Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2013

Της Μεσημβρίας Μύθοι της Γεωργίας Σταυριανέα


Μια χώρα στο πουθενά∙ η Μεσημβρία. Άνθρωποι, ζώα, υπήκοοι, εξουσιαστές, ίντριγκες, ειρωνεία, -όλα αυτά μαζί συνθέτουν τις ιστορίες της. Πριν αρχίσετε την ανάγνωση οπλιστείτε με κέφι. Οι κάτοικοι της Μεσημβρίας (δεν) αστειεύονται.






Γειά σου γείτονα

«Γειά σου γείτονα. Πώς αλήθεια βρέθηκες εδώ; Είσαι μακριά από τον τόπο σου;»,  ρώτησε η νεαρή δεκαοχτούρα το παράξενο  πουλί. Eκείνο γύρισε την πλάτη του προς τη φορά του ανέμου και την αγνόησε. «Τι ακατάδεχτος Θεέ μου… Αχ! Και τι κούκλος»,  αναστέναξε…
Σήμερα το πρωί η Ζήντα και η Ζάνια  δύο δεκαοχτούρες έκαναν την πρωινή τους βόλτα πετώντας πάνω από το πάρκο της Ζαπιάννα, της όμορφης καταπράσινης πόλης της Μεσημβρίας. Πάνω σ’ ένα παγκάκι είχαν την τύχη να βρουν μέσα σε μια τσαλακωμένη σακούλα έναν μικρό θησαυρό. Δέκα ολόκληρα φιστίκια. Δέκα μεγάλα φιστίκια. Αυτά που οι άνθρωποι τα λένε κάσιους. Ζήτησαν λοιπόν τη βοήθεια του Τζώνυ και της Έμας, τα πρόθυμα  περιστέρια, για να τα μεταφέρουν.
Τα πήγαν κατευθείαν στο πάνω κλαδί της μεγάλης βελανιδιάς που βρίσκεται στην πλατεία, εκεί όπου συνήθως γίνονται  οι εκδηλώσεις των πουλιών της πόλης. Κάλεσαν την Ρεγγίνα το αηδόνι, και τον Κέρικ τον κούκο, την Αϊνέ το μικροσκοπικό τουρκοπούλι, και τον Μακάο τον παπαγάλο που μιλά όλες τις γλώσσες. Ασφαλώς δεν θα παρέλειπαν να προσκαλέσουν τον θλιμμένο γκιώνη τον Ματία, και την γιαγιά Σοφίκα την κουκουβάγια. Πρόσκληση σε γεύμα λοιπόν με κάσιους και κουβεντούλα.
Η Ζήντα πήρε την πρωτοβουλία να προσκαλέσει και τον «ξένο» όπως τον αποκαλούν. Ο «ξένος» εμφανίστηκε στην σκεπή του δημαρχείου ένα πρωινό κι έβαλε σε μια περίεργη διαδικασία την ομάδα των πουλιών της Ζαπιάννα. Ένα απρόσιτο πετεινό που ήρθε από μέρη μακρινά, όπως λέγεται, και  δεν έχει κουβέντες με τα άλλα πουλιά. Πολλές φορές ο Μακάο προσπάθησε να του πιάσει κουβέντα ως γλωσσομαθής που ήταν, όμως ατύχησε, -ο «ξένος» ούτε φωνή ούτε λαλιά…
Έτσι, σιγά σιγά, όπως γίνεται σε όλες τις κοινωνίες, ο «ξένος» μυθοποιήθηκε, έγινε το ποθητό και το μισητό, το μυστήριο που έπρεπε ή να λυθεί ή να εξαφανισθεί… Αυτός, αγέρωχος τους κοίταζε, τους κοίταζε και δεν μιλούσε, μόνο γυρνούσε με περήφανο ύφος πότε προς τον βορρά πότε προς τον νότο… Ήταν όμορφο πουλί… πολύ όμορφο.
Η Ζήντα  έχει φλερτάρει πολλές φορές τον «ξένο», τον έχει μάλιστα  δει να την κοιτάζει και αυτός. Το είπε και στη Ζάνια  την αδελφή της, όμως η Ζάνια χαμογέλασε κρυφά, μα… τον έχει δει να κοιτάζει και αυτήν…
«Σας έχω μια  έκπληξη», είπε με πονηρό ύφος η Ζήντα, όταν όλα τα προσκεκλημένα πουλιά κατέφθασαν  για το συμπόσιο και κάθισαν στις θέσεις τους, «κάλεσα και τον ξένο».
Τα πουλιά κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.

«Και;» ακούστηκε ένα περίεργο κρώξιμο από την Αϊνέ. 

«Θα έρθει μου είπε, αν μπορέσει θα έρθει».

