Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23ο


Το ραντεβού μου με την Λίλα Πατέλη στο θεατρικό εργαστήρι ήταν για τις
12 το μεσημέρι.
«Για που άνοιξες πανιά;» με ρώτησε η Γοργώ, πάνω στην στιγμή που έ-
παιρνα το πουγκί μου να ξεπορτίσω.
Προτίμησα να κρατήσω σιγή ιχθύος. Δεν είχα καμία όρεξη να με βομβαρ-
δίσει ξανά με ορμήνιες, χαλώντας μου τη διάθεση. Της πέταξε ξερά πως θα
αργούσα να επιστρέψω, και βγήκα έξω. Κλείνοντας πίσω μου τη πόρτα, την
άκουσα να μου φωνάζει “καλή επιτυχία”. Χαμογέλασα. Τελικά, ουδέν κρυπτόν
υπό την Γοργώ. «Σκέτο γατόνι είναι το τέρας» μονολόγησα, και ρίχνοντας μια
τελευταία ματιά αν είχα μαζί μου τα θεατρικά έργα που σκόπευα να προτείνω,
πήρα το δρόμο για το λιμάνι. Χθες το βράδυ μάτι δεν έκλεισα με το να φτιά-
χνω διάφορες φανταστικές σκηνές θριάμβου από τις παραστάσεις που θα α-
νεβάζαμε μαζί με τους εκκολαπτόμενους ηθοποιούς της θεατρικής ομάδας. Αν
μέσα στο μυαλό μου κείνη τη στιγμή μπορούσε να βουτήξει κάποιος, σίγουρα
θα μου απένειμε και με το δίκιο του βέβαια το βραβείο του πιο μεγάλου ψώνι-
ου.
Φτάνοντας στο λιμάνι μια έκπληξη με περίμενε. Ήταν από τη κυρία Φω-
τεινή, που μέσα στο μακρύ της φουστάνι χρώματος λιλά, με καλούσε με τη
στεντόρεια φωνή της να πάω να καθίσω κοντά της στον καφενέ, όπου είχε
αράξει, κι έπινε τον καφέ της.
Πέρασα με δυσκολία ανάμεσα από τα τραπέζια του καφενείου «Η ωραία
Ωλίαρος», όπου είχε κατακλυσθεί από κόσμο, και στάθηκα μπροστά της.
«Καλή σας μέρα» της είπα ευγενικά, αποφεύγοντας επιμελώς να ρωτήσω
τον λόγο που βρισκόταν τέτοια ώρα εκεί. Δεν είχα καμία έλλειψη από τη λο-
γοδιάρροιά της.
«Καλημέρα κοκόνα μου» μου ανταπέδωσε χαμογελώντας, «έλα να καθί-
σεις εδώ», και χτύπησε με τη παλάμη της τη καρέκλα που βρισκόταν δίπλα
της. «Άπαπα! Τι είν’ τούτο που γίνεται σήμερα στο λιμάνι; Σκέτος πανζουρλι-
σμός για. Με το ζόρι κράτησα την καρέκλα αυτή από κείνη την ζεβζέκα» συ-
νέχισε απτόητη, δείχνοντας μου απροκάλυπτα μια ξερακιανή και απροσδιόρι-
στης ηλικίας κυρία με μεγαλόπρεπη καπελαδούρα, παρόμοια με κείνες που

φιγουράρουν στους γάμους και τα βαφτίσια κάποιες χαζοχαρούμενες μυλαί-
δες, «..παραλίγο να σουρομαδηθώ μαζί της» συμπλήρωσε με στόμφο.
«Κυρία Φωτεινή δεν ήταν ανάγκη να κάνετε φασαρία για μια καρέκλα. Σε
λίγη ώρα αναχωρώ για Πούντα».
«Το ξέρω για, αφού θα πάμε μαζί».
«Τι; Πρόκειται να έρθετε μαζί μου;»
«Ναι μπρε, στο φύλαγα για έκπληξη» μου αποκρίνεται. «Να, κι ο Πετρής
που καταφθάνει με το εισιτήριό μου».
«Ποιος;» τη ρωτώ φανερά ξαφνιασμένη.
«Ο Πετρής, ο γιός μου . Δεν έχω κι άλλον για».
Γύρισα πίσω μου ψάχνοντας τον με το βλέμμα μου. Τον είδα να περνάει
ανάμεσα απ’ τον κόσμο, ανεμίζοντας το εισιτήριο σαν σημαιάκι.
