Το ποίημα "Ο τόπος μας" ο ποιητής το έγραψε στη Λέρο όπου βρισκόταν εξόριστος κατά τα χρόνια της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Ένα ποίημα γεμάτο αγάπη για την πατρίδα, ένα ποίημα όπου ο κάθε στίχος του είναι ένας συμβολισμός αλλά και μια πίκρα, μια βαθιά πίκρα γι' αυτό το "πέτρινο χέρι" που αφήσαμε να πλανιέται πάνω μας και να κανονίζει τη ζωή μας, το "σπίτι" μας...!
Ο Τόπος μας
Ανεβήκαμε πάνω στο λόφο να
δούμε τον τόπο μας –
φτωχικά, μετρημένα χωράφια,
πέτρες, λιόδεντρα.
Αμπέλια τραβάν κατά τη θάλασσα.
Δίπλα στ’ αλέτρι
καπνίζει μια μικρή φωτιά. Του
παππουλή τα ρούχα
τα σιάξαμε σκιάχτρο για τις
κάργιες. Οι μέρες μας
παίρνουν το δρόμο τους για λίγο
ψωμί και μεγάλες λιακάδες.
Κάτω απ’ τις λεύκες φέγγει ένα
ψάθινο καπέλο.
Ο πετεινός στο φράχτη. Η
αγελάδα στο κίτρινο.
Πώς έγινε και μ’ ένα πέτρινο
χέρι συγυρίσαμε
το σπίτι μας και τη ζωή μας;
Πάνω στ’ ανώφλια
είναι η καπνιά, χρόνο το χρόνο,
απ’ τα κεριά του Πάσχα –
μικροί μικροί μαύροι σταυροί
που χάραξαν οι πεθαμένοι
γυρίζοντας απ’ την Ανάσταση.
Πολύ αγαπιέται αυτός ο τόπος
με υπομονή και περηφάνεια. Κάθε
νύχτα απ’ το ξερό πηγάδι
βγαίνουν τ’ αγάλματα προσεχτικά
κι ανεβαίνουν στα δέντρα.
Οι Μικρές Κυκλάδες είναι το σύμπλεγμα μερικών μικρών νησιών στο Ανατολικό μέρος των Κυκλάδων. Τα σημαντικότερα νησιά είναι η Δονούσα, τα Κουφονήσια (Άνω Κουφονήσι και Κάτω Κουφονήσι), η Κέρος, η Σχοινούσα και η Ηρακλειά. Όλα κατοικούνται εκτός της Κέρου. Εκτείνονται Νοτιοανατολικά της Νάξου και Βοριοδυτικά της Αμοργού. Φημίζονται για τις απάνεμες αμμώδεις παραλίες αφού τα επιβλητικά βουνά της Νάξου και Αμοργού δημιουργούν ένα απάνεμο τόπο αναψυχής. Άλλες μικρότερες νησίδες του συμπλέγματος των Μικρών Κυκλάδων είναι τα Αβελονήσια, ο Άγιος Ανδρέας, η Άργιλος (ή Αγριλός), το Ασπρονήσι (ή Λιγάρι), το Βενέτικο, η Βούλγαρη, το Γλαρονήσι, η Κλιδούρα, ο Λάζαρος, οι νησίδες Μακάρες, οι νησίδες Μελάντιοι, ο Μοσχονάς, η Οφιδούσσα, οι νησίδες Πλάκες, το Πλακί, η Πρασούρα, η Σκάνδια, το Σκυλονήσι και το Τσουλούφι. Συνδέονται ακτοπλοϊκώς καθημερινά με τη Νάξο και Αμοργό αλλά και κατευθείαν με το λιμάνι του Πειραιά.
Άνω Κουφονήσι
Κάτω Κουφονήσι
Δονούσα
Σχοινούσα
Ηρακλειά
Κέρος
Ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα από τις Μικρές Κυκλάδες
σε Ποίηση Οδυσσέα Ελύτη και Μουσική Μίκη Θεοδωράκη
Ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα
βαθύ γαρούφαλο ακρωτήρι
Το χέρι σου έφευγε με το νερό
να στρώσει νυφικό το πέλαγο
Το χέρι σου άνοιγε τον ουρανό
Άγγελοι μ' έντεκα σπαθιά
πλέανε πλάι στ' όνομά σου
σκίζοντας τ' ανθισμένα κύματα
Στους κόρφους σου έκρυβες μια χάρη
που ήταν το ίδιο το φεγγάρι
Φεγγάρι εδώ, φεγγάρι εκεί
αίνιγμα διαβασμένο από τη θάλασσα
Για το δικό σου το χατίρι
ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα
βαθύ γαρούφαλο ακρωτήρι
Μια βόλτα στους Αέρηδες, στο μνημείο αυτό που θεωρείται ο αρχαιότερος μετεωρολογικός - ωρομετρικός σταθμός του κόσμου.
Με το όνομα Αέρηδες καθιερώθηκε να λέγεται αρχαίο μνημείο - κτίριο που βρίσκεται στους βόρειους πρόποδες της Ακρόπολης Αθηνών, στο χώρο της Ρωμαϊκής Αγοράς στην Πλάκα. Το μνημείο αυτό του οποίου το επίσημο όνομα είναι Ωρολόγιο του Κυρρήστου, θεωρείται πως το ανήγειρε ο Ανδρόνικος ο Κυρρήστης (ή Κύρρηστος), εξ ου και το όνομα. Πρόκειται για οκταγωνικό μαρμάρινο κτίριο, χωρίς κίονες, όπου στις ισάριθμες μετόπες του φέρονται ανάγλυφοι οι οκτώ κύριοι άνεμοι, εξ ου και αέρηδες. Φέρει δύο θύρες, μία προς Βορρά και μία προς Δυσμάς.
