Στην
αρχή δεν τον γνώρισε, παρόλο που η φωνή
του αντηχούσε το ίδιο χαρούμενη και
ζεστή.
— Είμαι ο
Νίκος.
— Ποιος
Νίκος;
— Ο
Γρηγόρης!
Τότε κατάλαβε
η Λία και ξαφνιάστηκε. Πού τη θυμήθηκε
τώρα δα ο Γρηγόρης!… Της μιλούσε αργά
– αργά, τονίζοντας τις λέξεις, όπως
έκανε και τότε…
— Η
ιδέα ήτανε της Μαρίας, εξηγεί εκείνος,
να μαζευτούμε σπίτι της όλη η παλιά
συντροφιά… Κλείνουν είκοσι
χρόνια.
Ύστερα η φωνή
του γίνεται πιο βαθιά:
—
Όσοι μείναμε.
— Θα
προσπαθήσω, είπε μόνο η Λία.
Από
την άλλη μεριά έφτασε σίγουρη η
φωνή:
— Σε περιμένουμε
λοιπόν.
Η
Λία κατέβασε το ακουστικό κι ύστερα
άνοιξε διάπλατα την μπαλκονόπορτα.
Έσυρε την πολυθρόνα κοντά στο μπαλκόνι
και κάθισε με τον ήλιο κατάφατσα. Μία
με μιάμιση. Αυτή η ώρα ήταν καταδικιά
της. Η υπηρέτρια πάει να φέρει τη μικρή
από το σχολείο κι ο Τάκης δεν γυρίζει
το μεσημέρι. Τότε μπορεί η Λία να κάθεται
και να συλλογιέται. Κι είχε ένα σωρό
πράγματα να συλλογιστεί. Πριν λίγες
μέρες έκλεισε τα τριάντα εφτά. Δεν είναι
που γέρασε· ούτε μιαν άσπρη τρίχα δεν
έχει. Ένιωσε μόνο, ξαφνικά, σα να βαρέθηκε.
Παρέες, εκδρομές, η συναυλία της βδομάδας,
πού και πού καμιά πρεμιέρα στο θέατρο…
Δεκατέσσερα χρόνια τώρα, από τη μέρα
που παντρεύτηκε… Το δίπλωμά της βρίσκεται
κάπου καταχωνιασμένο, στο πατρικό της
σπίτι. Για το νοικοκυριό, για το παιδί
φροντίζει η μητέρα του Τάκη. Έτσι είχε
ένα σωρό καιρό ελεύθερο. Βαρέθηκε… αυτό
είναι. Μόνο ένα ταξίδι στο εξωτερικό θα
την έσωζε. Καινούργια μέρη, καινούργιοι
άνθρωποι. Κάτι ν’ αλλάξει… Συλλογιότανε
τη ζωή της με τον Τάκη — αγάπη υπάρχει,
δεν μπορείς να πεις. Συλλογιότανε την
κόρη της, που μόλις είχε πατήσει τα
δεκατρία κι έκανε σκηνές να την αφήσουν
να βάλει ψηλά τακούνια. Μόνο εκείνο το
κορίτσι των δεκαεννιά χρονώ, τη Λία του
σαράντα δύο, ήταν που δεν συλλογιότανε
καθόλου. Θαρρείς και διάλεξε την ώρα ο
Γρηγόρης —μία με μιάμιση— να
τηλεφωνήσει.
Ο ήλιος
πέφτει πάνω στις ασημιές αγκράφες των
παπουτσιών της και τις κάνει να
λαμποκοπάνε. Η Λία θυμήθηκε το σαράντα
δύο, που φορούσε αρβυλάκια με λάστιχο
αυτοκινήτου για σόλα και χοντρές καφετιές
κάλτσες με ρίγες… Είχε λιακάδα σαν και
σήμερα. Καθότανε σ’ ένα παγκάκι στο
προαύλιο του Πανεπιστημίου και λιαζότανε
μ’ απλωμένα τα πόδια. Δίπλα της, δυο
άλλα πόδια, με λουστρινένια προπολεμικά
γοβάκια και κάτασπρες κάλτσες πλεγμένες
με βελόνες. Ήτανε η Ματίλντε. Η Λία δεν
μπορεί να θυμηθεί ξεκάθαρα τα πρόσωπα.
Η Ματίλντε είχε μαύρα μαλλιά και
φιλντισένιο πρόσωπο. Λεπτομέρειες της
ξεφεύγουν. Τα πόδια όμως, παράξενο, σα
να τα ‘χει μπροστά της. Θυμάται ακόμα
και τη μελανιά, που είχε στάξει από το
στυλό του Κρίτωνα στην κάτασπρη κάλτσα
της Ματίλντε.
— Να τη
βράσεις με τσουένι και θα φύγει το
μελάνι, συμβούλεψε η Γιάννα που καθότανε
στη ράχη του πάγκου και τα παπούτσια
της άγγιζαν σχεδόν τη φούστα της Λίας.
Κάτι παιδικά, αγορίστικα παπούτσια με
κορδόνια και χακί κάλτσες γκολφ.