«Τζιέρι μου, έλα να σε γνωρίσω τη καινούργια μου φίλη» φώναξε η κυρία
Φωτεινή με ενθουσιασμό.
Μόλις έφτασε στ’ αυτιά του Πετρή η κουβέντα της μάνας του, και συνειδη-
τοποίησε τη παρουσία μου σε απόσταση αναπνοής, λες και να τύλιξε ξαφνικά
την αύρα του μια υποχθόνια και σκοτεινή δύναμη, κάνοντας τον να τα χάσει
εντελώς. Το αποτέλεσμα; Σκοντάφτει ο ταλαίπωρος σε μια ξέμπαρκη καρέ-
κλα, παίρνει φόρα κατηφόρα, κι από κει που βρισκόταν, χωρίς να το καταλά-
βει, και να το καταλάβω κι εγώ δηλαδή, πέφτει πάνω μου, και κρεμιέται στους
ώμους μου ωσάν ρούχο σε κρεμάστρα. Εγώ ανήμπορη να ισορροπήσω, να
έχω βάλει την όπισθεν και να πηγαίνω στο άγνωστο με βάρκα χωρίς ελπίδα.
Ώσπου κάποια στιγμή βρίσκω επιτέλους μιαν αντίσταση. Για κακή μου τύχη
όμως, ούτε ο διαβολάκος να είχε βάλει την ουρά του, η αντίσταση αυτή δεν
ήταν άλλη από την ποδιά της παραλίγο σουρομαδημένης ξερακιανής κυρίας
με τη καπελαδούρα.
Η σκηνή που εκτυλίχθηκε στη συνέχεια δεν περιγράφεται. Η κυρία Φωτει-
νή να μαλώνει τον Πετρή αποκαλώντας τον μπουνταλά και ατσούμπαλο, η εν
λόγω ζεβζέκα «μυλαίδη» να τσιρίζει υστερικά, ούτε να τη βιάζανε δηλαδή,
εγώ να είμαι σχεδόν λιπόθυμη απ’ τα γέλια, κι ο Πετρής κρεμασμένος πάνω
μου, να κοιτάζει τριγύρω του σαστισμένα, κρατώντας ακόμα σφιχτά στο χέρι
του το εισιτήριο, το μόνο ατσαλάκωτο απ’ την ατραξιόν αυτή. Με το σαματά
λίγο έλειψε να χάσω το πλοίο. Ευτυχώς, ήρθαν ενισχύσεις απ’ τα άλλα τραπέ-
ζια, και μαζί με τον καφετζή κατάφεραν με τα πολλά να επαναφέρουν και
τους τρεις μας στη προηγούμενη φυσική μας κατάσταση.
Στο ραντεβού μου με την Λίλα Πατέλη, προσπάθησα να φανώ Εγγλέζα.
Όσο μου επέτρεψε δηλαδή η κυρία Φωτεινή που κάθε λίγο και λιγάκι έκανε
στάση σε οποιοδήποτε μαγαζί να χαζέψει τις βιτρίνες. Μέχρι και σε κατάστη-
μα με εκκλησιαστικά είδη σταθήκαμε για να κοιτάξει τα καντηλέρια, που είχε
σκοπό κάποια στιγμή να αγοράσει ένα και να το δωρίσει, σαν καλή χριστιανή
που ήταν, στο εικονοστάσι της Εκατονταπυλιανής, της γνωστής εκκλησίας του
νησιού, αφιερωμένη στην Παναγία.
Μου θύμισε τον Χρύσανθο Θωμαϊδη, τον πατέρα μου, που όλα του τα τά-
ματα ήταν καντηλέρια. Ουκ έστιν αριθμός όσων είχε δωρίσει για να κοσμήσει
τα εικονοστάσια και τα τέμπλα διαφόρων εκκλησιών.
«Αυτό πως σε φαίνεται;» με ρώτησε, δείχνοντάς μου ένα μπιχλιμπιδάτο.
«Λίγο υπερβολικό το βρίσκω».
«Ε!, τότες εκείνο το διπλανό. Τι λες;»
«Τι να σας πω, υπερβολικό μου φαίνεται κι αυτό» της αποκρίθηκα, χωρίς
να πιστεύω αυτό που ζούσα.
