ ὁ φιλικὸς στόλος, κοιτάζουν τὸν μακρινὸ ξάστερον ὁρίζοντα κι᾿ εὔχονται)
Νὰ θόλωνε στὰ μάτια τους μὲ κάτι, ποὺ προβαίνει.

LXI.

Κ᾿ ἐπότισέ μου τὴν ψυχὴ ποὺ χόρτασεν ἀμέσως.

ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Γ´

I.

Μητέρα, μεγαλόψυχη στὸν πόνο καὶ στὴ δόξα,
κι ἂν στὸ κρυφὸ μυστήριο ζοῦν πάντα τὰ παιδιά σου
μὲ λογισμὸ καὶ μ᾿ ὄνειρο, τί χάρ᾿ ἔχουν τὰ μάτια,
τὰ μάτια τοῦτα, νὰ σ᾿ ἰδοῦν μὲς στὸ πανέρμο δάσος,
ποὺ ξάφνου σοῦ τριγύρισε τ᾿ ἀθάνατα ποδάρια
(κοίτα) μὲ φύλλα τῆς Λαμπρῆς, μὲ φύλλα τοῦ Βαϊῶνε!
Τὸ θεϊκό σου πάτημα δὲν ἄκουσα, δὲν εἶδα·
ἀτάραχη σὰν οὐρανὸς μ᾿ ὅλα τὰ κάλλη πὤχει,
ποὺ μέρη τόσα φαίνονται καὶ μέρη ῾ναι κρυμμένα!
Ἀλλά, Θεά, δὲν ἠμπορῶ ν᾿ ἀκούσω τὴ φωνή σου,
κι εὐθὺς ἐγὼ τ᾿ ἑλληνικοῦ κόσμου νὰ τὴ χαρίσω;
Δόξα ῾χ᾿ ἡ μαύρη πέτρα του καὶ τὸ ξερὸ χορτάρι.
(Ἡ Θεὰ ἀπαντάει εἰς τὸν ποιητὴ καὶ τὸν προστάζει νὰ ψάλῃ τὴν πολιορκία τοῦ Mεσολογγιοῦ).

II.

Ἔργα καὶ λόγια, στοχασμοί, -στέκομαι καὶ κοιτάζω,-
Λούλουδα μύρια, πούλουδα, ποὺ κρύβουν τὸ χορτάρι,
Κι᾿ ἄσπρα, γαλάζια, κόκκινα, καλοῦν χρυσὸ μελίσσι.
Ἐκεῖθε μὲ τοὺς ἀδελφούς, ἐδῶθε μὲ τὸν Χάρο.
Μὲς στὰ χαράματα συχνά, καὶ μὲς στὰ μεσημέρια,
καὶ σὰ θολώσουν τὰ νερά, καὶ τ᾿ ἄστρα σὰν πληθύνουν,
ξάφνου σκιρτοῦν οἱ ἀκρογιαλιές, τὰ πέλαγα κι οἱ βράχοι.
«Ἀραπιᾶς ἄτι, Γάλλου νοῦς, βόλι Τουρκιᾶς, τόπ᾿ Ἄγγλου!
Πέλαγο μέγα πολεμᾶ, βαρεῖ τὸ καλυβάκι·
κι ἀλιά, σὲ λίγο ξέσκεπα τὰ λίγα στήθια μένουν!
Ἀθάνατή ῾σαι, ποὺ ποτέ, βροντή, δὲν ἡσυχάζεις;»
Στὴν πλώρη, ποὺ σκιρτᾶ, γυρτός, τοῦτα ῾π᾿ ὁ ξένος ναύτης.
Δειλιάζουν γύρου τὰ νησιά, παρακαλοῦν καὶ κλαῖνε,
καὶ μὲ λιβάνια δέχεται καὶ φῶτα τὸν καημό τους
ὁ σταυροθόλωτος ναὸς καὶ τὸ φτωχὸ ξωκκλήσι.
Τὸ μῖσος ὅμως ἔβγαλε καὶ ῾κεῖνο τὴ φωνή του:
«Ψαροῦ, τ᾿ ἀγκίστρι π᾿ ἄφησες, ἀλλοῦ νὰ ρίξῃς ἄμε.»

II δίς. (Παραλλαγή)

Μὲς στὰ χαράματα συχνά, καὶ μὲς στὰ μεσημέρια,
κι ὅταν θολώσουν τὰ νερά, κι ὅταν πληθύνουν τ᾿ ἄστρα,
ξάφνου σκιρτοῦν οἱ ἀκρογιαλιές, τὰ πέλαγα κι οἱ βράχοι.
Γέρος μακριά, π᾿ ἀπίθωσε στ᾿ ἀγκίστρι τὴ ζωή του,
τὸ πέταξε, τ᾿ ἀστόχησε, καὶ περιτριγυρνώντας:
«Ἀραπιᾶς ἄτι, Γάλλου νοῦς, βόλι Τουρκιᾶς, τοπ᾿ Ἄγγλου!
Πέλαγο μέγ᾿, ἀλίμονο, βαρεῖ τὸ καλυβάκι·
σὲ λίγην ὥρα ξέσκεπα τὰ λίγα στήθη μένουν!
Ἀθάνατή ῾σαι, ποὺ ποτέ, βροντή, δὲν ἡσυχάζεις;»

III.

Δὲν τοὺς βαραίν᾿ ὁ πόλεμος, ἀλλ᾿ ἔγινε πνοή τους,
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . κ᾿ ἐμπόδισμα δὲν εἶναι
στὲς κορασιὲς νὰ τραγουδοῦν, καὶ στὰ παιδιὰ νὰ παίζουν.

IV.

Ἀπὸ τὸ μαῦρο σύγνεφο κι᾿ ἀπὸ τὴ μαύρη πίσσα,
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ἀλλ᾿ ἥλιος, ἀλλ᾿ ἀόρατος αἰθέρας κοσμοφόρος,
ἀπὸ τὸ μαῦρο σύγνεφο κι ἀπὸ τὴ μαύρη πίσσα,
ὁ στύλος φανερώνεται, μὲ κάτου μαζωμένα
τὰ παλληκάρια τὰ καλά, μ᾿ ἀπάνου τὴ σημαία,
ποὺ μουρμουρίζει καὶ μιλεῖ καὶ τὸ Σταυρὸν ἁπλώνει
παντόγυρα στὸν ὄμορφον ἀέρα τῆς ἀντρείας.
Κι ὁ οὐρανὸς καμάρωνε, κι ἡ γῆ χεροκροτοῦσε·
κάθε φωνὴ κινούμενη κατὰ τὸ φῶς μιλοῦσε,
κι ἐσκόρπα τὰ τρισεύγενα λουλούδια τῆς ἀγάπης:
«Ὄμορφη, πλούσια, κι ἄπαρτη, καὶ σεβαστή, κι᾿ ἁγία!»