Απλωμένα
στον ήλιο και τα πόδια της Μαρίας, με
καλοκαιρινά πέδιλα και χοντρές κάλτσες.
Ο Κρίτωνας καμάρωνε για τα καινούργια
του άρβυλα από την οδό Πανδρόσου.
Ύστερα
είχαν έρθει αθόρυβα, να σταθούν πλάι
στα δικά της, δυο πόδια με λαστιχένια
παπούτσια του μπάσκετ και μάλλινες
κάλτσες από αδρύ μαλλί. Οι κοπέλες
τσίριξαν χαρούμενα.
—
Γεια σου, Γρηγόρη!
Ο
Γρηγόρης άπλωσε τα μακριά του χέρια, σα
να ‘θελε να τις αγκαλιάσει όλες
μαζί.
— Γεια σας,
αγάπες μου, είπε και τράβηξε τη Γιάννα
παράμερα.
Κι
όμως η φωνή του είναι ολόιδια σαν και
τότε, συλλογίστηκε η Λία το
τηλεφώνημα.
Τα
θυμάται η Λία τα παπούτσια του μπάσκετ,
που στεκόντανε στην άκρη του προαυλίου,
κοντά στα κάγκελα και, πλάι τους, τα
μικρά αγορίστικα παπούτσια, που
τραμπαλιζόντανε, μια στα τακούνια, μια
στις μύτες. Η Λία είχε φουντώσει. Εκείνη
ποτέ δεν την είχε φωνάξει παράμερα ο
Γρηγόρης —δεν της εμπιστευόταν… Το
κουδούνι χτύπησε και σηκώθηκαν όλοι
βαριεστημένα να πάνε στο μάθημα. Η Λία
είδε, με την κόχη του ματιού, τη Γιάννα,
που άφησε τον Γρηγόρη. Εκείνος στεκότανε
ακόμη κοντά στα κάγκελα, στην ίδια θέση.
Έτσι όμως όπως δεν τον άκουγε ποτέ με
τα λαστιχένια του παπούτσια, την ξάφνιασε
που την έπιασε από το μπράτσο, ενώ εκείνη
έκανε να μπει στην αίθουσα. Έσκυψε κάτι
να της πει στ’ αυτί, μα τόσο κοντά, που
ένιωσε τα χείλια του να την αγγίζουν.
—
Έλα αύριο στου Κρίτωνα.
Να
δεις που η ιδέα είναι του Γρηγόρη,
συλλογιέται πάλι το τηλεφώνημα η Λία.
Η Μαρία δεν είχε ποτέ δικιά της πρωτοβουλία.
«Η ιδέα είναι της Μαρίας» — και το τόνισε
ο Γρηγόρης. Μήπως φανταστώ πως με θυμήθηκε
ο ίδιος
—
Έλα
αύριο στου Κρίτωνα…
Η
Λία δεν κράτησε, κείνη τη μέρα, ούτε μια
σημείωση για τον «Ιδιωτικό βίο των
Βυζαντινών». Η αίθουσα που γινότανε η
παράδοση ήτανε σκοτεινή, χωρίς σταλιά
ήλιο. Ο καθηγητής Γ. παρέδιδε με χαμηλή
φωνή, που μόλις ακουγόταν στα πίσω
θρανία. Το κοστούμι του, αφόρετο σχεδόν,
προπολεμικό, σκούρο και επίσημο, θαρρείς
και είχε ντυθεί για τελετή. Μόνο, καθώς
γύριζε τη ρόμπα ανεμιζόταν, σα να μην
είχε σώμα από μέσα… Το Πανεπιστήμιο θα
το κλείνανε από μέρα σε μέρα. Το συσσίτιο
γινόταν όλο και πιο νερουλό. Στο σπίτι
της Λίας κάθε τόσο και κάτι ξεπουλούσαν.
Μα σα να τα ξέχασε όλα αυτά και δεν της
έμεινε παρά η έντονη χαρά: «Έλα αύριο… Έλα
αύριο… Πού
και πού έφτανε στ’ αυτιά της καμιά φράση
από την παράδοση, για το πώς ντύνονταν
οι βυζαντινές γυναίκες. Η Λία είχε ένα
καινούργιο πράσινο φόρεμα, φτιαγμένο
από τραπεζομάντηλο. Αύριο θα
το φορούσε.
Στη
δεξιά πλευρά, στο τέταρτο θρανίο, κάθονταν
η Γιάννα με τη Μαρία και όλο κάτι
ψιθυρίζανε μεταξύ τους… Πλάι της ήτανε
ο Κρίτωνας, που της είχε σχεδόν γυρισμένη
την πλάτη. Γύριζε καμιά φορά για να της
πει:
— Γράφε
καθαρά, να μου δώσεις τις σημειώσεις.
Η
Λία όμως είχε κλείσει επιδειχτικά το
τετράδιο και περίμενε με σταυρωμένα τα
χέρια να τελειώσει το μάθημα.