«Μμ! Δίκιο έχεις. Μήπως το παραδιπλανό, αυτό με τα λιγότερα σκαλίσμα-
τα;»
Η υπομονή μου είχε αρχίσει να εξαντλείται.
«Κοιτάτε κυρία Φωτεινή, κατά τη ταπεινή μου γνώμη θα ήταν καλλίτερα
αντί για καντηλέρι, με τα χρήματα αυτά να βοηθήσετε κάποια οικογένεια, που
ξέρετε πως έχει πραγματική ανάγκη. Δεν νομίζω η άγια μητέρα του Χριστού
να θυμώσει. Ίσα ίσα θα το ευχαριστιόταν κιόλας».
Την βλέπω να πέφτει σε βαθιά σκέψη, και μετά από λίγα λεπτά γεμάτη εν-
θουσιασμό να μου λέει: «Μπράβο κοκόνα μου, με έδωσες τη καλλίτερη ιδέα.
Αυτό το δώρο θα κάνω στη Παναγιά, ανήμερα στη γιορτή της».

Αφού κατασταλάξαμε λοιπόν, και δεν μας έμεινε άλλο θέμα προς ανάλυση
και επίλυση, εδέησε να φτάσουμε στο ραντεβού μου με καθυστέρηση μισής
ώρας.
Το θεατρικό στέκι, ένα παλιό αρχοντικό με ψηλά παραθύρια, βρισκόταν σ’
ένα γραφικό σοκάκι και σε μικρή απόσταση από το ιστορικό σπίτι όπου είχε
πεθάνει η μυκονιάτισσα, με ρίζες παριανές Μαντώ Μαυρογένους.
Η Λίλα Πατέλη στημένη στο παραθύρι, μόλις είδε να καταφτάνουμε αμέ-
σως έτρεξε να μας προϋπαντήσει.
«Καλώς ορίσατε» είπε με θέρμη μόλις άνοιξε τη πόρτα, και μέριασε να
περάσουμε μέσα. «Κομμάτι καθυστερήσατε» σχολίασε, κοιτάζοντας έντονα
στα μάτια τη φίλη της.
Πήγα κάτι να πω πάνω σ’ αυτό αλλά με πρόλαβε. «Ξέρω, ξέρω Μελίνα. Η
Φωτεινή φταίει. Ως συνήθως, θα έκανε πάλι τις στάσεις της στις βιτρίνες. Δεν
λέει με τίποτα να κόψει τη κακή αυτή συνήθεια».
«Σιγά μπρε, δεν έπαθες δα και τίποτα που περίμενες λιγάκι» έσπευσε η
κυρία Φωτεινή να της πει. «Η Μελίνα είναι φίλη μου και με καταλαβαίνει. Όχι
όπως η αφεντιά σου που όλο με προγκάει».
«Βρε αχάριστη, εγώ σε προγκάω; Ξεχνάς τι μου έκανες τις προάλλες; Και
εγώ, όχι μόνο δεν σε πρόγκηξα, αλλά σε συγχώρησα κι από πάνω. Αλλά έπρε-
πε να είχες φίλη κάποια άλλη…» λέει όλο παράπονο η Λίλα.
«Μελίνα, μην την ακούς» μου λέει η κυρία Φωτεινή, «μια ζωή υπερβολική
είναι για».
«Ε! βέβαια όταν τα βρίσκεις σκούρα και δεν έχεις επιχείρημα, αρχίζεις να
με λούζεις με επίθετα. Άκου εκεί υπερβολική. Εγώ υπερβολική; Αλλά δεν
φταις εσύ, εγώ φταίω που σε ανέχομαι ακόμα».
«Μμ! Τώρα με πλήγωσες για και λέω να βάλω τον κόπανο να κλάψει »
της αντιγυρίζει ειρωνικά η κυρία Φωτεινή.
«Αγαπητές μου κυρίες…» παρεμβαίνω αμέσως σαν πυροσβέστης «ας κα-
πνίσουμε τη πίπα της ειρήνης». Ειλικρινά, δεν άντεχα να ξαναζήσω το ίδιο
έργο και μάλιστα για δεύτερη φορά μέσα σε λίγες μέρες.
«Τι λες κοκόνα μου; Τρελάθηκες; Αφού η Λίλα κι εγώ δεν καπνίζουμε για»
μου απαντά όλο αφέλεια η κυρία Φωτεινή.