V.

Ἀπὸ τὴν ἄπειρην ἐρμιὰ τὰ μάτια μαθημένα
Χαμογελάσαν κι᾿ ἄστραψαν, κ᾿ εἶπαν τὰ μαῦρα χείλη:
«Παιδί, στὴν πόρτα χαίρεσαι μὲ τὴ βοή, ποὺ στέρνεις·
Μπροστά, λαγέ, στὸν κυνηγό, κατακαμπῆς καπνίζεις·
Γλάρε, στρειδόφλουντσα ξερνᾶς, ἀφρό, σαλιγκοκαύκι.»
Καὶ τώρα δά, τ᾿ ἀράθυμο πάτημ᾿ ἀργοπορώντας,
κατὰ τὸ κάστρο τὸ μικρὸ πάλε κοιτᾶ, καὶ σφίγγει,
σφίγγει στενὰ τὴ σπάθα του στὸ λαβωμένο στῆθος,
ποὺ μέσα ἀγρίκα τὴν ψυχὴ μεγάλη καὶ τὴ θλίψη.

VI.

Ὁ Πειρασμός.

Ἒστησ᾿ ὁ Ἔρωτας χορὸ μὲ τὸν ξανθὸν Ἀπρίλη,
Κι᾿ ἡ φύσις ηὗρε τὴν καλὴ καὶ τὴ γλυκιά της ὥρα,
Καὶ μὲς στὴ σκιὰ ποὺ φούντωσε καὶ κλεῖ δροσιὲς καὶ μόσχους
Ἀνάκουστος κιλαϊδισμὸς καὶ λιποθυμισμένος.
Νερὰ καθάρια καὶ γλυκά, νερὰ χαριτωμένα,
Χύνονται μὲς στὴν ἄβυσσο τὴ μοσχοβολισμένη,
Καὶ παίρνουνε τὸ μόσχο της, κι᾿ ἀφήνουν τὴ δροσιά τους,
Κι᾿ οὖλα στὸν ἥλιο δείχνοντας τὰ πλούτια της πηγῆς τους,
Τρέχουν ἐδῶ, τρέχουν ἐκεῖ, καὶ κάνουν σὰν ἀηδόνια.
Ἔξ᾿ ἀναβρύζει κι᾿ ἡ ζωή, σ᾿ γῆ, σ᾿ οὐρανό, σὲ κύμα.
Ἀλλὰ στῆς λίμνης τὸ νερό, π᾿ ἀκίνητό ῾ναι κι ἄσπρο,
Ἀκίνητ᾿ ὅπου κι᾿ ἂν ἰδῆς, καὶ κάτασπρ᾿ ὡς τὸν πάτο,
Μὲ μικρὸν ἴσκιον ἄγνωρον ἔπαιξ᾿ ἡ πεταλούδα,
Ποῦ ῾χ᾿ εὐωδίσει τς ὕπνους της μέσα στὸν ἄγριο κρίνο.
Ἀλαφροΐσκιωτε καλέ, γιὰ πὲς ἀπόψε τί ῾δες·
Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Χωρὶς ποσῶς γῆς, οὐρανὸς καὶ θάλασσα νὰ πνένε,
Οὐδ᾿ ὅσο κάν᾿ ἡ μέλισσα κοντὰ στὸ λουλουδάκι,
Γύρου σὲ κάτι ἀτάραχο π᾿ ἀσπρίζει μὲς στὴ λίμνη,
Μονάχο ἀνακατώθηκε τὸ στρογγυλὸ φεγγάρι,
Κι᾿ ὄμορφη βγαίνει κορασιὰ ντυμένη μὲ τὸ φῶς του.

VII.

Ἔρμα ῾ν᾿ τὰ μάτια, ποὺ καλεῖς, χρυσὲ ζωῆς ἀέρα.

VIII.