—
Άραγε
να το ξέρει ο Κρίτωνας πως θα πάω;
αναρωτιέται. Ποιοι άλλοι θα ‘ναι;
Περνάει
το βλέμμα της ένα – ένα τα θρανία και
της φάνηκε πως κανείς δεν πρόσεχε το
μάθημα. Ο καθηγητής Κ. πηγαινοερχόταν
καθώς δίδασκε. Φορούσε λουστρινένια
παπούτσια και μάλλινες βυσσινιές
κάλτσες, πλεγμένες δυο καλή μια
ανάποδη.
Αύριο η
Λία πήγε στο σπίτι του Κρίτωνα…
Και
πάλι της έρχονται στον νου τα παπούτσια
τους, έτσι όπως ήταν πεταγμένα σε μια
γωνιά κι όλοι είχανε στριμωχτεί πάνω
στο ντιβάνι. Τα μόνα όρθια βαλμένα με
τάξη, ήτανε τα γοβάκια της
Ματίλντε.
Η
Λία νιώθει σα μια γλυκιά ζάλη. Μπορεί
να τη ναρκώνει ο ήλιος, έτσι που τη
χτυπάει κατάφατσα. Μπορεί και να μην
είναι νύστα, γιατί ο νους της δουλεύει.
Νιώθει σα να ‘ναι βυθισμένη κι η σκέψη
της γυρνάει πίσω με επιμονή, με ηδονή
σχεδόν. Της φαίνεται παράξενο κι όμως
αφήνεται…
Θυμάται
που τ’ αγόρια είχανε περασμένα τα
μπράτσα τους στους ώμους των κορασιών
κι οι κοπέλες έπλεκαν τα δάκτυλά τους
η μια με την άλλη. Στην αρχή, η Γιάννα
απήγγειλε ένα ποίημα, μιλούσαν για να
οργανώσουν κάποιο πάρτι, ο Κρίτωνας
τους πρόσφερε ρεβυθοκέικ. Ο Γρηγόρης
μιλούσε χαμηλόφωνα με ζέστα. Τότε το
ντιβάνι του Κρίτωνα, που λύγιζε ο σομιές
του από το βάρος τους, γινότανε ορμητήριο,
στρατηγείο, κρυφό σχολειό και σα να
πίστευαν όλοι τους, πως ήταν εκείνοι
που κρατούσαν τα χέρια τους την τύχη
της Αθήνας, της Ελλάδας, του κόσμου
ολόκληρου. Όσο συνέχιζε να μιλάει ο
Γρηγόρης στριμώχνονταν εκείνοι ακόμα
περισσότερο κι ένιωθε ο ένας για τον
άλλον κάτι, δεν μπορείς να το πεις έρωτα,
μα ούτε και φιλία. Αγάπη, ίσως, απέραντη.
Και γι’ αυτόν ακόμα τον Τάση, με τη
μακριά μύτη και τα κιτρινισμένα δόντια,
την παρότονη φωνή που σε νευρίαζε και,
σαν τον έβλεπε η Λία στο προαύλιο του
Πανεπιστημίου προσπαθούσε να τον
αποφύγει, — ως και γι’ αυτόν ένιωσε
ξαφνικά τέτοια τρυφερότητα, που, έτσι
όπως καθόταν δίπλα της, άφησε το κεφάλι
της ν’ ακουμπήσει στον ώμο του.
Μια
στιγμή, εκεί που μιλούσαν όλοι τους
σιγανά, έβαλαν τα κορίτσια αναπάντεχα
τα γέλια — μην παραξενευτούν οι γονείς
του Κρίτωνα, ακούγοντας τόση ησυχία…
Είπαν και για το καινούργιο της
φόρεμα.
— Μωρέ
μπράβο! Από ένα τραπεζομάντηλο.
Κι
ο Γρηγόρης ακόμα θαύμασε.
—
Αν
ήμουνα ποιητής, θα σου έγραφα στίχους,
έτσι όπως είσαι στα πράσινα: «Ένα κορίτσι
δροσερό σα λαχανίδα…
Την
ώρα που οι άλλοι γελούσαν, εκείνος έσκυψε
και της είπε:
—
Θα
βγούμε απόψε μαζί.
Εκείνο
το βράδυ η Λία έγραψε πρώτη φορά στον
τοίχο: ΜΠΑΚΑΛΗ ΚΑΙ ΣΥΣΣΙΤΙΟ.
Την
είχε ξεχάσει αυτή τη φράση. Μήτε μια
φορά δεν της είχε έρθει στον νου, εδώ
και τόσα χρόνια. Και τώρα, σα να βλέπει
μπροστά της τη μάντρα. Είχε νομίσει πως,
από τη λαχτάρα της, είχε γράψει δυο φορές
το ΣΙ και πέρασε το άλλο πρωί να δει.
Ήτανε ένα ξυλάδικο στην οδό Τήνου.
ΚΑΥΣΟΞΥΛΑ, έγραφε με ξεθωριασμένα μαύρα
γράμματα και πλάι τους τα δικά της, τα
πράσινα, ζωηρά – ζωηρά, που από τα γιώτα
έσταζε, θαρρείς επίτηδες, η μπογιά, για
να τα κάνει να φαίνονται πιο μακριά.