Ιστορία
Το Ωρολόγιο του Κυρρήστου ανεγέρθηκε από τον Έλληνα αστρονόμο Ανδρόνικο από τη Κύρρο της Μακεδονίας (ή Μακεδονικής Συρίας) επί εποχής Σύλλα (στο πρώτο μισό του 1ου αιώνα π.Χ.), ανατολικά του αρχαιολογικού χώρου του μικρού πρόπυλου της ρωμαϊκής αγοράς στην Αθήνα. Μετά την εκκένωση της Αθήνας από τα στρατεύματα του Μοροζίνη και την ανακατάληψή της από τους Τούρκους, το κτίριο αυτό μετατράπηκε σε Τεκέ (=μουσουλμανικό μοναστήρι) από Δερβίσηδες που είχαν έλθει από διάφορα μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και εγκαταστάθηκαν σ΄ αυτό. Στην αρχή αυτοί οι δερβίσηδες ήταν άνθρωποι ανυπάκουοι που δημιουργούσαν αρκετά προβλήματα στη οθωμανική διοίκηση. Στις αρχές του 19ου αιώνα ο τότε βοεβόδας της Αθήνας Χασεκής αναγκάσθηκε με στρατό να τους καθυποτάξει, απειλώντας τους πως αν δεν ακολουθήσουν τις σχετικές διατάξεις της διοίκησης θα τους εκδίωκε. Έτσι αυτοί παρέμειναν περιοριζόμενοι εντός του κτιρίου, συντηρούμενοι με κοινή δαπάνη από εισφορές μουσουλμάνων κατοίκων που έτρεφαν γι αυτούς μεγάλο σεβασμό. Στον Τεκέ αυτό φιλοξενούνταν επίσης και ανώτατοι ιερουργοί του μουσουλμανικού δόγματος που έφθαναν στην Αθήνα.
Ο Γάλλος περιηγητής Κόμης ντε Φορμπέν που επισκέφθηκε την Αθήνα το 1817 βρήκε το ωρολόγιο του Κυρρήστου να κατέχεται από τους Δερβίσηδες που διακρίνονταν για την ομορφιά τους και τη σεμνότητα του ήθους των αλλά ήταν ιδιαίτερα αυθάδεις σε κάθε είδους δεσποτική διοικητική Αρχή. Οι Δερβίσηδες έμειναν στο μνημείο μέχρι το 1821 οπότε και καταλήφθηκε η Αθήνα από τους Έλληνες, με αποτέλεσμα να διαφύγουν άλλοι στην Εύβοια και άλλοι στη Μικρά Ασία. Γεγονός πάντως είναι ότι η παρουσία και διαμονή αυτών στη μνημείο διέσωσε αυτό από ποικίλες καταστροφές, όταν αντίθετα φθάνοντας Ευρωπαίοι αρχαιολάτρες αφαιρούσαν και άρπαζαν αρχαιότητες. Απ΄ όταν περιήλθε το μνημείο αυτό στα χέρια των Ελλήνων συμπεριελήφθη στις αρχαιότητες και στους αρχαιολογικούς χώρους της Αθήνας. Η δε συνοικία που αναπτύχθηκε γύρω απ΄ αυτό ονομάζεται ομοίως συνοικία Αέρηδες.
Περιγραφή μνημείου
Πρόκειται για ένα πυργωτό οκτάγωνο οικοδόμημα από πεντελικό μάρμαρο, μήκους πλευράς 3,20 μέτρων και συνολικού ύψους 12 μέτρων, του οποίου η βάση αποτελείται από τρεις βαθμίδες. Η στέγη του είναι κωνική κεραμοσκεπής. Στη νότια πλευρά φέρει ένα ημικυλινδρικό πρόσκτισμα μικρότερου ύψους ενώ στη ΒΑ και ΒΔ πλευρά φέρει από ένα πρόπυλο με δύο αντιτακτούς κίονες έκαστο.
Στη κορυφή της στέγης φέρονταν ένας ορειχάλκινος ανεμοδείκτης υπό μορφή Τρίτωνα ο οποίος περιστρεφόμενος έδειχνε, κρατώντας δείκτη, τη κατεύθυνση ενός από τους οκτώ κύριους ανέμους που επικρατούσε κατά την παρατήρησή του. Οι άνεμοι αυτοί προσωποποιημένοι φέρονται ανάγλυφοι να ίπτανται (φτερωτοί) στο άνω μέρος εκάστης πλευράς του πύργου, φέροντας ο καθένας και ιδιαίτερο σύμβολο. Τα ονόματά τους φέρονται χαραγμένα κάτω από το αντίστοιχο τμήμα του οκταγωνικού γείσου, οι οποίοι και είναι: ο Βορρέας (βόρειος), ο Καικίας (βορειοανατολικός), ο Απηλιώτης (ανατολικός), ο Εύρος (νοτιοανατολικός), ο Νότος (νότιος), ο Λιψ (Λίβας, νοτιοδυτικός), ο Ζέφυρος (δυτικός), και ο Σκίρων (βορειοδυτικός). Κάτω δε από κάθε τέτοια ανάγλυφη προσωποποίηση εγχάρακτες ακτίνες κατά διάφορους σχηματισμούς αποτελούσαν αυτούσια ηλιακό ρολόι.
Ειδικότερα για τον υπολογισμό της ώρας σε ανήλιες ημέρες υπήρχε μέσα στο κτίσμα ιδιαίτερη εγκατάσταση υδραυλικού ρολογιού. Τούτο συνάγει στο συμπέρασμα πως ο κατασκευαστής του μνημείου συνδύασε τις εφευρέσεις προηγουμένων κατασκευαστών ρολογιού, όπως του Αρχιμήδη, του Κτησίβιου καθώς και του Φίλωνα. Μάλιστα όπως σημειώνει ο Ουάρρωνας, στη νότια πλευρά του οικοδομήματος υπήρχε δοχείο κυλινδρικού σχήματος με νερό που παρεχόταν μέσω αγωγού από πηγή της βόρειας πλευράς της Ακρόπολης. Ο δε Βιτρούβιος ονομάζει το μνημείο αυτό "Πύργο των Ανέμων" καθώς το περιγράφει με πολλές λεπτομέρειες. Τέλος η εξωτερική μορφή του μνημείου κατατάσσεται στον κορινθιακό ρυθμό (εκ των κιονοκράνων) ενώ το εσωτερικό του σε δωρικό ρυθμό (βαρύ αυστηρό). Συνέχεια του κτιρίου ΝΑ ήταν το Αγορανομείο επί πολυβάθμιτης μαρμάρινης βάσης.