«Θέλεις να μας πεις ότι σου μίλησε;» ρώτησε με εμφανή ζήλια η Αϊνέ.
«Μα…ναι…φυσικά και μου μίλησε…»,  είπε διστακτικά  η Ζήντα,  και συνέχισε με πιο σταθερή φωνή. «Είμαστε φίλοι, γίναμε φίλοι δεν το μάθατε;»
Έπεσε σιωπή.
«Γιατί θα ’πρεπε να το μάθουμε;», είπε με αλαζονεία ο Μακάο, «σιγά το πράγμα, εγώ ούτε που θέλω να του μιλώ, ένα ξιπασμένο πτηνό είναι μόνο». 
«Ε, όχι και ξιπασμένο», είπε με ύφος επίσημο ο Τζώνυ. «Ο “ξένος” είναι ένα αξιόλογο πουλί, απλά δεν κάνει παρέα με όποιον και όποιον… έχει ένα επίπεδο τέλος πάντων», συνέχισε με απαξιωτικό ύφος κοιτώντας προς τον Μακάο.
«Μη μας πεις ότι έχεις μιλήσει και εσύ μαζί του…»  αντιλόγησε η Αϊνέ.
«Μα και βέβαια… είμαστε φίλοι…» απάντησε περήφανα ο Τζώνυ..
«Εγώ πάντως θα συμφωνήσω με τον Μακάο…» πετάχτηκε ο Κέρικ, «είναι ξιπασμένος. Έμαθα δε ότι στη χώρα που ζούσε έμενε στους κήπους του βασιλιά. Εκεί λοιπόν, ξέρετε τι ακριβώς έκανε;». Πήρε  ένα ύφος πολύ δραματικό και συνέχισε. «Εκεί στους  κήπους του βασιλιά τα Σαββατοκύριακα έβγαιναν οι ευγενείς για κυνήγι. Αυτός λοιπόν, με δόλιους τρόπους, ξεμαύλιζε τα άγρια πουλιά. Αυτά βγαίναν  από τις  κρυψώνες τους και οι κυνηγοί τα σκότωναν, -ένας προδότης δηλαδή. Ώσπου μια μέρα τα γεράκια, που πήραν χαμπάρι την πλεκτάνη, του ’στησαν παγίδα, και μόλις που πρόλαβε να φύγει…»
«Πω πω, φρίκη, φρίκη»,  φώναξε η Ρεγγίνα.
«Είσαι ψεύτης», φώναξε δυνατά ο Τζώνυ στον Κέρικ, «ένας  συκοφάντης είσαι. Πού τα έμαθες όλα αυτά, μας λες; Αλλά επειδή δεν σου μιλάει, έχεις πεισμώσει, και γι’ αυτό όλη η λάσπη... Είσαι ένας παραμυθάς κούκος, αυτό είσαι... Και δεν είναι η πρώτη φορά που λες παραμύθια… Άντε να μη τα πω όλα», τσίριξε ο Τζώνυ.
«Τι θα πεις  ηλίθιο περιστέρι;»  αγρίεψε ο Κέρικ.
«Εεε! Ηρεμήστε», μίλησε γλυκά η Ζήντα, «εδώ ήρθαμε να διασκεδάσουμε, όχι να μαλώσουμε».
«Αυτό ας το σκεφτόσουν πριν καλέσεις τον προδότη. Αλλά, σ’ έφαγε ο έρωτας. Ή νομίζεις ότι δεν ξέρουμε ότι τον γουστάρεις», της είπε με κακία η Αϊνέ.
Η Ζήντα μεταμορφώθηκε σε αρπακτικό. «Εγώ τον γουστάρω; Εμένα φίλος μου είναι έτσι και αλλιώς. Εσύ να μας πεις για τις πομπές σου. Πετάς γύρω γύρω του και του την πέφτεις συνέχεια. Αλλά δεν σε θέλει, γιατί είσαι ένα παλιοτουρκοπούλι, καταλαβέ το».
Η ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε. Ξεχάστηκαν τα κάσιους, ξεχάστηκε και ο λόγος που είχαν μαζευτεί εκεί. Άρχισαν να εκτοξεύονται κακίες. Οι μισοί υπερασπίζονταν τον «ξένο», οι άλλοι μισοί τον κατηγορούσαν. Αντιζηλίες, ερωτικές και μη, βγήκαν στην επιφάνεια. Ο μόνος που δεν μιλούσε ήταν ο Ματίας. Αυτός τους κοιτούσε με το θλιμμένο του ύφος και σκεφτόταν: «Πόσο ανόητοι είναι θεέ μου, πόσο ανόητοι!».
«Σταματήστε  αμέσως  τώρα».
Μια φωνή δυνατή ακούστηκε. Αμέσως σώπασε η βουή. Η γιαγιά Σοφίκα, που όλοι την σέβονταν, μπήκε στη μέση θυμωμένη από την συμπεριφορά τους.
«Θα ’πρεπε να ντρέπεστε για όλα αυτά. Νομίζω ότι θα έχουμε πια ένα μεγάλο πρόβλημα. Από σήμερα και πέρα θα κοιτάζεστε όλοι καχύποπτα. Δεν θα μας χωράει πια η Ζαπιάννα. Μπήκε ανάμεσα μας ένας ξένος και με τη σιωπή του και μόνο, μας έκανε άνω κάτω. Μόνο ένας τρόπος  υπάρχει να δικαιωθεί η αλήθεια. Θα πάμε τώρα αμέσως να βρούμε τον «ξένο». Και προσέξτε με καλά. Υπάρχει μια λέξη που θέλω να ακούσω από όλους  σας μετά από αυτό: τη λέξη “συγνώμη”».
Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Κανένας δεν είχε διάθεση να αντιδράσει. Ήταν όλοι εκτεθειμένοι και το ’ξεραν. Όμως ο «ξένος»  πιθανότατα δεν θα μιλούσε. Αν ήταν ένοχος θα σιωπούσε. Αν ήταν «υπεράνω»  πάλι θα σιωπούσε.
Πλησίασαν στη σκεπή του Δημαρχείου. Πετούσαν από απόσταση γύρω γύρω και τον κοιτούσαν. Εκείνος, όπως πάντα αγέρωχος, τους αγνοούσε και κοιτούσε μια προς τον βορρά, μια προς τον Νότο.
«Κάποιος πρέπει  να του μιλήσει», είπε ο Μακάο.
«Η Ζήντα που είναι και φίλη του», είπε ειρωνικά η Αϊνέ.
Άρπαξε πάλι η ατμόσφαιρα...
Η Ζήντα εκνευρισμένη γυρίζει απότομα προς την Αϊνέ με απειλητικές διαθέσεις. Ο Μακάο προσπαθεί να προστατεύσει την Αϊνέ. Ο Τζώνυ επιτίθεται στον Μακάο. Ο Κέρικ  μπαίνει μπροστά και του κόβει την φόρα. H Ρεγγίνα τρομαγμένη χάνει το πέταγμά της. Μωρέ, γινότανε… της Μεσημβρίας.
Μέσα από όλη αυτή την αναταραχή έχουν πλησιάσει τον «ξένο» χωρίς να το καταλάβουν. Μια φτερούγα τον χτυπά  με δύναμη. Ο «ξένος» αρχίζει μια καθοδική πτήση. Τον κοιτάζουν με απορία. Δεν ανοίγει τα φτερά του. Πέφτει, πέφτει, πέφτει.
«Μα τι κάνει; Θα σκοτωθεί», φωνάζουν όλοι μαζί με τρόμο.
Εκείνος πέφτει, πέφτει σιωπηλός. Σκάει πάνω στις πλάκες του κήπου και γίνεται χίλια κομματάκια. Χίλια κομματάκια από γύψο…

Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2013

Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο


Φθινοπώριασε  Πετράκη και Παυλάρα, και μια μικρή αχτίδα ακόμα να φεγγοβολίσει  μέσα μας. Όπου να γυρίσεις και να κοιτάξεις όλα γκρίζα, ασυνάρτητα και κομματιασμένα. Ένα συνεχές μούδιασμα μυαλού και καρδιάς. 
Αχ, πόσο μου λείπετε. Πόσο μου λείπει η σκηνή εκείνη  με τις τσιγγάνες; Μωρέ, τι χορός ήταν αυτός που στήσατε απ' τη μια στιγμή στην άλλη; Θα μου πείτε,  η φτώχεια θέλει καλοπέραση. Ένα γαρύφαλλο στ' αυτί, λίγη πονηριά στο μάτι, έναν φίλο, ένα φιλότιμο και μια λατέρνα. Το ξέρω, αλλά τη λατέρνα σήμερα πού θα τη βρούμε; 
Μια λατέρνα μωρέ, που είναι μια λατέρνα;

Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2013

"Η στάχτο-Μάρω" Δωρική παραλλαγή της "Σταχτοπούτας"

 Μια παραλλαγή του γνωστού παραμυθιού της Σταχτοπούτας, πολύ όμορφη και με τέλεια προσαρμογή στα ήθη και έθιμα, τη ζωή και τη διάλεκτο της Δωρίδας.
Καλό διάβασμα...
"Ήταν μια βουλά κι έναν κιρό ένα αντρόγυνο κι είχε τρεις δυχατέρες. Αρρώστσι όμως μια μέρα η μάνα κι πέθανι. Τότι ου πατέρας, επειδίς είχι τρία μικρά κουρίτσια παντρέφτκι άλλ' γναίκα κι έφκιασι μι κείν ένα κουρτσάκι. Δεν πέρασι όμους πουλύς κιρός κι οι τρεις μιγάλις αδερφάδις κακομεταχειρίζονταν τη μητριάτσ' κι του μικρό. Τη στεναχώραγαν κάθι μέρα κι πιο πουλύ, όταν σι καμόσου κιρό πιθαίν κι ου πατέρας. μια μέρα οι τρεις κακές αδερφάδις κι η μητριάτσ έγνεθαν μι τσροκις. Τότι οι κακές αδερφάδις λεν στη γριγιά: "Όποιας κουπεί η κλουνά π' γνέθουμι, θα γέν' γελάδα. "Πού του ξέρτι οι σεις π' θα γέν γελάδα; "Θα γεν κι θα του δεις.
Σε λιγάκ' κόβητι η κλουνά της γριγιάς κι αμέσως έγινι γελάδα...
"Άιντι να τη βγάλουμι όξου τούτν' τ' παλιουγελάδα κι να την πάμι με τσάλλες, αντάμα, είπαν. Την έβγαλαν και την πήγαν στου σταύλου κι του μικρό έκλαιε... Σαν ήρθι η ώρα να πλαάσνι, πήγαν αυτές στα κριβάτια τς κι του μικρό κουρτσάκ, που τό' λεγαν Μάρου, τό' βαλαν να πλαάσ' στου τζάκ' μέσα στάχτες. Εκεί τό' βαζαν κάθε μέρα κι ήταν γιουμάτο στάχτες κι γι' αυτό τό΄λεγαν Στάχτο-Μάρου. Του προυί πήγαν τς γιλάδις για βουσκή. Οι γιάλλις έτρουγαν. Η γιλάδα που' ταν μητριά δεν έτρουι. Του ίδιου γινόταν κι τς' άλλις μέρις κι η γιλάδα ήταν αδύνατ'. Όταν όμους σκάρζαν μι τσγιλάδις τ' Στάχτου-Μάρου, η γιλάδα πού ήταν η μάνατς, κάθιταν παραπίσου απ' τσ'άλλις, γίνονταν πάλε γυναίκα και κάθεταν καταή (κατα γής) κι κβέντιαζι με τ' Στάχτου-Μάρου κι τνουρμίνευι...
Αφού δεν έτρουγι η γιλάδα κι ήταν αδύνατ' οι τρεις κακές αδερφάδις είπαν: Τι τ' θέλουμι τ' γιλάδα τ' ν αδύνατ' . Αφού δεν τρώι να τσφάξουμι... Κατ' όμους στου κατώι η γιλάδα άιξι την κβέντα. Τν άλλ μέρα η Στάχτου-Μάρου πήρι τς γιλάδις κι σκάρσι.
Η μάνατς έμεινει παραπίσου απ' τσάλις, έγινε πάλε γναίκα κι τνουρμίνεψι: Πιδάκι μ' οι κακές αδερφάδις ταχιά θα μι σφάξνι κι θα μι φάνι. Εσύ να μη φας απ' του κρέας π' θα σδώσνι. Να μαζέψ ούλα τα κουταλάκια μ' μέσ τμπουδιά σ' κι αφού τα πλύνς καλά, να πας να τα βάλς μέσα στην κφάλα στου τάδι δέντρου, χουρίς να του ειπείς σι κανέναν. Ύστερα να πας στου σπίτ' κι σι σαράντα νέρις π' θάνι του παγγύρ', να ματάρθεις στου δέντρου...Άιντι, νάχς τν ευκή μ'.
Έτσι κι έγινι: Τηνα άλλ τη μέρα οι κακές αδερφάδες έστειλαν πάλε τη Σταχτο-Μάρου στου σκάρου, φώναξαν του χασ'απ' κι αφού έσφαξαν την αδύνατ' γελάδα που κράτσαν, μαέρεψαν μπόλκου κρέας...
Τ' αποβραδύ ήρθι κι η Στάχτου-Μάρου. Έστρουσαν του τραπέζ' κι έβγαλαν του κριάς. Έβαλαν κι στου πιάτου τς Στάχτου-Μάρους. Εκείν' όμους δεν άπλουνι. "Φάε κρέας", τς έλεγαν οι άλλις. "Δεν πνάου, έκανι η κείν'.
Σαν έφαγαν κι απόφαγαν οι άλλις, ανέβκαν απάν να κοιμθούνι. Τότι η Στάχτου-Μάρου μάζιψι καλά ούλα τα κουκαλάκια τσ' μάνατς, τάπλυνι καλά κι τα τοίμασει, να τα πάει τν άλλ την μέρα στην κφάλα... Του προυί, άργσαν να ξπνήσνι οι άλλις, παίρν η Στάχτου-Μάρου τς γιλάδις για τ' βουσκή κι τα κόκαλα, όπους τάχι τλιμένα κι έφγι. Σαν έφτασι στου δέντρου, έβαλι τα κόκαλα τς μάνα τς μέσα στην κφάλα, τα λβάνσι κι του βράδ' γύρσι πίσου στου σπίτ', χουρίς να ειπεί σι κανέναν τίπουτι... Πέρασαν οι σαράντα μέρις κι ήρθι του παγγύρ'. Οι γιάλλις ετοιμάστηκαν για να πάνι στου παγγύρ' κι στου χουρό. Τς Στάχτου-Μάρου τν έβαλαν να σαρώσ' του μαντρί, να ταϊσ' τς γιλάδις κι να τοιμάσ' του σπίτ'. Σαν έφγαν οι κειές, η Στάχτου-Μάρου έκανι γρήγουρα τσ' δλειές κι πήγι στν' κφάλα. Σαν έφτασι σμά, βλέπ΄' απ' όξου, δεμένου στου δέντρου, ένα ουραίου