Και
τώρα, κουρνιασμένη στην πολυθρόνα της,
τα θυμάται όλα, ακόμα και το πινέλο, που
το ξύλο του ήταν ανώμαλο και της άφησε
μιαν αγκίθα στην παλάμη. Θυμάται την
αφή του χεριού του Γρηγόρη, που της
κρατούσε σφιχτά – σφιχτά το δικό της.
Περπατούσαν γρήγορα κι η Λία δεν πρόσεχε
τους δρόμους. Μόνο σαν πρόβαλε μπροστά
της το πάρκο, σκοτεινό και άγριο, είδε
πως είχανε φτάσει στην οδό Μαυροματαίων.
Ο δρόμος έρημος, τα παράθυρα ολόμαυρα
από τη συσκότιση, χωρίς να ξεφεύγει μήτε
μια λουρίδα φως. Μόνο σ’ ένα σπίτι,
αντίκρυ στην οδό Κοδριγκτώνος, στο πρώτο
πάτωμα, δεν είχανε κατεβάσει το ρουλό
και ξεχώριζαν, μέσα στη νύχτα, οι άσπρες
λουρίδες, που ήτανε κολλημένες στα
τζάμια, σε σχήμα ήλιου. Περπατούσαν ο
ένας πολύ κοντά στον άλλον. Τους χώριζε
μονάχα το κουτί της μπογιάς, που φούσκωνε
στην τσέπη της καμπαρντίνας του Γρηγόρη.
Από το πάρκο ακούστηκαν βήματα να
τρέχουν, ύστερα μια ξερή πιστολιά. Ο
Γρηγόρης την αγκάλιασε και την έσφιξε
απάνω του. Της Λίας η καρδιά χτυπούσε
τόσο δυνατά, που σίγουρα εκείνος την
άκουγε.
— Μη
φοβάσαι, της είχε πει.
Κι
η Λία δεν ήξερε αν ήτανε από φόβο, ή από
το άγγιγμα του Γρηγόρη, ο χτύπος. Φοβόταν
το σκοτάδι, την ερημιά του δρόμου, την
πιστολιά που ακούστηκε, συλλογιόταν τα
κουτιά και τα πινέλα που ήταν φορτωμένοι…
Στην αγκαλιά όμως του Γρηγόρη είναι
ήρεμα και ζεστά.
—
Να
παριστάνουμε τα ζευγαράκια, σαν πλησιάζει
κανείς, λέγανε στο σπίτι του Κρίτωνα,
πριν ξεκινήσουν.
Μα
να που έγινε ησυχία, δεν ακούγεται πια
τίποτα… Εκείνος όμως δεν την αφήνει…
περνάει το χέρι του στο μέτωπό της, στα
μάτια της, στα χείλια, σαν να θέλει να
τα διακρίνει, μες στο σκοτάδι, με την
αφή. Το πρόσωπο του Γρηγόρη είναι πολύ
κοντά στο δικό της. Της φαίνεται, μέσα
στη νύχτα, αλλιώτικο και ξένο. Ύστερα
τη φίλησε. Όταν το ξανακοίταξε, της είχε
γίνει γνώριμο το μακρύ, λιγνό του πρόσωπο
κι όταν της είπε «Πάμε Λία», εκείνη είχε
ξεχάσει πως ήταν κατοχή, πως είχαν βγει
για να γράψουν συνθήματα στους τοίχος,
πως η κυκλοφορία τέλειωνε σε
λίγο.
Άρχισαν
να περπατούν γρήγορα, ακούστηκε ένας
θόρυβος, γύρισαν κι οι δυο. Ήταν το ρουλό,
που κατέβαζαν στο σπίτι της οδού
Κοδριγκτώνος.
—
Είδες
πως είχανε κολλήσει τα χαρτιά στα τζάμια;
είπε ο Γρηγόρης. Σαν ήλιο.
Και
η Λία χάρηκε που το είχε προσέξει.
Αυτή
η πρώτη μέρα της έρχεται τώρα στον νου,
λες και ήταν χτες. Όλα τ’ άλλα μπερδεύονται
και δεν μπορεί να ξεχωρίσει πότε έγινε
το ένα, και πότε έγινε το άλλο. Κι ίσως
έτσι να ‘ναι καλύτερα… Κι η αγάπη της
με τον Γρηγόρη μοιάζει τώρα απόμακρη
κι ο χαμός της Ματίλντε. Πριν λίγο καιρό
είχε δει, σ’ ένα ξένο περιοδικό,
φωτογραφίες από το στρατόπεδο του
Μπούχενβαλντ. Στη μια ήτανε στοίβα
γυναικεία μαλλιά, στην άλλη παπούτσια,
πεταγμένα σωρό, ανάκατα. Μόνο ένα ζευγάρι
γοβάκια της φάνηκε σα να ξεχώριζαν,
ταχτικά – ταχτικά σε μιαν άκρη. Τότε η
Λία θυμήθηκε τη Ματίλντε, μα για μια
στιγμή μόνο. Γιατί, από τότε που χώρισε
με τον Γρηγόρη, δεν ήθελε πια να θυμάται
τίποτα. Χώρισαν τον Δεκέμβρη του σαράντα
τέσσερα. Ίσως φταίει που το σπίτι του
Γρηγόρη ήτανε δυο δρόμους πιο κάτω από
το δικό της και, τότε, ένας δρόμος, μια
πάροδος μπορούσαν να χωρίσουνε για
πάντα τους ανθρώπους… Μπορεί ακόμα,
γιατί εκείνη είχε πιστέψει, πως, μια κι
έφυγαν οι Γερμανοί, έπρεπε να ‘χουν
περάσει οι δύσκολες μέρες.
