Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 28ο


Είχα χάσει εντελώς τον ύπνο μου τις τελευταίες μέρες, και μοναδική αι-
τία ήταν το έργο του Δαμιανού και η εμμονή της Μελίνας να το ανεβάσει με

τη θεατρική ομάδα του νησιού. Το γεγονός ότι θα χρησιμοποιούσε το όνομα
μου στη θέση του συγγραφέα λίγο με απασχολούσε αν και θα έπρεπε, εκείνο
που με βασάνιζε ήταν για ποιο λόγο ο Περρής δεν υπόγραφε το έργο και τι θα
μπορούσε να κρυβόταν πίσω από αυτή την ιστορία. Είχα ρίξει ήδη μια κλεφτή
ματιά στο σενάριο και με είχε προβληματίσει σοβαρά το θέμα που πραγμα-
τευόταν. Η υπόθεση της αρχαιοκαπηλίας στα συγκεκριμένα νησιά ήταν παλιά
πληγή. Η γιαγιά μου συχνά μιλούσε για το θέμα αυτό με τις φίλες της,για συγ-
χωριανούς που είχαν κάνει περιουσίες πουλώντας αρχαία ευρήματα, καθώς
και για σπείρες αρχαιοκαπήλων. Θυμήθηκα ξαφνικά κι έναν μεγάλο καυγά με
τον μπαμπά μου μια από τις τελευταίες φορές που ήμασταν στο νησί.
Ήταν Σεπτέμβρης και οι γονείς μου μαζί με κάτι φίλους είχαν έρθει να με
πάρουν από την Τήνο. Εγώ επειδή δεν ήθελα να φύγω το έσκασα μεσάνυχτα
από το κρεβάτι μου και χώθηκα σε μια μικρή ξεχασμένη αποθηκούλα κάτω
από την ξύλινα σκάλα του σπιτιού, που το κλειδί της είχα ανακαλύψει σε ένα
σιδερένιο κουτί από μπισκότα. Είχα δοκιμάσει αυτό το σκουριασμένο κλειδί σε
ότι κλειδαριά υπήρχε μέσα και έξω από το σπίτι. Όταν ανακάλυψα αυτή την
αποθήκη αποφάσισα να μη πω τίποτα στη γιαγιά. Έτσι η μικρή αποθήκη έγινε
το μέρος όπου έκρυβα όλα τα μυστικά μου. Έκρυβα τα ζουζούνια που μάζευα
από τον κήπο, τα τσιγάρα που έκλεβε ο Δομίνικος από τον παππού του, μέχρι
και τα βαζάκια με το γλυκό κουταλιού που έφτιαχνε η γιαγιά.
Εκείνο λοιπόν το πρωί ,όταν οι γονείς μου ανακάλυψαν ότι λείπω επιστρά-
τευσαν όλο το προσωπικό του σκάφους, γειτόνους και γνωστούς σε όλο το νη-
σί για να με βρουν. Εγώ κλεισμένη μέσα στο σκοτεινό αποπνιχτικό ξύλινο δω-
μάτιο δεν ανάσαινα ελπίζοντας ότι θα έφευγαν τελικά χωρίς εμένα. Έψαξαν
όλο το νησί χωρίς να καταφέρουν τίποτα, κι όταν βράδυ γύρισαν στο σπίτι έ-
νας μεγάλος καυγάς άναψε στη σάλα.
«Δεν μπορεί να άνοιξε η γη και να την κατάπιε….εσύ ξέρεις που μπορεί να
είναι και δε μιλάς. Ίδια με τα μούτρα σου την έκανες. Γι’ αυτό δε λέει να ξε-
κολλήσει από εδώ» είπε στη γιαγιά θυμωμένος ο Ντίνος.
«Το μόνο που με νοιάζει αυτή τη στιγμή δεν είναι ούτε τα μούτρα μου,
ούτε τα δικά σου. Το μωρό μου να είναι καλά μόνο. Αλλά μια και το ανέφερες,

μάθε ότι αυτό το παιδί δεν έχει καμιά σχέση με σένα και με την τρελή τη μάνα
της. Αν δεν προσέξεις αυτό που σου λέω μια μέρα θα την χάσεις Κωνσταντίνε,
και τότε θα είναι αργά για δάκρυα. Και μεταξύ μας μακάρι ν’ ανοίξει τα φτερά
της και να φύγει πριν μάθει κάποια πράγματα για σένα που καθόλου περήφα-
νη δεν θα την κάνουν».
«Δεν μπορεί, είσαι μάνα μου εσύ;» τσίριξε ο Ντίνος. «Αντί να καμαρώνεις
που ο γιος σου έχει φτιάξει μια αυτοκρατορία, που έχει ένα σεβαστό όνομα
στις Κυκλάδες και σ’ όλο τον καλό κόσμο, ντρέπεσαι για μένα και δεν έχεις
πατήσει στο σπίτι μου ούτε μια φορά από τότε που πέθανε ο μπαμπάς. Ούτε
μια τυπική επίσκεψη έτσι για τα μάτια του κόσμου».
«Αν δεν ήμουν μάνα σου όπως λες, θα είχα ακολουθήσει τη συνείδησή μου.
Όσο για το σεβαστό σου όνομα δεν θα το συζητήσω» .
«Θα είχα ακολουθήσει τη συνείδησή μου». Άραγε τι να εννοούσε η γιαγιά;
Και τώρα που το ξανα θυμήθηκα όντως ποτέ δεν είχε έρθει σπίτι μας.
Μέσα από χιλιάδες σκέψεις που δεν οδηγούσαν πουθενά, κατέληξα στην
απόφαση να αρχίσω να συχνάζω στα καφενεία και τις ρούγες τριγύρω από το
πολιτιστικό κέντρο, και όχι μόνο, και να προσπαθήσω να μάθω κάτι σχετικά
με το Δαμιανό. Έπρεπε να κινηθώ διακριτικά κι ο μόνος τρόπος ήταν να εν-
σωματωθώ με τους θαμώνες των καφενείων.
«Α.. ρε Μελίνα, αλισβερίσι με τα ΚΑΠΗ η Γοργώ. Βάσανα που έχει η τέ-
χνη. Σκατά σπουδές έκανα. Τι σόι ζωγράφος είμαι γαμώτο, αναγκάζομαι τη
μια να γίνομαι καλογριά, και την άλλη να παριστάνω το χαρτόμουτρο στα κα-
φενεία. Σκρόφα ανάγκη, άλλος έχει το όνομα κι άλλος τη χάρη. Η Μελίνα εί-
ναι ηθοποιός εγώ πρέπει να παίζω ρόλους» μουρμούρισα καθώς σκάλιζα για
μια φορά ακόμα το μπαούλο της Μελίνας αναζητώντας ένα κασκέτο και τιρά-
ντες για να ντυθώ “αλάνι”.
«Οχτάρια» δήλωσε ο Μύρος και μάζεψε κομπάζοντας δυο άσσους κι ένα
εξάρι σκεπάζοντας τα με ένα σπαθάτο οχτώ.
«Δέκα» χτύπησα με δύναμη ένα καλό δεκάρι στο τραπέζι, χαλώντας τα
σχέδια του Μύρου σίγουρη για το παίξιμό μου μια και το τέταρτο δεκάρι το
κρατούσα στα χέρια μου.
Παλαμάκια και καζούρα ακουστήκανε στο τραπέζι από τα μπαρμπάτσια
που κάθονταν γύρω μας και παρακολουθούσαν το ντέρμπι μια κι ο Μύρος ή-
ταν πρωταθλητής στη δηλωτή.
«Λάμπη φέρε τσίπουρα για όλο το τραπέζι. Πληρώνει ο Μύρος» έδωσα ε-
ντολή στον καφετζή που στεκότανε στην πόρτα χαϊδεύοντας τη μεγαλοπρεπή
κοιλιά του.
«Στη γεια του που πληρώνει, κι ετού που κερδίζει» ακούστηκε η βροντερή
φωνή του Σιγάλα που ήταν μόνιμος αντίπαλος του Μύρου και είχε χαρεί πολύ
την ήττα του.
Ο Σιγάλας (στο παρατσούκλι), και ο Μύρος, ήταν δύο παραδοσιακά γε-
ροντάκια που τη μισή τους ζωή την είχαν ξοδέψει στο καφενείο του χωριού
παίζοντας δηλωτή, πρέφα, και τάβλι. Θεωρούσαν μεγάλη προσβολή να χά-
νουν παρτίδα και μάλιστα από ένα τσουτσεκάκι όπως με είχε αποκαλέσει ο
Μύρος την πρώτη φορά που τον προκάλεσα σε μονομαχία. Όμως πάντα τον
κέρδιζα, και για να είμαι ειλικρινής, όχι γιατί είχα κάνει διατριβή στο άθλημα,
απλά ο Μύρος φορούσε κάτι τεράστια γυαλιά που του έπεφταν χαμηλά στη
μύτη. Έτσι λοιπόν καθώς κρατούσε τα χαρτιά μπροστά σχεδόν στα μάτια του,
στους χοντρούς φακούς καθρεφτίζονταν το χαρτί του, εγώ το έβλεπα και όπως
ήταν φυσικό του έστηνα μπλόφες κάνοντας τον να βγαίνει από τα ρούχα του
χάνοντας το ένα στοίχημα μετά το άλλο.
Παρ’ ότι ο λόγος που χαρτόπαιζα στα καφενεία ήταν να πλησιάσω τους
θαμώνες αποσπώντας τους πληροφορίες για το θέμα που με απασχολούσε, θα
ομολογήσω ότι είχα αρχίσει να τους συμπαθώ και να αναθεωρώ ολοένα και
πιο πολύ τις αρχικές μου εντυπώσεις για τους ανθρώπους του νησιού. Σαφώς
κουτσομπόλευαν και ασχολούνταν με τις ξένες έγνοιες όμως το έκαναν από
ανία και συνήθεια πιο πολύ, κι όχι από κακοήθεια. Με τη συναναστροφή μου
μάλιστα μαζί τους είχα αρχίσει κι εγώ να μπαίνω στο τρυπάκι της περιέργειας
ρωτώντας πράγματα για ανθρώπους που δεν μ’ ενδιέφεραν καθόλου.

«Που έμαθες να παίζεις δηλωτή κοπελιά; Αυτά είναι επαρχιώτικα παιχνί-
δια» ρώτησε ο Σιγάλας ρουφώντας το τσίπουρο του. «Φαίνεσαι πρωτευουσιά-
να, εκεί θαρρώ πως μόνο μπιρίμπες και πινάκλια παίζετε».
«Ο παππούς μου με έμαθε μπάρμπα Σιγάλα. Βλάχος ήταν ο παππούς μου.
Ρουμελιώτης. Έχω ζήσει πολλά χρόνια σε χωριό» απάντησα με φυσικό τρόπο.
«Α γεια σου. Είπα κι εγώ, που έμαθε τές τις μπόλφες το μαμόθρεφτο; Και
ποιος καλός άνεμος σ’ φέρνει στα μέρη μας;»
«Ο άλλος μου παππούς ήταν από την Νάξο. Είχε αρρωστήσει όμως ο καη-
μένος κι η αρρώστια του τον κράτησε πολύ καιρό στην Αθήνα. Είχε ένα αδελ-
φικό φίλο εδώ στην Πάρο. Μου μιλούσε συχνά γι’ αυτόν. Είχε πεθάνει κατά
την απουσία του από το νησί. Του στοίχισε πολύ το γεγονός ότι δεν μπόρεσε
να έρθει στην κηδεία του. Πεθαίνοντας ο παππούς μου έδωσε ένα φάκελο, “θα
το δώσεις στα χέρια του Δαμιανού, του γιου του φίλου μου” μου είπε “είναι
πολύ σημαντικό, μόνο στα χέρια του, το υπόσχεσαι;”. Δεν πρόλαβε όμως να
μου πει που ακριβώς θα τον βρω. Κι εγώ έχοντας βάρος στην ψυχή μου την
επιθυμία του παππού, ήρθα εδώ για να βρω το φίλο του και να του παραδώσω
το γράμμα».
«Ε.. και τόνε βρήκες;» ρώτησε με εμφανές ενδιαφέρον ο Σιγάλας.
«Όχι δυστυχώς. Κανείς δε με βοηθάει» είπα έτοιμη να βάλω τα κλάματα.
«Το παράνομά του ποιο είναι;»
«Δεν το θυμάμαι. Μου το είπε ο παππούς αλλά καταλαβαίνεις, μου έδωσε
το γράμμα λίγο πριν πεθάνει, από τη μια η συγκίνηση της στιγμής, η αγωνία
του θανάτου από την άλλη, μασούσε τα λόγια του και δεν πολυκατάλαβα. Από
Πι άρχιζε πάντως σίγουρα. Πιπερής, Περρής, Περπερής, κάτι τέτοιο. Άντε
τώρα εγώ να βρω ένα Δαμιανό Π σε ολόκληρο νησί» είπα κι έσκυψα το κε-
φάλι με εμφανή απελπισία ζορίζοντας τον εαυτό μου να κλάψει. «Συγνώμη ρε
παππού. Άχρηστη εντελώς είμαι» ψιθύρισα κι ένα δάκρυ επιτέλους γλίστρησε
από τα μάτια μου. Είμαι ηθοπιάρα. Μελίνα σ’ έσκισα, σκέφτηκα κι ένα αόρα-
το χαμόγελο ικανοποίησης χαράχτηκε στα χείλη μου.
«Έλα μη στεναχωριέσαι κούκλα μου. Θα τον βρούμε. Εμείς φίλοι σου εί-
μαστε, θα βοηθήσουμε. Μια κοτσιλιά είναι το νησί. Άντε πάμε μια παρτίδα οι
δυο μας να ξεβαλαντώσεις;»
«Μπα, δεν έχω κέφι» αποκρίθηκα ανατριχιάζοντας, γιατί ο Σιγάλας ήταν
δυνατός παίχτης και γυαλιά δεν φορούσε. Θα μ’ έκανε σκόνη και θα έχανα τη
φήμη μου. Πώς να το κάνουμε ένα εγωισμό τον είχα κι εγώ…
Έμεινα για λίγο στο καφενείο του Λάμπη παρακολουθώντας τον αγώνα
Σιγάλα-Μύρου και Μήτσου- Χαρίλη που βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη. Απογο-
ητευμένη που και σήμερα κανείς δεν βρέθηκε να μου πει μια κουβέντα για τον
περιβόητο Δαμιανό σηκώθηκα με κατεύθυνση τον επόμενο καφενέ στην άλλη
μεριά της πόλης μήπως κι εκεί στεκόμουνα πιο τυχερή.
Δεν θα είχα κάνει περισσότερο από πενήντα βήματα στον πλακόστρωτο
σοκάκι όταν άκουσα πίσω μου μια λεπτή φωνή να με καλεί. Γύρισα απότομα
κι είδα μπροστά μου ένα κοντούλη σχετικά άνθρωπο με γαλανά μεγάλα μάτια
κι ένα μουσάκι σαν μαύρη πινελιά στο πηγούνι.
«Κρίτος Θωμάς» μου συστήθηκε αμέσως απλώνοντας το χέρι του.
«Μαρία Σιδέρη» του ανταπόδωσα τη σύσταση χρησιμοποιώντας ψεύτικο
όνομα, γιατί τη Γοργώ απ’ ότι είχα καταλάβει την ήξεραν τελικά και οι πέτρες
σ’ αυτό τον τόπο, κι εγώ ήθελα καλού κακού να φυλάξω τα νότα μου μια και
δεν ήξερα που πάω να μπλέξω.
«Μαρία θέλεις να σε κεράσω ένα καφέ και να τα πούμε λίγο;»
«Τι να πούμε; Δεν σας γνωρίζω» αποκρίθηκα με απορία.
«Θα σου εξηγήσω. Καθόμουν στο διπλανό τραπέζι κι άθελά μου άκουσα
την κουβέντα σου με τον Σιγάλα. Νομίζω πως μπορώ να βοηθήσω».
Μ’ ένα χαμόγελο συγκατάβασης τον ακολούθησα νοιώθοντας την καρδιά
μου να χτυπάει τρελά. Επιτέλους κάποιος τσίμπησε. Είχα αρχίσει να βαριέμαι
τη δηλωτή και τα τσίπουρα. Ακόμα λίγο και θα καταντούσα αλκοολική μ’ όλη
αυτή την τσιπουροκραιπάλη.
Ο Θωμάς με οδήγησε σ’ ένα χαριτωμένο καφενεδάκι με ψάθινες καρέκλες
και σιδερένια μαύρα τραπεζάκι πλάι στο κύμα, και παραγγείλαμε φραπέ στο

γκαρσόνι με την παρδαλή παντελόνα που βρέθηκε πάνω από το κεφάλι μας
πριν καλά καλά καθίσουμε.
«Λοιπόν κύριε Θωμά; Είμαι όλη αφτιά» του είπα χαριτολογώντας γεμάτη
ανυπομονησία ν’ ακούσω τι είχε να μου πει.
«Λέγε με σκέτο Κρίτο. Αυτό είναι το όνομά μου» είπε γελώντας. «Από το
Ερωτόκριτος βγαίνει. Οι φίλοι μου με φωνάζουν έτσι για συντομία και μου έ-
χει μείνει. Το Θωμάς είναι το επίθετο Μαρία μου».
«Η προφορά σου Κρίτο δεν είναι νησιώτικη. Δεν είσαι από τα μέρη μας;»
«Σωστή. Είμαι από το Αγρίνιο. Μένω όμως πολλά χρόνια στην Πάρο. Ήρ-
θα εδώ προσωρινά κάτω από κάποιες συνθήκες κι έμεινα. Ουδέν μονιμότερον
του προσωρινού όπως λένε».
«Λοιπόν;» επέμεινα στην ερώτηση μου.
«Ο άνθρωπος που γυρεύεις λέγεται Δαμιανός Περρής;» με ρώτησε απότο-
μα κοιτάζοντας με μέσα στα μάτια.
«Ν…ναι» απάντησα κομπλαρισμένη, «Περρής, είμαι σχεδόν σίγουρη απλά
δεν θυμάμαι καλά. Τον ξέρεις;»
«Είσαι σίγουρη πως έχεις ένα φάκελο γι’ αυτόν;»
«Φυσικά» αποκρίθηκα χωρίς κανένα ενδοιασμό.
«Ξέρεις τι έχει μέσα αυτός ο φάκελος;»
«Όχι. Κάποιο γράμμα φαντάζομαι».
«Τι σχέση είχε ο παππούς σου με τον εν λόγω κύριο ξέρεις;»
«Ήταν φίλος με τον μπαμπά του».
«Φίλοι μόνο, ή είχαν και άλλα πράγματα που τους συνέδεαν;»
«Δεν καταλαβαίνω κύριε Κρίτο. Υποτίθεται ότι εσείς είχατε κάτι να μου
πείτε. Με ανακρίνετε ή μου φαίνεται;» πήρα αμέσως αποστάσεις χρησιμο-
ποιώντας πληθυντικό και επιθετικό ύφος.
«Κοίτα Μαρία. Θέλω να είμαι σίγουρος ότι μιλάμε για τον ίδιο άνθρωπο.
Μερικά πράγματα φαίνονται αθώα αλλά μπορεί να γίνουν επικίνδυνα. Είσαι
ακόμα μικρή για να καταλάβεις».
«Ευχαριστώ για το ενδιαφέρον. Αν όμως γνωρίζεις τον Περρή όπως λες
πες μου απλά που θα τον βρω, κι άσε σε μένα την ευθύνη».
«Τον γνωρίζω» μου είπε εξακολουθώντας να με κοιτάζει στα μάτια, «δώσε
μου το φάκελο και υπόσχομαι να το δώσω στα χέρια του».
«Πλάκα μου κάνεις. Να σου δώσω το γράμμα του παππού μου; Σε ξέρω κι
από χθες; Και τι είναι αυτό το φοβερό μυστικό που κρύβει ο Περρής; Γιατί το
παίζει φαντομάς; Πες του λοιπόν αφού τον ξέρεις ότι αν θέλει το φάκελο να
έρθει να μου το ζητήσει ο ίδιος. Σε άλλον δεν το δίνω. Ο παππούς μου ήταν
απόλυτος σ’ αυτό και οφείλω να ακολουθήσω την εντολή του» είπα και σηκώ-
θηκα να φύγω ελπίζοντας ότι θα αντιδρούσε. Είχα δίκιο γιατί ο Κρίτος με
τράβηξε από το χέρι καθίζοντας με ξανά στην καρέκλα.
«Θα σου πω μια ιστορία Μαρία» είπε και έβγαλε από την τσέπη του ένα
τσιμπούκι με καπνό.
»Πριν… πολύ λίγα χρόνια ζούσα μια ήρεμη ζωή στο μικρό πανέμορφο χω-
ριό μου, που είναι χτισμένο πάνω στην όχθη ενός ποταμού μερικά χιλιόμετρα
έξω από το Αγρίνιο» άρχισε την αφήγησή του και το γαλάζιο βλέμμα του έγινε
ξαφνικά σκοτεινό.
»Ήμουν… δημοσιογράφος και δούλευα σε μια τοπική εφημερίδα στο Α-
γρίνιο. Σχεδόν καθημερινά έκανα τη διαδρομή από το χωριό ως την πόλη μια
και η οικογένεια μου ζούσε εκεί. Ένα πρωινό του Φθινοπώρου καθώς περνού-
σα έξω από ένα χτήμα που βρισκόταν πάνω στο δρόμο μου και πέντε μόλις χι-
λιόμετρα από το χωριό μου, είδα κάποιους να σκάβουν σ’ ένα σημείο έχοντας
κυκλώσει με απαγορευτικές κορδέλες το χτήμα. Μου έκανε εντύπωση και
πλησίασα να δω τι ακριβώς γινόταν. Για να μην μπω σε κουραστικές λεπτομέ-
ρειες θα σου πω πως ήταν η αρχαιολογική υπηρεσία που είχε πληροφορίες ότι
σ’ αυτό το χτήμα βρισκόταν ένας αρχαίος ναός».
Έκανε μια παύση πασχίζοντας να ανάψει το τσιμπούκι του. Τον κοιτούσα
προσπαθώντας να καταλάβω που το πήγαινε, και τι σχέση είχε το χωριό του
στο ποτάμι με τον Περρή. Δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω τη σκέψη μου κι ο
Κρίτος συνέχισε την ιστορία του αφού επιτέλους άναψε αυτό το καταραμένο
τσιμπούκι τραβώντας δυο γερές ρουφηξιές.
»Μέσα από τις διασυνδέσεις που είχα ως δημοσιογράφος έμαθα ότι είχε
γίνει μια επώνυμη καταγγελία στο υπουργείο, από κάποιον ευαισθητοποιημέ-