Το μνημείο αυτό θεωρείται ο αρχαιότερος μετεωρολογικός - ωρομετρικός σταθμός του κόσμου.
Πάντα οι κοινωνικοί και οι εργατικοί αγώνες της Πρωτομαγιάς ήταν πηγή έμπνευσης για τους ποιητές μας.... Γιάννης Ρίτσος, Κώστας Βάρναλης, Νϊκος Γκάτσος, Ηλίας Σιμόπουλος....
Γιάννης Ρίτσος, "Μέρα Μαγιού"
Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,
άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω
Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης
Και με το δάχτυλο απλωτό μου τα 'δειχνες ένα-ένα
τα όσα γλυκά, τα όσα καλά κι αχνά και ροδισμένα
Και μου 'δειχνες τη θάλασσα να φέγγει πέρα, λάδι,
και τα δεντρά και τα βουνά στο γαλανό μαγνάδι
Και τα μικρά και τα φτωχά, πουλιά, μερμήγκια, θάμνα,
κι αυτές τις διαμαντόπετρες που ίδρωνε δίπλα η στάμνα.
Μα, γιόκα μου, κι αν μου 'δειχνες τ' αστέρια και τα πλάτια,
τα 'βλεπα εγώ πιο λαμπερά στα θαλασσιά σου μάτια.
Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκιά, ζεστή κι αντρίκια
τόσα όσα μήτε του γιαλού δε φτάνουν τα χαλίκια
Και μου λες, γιε, πως όλ' αυτά τα ωραία θα ναι δικά μας,
και τώρα εσβήστης κ' έσβησε το φέγγος κ' η φωτιά μας.
ΚώσταςΒάρναλης, Πρωτομαγιάτου 1944
Πέσε στα γόνατα, προσκύνα το πανάγιο χώμα
με την ψυχή κατάκορφα στον ουρανό υψωμένη,
όποιος και να σαι, όθε και να σαι κι ό,τι — άνθρωπος να σαι!
Πιότερο, αν είσαι του λαού ξωμάχος, χερομάχος,
φτωχόπαιδο, που αθέλητα σε βάλαν να καρφώσεις
τον αδερφό σου αντίκρα σου — με μάνα εσύ και κείνος!
Ετούτ’ η μάντρ’ αγνάντια σου το σύνορο του κόσμου.
Σ’ αφτήν απάνου βρόντηξεν ο Διγενής το Χάρο.
Είτανε πρώτη του Μαγιού, φως όλα μέσα κ’ έξω
(έξω τα χρυσολούλουδα και μέσα η καλωσύνη)
που αράδειασε πα στο σοβά, πιστάγκωνα δεμένους
και θέρισε με μπαταριές οχτρός ελληνομάχος,
όχι έναν, όχι δυο και τρεις, διακόσια παληκάρια.
Δεν ήρθαν μελλοθάνατοι με κλάμα και λαχτάρα,
μόν’ ήρθανε μελλόγαμπροι με χορό και τραγούδι.
Και πρώτος άρχος του χορού, δυο μπόγια πάνου απ’ όλους
κι από το Χάρο τρεις φορές πιο πάνου ο Ναπολέος.
Κ’ είναι από τότες Μάης εδώ, φως όλα μέσα κ’ έξω.
Κόλλα τ’ αφτί και την καρδιά στο ματωμένο χώμα.
Στον Κάτου Κόσμο τραγουδάνε πάντα και χορεύουν
κι αν κάπου ανάκουστος καημός θολώνει τη λαλιά τους,
δεν είναι που τη μάνα τους τη μάβρη ανανογιούνται
παρά που τους προδώσαν απορίματα δικά μας.
Κι αν πέσανε για το λαό, νικήσαν οι προδότες,
που τώρα εδώ κατάχρυσοι περνούν και μαγαρίζουν,
και τώρα πιο τους μάχονται και τους ξανασκοτώνουν!
Σιχαίνεσαι τους ζωντανούς; Μην κλαις τους σκοτωμένους!
Απ’ τα ιερά τους κόκκαλα, πρώτη του Μάη και πάλι,
θα ξεπηδήσει ο καθαρμός κ’ η λεφτεριά του ανθρώπου.
Κ’ είναι χιλιάδες στην Ελλάδα όμοιοι Πανάγιοι Τάφοι.
ΝίκοςΓκάτσος, ΝυνκαιΑεί
Πρωτομαγιά με το σουγιά χαράξαν το φεγγίτη και μια βραδιά σαν τα θεριά σε πήραν απ' το σπίτι.
Κι ένα πρωί σε μια γωνιά στην Κοκκινιά είδα το μπόγια να περνά και το φονιά γύρευα χρόνια μες στον κόσμο να τον βρω μα περπατούσε με το χάρο στο πλευρό.
Νυν και αεί μες στη ζωή σε είχα αραξοβόλι μα μιαν αυγή στη μαύρη γη σε σώριασε το βόλι.
Κι ένα πρωί σε μια γωνιά στην Κοκκινιά είδα το μπόγια το ληστή και το φονιά του 'χανε δέσει στο λαιμό του μια τριχιά και του πατάγαν το κεφάλι σαν οχιά.