Εἰς τὸ ποίημα ἕν᾿ ἀπὸ τὰ σημαντικότερα πρόσωπα ἦταν μία κόρη, ὀρφανή, τὴν ὁποίαν οἱ ἄλλες πλέον ἡλικιωμένες γυναῖκες εἶχαν ἀναθρέψει καὶ τὴν ἀγαποῦσαν ὅλες ὡς θυγατέρα τους. Πέφτει εἰς τὸν πόλεμον ἕνας τῶν ἐνδοξοτέρων ἀγωνιστάδων, τὸν ὁποῖον αὐτὴ εἶχε ἀγαπήσει εἰς τὸν καιρὸν τῆς εὐτυχίας· ὥστε ἀπὸ τὸ ἄκρο της ἐλπίδας ἡ καρδιά της βυθίζεται εἰς τὴν λύπη· εὑρίσκει ὅμως παρηγορία κοιτάζοντας τ᾿ ἀγαπημένα πρόσωπα καὶ τὸ ὑψηλὸ παράδειγμα τῶν ἄλλων γυναικῶν. Αὐτὰ ἀρκοῦν νὰ διαφωτίσουν ὁπωσδήποτε τοῦτο τὸ κομμάτι, εἰς τὸ ὁποῖον ἡ ἐνθουσιασμένη νέα στρέφεται νοερῶς πρὸς τὸν Ἄγγελο, τὸν ὁποῖον εἶδε στ᾿ ὄνειρό της νὰ τῆς προσφέρῃ τὰ φτερά του· γυρίζει ἔπειτα πρὸς τὲς γυναῖκες νὰ τοὺς εἰπῇ, ὅτι αὐτὴ τὰ θέλει τὰ φτερὰ πραγματικῶς, ἀλλ᾿ ὄχι γιὰ νὰ φύγῃ, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὰ κρατῇ κλεισμένα ἐκεῖ κοντά τους καὶ νὰ περιμείνῃ μαζί τους τὴν ὥρα τοῦ θανάτου. Μετὰ ταῦτα ἀνατρέχει ἡ φαντασία της εἰς ἄλλα περασμένα· πῶς τὴν ἐπαρηγοροῦσαν, ἐνῷ ἐκείτετο ἄῤῥωστη, «οἱ ἀτάραχες πνοὲς οἱ πολυαγαπημένες» τῶν ἄλλων γυναικῶν ὁποῦ ἐκοιμοῦνταν κοντά της· καὶ τέλος πῶς εἶχε ἰδεῖ τὸν νέον νὰ χορεύῃ, εἰς τὴ χαρμόσυνη ἡμέρα τῆς νίκης.
«Ἄγγελε, μόνο στ᾿ ὄνειρο μοῦ δίνεις τὰ φτερά σου;
Στ᾿ ὄνομ᾿ Αὐτοῦ ποὺ σ᾿ τά ῾πλασε, τ᾿ ἀγγειὸ τσ᾿ ἐρμιᾶς τὰ θέλει.
Ἰδοὺ ποὺ τὰ σφυροκοπῶ στὸν ἀνοιχτὸν ἀέρα,
χωρὶς φιλί, χαιρετισμό, ματιά, βασίλισσές μου!
Τὰ θέλω γώ, νὰ τά ῾χω γώ, νὰ τὰ κρατῶ κλεισμένα,
ἐδῶ π᾿ ἀγάπης τρέχουνε βρύσες χαριτωμένες.
Κι᾿ ἄκουα πού ῾λέγετε: «Πουλί, γλυκιὰ ποὖν᾿ ἡ φωνή σου!»
Ἀηδονολάλειε στῆθος μου, πρὶν τὸ σπαθὶ σὲ σχίσῃ·
Καλὲς πνοὲς παρηγοριὰ στὴ βαριὰ νύχτα κι᾿ ἔρμη·
Μὲ σᾶς νὰ πέσω στὸ σπαθί, κι᾿ ἄμποτε νἆμαι πρώτη!
Τὸ στραβὸ φέσι στὸ χορὸ τ᾿ ἄνθια στ᾿ αὐτὶ στολίζει,
Τὰ μάτια δείχνουν ἔρωτα γιὰ τὸν ἀπάνου κόσμο,
Καὶ στὴ θωριά του εἶν᾿ ἔμορφο τὸ φῶς καὶ μαγεμένο!

IX.

Τὰ σπλάχνα μου κι᾿ ἡ θάλασσα ποτὲ δὲν ἡσυχάζουν,
Κι᾿ ὅσα ἄνθια θρέφει καὶ καρποὺς τόσ᾿ ἄρματα σὲ κλειοῦνε.

X.

Φεύγω τ᾿ ἀλόγου τὴν ὁρμὴ καὶ τοῦ σπαθιοῦ τὸν τρόμο.
T᾿ ὀνείρου μάταια πιθυμιά, κι᾿ ὄνειρο αὐτὴ ῾ν᾿ ἡ ἴδια!
Ἐγύρισε ἡ παράξενή του κόσμου ταξιδεύτρα,
Μοὖπε μὲ θεῖο χαμόγελο βρεμένο μ᾿ ἕνα δάκρυ:
Κόψ᾿ τὸ νερὸ στὴ μάνα του, μπάσ᾿ τὸ στὸ περιβόλι,
Στὸ περιβόλι τῆς ψυχῆς τὸ μοσχαναθρεμμένο.

XI.

(Μία τῶν γυναικῶν προσφεύγει εἰς τὸ στοχασμὸ τοῦ θανάτου ὡς μόνη σωτηρία της μὲ τὴ χαρὰ τὴν ὁποίαν αἰσθάνεται τὸ πουλάκι,
Ὁποῦ ῾δε σκιᾶς παράδεισο καὶ τήνε χαιρετάει
Μὲ τοῦ φτεροῦ τὸ σάλαγο καὶ μὲ κανέναν ἦχο,
εἰς τὴ στιγμὴν ὁποῦ εἶναι κοπιασμένο ἀπὸ μακρινὸ ταξίδι, εἰς τὴ φλόγα καλοκαιρινοῦ ἥλιου.)

XII.

Καὶ βλέπω πέρα τὰ παιδιὰ καὶ τὲς ἀντρογυναῖκες
γύρου στὴ φλόγα π᾿ ἄναψαν, καὶ θλιβερὰ τὴ θρέψαν
μ᾿ ἀγαπημένα πράματα καὶ μὲ σεμνὰ κρεβάτια,
ἀκίνητες, ἀστέναχτες, δίχως νὰ ρίξουν δάκρυ·
καὶ γγιζ᾿ ἡ σπίθα τὰ μαλλιὰ καὶ τὰ λιωμένα ροῦχα.
Γλήγορα, στάχτη, νὰ φανεῖς, οἱ φοῦχτες νὰ γιομίσουν.

XIII.

Εἶν᾿ ἕτοιμα στὴν ἄσπονδη πλημύρα τῶν ἁρμάτων
δρόμο νὰ σχίσουν τὰ σπαθιά, κι ἐλεύθεροι νὰ μείνουν
ἐκεῖθε μὲ τοὺς ἀδελφούς, ἐδῶθε μὲ τὸ χάρο.

XIV.

(Μία γυναῖκα εἰς τὸ γιουρούσι)
Τουφέκια τούρκικα σπαθιά!
Τὸ ξεροκάλαμο περνᾶ.

XV.

Σὰν ἥλιος, ὁποῦ ξάφνου σκεῖ πυκνὰ καὶ μαῦρα νέφη,
τ᾿ ὄρος βαρεῖ κατάραχα καὶ σπίτια ἰδὲς στὴ χλόη.

 



ΑΠΟ ΤΑ ΙΤΑΛΙΚΑ ΣΧΕΔΙΑΣΜΑΤΑ

Μάρθα:

«Il perchι di tanto guardare, di tanto sommesso parlare del mondo che a me d᾿ innanzi passava, mi fu rivelato dalla grande e soave ricchezza dell᾿ amor vostro. Ed ora non so come tutto questo mi s᾿ affaccia come ombra. Tutti gli oggetti che una volta inafferrabili nella loro altezza mi si mostravano, ora mi si affacciano, come a chi θ piantato sopra alta montagna, s᾿ affaccia nel basso mare 1αΑ sua imagine. Cos¨ non tutto ¨¨ perduto per noΙο ¦©¦Ο ho cessato di guardare in questo frutto del mio grembo un᾿ imagine come quella che fanno sul petto i marinari coll᾿ ago, ho cessato d᾿ invidiare l᾿ uccelletto che trov¨° un granello e canΜava. ¦a co uccello, mentre l᾿ ardore estivo infuoca la natura, trova il suo bene nell᾿ ombra fresca e l᾿ accoglie colla piccola anima e con qualche suono fuggevole, cosμ io dal vortice degli armati che mi cingono numerosi, strepitanti, trionfanti, mi ricovro in luogo dove sono raccolti tutti i troni della terra - Ιο parlo di te, ο benefica Mina dell᾿ alba».