Και
για τη Λία πέρασαν! Έλεγε πως δεν θα τα
ξαναθυμηθεί τα παλιά. Με τον άντρα της
ποτέ δεν μιλούσανε για την κατοχή — δεν
είχανε καμιά κοινή ανάμνηση. Εκείνος
ήτανε τότε με τους γονείς του στο
Λονδίνο
Και
ξαφνικά τώρα, σα να ‘νιωσε ένα θυμό για
τον Τάκη, που δεν βρέθηκε ποτέ στο
προαύλιο του Πανεπιστημίου κείνα τα
χρόνια. Είναι αρχιτέκτονας, μα ποτέ δεν
γνώρισε τον Κώστα του Πολυτεχνείου, που
έπεσε στη διαδήλωση…
Εκεί,
λίγο πιο κάτω από του «Στρατηγίου»,
κάθεται τώρα μια γυναίκα, που πουλάει
δαντέλλες και πλέκει με το κροσεδάκι.
Έξω ακριβώς από κείνη την πόρτα, που
σύρανε μέσα, με τον Γρηγόρη, τον Κώστα
σα χτυπήθηκε. Η Λία την είχε θυμηθεί την
πόρτα. Μια μέρα, που περνούσε από μπροστά,
τη γνώρισε ξαφνικά. Έκανε να κοντοσταθεί,
μα προσπέρασε. Ίσως γιατί δεν ήθελε να
θυμηθεί ίσως, γιατί στη διπλανή βιτρίνα
είχαν βάλει παπούτσια — καινούργια
ιταλικά μοντέλα.
Πώς
μπορούσε, τόσον καιρό, να της φαίνεται
φυσικό, πως ο άντρας της, που ζούνε
δεκατέσσερα χρόνια μαζί!, δεν ξέρει
τίποτα για κείνο το κορίτσι με τα
αναστατωμένα μαλλιά, που έτρεχε στη
διαδήλωση κι εκεί, πίσω από μια πόρτα,
ένα στενό διάδρομο, ένας άντρας πέθαινε
στην αγκαλιά της και το αίμα του έβαφε
με μουντούς λεκέδες το πράσινο φόρεμα
το φτιαγμένο από τραπεζομάντηλο. Ένας
άντρας, που θα μπορούσε τώρα να ήτανε
αρχιτέκτονας σαν τον Τάκη, να παίρνει
τις δουλειές τη μια πάνω στην άλλη, να
ταξιδεύει στο εξωτερικό και να ‘χει
μια γυναίκα σαν τη Λία, που να ξέρει να
ντύνεται κομψά και να φτιάχνει με γούστο
το σπίτι. Θα μπορούσε το βράδυ να πέφτει
ήσυχος στο κρεβάτι του, με τη γυναίκα
του στο πλάι, να λέει: «Σήμερα έκλεισα
μια σπουδαία δουλειά». Τόσο σπουδαία
που ν’ αξίζει, παρ’ όλη την κούραση της
μέρας, να ‘ρθει κοντά, πολύ κοντά
της.
Δεν
είναι μόνον ο Τάκης. Κι η σημερινή Λία
μοιάζει να μην το γνώρισε ποτέ εκείνο
το κορίτσι.
—
Οι
πιότεροι ξεχάσαμε, σκέφτηκε κι έκανε
να βολευτεί στην πολυθρόνα της. Μα δεν
πρόλαβε να την καθησυχάσει αυτή η
σκέψη…
Ο
Κρίτωνας έλειπε χρόνια στο Παρίσι κι
ασχολιότανε με τον κινηματογράφο. Τον
συνάντησε, πριν λίγες μέρες, σε μια
πρεμιέρα. Χαιρετήθηκαν σαν παλιοί φίλοι,
χωρίς βέβαια να ‘χει μείνει τίποτα από
τα παλιά. Τίποτα από τότε, που, σαν έλειπε
η μητέρα του από το σπίτι, έκλεβε από το
ντουλάπι φουντούκια και σταφιδόμελο
για να τους δώσει να χορτάσουν.
Στάθηκαν
στο διάλειμμα λίγα λεπτά κουβεντιάζοντας.
—
Θα
δουλέψω τώρα στην Ελλάδα, λέει ο Κρίτωνας.
Μια ταινία για αντίσταση… αν μ’ αφήσουν
να τη γυρίσω.
Ύστερα
έκρυψε ένα μορφασμό κι έπιασε το πόδι
του.
— Σ’
ενοχλεί ακόμα; απόρησε η Λία.
Ο
Κρίτωνας χαμογέλασε.
—
Ευτυχώς!