ΗλίαςΣιμόπουλος, "Πρωτομαγιά1944
“Διακόσια παλικάρια τραγουδήσαν σαν σήμερα τον ερχομό του Μάη. Το τραγούδι τους πυρπόλησε τους ορίζοντες της Καισαριανής. Τ’ ακούσαν οι γερόντισσες και στήσαν όλες το χορό κι ανάστησαν το Ζάλογγο κι αγκάλιασαν τον κόσμον όλο. Τ’ ακούσανε και οι δήμιοι και πισωπάτησαν τρομαγμένοι με μια πελώρια σιωπή στο στόμα. Διακόσια παλικάρια τραγούδησαν σήμερα τον ερχομό του Μάη! Σταθείτε ολόρθοι, σύντροφοι. Συντρόφισσες στο πόδι. Στις πολιτείες, στα χωριά, στους κάμπους, στ’ ακροβούνια, συντρόφοι και συντρόφισσες, σταθείτε ορθοί. Και στρέψετε το βλέμμα σας προς την Καισαριανή ” τη λεβεντιά για ν’ ανταμώσει. Διακόσια παλικάρια τραγουδήσαν σήμερα…. Στο πλατύ μέτωπο και στα μαλλιά και στα μεγάλα εκφραστικά τους μάτια διαβάσαμε το μήνυμα: Η άνοιξη πως φτάνει! Χαρά σε σας, τιμή στα παλικάρια μας, χαρά στον κόσμον όλο. Δέστε σφιχτά- σφιχτά τα χέρια σας και πλέχτε μιαν απέραντη αλυσίδα, να πιάνει απ’ την Κρήτη, το Μωριά κι από τη Ρούμελη κι από τη Θεσσαλία ίσαμε κει ψηλά στην Ήπειρος, ίσαμε κει μακριά στη Θράκη ν’ αρχίσουν τον Καλαματιανό και να χορέψουνε τον τσάμικο, που να τραντάξει όλη η γη και να καεί το πελεκούδι. Μα προσοχή συντρόφοι, ουτ’ ένα δάκρυ. Όπως εκείνοι μας αποχαιρέτησαν περήφανοι όμοια κι εμείς περήφανοι να τους ξεπροβοδίσουμε ταιριάζει. Μα προσοχή, συντρόφοι, ουτ’ ένας στεναγμός, να μη λερώσουμε τη μνήμη των ηρώων. Όπως εκείνοι δε φοβήθηκαν το θάνατο, πρέπει κι εμείς να μην τον φοβηθούμε. Διακόσια παλικάρια τραγούδησαν σήμερα. Διακόσια παλικάρια τραγουδήσαν, διακόσια παλικάρια…
«Το να μπορώ να γράψω είναι η υπέρτατη ευτυχία μου και η μοναδική»
Κοντά σου
Κοντά σου δεν αχούν άγρια οι άνεμοι, κοντά σου είναι η γαλήνη και το φως. Στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη, ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός.
Μουσική Νότης Μαυρουδής, Φωνή Σοφία Βόσσου
Κοντά σου η σιγαλιά σαν γέλιο μοιάζει που αντιφεγγίζουν μάτια τρυφερά κι αν κάποτε μιλάμε αναφτεριάζει, πλάι μας κάπου η άνεργη χαρά.
Κοντά σου η θλίψη ανθίζει σαν λουλούδι κι ανύποπτα περνά μες στη ζωή. Κοντά σου όλα γλυκά κι όλα σαν χνούδι σαν χάδι, σαν δροσούλα, σαν πνοή.
Η Μαρία Πολυδούρη (Καλαμάτα, 1 Απριλίου 1902 - Αθήνα, 29 Απριλίου 1930) ήταν Ελληνίδα ποιήτρια της νεορομαντικής σχολής.
Βιογραφία
Ήταν κόρη του φιλολόγου Ευγένιου Πολυδούρη και της Κυριακής Μαρκάτου, μιας γυναίκας με πρώιμες φεμινιστικές αντιλήψεις. Ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές της σπουδές στην Καλαμάτα, ενώ είχε φοιτήσει σε σχολεία του Γυθείου και των Φιλιατρών, αλλά και στο Αρσάκειο της Αθήνας για δύο χρόνια. Στα γράμματα εμφανίστηκε σε ηλικία 14 ετών με το πεζοτράγουδο Ο πόνος της μάνας, το οποίο αναφέρεται στο θάνατο ενός ναυτικού που ξέβρασαν τα κύματα στις ακτές των Φιλιατρών και είναι επηρεασμένο από τα μοιρολόγια που άκουγε στη Μάνη. Στα δεκαέξι της διορίστηκε στη Νομαρχία Μεσσηνίας και παράλληλα εξέφρασε ζωηρό ενδιαφέρον για το γυναικείο ζήτημα. Το 1920, σε διάστημα σαράντα ημερών, έχασε και τους δύο γονείς της. Το 1921 μετατέθηκε στη Νομαρχία Αθηνών και παράλληλα εγγράφηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στην υπηρεσία της εργαζόταν και ο ομότεχνός της Κώστας Καρυωτάκης. Γνωρίστηκαν και μεταξύ τους αναπτύχθηκε ένας σφοδρός έρωτας, που μπορεί να κράτησε λίγο, αλλά επηρέασε καθοριστικά τη ζωή και το έργο της. Συναντήθηκαν για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1922. Η Μαρία ήταν τότε 20 ετών, ενώ ο Καρυωτάκης 26. Εκείνη είχε δημοσιεύσει κάποια πρωτόλεια ποιήματα, ενώ εκείνος είχε εκδόσει δύο ποιητικές συλλογές — τον Πόνο των ανθρώπων και των πραμάτων (1919) και τα Νηπενθή (1921) — και είχε ήδη κερδίσει την εκτίμηση κάποιων κριτικών και ομότεχνών του. Το καλοκαίρι του 1922 ο Καρυωτάκης ανακάλυψε ότι έπασχε από σύφιλη, νόσο που τότε ήταν ανίατη και αποτελούσε κοινωνικό στίγμα. Ενημέρωσε αμέσως την αγαπημένη του Μαρία και της ζήτησε να χωρίσουν. Εκείνη του πρότεινε να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά, όμως εκείνος ήταν πολύ περήφανος για να δεχτεί τη θυσία της. Η Μαρία αμφέβαλε για την ειλικρίνειά του και θεώρησε ότι η ασθένειά του ήταν πρόσχημα του εραστή της για να την εγκαταλείψει. Το 1924 μπήκε στη ζωή της ο δικηγόρος Αριστοτέλης Γεωργίου, που μόλις είχε επιστρέψει από το Παρίσι. Ήταν νέος, ωραίος και πλούσιος και η Πολυδούρη τον αρραβωνιάστηκε στις αρχές του 1925. Η Μαρία όμως αγαπούσε πάντα τον Καρυωτάκη. Παρά την αφοσίωση του αρραβωνιαστικού της, η Πολυδούρη δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί σοβαρά σε καμία δραστηριότητα. Έχασε τη δουλειά της στο δημόσιο μετά από αλλεπάλληλες απουσίες και εγκατέλειψε τη Νομική. Φοίτησε στη Δραματική Σχολή Κουναλλάκη και μάλιστα πρόλαβε να εμφανιστεί ως ηθοποιός σε μία παράσταση, Το κουρελάκι, όπου είχε τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Το καλοκαίρι του 1926 διέλυσε τον αρραβώνα της και έφυγε για το Παρίσι. Σπούδασε ραπτική αλλά δεν πρόλαβε να εργαστεί γιατί προσβλήθηκε από φυματίωση. Επέστρεψε στην Αθήνα το 1928 και συνέχισε τη νοσηλεία της στο Νοσοκομείο Σωτηρία, όπου έμαθε για την αυτοκτονία του πρώην εραστή της, Κώστα Καρυωτάκη. Τον ίδιο χρόνο κυκλοφόρησε την πρώτη της ποιητική συλλογή Οι τρίλλιες που σβήνουν και το 1929 τη δεύτερη, Ηχώ στο χάος. Η Πολυδούρη άφησε δύο πεζά έργα, το Ημερολόγιό της και μία ατιτλοφόρητη νουβέλα με την οποία σαρκάζει ανελέητα το συντηρητισμό και την υποκρισία της εποχής της. Η φυματίωση όμως τελικά την κατέβαλε και τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου 1930 άφησε την τελευταία της πνοή με ενέσεις μορφίνης που της πέρασε ένας φίλος της στην Κλινική Χριστομάνου.