νο εργάτη που οργώνοντας το χώμα ξέθαψε αρχαία ευρήματα, τα οποία όμως
ο ιδιοκτήτης του χτήματος που ήταν ντόπιος και είχε πολλά οργωμένα στρέμ-
ματα στη σειρά, ξαναέθαψε στο χώμα απειλώντας τον δουλευτή του κι απολύ-
οντας τον επί τόπου. Όταν γύρισε στο χωριό του ο εργάτης μίλησε για το
συμβάν στο καφενείο. Μετά από δυο μέρες βρέθηκε ξυλοκοπημένος στο δρό-
μο. Αυτό τον έκανε να θυμώσει τόσο πολύ που πήγε κατευθείαν στην αστυνο-
μία, και από εκεί στο Υπουργείο κάνοντας καταγγελία. Η αρχαιολογική υπη-
ρεσία μη μπορώντας να παραβλέψει το γεγονός έστειλε συνεργείο που έφραξε
το χτήμα κι άρχισε ανασκαφές».
«Κι ο εργάτης;» ρώτησα ανατριχιάζοντας με όσα άκουγα. «Τον ξαναδεί-
ρανε;»
«Δεν ξέρω. Δεν έμαθα ποτέ κάτι σχετικά με αυτό» είπε και γνέφοντας μου
να μην τον διακόπτω συνέχισε την κουβέντα του.
»Μετά από λίγες μέρες βγήκαν στην επιφάνεια τα ίχνη ενός ναού. Το θέμα
πήρε δημοσιότητα και όπως ήταν φυσικό ο ιδιοκτήτης σταμάτησε το όργωμα
και η περιοχή μπήκε σε αρχαιολογική επιστασία. Σιγά σιγά όμως οι έρευνες
ατόνησαν μέχρι που σταμάτησαν εντελώς. Έτσι λοιπόν ένα πρωί πηγαίνοντας
στο Αγρίνιο είδα να οργώνουν ξανά το χωράφι ετοιμάζοντας το για καπνό.
Έγινα έξαλλος. Σταμάτησα το αυτοκίνητο και προσπάθησα να σταματήσω το
όργωμα βάζοντας μπροστά το σώμα μου. Με άρπαξαν δυο μπράβοι του χτη-
ματία και με πέταξαν σαν καρυδότσουφλο στο δρόμο. Από κείνη τη στιγμή
άρχισα να κινώ γη και ουρανό Μαρία μου. Βγήκα στα τοπικά κανάλια, έστει-
λα γράμματα στο υπουργείο με φωτογραφίες που εγώ ο ίδιος είχα τραβήξει
από τα ευρήματα, το πάλεψα δηλαδή με νύχια και με δόντια. Το αποτέλεσμα
ήταν να σπάσουν και μένα στο ξύλο. Από την εφημερίδα με έδιωξαν. Είχα γί-
νει ένας γραφικός όπως μου είπαν. Απείλησαν τον πατέρα και τ’ αδέλφια μου.
Έβαλαν φωτιά στο σπίτι μου στο χωριό, και παρά λίγο να με κάψουν ζωντανό.
Ωστόσο δεν το έβαζα κάτω παρ’ ότι δεχόμουν πλέον πιέσεις και από την οικο-
γένεια μου. Ήταν βλέπεις όλοι τρομοκρατημένοι και με το δίκιο τους. Εκείνο
όμως που με ενθάρρυνε στην όλη προσπάθεια ήταν ότι δεν είχαν προχωρήσει
άλλο το όργωμα, πράγμα που σήμαινε ότι κάποιες “καρέκλες” φοβόντουσαν
ένα πιθανό σκάνδαλο και μάλιστα σε εποχή δημοτικών εκλογών που ήταν τό-
τε».
«Και δεν βρέθηκε κανένας να σε βοηθήσει βρε Ερωτόκριτε; Οι πνευματι-
κοί άνθρωποι της περιοχής; Από όσο γνωρίζω το Αγρίνιο έχει πολλή κουλτού-
ρα και διανόηση».
«Όχι μόνο δεν με στήριξαν αλλά με βγάλανε παλαβό. Είπαν ότι έχω εμμο-
νές. Μου έκλεισαν πολλές πόρτες. Κάποιοι από φόβο κάποιοι άλλοι από συμ-
φέρον. Δεν ξέρω, δεν μπορώ να πω κάτι πάνω σ’ αυτό».
«Τελικά τι έγινε;» ρώτησα νοιώθοντας θυμό με όσα άκουγα.
«Τελικά η γυναίκα μου με εγκατέλειψε και πήγε στην Αθήνα μαζί με την
κόρη μου γιατί φοβόταν. Κι εγώ ένα πρωί βρέθηκα μισοπεθαμένος σ’ ένα χα-
ντάκι στο χωριό. Μου είχαν σπάσει τα πλευρά. Έμεινα στο νοσοκομείο τρεις
μήνες. Όταν βγήκα ο πατέρας μου μου μήνυσε να μην ξαναπάω στο χωριό και
να τους αφήσω να ζήσουν ήσυχοι. Αυτό κι έκανα. Τα μάζεψα και ήρθα εδώ
όπου είχα ένα φίλο. Βρήκα μια δουλειά και από τότε πορεύομαι. Κώλωσα με
λίγα λόγια. Και δεν είμαι καθόλου περήφανος γι’ αυτό» είπε κι έσκυψε το κε-
φάλι του μέσα στα χέρια του.
«Δεν έχεις δίκιο» του είπα και του έσφιξα το μπράτσο. «Τι άλλο μπορού-
σες να κάνεις; Να τα βάλεις με τους καρεκλοκένταυρους ή τους “κρατούντες”;
Το πάλεψες όσο μπορούσες. Δεν λέω οι απώλειες που είχες ήταν σημαντικές.
Θα λύγιζαν ακόμα και σίδερο. Άλλωστε ό,τι και να έκανες τίποτα δεν θα γι-
νόταν. Το πολύ πολύ θα σε σκότωναν μια μέρα και θάσουν τώρα ένας γραφι-
κός πεθαμένος. Όσο για το χωριό σου εκεί είναι δεν έφυγε» είπα προσπαθώ-
ντας να τον παρηγορήσω βλέποντας τα μάτια του βουρκωμένα.
«Το χωριό μου τελείωσε. Δεν θα το ξαναδώ ποτέ» είπε με πίκρα.
«Το ποτέ, είναι μεγάλη κουβέντα Κρίτο».
«Δεν θα το ξαναδώ ποτέ» ξαναείπε, και γύρισε απότομα το κεφάλι του α-
ναζητώντας με τη ματιά του το γκαρσόνι με την παρδαλή βερμούδα, «θα
πιούμε ένα καραφάκι Μαρία;»
«Φυσικά. Άλλωστε έχουμε να πούμε κι άλλα. Έτσι δεν είναι;» του απάντη-
σα θεωρώντας σίγουρο πλέον πως κάπου πήγαινε τη συζήτηση

«Ναι. Δεν ξέρω για ποιο λόγο αλλά νοιώθω να σε εμπιστεύομαι. Φαίνεσαι
ξηγημένο άτομο. Ναι θα σου μιλήσω» είπε και παράγγειλε καραφάκι με μεζέ.
Αφού σερβίρισε τα ποτήρια μας ως γνήσιος τζέντλεμαν, και χαρήκαμε για
τη γνωριμία και όλα τα σχετικά τυπικά που μου έσπασαν τα νεύρα, καθώς α-
δημονούσα να φτάσουμε επιτέλους στον κύριο Δαμιανό μας, ξεκίνησε πάλι η
κουβέντα.
«Πριν μερικά χρόνια στην Πάρο είχε ξεσπάσει ένα τοπικό σκάνδαλο. Και
λέω τοπικό γιατί δεν βγήκε ποτέ έξω από τις Κυκλάδες μέχρι σήμερα τουλάχι-
στον».
«Έχει σχέση με τον Περρή;» διαμαρτυρήθηκα. «Γιατί αν δεν έχει, δεν θέ-
λω να μάθω, όχι τώρα».
«Αν πάψεις και με ακούσεις θα καταλάβεις πόσο σχέση έχει» μου είπε
αυστηρά αναγκάζοντας με να υπακούσω, ενώ ταυτόχρονα καμάκωνε χταπο-
δάκι στα κάρβουνα.
»Στις Κυκλάδες γίνεται μεγάλη διακίνηση αρχαίων. Το γνωρίζουν όλοι αλ-
λά σιωπούν. Φοβούνται το κύκλωμα της αρχαιοκαπηλίας που αποτελείται από
ανθρώπους που δεν είναι απλοί εγκληματίες. Γιατί Μαρία μου οι απλοί εγκλη-
ματίες είναι προβλέψιμοι και αντιμετωπίσιμοι. Έχεις το νόμο με το μέρος σου.
Υπάρχει γι’ αυτούς τιμωρία. Οι αρχαιοκάπηλοι όμως είναι μια άλλη πάστα
κακοποιών. Είναι οι περισσότεροι, για να μη πω όλοι, ευυπόληπτοι πολίτες.
Γιατί όπως γνωρίζεις η ευυποληψία στην εποχή μας έχει τιμή. Όσοι λοιπόν
καπηλεύονται την ιστορία μας κλέβοντας και μοσχοπουλώντας την, έχουν πο-
λύ χρήμα, άρα είναι υπεράνω νόμων. Οι νόμοι είναι για τους κοινούς θνητους.
Οι μεγαλοκαρχαρίες είναι πάντα στο απυρόβλητο. Άντε τώρα εσύ ο κοινός
θνητός να αποδείξεις τα αναπόδεικτα. Πάρε τη δική μου την περίπτωση. Γνώ-
ριζα ποιος με χτύπησε, όλοι το γνώριζαν, δεν μπορούσα όμως να το αποδείξω.
Και όχι μόνο αυτό, αλλά όταν ξεστόμισα το όνομα του ανθρώπου που μου έ-
σπασε τα πόδια και τα πλευρά μου έκανε μήνυση κι από πάνω, φτιάχνοντας
ψεύτικο άλλοθι που δήλωνε πως τη μέρα εκείνη ήταν στην Αθήνα. Με βγάλα-
νε και τρελό καταλαβαίνεις;»
«Σε καταλαβαίνω απόλυτα. Όμως σε παρακαλώ πες μου τι σχέση έχει ο
Περρής με όλα αυτά;» τον διέκοψα βλέποντας την κουβέντα να πηγαίνει αλ-
λού και την υπομονή μου να εξαντλείται.
«Υπάρχει ένα νησάκι κάπου μεταξύ Πάρου και Αντίπαρου η Δαφνούσα. Το
ξέρεις;»
«Φυσικά. Είναι αρχαιολογικός χώρος όπου έχουν ανακαλύψει έναν ολό-
κληρο ναό του Απόλλωνα…»
«Και… όχι μόνο» με διέκοψε, «στο νησί αυτό έχουν βρεθεί, και εξακολου-
θούν να ανασύρονται αρχαιολογικά ευρήματα μεγάλης ιστορικής αξίας. Οι
τολμηρότεροι αρχαιολόγοι μιλούν για νέα Δήλο. Πριν μερικά χρόνια ακού-
στηκε ανεπίσημα στους επιστημονικούς κύκλους, ότι ανασύρθηκαν μέσα από
ένα τάφο τέσσερα αγγεία αμύθητης αξίας που αναπαριστούσαν το τελετουρ-
γικό του “χορού των θεριστών”. Όπως καταλαβαίνεις η πληροφορία αυτή δεν
πέρασε απαρατήρητη. “Ο χορός των θεριστών” είναι ένα από τα ευρήματα
που αποτελούν το κορυφαίο απόκτημα των συλλεκτών του είδους.
»Τη συγκεκριμένη εποχή κάποιος από τους κατοίκους της Πάρου με ενδι-
αφέροντα οικολογικά παρακολουθούσε την αναπαραγωγή ενός είδους… στά-
σου να δεις πως το λένε…» σταμάτησε την αφήγηση ο Κρίτος προσπαθώντας
να θυμηθεί.
«Άστο τώρα, μου το λες μετά» διαμαρτυρήθηκα έντονα.
«Λοιπόν» συνέχισε, χαμογελώντας με την ανυπομονησία μου, «ο άνθρω-
πος αυτός έμενε με τη σκηνή του πάνω στην ακατοίκητη βραχονησίδα κατα-
γράφοντας με την κάμερά του την εξέλιξη του είδους. Ένα βράδυ λοιπόν που
δεν είχε ύπνο και καθόταν στην ακροθαλασσιά είδε φως στη Δαφνούσα. Του
κίνησε την περιέργεια και πλησίασε αθόρυβα με τη βάρκα του στο νησί. Έ-
φτασε μέχρι αρχαιολογικό χώρο και είδε κάποιους να συσκευάζουν σε ειδικά
ξύλινα κουτιά κάτι αγγεία».
«Τους Θεριστές;» αναφώνησα γουρλώνοντας τα μάτια.
«Ακριβώς».
«Καλά το νησί δεν φυλάσσεται;»

«Χα.. ναι. Υπάρχει ένας φύλακας που μένει στην απέναντι μεριά της Δαφ-
νούσας. Είναι το σπίτι του εκεί… και η ταβέρνα του επίσης. Όλη μέρα δουλεύ-
ει σαν το σκυλί, σιγά μην μείνει ξάγρυπνος την νύχτα να φυλάει την Δαφνού-
σα. Άλλωστε Μαρία μου όλα έχουν μια τιμή».
«Τι θέλεις να πεις; Ότι εξαγοράσανε τον φύλακα;»
«Όχι. Κάτι που δεν το γνωρίζω δεν μπορώ να το πω. Ξέρω όμως, όπως και
όλοι όσοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα, ότι ουσιαστική φύλαξη δεν υπάρχει.
Έχουν δει πολλοί κότερα να πλευρίζουν το νησί. Τώρα γιατί κανείς δεν μιλάει;
Αυτό το καταλαβαίνεις και μόνη σου».
«Και; Τι έγινε με τους θεριστές;»
«Ο οικολόγος τράβηξε με την κάμερα όσα είδε. Φωτογράφισε και το σκά-
φος που περίμενε αραγμένο στην πίσω πλευρά του νησιού. Την τελευταία
στιγμή όμως κάποιος τσιλιαδόρος τον εντόπισε και… τον πυροβόλησε εν ψυ-
χρώ Μαρία μου».
«Τον σκότωσε;» ψέλλισα με τρόμο στα μάτια.
«Όχι, τον πυροβόλησε στα πόδια για να τον τρομάξει και να του πάρει την
κάμερα. Και δεν έφτανε αυτό, την επόμενη μέρα ο οικολόγος συνελήφθη για
αρχαιοκαπηλία μετά από καταγγελία ότι το προηγούμενο βράδυ τον είδαν
πάνω στη Δαφνούσα. Φυσικά κανείς δεν “ήθελε” να πιστέψει την δική του εκ-
δοχή, γιατί εκείνοι που κρύβονταν πίσω από την κλοπή των θεριστών είχαν
την πλήρη κάλυψη υψηλών προσώπων ντόπιων και μη».
«Εσύ τους ξέρεις;»
«Ναι. Αλλά δεν θα σου πω γιατί είναι πολύ επικίνδυνο Μαρία μου. Οι συ-
γκεκριμένοι είναι Κυκλαδίτες. Δύο από Τήνο και ένας από Νάξο. Είναι μεγα-
λοεπιχειρηματίες και έχουν ταΐσει πολλές τσέπες. Τα λεφτά κλείνουν στόματα
και τσακίζουν μέση, είναι νομοτέλεια. Όποιος προσπάθησε να σταθεί μπρο-
στά τους έσπασε τα μούτρα του» αναστέναξε ο Κρίτος κι άρχισε να ανασκαλί-
ζει το τσιμπούκι του που είχε σβήσει.
Έμεινα άφωνη με όσα άκουγα. «Ο Δαμιανός; Αυτός τι σχέση έχει;»
«Ο Δαμιανός Μαρία είναι συγγραφέας. Είναι ένας άνθρωπος πολύ ευαι-
σθητοποιημένος σε τέτοια θέματα. Όταν έμαθε για τη σύλληψη του οικολόγου
πήγε και τον βρήκε. Εκείνος του είπε όλα όσα είδε εκείνο το βράδυ. Ο Δαμια-
νός άρχισε να σκαλίζει το θέμα σε βάθος. Μάζεψε στοιχεία για τους συγκε-
κριμένους επιχειρηματίες και για την δράση τους. Στο θέμα ανακατεύτηκαν
πολλοί. Κάποια δειλά στόματα άνοιξαν δίνοντας στοιχεία στο Δαμιανό. Εκεί
άρχισε ο τραμπουκισμός. Οι άνθρωποι των αρχαιοκαπήλων απείλησαν έμμε-
σα και άμεσα θεούς και δαίμονες. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο οι πόρτες κλείσανε
για το Δαμιανό. Η ζωή του μπήκε σε κίνδυνο. Αυτός όμως δεν το έβαλε κάτω.
Τους την έχει φυλαγμένη. Κρύβεται γιατί φοβάται. Και είναι πολύ φυσικό αυ-
το".
«Και πως ζει; Θέλω να πω, πως επιβιώνει;»
«Έχει εισοδήματα από τα βιβλία του. Είναι λιτός άνθρωπος. Τον βοηθάνε
και οι φίλοι του;»
«Τον βοηθάς κι εσύ;»
«Πολλά ρωτάς μικρή».
«Αν δεν με εμπιστεύεσαι γιατί μου τα είπες όλα αυτά;»
«Γιατί πιστεύω πως μέσα στο φάκελο που κρατάς υπάρχουν στοιχεία σχε-
τικά με το θέμα. Κι εσύ απερίσκεπτα τριγυρνάς στους καφενέδες, κρατώντας
μια χειροβομβίδα στα χέρια σου, μια χειροβομβίδα χωρίς περόνη έτοιμη να σε
ανατινάξει»
«Δίκιο έχεις» ψιθύρισα και ανατρίχιασα σύγκορμη.
«Λοιπόν. Θα μου δώσεις το φάκελο, και θα μου υποσχεθείς πως δεν θα
ασχοληθείς ξανά με το θέμα. Σύμφωνοι Μαρία;» με κεραυνοβόλησε με το
βλέμμα του.
«Όχι» απάντησα. «Μόνο στα χέρια του. Αλλιώς θα το πετάξω στα σκουπί-
δια».
«Είσαι ανόητη» είπε χτυπώντας οργισμένος το χέρι του στο τραπέζι.
«Απλά δεν είμαι κότα» απάντησα με προσβλητικό ύφος και σηκώθηκα.
«Αν όλα όσα μου είπες είναι αλήθεια και ο Περρής θέλει το φάκελο να έρ-
θει να με βρει. Κάθε μέρα εδώ τριγυρίζω. Δεν θα δυσκολευτεί και πολύ. Εκτός
κι αν θέλεις να μου πεις που κρύβεται να πάω εγώ να του τον δώσω. Μέχρι
τότε γεια σου, και χάρηκα για την γνωριμία».

Πήρα το δρόμο της επιστροφής με το κεφάλι μου γεμάτο ερωτηματικά.
Περίμενα πως κάτι κρυβόταν πίσω από την ιστορία Περρής, όμως δεν φαντα-
ζόμουν ποτέ πως θα ήταν τόσο βρώμικη.
Ο οικολόγος ήταν εν τέλει αθώος ή μήπως σκάρωσε όλη αυτή την ιστορία
για να γλιτώσει από το νόμο; Μήπως αυτός πήρε τους θεριστές; Αν όμως ήταν
αρχαιοκάπηλος δεν θα ήταν οικολόγος να κοιμάται στα ξερονήσια παρακο-
λουθώντας χελώνες και υβρίδια. Θα είχε τη βίλα του και δύο πισίνες με Φιλιπ-
πινέζες να του κάνουν μασάζ. Όχι, το σενάριο αυτό δεν έπαιζε καθόλου.
Ποιοι ήταν αυτοί οι αρχαιοκάπηλοι που κανείς δεν τους άγγιζε; Ήταν
τόσο ισχυροί ή απλά υπεράνω πάσης υποψίας; Έπρεπε να επιμείνω να μου πει
ονόματα. Εκτός κι αν όσα μου έλεγε ο Κρίτος ήταν παραμύθια για να μου πά-
ρει το φάκελο και να τον δώσει στον Δαμιανό.
Κι αν ο Κρίτος είναι άνθρωπος των αρχαιοκαπήλων, κι ακούγοντας την ι-
στορία μου, ήθελε το φάκελο πιστεύοντας ότι έχει στοιχεία για τους Θεριστές;
Σ’ αυτή την περίπτωση την έβαψα.
Και μένα τι με νοιάζουν όλα αυτά; Γιατί πάω να μπλέξω; συλλογίστηκα.
Μέσα μου όμως ένοιωθα θυμό. Ήταν άδικο οι καλοί, να κρύβονται και οι
κακοί ν’ απολαμβάνουν την ζωή τους ανέμελα και χλιδάτα. Και ρε γαμώτο με
ποιο δικαίωμα αρπάζουν την δική μου κληρονομιά και την πουλάνε, απειλώ-
ντας με κι από πάνω οι τσόγλανοι;
Όποια εκδοχή όμως και αν έπαιρνα, το σίγουρο ήταν ότι είχα μπλέξει. Εί-
τε με τον ψευτοφάκελο του παππού, είτε με το σενάριο του Δαμιανού που σί-
γουρα καθόλου αθώο δεν ήταν. Έπρεπε το γρηγορότερο να μιλήσω με τη Με-
λίνα.
«Άσε ότι κάνεις και έλα στο μύλο γρήγορα» της είπα με ανησυχία στη φω-
νή καλώντας την στο κινητό.
«Τι έγινε;» με ρώτησε καταλαβαίνοντας από τον ήχο της φωνής μου ότι
κάτι δεν πάει καλά.
«Θα σου πω από κοντά. Έλα αμέσως. Είναι σοβαρό».
Τη βρήκα στο μύλο να με περιμένει στο κατώφλι γεμάτη αγωνία.
«Τι έγινε;» με ρώτησε αμέσως πριν καλά καλά προλάβω ν’ ανεβώ στο τε-
λευταίο σκαλί.
«Έγινε ότι μπλέξαμε» της είπα κι έπεσα βαριά στην πολυθρόνα της βερά-
ντας πίνοντας ταυτόχρονα μονορούφι τη λεμονάδα της που βρήκα στο τραπέ-
ζι. Εκείνη με κοίταξε με απορία μη μπορώντας να κατανοήσει την πρωτοφανή
συμπεριφορά μου.
«Κατ’ αρχήν πες μου τι έχεις κάνει με το θεατρικό;» τη ρώτησα.
«Χέσε το θεατρικό και λέγε τι συμβαίνει. Γιατί φυσικά δεν είσαι σ’ αυτή
την κατάσταση από την αγωνία σου για την πορεία του έργου. Μη τρελαθού-
με» διαμαρτυρήθηκε δίκαια.
«Ναι, δίκιο έχεις. Συγνώμη είμαι ταραγμένη με όσα έμαθα. Θα σου πω όλη
την ιστορία από την αρχή και θα καταλάβεις» της είπα και ξεκίνησα χωρίς άλ-
λη καθυστέρηση να της εξιστορώ με κάθε λεπτομέρεια τα όσα είχαν διαδρα-
ματισθεί. Την είδα να χάνει το χρώμα της στην αρχή, και μετά να κοκκινίζει
από θυμό.
«Τώρα εξηγούνται όλα» μονολόγησε. «Ο Δαμιανός με χρησιμοποίησε για
να δώσει το μήνυμα του μέσα από το θεατρικό. Γι’ αυτό δεν θέλει το όνομα
του στο σενάριο. Γι’ αυτό όλη η μυστικοπάθεια. Μ’ αφήνει να βγάλω εγώ το
φίδι από την τρύπα και μετά να το καμακώσει. Κι εγώ η ηλίθια μέσα από την
άγνοιά μου θα έπαιζα το παιχνίδι του. Μα τον Δία τι μηχανορραφία. Το καθί-
κι!» φώναξε εκνευρισμένη.
«Στάσου Μελίνα να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους. Τίποτα δεν εί-
ναι όπως φαίνεται. Κατ’ αρχήν δεν ξέρουμε που είναι η αλήθεια. Αν θεωρή-
σουμε όμως τα λεγόμενα του Κρίτου δεδομένα, το πράγμα είναι αρκετά σοβα-
ρό. Δεν πιστεύω πως ο Περρής είναι θρασύδειλος και χρησιμοποίησε εσένα
για να περάσει τη γραμμή του χωρίς να κινδυνέψει ο ίδιος. Σκέψου το πιο λο-
γικά. Είσαι ένα νέο πρόσωπο στο νησί. Απόκτησες την εμπιστοσύνη του καλ-
λιτεχνικού κύκλου. Μεράκι έχεις με το παραπάνω. Τι καλλίτερο από το να ε-
μπιστευτεί σε σένα κάτι τόσο πολύτιμο για εκείνον. Γιατί το ξέρεις καλά. Το
κάθε έργο του όποιου καλλιτέχνη είναι η κατάθεση της ψυχής του. Είναι το
παιδί του, το δημιούργημα του. Δεν θα το εμπιστευόταν εύκολα σε κανένα