«Τι θα πάρετε;» ακούω πάνω από το κεφάλι μου να με ρωτάει η γκαρσόνα,
διακόπτοντας τη σκέψη μου.
«Ένα κρύο τσάι με λεμόνι παρακαλώ» ζήτησα ευγενικά, και βούτηξα πάλι
στον προβληματισμό μου, αν τελικά έκανα καλά να δεχτώ, και χωρίς πολύ
σκέψη να αναγεννήσω από τις στάχτες της τη θεατρική ομάδα. Εγώ αλλιώς
περίμενα τα πράγματα, κι αλλιώς τα βρήκα. Και σαν να μην έφτανε αυτό, να
έχω κι από πάνω τη Λίλα Πατέλη που μαζί με την κυρία Φωτεινή να μου κά-
νουν ψηστήρι σε πρίμο σεγκόντο.
«Σε παρακαλώ Μελίνα, βοήθα να πάρει και πάλι πάνω της η θεατρική ο-
μάδα. Να βρει τη παλιά της αίγλη. Είσαι η μόνη που μπορείς να τα καταφέ-
ρεις. Είμαι σίγουρη γι’ αυτό» με παρακάλεσε η Λίλα Πατέλη στο τέλος.
«Ναι κοκόνα μου, είσαι η μόνη» σιγοντάρισε και η κυρία Φωτεινή.
Δεν ήξερα τι να πω, με είχαν αφοπλίσει. Ήταν και οι δύο τόσο γλυκές μέ-
σα στο ικετευτικό τους βλέμμα, που δεν μου πήγαινε να τους αρνηθώ.
«Τέλος πάντων. Αν και μου φαίνεται αρκετά δύσκολο, μη σας πω βουνό,
ας είναι, θα κάνω μια προσπάθεια» τους ανακοίνωσα, αφήνοντας στην άκρη
κείνη τη στιγμή κάθε ενδοιασμό μου για το τολμηρό εγχείρημα που επρόκειτο
να κάνω.
Μόνο που δεν πέταξαν από τη χαρά τους. «Έτσι μπράβο! Και μη νοιάζεσαι
για τίποτα, θα είμαστε εμείς κοντά σου» μου υποσχέθηκαν οι δύο φίλες με μια
φωνή και μια ψυχή, και με ξεπροβόδισαν στην πόρτα.
Τους χαμογέλασα συγκρατημένα, κι ύστερα έφυγα παίρνοντας τον δρόμο
της επιστροφής.
Ήπια μονορούφι το τσάι μου. Το φεριμπότ για Αντίπαρο ήδη είχε κατα-
φτάσει στο λιμάνι. Φώναξα τη γκαρσόνα για να πληρώσω, και αμέσως κατευ-
θύνθηκα προς το μόλο, έχοντας συνάμα κι ένα ανεξήγητο, απροσδιόριστο θα
έλεγα προαίσθημα ξαφνικά φωλιασμένο στη καρδιά μου, να με προειδοποιεί
πως η ζωή μου από δω και πέρα θα έμπαινε σε μιαν νέα φάση. Σε μια μεγάλη
περιπέτεια, γεμάτη προκλήσεις κι ανατροπές.

Μεταξύ της Λίλας και μένα πέφτει μιαν αμήχανη σιωπή. Από διακριτικό-
τητα και μόνο σκύβω το κεφάλι μου, για να μη φανεί το πρόσωπο μου που είχε
κοκκινίσει σαν το παντζάρι στην προσπάθειά να μη γελάσω, σε αντίθεση με τη
Λίλα, που δεν άντεξε και ξέσπασε αμέσως σε ακράτητα γέλια.
«Γιατί γελάς μπρε; Δεν είπα για και κάτι αστείο» απευθύνεται πολύ σο-
βαρά στη φίλη της η κυρία Φωτεινή.
«Χα! Χα! Δεν είπε αστείο. Χα!Χα! Πες της Μελίνα…Χα!Χα!» να λέει η Λί-
λα πνιγμένη στα γέλια, και από τα μάτια της έτρεχαν δάκρυα.
Βλέπω τη κυρία Φωτεινή να ανταριάζει, κοιτάζοντας με άγριο βλέμμα μια
τη φίλη της και μια εμένα. Φευ! Ένας ακόμη ομηρικός καβγάς ανάμεσά τους
ήταν προ πυλών, παίρνοντας αμπάριζα αυτή τη φορά και μένα. Το δίχως άλλο,
έπρεπε πάραυτα να παρέμβω.