άλουγου, στουλισμένου μι χρυσά στουλίδια. Τράει μέσα κι βλέπε' ένα ουραίου φστάν', χρυσά παπούτσια κι άλλα πουλλά στουλίδια. Τς είχι ειπεί η μάνα τς να τα φουρέσ' να μπει καβάλα στ' άλουγου κι να πάει στου παγγύρ'. Ετς έκαμι κι η Στάχτου-Μάρου: Φόρισι τα ρούχα κι τα χρυσά παπούτσια, μπήκι καβάλα στ' άλουγου κι πήγι στου παγγύρ'. Εκεί έλαμπι απ' τν ουμουρφιά κι τν τήραγαν ούλ' κι του βασιλόπλου που ήταν εκεί. Σαν άρχισι ου χουρός κι χόρευαν μπροστά ου βασιλιάς μι τ' βασίλισσα τν είδι ου βασιλιάς π' λαμπουκόπαε κι έστλι του βασιλόπλου να τ' βάλ' στου χουρό. Σαν ήρθι η σειρά τς χόρεψει παρήφανα για του χατήρ' τ' βασιλιά κι τς βασίλισσας πουλλές φουρές... Θμύθκι όμους τ' μανούλα τς π' τσ' είχι ειπεί προυτού χαλάσ' ου χουρός στου παγγύρ' να μπει καβάλα στ' άλουγου κι να πάει πάει στν κφάλα. Ξεκλέβιτι τότι, απ' τις άλλις, μπαίν' καβάλα στάλουγου κι εκειό έρχιταν πίσου φλιτρώντας. Στου δρόμου όμους τις έπισι τόνα χρυσό παπούτσ' κι τάλουγου δεν στέκταν να κατεβεί κι να του πάρ' ... Σαν έφτασαν στ'ν κφάλα, κατέβκι απ' τ'άλουγου, τόδισι στου δέντρου, άφσι μέσα στα λαμπρά ρούχα, φόρισι τα δκά τς κι γύρσι στου σπίτι τς. Ύστερα από καμόσην ώρα ήρθαν κι οι γιάλλις οι αδελφάδις κι είχαν να κάν' νει ούλου μι κείν' τ' ν νειά πούηταν πεντάμουρφ κι χόριψι τόσις φουρές μπρουστά. Τότι του βασιλόπου έψαχνι να βρει τ' ν κουπέλα κι στου δρόμου του χρυσό παπούτσ'. Θα ψάξου σ' ούλα τα χουριά, είπι, κι σ' ούλις τς πουλτείες κι σ' όποιου κουρίτς έρχιτι, θα του πάρου στου παλάτ' κι θα του παντευτού. Έψαξι παντού, αλά σι καμιά δεν έρχιταν. Έμεινι του σπίτ' τς Στάχτου -Μάρους. Άς πάου, λέει, κι κεί. Οι κακές αδερφάδις, που περίμεναν να ρθεί κι στου δκό τς του σπίτ', μόλις είδαν απ' του παραθύρ' νά ρχετι του βασιλόπλου, φκιάσκαν κι έκρυψαν τ' Στάχτου-Μάρου απ' κάτ' απού μια γαλίκα, για να μη τ' βρει του βασιλόπλου.
"Να μη κρινς ντίπ", τς είπαν... Στου μεταξύ ήρθι του βασιλόπλου κι ρώτσι: "Μήπους είναι δκό σας τούτου του παπούτσ';"
"Δκόμ'" είπι η μια. "Δκομ'" είπι κι η γιάλλ'. "Δκόμ'" είπι κι η τρίτ'. 
"Να του δοκμάστι με τ' σειρά"τσ' λέει.
Δουκίμασαν εκειές κι ξαναδουκίμασαν, αλλά σε καμία δεν έρχεταν. 
"Ας καθήσου εδώ" λέει του βασιλόπλου κι κάθιτι απάν στ' γαλίκα. 
"Μη κάθησι αυτού", τ' λένι οι κακές αδερφάδις, "κάτσι στούν καναπέ".
"Δεν πράζ'" λέει του βασιλόπλου. Τ΄σου π' θα καθήσου, κάθουμι κι' δω. 
Αφού στη μία έρχιταν του παπούτσ στενό κι στην άλλ' φαρδύ κι στ'ν άλλ' δεν χώραε καθόλ', ρουτάει του βασιλόπλου: "Μήπους έχιτι κι άλλου κουρίτσ' ιδώ;"
"Όχ'" λένει εκειές. Η Στάχτου-Μάρου όμους απ' κάτ' απ' τ' γαλίκα άγκι τσ' κβέντις κι όπους είχει καρφουμένου στου γιακά τς τού βιλόν' απ' έραβι, τού βγάν' κι κιντάει του βασιλόπλου.
"Κάτ' μι τσίμψι" λέει του βασιλόπλου. "Τι έχιτι απ' κάτ';"
"Δεν είνι τίπουτι" τλένε, "μια κλώσα έχουμι σκεπασμέν'".
Σε λιγάκ' πάλε τουν ματακέντσι η Στάμου-Μάρου.
"Μωρέ, τι κλώσα μ' λέτι" λέει του βασιλόπλου. "Αυτήν μι σακάτιψι".
Σκώνετι απάν', παραμεράει τ' γαλίκα κι βλέπ' τ' Στάχτου- Μάρου.
"Γιατί είνι αυτού π' κάτ';" ρουτάει.
"Είναι πού βρόμκ'  κι γιαυτό τ'ν κρύψαμι" τλένι.
"Για φόρα του κι συ τούτου του παπούτσ'" λέει του βασιλόπλου. 
"Όχ' λένε οι γιάλλις (που φοβήθκαν μήπους έρθ' του παπούτσ' στου ποδάρ' τσ' Στάχτου-Μάρους κι ντρουπιαστούνι, π΄θα διάλεγι κείν' του βασιλόπλου), θα του λερώσ'".
"Φόρα του κι συ" λέει του βασιλόπλου κι δεν του λερώνς.
Του φουράει η Στάχτου-Μάρου κι τσ' έρχετι κτί.
"Εσένα ψάχνου" λέει του βασιλόπλου. "Πάμι για του παλάτ'.
 Τ' βάζ' καβάλα στ' άλουγου κι πάνι στου βασιλιά κι στ' βασίλισσα.
"Τ'ν ήβρα" λέει του βασιλόπλου, " κι θα τ'ν πάρου γναίκα μ'. 
Έτσ' κι έγινι: Τ'ν άλλ' Κυριακή έγιναν τα στέφανα κι η Στάχτου - Μάρου πήρι του βασιλόπλου κι έζησαν καλά κι μεις καλύτερα...