παρά μόνο αν ήταν μεγάλη ανάγκη. Και γι’ αυτόν είναι τεράστια η ανάγκη,
και η ευθύνη του επίσης».
«Ναι, αλλά θα μπορούσε να μου εξηγήσει κάποια πράγματα να ξέρω κι
εγώ που πατάω».
«Σ’ αυτό έχεις δίκιο. Όμως θα χανόταν το αυθόρμητο της προσπάθειας. Κι
έπειτα η πιθανότητα να του αρνηθείς ήταν μεγάλη. Άφησε λοιπόν να λειτουρ-
γήσει το καλλιτεχνικό σου ένστικτο για να υποστηρίξεις το έργο με όλη σου
την ψυχή. Το βρίσκω πολύ λογικό. Μέσα στο σενάριο αναφέρονται ονόματα ή
κάποια αναφορά στο συγκεκριμένο γεγονός; Όχι. Άρα; Κανένα πρόβλημα με
σένα. Τώρα, όποιος έχει αφτιά θα ακούσει, κι όποιος έχει τη μύγα θα μυγια-
στεί. Αυτός είναι ο σκοπός του κάθε συγγραφέα. Και το βρίσκω γοητευτικό εν
τέλει».
Με κοίταξε με έκπληξη στα μάτια. «Τελικά είσαι απρόβλεπτη Γορ-
γώ.Ομολογώ δεν περίμενα από σένα τέτοια τοποθέτηση στο θέμα. Και το γα-
μώτο είναι ότι συμφωνώ μαζί σου».
«Δεν λέω πως δεν είναι επικίνδυνο» συνέχισα, «η αλήθεια είναι ότι πρέπει
να σκεφτούμε καλά πριν αποφασίσουμε τι θα κάνουμε. Δεν το κρύβω έχω
θορυβηθεί με όλα αυτά. Τον Κρίτο τον σπάσανε στο ξύλο, ο Δαμιανός κρύβε-
ται, ο οικολόγος μπορεί να πήγε φυλακή, εμείς τα παλαβά που πάμε να μπλέ-
ξουμε; Από την άλλη όμως τσαντίζομαι ρε Μελίνα».
«Τσάμπα το συζητάμε» με διέκοψε απότομα. «Έτσι κι αλλιώς το έργο δεν
ανεβαίνει».
«Γιατί;» ρώτησα απογοητευμένη από την απάντηση της θεωρώντας ότι
κώλωσε.
«Για τον απλούστατο λόγο ότι δεν υπάρχουν χρήματα. Οι σπόνσορες αρ-
νούνται να το χρηματοδοτήσουν, και πέρα από αυτό η Πατέλη δεν θα αφήσει
να μας παραχωρηθεί το θέατρο. Που θα το ανεβάσουμε; Στον ανεμόμυλο με
θεατές τους γλάρους και τη Φρόσω;»
«Χρήματα έχω μαζέψει αρκετά από το καλογριλίκι. Ήθελα να σου κάνω
έκπληξη και να διαμορφώσουμε το μύλο. Μια χαρά όμως είναι το σπιτάκι μας.
Πάρε όλα τα λεφτά που έχω και θα προσπαθήσω να σου βρω κι άλλα. Όσο
για χώρο θα βρούμε μη σε νοιάζει. Έχω κάτι στο μυαλό μου. Άστο σε μένα αυ-
τό. Εσύ μπορείς να οργανώσεις την παράσταση; Και κυρίως θέλεις να το κά-
νεις μετά από αυτά που έμαθες;»
«Γοργώ είσαι σίγουρη;» με ρώτησε και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα.
«Ναι ρε γαμώτο. Δεν γουστάρω να φιμώνουν την τέχνη μόνο και μόνο για-
τί η αλήθεια χαλάει τα χλιδάτα αφτάκια τους. Το έργο θα ανέβει ακόμα κι αν
χρειαστεί να μας σταυρώσουν γι’ αυτό. Άσχετα με τον Δαμιανό τον Κρίτο και
την παρέα τους. Θα ανέβει γιατί είναι εργάρα και το γουστάρουμε. Κινήσου
σαν να μην έμαθες τίποτα για όλα αυτά. Προσπάθησε μόνο να διαφυλάξεις το
σενάριο όσο μπορείς. Τα άλλα άστα σε μένα. Μόνο να προσέχεις».
Σηκώθηκε και με αγκάλιασε με ενθουσιασμό. «Ο Απόλλωνας δεν μένει πια
στον Αστερία» αναφώνησε με στόμφο, «σενάριο Γοργώ Δεμέζη – Σκηνοθεσία
Μελίνα Θωμαϊδη».
«Την πανίσχυρη επικαλούμαι Νίκη, την ποθητή στους θνητούς, αυτήν που
μόνο καταλύει των θνητών την αγωνιστική ορμή, και την οδυνηρή στις μάχες
αντιπάλων διχόνοια. Γιατί εσύ αποφασίζεις στους πόλεμους, για τα τροπαιού-
χα έργα, φέρνοντας πάντα τέλος καλό, στα καλόφημα έργα» συμπλήρωσα την
ατάκα της Μελίνας σχηματίζοντας το σήμα της νίκης.
«Τώρα μ’ έστειλες εντελώς» είπε κοιτάζοντας με στα μάτια έκπληκτη, «ξέ-
ρεις και Ορφικούς ύμνους βρε τέρας;»
«Ο παππούς ο Ναξιώτης μου τους έμαθε. Χα.χα. Τρομερός παππούς… o
παππούς!».


Είχαν περάσει τέσσερις μέρες από τη συνάντηση μου με τον Κρίτο, και
παρ’ ότι τριγύριζα ολόκληρη μέρα από στέκι σε στέκι ελπίζοντας να τον συνα-
ντήσω δεν είχα καταφέρει τίποτα. Είχε εξαφανιστεί από την πιάτσα. Ήπια
ένα τελευταίο τσιπουράκι στου Λάμπη και ανηφόρισα προς το λιμανάκι που
είχα δέσει τη βάρκα με προορισμό το Μύλο. Είχαμε συμφωνήσει με τη Μελίνα
να μην κυκλοφορούμε τα βράδια έξω μόνες μας και να επιστρέφουμε στο σπί-
τι λίγο μετά τη δύση του ήλιου.
Περπάτησα στο δημόσιο δρόμο αποφεύγοντας να απομονώνομαι στα στε-
νά δρομάκια που με οδηγούσαν συντομότερα στο μικρό λιμανάκι κοιτώντας
κάπου κάπου πίσω μου, γιατί κατά βάθος η εξαφάνιση του Κρίτου με είχε βά-
λει σε τρελές υποψίες. Φοβόμουν πως τελικά με είχε παραμυθιάσει με τις ι-
στορίες του, με σκοπό να με τρομάξει και να μου πάρει το φάκελο. Αφού λοι-
πόν δεν μου τον πήρε με το καλό, υπήρχε περίπτωση να χρησιμοποιήσει άλλες
μεθόδους. Κι αυτή τη φορά ήταν σίγουρο πως το μενού δεν θα περιελάμβανε
φραπέ και ουζάκι.
Έφτασα στο μεγάλο σταυροδρόμι κι αφού κοίταξα επανειλημμένα πίσω
μου μπήκα στο μικρό μονοπάτι που ήταν ο μοναδικός δρόμος για τη βάρκα
μου. Ένα τρίξιμο πλάι μου μ’ έκανε να αναπηδήσω ιδρώνοντας από φόβο. Α-
νάσανα ανακουφισμένη βλέποντας μια δεντρογαλιά να χάνεται μέσα στα ξε-
ρά κλαδιά, θέαμα που σε άλλη περίπτωση θα με είχε κάνει να τρέχω με χίλια
δεδομένου ότι σιχαίνομαι μέχρι θανάτου τα φίδια. Η θέα του πράσινου μικρού
λιμανιού που εμφανίστηκε μπροστά μου, με τη Γοργώ να κινείται ρυθμικά πά-
νω στο ανήσυχο νερό μ’ έκανε να επιταχύνω το βήμα μου με την επιθυμία να
φτάσω το συντομότερο στο σπίτι μου.
Έβγαλα τα παπούτσια μου, τα πέταξε μέσα στο σκάφος κι άρχισα να λύνω
τον κόμπο στο σκοινί, όταν ένα σφίξιμο στο λαιμό από ένα μαύρο μαντήλι μου
έκοψε την ανάσα.
«Λέγε ποια είσαι;» άκουσα πίσω από το κεφάλι μου μια βραχνή φωνή, ενώ
το σφίξιμο στο λαιμό μου είχε χαλαρώσει.
«Η Μαρία» απάντησα με τρεμάμενη φωνή, επιστρατεύοντας όσο κουρά-
γιο μου είχε απομείνει για να μη λιποθυμήσω από τον φόβο μου.
«Ποιος σ’ έστειλε να βρεις τον Δαμιανό Περή;» συνέχισε απειλητικά η
βραχνή φωνή.
«Ο παππούς μου» απάντησα μη έχοντας άλλη επιλογή έτσι που τα είχα
κάνει.
«Ο παππούς σου από τη Νάξο;»
«Ναι. Εσύ ποιος είσαι; Γιατί θέλεις να με πνίξεις;» αναθάρρησα νοιώθο-
ντας το σφίξιμο να χαλαρώνει εντελώς.
Τράβηξε το μαντήλι από το λαιμό μου κι αρπάζοντάς με από τα μαλλιά γύ-
ρισε το πρόσωπό μου προς το μέρος του.
«Με πονάς» διαμαρτυρήθηκα βγάζοντας ένα δυνατό βογκητό.
«Συγνώμη. Δεν συνηθίζω να απειλώ γυναίκες» μου είπε «αν όμως δεν μου
πεις ποιος σε έστειλε, θα με αναγκάσεις να σου φερθώ χειρότερα».
«Αν με αφήσεις θα σου πω» είπα και τα πρώτα δάκρυα μούσκεψαν το
πρόσωπό μου.
«Μη δοκιμάσεις να φύγεις γιατί θα σε πιάσω, και τότε θα σε πετάξω στα
ψάρια, στο υπόσχομαι».
«Ορκίζομαι πως δεν θα φύγω, που να πάω άλλωστε;» μουρμούρισα με πα-
ράπονο στη φωνή.
Πήρα βαθιά ανάσα καθώς ένοιωσα το κεφάλι μου ελεύθερο και τον κοίτα-
ξα ευθεία στα μάτια. Με την πρώτη ματιά που του έριξα κατάλαβα πως ήταν ο
Δαμιανός. Βραχνή φωνή, μακριά μαλλιά, μουσάκι, διαπεραστικό βλέμμα. Η
περιγραφή της Μελίνας. Κοίταξα διακριτικά τα χέρια του. Το δαχτυλίδι του
βεβαίωσε την υποψία μου. Έκλεισα τα μάτια παίρνοντας ανάσες για να κερ-
δίσω χρόνο και να σκεφτώ τι να του έλεγα.
«Λοιπόν;» ακούστηκε βροντερή η φωνή του. «Και μην αρχίσεις πάλι το
παραμύθι για τον παππού σου γιατί μάθε κούκλα μου ότι ο πατέρας του Δα-
μιανού δεν γνώριζε κανένα Σιδέρη από την Νάξο. Αυτό για να ξεκαθαρίζουμε
τα πράγματα».
Συνέχισα να τον κοιτάζω στα μάτια. Το βλέμμα του ήταν σαγηνευτικό, είχε
μια παράξενη γοητεία, και το σώμα του ανέδυε μια μυρωδιά δειλινού. Μου
μιλούσε και η βραχνή του φωνή δονούσε περίεργα τ’ αφτιά μου. Ένοιωσα πως

δεν κινδύνευα μαζί του και η τρεμούλα από τα γόνατά μου είχε υποχωρήσει
εντελώς. Του χαμογέλασα αμυδρά και κάθισα οκλαδόν στα βότσαλα. Το ίδιο
έκανε κι εκείνος.
«Εσύ που το ξέρεις;» τον ρώτησα.
«Το ξέρω» απάντησε ξερά.
«Εντάξει. Δεν υπάρχει παππούς. Ούτε φάκελος υπάρχει. Ένα κόλπο ήταν
για να βρω τον Δαμιανό Περρή».
«Ο λόγος;»
«Προσωπικός».
«Μμ… Γνωρίζεστε δηλαδή;» είπε και χαμογέλασε περιμένοντας να πέσω
σε ατόπημα.
«Αυτό τώρα εσένα τι σε νοιάζει;» του είπα σχεδόν ναζιάρικα ξεχνώντας
εντελώς το εγκεφαλικό που κόντεψα να πάθω πριν λίγα λεπτά.
«Αχ, μη με κάνεις να θυμώσω ξανά. Μια χαρά δεν τα λέμε;» είπε ο Δαμια-
νός και το βλέμμα του έγινε ξανά σκοτεινό.
«Ωραία. Ας αφήσουμε τα παιχνίδια» τον αιφνιδίασα. «Ξέρω πως είσαι ο
Δαμιανός Περρής».
Τον είδα να κάνει μια νευρική κίνηση και το πρόσωπό του να συσπάται.
«Ποιος σε έστειλε και γιατί;» μου είπε με απειλητικό πάλι ύφος.
«Άντε πάλι. Κανένας δεν με έστειλε. Το ξερό μου το κεφάλι ευθύνεται που
ανακατεύεται όπου δεν το σπέρνουν. Είμαι η συγκάτοικος της Μελίνας Θωμα-
ϊδη. Διάβασα το θεατρικό σου, μου άρεσε, και ήθελα να σε γνωρίσω. Όλη αυ-
τή η μυστικοπάθεια και η θριλερική σου συμπεριφορά προκάλεσαν την καλ-
πάζουσα φαντασία μου. Αξίζει αυτό για να με πνίξεις και να με πετάξεις στα
ψάρια; Κάντο λοιπόν κύριε μάγκα. Τι περιμένεις;» ξέσπασα ξαφνικά εξακο-
λουθώντας να τον κοιτάζω κατάματα.
«Δεν το πιστεύω! Είσαι τρελό κορίτσι μου; Αυτό το ξερό, όπως σωστά το
είπες κεφάλι, δεν σκέφτηκε ούτε για μια στιγμή πως είχα τους λόγους μου να
μη θέλω να εμφανιστώ;»
«Θα μπορούσες να το πεις στη Μελίνα. Και αν θέλεις να τα πούμε με το
όνομά τους, με ποιο δικαίωμα έμπλεξες ένα ανυποψίαστο κορίτσι σε τέτοια
υπόθεση; Νομίζεις ότι αυτό είναι τίμιο; Πως μπορείς εσύ να κάνεις μαθήματα
σε μένα όταν συμπεριφέρεσαι εξ ίσου επιπόλαια;»
Με κοίταξε για μερικά δευτερόλεπτα χωρίς να μιλά.
«Μαρία» έσπασε τέλος τη σιωπή, και η φωνή του έγινε τρυφερή. «Θέλω
να μην ανακατευτείς άλλο σε αυτή την ιστορία. Αυτό που έκανες με το γράμμα
ήταν ανόητο. Παρά λίγο να πιστέψω πως κάποιοι σε έβαλαν να με βρεις και
θα την πλήρωνες τσάμπα. Αυτά που σου είπε ο Κρίτος θέλω να τα ξεχάσεις.
Ναι, τελικά δεν έπρεπε να ανακατέψω τη Μελίνα σ’ αυτό. Δεν μπορούσα όμως
να προβλέψω αυτή την εξέλιξη. Σε παρακαλώ να τελειώσει εδώ, το υπόσχε-
σαι;» είπε και μου έπιασε τα χέρια.
«Με πιστεύεις δηλαδή;»
«Μα ναι» χαμογέλασε «αυτό το μουτράκι δεν μπορεί να έχει σχέση με κα-
κοποιούς. Συγνώμη για τη συμπεριφορά μου πριν. Να σε τρομάξω ήθελα, δεν
θα σου έκανα κακό. Υποσχέσου μου όμως ότι θα σταματήσεις να σκαλίζεις αυ-
τή την ιστορία. Και το θεατρικό χέστο. Πέταξέ το στα σκουπίδια εντάξει;»
«Το θεατρικό θα ανέβει Δαμιανέ. Αυτό είναι πια αδιαπραγμάτευτο. Ήδη
βρίσκεται σε εξέλιξη. Δεν θα μας σταματήσει τίποτα. Και ξέρεις κάτι; Δεν εί-
ναι μόνο δική σου υπόθεση η αρχαιοκαπηλία, αφορά και μένα και όλους μας.
Άλλωστε το έργο σου είναι τέλειο. Η Μελίνα είναι ενθουσιασμένη, και την ε-
μπιστεύομαι. Θα ανέβει και θα γίνει και πάταγος» του είπα με ενθουσιασμό.
«Μαρία» είπε και με κοίταξε τρυφερά κάνοντας την καρδιά μου να χτυπή-
σει δυνατά, «αν σου συμβεί κάτι δεν θα το συγχωρήσω ποτέ στον εαυτό μου».
«Ούτε κι εγώ θα μου το συγχωρήσω Δαμιανέ, να είσαι σίγουρος» του είπα
και σηκώθηκα γιατί είχε αρχίσει να σουρουπώνει και η Μελίνα θα ανησυχού-
σε.
«Ώρα καλή. Να προσέχεις» μου είπε σπρώχνοντας την βάρκα μου στο νε-
ρό…
«Να μη χαθούμε» του είπα με νόημα και τον αποχαιρέτησα με το βλέμμα
μου.
Το φεγγάρι είχε αρχίσει να ξεχωρίζει στο στερέωμα και τα πρώτα άστρα
έπιαναν σιγά σιγά τη βραδινή τους βάρδια. Γέμισα τα πνευμόνια μου θαλασ-