Γιατί με κάνει να θυμάμαι.
Τότε
η Λία δεν είχε δώσει σημασία σ’ αυτή τη
φράση, γιατί, εκείνη τη στιγμή, πέρασε
δίπλα της η Καίτη, που φορούσε ένα
μοντέλο.
— Να
διορθώσω το καφέ μου φουστάνι έτσι,
συλλογίστηκε η Λία και βάλθηκε με τρόπο
να προσέξει τον γιακά, για να τον
περιγράψει της μοδίστρας της.
«Γιατί
με κάνει και θυμάμαι!» Καμπανιστή της
έρχεται τώρα τούτη η φράση…
Στεφάνωναν
τα αγάλματα στο πάρκο κι ο Κρίτωνας
μόλις είχε περάσει ένα στεφάνι στη
Μπουμπουλίνα, όταν άρχισαν να πέφτουν
πυροβολισμοί. Πληγώθηκε στο πόδι. Το
ένα αρβυλάκι, το ολοκαίνουργιο, από την
οδό Πανδρόσου, βουτήχτηκε στο
αίμα.
Τώρα
ο Κρίτωνας φορούσε παπούτσια με τετράγωνες
μύτες.
Είναι
η Γιάννα, που αντάμωσε με τη Λία στον
δρόμο: «Σε λίγο θα κυκλοφορήσει το βιβλίο
μου. Θα σου θυμίσει πολλά από την κατοχή».
«Πάντα της ντύνεται χωρίς γούστο», ήταν
το μόνο που σκέφτηκε η Λία, μόλις η Γιάννα
ξεμάκραινε λίγο.
Όμως
τώρα αναρωτιέται: λες όλοι να θυμήθηκαν
ξαφνικά! Κι η ίδια κι ο Κρίτωνας κι η
Γιάννα κι όλοι οι άλλοι, που καλά – καλά
δεν τους θυμάται; Μήπως έτσι γίνεται;
Έστω κι αν περάσουν πέντε, δέκα, ακόμα
και είκοσι χρόνια που ξέχασες, θα ‘ρθει
κάποια στιγμή να θυμηθείς, αν έχεις
βέβαια ακούσει ποτέ στη ζωή σου να σου
ψιθυρίζουν στ’ αυτί… έλα
αύριο.
Αύριο,
λοιπόν, συλλογιέται η Λία και νιώθει σα
να ‘ναι το κορίτσι εκείνου του καιρού,
η Λία του Γρηγόρη όπως την έλεγαν, για
να την ξεχωρίζουν από την άλλη Λία, με
την κουτάλα, που μοίραζε το συσσίτιο
στην πανεπιστημιακή λέσχη.
…Αν
είχε παντρευτεί τον Γρηγόρη;
Θα
φορούσα ακόμα τα αρβυλάκια μου, ήτανε
η πρώτη σκέψη, που της ήρθε στον
νου.
Θυμήθηκε
μια μέρα, που τον συνάντησε σ’ ένα
βιβλιοπωλείο, εκείνος φορούσε μπεζ
τρυπητά παπούτσια κι ας είχαν αρχίσει
τα πρώτα κρύα…
Τα
βράδια όμως, σαν θα ‘πεφταν να κοιμηθούν,
θ’ άρχιζαν να θυμούνται ένα σωρό, θα
κουβέντιαζαν για κείνα τα χρόνια και
θα ‘τανε σαν να μην γέρασαν ποτέ. Θυμάσαι
τούτο, θυμάσαι κείνο, θα ‘λεγαν… Θυμάσαι
τον Γιάννη τον ψηλό, τον Πέτρο; Θυμάσαι
που παραλίγο να πέσουμε σε μπλόκο και
πηδήξαμε τον τοίχο, λίγο πιο πάνω από
το Γαλλικό Ινστιτούτο; Θυμάσαι που έχασα
το πέδιλό μου στη διαδήλωση και με
πειράζανε τα παιδιά, ότι οι Γερμανοί
ζητούν τη σταχτοπούτα; Θυμάσαι την
Άρτεμη, που την είχατε ερωτευτεί όλοι
με τη σειρά… ναι, ναι κι εσύ… Κι έγινε
μια ολόκληρη συνεδρίαση, για να ξεκαθαρίσει
εκείνη με ποιον είναι ερωτευμένη;…
Ο
Τάκης πάντα κοιμάται γρήγορα κι αν
αρχίσουν καμιά κουβέντα, πριν τους πάρει
ο ύπνος, θα ‘ναι σχέδια για το μέλλον…
για ταξίδια… για καινούργιο σπίτι… αν
πάρει εκείνος τη μεγάλη δουλειά που
περιμένει.
Κι
αν παρακολουθούν το σπίτι της Μαρίας,
πού θα μαζευτούν αύριο;
Την
πρώτη φορά δεν μπόρεσε να πάει με τον
Τάκη στη Νέα Υόρκη.
—
Μα,
μικρό μου, τι σου ήρθε κι ανακατεύτηκες
τότε στην κατοχή; της είχε πει στεναχωρημένα
ο Τάκης, σαν αρνήθηκαν να της δώσουν
βίζα.