ΔΙΔΩ ΣΩΤΗΡΙΟΥ - ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΔΑ

Ας σκύψουμε σήμερα πάνω σε δύο μεγάλους, που άνοιξαν ορθάνοιχτα τη σκέψη και την καρδιά μας με το γραπτό τους λόγο κι όχι μόνο. Στη Διδώ Σωτηρίου, τη συγγραφέα των τόσο σπουδαίων ιστορικών βιβλίων και στον  Πάμπλο Νερούδα. τον ποιητή από τη μακρινή Χιλή.

"...Λευχαιμία ξεχύθηκε στο κορμί της θυσιασμένης Ελλάδας. Άνθρωποι, πράξεις, λέξεις, σχέσεις, όλα ξεκουρντίστηκαν. Χάθηκε η σιγουριά, η ανθρωπιά. Κυνηγήθηκε η λεβεντιά, ο πατριωτισμός, η συνείδηση. Φωτιά και τσεκούρι στους απροσκύνητους, αληθινή γενοκτονία. Κι ωστόσο πέρσεψε η αντρειά. Ξέχειλος ο άρτος της θυσίας. "Λαβετε φάγετε..."  Χιλιάδες άντρες και γυναίκες στήναν αγέρωχα την καρδιά τους αντίκρυ στο εκτελεστικό. Θυσίαζαν τα νιάτα τους για να μην προσκυνήσουν, να μην χαραμίσουν τα όνειρα και τους αγώνες του λαού". (Απόσπασμα από τον πρόλογο του βιβλίου της Διδούς Σωτηρίου "ΕΝΤΟΛΗ".

(Απόσπασμα απ' το CANTO GENERAL "Ξεσηκωμένη Αμερική" του Πάμπλο Νερούδα
"Η γη μας, γη πλατιά, ερημιές,
πλημμύρισε βουητό, μπράτσα, στόματα,
Μια βουβαμένη συλλαβή άναβε λίγο λίγο
συγκρατώντας το παράνομο ρόδο,
ωσότου οι πεδιάδες δονήθηκαν
όλο σίδερο και καλπασμό.
Σκληρή η αλήθεια σαν αλέτρι.
΄Εσκισε τη γη, θεμέλιωσε τον πόθο,
έπνιξε τις φύτρες της προπαγάνδας τους
και λευτερώθηκε μέσα στην μυστική άνοιξη.
Είχε βουβαθεί το λουλούδι της, κηνηγηθεί
το συναγμένο φως της, είχε χτυπηθεί
το μαζικό της προζύμι, των κρυμμένων
λάβαρων το φιλί,
αυτή όμως ξεπετάχτηκε σκίζοντας τοίχους
αποσπώντας τις φυλακές απ' τη γη..."


Πέμπτη 18 Απριλίου 2013

Απόσπασμα απ' το βιβλίο μου "Το Ξύλινο Βήμα της Αυγής"


 
«…η μεγαλύτερη φυλακή τ’ ανθρώπου δεν είναι αυτή που φτιάχνουν οι  άλλοι γι’ αυτόν αλλά η άγνοιά του που τον κάνει να την αποδέχεται. Θέλει εσωτερική γνώση και δύναμη για να ξεφύγεις απ’ το κοπάδι με τους δεσμώτες και όταν αποδεσμευτείς μια συνεχή αγρύπνια για την πορεία σου προς το φως. Το δικό σου φως!...»

Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 34ο


Το Οδύσσειο έτρεμε από τα χειροκροτήματα και τα μπράβο. Η κυρία
Φωτεινή ήρθε τρέχοντας προς το μέρος μας και μας αγκάλιασε.
«Μπράβο, μπράβο σε όλους σας» φώναξε ενθουσιασμένη μοιράζοντας
φιλιά.
«Είσαι καλά;» με πήρε παράμερα η Μελίνα βλέποντας με έτοιμη να κα-
ταρρεύσω.
«Δεν ήθελα να γίνει έτσι» ψέλλισα. «Η βία, πάντα φέρνει βία».
«Ακριβώς όπως το είπες είναι. Πήγαιναν γυρεύοντας» είπε η Μελίνα
σφίγγοντας με στην αγκαλιά της, «Έλα, πάμε πίσω. Δεν πρέπει ο κόσμος να
καταλάβει τίποτα. Ας τους αφήσουμε να φύγουν με ότι πήραν απόψε από την
παράσταση. Αύριο ξημερώνει μια καινούργια μέρα» συνέχισε, και παίρνοντας
με από το μπράτσο ανακατευτήκαμε με το πλήθος που έδινε συγχαρητήρια
στην κυρία Φωτεινή.
Με την ανατολή του ήλιου όλα φωτίστηκαν αλλιώς. Η ζωή είχε βάλει με το
δικό της τρόπο άλλη μια τελεία. Έπρεπε να αποφασίσουμε τι θα κάνουμε με
τις ζωές μας. Ο μύλος είχε καταστραφεί. Ο θρίαμβος της παράστασης, είχε
ήδη γίνει για μας χθες. Τα πράγματα θα ακολουθούσαν την πορεία τους και
εμείς τη δική μας.
«Τι σκέφτεσαι;» με ρώτησε η Μελίνα καθισμένη στην ξύλινη κούνια που
κρεμόταν κάτω από ένα γέρικο δέντρο στην αυλή.
«Νοιώθω να ωρίμασα ξαφνικά» είπα στη φίλη μου σπρώχνοντας ελαφρά
την κούνια. «Και ξέρεις κάτι; Δεν είμαι σίγουρη ότι μου αρέσει αυτό. Για να
πω την αλήθεια δεν ξέρω τι θέλω. Ποτέ δεν ήξερα. Μελίνα κάτι τρελό περνάει
από τη σκέψη μου. Μήπως όλο αυτό ήταν ένα παιχνίδι; Μήπως μας χρησιμο-
ποίησαν για να λύσουν τις διαφορές τους; Μήπως ήμασταν το τυρί στη φά-
κα;»
«Πως σου ήρθε τώρα αυτό;» ρώτησε η Μελίνα σέρνοντας τα πόδια της στο
χώμα αμήχανα.