σινή αύρα και στο μυαλό μου ανακατεύονταν χιλιάδες σκέψεις. Τελικά η ζωή
είναι όμορφη, πολύ όμορφη.
Με τον «αυτόματο» πιλότο η Γοργώ έφτασε στο λιμανάκι κοντά στο μύλο
και στάθηκε στη γνωστή της θέση. Τέντωσα τ’ αφτιά μου ακούγοντας ένα πα-
ράξενο θόρυβο πίσω από τους θάμνους που ξεχώριζε από τον παφλασμό της
θάλασσας. Πήδηξα αθόρυβα στη θάλασσα από το πίσω μέρος της βάρκας και
κολυμπώντας με αργές κινήσεις βγήκα από την αριστερή πλευρά του κόλπου
περπατώντας στα νύχια. Κάνοντας ένα μικρό κύκλο έφτασα από την πίσω
πλευρά του θάμνου και πήδηξα μέσα στο χαντάκι που βρισκόταν δυο μέτρα
από τη συστάδα. Βγάζοντας με πολλή προσοχή το κεφάλι στράφηκα προς τα
κει που ακουγόταν ο θόρυβος πιο έντονα τώρα που είχα πλησιάσει. Μέσα στο
μισοσκόταδο μια λευκή φιγούρα μασούλαγε με βουλιμία φύλλα. Ήταν η
Φρόσω. Με ένα σάλτο πετάχτηκα έξω από το χαντάκι. «Αααα…» ακούστηκε
τρομαγμένη η φωνή της Μελίνας που καθόταν κουλουριασμένη στην άκρη
του θάμνου.
«Ηρέμησε. Εγώ είμαι» της φώναξα και έτρεξα να την αγκαλιάσω.
«Γοργώ που ήσουν;» είπε τρέμοντας. «Στο μύλο… κάποιοι είναι μέσα… η
πόρτα ήταν ορθάνοιχτη» συμπλήρωσε δείχνοντας προς το μέρος του ανεμό-
μυλου.
«Έλα να μπούμε στη βάρκα» της είπα ψιθυριστά. «Μη φοβάσαι. Θα πε-
ριμένουμε λίγο. Αν δούμε κάποια κίνηση θα βάλουμε μπρος και θα περάσουμε
απέναντι» της είπα και την τράβηξα προς τη βάρκα.
«Να πάρουμε και τη Φρόσω» κλαψούρισε.
«Μελίνα!» της φώναξα αυστηρά.
Με ακολούθησε σιωπηλή έχοντας ωστόσο πάρει ξανά το χρώμα της.
«Τι έγινε πες μου. Είδες κάποιον μέσα στο σπίτι;» τη ρώτησα όταν πια
νιώσαμε ασφάλεια αφήνοντας τη βάρκα να κυλήσει απαλά μέσα στο νερό.
«Ερχόμουν από την πόλη με τα πόδια. Λίγο πριν φτάσω στο μύλο, βρήκα
στο δρόμο τη Φρόσω με τον Αργύρη να τριγυρίζουν. Μου έκανε εντύπωση
γιατί πριν φύγω είχα κλείσει την πόρτα με το σύρτη. Αμέσως λοιπόν σκέφτηκα
πως κάποιος άνοιξε την πόρτα. Πήγα προς το μύλο κρυφά με μεγάλη προσο-
χή. Είδα την καγκελόπορτα ορθάνοιχτη και την πόρτα του μύλου επίσης ανοι-
χτή. Τρόμαξα πολύ και έτρεξα αμέσως στο λιμανάκι να σε περιμένω. Δεν ξέ-
ρω τίποτα άλλο. Γιατί άργησες γαμώτο;»
«Θα σου πω αλλά όχι τώρα. Λες να είναι Αλβανοί;» αναρωτήθηκα.
«Μπα.. αποκλείεται. Δεν έχει Αλβανούς η περιοχή. Άλλωστε τώρα καλο-
καίρι είναι, δεν θα τολμούσε κανείς κάτι τέτοιο» απάντησε η Μελίνα προβλη-
ματισμένη. «Ξέρεις τι μου ήρθε στο μυαλό;» συνέχισε με το ίδιο ύφος, «μή-
πως ψάχνουνε να βρούνε το φάκελο του ψευτοπαππού;»
«Ρε τώρα που το λες… ναι, μου φαίνεται πιθανόν».
«Να πάρουμε την αστυνομία» πρότεινε.
«Όχι. Καλλίτερα να μη μπλέξουμε σε κάτι τέτοιο. Ας βεβαιωθούμε πρώτα
αν πρόκειται για κλεφτρόνια ή όχι, και μετά βλέπουμε. Αν πλακώσει η αστυ-
νομία θα γίνουμε το θέμα του νησιού. Κι αυτή τη στιγμή κάτι τέτοιο δεν θα
ήταν χρήσιμο, όχι πριν ανέβει το έργο».
«Πιστεύεις πως πρέπει να συνεχίσουμε; Μήπως τελικά είναι επικίνδυνο
Γοργώ;»
«Θέλεις να το σταματήσουμε;» τη ρώτησα κοιτάζοντας την μέσα στα μά-
τια.
«Όχι» αποκρίθηκε με σιγουριά.
«Ούτε κι εγώ» της είπα και την αγκάλιασα σφιχτά.
«Λοιπόν. Εγώ θα πάω στο μύλο. Εσύ θα μείνεις εδώ. Αν δεις ότι αργώ πή-
γαινε να φωνάξεις τον Πέτρο. Αυτόν θαρρώ πως μπορούμε να τον εμπιστευ-
τούμε» είπα και τράβηξα το σκοινί της βάρκας για να την βγάλω προς τα έξω.
«Δεν πας καλά που θα πας μόνη σου. Μαζί θα πάμε. Θα μπούμε από το πί-
σω πορτόνι. Αν κάποιος είναι μέσα θα τον αιφνιδιάσουμε βάζοντας τις φωνές
και θα το βάλουμε στα πόδια. Για να μη σου πω να πάρουμε μαζί και τα κου-
πιά να του σπάσουμε το κεφάλι».
«Καλή ιδέα. Δεν έχω ουδεμία αντίρρηση» είπα κι άρπαξα το κουπί.
Φτάσαμε στο μύλο με μεγάλη προσοχή και τις καρδιές μας να χτυπάνε δυ-
νατά. Η Φρόσω μας ακολουθούσε κατά πόδας αναμασώντας εκνευριστικά
κοιτάζοντας μας γεμάτη απορία. Με μια κλωτσιά εν είδη Ράμπο η Μελίνα έ

σπρωξε το πορτόνι που λίγο έλειψε να το γκρεμίσει. Την είδα να σηκώνει το
κουπί, και μια απελπισμένη φωνή ξαφνικά ακούστηκε από το εσωτερικό του
σπιτιού.
«Μηη… Ο Πετρής είμαι!»
«Πετρή; Πως βρέθηκες εδώ;»
«Περνούσα από το Μύλο κι είδα τις πόρτες ανοιχτές. Σε φώναξα και δεν
πήρα απάντηση. Ανησύχησα και μπήκα μέσα στο σπίτι. Μα τι έγινε; Ποιος το
έκανε αυτό και γιατί;» ρώτησε δείχνοντας την απίστευτη εικόνα που επικρα-
τούσε γύρω.
Τα συρτάρια έχασκαν ανοιγμένα, αναποδογυρισμένα έπιπλα, χαρτιά
σκορπισμένα παντού, ανακατεμένα ρούχα, τα ντουλάπια της κουζίνας άδεια
με τις γυάλες ριγμένες στο πάτωμα μισοαδειασμένες.
«Γαμώτο, πάει το βύσσινο» φώναξα και πήρα τη γυάλα στα χέρια μου
γλύφοντας το σιρόπι που έτρεχε λερώνοντας τον Αργύρη που τσιμπολογούσε
την ζάχαρη που είχε χυθεί στο πάτωμα.
«Τι έγινε κορίτσια;» ξαναρώτησε ο Πετρής «Τι ψάχνανε να βρούνε; Γιατί
κάτι ψάχνανε. Αυτό το χάλι, δεν είναι μια απλή κλοπή. Άλλωστε βλέπω όλα τα
πράγματα που θα μπορούσε να πάρει ένας κλέφτης στη θέση τους».
«Ναι Πέτρο έχεις δίκιο. Κάτι ψάχνανε» του απάντησα. «Μελίνα νομί-
ζω ότι πρέπει να μιλήσουμε στον Πέτρο. Να του πούμε όλη την αλήθεια. Εδώ
που φτάσαμε χρειαζόμαστε βοήθεια. Κι ο Πέτρος είναι δικός μας άνθρωπος»
είπα ελπίζοντας την συγκατάβασή του.
«Σ’ ευχαριστώ που με βλέπεις έτσι Γοργώ. Η αλήθεια είναι ότι εμείς οι δύο
δεν τα πηγαίνουμε και πολύ καλά. Ωστόσο σε αγαπάω και σε θεωρώ φίλη
μου» είπε κα μου χαμογέλασε με καλοσύνη που με έκανε να ντραπώ για τη
μέχρι τώρα συμπεριφορά μου απέναντί του.
Εγώ και ο Πέτρος μαζέψαμε ότι μπορούσαμε ενώ η Μελίνα έφτιαξε στρα-
πατσάδα και πατάτες τηγανητές με λουκάνικα για να φάμε.
Καθίσαμε αμίλητοι στο τραπέζι, στη συνέχεια όμως εξιστορίσαμε στον Πέ-
τρο με κάθε λεπτομέρεια όλα όσα είχαν συμβεί τις τελευταίες μέρες. Για το
Δαμιανό δεν είπα τίποτα. Ήθελα να το συζητήσω πρώτα με τη Μελίνα. Στην
αρχή ο Πέτρος αντέδρασε και μας μάλωσε που είχαμε μπλέξει σε κάτι τέτοιο.
Στη συνέχεια όμως δήλωσε ότι είναι μαζί μας.
«Δεν μπορώ να σας αφήσω μόνες απόψε κορίτσια. Μπορώ να μείνω εδώ;»
ρώτησε διστακτικά.
«Φυσικά» απαντήσαμε ομόφωνα.
Τους άφησα να τα πούνε μόνοι τους κι αποσύρθηκα στο δωμάτιό μου για
ύπνο. Με πήρε το ξημέρωμα να σκέφτομαι όσα είχαν συμβεί με πρωταγωνι-
στή στη σκέψη μου τον Δαμιανό. Κι η Μελίνα με τον Πέτρο ακόμα ξύπνιοι ή-
ταν. Τους άκουσα να ψιθυρίζουν και να γελάνε στη βεράντα. Αποκοιμήθηκα
νιώθοντας ασφάλεια… κι ένα σφίξιμο στο στομάχι.
Με ξύπνησε η δυνατή μυρωδιά καφέ που ερχόταν από την κουζίνα.
Κατέβηκα νωχελικά τα σκαλοπάτια και είδα τη Μελίνα να τακτοποιεί το
σπίτι.
«Τι ώρα είναι;» ρώτησα μαστουρωμένη από τον ύπνο.
«Έντεκα… Πάει το μεροκάματο σήμερα. Σε περίμενα. Έχεις κάτι να μου
πεις, έτσι δεν είναι;»
«Τι να σου πω;»
«Γοργούλα σ’ έχω γεννήσει εγώ. Δεν μπορείς να μου κρυφτείς. Κάτι έγινε
χθες που δεν μου το είπες. Και με το δίκιο σου βέβαια, μετά από όλα αυτά που
έγιναν. Όμως αυτό το αφηρημένο βλέμμα, και το χάσιμό σου, σε προδώσανε
ματάκια μου. Γοργώ είσαι ερωτευμένη;»
«Δεν πας καλά» της αποκρίθηκα με το στόμα τεντωμένο από χασμουρητό
και πήγα προς το μπάνιο.
Με περίμενε στη βεράντα με σερβιρισμένο καφέ και ζεστό κέικ σοκολά-
τας. Της αφηγήθηκα όλα όσα έγιναν στην Πάρο με το Δαμιανό. Έμεινε άφω-
νη. Σιγά σιγά χαλάρωσε και στο πρόσωπό της έλαμψε ένα χαμόγελο.
«Σε γοήτευσε ε;»
«Ποιος;» είπα τάχα αδιάφορη.
«Έρως ανίκατε μάχαν» απάντησε γελώντας και ξαναγέμισε το φλιτζάνι
της καφέ.
«Κοίτα ποιος μιλάει…» της αντιγύρισα.

«Ωραία μέρα έχει σήμερα» άλλαξε την κουβέντα μη θέλοντας να με πιέσει
παραπάνω…














Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 27ο


Εκείνο το πρωί που αποφάσισα να πάω να μιλήσω στη Λίλα Πατέλη είχα
ξυπνήσει από πολύ νωρίς. Αφού συγύρισα λίγο το μύλο, μαγείρεψα κάτι πρό-
χειρο να έχουμε το μεσημέρι να φάμε με τη Γοργώ και τακτοποίησα τα ζωντα-
νά, κατηφόρισα για το λιμάνι, όπου και πήρα το φέρι για τη Πούντα. Αν και με
καλωσόριζε ένα υπέροχο δροσερό πρωινό, η σκέψη και μόνο της μάχης που
είχα να δώσω με τη Λίλα Πατέλη, μου χαλούσε όλη μου τη διάθεση, και δεν μ’
άφηνε να το απολαύσω. Μέχρι να φτάσω στο θεατρικό στέκι, είχα κάνει τόσες
συζητήσεις μαζί της στο μυαλό μου, που όταν τελικά χτύπησα τη πόρτα, ούτε
λίγο ούτε πολύ, θύμισα έντονα το ανέκδοτο εκείνο με τον γρύλο.
Ανέβηκα σχεδόν τρέχοντας τις σκάλες. Τη βρήκα να με περιμένει στο γρα-
φείο της παρέα με την κυρία Φωτεινή.
«Καλημέρα κοκόνα μου, καιρό έχουμε να τα πούμε» μου είπε η κυρία Φω-
τεινή καλοσυνάτα, και μου έκανε χώρο να κάτσω δίπλα της.
«Θα δούμε αν θα είναι καλή» σχολίασα μέσα απ’ τα δόντια μου.
«Καλημέρα Μελίνα» ανταπέδωσε κι η Λίλα, «το χθεσινό σου τηλεφώνημα
με έβαλε σε σκέψη. Συμβαίνει κάτι;» με ρώτησε κατ’ ευθείαν.
Από τη χροιά της φωνής της κατάλαβα πως βιαζόταν να μάθει. Γι’ αυτό
μπήκα στο θέμα χωρίς πρόλογο.
Η πρώτη της αντίδραση ήταν η έκπληξη, η δεύτερη το άγριο βλέμμα, η
τρίτη και φαρμακερή σαφώς η επίθεση.
«Τι είπες;»
«Αυτό που άκουσες για, εκτός κι αν θέλουν καθάρισμα τα αυτιά σου» πε-
τάχτηκε η κυρία Φωτεινή.
«Φωτεινή άκουσα πολύ καλά τι ξεστόμισε η… αγαπητή μας Μελίνα».
«Ε! τότες γιατί ρωτάς για;»
«Παράτα με Φωτεινή, μη ξεσπάσω πάνω σου. Εντάξει;» της είπε εκνευρι-
σμένα.
«Σας παρακαλώ κυρία Φωτεινή» μπήκα στη μέση αμέσως, καθώς την είδα
έτοιμη να της επιτεθεί, «δεν θέλω για χατίρι μου να τσακωθείτε με τη φίλη
σας. Και σεις κυρία Πατέλη ηρεμήστε».
«Πώς να ηρεμήσω Μελίνα με τα καμώματά σου; Μου λες;»

«Δεν είναι καμώματα κυρία Πατέλη».
«Καμώματα είναι κοπέλα μου, αφού σου κάπνισε να ανεβάσεις τώρα ένα
άλλο έργο».
«Και γιατί να μην το ανεβάσει για; Ωραίο θέμα έχει, μη σε πω και πιασά-
ρικο. Πάταγο θα κάνει».
«Μωρέ Φωτεινή τρελάθηκες; Το θέμα της αρχαιοκαπηλίας πιασάρικο; Εί-
σαι τόσο αφελής; Αυτό καημένη μου είναι βόμβα, σκέτη βόμβα».
«Σιγά μη με το λες τόσο απότομα και αγριευτώ. Για δες…ανατρίχιασα τώ-
ρα» της λέει ειρωνικά, δείχνοντας της συνάμα το μπράτσο της. «Λοιπόν, χω-
ρίς πολλά πολλά λόγια, αυτό το έργο θα ανεβεί» συνέχισε σοβαρά πια η κυρία
Φωτεινή.
«Δεν θα είσαι καλά που θα αφήσω να γίνει κάτι τέτοιο».
«Μπα, και ποια νομίζεις πως είσαι με λες; Η Λίλα δικτάτωρ που ξέχασε ότι
είμαι κι εγώ μέλος του διοικητικού συμβουλίου του πολιτιστικού κέντρου και
έχω λόγο;».
«Εγώ όμως αποφασίζω γιατί είμαι πρόεδρος, γι’ αυτό ούτε που το συζητώ.
Δεν θα γίνω περίγελος γιατί το θέλει η προστατευόμενη σου. Εμένα με λένε
Λίλα Πατέλη» της είπε θυμωμένα. «Έχω όνομα εγώ, όχι σαν μερικές μερικές
που δεν τις ξέρει ούτε η μάνα τους» συμπλήρωσε κατόπιν, κοιτάζοντας με α-
παξιωτικά.
Μολονότι είχε αρχίσει να γίνεται άκρως αναιδής και προκλητική απέναντί
μου, σκέφτηκα να δώσω τόπο στην οργή και να προσπαθήσω για μια ακόμη
φορά μήπως και την μεταπείσω.
«Κυρία Πατέλη, δεν είχα, ούτε έχω σκοπό να σας εκθέσω» μίλησα ήρεμα,
«ένας καλλιτέχνης που υπηρετεί σωστά τη τέχνη του ποτέ δεν κάνει περίγελο
τους συνανθρώπους του, το αντίθετο μάλιστα. Μέσα απ’ τη τέχνη του προ-
σπαθεί να τους ανοίξει το μυαλό και να πετάξουν σε ανοικτούς ορίζοντες. Και
πιστέψτε με, το έργο αυτό που τώρα σας προτείνω έχει τη δύναμη αυτή. Γι’
αυτό, σκεφτείτε το καλά πριν του κλείσετε τη πόρτα».
«Αυτά που μου λες είναι ψιλά γράμματα Μελίνα, και κράτα τα για τους
ομοίους σου. Εγώ δεν πρόκειται να συμφωνήσω να ανεβεί το έργο μιας άσχε-
της και ανώνυμης συγγραφέως, με θέμα την αρχαιοκαπηλία. Τελεία και παύ-
λα».
«Αυτή είναι η τελευταία σας κουβέντα;» ρώτησα.
«Ναι, η τελευταία» απάντησε με στόμφο.
Κάτι πήγε να πει η κυρία Φωτεινή, αλλά τη σταμάτησα αμέσως .
«Σας παρακαλώ κυρία Φωτεινή. Θέλω να πω κάτι τελευταίο στην κυρία
Πατέλη».
«Για να ακούσω… τι πρωτότυπο έχεις πάλι να μου πεις;» είπε με ειρωνικό
ύφος.
Για μια ακόμη φορά προσπάθησα να προσπεράσω τη προκλητική συμπε-
ριφορά της και να μην της ανταποδώσω τα ίσα, όπως της άξιζε.
«Κυρία Πατέλη είμαι ευτυχής που σας γνώρισα».
Την είδα να φουσκώνει σαν διάνος, φορώντας συνάμα ένα χαζοχαρούμενο
χαμόγελο στο πρόσωπο.
« Και ξέρετε γιατί;» συμπλήρωσα.
«Γιατί;» ρώτησε ανυποψίαστη για το τι την περίμενε στην αμέσως επόμε-
νη στροφή.
«Γιατί κατάλαβα για μια ακόμη φορά πόσο δίκιο έχω που δεν θέλω να
σπαταλήσω τη τέχνη μου σε ανθρώπους σας κι εσάς. Σε ανθρώπους που βα-
πτίζουν τις αξίες της ζωής “ψιλά γράμματα”. Όπερ μεθερμηνευόμενον, π α ρ α
ι τ ο ύ μ α ι».
Έπεσε σιωπή. Δεν ξέρω αν ήταν από αμηχανία ή από έκπληξη. Το μόνο
που ξέρω είναι πως έφυγα από κει ξαλαφρωμένη, έχοντας μάλιστα παρέα και
την κυρία Φωτεινή, η οποία μετά απ’ αυτό θεώρησε πρέπον να παραιτηθεί
από μέλος του πολιτιστικού κέντρου.
Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν μέσα σε αναβρασμό. Το πρώτο πράγμα
που έκανα ήταν να μιλήσω στα παιδιά της θεατρικής ομάδας και να τους εξη-
γήσω τους λόγους της παραίτησής μου, και κατόπιν να ψάξω να βρω άλλους
ηθοποιούς. Δυστυχώς όμως τα μαντάτα που έρχονταν το ένα μετά το άλλο,
ήταν αποκαρδιωτικά. Όσους ηθοποιούς γνώριζα από το παρελθόν, συμφοιτη

τές μου στη σχολή, όλο και κάποια περιοδεία είχαν να κάνουν με θίασο. Ώ-
σπου ήρθε η στιγμή που λύγισα βλέποντας να χάνεται και η τελευταία μου ελ-
πίδα.
«Μελίνα παραδέξου το, είσαι μια ηττημένη» είπα στον εαυτόν μου, κλεί-
νοντας την ατζέντα μου.
Βγήκα έξω. Ο μύλος με έπνιγε σαν φυλακή. Κάθισα στο πεζούλι κι άναψα
ένα τσιγάρο αφήνοντας τη σκέψη μου να πετάξει μερικά χρόνια πίσω, τότε
που και εγώ έκανα περιοδείες με θιάσους, παίζοντας στα διάφορα αρχαία θέ-
ατρα της χώρας. Και τι δεν θα έδινα να ζήσω μια τέτοια στιγμή, σμιλεύοντας
και πάλι όπως ο γλύπτης το μάρμαρο την ψυχή μου, με τις αλήθειες των ιερών
κειμένων, είπα στον εαυτό μου, ενώ ο θόρυβος που ξαφνικά άκουσα από τη
μεριά της ξερολιθιάς με έκανε να αναπηδήσω από τον φόβο.
«Ποιος να είναι τέτοια ώρα;» αναρωτήθηκα και σηκώθηκα, κάνοντας δύο
βήματα μπροστά.
Η απορία μου λύθηκε αμέσως όταν άκουσα τη φωνή του Πετρή να καλη-
σπερίζει.
«Καλησπέρα και σε σένα Πετρή. Πως και από τα μέρη μας;»
«Είπα μιας και δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό, να πάει το βουνό στον
Μωάμεθ» χαριτολόγησε και κάθισε στο πεζούλι μαζί μου.
«Έχεις δίκιο, αλλά να…το τελευταίο καιρό έχω πολλά στο μυαλό μου».
«Το γνωρίζω» μου είπε με ήρεμο ύφος.
«Το γνωρίζεις; Από πού;»
«Ε! θέλει και ρώτημα; Από το γνωστό πρακτορείο».
«Τη μητέρα σου εννοείς;»
«Ναι, έχουμε κι άλλη σε τούτο το νησί;»
«Σωστά, είναι η μοναδική».
«Μου είπε τα πάντα για σένα, και με κάθε λεπτομέρεια».
«Και για τη φάση με την Πατέλη;»
«Αυτό ήταν το πρώτο που μου είπε».
«Τη γλυκιά μου τη κυρία Φωτεινή. Δεν πρόκειται να ξεχάσω αυτό που έ-
κανε για μένα. Στάθηκε στο πλάι μου σαν πραγματική φίλη».
«Κι εγώ θέλω να σταθώ πλάι σου. Γι’ αυτό ήρθα απόψε μέχρι εδώ για να
στο πω».
«Πετρή, σ’ ευχαριστώ».
«Μη με ευχαριστείς, και ό,τι χρειαστείς να μη διστάσεις να μου το ζητή-
σεις. Ακόμα και λεφτά».
«Πετρή, το μόνο που θέλω από σένα είναι ηθική συμπαράσταση».
«Αυτή θα την έχεις και με το παραπάνω» μου είπε, και με χάιδεψε τρυ-
φερά στα μαλλιά.
Για δευτερόλεπτα μείναμε σιωπηλοί να κοιτάμε ο ένας τον άλλον με έναν
αμήχανο και συνάμα έντονο ερωτισμό, που με μια κίνησή μας και μόνο θα μας
ταξίδευε έξω από τη στρατόσφαιρα.
Τον είδα να κοκκινίζει ελαφρά κι ύστερα να σπάει πρώτος τη σιωπή. «Η
μάνα μου, μου είπε πως σκέφτεσαι να ανεβάσεις ένα νέο έργο».
«Είναι αλήθεια, αλλά με τις δυσκολίες που έχουν προκύψει, δεν νομίζω
πως θα τα καταφέρω».
«Ποιες δυσκολίες;»
«Ξέρεις ένα έργο για να ανεβεί, εκτός από τη θεατρική στέγη, θέλει και
ηθοποιούς. Ηθοποιοί δεν βρίσκονται, στέγη επίσης, άρα…»
«Πολύ απαισιόδοξη μου ακούγεσαι».
«Ρεαλίστρια είμαι Πετρή, όχι απαισιόδοξη. Τελικά αυτό το έργο δεν είναι
ήταν της μοίρας του να ανεβεί».
«Δεν το νομίζω» είπε με νόημα, και βάζοντας τα δύο δάχτυλά του στο στό-
μα, αφήνει ένα διαπεραστικό σφύριγμα που μου τρύπησε τα αυτιά.
«Πετρή γιατί σφύριξες;».
«Περίμενε και θα δεις» μου απάντησε.
«Τι να δω;» ρώτησα με απορία.
«Αυτό…» αποκρίθηκε δείχνοντας ταυτόχρονα προς τη μεριά της ξερολι-
θιάς, όπου κείνη τη στιγμή άρχισαν να ξεπροβάλλουν μέσα στο σκοτάδι τα
παιδιά της θεατρικής ομάδας.
«Δεν το πιστεύω. Πως βρέθηκαν εδώ;» αναφώνησα έκπληκτη.