(ΑΕ 478 Β. Ἀνήκει στὸ  Γ´ σχεδίασμα)

(Μετάφραση)

Μάρθα :

«Ἡ αἰτία τόσου κοιτάγματος, τόσης χαμηλόφωνης ὁμιλίας τοῦ κόσμου ποὺ περνοῦσε ἐμπρός μου, μοῦ ἀποκαλύφθηκε ἀπὸ τὸν μεγάλο καὶ γλυκὸ πλοῦτο τῆς ἀγάπης σας. Καὶ τώρα ὅλα αὐτὰ ποὺ μᾶς συμβαίνουν μου παρουσιάζονται σὰν σκιές. Ὅλα ὅσα κάποτε μοῦ φαίνονταν ἀσύλληπτα μακριὰ καὶ ψηλά, τώρα μοιάζουν γιὰ μένα ὅπως ὅταν βλέπει κανεὶς ἀπὸ τὴν ψηλὴ ὄχθη τὴν εἰκόνα του κάτω στὴν ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ. Δὲν χάθηκαν λοιπὸν ὅλα γιὰ μᾶς. Ἔπαψα νὰ βλέπω αὐτὸ τὸ ἀδυνατισμένο παιδί μου σὰν μιὰ ζωγραφιὰ ποὺ κάνουν στὸ στῆθος τους οἱ θαλασσινοὶ μὲ τὸ βελόνι. Ἔπαψα νὰ ζηλεύω τὸ πουλάκι ποὺ βρῆκε ἕνα μικρὸ σπόρο καὶ τραγούδησε. Ἀλλὰ ὅπως αὐτὸ τὸ πουλί, ὅταν ἡ καλοκαιρινὴ ζέστη φλογίζει τὴ φύση, βρίσκει τὴν εὐτυχία του στὴ δροσερὴ σκιὰ καὶ τὴ δέχεται μὲ τὴ μικρὴ ψυχή του καὶ μ᾿ ἕνα φευγαλέο κελάϊδημα, ἔτσι κι ἐγώ, ἀπὸ τὴ δίνη τῶν ὁπλισμένων ἐχθρῶν ποὺ μὲ κυκλώνουν, πολυάριθμοι, θορυβώδεις, θριαμβευτικοί, βρίσκω καταφύγιο σ᾿ αὐτὸν ἐδῶ τὸ χῶρο ὅπου ἔχουν συγκεντρωθεῖ ὅλοι οἱ θρόνοι τῆς γῆς - μιλῶ γιὰ σένα, ὢ εὐεργετικὸ ὄρυγμα ποὺ θὰ ἀνατιναχτεῖς τὰ ξημερώματα».

(Il confessore:)

«E questi implacabili nemici furono uniti nelle mie lagrime. Dolce fiato della notte stellata, un sorriso nelle aque e nelle campagne da per tutto... Il tremuoto fece nella forte pietra profonda spaccatura che si coperse di fiori, che tremolavano all᾿ aura ed al sole...

Se mai fosse qualche cosa di non afferrabile, il martirio, il sangue lo scorterΰ, perchι mi par impossibile come possa passare al di lΰ uno solo di noi...

Come ombra erra το κοπαδάκι μου sotto la stellifera notte fresca dalle preghiere, tranquilla come se il cielo avesse piovuto il pane».

(Μετάφραση)

Ὁ Πνευματικός:

«Κι αὐτοὶ οἱ ἀνελέητοι ἐχθροὶ ἑνώθηκαν στὰ δακρυά μου. Γλυκειὰ πνοὴ τῆς ξάστερης νύχτας, ἕνα χαμόγελο πάνω στὰ νερὰ καὶ παντοῦ στὴν ἐξοχή... Ὁ σεισμὸς ἄνοιξε στὸ σκληρὸ βράχο βαθὺ χάσμα ποὺ σκεπάστηκε μὲ λουλούδια ποὺ ἔτρεμαν στὴν αὔρα καὶ στὸν ἥλιο...

Ἂν τύχει νὰ γίνει κάτι ἀπ᾿ αὐτὸ ποὺ τώρα μοιάζει ἀνέφικτο, θὰ τὸ συνοδέψει τὸ μαρτύριο καὶ τὸ αἷμα. Γιατὶ μοῦ φαίνεται ἀδύνατο νὰ μπορέσει νὰ περάσει ἀπέναντι καὶ ἕνας μόνο ἀπὸ μᾶς.

Σὰν σκιὰ πλανιέται τὸ κοπαδάκι μου μέσα στὴ νύχτα μὲ τ᾿ ἄστρα, νύχτα δροσερὴ ἀπὸ τὶς προσευχές, γαλήνια σὰν νὰ εἶχε βρέξει ψωμὶ ὁ οὐρανός».
Από users.uoa.gr

 