«Ο Δαμιανός δεν φάνηκε μετά την παράσταση. Ούτε ένα τυπικό τηλεφώ-
νημα. Ξέρουν πως είμαστε εδώ. Περίμενα πως θα είχαν έρθει να μας βρουν.
Δεν μ’ αγαπάει Μελίνα, δε μ’ αγαπάει» είπα με παράπονο.
«Όχι, όχι…δεν πιστεύω κάτι τέτοιο. Αρνούμαι να το πιστέψω. Γοργώ μη
μου βάζεις ιδέες σε παρακαλώ».
«Εντάξει. Ας αφήσουμε το χρόνο να μιλήσει» μονολόγησα. «Λέω να πάω
στο μύλο. Δεν με χωράει ο τόπος εδώ. Η κυρία Φωτεινή είναι ένας γλυκύτατος
άνθρωπος, θα της χρωστάω για πάντα τις στιγμές που μου χάρισε, όμως δεν
αντέχω τη φλυαρία της, όχι αυτή τη στιγμή. Η καρδιά μου είναι βαριά σαν μο-
λύβι. Εσύ μείνε. Ο Πέτρος θα ξυπνήσει όπου νάναι».
«Δεν πας καλά που θα μείνω μόνη μου, να φάω ανάκριση από τη Φωτεινή.
Έρχομαι κι εγώ μαζί» είπε και πήδηξε μ’ ένα ακροβατικό σάλτο από την κού-
νια.
Πήραμε αμίλητες το δύσβατο, αλλά σύντομο μονοπάτι ανάμεσα στα χτή-
ματα, που οδηγούσε στο πίσω μέρος του μύλου. Πλάι μας ακούστηκε ένα
γνώριμο κουδουνάκι.
«Το παιδί σου μας ακολουθεί κατά πόδας» είπα στη Μελίνα και γέλασα
δυνατά. «Φροσάκι μπουον τζιόρνο».
Το θέαμα του καμένου μύλου με το φως της μέρας γέμισε την καρδιά
μας θλίψη. Περπατήσαμε μέσα στα αποκαΐδια με τα μάτια βουρκωμένα.
Η Μελίνα κάθισε πάνω στο μισοκαμένο μπαούλο της, βάζοντας το
πρόσωπο ανάμεσα στα χέρια της. Μετά σηκώθηκε και το άνοιξε, βγάζοντας
με αργές κινήσεις ότι είχε απομείνει σώο από το αρχείο της ζωής της. Την ά-
φησα μόνη με τις αναμνήσεις της που έμοιαζαν να βγαίνουν μέσα από το μα-
γικό κουτί του χρόνου.
Ανέβηκα προσεκτικά τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο δωμάτιό μου,
και ξάπλωσα στο καμένο στρώμα, αγνοώντας τις στάχτες που αναπηδούσαν
σε κάθε μου κίνηση γεμίζοντας την ανάσα μου σκόνη. Στύλωσα το βλέμμα μου
στο ταβάνι, προσπαθώντας πάνω στο σκούρο φόντο να ζωντανέψω τη μορφή
της γιαγιάς μου. Την είδα να μου χαμογελά. «Είμαι περήφανη για σένα Γορ-
γώ» μου είπε «Μην κλαις μωρό μου. Ν’ αγαπάς σημαίνει πως διακινδυνεύεις
να μην έχεις στην αγάπη ανταπόκριση. Να ελπίζεις σημαίνει πως διακινδυνεύ-
εις να διαψευστεί η ελπίδα σου. Πρέπει όμως να διακινδυνεύεις, γιατί το με-
γαλύτερο ρίσκο στη ζωή είναι να μη διακινδυνεύεις τίποτα.
Ο άνθρωπος που δεν διακινδυνεύει τίποτα, δεν κάνει τίποτα, δεν έχει τί-
ποτα, κι είναι ένα τίποτα. Δεν μπορεί να μάθει, να νοιώσει, ν’ αλλάξει, να ωρι-
μάσει, ν’ αγαπήσει, να ζήσει».
Ένοιωσα τα μάτια μου να πλημμυρίζουν μουσκεύοντας το στρώμα, τη
σκέψη μου ν’ αδειάζει, και την καρδιά μου να γίνεται ανάλαφρη, μέχρι που
βάρυναν τα βλέφαρα χάνοντας την εικόνα της γιαγιάς από μπροστά μου.
Πρέπει να με πήρε ο ύπνος γιατί πετάχτηκα ξαφνικά ακούγοντας φωνές
από τη μεριά του δρόμου. Κατέβηκα δυο δυο τα σκαλοπάτια συναντώντας
στην άκρη της σκάλας τη Μελίνα που με κοιτούσε με απορία. Τρέξαμε προς
την ανοιχτή πόρτα και βάζοντας τα χέρια μας αντήλιο είδαμε να φτάνουν κα-
λημερίζοντας μας από μακριά, ο Δαμιανός, ο Πέτρος, ο Δομίνικος, η κυρία
Φωτεινή, και σύσσωμη η θεατρική ομάδα, κρατώντας σκούπες, σακούλες,
κουτιά από μπογιά, και ένα καλάθι γεμάτο φρούτα και τρόφιμα.
«Μήπως έχω παραισθήσεις;» ρώτησε απορημένη η Μελίνα.
«Να έχουμε την ίδια παραίσθηση; Μπα.. δεν νομίζω» αποκρίθηκα βαδίζο-
ντας προς τα έξω. Πριν προλάβω να κάνω τρία βήματα, ο Δαμιανός είχε φτά-
σει στη βεράντα και με άρπαξε στην αγκαλιά του. Πίσω του ο Πέτρος τον μι-
μήθηκε πνίγοντας τη Μελίνα με φιλιά. Χειροκροτήματα και φωνές ακούστη-
καν από το “πλήθος”.
«Αφήστε τους έρωτες για… και στρωθείτε στη δουλειά μη μας πάρει το
βράδυ» φώναξε η κυρία Φωτεινή. «Άντε παιδιά ανασκουμπωθείτε» έδωσε
εντολή και σήκωσε τα μανίκια της.
Η Μελίνα με κοίταξε με την ευτυχία ζωγραφισμένη στα μάτια.
«Τελικά δεν είμαστε μόνες. Γιατί δεν θέλουμε να είμαστε μόνες» μου είπε
και χώθηκε στην αγκαλιά του Πέτρου.

Είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Στη βεράντα του μύλου είχαμε απομείνει, ο
Πέτρος η Μελίνα ο Δαμιανός κι εγώ. Αποκαμωμένοι από την κούραση απο-

λαμβάναμε σιωπηλοί το δειλινό, μεθυσμένοι από του έρωτα τις μυρωδιές, βυ-
θισμένοι στις σκέψεις μας. Δεν ρώτησα τίποτα το Δαμιανό για τα γεγονότα
της προηγούμενης μέρας. Δεν ήθελα να ξέρω. Ήθελα μόνο να χαθώ στις πρω-
τόγνωρες ετούτες στιγμές, και να μείνω σ’ αυτή τη ζάλη όσο περισσότερο
μπορούσα.
Ξαφνικά αισθάνθηκα γύρω μια παρουσία. Σηκώθηκα να βεβαιωθώ ότι
η αυλόπορτα ήταν κλειστή, όταν στο βάθος του ορίζοντά μου, και στην άκρη
της ξερολιθιάς, μια αχνή φιγούρα εμφανίστηκε με πλάτη τη θάλασσα.
Με γοργά βήματα κατευθύνθηκα προς αυτήν χωρίς να πω τίποτα σε κανέ-
ναν.
Ήταν ο Κρίτος.
«Κρίτο;» ψιθύρισα αγγίζοντας τρυφερά το πρόσωπό του.
«Τα καταφέρατε τελικά» είπε και το βλέμμα του φωτίστηκε.
«Όλοι μαζί τα καταφέραμε. Χωρίς εσένα δεν θα γινόταν τίποτα. Έλα να
καθίσεις μαζί μας Κρίτο» τον παρακάλεσα.
«Όχι Γοργώ. Θα φύγω».
«Ήταν πολύ σπουδαίο αυτό που έγινε, κι εσύ ήσουν η ήρεμη δύναμη που
μας ώθησε στη μάχη. Μην φύγεις Κρίτο. Σε παρακαλώ μείνε».
«Καλή μου, έχω κουραστεί από τα σπουδαία πράγματα, τους σπουδαίους
θεσμούς και την επιτυχία. Μ’ ενδιαφέρουν μόνο αυτές οι μικρές, αόρατες αν-
θρώπινες δυνάμεις της αγάπης, που λειτουργούν από άτομο σε άτομο, κινού-
μενες απαρατήρητα, μέσα από χαραμάδες του κόσμου. Είστε δυνατά κορίτσι-
α. Έχετε αξίες που μόνο φωτισμένοι άνθρωποι κατέχουν. Μείνετε εδώ. Ο τό-
πος σας χρειάζεται όσο τον χρειάζεστε κι εσείς. Γιατί χωρίς να το επιδιώξετε,
γίνατε φύλακες του αρχαίου πνεύματος. Το δηλώσατε με το πάθος σας. Κερ-
δίσατε μια μάχη Γοργώ. Όμως μην ξεχνάς πως υπάρχουν οι μάχες που δεν δό-
θηκαν ακόμα».
Τον αγκάλιασα μη μπορώντας ν’ αρθρώσω λέξη. Τι να του έλεγα άλλωστε.
Τον ακολούθησα με το βλέμμα μου, μέχρι που έγινε ένα με τη χλωμάδα του
φεγγαριού, μέχρι που χάθηκε ανάμεσα στους γλάρους. Κράτησα στη μνήμη
μου τη γαλάζια ματιά του καθώς σβηνόταν στο μισοσκόταδο, και τα τελευ-
ταία του λόγια. Υπάρχουν οι μάχες που δεν δόθηκαν ακόμα.


Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 33ο


Αναζήτησα με το βλέμμα μου τον Πετρή και τη Γοργώ για να πάρω δύνα-
μη απ’ την παρουσία τους. Είδα πως βρισκόταν ο καθένας στο πόστο του, ό-
πως ακριβώς είχαμε συμφωνήσει. Επιτέλους η βραδιά της μεγάλης αναμέτρη-
σης είχε έρθει με την αφορμή ενός θεατρικού έργου, βάζοντας όλους εμάς
τους πρωταγωνιστές αυτού του εγχειρήματος, στην περιπέτεια να μετρήσουμε
τους εαυτούς μας και τις αντοχές μας, μπροστά στις προκλήσεις που μας δίνει
η ίδια η ζωή. Η ζωή που πολλές φορές ξεπερνά ακόμα και την ίδια την φα-
ντασία.
Δεν ήταν τυχαίο που διάλεξα να γίνει η πρεμιέρα τη δεύτερη πανσέληνο
του Αυγούστου. Για να πω την αλήθεια, το ίδιο το έργο με οδήγησε στην από-
φαση αυτή, αφού μέσα του έκλεινε μιαν απίστευτη συμπαντική δύναμη. Γι’
αυτό και η σκηνοθετική μου άποψη ήταν να αποδοθεί λιτά, με μέτρο, ακρίβεια
και με αποχρώσεις στις ερμηνείες, με φυσικό φωτισμό και με ήχους της φύ-
σης, πράγμα που το Οδύσσειο βοηθούσε για κάτι τέτοιο, αφού ήταν ένας
πραγματικός δίαυλος για το σύμπαν, έτσι όπως βρισκόταν ανάμεσα σε γη κι
ουρανό. Με λίγα λόγια ήθελα το κοινό την ώρα που θα το παρακολουθεί, να
νοιώθει δονήσεις, ανακαλύπτοντας σιγά σιγά ο καθένας ξεχωριστά το δικό
του αστέρι, να ταξιδέψει μέχρι εκεί μ΄ οδηγό τον εσωτερικό λόγο του Δαμια-
νού Περρή. Κι όταν επιστρέφοντας ξανά στη γήινη φορεσιά του, μέσα από τον
χορό των θεριστών, που θα χορεύουν οι ηθοποιοί κρατώντας στα χέρια τους
στάχια, με συνοδεία κάποιου ντόπιου που θα παίζει τουμπελέκι, να έχει μάθει
τη δική του, προσωπική του αλήθεια, εκείνη που θα τον κάνει να αναζητήσει
τον δρόμο προς τον ανώτερο εαυτό του.
Ένα επί πλέον στοιχείο που σκέφτηκα να βάλω κατά τη διάρκεια της πα-
ράστασης, ήταν αυτό των φρυκτωριών. Δηλαδή, να υψωθούν συμβολικά σε
τρία ψηλά σημεία του Οδύσσειου αναμμένοι φίλιοι φρύκτοι - πυρσοί, όπως
κατά τον Θουκυδίδη ύψωναν οι στρατιώτες, όταν έρχονταν στο στρατόπεδο
φίλοι, ενώ όταν πλησίαζαν εχθροί οι φρύκτοι αυτοί ανέμιζαν δεξιά – αριστε-
ρά. Με το δρώμενο των φρυκτωριών ήθελα να στείλω ένα μήνυμα σ’ όλους ε-
κείνους που μας απειλούσαν το διάστημα αυτό, πως εμείς είμαστε εδώ, δεν
φοβόμαστε τίποτα, κι αν θέλουν να αναμετρηθούνε μαζί μας, να έχουν το
σθένος να το κάνουν στα ίσια. Αλλά κι ένα μήνυμα αφύπνισης στις συνειδή-
σεις όλων εκείνων, που εξακολουθούν να κωφεύουν και να υποθάλπουν πολ-
λές μορφές καπηλείας της ανθρώπινης ύπαρξης.
Είδα τη Γοργώ να με πλησιάζει με ύφος που δεν μου άρεσε.
«Γοργώ, είδες το κότερο, που μόλις αγκυροβόλησε εκεί;» ρώτησα τη φίλη
μου, δείχνοντας της με τον δείκτη μου. «Δεν ξέρω… ανησυχώ πολύ».
«Μελινάκι, μην ανησυχείς, όλα είναι υπό έλεγχο» με καθησύχασε, χτυπώ-
ντας με στον ώμο, «ασχολήσου με την παράσταση απερίσπαστη. Μη καθυ-
στερήσεις μόνο άλλο την έναρξη, σε παρακαλώ».
«Εντάξει, σε λίγα λεπτά ξεκινάμε» της είπα, και πήγα αμέσως να βρω τα
παιδιά της θεατρικής ομάδας, που με περίμεναν έτοιμα να τους δώσω τις τε-
λευταίες οδηγίες μου και να τα ενθαρρύνω.
Ευτυχώς όλα ήταν μια χαρά. Τα κουστούμια τους, το μακιγιάζ τους, και το
σημαντικότερο το ηθικό τους ακμαίο. Η αλήθεια είναι πως τις τελευταίες μέ-
ρες, μετά απ’ αυτά που είχαν συμβεί, φοβόμουν μήπως τη κρίσιμη στιγμή λυ-
γίσουν. Γιατί άσχετα αν δεν ρωτούσαν, είχαν σαφώς αντιληφθεί, πως μια αό-
ρατη απειλή πλανιόταν στην ατμόσφαιρα.
Η στιγμή της αντίστροφης μέτρησης είχε φτάσει.
«Λοιπόν καμάρια μου είμαστε έτοιμοι;» ρώτησα έχοντας ένα τρέμουλο
συγκίνησης στη φωνή μου.
«ΝΑΙ!» αναφώνησαν με ενθουσιασμό, κάνοντας μιαν μεγάλη αγκαλιά όλοι
μαζί.
Έριξα μια γρήγορη ματιά στον κόσμο, που στην κυριολεξία είχε κατακλύ-
σει το θέατρο, και με μια κίνηση του χεριού μου, έδωσα το σήμα. Η παράστα-
ση επιτέλους ξεκινούσε.
Πήγα και κάθισα στο μέσον του τελευταίου διαζώματος για να έχω ελεύ-
θερο το οπτικό μου πεδίο, να παρατηρώ και να αφουγκράζομαι τα πάντα. Από
τα πρώτα κιόλας λεπτά ένοιωσα να πλημμυρίζομαι από μια πρωτόγνωρη ευ-
τυχία, κι ένα ρίγος συγκίνησης να απλώνεται στη ψυχή μου καθώς συνειδητο-
ποιούσα αυτό που συντελείτο μέσα στον ενεργειακό χώρο του Οδύσσειου.

Τα υπέροχα λιτά σκηνικά και κουστούμια της Γοργώς, οι αναμμένοι λύχνοι
βαλμένοι κυκλικά γύρω από το ξύλινο τραπέζι, ώστε να φωτίζουν τους ηθο-
ποιούς, τα πήλινα ποτήρια με το κρασί και τα καρβέλια ψωμί, σε συνδυασμό
με τους φίλιους φρύκτους να καίνε στα τρία ψηλά σημεία του θεάτρου, και
την πανσέληνο να αντιφεγγίζει στη θάλασσα, συνέθεταν στην κυριολεξία μιαν
μαγευτική εικόνα, ένα πραγματικό ταξίδι ψυχής.
Τελικά τα είχαμε καταφέρει!
Το έργο είχε μπει στη τελευταία του πράξη με κορύφωση εκείνη της στιγ-
μής- σκηνής, που οι αρχαιοκάπηλοι συνειδητοποιώντας το έγκλημά τους, ση-
κώνονταν από το τραπέζι, γύριζαν τις πλάτες τους στους θεατές και με αργό
βηματισμό προχωρούσαν προς τη μεριά της θάλασσας ώσπου χάνονταν στην
αγκαλιά της, ενώ ο καθηγητής και οι δύο μαθητές, έσβηναν με τον γνωστό
παλιό παραδοσιακό τρόπο έναν έναν τους λύχνους.
Οι ρυθμικοί χτύποι απ’ το τουμπελέκι είχαν αρχίσει να διαχέονται και οι
χορευτές να ξεπροβάλλουν στον μισόφωτο χώρο και να σχηματίζουν στάχυ-
νους κύκλους δίνοντας τον καλλίτερο εαυτό τους, ,όταν από τη μεριά της θά-
λασσας ακούστηκε μια μεγάλη έκρηξη. Ήταν από το αγκυροβολημένο κότε-
ρο, που ξαφνικά είχε τυλιχτεί σε πύρινες γλώσσες.
Με κομμένη την ανάσα σηκώθηκα αναζητώντας τον Πετρή και τη Γοργώ,
ενώ ταυτόχρονα παρατηρούσα τις αντιδράσεις του κόσμου.
Ευτυχώς, οι θεατές συνεπαρμένοι από την ατμόσφαιρα, δεν έδειξαν θορυ-
βημένοι, θεωρώντας προφανώς πως η έκρηξη ήταν μέρος της σκηνοθεσίας.
«Είδατε τι συνέβη;» τους ρώτησα με τρεμάμενη φωνή καθώς τους είδα να
πλησιάζουν.
«Ναι Μελίνα…ο χορός των θεριστών τελείωσε!» ψιθύρισε η Γοργώ με θλί-
ψη.

Τα κοχύλια ζουν; Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη

Τα κοχύλια ζουν;   Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη Τα κοχύλια ζουν; Η Νεφέλη όταν αντίκρισε την παραλία της Πευκιάς ψηλά από τον δρόμ...