Έργο
Η Μαρία Πολυδούρη ανήκει στη γενιά του 1920 που καλλιέργησε το αίσθημα του ανικανοποίητου και της παρακμής. Ο έρωτας και ο θάνατος είναι οι δύο άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η ποίησή της. Είναι μεστή από πηγαίο λυρισμό που ξεσπά σε βαθιά θλίψη και κάποτε σε σπαραγμό, με εμφανείς επιδράσεις από τον έρωτα της ζωής της, Κώστα Καρυωτάκη, αλλά και τα μανιάτικα μοιρολόγια. Οι συναισθηματικές και συγκινησιακές εξάρσεις της Πολυδούρη καλύπτουν συχνά κάποιες τεχνικές αδυναμίες και στιχουργικές ευκολίες του έργου της. Ο Κώστας Σεργιόπουλος έχει πει για την Πολυδούρη:
Η Μαρία Πολυδούρη έγραφε τα ποιήματά της όπως και το ατομικό της ημερολόγιο. Η μεταστοιχείωση γινόταν αυτόματα και πηγαία [...] Γι' αυτήν η έκφραση εσήμαινε κατ' ευθείαν μεταγραφή των γεγονότων του εσωτερικού της κόσμου στην ποιητική γλώσσα με όλες τις γενικεύσεις και τις υπερβολές που της υπαγόρευε η ρομαντική της φύση.
Τα Άπαντα της Μαρίας Πολυδούρη κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά την δεκαετία του 1960 από τις Εκδόσεις Εστία, με επιμέλεια της Λιλής Ζωγράφου. Έκτοτε επανακυκλοφόρησαν από διάφορους εκδοτικούς οίκους. Ο συγγραφέας και ποιητής Κωστής Γκιμοσούλης έχει γράψει μία μυθιστορηματική βιογραφία της με τον τίτλο Βρέχει φως. Ποιήματά της έχουν μελοποιήσει Έλληνες συνθέτες, κλασικοί, έντεχνοι και ροκ — ανάμεσά τους οι Μενέλαος Παλλάντιος, Κωστής Κριτσωτάκης, Νίκος Μαμαγκάκης, Γιάννης Σπανός, Νότης Μαυρουδής, Γιώργος Αρκομάνης, Δημήτρης Παπαδημητρίου, Μιχάλης Κουμπιός, Στέλιος Μποτωνάκης και τα συγκρότηματα «Πληνθέτες» και «Ηλιοδρόμιο» καθώς και ο μουσουργός Νίκος Φυλακτός σε έργα με φωνή και πιάνο.
Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες
Μουσική:Βασίλης Δημητρίου, Ερμηνεία:Μάγδα Πένσου
Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες σε περασμένα χρόνια. Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα και σε βροχή, σε χιόνια, δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες.
Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα, μόνο γι' αυτό είμαι σαν κρίνο ολάνοιχτο κι έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα, μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.
Μόνο γιατί όπως πέρναγα με καμάρωσες και στη ματιά σου να περνάει είδα τη λυγερή σκιά μου ως όνειρο να παίζει, να πονάει, μόνο γιατί όπως πέρναγα με καμάρωσες.
Γιατί, μόνο γιατί σε σεναν άρεσε γι' αυτό έμειν' ωραίο το πέρασμά μου. Σα να μ' ακολουθούσες όπου πήγαινα σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου. Μόνο γιατί σε σεναν άρεσε.
Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα γι' αυτό η ζωή μου εδόθη. Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη μένα η ζωή πληρώθη. Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα.
Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια. Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια, μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.
Ο Κώστας Κρυστάλλης ή Κρουστάλλης (1868-1894) ήταν Έλληνας ποιητής και πεζογράφος της Νέας Αθηναϊκής σχολής.