Τρίτη 17 Μαρτίου 2015

Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα,η πρώτη Ελληνίδα ζωγράφος

Η Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα (Σπέτσες, 1821 – Σπέτσες, 19 Μαρτίου 1900) ήταν Ελληνίδα ζωγράφος του 19ου αιώνα, της οποίας η τραγική ζωή έγινε το θέμα ενός μυθιστορήματος, του «Ελένη ή ο Κανένας» της Ρέας Γαλανάκη, και ενός θεατρικού έργου.
Η Μπούκουρα-Αλταμούρα ήταν κόρη του καπετάν Γιάννη Μπούκουρα ή Μπούκουρη, του μετέπειτα πρώτου θεατρώνη της Αθήνας. Παιδί ακόμα, έκλεβε αποκέρια και ζωγράφιζε φίλες της που της πόζαραν στην αυλή του παρθεναγωγείου. Ο πατέρας της, αναγνωρίζοντας το ταλέντο της, προσέλαβε δάσκαλο στο σπίτι τον καθηγητή του Σχολείου των Τεχνών, Ραφαέλο Τσέκκολι. Με συστατική επιστολή του, η Ελένη έφυγε στην Ιταλία το 1848 για σπουδές.
Στην Ιταλία, παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής στην Νεάπολη, στην Ρώμη και ίσως στην Φλωρεντία, μεταμφιεσμένη σε άντρα. Ερωτεύθηκε τον ιταλό ζωγράφο και γαριβαλδινό επαναστάτη Φραντσέσκο Σαβέριο Αλταμούρα (Franceso Saverio Altamura) και απέκτησε μαζί του τρία εξώγαμα παιδιά: τον Ιωάννη, την Σοφία και τον Αλέξανδρο. Προκειμένου να νομιμοποιήσει την σχέση της με τον Αλταμούρα, ασπάστηκε τον καθολικισμό και τον παντρεύτηκε. Όμως, το 1857 ο σύζυγός της την εγκατέλειψε και έφυγε με την ερωμένη του, την αγγλίδα φίλη της ζωγράφο Τζέιν Μπένμαν Χέυ (Jaine Benhman Hay), παίρνοντας μαζί του τον μικρότερο γιο τους, τον Αλέξανδρο.
Η Μπούκουρα-Αλταμούρα επέστρεψε κατόπιν στην Ελλάδα με τον Ιωάννη και την Σοφία, και άρχισε να παραδίδει μαθήματα ζωγραφικής σε κοπέλες της Αθήνας. Όμως, το 1872 αρρώστησε από φυματίωση η κόρη της και αναγκάστηκε να πάει στο σπίτι του αδελφού της στις Σπέτσες προκειμένου να αλλάξει αέρα το άρρωστο παιδί της. Τελικά, η Σοφία πέθανε στα τέλη του 1872 σε ηλικία μόνον 18 ετών. Μετά τον θάνατο της κόρης της, η Μπούκουρα-Αλταμούρα επέστρεψε στην Αθήνα.
Το 1876 ο γιος της και ανερχόμενος ζωγράφος Ιωάννης Αλταμούρας ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Κοπεγχάγη και επέστρεψε στην Αθήνα γεμίζοντας με χαρά την χαροκαμένη μητέρα. Όμως η χαρά της διήρκεσε πολύ λίγο· ο Ιωάννης προσβλήθηκε και αυτός από φυματίωση και πέθανε τον Μάιο του 1878. Η απώλεια των δύο νέων προκάλεσε νευρικό κλονισμό στην μητέρα τους και την οδήγησε στην τρέλα. Σε ηλικία 60 ετών περίπου, η Μπούκουρα-Αλταμούρα επέστρεψε στις Σπέτσες, όπου έκαψε όλα — ή σχεδόν όλα — τα ζωγραφικά της έργα. Πέθανε σχεδόν άγνωστη στις Σπέτσες το 1900. Kηδεύτηκε στο κοιμητήριο της Aγίας Άννας στις Σπέτσες. Aργότερα, τα οστά της, όπως και εκείνα της Σοφίας και του Ιωάννη, μεταφέρθηκαν από τους απογόνους της στο A΄ Nεκροταφείο Aθηνών σε κοινό τάφο της οικογενείας Mπούκουρα-Aλταμούρα.
Βιογραφία από την ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ




 

Παρασκευή 13 Μαρτίου 2015

Άγγελος Σικελιανός, ο μέγιστος Λευκαδίτης ποιητής....


"Όχι, δεν είναι χίμαιρα
να καβαλάμε το όνειρο
τη θείαν ετούτη μέρα
που όλα, ορατά και αόρατα,
κι εμείς κι οι ήρωες και οι θεοί
στην ίδια ορμάμε μέσα αιώνια σφαίρα"
Άγγελος Σικελιανός, ένας ιερός , ένας μύστης, ένας ιεροφάντης ποιητής.

Τα κυριότερα χαρακτηριστικά της ποίησής του, όπως λέει ο Κώστας Βάρναλης, είναι η λατρεία της Φύσης και του εαυτού του. Τη Φύση τη νοιώθει μέσα του σαν ένας αρχαίος θεός και την αναπαρασταίνει σε μεγαλειώδεις πίνακες τόσο οπτικούς σα να ήτανε ζωγραφιστοί. Μέσα σ' αυτήν τη Φύση μόλις χωράει ο αχώρετος εαυτός του-το άτομό του, γιορτάσιμο και θριαμβικό. Γιορτάσιμος και θριαμβικός όχι μόνο στον ποιητικό του λόγο, αλλά και στην καθημερινή του λειτουργία με τους ανθρώπους και τα πράγματα.