Τώρα
όμως υποσχέθηκαν. Στη Νέα Υόρκη. Θέλει
τόσο πολύ να ταξιδέψει! Όλοι οι φίλοι
άρχισαν κιόλας να ρωτούν! «Πότε για την
Αμερική;»
Ο
Γρηγόρης μπορεί να ‘βαλε κιόλα στοίχημα:
να δείτε που θα ‘ρθει!… Ο Κρίτωνας θα
μιλάει για την ταινία που θα γυρίσει, η
Γιάννα για το βιβλίο της… Η Λία κάποτε
έγραφε στίχους. Αν ξανάπιανε πάλι την
πέννα;
— Να
γράψεις! θα ‘βαζε τις φωνές ο
Γρηγόρης.
—
Τρελάθηκες,
κοριτσάκι μου; θα γελούσε ο Τάκης.
Θα
‘γραφε να γεμίσουν οι άδειες ώρες… Θα
δούμε το Μανχάταν, το Λόνγκ Άιλαντ. Αυτό
θα ‘ναι το πρώτο ταξίδι, μπορεί να ‘ρθει
κι άλλο, έπειτα κι άλλο. Δεν θα υπάρχει
πια πλήξη. Κουταμάρες να ξαναγράψει!
Δεκαπέντε χρόνια που τ’ άφησε.
—
Μπορεί
και να μην έρθει, ίσως πει ο Γρηγόρης…
Κι οι άλλοι δεν θα την περιμένουν… Ποιοι
άλλοι να ‘ναι άραγε; Θα θυμηθούν ένα
σωρό πράγματα. Το Πανεπιστήμιο, την
υπόγα τους — τη λέσχη… «Γεια σας», θα
τους πει η Λία και θα ‘ναι σα να χώρισαν
χτες. Μπορεί και να καθίσει κοντά στον
Γρηγόρη. Θα του θυμίσει άραγε αυτή η
κομψοντυμένη κυρία την τοτινή
Λία;
Κοιτάζει
η Λία τα λεπτά, μακριά της δάχτυλα και
τα θυμάται κόκκινα φουσκωμένα από τις
χιονίστρες, τότε που τα ‘παιρνε ο
Γρηγόρης και τα ‘χωνε στο σακάκι του,
κάτω από τις μασχάλες, να τα ζεστάνει…
Αλλιώτικια που ήταν η αγάπη τότε!
«Μυρίζεις κόλλα», έλεγε ο Γρηγόρης κι
έχωνε το πρόσωπό του στις ρίζες των
μαλλιών της, πίσω από τον λαιμό. Του Τάκη
του αρέσει να φορεί η Λία πάντα
«αρπέζ»…
Μύριζε
κόλλα και μπογιά, ακόμα και μελάνι
πολυγράφου πολλές φορές. Στο δωμάτιο
του Γρηγόρη έκανε παγωνιά! Η Λία τυλιγόταν
με μια παλιά κουβέρτα που της είχε φύγει
ολόκληρο κομμάτι, στο σχήμα του σίδερου.
Έπιναν τσάι του βουνού με ζαχαρίνη και
περίμεναν το συνθηματικό σφύριγμα από
τον δρόμο. Της Λίας της άρεσε αυτή η ώρα,
που καθόταν κουρνιασμένη στο ντιβάνι.
Ο Γρηγόρης ετοίμαζε πινέλα, κόλλας και
μπογιές. Ύστερα έπαιρνε τον «Ήλιο τον
πρώτο» του Ελύτη. Φρεσκοαγορασμένσς,
φρεσκοτυπωμένος, με το κίτρινο γυαλιστερό
εξώφυλλο και τη γοργόνα, φάνταζε
αταίριαχτος ανάμεσα στα τενεκεδάκια
και τα πινέλα. Θα ‘θελε να μάκραινε πολύ
αυτή η ώρα η Λία. Ο Κρίτωνας όμως δεν
χάριζε λεπτό. Ακουγόταν το σφύριγμά του
και τότε ο Γρηγόρης την κοίταζε, σα να
τη λυπόταν. Ύστερα άφηνε το βιβλίο, την
τραβούσε από τα χέρια και της έλεγε:
«Σήκω μικρή, μικρή, μικρή Πορτοκαλένια!».
Η
Λία, όσο να προσπαθεί, δεν μπορεί να
θυμηθεί κανένα άλλο στίχο «Πορτοκαλένιας».
Ο Γρηγόρης άραγε θα τους θυμάται ακόμα;
Αν είχε παντρευτεί τον Γρηγόρη, ίσως
διάβαζαν μαζί…
Μονομιάς,
σβήσανε όλα αυτά από τον νου της κι
ορθώθηκαν μπροστά της έντεκα χρόνια
φυλακής του Γρηγόρη. Έντεκα χρόνια! Κι
είχανε περάσει δεκαοχτώ, από τότε που
ήρθε, χαράματα να την πάρει από το σπίτι
της, για να ‘ρθούνε, μ’ όλη την Αθήνα,
στους λεύτερους πια δρόμους της και τα
μεσάνυχτα να κάνουνε όλοι μαζί γαργάρες,
στο σπίτι του Κρίτωνα, με ζουμί βρασμένου
σύκου —συνταγή της γιαγιάς του—- για
ν’ ανοίξει ο λαιμός τους, που είχε
βραχνιάσει από τους αλαλαγμούς και τα
τραγούδια.