Βίος
Ο Κώστας Κρουστάλλης γεννήθηκε στο Συρράκο της Ηπείρου το 1868, όπου και έζησε μέχρι τα δώδεκα. Ο πατέρας του, Δημήτρης Κρυστάλλης, ήταν έμπορος κτηνοτροφικών προϊόντων του Συράκου, με έδρα τα Ιωάννινα, σε όλη την Ήπειρο. Μητέρα του ήταν η Ιωάννα Ψαλλίδα και είχε άλλα τέσσερα αδέλφια, ενώ ο ίδιος ήταν πρωτότοκος. Τα στοιχειώδη γράμματα τα μαθαίνει στο μεικτό δημοτικό σχολείο του χωριού του. Το 1880 γράφτηκε στη Ζωσιμαία Σχολή των Ιωαννίνων.Την ίδια χρονιά η μητέρα του πεθαίνει.Φοιτά στις τέσσερις τάξεις του Ελληνικού Σχολείου της Ζωσιμαίας και στην Α΄τάξη του Γυμνασίου, οπότε και έμεινε επανεξεταστέος, στα 1885. Διακόπτει και αυτό σχετίζεται μάλλον με την ασθενική του υγεία. Κατ΄άλλους βιογράφους του, ο πατέρας του τον χρησιμοποίησε υπάλληλο στο μαγαζί του. Το 1887 δημοσίευσε το ποίημα «Αι σκιαί του Άδου», που αναφερόταν σε επεισόδια της Επανάστασης του 1821. Εξαιτίας αυτού διώχθηκε από τις τουρκικές αρχές και κατέφυγε στην Αθήνα (Ιανουάριος 1889), ενώ τα τουρκικά δικαστήρια τον καταδίκασαν ερήμην σε εικοσιπενταετή εξορία στη Βαγδάτη[5]. Στην Αθήνα άλλαξε το οικογενειακό του όνομα σε Κρυστάλλης. Στην Αθήνα εργάστηκε αρχικά στο τυπογραφείο των εκδόσεων «Φέξη» και παράλληλα δημοσίευε ποιήματα. Το 1891 προσλήφθηκε ως συντάκτης στο περιοδικό «Εβδομάς» του Ιωάννη Δαμβέργη, αλλά η συνεργασία του έληξε τον ίδιο χρόνο εξαιτίας διαφωνιών με τη διεύθυνση του περιοδικού. Έπειτα διορίστηκε ως υπάλληλος στους σιδηροδρόμους της Πελοποννήσου. Οι δύσκολες συνθήκες ζωής του είχαν αποτέλεσμα να προσβληθεί από φυματίωση. Μετακόμισε στην Κέρκυρα, ελπίζοντας ότι εκεί θα βελτιωθεί η υγεία του, η οποία όμως επιδεινώθηκε και τελικά πέθανε στις 22 Απριλίου του 1894 στην Άρτα, όπου έμενε η αδερφή του.
Έργο
Τα πρώτα του ποιήματα, Αι Σκιαί του Άδου(1887), με το οποίο εξυμνεί τους αγωνιστές του 21' και Ο Καλόγηρος της Κλεισούρας του Μεσολογγίου ( αρχές του1890), είχαν επικό χαρακτήρα, με επίδραση από τον Βαλαωρίτη. Αντιθέτως, με τις δύο ποιητικές συλλογές του που δημοσιεύτηκαν τα επόμενα χρόνια, εντάχθηκε στο πνευματικό κλίμα της Νέας Αθηναϊκής σχολής: επίδραση από το δημοτικό τραγούδι, λαογραφική θεματολογία. Η πρώτη του συλλογή, Αγροτικά ( Μάιος του 1891), πήρε έπαινο στο Δεύτερο Φιλαδέλφειο Ποιητικό Διαγωνισμό αφού το βραβείο το κέρδισε το πεζογράφημα του Κωστή Παλαμά <<Τα Μάτια της Ψυχής μου>>. Η δεύτερη και τελευταία συλλογή του, Ο τραγουδιστής του χωριού και της στάνης (1893), διακρίθηκε παίρνοντας καί αυτό έπαινο επίσης στον φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό. ενώ το βραβείο το κέρδισε το ποίημα του Γεωργίου Στρατήγη «Έρως καί Ψυχή». Το πεζογραφικό του έργο (συγκεντρωμένο στον τόμο Πεζογραφήματα), συμβαδίζει με το κλίμα της πεζογραφίας της γενιάς του 1880: δημοτική γλώσσα, ηθογραφία, καλλιέργεια του διηγήματος.
Το λαογραφικό του έργο
Ασχολήθηκε επίσης με τη συλλογή ιστορικού και λαογραφικού υλικού:ήθη και έθιμα, δημοτικά τραγούδια, παραδόσεις. Το πρώτο του πεζογράφημα ήταν το "Vie De Montage" πού το εξέδωσε στο Παρίσι το 1895 με το οποίο σατυρίζει τα ελληνικά πολιτικά έθιμα ενώ έδινε και σκηνές από την ληστοκρατία στην Ελλάδα.Η ενασχόλησή του αυτή αποτυπώνεται σε άρθρα του, όπως στους Γ'και Δ΄τόμους του Ἐγκυκλοπαιδικού Λεξικού των Μπαρτ και Χίρστ (1892 και 1893), όπου δημοσίευσε πενήντα οχτώ ηπειρωτικά άρθρα. Επίσης σε αφηγηματικά πεζογραφήματά του, διηγήματα, όπως Ο Γάμος της στάνης όπου περιγράφει τα γαμήλια έθιμα στα τσελιγγάτα Ηπειρωτικής περιοχής με παράθεση σχετικών τραγουδιών, ή το διήγημά του Το πανηγύρι της Καστρίτσας, το οποίο περιέχει εκτενείς ενδυματολογικές πληροφορίες ή πάλι, με πιο ειδικές εργασίες του, όπως, Οι Βλάχοι της Πίνδου, Γραμμενοχώρια, Τρεις Δρακολίμναι επί των κορυφών της Πίνδου. Ενώ και στις Σημειώσεις του νεανικού ποιήματός του Ἀι σκιαί του Άδου και στις επιστολές του προς φιλικά του πρόσωπα.
Οι επιδράσεις που έχει δεχθεί είναι από το Δημοτικό τραγούδι, έργα κλασικών ποιητών ὀπως του Ομήρου, τον Ερωτόκριτο, συγχρόνους του, όπως τον Βαλαωρίτη, τον Ζαλοκώστα, τον Βηλαρά, τους ρομαντικούς της Αθηναϊκής Σχολής , όπως του Αχιλλέα Παράσχου.
Κριτική
Την εποχή που όλοι εκθείαζαν τα τραγούδια του, ο Ξενόπουλος είχε ήδη διαγνώσει και επισημάνει τη μεγάλη σημασία του πεζογραφικού έργου του «ποιητή του βουνού και της στάνης». Ο Κρυστάλλης δεν είναι μόνον ο πρώτος που έγραψε στη δημοτική, ενώ ακόμα όλοι οι άλλοι αλληθώριζαν προς την καθαρεύουσα, παραπαίοντας ανάμεσα στις δύο γλώσσες. Μέσα στα ελάχιστα χρόνια που έζησε, πρόλαβε να μας δώσει κάποια δείγματα γραφής που φανερώνουν τον γεννημένο πεζογράφο. Στα διηγήματα του ο Κρυστάλλης είναι πληθωρικός, βιάζεται να τα πει όλα, σαν να προαισθάνεται πως δεν υπάρχει γι' αυτόν πίστωση χρόνου - η τόσο απαραίτητη για τη δουλειά ενός πεζογράφου. Η ζωντάνια του στις περιγραφές της φύσης ξαφνιάζει. Οι διάλογοι του έχουν την απλότητα και τη σοφία του λαϊκού λόγου. Κι ήταν ακόμα μόνο 26 χρονών. Ένα παιδί!