 Άγγελος Σικελιανός (15 Μαρτίου 1884 – 19 Ιουνίου 1951) ήταν ένας από τους μείζονες Έλληνες ποιητές. Το έργο του διακρίνεται από έντονο λυρισμό και ιδιαίτερο γλωσσικό πλούτο.
Γεννήθηκε στη Λευκάδα, όπου και πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Αποφοίτησε από το γυμνάσιο το 1900 και τον επόμενο χρόνο εγγράφηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας, χωρίς ωστόσο να ολοκληρώσει ποτέ τις νομικές του σπουδές. Τα ενδιαφέροντά του ήταν καθαρά λογοτεχνικά και από νωρίς μελέτησε Όμηρο, Πίνδαρο, Ορφικούς και Πυθαγόρειους, λυρικούς ποιητές, προσωκρατικούς φιλοσόφους, Πλάτωνα, Αισχύλο αλλά και την Αγία Γραφή και ξένους λογοτέχνες όπως τον Ντ' Αννούντσιο. Τα επόμενα χρόνια πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια και στράφηκε στην ποίηση και το θέατρο. Σημαντικό σταθμό στη ζωή του Σικελιανού αποτέλεσε ο γάμος του, το 1907, με την Αμερικανίδα Εύα Πάλμερ, η οποία σπούδαζε στο Παρίσι ελληνική αρχαιολογία και χορογραφία. Ο γάμος τους τελέστηκε στην Αμερική, ενώ εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα το 1908. Εκείνη την περίοδο ο Σικελιανός ήρθε σε επαφή με αρκετούς πνευματικούς ανθρώπους και τελικά το 1909 δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή Αλαφροΐσκιωτος, η οποία προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση στους φιλολογικούς κύκλους, αναγνωριζόμενη ως έργο-σταθμός στην ιστορία των νεοελληνικών γραμμάτων. Ακολούθησε μια περίοδος έντονης αναζήτησης, που καταλήγει στην έκδοση των τεσσάρων τόμων της ποιητικής συλλογής Πρόλογος στη Ζωή, Η Συνείδηση της Γης μου (1915), Η Συνείδηση της Φυλής μου (1915), Η Συνείδηση της Γυναίκας (1916) και Η Συνείδηση της Πίστης (1917). Ο Πρόλογος στη Ζωή ολοκληρώθηκε αργότερα με τη Συνείδηση της Προσωπικής Δημιουργίας. Ακολουθούν ακόμα τα χαρακτηριστικά ποιήματα Το Πάσχα των Ελλήνων και Μήτηρ Θεού, της περιόδου 1917 - 1920, καθώς και διάφορες συνεργασίες του με λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής.
Η αρχαιοελληνική πνευματική ατμόσφαιρα απασχόλησε βαθιά τον Σικελιανό και συνέλαβε την ιδέα να δημιουργηθεί στους Δελφούς ένας παγκόσμιος πνευματικός πυρήνας ικανός να συνθέσει τις αντιθέσεις των λαών («Δελφική Ιδέα»). Για τον σκοπό αυτό ο Σικελιανός, με τη συμπαράσταση και την οικονομική αρωγή της γυναίκας του, δίνει πλήθος διαλέξεων και δημοσιεύει μελέτες και άρθρα. Παράλληλα, οργανώνει τις «Δελφικές Εορτές» στους Δελφούς με τις παραστάσεις του Προμηθέα Δεσμώτη (1927) και των Ικέτιδων (1930) του Αισχύλου να ανεβαίνουν στο αρχαίο θέατρο. Η «Δελφική Ιδέα» εκτός από τις αρχαίες παραστάσεις περιελάμβανε και τη «Δελφική Ένωση», μία παγκόσμια ένωση για τη συναδέλφωση των λαών και το «Δελφικό Πανεπιστήμιο», στόχος του οποίου θα ήταν να συνθέσει σε έναν ενιαίο μύθο τις παραδόσεις όλων των λαών. Για τις πρωτοβουλίες αυτές, το 1929, η Ακαδημία Αθηνών του απένειμε αργυρό μετάλλιο για τη γενναία προσπάθεια αναβίωσης των δελφικών αγώνων. Από το φιλόδοξο αυτό σχέδιο το μόνο που πραγματοποιήθηκε τελικά ήταν οι Δελφικές Εορτές, αλλά και αυτές οδήγησαν σε οικονομική καταστροφή και χωρισμό του ζεύγους, αφού η Εύα Πάλμερ εγκαταστάθηκε από τότε στην Αμερική και επέστρεψε μόνο μετά τον θάνατο του ποιητή.
Κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 ο Άγγελος Σικελιανός μαζί με άλλους Έλληνες λογίους προσυπέγραψε την Έκκληση των Ελλήνων Διανοουμένων προς τους Διανοούμενους ολόκληρου του Κόσμου με την οποία αφενός μεν καυτηριάζονταν η κακόβουλη ιταλική επίθεση, αφετέρου δε διέγειρε την παγκόσμια κοινή γνώμη σε επανάσταση συνειδήσεων για κοινό νέο πνευματικό Μαραθώνα.
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, ο Σικελιανός διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην πνευματική αντίσταση του λαού, με κορυφαία εκδήλωση το ποίημα και το λόγο που εκφώνησε στην κηδεία του Παλαμά το 1943.
Το 1939 του απονεμήθηκε το Κρατικό Λογοτεχνικό Βραβείο του 1938 για το σύνολο του ποιητικού του έργου. Tο 1946 εξελέγη πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Υπήρξε 5 φορές υποψήφιος για το Νομπέλ Λογοτεχνίας:
  • Το 1946, προτεινόμενος από το μέλος της Σουηδικής Ακαδημίας Anders Österling
  • Το 1947, προτεινόμενος από τον Νίκο Βέη, που την ίδια χρονιά είχε προτείνει και τον Νίκο Καζαντζάκη με την σκέψη πως θα έπρεπε να βραβευτούν από κοινού
  • Το 1948, προτεινόμενος από μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας Γραμμάτων, Ιστορίας και Αρχαιοτήτων της Σουηδίας Axel W Persson και το μέλος της Σουηδικής Ακαδημίας συγγραφέα και δημοσιογράφο Elin Wägner Την χρονιά εκείνη, ο Anders Österling, ο οποίος είχε προτείνει τον Σικελιανό το 1946, πρότεινε να μοιραστεί το βραβείο μαζί με τον νικητή εκείνης της χρονιάς Τ.Σ. Έλιοτ, αλλά η πρότασή του απορρίφθηκε
  • Το 1949, προτεινόμενος από το μέλος της Σουηδικής Ακαδημίας, συγγραφέα Sigfrid Siwertz
  • Το 1950, προτεινόμενος με δύο προτάσεις. Μια, με μοναδικό υποψήφιο τον ίδιο, από την Ελληνική Εταιρεία Λογοτεχνώνκαι μια, σε συνδυασμό ξανά με τον Καζαντζάκη, από το μέλος της Σουηδικής Ακαδημίας συγγραφέα Hjalmar Gullberg.
Ο Άγγελος Σικελιανός πέθανε στην Αθήνα το 1951 και τάφηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.
Βιογραφία από την ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Να κι ο θρήνος - αγανάκτηση του μεγάλου του φίλου, του Καζαντζάκη, σ'ένα γράμμα που έστειλε στον Πρεβελάκη από το εξωτερικό, όταν έμαθε το θάνατο του Σικελιανού: "...Ποτέ ο Άγγελος δεν ήταν τόσο κοντά, τόσο μέσα μου, όσο όλες ετούτες τις μέρες. Για μερικούς ανθρώπους ο θάνατος είναι απαράδεχτος, ποτέ δεν έβαλα στο νου μου πως μπορούσε να πεθάνει ο Σικελιανός, κι ό,τι ένιωσα στο φοβερό χτύπημα ήταν αγανάχτηση και κατάπληξη. Δεν μπορώ ν' ανεχτώ να ζουν τόσοι τιποτένιοι και να χάνεται μια τέτοια "εντελέχεια". Ποτέ δεν σιχάθηκα τόσο τη Μοίρα κι αυτούς που πιστεύουν σε "Θεό", ποτε΄δεν αγρίεψα με τόση εωσφορική σιγουράδα. Όταν συλλογίζουμαι τώρα την Ελλάδα και τους ανθρώπους που την κατοικούν και τους πιθήκους που εξετευλίζουν το πνεύμα, καπνίζει η κεφαλή μου. Μού'ρχεται ν' ανοίξω τη μαύρη πόρτα και να φύγω. Απάνω στην κοπριά του κόσμου τούτου κάθεται ο νους μου, σαν τον Ιώβ, και φωνάζει: Είναι άδικο, άδικο, δεν το δέχουμαι. (...) Όλες ετούτες τις μέρες πάω κι έρχουμαι και παρακολουθώ τι γίνεται μέσα στο χώμα, σ' 'ένα τάφο της Αθήνας, παρακολουθώ με φρίκη ώρα με την ώρα την αποσύνθεση, και δεν μιλώ, μα το αγαπημένο λείψανο το κρατώ σαν "πετά", στ' απλωμένα μπράτσα μου και κοιμούμαι και ξυπνώ και περπατώ και δεν το αφήνω. Και ξέρω πως η περιφορά του Επιταφίου θα βαστάξει χρόνια. Κι όσο θα περνάει ο καιρός, τόσο θ' αγριεύουν ο πόνος κι ο θυμός κι η βλαστήμια. Ποτέ ο Καιρός για μένα δεν μπόρεσε να μπαλσαμώσει τις πληγές μου. Ποτέ δεν καταδέχτηκα να του δώσω το δικαίωμα αυτό. Γιατί ξέρω πως η ψυχή μου δεν είναι από άμμο, παρά από μπρούντζο. Κι όσο περνάει ο καιρός τόσο κι οι πληγές αγριεύουν - κι η πληγή ετούτη ήταν η πιο μεγάλη". 