«Εγώ πήγα και τα βρήκα. Τους μίλησα για τη μεγάλη σου επιθυμία ν’ ανε-
βάσεις το έργο αυτό, και επειδή σε έχουν συμπαθήσει πάρα πολύ, αφού πρώ-
τα τα είπαν ένα γερό χεράκι στη Λίλα Πατέλη ξεκαθαρίζοντας τη θέση τους,
είναι εδώ μπροστά σου, έτοιμα να σε βοηθήσουν».
«Δηλαδή, δέχονται να παίξουν στον Αστερία;»
«Φυσικά».
«Πετρή με κάνεις ευτυχισμένη, πολύ ευτυχισμένη» φώναξα ενθουσιασμέ-
νη πέφτοντας στην αγκαλιά του.
«Αχ! Και να ήξερες πόσο καιρό τώρα ονειρευόμουνα αυτή την αγκαλιά»
ψιθύρισε γλυκά στο αυτί μου, «αχ! και να ήξερες …».




Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 26ο


Μια υπέροχη και πολλά υποσχόμενη Κυριακή είχε ξημερώσει στο νησί.
Τις Κυριακές πάντα ξυπνούσα πρωί για να προλάβω το τέλος της λειτουργίας.
Από τους ντόπιους βέβαια δεν είχα πολλές εισπράξεις, γιατί γι’ αυτούς η «Με-
γαλόχαρη» ήταν ιδιωτική υπόθεση και δεν χρειαζόντουσαν ενισχυτικά πίστης
όπως τα φυλαχτά και τα αγιάσματα μου. Είχαν την πριβέ «ευλογία» της και
την απ’ ευθείας «σύνδεσή» τους μ’ Εκείνη. Ωστόσο έδειχναν μεγάλο ενδιαφέ-
ρον για τις εικονίτσες που ζωγράφιζα πάνω σε φλοιούς δέντρων. Χωρίς να το
παινευτώ οι εικόνες αυτές ήταν μικρά κομψοτεχνήματα, και κατά κάποιο
τρόπο είχαν αρχίσει να αποκτούν φήμη. Εννοείται ότι ήταν έργα κατασκευα-
σμένα από ανάπηρους και οι εισπράξεις πήγαιναν σε φιλανθρωπίες. Ειδικά τα
Σαββατοκύριακα θεωρούσα μεγάλη αποτυχία να μην πουλήσω τουλάχιστον
είκοσι κομμάτια. Γενικά δεν είχα παράπονο οι «δουλειές» πήγαιναν πολύ κα-
λά. Δεν προλάβαινα να γεμίζω μπουκαλάκια που τ’ αγόραζα με το κιλό, ζω-
γράφιζα επάνω τους κομψά σταυρουδάκια και τα γέμιζα αγίασμα από τη βρύ-
ση μοσχοπουλώντας τα για φιλανθρωπικούς σκοπούς επίσης. Όσο για τα όρ-
γανα της τάξης… λεβεντιά, κανένα παράπονο, κανείς δεν ενοχλούσε μια λυγε-
ρόκορμη μοναχή που επιτελούσε το έργο της. Η μόνη κόντρα που είχα ήταν με
τους «συναδέλφους» μου που φρίκαραν όταν έβλεπαν την ευσεβή μου πελα-
τεία να συνωστίζεται γύρω από τον κινητό αυτοσχέδιο πάγκο μου.
Η Μελίνα κοιμόταν ακόμα όταν ξεκίνησα για το μεροκάματο. Έλυσα την
βάρκα με το στόμα ορθάνοιχτο από τα χασμουρητά και γλίστρησα μέσα στο
νερό καλημερίζοντας τον αγουροξυπνημένο ήλιο που ζωγράφιζε ομορφιές
στον ουρανό. Τα καλοκαίρια όταν είμαστε μικροί, οργανώναμε με το Δομίνι-
κο στο νησί εξερευνήσεις, ανακαλύπτοντας μονοπάτια που οδηγούσαν σε έ-
ρημα λιμανάκια όπου κολυμπούσαμε και καπνίζαμε κρυφά. Ο Δομίνικος ήταν
πρόσκοπος και μου μάθαινε «κόλπα» επιβίωσης στη φύση. Μια φορά μάλιστα
ανάψαμε φωτιά για να ψήσουμε καβούρια που είχαμε μαζέψει από το ακρο-
θαλάσσι με αποτέλεσμα να φουντώσουμε μια ολόκληρη σειρά αρμυρίκια. Σε
ένα τέτοιο λιμανάκι που το είχαμε βαφτίσει Ζαριά έδενα τη Γοργώ, και ντυνό-
μουν Ελεονόρα βαδίζοντας πάνω από μια ώρα μέχρι να φτάσω στην πόλη
κουβαλώντας την “πραμάτεια” μου στην πλάτη.
«Καλημέρα αδελφή μου» άκουσα τη φωνή του Σίσκου του ανάπηρου φί-
λου μου που είχε πιάσει θέση πρωί πρωί πλάι στο μαγαζί του Σταμάτη με τα
τάματα.
«Καλημέρα αδελφέ μου. Την ευλογία μου» του αποκρίθηκα και τον προ-
σπέρασα χωρίς δεύτερη κουβέντα για να αποφύγω την ακατάσχετη φλυαρία
του.
Στάθηκα στην δεύτερη διασταύρωση του δρόμου για να ελέγχω το πέρα-
σμα και από τις δύο μεριές, και κοίταξα το ρολόι μου. Σε μισή ώρα θα έφτανε
το πρώτο καράβι της γραμμής από Ραφήνα.
Στο τρίτο πλοίο είχα σχεδόν ξεπουλήσει. Κόντευε μεσημέρι, κι ο κόσμος
πηγαινοερχόταν σαν μελίσσι από και προς την εκκλησία. Ήμουν σχεδόν έτοι-
μη να τα μαζέψω όταν άκουσα να με καλεί μια τσιριχτή φωνή.
«Αδελφή μου σ’ ευχαριστώ. Ευλογημένη να είσαι, ευλογημένη» φώναξε
και άρπαξε τα χέρια μου κλαίγοντας με λυγμούς. Ένοιωσα το χέρι μου να
μουσκεύει από δάκρυα ενώ ταυτόχρονα το βλέμμα μου πλανήθηκε γύρω, ό-
που έντρομη είδα κόσμο να πλησιάζει.
«Θαύμα, το έκανε το θαύμα της η Μεγαλόχαρη» ούρλιαξε η κακοντυμένη
κυρία με την ελαφριά καμπούρα στην πλάτη, έχοντας το πρόσωπό της καλυμ-
μένο μ’ ένα παρδαλό μαντήλι. «Το παιδί μου γύρισε από το χάρο, κι εσύ το
έσωσες γιατί έχεις το χάρισμα της. Είδα όραμα, μου τόπε η ίδια η Παναγιά,
εκείνη μ’ έστειλε σε σένα. Συγχώρεσέ με που σε αμφισβήτησα, συγχώρεσέ με»
συνέχισε μέσα σε μια υστερία πεσμένη στα γόνατα γαντζωμένη από τα πόδια
μου.
«Θαύμα, θαύμα» άρχισε να απλώνει γύρω το νέο, ενώ κρύος ιδρώτας άρ-
χισε να κυλά μέσα από τα ράσα μου γεμίζοντας με ανατριχίλες. Μέσα στην
πλήρη σύγχυση που βρισκόμουν ένα φλάς άναψε στο μυαλό μου. Η Μελίνα.
Το έκανε τελικά το τέρας σκέφτηκα και κάπως ανακουφίστηκα από τον τρό-
μο. Δεν κράτησε για πολλή η ανακούφιση αυτή γιατί όσην ώρα η Μελίνα συ-
νέχιζε ακάθεκτη να κλαίει και να μου φιλά τα χέρια, το απελπισμένο βλέμμα

μου έπεσε την κορυφή του δρόμου, στους δύο παπάδες που κατέβαιναν από
την εκκλησία σφαιράτοι προς το μέρος μου, όπου είχε μαζευτεί κόσμος και
σταυροκοπιότανε. Σαν από μηχανής Θεός, ένα χέρι με τράβηξε με βία προς το
στενό, ενώ η Μελίνα με ακολούθησε εξακολουθώντας να ουρλιάζει.
Δεν πολυκατάλαβα τι έγινε γιατί μαζί με τη Μελίνα άρχισαν να τραβάνε τα
ρούχα μου κι άλλοι πιστοί, εκλιπαρώντας την ευλογία μου. Ευτυχώς που μέσα
από τα ράσα φορούσα μακό και σορτσάκι, γιατί ενώ εγώ βρισκόμουν μέσα
στο αυτοκίνητο του Δομίνικου, τα ράσα μου είχαν παραμείνει στο πεζοδρόμιο
ανάμεσα στο πλήθος.
«Είσαι ανόητη. Απαράδεκτη. Είσαι τελείως τρελή» ακούστηκε έξαλλη η
φωνή του Δομίνικου καθώς το αυτοκίνητο απομακρυνόταν από το κέντρο της
πόλης, ενώ η Μελίνα στο πίσω κάθισμα κόντευε να λιποθυμήσει από το γέλιο.
«Τι νομίζεις ότι κάνεις ηλίθιο πλάσμα; Ντροπή σου να κοροϊδεύεις τον κό-
σμο. Τι ψυχή θα παραδώσεις μου λες;» συνέχισε απτόητος το κατσάδιασμα,
ενώ εγώ ακούγοντας τη Μελίνα να γελάει έκανα απίστευτες προσπάθειες να
κρατηθώ. Τον Δομίνικο τον ήξερα καλά. Αν δεν έδειχνα μεταμέλεια ήταν ικα-
νός να με πάει τσίφ στην αστυνομία.
«Συγνώμη» ψιθύρισα σκύβοντας το κεφάλι.
«Δεν θα το αφήσω να περάσει έτσι Γοργώ. Μη νομίζεις ότι καθάρισες. Α-
παιτώ να πας στην αστυνομία τώρα και να πεις ότι ήταν φάρσα. Δεν μπορείς
να αφήσεις όλους αυτούς να πιστεύουν ότι έγινε θαύμα. Είναι προσβολή στα
θεία. Το καταλαβαίνεις αυτό;»
«Γιατί θα τους χαλάσει αν πιστέψουν σε ένα ακόμα μαϊμού θαύμα;» πήρε
μέρος η Μελίνα που κατάλαβε ότι τα πράγματα γίνονταν σοβαρά.
«Πάψε μη τ’ ακούσεις κι εσύ» επιτέθηκε μαινόμενος στη Μελίνα, «άλλα
πράγματα περίμενα από σένα Μελίνα. Ίδιες είσαστε όμως γι αυτό τακιμιάσα-
τε. Ντροπή σου και σένα».
«Δεν ντράπηκες όμως όταν καθαρίσαμε για πάρτη σου Δομίνικε. Δύο μέ-
τρα και δύο σταθμά αγόρι μου; Ολόκληρο Βατικανό παραμυθιάσαμε για να
πάρεις το γαμημένο το διαζύγιο. Γιατί δεν μας πήγες στην κομαντατούρ τό-
τε;» έκανα κι εγώ την επίθεσή μου με φωνή τρεμάμενη από θυμό.
«Δεν ήταν το ίδιο» αποκρίθηκε ρίχνοντας τον τόνο της φωνής του.
«Μπά; Η απάτη και η ασέβεια έχει διαβαθμίσεις; Εμείς μια πλάκα κάναμε.
Ένα στοίχημα βάλαμε. Δεν βλάψαμε κανέναν. Τα χαλάκια με την εικόνα του
Ιησού δεν σε πειράζουν; Ούτε το παζάρι με τα τάματα σε ενοχλεί; Η μήπως
πιστεύεις την παραμύθα με το τίμιο ξύλο που ούτε δάσος δεν φτάνει να την
καλύψει σε υλικό. Χέσε μας ρε Δομίνικε με τις μπούρδες σου» συνέχισα με το
ίδιο ύφος.
Με ένα απότομο φρενάρισμα που έκανε το κεφάλι μου να χτυπήσει σαν
καρπούζι στο παρμπριζ του αυτοκινήτου, και τη Μελίνα να χλομιάσει από τον
φόβο, ο Δομίνικος σταμάτησε το αυτοκίνητο στη μέση του δρόμου.
«Έξω και οι δύο. Δεν θέλω να σας ξαναδώ» είπε γυρίζοντας αλλού το πρό-
σωπό του. Η Μελίνα μου έγνεψε με τα μάτια να μη μιλήσω, κι ανοίγοντας την
πόρτα βγήκε στο δρόμο σιωπηλή. Την ακολούθησα χτυπώντας με δύναμη την
πόρτα πίσω μου.
«Έγραψες» είπα στη φίλη μου και της έδωσα το χέρι όταν συνήλθα από το
σοκ. «Παραλίγο να πιστέψω πως έκανα θαύμα. Απίστευτη είσαι. Που τα βρή-
κες ρε τόσα δάκρυα;»
«Με υποτιμάς καλή μου. Ηθοποιός είμαι το ξέχασες;»
«Σου βγάζω το καπέλο».
«Το καπέλο σου κράτησε το γιατί θα σου χρειαστεί. Από σήμερα είσαι
συγγραφέας αν θυμάσαι το στοίχημα. Γιατί φυσικά όλο αυτό το… “ρεσιτάλ”
δεν νομίζω να πιστεύεις πως το έδωσα για χαβαλέ. Είμαι κάθετα αντίθετη μ’
αυτό που κάνεις, και θα σε παρακαλέσω να το σταματήσεις εδώ. Θα μπλέξεις
πολύ άσχημα. Με τους παπάδες δεν καθαρίζεις εύκολα. Αυτοί έχουν την πλή-
ρη κάλυψη να εξαπατούν τον κόσμο, αν όμως κάποιος τους μιμηθεί πάει στο
“πύρ το εξώτερο”. Κόφτο Γοργώ. Ήρθαμε εδώ να φτιάξουμε την ζωή μας, μη
την κάνουμε μπάχαλο».
«Αλήθεια ο Δομίνικος πως προέκυψε;» ρώτησα ενώ ταυτόχρονα άπλωνα
το χέρι μου κάνοντας ωτοστόπ.
«Ήρθε στο μύλο να μας κάνει βίζιτα. Έφερε κι ένα κουνέλι πεσκέσι για να
μαγειρέψουμε. Με πέτυχε την ώρα που έφευγα. Με έπιασε στον ύπνο και για

να δικαιολογήσω την εμφάνιση μου του είπα πως έχω μια παράσταση στην
Τήνο. Με έφερε αυτός μέχρι εδώ. Προφανώς δεν με πίστεψε και με ακολού-
θησε».
«Το κουνέλι, μας το άφησε τουλάχιστον;»
«Χα.χα. Ναι… θα σου φτιάξω ένα στιφάδο σπέσιαλ»…


Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 24ο


Κοίταξα για πολλοστή φορά το ρολόι του τοίχου νιώθοντας τους σφυγ-
μούς μου να ανεβαίνουν. Η Μελίνα μέχρι τώρα ήταν πολύ τυπική. Πάντα τη-
λεφωνούσε όταν περνούσε η ώρα, αφ’ ενός μεν για να μην ανησυχώ αφ’ ετέ-
ρου για να μαζέψω το ζωντανό της από τις ρούγες που βοσκούσε όλη μέρα
σαν αλάνι. Απόψε όμως δεν είχε δώσει σημεία ζωής και μαύρες σκέψεις φώ-
λιαζαν στο μυαλό μου. Σκέφτηκα να την πάρω τηλέφωνο αλλά η προοπτική να
βρισκόταν σε κάποιο τρυφερό τετ α τετ μ’ εμπόδιζε να το κάνω για να μη γίνω
αδιάκριτη, δεν ήθελα άλλωστε να γίνω η μαμά της. Υποψιαζόμουν πως κάτι
ψηνόταν με τον Πέτρο όμως την άφηνα να μου το πει εκείνη όταν θα ήταν
έτοιμη. «Η περιέργεια σκότωσε τη γάτα» μου είχε πει κάποια στιγμή που της
έκανα κάποιο σχετικό υπαινιγμό, πράγμα που μ’ έκανε να καταλάβω ότι δεν
ήθελε να το συζητήσει. Ξάπλωσα στο κρεβάτι με τα αφτιά τεντωμένα προ-
σπαθώντας να ακούσω το τρίξιμο της καγκελόπορτας. Το μόνο τρίξιμο που
άκουγα ήταν του εκνευριστικού γρύλου που κάθε βράδυ έκανε στέκι στο πα-
ράθυρο μου και που η Μελίνα τον είχε βαφτίσει Γιώργο. Είχαμε και μια αναι-
δέστατη σαύρα που σουλατσάριζε στο μύλο ανενόχλητη ονόματι Ασπασία, κι
ένα κοτόπουλο τον Αργύρη που η Μελίνα το είχε βρει στο δρόμο πληγωμένο
και το έφερε στο σπίτι για πρώτες βοήθειες. Χαμογέλασα καθώς θυμήθηκα
τις γλυκές ευαισθησίες της φίλης μου και χωρίς άλλη σκέψη πήρα στα χέρια
μου το τηλέφωνο.
«Είσαι καλά;» είπα με ένταση στη φωνή μου.
«Γοργώ; Τι έπαθες;» αποκρίθηκε με ήρεμη φωνή.
«Ξέρεις τι ώρα είναι ρε χαμένο; Που γυρνάς νυχτιάτικα;» άφησα να βγει ο
θυμός μου ανακουφισμένη πλέον από την αγωνία.
«Ποπό, γαμώτο. Ούτε που κατάλαβα πως πέρασε η ώρα. Απέναντι είμαι.
Κοιμήσου σε λίγο θα έρθω κι εγώ».
«Κολυμπώντας θα έρθεις ή πετώντας; Φέρυ έχει σε κάτι ώρες. Μη κουνή-
σεις από εκεί έρχομαι να σε πάρω με τη βάρκα».
«Πας καλά που θα μπω στη βάρκα και μάλιστα τέτοια ώρα; Μην ανησυ-
χείς ρε χαζό, έχει κόσμο έξω, καλοκαίρι είναι».