Η ποίηση του Κρυστάλλη επικρίθηκε από πολλούς (όπως ο Γιάννης Αποστολάκης), οι οποίοι την θεώρησαν νεκρή ή δουλική μίμηση του δημοτικού τραγουδιού, σχοινοτενείς και αδιάφορες περιγραφές. Ο Παλαμάς είχε διαφορετική γνώμη: «[Στα ποιήματα του Κρυστάλλη] πλέκουν στίχοι της δημώδους ποιήσεως και στίχοι δημώδεις του ποιητή· δύσκολα ξεχωρίζουνται αυτοί από εκείνους·κατά τρόπον τοιούτον ο ποιητής συχνά συναρμόζει τα άσματα του, όμοια προς ανθοδέσμες των οποίων τα άνθη και τα φύλλα, στίχοι του λαού και στίχοι κατά τον λαόν, στενώς αναμιγνύονται, ώστε να απαρτίζουν μακρόθεν ένα αδιαχώριστον σύνολον». Ο Παλαμάς είχε γράψει και ένα ομότιτλο ποίημα για τον Κρυστάλλη.
Η εποχή του
Σε ένα μεταβατικό καιρό κατά τον οποίο οι λαογραφικές καταγραφές του Νικολάου Πολίτη όπλιζαν την αξία μιας επαναφοράς της παραμερισμένης λαϊκής παράδοσης, των ηθών και των δοξασιών της, ο Κρυστάλλης και πολλοί από τους τότε μονοδιάστατους ηθογράφους αποτελούσαν τον ασθενή αλλά ελλείποντα κρίκο, που όμως είχε καλές προσβάσεις στην κοινή γνώμη. Πάντως, η απήχηση του έργου του και οι έπαινοι που το συνόδευαν αποδίδουν τη γενικότερη ανάγκη του τότε κοινού που με το δημοσιογραφικό του αισθητήριο εξέφραζε ο Βλάσης Γαβριηλίδης για την επανασύνδεσή του με καταστάσεις από τις οποίες μόλις είχε αποσυνδεθεί, ζώντας σε ένα νόθο αστικό περιβάλλον που του είχε επιβάλει και υποβάλει μια νοοτροπία ευθυγράμμισης με τα ευρωπαϊκά πρότυπα.
Ο Γεώργιος Βιζυηνός (πραγματικό ονοματεπώνυμο Γεώργιος Μιχαήλ Σύρμας ή Μιχαηλίδης, Βιζύη 1849 – Αθήνα 1896), ήταν Έλληνας πεζογράφος, ποιητής και λόγιος. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ελληνικής λογοτεχνίας. Βιογραφικά στοιχεία Γεννήθηκε στη Βιζύη (ή Βιζώ) της Ανατολικής Θράκης, το σημερινό Βιζέ της Τουρκίας, στις 8 Μαρτίου 1849, γιος πολύ φτωχικής οικογένειας. Ο πατέρας του Μιχαήλος Σύρμας δούλευε στα καμίνια του ασβέστη. Αργότερα έγινε πραματευτής και πέθανε από τύφο το 1854 αφήνοντας τον γιό του ορφανό σε ηλικία πέντε ετών. Είχε άλλα τέσσερα αδέλφια: ο Μιχαήλος που πέθανε τρία χρόνια πριν από τον Γεώργιο, ο Χρηστάκης, ο αδικοσκοτωμένος ταχυδρόμος για τον οποίο μιλά στο διήγημά του Ποιος ήτο ο φονεύς του αδελφού μου, και δύο κορίτσια, η Άννα που πέθανε με τις συνθήκες που περιγράφει στο Αμάρτημα της μητρός μου και η Αννιώ, που πήρε το όνομα της αδελφής της αλλά πέθανε κι αυτή μικρή Σε ηλικία δέκα ετών οι παππούδες του τον στέλνουν στην Κωνσταντινούπολη κοντά σε ένα θείο του για να μάθει ραπτική. Παραμένει εκεί μέχρι την ηλικία των 18, προστατευόμενος από τον Κύπριο έμπορο Γιάγκο Γεωργιάδη και αργότερα προστατευόμενος του αρχιεπισκόπου Κύπρου Σωφρονίου Β΄, ζει για ένα διάστημα στην Κύπρο, όπου μάλιστα τον προόριζαν για τον ιερατικό κλάδο. Το 1872 γίνεται ιεροσπουδαστής στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, χωρίς την υποχρέωση να ιερωθεί, όπου το 1873 δημοσιεύει και την πρώτη του ποιητική συλλογή (Ποιητικά Πρωτόλεια). Μεταξύ των καθηγητών του αναφέρεται και ο ποιητής Ηλίας Τανταλίδης, ο οποίος διέκρινε στον Βιζυηνό στοιχεία ιδιαίτερου ταλέντου και ευφυίας, ώστε τον σύστησε στον πλούσιο Γεώργιο Ζαρίφη. Το 1874 το επικό ποίημά του Κόδρος βραβεύεται στον Βουτσιναίο Ποιητικό Διαγωνισμό. Την ίδια χρονιά εγγράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, αλλά με δαπάνες του Ζαρίφη μεταβαίνει στη Γερμανία, στη Γοτίγγη, όπου σπουδάζει φιλολογία και φιλοσοφία στο διάστημα 1875-1878. Το 1876 η επόμενη ποιητική συλλογή του Άραις μάραις κουκουνάραις (μετονομάστηκε σε Βοσπορίδες Αύραι) βραβεύεται στον Βουτσιναίο Διαγωνισμό, στον οποίο το 1877 η συλλογή του Εσπερίδες επαινείται. Το 1881 τυπώνεται στη Λειψία η διδακτορική του διατριβή Das Kinderspiel in Bezug auf Psychologie und Paedagogik («Το παιδικό παιχνίδι υπό έποψη ψυχολογική και παιδαγωγική»). Μέχρι το 1884 ο Βιζυηνός επισκέπτεται το Παρίσι (1882), όπου γνωρίζει τον Δημήτριο Βικέλα, τον Marquis Queux de Saint-Hilaire και τη Juliette Lamber-Adam, και το Λονδίνο (1883), όπου σχετίζεται με τον πρεσβευτή Πέτρο Βράιλα-Αρμένη. Παράλληλα, δημοσιεύει την ποιητική συλλογή Ατθίδες Αύραι. Την ίδια χρονιά (1883) δημοσιεύεται στην Εστία το πρώτο μεγάλο διήγημά του Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως. Δημοσιεύονται επίσης το Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου και Το αμάρτημα της μητρός μου. Το 1884, λόγω του θανάτου του προστάτη του, Ζαρίφη, υποχρεώνεται να επιστρέψει στην Αθήνα και διορίζεται καθηγητής σε γυμνάσιο.