Πριν
μερικά χρόνια, η Λία συνάντησε τη μητέρα
του Γρηγόρη στον δρόμο.
—
Βγαίνει
σήμερα από τη φυλακή, της είπε εκείνη
αλαφιασμένη. Κι εγώ έχω δώσει το κουστούμι
του στο καθαριστήριο.
—
Τον
έπιασαν χτες, της ξανάπε μιαν άλλη
φορά.
Τώρα
ο Γρηγόρης είναι πάλι έξω. Ως πότε;… Αν
τον είχε παντρευτεί, θα γυρνούσε κι
αυτή, σαν τη γυναίκα του Πέτρου, από
σπίτι σε σπίτι, να ζητάει να βγάλει
παιδιά περίπατο. Είχε έρθει και σε κείνη,
μα η Λία φοβήθηκε.
Η
πολυθρόνα που κάθεται είναι ολοκόκκινη
και μαλακιά. Του Τάκη του αρέσει, όταν
μελετάει κανένα καινούργιο σχέδιο, να
τη βλέπει αντίκρυ του, καθισμένη στην
πολυθρόνα της. Εκείνη πλέκει, διαβάζει
ή δεν κάνει τίποτα. Όταν τελειώσει ο
Τάκης, πίνουν ουίσκι κι ακούνε Βιβάλντι!
Άλλη είναι η ζωή της Λίας τώρα. Καλύτερα
να μην πάει αύριο. Τώρα πια, τα παλιά
πέρασαν… Ούτε θα προσέξουν πως δεν
πήγε… αν μαζευτούν πολλοί… Τότε, άμα
δεν ερχόταν κανείς, αγωνιούσαν. Πιάστηκε;
έπεσε σε μπλόκο; Τώρα, αν λείψει κάποιος,
θα πούνε απλά: «Κάτι θα του ‘τυχε» και
δεν θα ξαναμιλήσουν πια για την
απουσία.
Κοντεύει
μιάμιση. Λίγα λεπτά της μείνανε ακόμα
της Λίας για να συλλογιέται. Δεν θέλει
τίποτα να θυμηθεί. Ίσως ήταν καλά, που
τόσον καιρό δεν συλλογιόταν… Είπε να
σκεφτεί το ταξίδι στη Νέα Υόρκη… Άραγε
ο Κρίτωνας τραγουδά ακόμα μουρμουριστά,
όλη ώρα, τζαζ;… Η Λία απόμεινε ασάλευτη
στην πολυθρόνα της. Θαρρεί πως κι αυτή
η ανάσα της σταμάτησε. Τη μούδιασε κάτι
σαν πανικός. Δεν πάει αύριο! Όχι! Θα πάει
στη Νέα Υόρκη, στο Παρίσι, στη Ρώμη!… Μα
όταν γυρίσει;… Θα πρέπει να βγει ξανά
στους δρόμους της Αθήνας… Θα περνά έξω
από το Πανεπιστήμιο… θα κατεβαίνει
στην οδό Ερμού… θα βρεθεί, πόσες φορές!,
στην οδό Μαυροματαίων, σε κείνο το
πεζοδρόμιο από τη μεριά του πάρκου! Η
Αθήνα, όσο και ν’ άλλαξε, έχει γωνιές
που έμειναν οι ίδιες, που σε καλούν και
σου φωνάζουν: Θ υ μ ά σ α ι! Κι αν ξεγελαστείς
και θυμηθείς μια φορά…
Ένα
λεπτό απόμεινε για να γίνει μιάμιση. Οι
σκέψεις έρχονται τώρα μπερδεμένες στο
μυαλό της Λίας, απανωτές.. Έβγαλε τα
παπούτσια της και προσπάθησε να βολευτεί,
με τα πόδια διπλωμένα, πάνω στην
πολυθρόνα.
—
Έσβησα
το κοτόπουλο με κρασί, μισάνοιξε την
πόρτα η μητέρα του Τάκη.
—
Καλά
λέει μηχανικά η Λία και κοιτάζει τις
γόβες της.
—
Ολοκαίνουργιες,
αφόρετες σχεδόν, στέκονται απάνω στο
χαλί, έτσι όπως τις πρωτοείχε δει στη
βιτρίνα. Τις κοιτάζει και προσπαθεί, με
απόγνωση και πείσμα, να διώξει τη σκέψη,
πως δεν θα μπορεί πια να αγοράζει τέτοιες
γόβες, με μαλακό πετσί σα γάντι, χωρίς
να της έρχονται στον νου τ’ αρβυλάκια
της κατοχής, από την οδό Πανδρόσου, που
πάλιωνε γρήγορα η βακέτα τους και
σχιζόταν κι ύστερα έκανε πάνω ο τσαγκάρης
χοντρά καφετιά γαζιά, που σχημάτιζαν
ροδίτσες.