«Έρχομαι να σε πάρω» ούρλιαξα και έκλεισα το κινητό χωρίς να περιμένω
την αντίδρασή της.
Σε χρόνο μηδέν έφτασα στο μικρό λιμανάκι κοντά στο μύλο όπου είχα δε-
μένη τη βάρκα κι αφού εξαφάνισα επιμελώς το εμπόρευμα και τα καλογερί-
στικα κάτω από μια πορτοκαλί νιτσεράδα έβαλα μπρος τη μηχανή σπάζοντας
την απόλυτη σιγή της νύχτας κάνοντας τους κοιμισμένους γλάρους να πετά-
ξουν τρομαγμένοι. Η ματιά μου έπεσε αφηρημένη σ’ ένα ακατοίκητο νησάκι
λίγα μίλια δυτικά της Αντίπαρου. Μου έκανε εντύπωση το γεγονός ότι πάνω
στο νησί είδα ένα φως το οποίο έσβησε σχεδόν ταυτόχρονα με το θόρυβο της
μηχανής. Η βάρκα κύλησε στα σκοτεινά νερά σαν γοργόνα στέλνοντας τη
σκέψη μου στα παραμύθια της γιαγιάς μου για τις γοργόνες που έβγαιναν τις
νύχτες στα νερά του Αιγαίου για να ζευγαρώσουν με τα ξωτικά της θάλασσας,
γεννώντας φωτεινά τεράστια στρείδια που μέσα από τα όστρακά τους έβγαι-
ναν οι θαλάσσιοι άγγελοι που διαφέντευαν τα ψάρια και το υγρό βασίλειο.
Σε λίγα λεπτά είχα περάσει στην Πούντα, και με τα μπατζάκια μου να στά-
ζουν σαν βρύσες κατευθύνθηκα στο σημείο που βρισκόταν η Μελίνα. Την είδα
καθισμένη σ’ ένα παγκάκι κάτω από μια ετοιμόρροπη ξύλινη κολόνα με ένα
υποτυπώδες ημιφωτισμένο φανάρι, χαμένη μέσα σε ένα μάτσο χαρτιά.
«Μπουου!!» φώναξα βάζοντας τις παλάμες μου ανοιχτές στο κεφάλι.
«Είσαι τελείως τρελή» αναπήδησε γελώντας.
«Αν εγώ είμαι τρελή εσύ τι είσαι;» αποκρίθηκα και της τράβηξα το κοκκι-
νωπό τσουλούφι. «Αύριο πρωί πρωί πάμε Παροικιά να σε δει ψυχίατρος. Τι
κάνεις τέτοια ώρα σαν το φάντασμα μέσα την ερημιά καλό μου; Δεν έχεις
κρεβατάκι να διαβάσεις το σύγγραμμα σου; Τη Φρόσω σου δεν τη σκέφτεσαι
που κόβει βόλτες στον κήπο γεμάτη αγωνία για την πάρτη σου;»
«Γοργώ απόψε έγινε κάτι πολύ περίεργο» μου είπε με τόση σοβαρότητα
που δεν θέλησα να τη διακόψω.
«Με βρήκε ένας άνθρωπος και μου έδωσε αυτό» είπε δείχνοντας μου ένα
πακέτο χαρτιά. «Τον λένε Δαμιανό κι αυτό είναι ένα θεατρικό έργο. Τον συ-
νάντησα σε μια ερημιά κι έφυγε χωρίς να προλάβω καλά καλά να μιλήσω μαζί
του. Κάτι θέλει να πει το σενάριο που φυσικά δεν πρόλαβα ακόμα να καταλά-
βω, μια γρήγορη ανάγνωση έκανα μόνο. Εκπληκτικό δεν είναι;»
«Στάσου γιατί θα με κουφάνεις» είπα και κάθισα πλάι της. «Σε ποια ερη-
μιά σε βρήκε, και πότε, αφού εσύ απόψε ήσουν στην φιέστα που μόνο ερημιά
δεν ήταν; Και τι είναι αυτό το σενάριο που κάτι θέλει να πει αλλά δεν το λέει;
Και κυρίως ποιος είναι αυτός ο τύπος που σου έδωσε αυτό το θεατρικό; Που
σε ξέρει και γιατί το έδωσε σε σένα;»
«Δεν μπόρεσα να τον δω καλά μέσα στο σκοτάδι» απάντησε σαν να μην
είχε ακούσει τα λόγια μου. «Θυμάμαι μόνο ένα παράξενο βλέμμα έντονο και
διαπεραστικό. Η φωνή του ήταν βραχνή. Καθώς άπλωσε το χέρι του πρόσεξα
στο δάχτυλό του ένα δαχτυλίδι με το Δελφικό Έψιλον. Είχε μακριά μαλλιά κι
ένα τριγωνικό μουσάκι».
«Ωραία. Τώρα ησύχασα. Η πλήρης περιγραφή δραπέτη φρενοκομείου.
Πάμε να φύγουμε γιατί αγριεύτηκα. Στο σπίτι θα τα πάρουμε όλα από την αρ-
χή εντάξει;» είπα και σηκώθηκα τραβώντας την από το χέρι καθώς την είδα
να μιλά κοιτάζοντας το άπειρο.
«Φοβάμαι να μπω στη βάρκα» διαμαρτυρήθηκε.
«Ρε, δεν φοβήθηκες τον τρελάρα και φοβάσαι να μπεις στη βάρκα; Μην
έχεις πρόβλημα, ο μπαμπάς μου με άφηνε να οδηγώ το κότερο όταν ήμουν
ακόμα μικρή. Για μένα η βάρκα είναι σαν πατίνι μπροστά σε μια χάρλευ. Έλα
γιατί έχω παγώσει μέχρι το κόκαλο από την υγρασία. Αύριο είναι γιορτή κι
έχω πολλή δουλειά. Θα σηκωθώ πρωί».
«Είναι γιορτή κι έχεις δουλειά;» ρώτησε με εύλογη απορία.
«Αστείο…» απάντησα και χαμογέλασα καθώς τραβούσα έξω τη βάρκα για
να μπει χωρίς να βραχεί η λεπτεπίλεπτη φίλη μου.
«Είδα φως στο νησάκι απέναντι στο μύλο καθώς ερχόμουν» της είπα βά-
ζοντας μπρος τη μηχανή.
«Λες να κάνουν κάμπινγκ οι κατσίκες; Γιατί ξέρω πως μόνο τέτοιες κατοι-
κούν εκεί πάνω» απάντησε γελώντας δυνατά η Μελίνα. «Γοργούλα δεν πας
καλά» συμπλήρωσε και γαντζώθηκε στο ξύλινο κάθισμα καθώς η βάρκα ση-
κώθηκε σκίζοντας το ήρεμο νερό..


Η Μελίνα μου μίλησε για τον Δαμιανό Περρή κι όσα είχαν προηγηθεί τη
νύχτα που πέρασε. Μου μίλησε με ενθουσιασμό για τη θεατρική ομάδα και το
επιχείρημά της να οργανώσει την παράσταση, τη γνωριμία της με την κυρία
Γαλάτη και τη Λίλα Πατέλη. Μας πήρε το ξημέρωμα να μου εξηγεί πως σκε-
φτόταν να στήσει την παράσταση, τους σπόνσορες, τα παιδιά της θεατρικής
ομάδας. Κοκκίνιζε όταν αναφερόταν στον Πετρή, και χανόταν μέσα στα σχέ-
δια της για το μέλλον στο νησί. Χάρηκα πολύ που είχε εξοικειωθεί τόσο γρή-
γορα με τους ανθρώπους αυτού του τόπου, που μπορούσε να ονειρεύεται, να
είναι χαρούμενη, να ελπίζει, αντίθετα με μένα που δεν είχα καταφέρει ακόμα
να κάνω ούτε ένα φίλο. Ένοιωθα μόνο μια απέραντη μοναξιά, και πίκρα, ανα-
καλύπτοντας καθημερινά πως στην καρδιά μου δεν υπήρχε φωτεινός χώρος
ούτε καν για μένα.
Της υποσχέθηκα πως θα διάβαζα το έργο, βάζοντας την να μου υποσχε-
θεί κι εκείνη με τη σειρά της πως θα σκεφτόταν όσα συζητήσαμε, και πως θα
ήταν προσεκτική με τις κινήσεις της όσο αφορούσε τον Δαμιανό Περρή. Διαι-
σθανόμουν ότι ο αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν ένας απλά βαρεμένος καλλιτέ-
χνης, όπως ήθελε να τον δει η Μελίνα που είχε κολλήσει με το θεατρικό προ-
σπερνώντας το κομμάτι Δαμιανός. Ήταν εμφανές ότι όλη αυτή η μυστικοπά-
θεια έκρυβε κάτι παραπάνω από εκκεντρικότητα. Προς το παρόν όμως όλα
ήταν εικασίες, άρα δεν εύρισκα λόγο να ασχοληθώ παραπάνω με το θέμα, γι’
αυτό αποφάσισα να το αφήσω να εξελιχθεί μόνο του δεδομένου ότι οι πιθανό-
τητες να μπλέξει η Μελίνα προβάλλοντας το συγκεκριμένο θεατρικό ήταν
σχεδόν ανύπαρκτες….


Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23ο


Το ραντεβού μου με την Λίλα Πατέλη στο θεατρικό εργαστήρι ήταν για τις
12 το μεσημέρι.
«Για που άνοιξες πανιά;» με ρώτησε η Γοργώ, πάνω στην στιγμή που έ-
παιρνα το πουγκί μου να ξεπορτίσω.
Προτίμησα να κρατήσω σιγή ιχθύος. Δεν είχα καμία όρεξη να με βομβαρ-
δίσει ξανά με ορμήνιες, χαλώντας μου τη διάθεση. Της πέταξε ξερά πως θα
αργούσα να επιστρέψω, και βγήκα έξω. Κλείνοντας πίσω μου τη πόρτα, την
άκουσα να μου φωνάζει “καλή επιτυχία”. Χαμογέλασα. Τελικά, ουδέν κρυπτόν
υπό την Γοργώ. «Σκέτο γατόνι είναι το τέρας» μονολόγησα, και ρίχνοντας μια
τελευταία ματιά αν είχα μαζί μου τα θεατρικά έργα που σκόπευα να προτείνω,
πήρα το δρόμο για το λιμάνι. Χθες το βράδυ μάτι δεν έκλεισα με το να φτιά-
χνω διάφορες φανταστικές σκηνές θριάμβου από τις παραστάσεις που θα α-
νεβάζαμε μαζί με τους εκκολαπτόμενους ηθοποιούς της θεατρικής ομάδας. Αν
μέσα στο μυαλό μου κείνη τη στιγμή μπορούσε να βουτήξει κάποιος, σίγουρα
θα μου απένειμε και με το δίκιο του βέβαια το βραβείο του πιο μεγάλου ψώνι-
ου.
Φτάνοντας στο λιμάνι μια έκπληξη με περίμενε. Ήταν από τη κυρία Φω-
τεινή, που μέσα στο μακρύ της φουστάνι χρώματος λιλά, με καλούσε με τη
στεντόρεια φωνή της να πάω να καθίσω κοντά της στον καφενέ, όπου είχε
αράξει, κι έπινε τον καφέ της.
Πέρασα με δυσκολία ανάμεσα από τα τραπέζια του καφενείου «Η ωραία
Ωλίαρος», όπου είχε κατακλυσθεί από κόσμο, και στάθηκα μπροστά της.
«Καλή σας μέρα» της είπα ευγενικά, αποφεύγοντας επιμελώς να ρωτήσω
τον λόγο που βρισκόταν τέτοια ώρα εκεί. Δεν είχα καμία έλλειψη από τη λο-
γοδιάρροιά της.
«Καλημέρα κοκόνα μου» μου ανταπέδωσε χαμογελώντας, «έλα να καθί-
σεις εδώ», και χτύπησε με τη παλάμη της τη καρέκλα που βρισκόταν δίπλα
της. «Άπαπα! Τι είν’ τούτο που γίνεται σήμερα στο λιμάνι; Σκέτος πανζουρλι-
σμός για. Με το ζόρι κράτησα την καρέκλα αυτή από κείνη την ζεβζέκα» συ-
νέχισε απτόητη, δείχνοντας μου απροκάλυπτα μια ξερακιανή και απροσδιόρι-
στης ηλικίας κυρία με μεγαλόπρεπη καπελαδούρα, παρόμοια με κείνες που

φιγουράρουν στους γάμους και τα βαφτίσια κάποιες χαζοχαρούμενες μυλαί-
δες, «..παραλίγο να σουρομαδηθώ μαζί της» συμπλήρωσε με στόμφο.
«Κυρία Φωτεινή δεν ήταν ανάγκη να κάνετε φασαρία για μια καρέκλα. Σε
λίγη ώρα αναχωρώ για Πούντα».
«Το ξέρω για, αφού θα πάμε μαζί».
«Τι; Πρόκειται να έρθετε μαζί μου;»
«Ναι μπρε, στο φύλαγα για έκπληξη» μου αποκρίνεται. «Να, κι ο Πετρής
που καταφθάνει με το εισιτήριό μου».
«Ποιος;» τη ρωτώ φανερά ξαφνιασμένη.
«Ο Πετρής, ο γιός μου . Δεν έχω κι άλλον για».
Γύρισα πίσω μου ψάχνοντας τον με το βλέμμα μου. Τον είδα να περνάει
ανάμεσα απ’ τον κόσμο, ανεμίζοντας το εισιτήριο σαν σημαιάκι.
«Τζιέρι μου, έλα να σε γνωρίσω τη καινούργια μου φίλη» φώναξε η κυρία
Φωτεινή με ενθουσιασμό.
Μόλις έφτασε στ’ αυτιά του Πετρή η κουβέντα της μάνας του, και συνειδη-
τοποίησε τη παρουσία μου σε απόσταση αναπνοής, λες και να τύλιξε ξαφνικά
την αύρα του μια υποχθόνια και σκοτεινή δύναμη, κάνοντας τον να τα χάσει
εντελώς. Το αποτέλεσμα; Σκοντάφτει ο ταλαίπωρος σε μια ξέμπαρκη καρέ-
κλα, παίρνει φόρα κατηφόρα, κι από κει που βρισκόταν, χωρίς να το καταλά-
βει, και να το καταλάβω κι εγώ δηλαδή, πέφτει πάνω μου, και κρεμιέται στους
ώμους μου ωσάν ρούχο σε κρεμάστρα. Εγώ ανήμπορη να ισορροπήσω, να
έχω βάλει την όπισθεν και να πηγαίνω στο άγνωστο με βάρκα χωρίς ελπίδα.
Ώσπου κάποια στιγμή βρίσκω επιτέλους μιαν αντίσταση. Για κακή μου τύχη
όμως, ούτε ο διαβολάκος να είχε βάλει την ουρά του, η αντίσταση αυτή δεν
ήταν άλλη από την ποδιά της παραλίγο σουρομαδημένης ξερακιανής κυρίας
με τη καπελαδούρα.
Η σκηνή που εκτυλίχθηκε στη συνέχεια δεν περιγράφεται. Η κυρία Φωτει-
νή να μαλώνει τον Πετρή αποκαλώντας τον μπουνταλά και ατσούμπαλο, η εν
λόγω ζεβζέκα «μυλαίδη» να τσιρίζει υστερικά, ούτε να τη βιάζανε δηλαδή,
εγώ να είμαι σχεδόν λιπόθυμη απ’ τα γέλια, κι ο Πετρής κρεμασμένος πάνω
μου, να κοιτάζει τριγύρω του σαστισμένα, κρατώντας ακόμα σφιχτά στο χέρι
του το εισιτήριο, το μόνο ατσαλάκωτο απ’ την ατραξιόν αυτή. Με το σαματά
λίγο έλειψε να χάσω το πλοίο. Ευτυχώς, ήρθαν ενισχύσεις απ’ τα άλλα τραπέ-
ζια, και μαζί με τον καφετζή κατάφεραν με τα πολλά να επαναφέρουν και
τους τρεις μας στη προηγούμενη φυσική μας κατάσταση.
Στο ραντεβού μου με την Λίλα Πατέλη, προσπάθησα να φανώ Εγγλέζα.
Όσο μου επέτρεψε δηλαδή η κυρία Φωτεινή που κάθε λίγο και λιγάκι έκανε
στάση σε οποιοδήποτε μαγαζί να χαζέψει τις βιτρίνες. Μέχρι και σε κατάστη-
μα με εκκλησιαστικά είδη σταθήκαμε για να κοιτάξει τα καντηλέρια, που είχε
σκοπό κάποια στιγμή να αγοράσει ένα και να το δωρίσει, σαν καλή χριστιανή
που ήταν, στο εικονοστάσι της Εκατονταπυλιανής, της γνωστής εκκλησίας του
νησιού, αφιερωμένη στην Παναγία.
Μου θύμισε τον Χρύσανθο Θωμαϊδη, τον πατέρα μου, που όλα του τα τά-
ματα ήταν καντηλέρια. Ουκ έστιν αριθμός όσων είχε δωρίσει για να κοσμήσει
τα εικονοστάσια και τα τέμπλα διαφόρων εκκλησιών.
«Αυτό πως σε φαίνεται;» με ρώτησε, δείχνοντάς μου ένα μπιχλιμπιδάτο.
«Λίγο υπερβολικό το βρίσκω».
«Ε!, τότες εκείνο το διπλανό. Τι λες;»
«Τι να σας πω, υπερβολικό μου φαίνεται κι αυτό» της αποκρίθηκα, χωρίς
να πιστεύω αυτό που ζούσα.
«Μμ! Δίκιο έχεις. Μήπως το παραδιπλανό, αυτό με τα λιγότερα σκαλίσμα-
τα;»
Η υπομονή μου είχε αρχίσει να εξαντλείται.
«Κοιτάτε κυρία Φωτεινή, κατά τη ταπεινή μου γνώμη θα ήταν καλλίτερα
αντί για καντηλέρι, με τα χρήματα αυτά να βοηθήσετε κάποια οικογένεια, που
ξέρετε πως έχει πραγματική ανάγκη. Δεν νομίζω η άγια μητέρα του Χριστού
να θυμώσει. Ίσα ίσα θα το ευχαριστιόταν κιόλας».
Την βλέπω να πέφτει σε βαθιά σκέψη, και μετά από λίγα λεπτά γεμάτη εν-
θουσιασμό να μου λέει: «Μπράβο κοκόνα μου, με έδωσες τη καλλίτερη ιδέα.
Αυτό το δώρο θα κάνω στη Παναγιά, ανήμερα στη γιορτή της».

Αφού κατασταλάξαμε λοιπόν, και δεν μας έμεινε άλλο θέμα προς ανάλυση
και επίλυση, εδέησε να φτάσουμε στο ραντεβού μου με καθυστέρηση μισής
ώρας.
Το θεατρικό στέκι, ένα παλιό αρχοντικό με ψηλά παραθύρια, βρισκόταν σ’
ένα γραφικό σοκάκι και σε μικρή απόσταση από το ιστορικό σπίτι όπου είχε
πεθάνει η μυκονιάτισσα, με ρίζες παριανές Μαντώ Μαυρογένους.
Η Λίλα Πατέλη στημένη στο παραθύρι, μόλις είδε να καταφτάνουμε αμέ-
σως έτρεξε να μας προϋπαντήσει.
«Καλώς ορίσατε» είπε με θέρμη μόλις άνοιξε τη πόρτα, και μέριασε να
περάσουμε μέσα. «Κομμάτι καθυστερήσατε» σχολίασε, κοιτάζοντας έντονα
στα μάτια τη φίλη της.
Πήγα κάτι να πω πάνω σ’ αυτό αλλά με πρόλαβε. «Ξέρω, ξέρω Μελίνα. Η
Φωτεινή φταίει. Ως συνήθως, θα έκανε πάλι τις στάσεις της στις βιτρίνες. Δεν
λέει με τίποτα να κόψει τη κακή αυτή συνήθεια».
«Σιγά μπρε, δεν έπαθες δα και τίποτα που περίμενες λιγάκι» έσπευσε η
κυρία Φωτεινή να της πει. «Η Μελίνα είναι φίλη μου και με καταλαβαίνει. Όχι
όπως η αφεντιά σου που όλο με προγκάει».
«Βρε αχάριστη, εγώ σε προγκάω; Ξεχνάς τι μου έκανες τις προάλλες; Και
εγώ, όχι μόνο δεν σε πρόγκηξα, αλλά σε συγχώρησα κι από πάνω. Αλλά έπρε-
πε να είχες φίλη κάποια άλλη…» λέει όλο παράπονο η Λίλα.
«Μελίνα, μην την ακούς» μου λέει η κυρία Φωτεινή, «μια ζωή υπερβολική
είναι για».
«Ε! βέβαια όταν τα βρίσκεις σκούρα και δεν έχεις επιχείρημα, αρχίζεις να
με λούζεις με επίθετα. Άκου εκεί υπερβολική. Εγώ υπερβολική; Αλλά δεν
φταις εσύ, εγώ φταίω που σε ανέχομαι ακόμα».
«Μμ! Τώρα με πλήγωσες για και λέω να βάλω τον κόπανο να κλάψει »
της αντιγυρίζει ειρωνικά η κυρία Φωτεινή.
«Αγαπητές μου κυρίες…» παρεμβαίνω αμέσως σαν πυροσβέστης «ας κα-
πνίσουμε τη πίπα της ειρήνης». Ειλικρινά, δεν άντεχα να ξαναζήσω το ίδιο
έργο και μάλιστα για δεύτερη φορά μέσα σε λίγες μέρες.
«Τι λες κοκόνα μου; Τρελάθηκες; Αφού η Λίλα κι εγώ δεν καπνίζουμε για»
μου απαντά όλο αφέλεια η κυρία Φωτεινή.

«Τι θα πάρετε;» ακούω πάνω από το κεφάλι μου να με ρωτάει η γκαρσόνα,
διακόπτοντας τη σκέψη μου.
«Ένα κρύο τσάι με λεμόνι παρακαλώ» ζήτησα ευγενικά, και βούτηξα πάλι
στον προβληματισμό μου, αν τελικά έκανα καλά να δεχτώ, και χωρίς πολύ
σκέψη να αναγεννήσω από τις στάχτες της τη θεατρική ομάδα. Εγώ αλλιώς
περίμενα τα πράγματα, κι αλλιώς τα βρήκα. Και σαν να μην έφτανε αυτό, να
έχω κι από πάνω τη Λίλα Πατέλη που μαζί με την κυρία Φωτεινή να μου κά-
νουν ψηστήρι σε πρίμο σεγκόντο.
«Σε παρακαλώ Μελίνα, βοήθα να πάρει και πάλι πάνω της η θεατρική ο-
μάδα. Να βρει τη παλιά της αίγλη. Είσαι η μόνη που μπορείς να τα καταφέ-
ρεις. Είμαι σίγουρη γι’ αυτό» με παρακάλεσε η Λίλα Πατέλη στο τέλος.
«Ναι κοκόνα μου, είσαι η μόνη» σιγοντάρισε και η κυρία Φωτεινή.
Δεν ήξερα τι να πω, με είχαν αφοπλίσει. Ήταν και οι δύο τόσο γλυκές μέ-
σα στο ικετευτικό τους βλέμμα, που δεν μου πήγαινε να τους αρνηθώ.
«Τέλος πάντων. Αν και μου φαίνεται αρκετά δύσκολο, μη σας πω βουνό,
ας είναι, θα κάνω μια προσπάθεια» τους ανακοίνωσα, αφήνοντας στην άκρη
κείνη τη στιγμή κάθε ενδοιασμό μου για το τολμηρό εγχείρημα που επρόκειτο
να κάνω.
Μόνο που δεν πέταξαν από τη χαρά τους. «Έτσι μπράβο! Και μη νοιάζεσαι
για τίποτα, θα είμαστε εμείς κοντά σου» μου υποσχέθηκαν οι δύο φίλες με μια
φωνή και μια ψυχή, και με ξεπροβόδισαν στην πόρτα.
Τους χαμογέλασα συγκρατημένα, κι ύστερα έφυγα παίρνοντας τον δρόμο
της επιστροφής.
Ήπια μονορούφι το τσάι μου. Το φεριμπότ για Αντίπαρο ήδη είχε κατα-
φτάσει στο λιμάνι. Φώναξα τη γκαρσόνα για να πληρώσω, και αμέσως κατευ-
θύνθηκα προς το μόλο, έχοντας συνάμα κι ένα ανεξήγητο, απροσδιόριστο θα
έλεγα προαίσθημα ξαφνικά φωλιασμένο στη καρδιά μου, να με προειδοποιεί
πως η ζωή μου από δω και πέρα θα έμπαινε σε μιαν νέα φάση. Σε μια μεγάλη
περιπέτεια, γεμάτη προκλήσεις κι ανατροπές.