Πνευματικό Εμβατήριο
Σὰν ἔριξα καὶ τὸ στερνὸ δαυλὶ στὸ φωτογώνι,
(δαυλὶ τῆς ζωῆς μου τῆς κλεισμένης μέσ᾿ τὸ χρόνο)
στὸ φωτογώνι τῆς καινούργιας λευτεριᾶς σου, Ἑλλάδα,
μοῦ ἀναλαμπάδιασε ἄξαφνα ἡ ψυχὴ σὰν νἆταν
ὅλο χαλκὸς τὸ διάστημα, ἢ ὡς νἆχα, τ᾿ ἅγιο κελὶ
Τοῦ Ἡράκλειτου τριγύρα μου, ὅπου, χρόνια,
γιὰ τὴν Αἰωνιότη ἔχαλκευσε τοὺς λογισμούς του
καὶ τοὺς κρεμνουσε ὡς ἅρματα στῆς Ἔφεσος τὸ Ναό...

Γιγάντιες σκέψεις, σὰ νέφη πύρινα ἢ νησιὰ πορφυρωμένα
σὲ μυθικὸν ἡλιοβασίλεμα, ἄναβαν στὸ νοῦ μου,
τὶ ὅλη μου καίονταν μονομιᾶς ἡ ζωὴ στὴν ἔγνοια
τῆς καινούργιας λευτεριᾶς Σου, Ἑλλάδα. γι᾿ αὐτὸ δὲν εἶπα:

Τοῦτο εἶναι τὸ φῶς τῆς νεκρικῆς πυρᾶς μου...

Δαυλὸς τῆς Ἱστορίας Σου, ἔκραξα εἶμαι, καὶ νά,
ἂς καεῖ σὰν δάδα τὸ ἔρμο μου κουφάρι, μὲ τὴν δάδα τούτην,
ὀρθὸς πορεύοντας, ὡς μὲ τὴν ὕστερη ὥρα,
ὅλες νὰ φέξουν τέλος οἱ γωνιὲς τῆς οἰκουμένης,
ν᾿ ἀνοίξω δρόμο στὴν ψυχή, στὸ πνεῦμα, στὸ κορμί Σου, Ἑλλάδα.

Εἶπα, καὶ ἐβάδισα
κρατώντας τ᾿ ἀναμμένο μου συκώτι στὸν Καύκασό Σου,
καὶ τὸ κάθε πάτημά μου ἦταν τὸ πρῶτο,
κι ἦταν, θάρρευα, τὸ τελευταῖο,
τὶ τὸ γυμνό μου πόδι ἔπατει μέσα στὰ αἵματά Σου,
τί τὸ γυμνό μου πόδι ἐσκονταυε στὰ πτώματά Σου,
γιατὶ τὸ σῶμα, ἡ ὄψη μου, ὅλο μου τὸ πνεῦμα καθρεφτιζόταν,
σὰ σὲ λίμνη, μέσα στὰ αἱματά Σου.

Ἐκεῖ, σὲ τέτοιον ἄλικο καθρέφτη. Ἑλλάδα, καθρέφτη ἀπύθμενο,
καθρέφτη τῆς ἀβύσσου, τῆς Λευτεριᾶς Σου καὶ τῆς δίψας Σου,
εἶδα τὸν ἑαυτό μου βαρὺ ἀπὸ κοκκινόχωμα πηλὸ πλασμένο,
καινούργιο Ἀδὰμ τῆς πιὸ καινούργιας Πλάσης
ὅπου νὰ πλάσουνε γιὰ Σένα μέλλει. Ἑλλάδα.

Κι εἶπα:
Τὸ ξέρω, ναὶ ποὺ κι οἱ Θεοί Σου,
οἱ Ὀλύμπιοι χθόνιο τώρα γίνανε θεμέλιο,
γιατὶ τοὺς θάψαμε βαθειὰ βαθειά, νὰ μὴν τοὺς βροῦν οἱ ξένοι.
Καὶ τὸ θεμέλιο διπλὸ στέριωσε κι᾿ ἐτριπλοστεριωσε
ὅλο μ᾿ ὅσα οἱ ὀχτροί μας κόκαλα σωριάσανε ἀποπάνω...
κι᾿ ἀκόμα ξέρω πὼς γιὰ τὶς σπονδὲς καὶ τὸ τάμα
τοῦ νέου Ναοῦ π᾿ ὀνειρευτήκαμε γιὰ Σένα, Ἑλλάδα,
μέρες καὶ νύχτες τόσα ἀδέλφια σφάχτηκαν ἀνάμεσά τους,
ὅσα δὲ σφάχτηκαν ἀρνιὰ ποτὲ γιὰ Πάσχα...