Ένα χρόνο αργότερα εκλέγεται υφηγητής στην έδρα της Ιστορίας της Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, με την επί υφηγεσία διατριβή Η φιλοσοφία του καλού παρά Πλωτίνω. Παράλληλα δημοσιεύονται τα διηγήματά του Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας και Το μόνον της ζωής του ταξείδιον. Εκείνη την εποχή αρχίζει να ασχολείται με ένα μεταλλείο στο Σαμάκοβο. Το 1886 γράφει το Ο Μοσκώβ-Σελήμ. Το 1892 προσβάλλεται από φρενική νόσο και καταλήγει έγκλειστος στις 14 Απριλίου 1892 στο Δρομοκαΐτειο Ψυχιατρείο. Εκεί ζει βυθισμένος στις ουτοπικές εμμονές του για την εκμετάλλευση του μεταλλείου στην πατρίδα του και στο παραληρηματικό πάθος του για τη νεαρή Μπετίνα Φραβασίλη (14 ετών), μαθήτριάς του στο Ωδείο Αθηνών, την οποία επιθυμούσε να νυμφευθεί. Ύστερα από τέσσερα χρόνια εγκλεισμού, πεθαίνει στις 15 Απριλίου 1896, σε ηλικία 47 ετών.
Έργο
Ο Βιζυηνός, νους κριτικός, ιδιοφυής, φιλέρευνος, διδάσκει, μεταφράζει τις γνωστότερες ευρωπαϊκές μπαλάντες, συγγράφει μελέτες φιλοσοφικές, αισθητικές, ψυχολογικές, λαογραφικές, αλλά και σχολικά εγχειρίδια και άρθρα για εγκυκλοπαιδικά λεξικά.
Το αφηγηματικό του υλικό, αντλημένο από προσωπικές και οικογενειακές μνήμες, από τις παραδόσεις και τα βιώματα της λαϊκής ζωής στην ιδιαίτερη πατρίδα του, διοχετεύεται στα διηγήματά του. Το υλικό αυτό ενισχυμένο από το στέρεο υπόβαθρο της παιδείας του και την επιστημονική γνώση της ψυχολογίας ενσωματωμένο σε μια ποικίλη, πλούσια γλώσσα υψηλού ήθους (λόγια, λαϊκή, ιδιωματική) διοχετεύεται στα διηγήματά του. Έτσι ο Βιζυηνός αναπτύσσει τη μυθοπλασία του. Ανακαινιστής και πρωτοπόρος, ανοίγει τον δρόμο της νεοελληνικής διηγηματογραφίας. Η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, η μυθιστορηματική πλαστικότητα των χαρακτήρων, οι δραματικές συγκρούσεις, η δομή, η δραματικότητα, η άρτια αφηγηματική τεχνική — η ενδιαφέρουσα διαπλοκή του ιστορικού και του αφηγηματικού χρόνου — είναι μερικά από τα βασικά γνωρίσματα του «Αμαρτήματος της μητρός μου» αλλά και των άλλων διηγημάτων του.
Όλες οι μελέτες του -όπως και αρκετές ποιητικές συλλογές- εκδόθηκαν σε αυτοτελή τόμο. Τα διηγήματα και τα άρθρα δημοσιεύθηκαν σε διάφορα έντυπα της εποχής και δεν συγκεντρώθηκαν σε τόμο κατά τη διάρκεια της ζωής του. Από τα χειρόγραφά του σώζονται κάποιες επιστολές και αρκετά ποιήματα. Βλ. την έκδοση «Επιστολές» σε επιμέλεια Γ. Παπακώστα (Αθήνα: Πατάκης 2004) και για εκτενή βιβλιογραφικά τον Α´ τόμο της έκδοσης «Τα Ποιήματα» (Αθήνα: Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη 2003).
Από την ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
ο Αποχωρισμός Β' του Γεωργίου Βιζυηνού από το Νίκο Ξυδάκη - photo: Julia Margaret Cameron - το Αμάρτημα της Μητρός μου 1999
Β΄. Το παιδί
Φυσά βοριάς, φυσά θρακιάς, γεννιέται μπόρα φοβερή με παίρνουν, μάνα, σαν φτερό, σαν πεταλούδα τρυφερή και δεν μπορώ να κρατηθώ· μάνα μην κλαις, θα ξαναρθώ.
Βογγούν του κόσμου τα στοιχειά σηκώνουν κύμα βροντερό θαρρείς ανάλυωσεν η γη, και τρέχ' η στράτα, σαν νερό και γω το κύμα τ' ακλουθώ μάνα μην κλαις, θα ξαναρθώ.
Όσες γλυκάδες και χαρές μας περεχύν' ο ερχομός τόσες πικράδες και χολές μας δίν' ο μαύρος χωρισμός ωχ! Ας ημπόργα να σταθώ μάνα μην κλαις, θα ξαναρθώ.
Πλάκωσε γύρω καταχνιά, κι ήρθε στα χείλη μ' η ψυχή δος με την άγια σου δεξιά, δος με συντρόφισσαν ευχή να με φυλάγη μη χαθώ, μάνα μην κλαις, θα ξαναρθώ.