Μεταξύ της Λίλας και μένα πέφτει μιαν αμήχανη σιωπή. Από διακριτικό-
τητα και μόνο σκύβω το κεφάλι μου, για να μη φανεί το πρόσωπο μου που είχε
κοκκινίσει σαν το παντζάρι στην προσπάθειά να μη γελάσω, σε αντίθεση με τη
Λίλα, που δεν άντεξε και ξέσπασε αμέσως σε ακράτητα γέλια.
«Γιατί γελάς μπρε; Δεν είπα για και κάτι αστείο» απευθύνεται πολύ σο-
βαρά στη φίλη της η κυρία Φωτεινή.
«Χα! Χα! Δεν είπε αστείο. Χα!Χα! Πες της Μελίνα…Χα!Χα!» να λέει η Λί-
λα πνιγμένη στα γέλια, και από τα μάτια της έτρεχαν δάκρυα.
Βλέπω τη κυρία Φωτεινή να ανταριάζει, κοιτάζοντας με άγριο βλέμμα μια
τη φίλη της και μια εμένα. Φευ! Ένας ακόμη ομηρικός καβγάς ανάμεσά τους
ήταν προ πυλών, παίρνοντας αμπάριζα αυτή τη φορά και μένα. Το δίχως άλλο,
έπρεπε πάραυτα να παρέμβω.
«Κυρία Λίλα, πότε με το καλό θα με ξεναγήσετε στον χώρο αυτό της τέ-
χνης; Δεν σας κρύβω, ανυπομονώ» της λέω κοφτά και σταθερά, κόβοντας το
γέλιο της απότομα.
«Ναι, ναι…» μου λέει εκείνη συγκαταβατικά, και σκουπίζοντας τα δάκρυα
της μου κάνει νεύμα να την ακολουθήσω.
Η ξενάγηση στο χώρο του θεατρικού στεκιού δεν κράτησε παραπάνω από
ένα τέταρτο. Δεν είχε άλλωστε και τίποτα το ενδιαφέρον να επιδείξει, αφού η
εγκατάλειψη και η μούχλα είχε τρυπώσει για τα καλά σε κάθε του γωνιά. Για
τι να πρωτοπώ; Για τα σκοροφαγωμένα κουστούμια, τα κρεμασμένα πάνω σε
ένα καλόγηρο που θύμιζε τον Πύργο της Πίζας έτσι όπως έγερνε από το βά-
ρος; Για τα θεατρικά βιβλία και τα σενάρια, τα κιτρινισμένα από τον χρόνο
ατάκτως πεταμένα από δω κι από κει; Για τις ξεθωριασμένες αφίσες, τις πε-
σμένες στο ξύλινο πάτωμα, μαρτυρώντας την παλιά του λαμπρή εποχή;
Quelle dicadence! Οποία παρακμή! Ακριβώς την αίσθηση αυτή είχα για τη
κατάσταση του θεατρικού στεκιού, όταν κούρνιασα σε κάποια καφετέρια
στην Πούντα, περιμένοντας το φεριμπότ που είχε καθυστερήσει για Αντίπα-
ρο.


«Τα μονοκοτυλήδονα
και τα δικοτυλήδονα
ανθίζανε στον κάμπο
σου το’χαν πει στον κλήδονα
και σμίξανε φιλήδονα
τα χείλη μας, Μαλάμω!»
Γ.Σεφέρης
«Δημοτικό τραγούδι», Στροφή
Ξημέρωσε του Αη Γιάννη μεγάλη η χάρη του όπως θα έλεγε και ο Χρύ-
σανθος Θωμαίδης, ο πατέρας μου, κι είναι σαν να τον έχω μπροστά μου. Σαν
φώτιζε ο θεός τη μέρα αυτή, αφού πλενόταν και περφουρμαριζόταν με τη
κλασική κολόνια λεμόνι του ΜΕΝΟΥΝΟΣ, ύστερα στεκότανε μπροστά στο ει-
κονοστάσι μ’ όλους τους αγίους παράτα και σταυροκοπιότανε ίσα με δέκα φο-
ρές, και λίγο θα ήταν, ψέλνοντας συνάμα μέσα από τα δόντια του κάτι ακατα-
λαβίστικα. Μετά μας φώναζε να καθίσουμε γύρω απ’ το τραπέζι, και μας απα-
γόρευε να φάμε αν δεν ακούγαμε πρώτα όσα είχε να μας πει για τη ζωή του
αγίου. Αλίμονο αν είχε ξημερώσει γιορτή δύο αγίων, σετάκι δηλαδή, όπως
Κωνσταντίνου και Ελένης. Μας έβρισκε το μεσημέρι ξενηστικωμένους. Μαρά-
ζι τόχα έστω και μια φορά να μην αναφερθεί στο τραπέζι σε κάποιον άγιο.
Μας είχε κάνει το κεφάλι μας κουρκούτι με τις βιογραφίες τους. Δηλαδή το
δικό μου, γιατί της κυρίας Παρασκευής και του Κοσμά ήταν κουρκούτι από
γεννησιμιού τους. Τον άκουγαν με το στόμα ανοικτό και με τα μάτια γουρλω-
μένα, σε αντίθεση με μένα που τον έβριζα από μέσα μου, έτσι που με ανάγκα-
ζε να φλερτάρω τα λαχταριστά εδέσματα και να φαντασιώνομαι κατόπιν πως
τα τρώω. Ούτε ο Τάνταλος να ήμουν, ο βασιλιάς της Παφλαγονίας, που τον
τιμώρησε ο Δίας να είναι κρεμασμένος στο κλαδί ενός δέντρου κατάφορτου με
νόστιμους καρπούς, που όποτε άπλωνε το χέρι του να πιάσει κάποιον, ένα
ρεύμα αέρα κουνούσε τα κλαδιά, απομακρύνοντας τα από κοντά του, ενώ
ταυτόχρονα να είναι βουτηγμένος ίσαμε τη μέση στο νερό μιας λίμνης με έλη,
και όποτε έσκυβε να πιει το νερό, αυτό να υποχωρεί. Δεν λέω βάσανο μεγάλο

αυτό του Ταντάλου, αλλά πιστέψτε με, το δικό μου το θεωρούσε μεγαλύτερο.
Ώσπου μια μέρα δεν άντεξα, κι όρμισα. Τι ήταν να το κάνω; Μια βδομάδα τι-
μωρία, κλεισμένη στο πλυσταριό μόνο με νερό. Κι ήμουν μόλις δέκα χρονών.
Από τότε υποσχέθηκα στον εαυτό μου, μεγαλώνοντας όχι μόνο να μην ακού-
σει για βίους αγίων, αλλά και να μη βρεθεί ποτέ ξανά στη θέση να υποστεί ίδιο
μαρτύριο μ’ αυτό.
Όμως μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μη λες, όπως λέει κι ο σοφός
λαός μας, γιατί αυτό ακριβώς που δήλωνα το λούστηκα, και συγκεκριμένα
χθες βράδυ στο σπίτι της κυρίας Φωτεινής, όπου ήμουν καλεσμένη σε δείπνο.
Είχε μαζέψει κάποιες θρησκόληπτες κυράδες, που δεν έκαναν άλλη δουλειά
από το να μιλούν για αγίους, και συγκεκριμένα για τον Άη Γιάννη μια και ήταν
επίκαιρος. Μια ιστορία που άθελά μου την είχα ακούσει χίλιες φορές από τα
χείλη του Χρύσανθου, και την ήξερα απ’ έξω κι ανακατωτά. Ωστόσο δεν μι-
λούσα, μήτε κι αντιδρούσα, κι ας είχα πονοκεφαλιάσει από το μακρύ και το
κοντό της καθεμιάς, και εκνευριστεί συνάμα από την επίδειξη των γνώσεων
που έκανε η μία στην άλλη για να κερδίσει τις εντυπώσεις. Όλες τους ήταν
χήρες, πάνω από τα εξήντα, κι αν εξαιρέσουμε τη κυρία Φωτεινή που είχε
βγάλει τα μαύρα, εκείνες δεν έλεγαν να κάνουν το ίδιο. Κι αυτό, όχι γιατί πεν-
θούσαν ακόμα τον μακαρίτη - θα ήταν αστείο μετά από τόσα χρόνια χηρείας-
αλλά γιατί έπρεπε να συμμορφωθούν με τους “ηθικούς” κανόνες της μικρο-
κοινωνίας τους. Δεν το κρύβω πως ανατρίχιαζα και μόνο με την ιδέα να δω
τον εαυτό μου στο μέλλον σε τέτοια φάση. Τώρα θα μου πείτε, και με το δίκιο
σας βέβαια, πως οι πιθανότητες να καταντήσω έτσι είναι πολλές ένεκα γονι-
δίων Χρύσανθου, αν στα αλήθεια είμαι κόρη του. Γιατί παίζει και να μην εί-
μαι. Είναι κι αυτό μια παρηγοριά. Τέλος πάντων. Ευτυχώς το μόνο φωτεινό
σημείο μέσα σ’ όλο το παράλογο αυτό ήταν η παρουσία του Πετρή. Αν δεν ή-
ταν αυτός θα είχα φύγει. Ο γλυκός μου, ρούπι δεν έκανε από δίπλα μου όλο το
βράδυ για να μου κάνει παρέα. Πολλές ήταν οι φορές που έγερνε στο αυτί
μου και μου έλεγε: «Είδες τι τραβάω με τις ζουρλές που μαζεύει η μάνα μου
εδώ;». Μόνο ζουρλές; Αυτές μάτια μου είναι φανατίλες του κερατά, όπως θα
έλεγε και η Γοργώ, μου ερχόταν να φωνάξω βροντερά, αλλά έχε χάρη που δεν
ήθελα να ρίξω λάδι στη φωτιά, μη και γίνει στάχτη και μπούρμπερι ο κήπος
της κυρίας Φωτεινής παραμονή του “Κλήδονα”. Έτσι κάθισα στα αυγά μου,
και αφού δεν είχα κάτι καλλίτερο να κάνω, όπως μια ρομαντική βόλτα με τον
Πετρή, βούτηξα κι εγώ στις σκέψεις μου, κλείνοντας τα αυτιά μου σ’ όλο αυτό
το σμάρι της άσκοπης λογοδιάρροιας.
«Πάλι ξενύχτισες χθες;» άκουσα τη Γοργώ να με ρωτά, καθώς άπλωνα τη
πρωί πρωί τη μπουγάδα στο σκοινί.
Κάνοντας με τα χέρια μου πέρασμα ανάμεσα από ένα σουτιέν και από μια
πετσέτα, έψαξα να τη βρω με το βλέμμα μου. Την είδα να στέκεται στην πόρ-
τα του ανεμόμυλου, μέσα στο λουλουδάτο μπειμπι ντολ της, και να ρίχνει ένα
ξεγυρισμένο χασμουρητό. «Εσύ ρωτάς ή μήπως το φάντασμά σου;» της απο-
κρίθηκα κάπως χολωμένη.
Δεν μου αντιγύρισε, αν και θα το ήθελε πάρα πολύ. Όμως δεν την έπαιρνε,
γιατί είχε λερωμένη τη φωλιά της. Δεν ξέρω, αλλά το τελευταίο διάστημα η
συμπεριφορά της φαίνεται περίεργη. Μια εμφανίζεται σαν κομήτης, και μια
εξαφανίζεται σαν φαντομάς. Μια κλειδαμπαρώνεται με τις ώρες στο ατελιέ
της, ο Δίας δηλαδή το να κάνει ατελιέ, τάχα μου πως ζωγραφίζει, μια παίρνει
τη βάρκα της γιαγιάς της και χάνεται μεσοπέλαγα. Και να πω πως ψαρεύει;
Μπα! Μήτε λέπι έχει δει μέχρι τώρα ο τέντζερης. Ωστόσο δεν την ρώτησα τί-
ποτα, την άφησα στον κόσμο της, όπως κι εκείνη στο δικό μου. Άλλωστε έχω
τόσα προβλήματα στο κεφάλι μου από τότε που ανέλαβα τη θεατρική ομάδα,
που δεν έχω χρόνο καν να σκεφτώ τι κρύβει το “σκοτεινό” μυαλουδάκι της.
Γιατί είμαι σίγουρη πως κάτι κρύβει, και μάλιστα πολύ εξτρεμιστικό.
«Θέλεις καφέ; Μόλις έφτιαξα, είναι φρέσκος» με ρώτησε, τεντώνοντας τα
χέρια της.
Άλλα λόγια να αγαπιόμαστε κυρία Γοργώ. Αλλά που θα μου πας; Δεν θα
μάθω τι σκαρώνεις;
«Όχι σ’ ευχαριστώ, μόνο φέρε κανένα μανταλάκι να βάλω στα ρούχα, γιατί
με τη πειναλέα Φρόσω εσώρουχο δεν θα μείνει» της αποκρίθηκα σαν να μη
συμβαίνει τίποτα.

Αν και την είδα να στραβομουτσουνιάζει, δεν αντέδρασε. Μπήκε μέσα για
να επιστρέψει σχεδόν σέρνοντας τα πόδια της, με τα μανταλάκια ανά χείρας.
«Θα έπρεπε να ντρέπεσαι…» γυρνάει και μου λέει σοβαρά.
Την κοιτάζω με την άκρη του ματιού. «Για ποιο λόγο;» τη ρωτώ στο αδιά-
φορο.
«Γιορτή μέρα σήμερα και εσύ απλώνεις μπουγάδα. Δεν κάνει. Τι θα πει ο
άγιος;»
«Θα πει ότι δεν έχουμε βρακί να αλλάξουμε. Αυτό θα πει. Άντε, δώσε τώ-
ρα κανένα μανταλάκι».
«Χα! Χα! Μυρίζομαι κόλαση για το Μελινάκι».
«Χα!Χα! Μυρίζομαι να μένει χωρίς βρακάκι το τερατάκι» της ανταποδίδω,
κουνώντας προκλητικά μπροστά στα μούρη της Φρόσως ένα δαντελένιο στρι-
γκάκι.
Τι ήταν να προκαλέσω το ζωντανό; Ούτε ταύρος να ήταν στη θέα κόκκινου
πανιού. Ορμάει, το αρπάζει απ’ τα χέρια μου και αρχίζει να τρέχει προς το
αλώνι. Από κει και ύστερα η όλη φάση που εκτυλίχθηκε, θύμιζε σκηνή από έρ-
γο κινουμένων σχεδίων, καθώς εγώ έχω πάρει τη Φρόσω στο κατόπι, η Γοργώ
εμένα με τη καλαθούνα ανά χείρας, πετώντας καταπάνω μου πλυμένα ρούχα.
Η λήξη του επεισοδίου, μας βρήκε και τις δύο καθισμένες καταγής στο α-
λώνι να χτυπιόμαστε από τα γέλια, βλέποντας τους εαυτούς μας ανάμεσα στα
σκόρπια ρούχα και τη Φρόσω λίγο πιο πέρα να βελάζει αδιάφορα πάνω σε ένα
πρώην κάτασπρο σεντόνι.

Το μεσημέρι είπαμε να φτιάξουμε κάτι πρόχειρο να φάμε. Μια χωριάτικη
σαλάτα με τα ζαρζαβατικά “δανεικά” σαφώς από τα γύρω μποστάνια. Σαν α-
ποφάγαμε η κάθε μία αποσύρθηκε στα ιδιαίτερα διαμερίσματά της, η Γοργώ
ως συνήθως στο ατελιέ της, κι εγώ στη κάμαρή μου να σκεφτώ τη διανομή των
ρόλων για το έργο που είχαμε από κοινού αποφασίσει με τα παιδιά της θεα-
τρικής ομάδας. Το έργο ήταν «Το ημέρωμα της στρίγκλας» του Ουίλλιαμ
Σαίξπηρ. Έργο κλασικό και εποχής. Ένα χαρούμενο πέταγμα με τις φτερούγες
της ιταλότροπης φάρσας. Στην αρχή ήμασταν ανάμεσα σ’ αυτό και στη «Στέλ-
λα Βιολάντη» του Γρηγόρη Ξενόπουλου. Κατόπιν όμως όταν το βάλαμε σε
ψηφοφορία, υπερψήφισε αυτό του Σαίξπηρ. Μόνο δύο ψήφους “κατά” είχαμε,
κι αυτοί από δύο παιδιά εντελώς ατάλαντα και με την αντίδραση στο τσεπάκι.
Με το παραμικρό προκαλούσαν κι όχι μόνο. Είχαν άποψη για το κάθε τι. Πολ-
λές ήταν φορές που αναρωτιόμουνα ποια θα μπορούσε να είναι η σχέση τους
με το θέατρο και ειδικά με το θεατρική ομάδα. Η απορία μου λύθηκε μια μέρα
από τη Λίλα Πατέλη. «Να προσέχεις τα δύο αυτά παιδιά» μου είχε πει. «Η
θεατρική ομάδα έχει ανάγκη τους πατεράδες τους, γιατί είναι οι μοναδικοί
σπόνσορες της». Έτσι λοιπόν εξηγείται. Ήταν γόνοι πλουσίων οικογενειών. Ο
πατέρας του ενός, απ’ ότι πληροφορήθηκα κατόπιν, είχε αλυσίδες από σού-
περ μάρκετ στην Αθήνα και στο νησί, και του άλλου ήταν πολιτικός μηχανι-
κός, που έπαιρνε υπεργολαβίες.
Η κουβέντα της αυτή μου ήρθε σαν κεραμίδα στο κεφάλι, και μετά βίας
κρατήθηκα να μην της πω ότι το δικό μου αυτί δεν ιδρώνει από κάτι τέτοια,
και ότι κανενός το μπακίρι δεν με πτοεί για να κάνω τις επιλογές μου.
Φέρνοντας όλα αυτά στο μυαλό μου, εκνευρίστηκα τόσο πολύ, που η δια-
νομή των ρόλων πήγε για λίγο περίπατο. Κατέβηκα στη κουζίνα κι έψησα έ-
ναν ελληνικό καφέ, που απ΄ την αφηρημάδα μου παραλίγο να χυθεί από το
μπρίκι. Τον έβαλα σ’ ένα φλιτζάνι και είπα να καθίσω να τον απολαύσω έξω
στη δροσιά, μέχρι να έρθει η ώρα να φύγω για το πολιτιστικό κέντρο της Πά-
ρου, όπου απόψε το βράδυ θα μαζεύονταν διάφοροι παράγοντες του νησιού,
μεταξύ των οποίων και οι χορηγοί, για να τους ανακοινώσω μαζί με τα παιδιά
το έργο που θα ανεβάζαμε στα πλαίσια των πολιτιστικών εκδηλώσεων του
Δήμου.
«Μελίνα, είναι μεγάλη στιγμή» μου είχε πει η Λίλα Πατέλη όταν είχαμε
συναντηθεί προχθές για να μιλήσουμε σχετικά με τη βραδιά. «Όλα τα βλέμ-
ματα θα πέσουν πάνω σου, γι’ αυτό πρόσεχε να είσαι ευπροσήγορη και ευγε-
νική με όλους. Κυρίως όμως με τους σπόνσορες. Είπαμε, τους έχουμε ανά-
γκη».
Είχα αρχίσει να θυμώνω πολύ μαζί της, βλέποντας να κατεβάζει τα βρακιά
της με τόση ευκολία. Αν απ’ τη πρώτη στιγμή ήξερα αυτό, δεν υπήρχε περί-
πτωση να δεχόμουν την πρότασή της.

Κοίταξα το ρολόι μου. Ήταν ώρα να ετοιμαστώ. Μπήκα μέσα και άρχισα
να ντύνομαι ήσυχα μη τυχόν και αποσπάσω τη Γοργώ από στιγμές δημιουργί-
ας. Όταν τέλειωσα, χτύπησα τη πόρτα του ατελιέ της. Καμία απάντηση. Άνοι-
ξα τη πόρτα. Έλειπε ως συνήθως. Δεν μου έκανε εντύπωση. Πήρα τη τσάντα
μου, κι έφυγα κλείνοντας τη πόρτα πίσω μου με δύναμη.
Έφτασα στο πολιτιστικό κέντρο, ένα κτίσμα κι αυτό κυκλαδίτικης αρχιτε-
κτονικής με μεγάλο κήπο, σχεδόν νωρίς. Πέρασα το μεγάλο πορτόνι, και με το
βλέμμα μου άρχισα να ψάχνω για την Λίλα Πατέλη και την κυρία Φωτεινή.
Της είδα όρθιες να δίνουν οδηγίες στα γκαρσόνια του κέτεριγκ. Ήταν και οι
δύο ντυμένες με τα καλά τους. Η Λίλα φορούσε ένα μακρύ άσπρο φόρεμα, ού-
τε νυφούλα να ήταν, με μια εσάρπα από βαριά δαντέλα στους ώμους, και η
κυρία Φωτεινή μια μαύρη μάξι φούστα μ’ ένα κατακόκκινο πουκάμισο από
σατέν ύφασμα και τα δύο. Για λίγο ένοιωσα παράταιρη, ας πούμε σαν τη μύγα
μες το γάλα, μέσα στο λιτό σομόν και ρομαντικού στυλ φόρεμά μου. Μετά ό-
μως, ξέροντας το πόσο απεχθανόμουν τέτοιου είδους εκδηλώσεις με επίσημο
ένδυμα, ήρθα στα συγκαλά μου. Είχα μάθει να λειτουργώ άνετα μόνο μέσα
στα κουστούμια που απαιτούσαν οι ρόλοι. Εκεί δεν είχα κανένα πρόβλημα.
Γίνονταν ένα με το κορμί και τη ψυχή μου.
Χωρίς να χάσω χρόνο τις πλησιάζω, και στέκομαι ακριβώς δίπλα τους. Μό-
λις με είδαν πλησίασαν ενθουσιασμένες, αρχίζοντας και οι δύο να μου μιλούν
ταυτόχρονα. Ούτε λεπτό δεν χρειάστηκε να περάσει, για να πονοκεφαλιάσω
μεμιάς από την φλυαρία τους. Και σαν να μην έφτανε αυτό, να με τραβολο-
γούν κι από πάνω για να με συστήσουν στους ήδη παρευρισκόμενους. Πόνεσε
το χέρι μου από τις χαιρετούρες και το στόμα μου από τα χαμόγελα.
Η ώρα περνούσε, και ο κήπος σιγά σιγά κατακλύστηκε από πλουμιστά
ρούχα και φανταχτερά χαμόγελα. Η Λίλα Πατέλη, σαν πρόεδρος του πολιτι-
στικού κέντρου, είχε στηθεί στο πορτόνι περιμένοντας γεμάτη αγωνία την ά-
φιξη του Δημάρχου μαζί με την κουστωδία του, ενώ η κυρία Φωτεινή λίγο πιο
πέρα έδινε ρεσιτάλ φλυαρίας σε κάποιες κυρίες επώνυμων κυρίων.
Στο μεταξύ, εγώ παρέα με τα παιδιά του θεατρικού στεκιού καθισμένοι
κατά γης στο γκαζόν, συζητούσαμε για τον Σαίξπηρ και το έργο. Τα μόνα παι-
διά που έλειπαν από την παρέα ήταν αυτά των δύο χορηγών.
«Κυρία Μελίνα, ποιος θα μας σκηνοθετήσει το έργο; Έχετε σκεφτεί;» πε-
τάχτηκε κάποια στιγμή και με ρώτησε η Μαρία, μια γλύκα κοπέλα γύρω στα
είκοσι πέντε χρόνια και υποψήφια για τον πρωταγωνιστικό ρόλο, αυτόν της
Κατερίνας.
«Θα δούμε Μαράκι. Έχω κάποιον υπόψη μου» της απάντησα.
«Ξέρετε…» πετάχτηκε ένα αγόρι, ο Θωμάς «εδώ στο νησί υπάρχει κάποιος
που είναι πολύ καλός. Στο παρελθόν αυτός σκηνοθετούσε όλες μας τις παρα-
στάσεις».
«Αλήθεια; Και που είναι τώρα;» ρωτώ όλη απορία, αφού κανένας δεν μου
είχε αναφέρει γι’ αυτόν.
Πάνω στη στιγμή που ο Θωμάς ήταν έτοιμος να μου απαντήσει, πέφτει
σήμα πως ο Δήμαρχος κάνει την εμφάνισή του μαζί με τη κουστωδία του. Σα-
φώς, ανάμεσά του και οι δύο σπόνσορες συν γυναιξί και τέκνοις.
Τούτη την ώρα και τι δεν θα έδινα να είναι μαζί μου η Γοργώ. Να κάνει
μέσα σε δευτερόλεπτα παρωδία την αποψινή φιέστα. Σίγουρα θα γελούσε κά-
θε πικραμένος. Όμως δεν ήταν. Δυστυχώς για μένα, ευτυχώς για τους άλλους.
Άφησα στην άκρη τον κρυφό μου πόθο, κι είπα στα παιδιά να σηκωθούμε.
Η Λίλα Πατέλη μας είχε δώσει το σύνθημα να πάμε κοντά της.
Περάσαμε με δυσκολία ανάμεσα από τον κόσμο, που σαν το μελίσσι είχε
μαζευτεί γύρω από τον δήμαρχο. Και να οι χειραψίες, και να οι πόζες με τα
πλατιά χαμόγελα μπροστά στα φλας των ρεπόρτερ που έπεφταν βροχή. Τόσο
γκλάμουρ και να πάει χαμένο; Όχι φυσικά. Γι’ αυτούς ήταν μοναδική ευκαιρί-
α. Ήμουν σίγουρη πως την επόμενη μέρα οι τοπικές εφημερίδες θα γίνονταν
ανάρπαστες. Πρωί πρωί θα έτρεχαν όλοι να τις αγοράσουν για να δουν αν η
αφεντιά τους μπήκε πρωτοσέλιδο ή σε κάποια κοσμική στήλη.
Η συνομιλία μας με τον δήμαρχο δεν κράτησε πολύ. Έπρεπε να ανέβει
στο βήμα να βγάλει τον καθιερωμένο λόγο του. Ευτυχώς για μένα, γιατί ήταν
μια πολύ καλή ευκαιρία να ηρεμήσω λίγο. Έτσι λοιπόν πήρα το ποτό μου και