Μοίρα, κι ἡ Μοίρα Σου ὡς τὰ τρίσβαθα
δική μου κι᾿ ἀπ᾿ τὴν Ἀγάπη, ἀπ᾿ τὴ μεγάλη δημιουργὸ Ἀγάπη
νὰ ποὺ ἡ ψυχή μου ἐσκλήρυνεν,
ἐσκλήρυνε καὶ μπαίνει ἀκέρια πιὰ μέσα στὴ λάσπη
καὶ μέσ᾿ τὸ αἷμα Σου, νὰ πλάσῃ τὴ νέα καρδιὰ
ποὺ χρειάζεται στὸ νιό Σου ἀγώνα, Ἑλλάδα.
Τὴ νέα καρδιὰ ποὺ κιόλας ἔκλεισα στὰ στήθη
καὶ κράζω σήμερα μ᾿ αὐτὴ πρὸς τοὺς συντρόφους ὅλους.

Ὀμπρὸς βοηθᾶτε νὰ σηκώσουμε τὸν ἥλιο πάνω ἀπ᾿ τὴν Ἑλλάδα,
ὀμπρός, βοηθᾶτε νὰ σηκώσουμε τὸν ἥλιο πάνω ἀπὸ τὸν κόσμο.
Τὶ, Ἰδέτε· ἐκόλλησεν ἡ ρόδα του βαθειὰ στὴ λάσπη,
κι ἄ, ἰδέτε χώθηκε τ᾿ ἀξόνι του βαθειὰ μέσ᾿ τὸ αἷμα.
Ὀμπρός, παιδιά, καὶ δὲ βολεῖ μονάχος ν᾿ ἀνέβῃ ὁ ἥλιος,
σπρῶχτε μὲ γόνα καὶ μὲ στῆθος νὰ τὸν βγάλουμε ἀπ᾿ τὴ λάσπη,
σπρῶχτε μὲ στῆθος καὶ μὲ γόνα νὰ τὸν βγάλουμε ἀπ᾿ τὸ γαῖμα.
Δέστε, ἀκουμπᾶμε ἀπάνω τοῦ ὁμοαίματοι ἀδελφοί του.
Ὀμπρός, ἀδέλφια, καὶ μᾶς ἔζωσε μὲ τὴ φωτιά του,
ὀμπρός, ὀμπρὸς κι ἡ φλόγα του μᾶς τύλιξε ἀδελφοί μου.

Ὀμπρὸς οἱ δημιουργοί.. Τὴν ἀχθοφόρα ὁρμή Σας,
στυλῶστε μὲ κεφάλια καὶ μὲ πόδια, μὴ βουλιάξει ὁ ἥλιος.
Βοηθᾶτε με κι ἐμένανε ἀδελφοί, νὰ μὴ βουλιάξω ἀντάμα..
Τὶ πιὰ εἶν᾿ ἀπάνω μου καὶ μέσα μου καὶ γύρα.
Τὶ πιὰ γυρίζω σ᾿ ἕναν ἅγιον Ἴλιγγο μαζί του...
Χίλια καπούλια ταῦροι τοῦ κρατᾶν τὴ βάση, δικέφαλος ἀητός·
κι ἀπάνω μου τινάζει τὶς φτεροῦγες του καὶ βογγάει ὁ σάλαγός του,
στὴν κεφαλή μου πλάι καὶ μέσα στὴν ψυχή μου.
καὶ τὸ μακριὰ καὶ τὸ σιμὰ γιὰ μένα πιὰ εἶν᾿ ἕνα...
Πρωτάκουστες βαρεῖες μὲ ζωνουν Ἁρμονίες,
ὀμπρός, σύντροφοι, βοηθᾶτε νὰ σηκωθεῖ νὰ γίνει ὁ ἥλιος πνεῦμα.

Σιμώνει ὁ νέος ὁ Λόγος π᾿ ὅλα θὰ τὰ βάψῃ,
στὴ νέα του φλόγα. νοῦ καὶ σῶμα. ἀτόφιο ἀτσάλι...
Ἡ γῆ μας ἀρκετὰ λιπάστηκε ἀπὸ σάρκα ἀνθρώπου...
παχιὰ καὶ καρπερά, νὰ μὴν ἀφήσουνε τὰ σώματά μας
νὰ ξεραθοῦν ἀπ᾿ τὸ βαθὺ τοῦτο λουτρὸ τοῦ αἵμα του πιὸ πλούσιο,
πιὸ βαθὺ κι ἀπ᾿ ὅποιο πρωτοβρόχι.
Αὔριο νὰ βγεῖ ὁ καθένας μας μὲ δώδεκα ζευγάρια βόδια
τὴ γῆ αὐτὴ νὰ ὀργώσει τὴν αἱματοποτισμενη...
Ν᾿ ἀνθίση ἡ δάφνη ἀπάνω της καὶ δέντρο ζωῆς νὰ γένη,
καὶ ἡ Ἄμπελός μας νὰ ἁπλωθεῖ ὡς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης...

Ἔτσι, σὰν ἔριξα καὶ τὸ στερνὸ δαυλὶ στὸ φωτογώνι
(δαυλὶ τῆς ζωῆς μου τῆς κλεισμένης μέσ᾿ τὸ χρόνο)
στὸ φωτογώνι τῆς καινούργιας Λευτεριᾶς Σου, Ἑλλάδα
ἀναψυχώθηκε ἄξαφνα τρανὴ ἡ κραυγή μου, ὡς νἆταν
ὅλο χαλκὸς τὸ διάστημα ἢ ὡς νἆχα τ᾿ ἅγιο κελὶ
τοῦ Ἠράκλειτου τριγύρα μου, ὅπου, χρόνια,
γιὰ τὴν Αἰωνιότη ἐχάλκευε τοὺς στοχασμούς του
καὶ τοὺς κρεμνοῦσε ὡς ἅρματα στῆς Ἔφεσος τὸ ναὸ
ὡς Σᾶς ἔκραζα σύντροφοι.

Τα κοχύλια ζουν; Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη

Τα κοχύλια ζουν;   Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη Τα κοχύλια ζουν; Η Νεφέλη όταν αντίκρισε την παραλία της Πευκιάς ψηλά από τον δρόμ...