κάθισα μόνη μου κάπου απόμερα να το απολαύσω, κοιτώντας τον κόσμο που
έμπαινε στο πολιτιστικό κέντρο από περιέργεια και μόνο, να δει τι ακριβώς
γινόταν. Άλλοι στέκονταν στην είσοδο, κοιτούσαν για λίγο μέσα, κι ύστερα
έφευγαν, ενώ κάποιοι άλλοι χώνονταν ανάμεσα στους παρευρισκόμενους, ζη-
τώντας να μάθουν λεπτομέρειες για τη βραδιά.
Η ώρα περνούσε, και ενώ η φιέστα για τους άλλους καλά κρατούσε, για
μένα ήταν ένα πραγματικό μαρτύριο, έτσι όπως ήμουν αναγκασμένη να περι-
μένω, κάνοντας ιώβεια υπομονή μέχρι να έρθει η στιγμή που θα ανακοίνωνε η
Λίλα Πατέλη το θεατρικό έργο που θα ανεβάζαμε.
Θέλησα να πιω κι άλλο ποτό. Θα πρέπει να ήταν το τρίτο ή το τέταρτο, αλ-
λά λίγο με ένοιαζε.
«Ένα ντράι μαρτίνι παρακαλώ» ζήτησα από το γκαρσόνι, που με το παπι-
γιόν σαν προπέλα με κοιτούσε κάπως περίεργα.
Χωρίς να δώσω σημασία, πήρα το ποτό μου και τούτη τη φορά στάθηκα
κοντά στην έξοδο, έχοντας έντονη την αίσθηση πως, έτσι βαρετά όπως κυ-
λούσε η βραδιά, σίγουρα το μπουκάλι με το μαρτίνι θα το κατέβαζα σε χρόνο
ρεκόρ.
Ήπια μια γεμάτη γουλιά και συνέχισα να κοιτώ τριγύρω μου αφηρημένα.
Πάνω στη στιγμή που ήμουν έτοιμη να ανάψω ένα τσιγάρο, αισθάνθηκα κά-
ποιον να με πλησιάζει αθόρυβα, ν’ ανοίγει ξαφνικά την παλάμη μου, να βάζει
ένα διπλωμένο χαρτάκι μέσα σ’ αυτή, κι ύστερα να εξαφανίζεται. Η φάση έγι-
νε τόσο ακαριαία που δεν πρόλαβα καν αντιδράσω. Χωρίς να χάσω χρόνο το
ξεδίπλωσα κι είδα το περιεχόμενό του. Ήταν από κάποιον άγνωστο, που μου
ζητούσε να τον συναντήσω τα μεσάνυχτα έξω από το κάστρο.
«Θέλω να κρατήσετε μυστική τη συνάντησή μας αυτή. Θα σας περιμένω»
έκλεινε το σημείωμα.
Τι είναι τούτο πάλι, σκέφτηκα και κατέβασα μονορούφι το μαρτίνι. Ίσως
αν έπινα κι άλλο ένα να βοηθούσε να βάλω τη σκέψη μου σε μια τάξη, είπα
στον εαυτό μου, και κατευθύνθηκα αμέσως προς τη μεριά όπου βρισκόταν ο
πάγκος με τα ποτά.
«Ένα ντράι μαρτίνι παρακαλώ» ζήτησα ευγενικά από το σερβιτόρο, που
ήταν ο ίδιος που με είχε σερβίρει πριν λίγο.
«Μήπως θα ήταν καλλίτερα να πάρετε μαζί σας το μπουκάλι;» με ρώτησε
ειρωνικά, ρίχνοντας μου συνάμα ένα βλέμμα αποδοκιμασίας.
«Ωραία ιδέα» του απάντησα, και χωρίς καν να το καταλάβει του πήρα το
μπουκάλι μέσα απ’ τα χέρια.
Βρήκα μια άδεια καρέκλα να καθίσω. Γέμισα το ποτήρι μου, κι άρχισα να
χάνομαι στις σκέψεις μου. Ευτυχώς η Λίλα Πατέλη και η κυρία Φωτεινή κείνη
την ώρα ασχολούνταν με άλλους και με άλλα, αλλιώς πήγαινα χαμένη. Κοίτα-
ξα την ώρα στο ρολόι μου. Η ώρα ήταν 9.30. Είχα χρόνο μπροστά μου μέχρι
να αποφασίσω τι θα κάνω. Να ενδώσω ή όχι στη πρόκληση αυτή. Ο ένας μου
εαυτός, αυτός της περιπέτειας έλεγε να πάω και να μάθω τι ακριβώς θέλει από
μένα ο άγνωστος, ωστόσο ο άλλος, αυτός της σύνεσης με έβαζε κομμάτι στη
πρίζα του φόβου. Εδώ που τα λέμε δεν είχε κι άδικο. Τόσα και τόσα συμβαί-
νουν στις μέρες μας με διάφορους ψυχανώμαλους. Βρίθουν τα πρωτοσέλιδα
των εφημερίδων με τέτοιες ειδήσεις. Όλο για εγκλήματα και εξαφανίσεις μι-
λούν. Και ομολογώ δεν θα ήθελα με τίποτα να πάθω κάτι παρόμοιο και μάλι-
στα πάνω στο άνθος της ηλικίας μου. Να βρεθώ δηλαδή σε κανένα χαντάκι
κακοποιημένη και με μια σφαίρα στο κρόταφο ή με κομματιασμένα τα μέλη
μου, σκορπισμένα από δω κι από κει στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Ανα-
τρίχιασα σύγκορμη, φέρνοντας και μόνο την εικόνα στο μυαλό μου.
«Κυρία Μελίνα, σας φωνάζουν τόση ώρα» άκουσα τη φωνή του Θωμά να
μου λέει πάνω από το κεφάλι μου. «Τι έχετε πάθει; Είστε καλά;» με ρώτησε
κατόπιν με αγωνία, πιάνοντας με ταυτόχρονα από το χέρι.
Πετάχτηκα σαν ελατήριο. «Τι συμβαίνει Θωμά;» τον ρώτησα με ύφος χα-
μένο, σαν να είχα μόλις βγει από κάποιον εφιάλτη.
«Η κυρία Πατέλη ανησύχησε και με παρακάλεσε να ψάξω να σας βρω.
Ανακοινώνεται το έργο που θα ανεβάσουμε και σας θέλει κοντά της. Ελάτε
σας παρακαλώ».
Σαν την υπνωτισμένη σηκώθηκα κι ακολούθησα τον Θωμά, που πήγαινε
μπροστά ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα στον κόσμο για να διευκολύνει το πέρα-

σμά μου, μέχρι την μικρή εξέδρα όπου με περίμενε η Λίλα Πατέλη. Μου φά-
νηκε αιώνας ώσπου να φτάσω εκεί, καθώς ένοιωθα τα βλέμματα του κόσμου
να είναι στραμμένα πάνω μου, και τα περισσότερα από αυτά να με αποδοκι-
μάζουν. Εδώ που τα λέμε δεν ήταν εικόνα αυτή για μια πολλά υποσχόμενη
διευθύντρια θεατρικής ομάδας να κάνει την πρώτη της δημόσια εμφάνιση με
ένα μπουκάλι μαρτίνι αλα μπρατσέτα.
Η Λίλα Πατέλη μόλις με αντίκρισε, μόνο που δεν έπαθε αποπληξία. Ωστό-
σο, δεν έχασε τη ψυχραιμία της, και το δίχως άλλο έσωσε τη κατάσταση πετώ-
ντας με το γνωστό χαριτωμένο της ύφος το αμίμητο: «No martini, no party».
Δώδεκα παρά ένα, και τα βήματα του παράτολμου εαυτού μου με βγάζουν
μπροστά στην είσοδο του κάστρου, τον τόπο όπου μου είχε δώσει ραντεβού ο
άγνωστος Χ.
Τελικά δεν άντεξα κι έκανα το σάλτο. Απερίσκεπτο δεν λέω, ωστόσο αρκε-
τά τολμηρό για να ανεβάσει την αδρεναλίνη μου στα ύψη.
Μέχρι να έρθει η ώρα να φύγω από το πάρτι, είδα και έπαθα. Σε αναμμένα
κάρβουνα καθόμουν. Όλο το ρολόι μου κοιτούσα. Παραλίγο να παρεξηγηθώ
από την Λίλα. Κατά τις 11.30 προφασίστηκα πονοκέφαλο, κι έφυγα.
Πήρα μια βαθιά ανάσα, και στάθηκα ακριβώς μπροστά από το σημείο που
μου είχε γράψει να τον περιμένω. Κάτι το σκοτάδι, κάτι η επιβλητικότητα του
κτίσματος, ήταν αρκετό να αρχίσω να τρέμω από φόβο. Άναψα τον αναπτήρα
μου και προσπάθησα να δω τριγύρω. Ούτε ψυχή ζώσα δεν υπήρχε. Αίφνης ο
φόβος μου μεταλλάχθηκε σε εκνευρισμό. Ένα πράγμα που απεχθανόμουν
στους ανθρώπους ήταν να με στήνουν στα ραντεβού μας. Αν μέχρι το εκατό
δεν κάνει την εμφάνιση του θα φύγω είπα στον εαυτό μου, θέλοντας να δώσω
ένα τελευταίο περιθώριο αναμονής. Άρχισα να μετρώ αργά και σταθερά. Εί-
χα δεν είχα φτάσει στον αριθμό πενήντα, όταν στα δεξιά μου άκουσα έναν
ανεπαίσθητο θόρυβο. Άναψα αμέσως τον αναπτήρα ψάχνοντας πάλι με το
βλέμμα μου.
«Είναι κανείς εδώ;» ρώτησα με φωνή που έτρεμε.
Καμία απάντηση.
«Ίσα που προλαβαίνεις να φύγεις» άκουσα να μου λέει η φωνούλα του άλ-
λου μου εαυτού. Όμως ήταν αργά να κάνω πίσω. Ο άγνωστος Χ ήδη βρισκό-
ταν μπροστά μου.
Ένοιωσα να διαπερνά το κορμί μου ρεύμα πολλών μεγαβόλτ. Πήγα να ξε-
φύγω, αλλά εκείνος με σταμάτησε.
«Μη φοβάστε. Δεν είμαι κανένας μπαμπούλας. Ούτε κανένας ψυχανώμα-
λος που θέλει να σας βιάσει» μου είπε με τη βραχνή του φωνή.
«Και τότε τι είστε; Τι θέλετε από μένα;» τον ρώτησα με όσα αποθέματα
ψυχραιμίας μου είχαν απομείνει.
«Κυρία Θωμαίδη μη βιάζεστε. Μία μια τις ερωτήσεις και να είστε σίγουρη
θα σας λυθούν οι απορίες».
«Πως ξέρετε το όνομά μου;»
«Ουδέν κρυπτόν από τον καλλιτεχνικό χώρο»
«Θέλετε να πείτε ότι ανήκετε και εσείς στο καλλιτεχνικό χώρο;»
«Φυσικά. Είμαι και εγώ ένας καλλιτέχνης, όπως εσείς».
«Του οποίου το ονοματάκι είναι;»
«Χμ! μου έλεγαν ότι είστε χαριτωμένη, αλλά τόσο πολύ όχι».
«Δεν αφήνουμε τις φιλοφρονήσεις κατά μέρος, και να μου πείτε ποιος εί-
στε επιτέλους».
«Ίδιον της ηλικίας».
«Ποιο;»
«Η ανυπομονησία».
«Αν δεν μου πείτε τώρα ποιος είστε, μα τον Δία θα σηκωθώ και θα φύγω».
«Χμ! Αυτό δεν μου το είπανε».
«Ποιο;»
«Ότι είστε και τσαμπουκάς».
Είχα αρχίσει να φουντώνω από τα νεύρα. Κάτι το ειρωνικό του ύφος, κάτι
το υπερφίαλο του χαρακτήρα του, μ’ έκανε να θέλω να τον μπατσίσω. Και ή-
ταν η πρώτη φορά που άνθρωπος με έφτανε σε τέτοιο σημείο.
«Λοιπόν;» τον ρωτώ.
«Τι λοιπόν;»

«Θα μου χαρίσετε το ονοματάκι σας ή να φύγω;»
«Θα σας το χαρίσω, μόνο αν μου υποσχεθείτε ότι θα το κρατήσετε εφτα-
σφράγιστο μυστικό».
«Σας το υπόσχομαι» δήλωσα, για να τον ξεφορτωθώ μια ώρα αρχύτερα.
«Καλώς, σας πιστεύω. Λέγομαι Δαμιανός Περρής».
«Χάρηκα πολύ και αντίο σας» του είπα γυρίζοντας την πλάτη μου με σκο-
πό να φύγω.
«Με απογοητεύετε πολύ».
«Γιατί;» τον ρώτησα γυρίζοντας προς το μέρος του.
«Γιατί δεν έχετε καν τη περιέργεια να μάθετε τι είδους καλλιτέχνης είμαι».
«Εδώ απ’ την κρυψίνοιά σας κύριε Περρή είδα κι έπαθα να μάθω το όνομά
σας».
«Είμαι θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης και δεινός αρχαιολάτρης»
είπε παίρνοντας σοβαρή πόζα.
«Καλά με τις δύο πρώτες ιδιότητές σας. Το αρχαιολάτρης όμως μπορείτε
να μου πείτε που κολλάει;»
«Κολλάει στο γεγονός ότι εκτός των άλλων κοινών σημείων που έχουμε
εμείς οι δύο, την καλλιτεχνία εννοώ, έχουμε και ένα επιπλέον».
«Δεν σας καταλαβαίνω».
«Κυρία Θωμαίδη, οι πληροφορίες μου για σας λένε πως είστε αρχαιολά-
τρισσα».
«Ωραία, και…;»
«Δεν σας λέει κάτι;»
«Ναι, μου λέει πως χάνω τον χρόνο μου μαζί σας».
«Αν δείτε όμως αυτό είμαι σίγουρος θα αλλάξετε γνώμη» μου είπε, βγάζο-
ντας από μια τσάντα ένα χοντρό τετράδιο.
«Τι είναι αυτό;» τον ρώτησα με απορία.
«Είναι ένα θεατρικό έργο. Ένα θεατρικό έργο που έχω γράψει εγώ».
«Μπράβο σας, αλλά πάλι δεν καταλαβαίνω. Εγώ, τι σχέση έχω με το θεα-
τρικό σας έργο;»
«Θα ήθελα αντί για το Ημέρωμα της στρίγκλας να ανεβάσετε το δικό
μου».
«Ορίστε;»
«Μα, ήμουν σαφής».
«Πλάκα μου κάνετε. Έτσι δεν είναι;»
«Φαίνομαι να κάνω πλάκα μέσα στην άγρια νύχτα;»
«Τότε ξεχάστε το. Αυτό δεν γίνεται, για φέτος τουλάχιστον. Του χρόνου
ποιος ξέρει… μπορεί και να το ανεβάσουμε».
«Βάζετε στοίχημα πως όταν το διαβάσετε θα έχετε διαφορετική γνώμη;»
«Τι σας κάνει να πιστεύετε κάτι τέτοιο;»
«Είναι απλό. Το θέμα με το οποίο καταπιάνεται το δικό μου έργο είναι ά-
κρως επίκαιρο και σαφώς πιο ενδιαφέρον από κείνο του Σαίξπηρ. Λοιπόν;»
Έμεινα για λίγο σκεφτική. Παράξενο, ο άνθρωπος αυτός είχε καταφέρει
με τον τρόπο του να με βάλει στην πρίζα.
«Θα το διαβάσω, αλλά δεν σας υπόσχομαι τίποτα» του είπα αποφασιστι-
κά.
«Ωραία λοιπόν. Σας το εμπιστεύομαι. Κι όπως είπαμε, δεν σας ξέρω, δεν με
ξέρετε. Μήτε και το έργο είναι δικό μου. Δεν το έχω κατοχυρώσει, οπότε μπο-
ρείτε να χρησιμοποιήσετε ένα φανταστικό όνομα, ακόμα και το δικό σας αν
θέλετε».
«Μπορώ να μάθω γιατί τόση μυστικοπάθεια;»
«Μα…για το καλό και των δύο μας».
Η τελευταία του κουβέντα δεν μου άρεσε καθόλου. Θα έλεγα μάλιστα πως
ήχησε στα αυτιά μου σαν απειλή.
«Λοιπόν, ήρθε η ώρα να αποχωριστούμε. Θα προτιμούσα να φύγετε εσείς
πρώτη» μου είπε απότομα.
«Μήπως ξεχάσατε κάτι;».
«Σαν τι;»
«Να μου δώσετε το τηλέφωνό σας για να επικοινωνήσω μαζί σας».
«Δεν χρειάζεται, θα σας βρω εγώ, όπως σας βρήκα κι απόψε».
«Όπως νομίζετε» αποκρίθηκα κάπως μουδιασμένη.





«Κυρία Θωμαίδη χάρηκα για τη γνωριμία, ελπίζω και σεις να χαρήκατε
από τη δική μου» είπε κι άπλωσε το χέρι του.
«Θα δείξει κύριε Περρή. Θα δείξει…».
«Ο Απόλλωνας δεν μένει πια στον Αστερία»
Αυτόν τον ασυνήθιστο και συνάμα λογοτεχνικό τίτλο είχε δώσει στο θεα-
τρικό του έργο ο Δαμιανός Περρής. Τίτλο που με έβαλε αμέσως στην τσίτα να
θέλω να το διαβάσω. Άραξα λοιπόν σε ένα παγκάκι, και κάτω από το αχνό
φως μιας λάμπας της Δ.Ε.Η., ξεκίνησα χωρίς βιάση.
Απ’ τις πρώτες κιόλας αράδες το έργο άρχισε να με συνεπαίρνει. Διαδρα-
ματιζόταν σε ένα φανταστικό τόπο, τον Αστερία, όπου ένας καθηγητής αρχαι-
ολογίας στη δύση της ζωής του, ένα βράδυ καλοκαιριού με πανσέληνοπρο-
σκαλεί κάποιους συντοπίτες του να δειπνήσουν στον κήπο του σπιτιού του.
Ένα δείπνο που ενώ στην αρχή κυλάει ομαλά και μέσα στην αλεγρία, στη πο-
ρεία εξελίσσεται σε ένα πραγματικό θρίλερ, καθώς ο καθηγητής αρχίζει με τη
βοήθεια δύο παλιών του μαθητών να ξεσκεπάζει μεθοδικά την ανάμιξη του
καθενός σε κάποιο κύκλωμα αρχαιοκαπηλίας. Ένα κύκλωμα από ευυπόλη-
πτους και υπεράνω πάσης υποψίας πολίτες που έχει κατακλέψει τον ιερό ναό
του θεού Απόλλωνα, ναό βγαλμένο στην επιφάνεια από τη σκαπάνη του ίδιου
του καθηγητή.
Ο Δαμιανός Περρής με μαεστρία κατορθώνει και ξεδιπλώνει το κουβάρι
του μεγάλου προβλήματος της αρχαιοκαπηλίας, βάζοντας τον κεντρικό του
ήρωα όχι τόσο στον ρόλο του δικαστή, όσο στον ρόλο εκείνο της συνείδησης.
Είναι δηλαδή η κρυφή φωνή του καθενός ξεχωριστά, που βγαίνει σιγά σιγά
αλλά βασανιστικά στην επιφάνεια, για να φτάσει κατόπιν στη κορύφωση ε-
κείνης της στιγμής που η φωνή αυτή γίνεται κραυγή απόγνωσης και αυτοτι-
μωρίας.







Τα κοχύλια ζουν; Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη

Τα κοχύλια ζουν;   Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη Τα κοχύλια ζουν; Η Νεφέλη όταν αντίκρισε την παραλία της Πευκιάς ψηλά από τον δρόμ...