«Κυρία Λίλα, πότε με το καλό θα με ξεναγήσετε στον χώρο αυτό της τέ-
χνης; Δεν σας κρύβω, ανυπομονώ» της λέω κοφτά και σταθερά, κόβοντας το
γέλιο της απότομα.
«Ναι, ναι…» μου λέει εκείνη συγκαταβατικά, και σκουπίζοντας τα δάκρυα
της μου κάνει νεύμα να την ακολουθήσω.
Η ξενάγηση στο χώρο του θεατρικού στεκιού δεν κράτησε παραπάνω από
ένα τέταρτο. Δεν είχε άλλωστε και τίποτα το ενδιαφέρον να επιδείξει, αφού η
εγκατάλειψη και η μούχλα είχε τρυπώσει για τα καλά σε κάθε του γωνιά. Για
τι να πρωτοπώ; Για τα σκοροφαγωμένα κουστούμια, τα κρεμασμένα πάνω σε
ένα καλόγηρο που θύμιζε τον Πύργο της Πίζας έτσι όπως έγερνε από το βά-
ρος; Για τα θεατρικά βιβλία και τα σενάρια, τα κιτρινισμένα από τον χρόνο
ατάκτως πεταμένα από δω κι από κει; Για τις ξεθωριασμένες αφίσες, τις πε-
σμένες στο ξύλινο πάτωμα, μαρτυρώντας την παλιά του λαμπρή εποχή;
Quelle dicadence! Οποία παρακμή! Ακριβώς την αίσθηση αυτή είχα για τη
κατάσταση του θεατρικού στεκιού, όταν κούρνιασα σε κάποια καφετέρια
στην Πούντα, περιμένοντας το φεριμπότ που είχε καθυστερήσει για Αντίπα-
ρο.


«Τα μονοκοτυλήδονα
και τα δικοτυλήδονα
ανθίζανε στον κάμπο
σου το’χαν πει στον κλήδονα
και σμίξανε φιλήδονα
τα χείλη μας, Μαλάμω!»
Γ.Σεφέρης
«Δημοτικό τραγούδι», Στροφή
Ξημέρωσε του Αη Γιάννη μεγάλη η χάρη του όπως θα έλεγε και ο Χρύ-
σανθος Θωμαίδης, ο πατέρας μου, κι είναι σαν να τον έχω μπροστά μου. Σαν
φώτιζε ο θεός τη μέρα αυτή, αφού πλενόταν και περφουρμαριζόταν με τη
κλασική κολόνια λεμόνι του ΜΕΝΟΥΝΟΣ, ύστερα στεκότανε μπροστά στο ει-
κονοστάσι μ’ όλους τους αγίους παράτα και σταυροκοπιότανε ίσα με δέκα φο-
ρές, και λίγο θα ήταν, ψέλνοντας συνάμα μέσα από τα δόντια του κάτι ακατα-
λαβίστικα. Μετά μας φώναζε να καθίσουμε γύρω απ’ το τραπέζι, και μας απα-
γόρευε να φάμε αν δεν ακούγαμε πρώτα όσα είχε να μας πει για τη ζωή του
αγίου. Αλίμονο αν είχε ξημερώσει γιορτή δύο αγίων, σετάκι δηλαδή, όπως
Κωνσταντίνου και Ελένης. Μας έβρισκε το μεσημέρι ξενηστικωμένους. Μαρά-
ζι τόχα έστω και μια φορά να μην αναφερθεί στο τραπέζι σε κάποιον άγιο.
Μας είχε κάνει το κεφάλι μας κουρκούτι με τις βιογραφίες τους. Δηλαδή το
δικό μου, γιατί της κυρίας Παρασκευής και του Κοσμά ήταν κουρκούτι από
γεννησιμιού τους. Τον άκουγαν με το στόμα ανοικτό και με τα μάτια γουρλω-
μένα, σε αντίθεση με μένα που τον έβριζα από μέσα μου, έτσι που με ανάγκα-
ζε να φλερτάρω τα λαχταριστά εδέσματα και να φαντασιώνομαι κατόπιν πως
τα τρώω. Ούτε ο Τάνταλος να ήμουν, ο βασιλιάς της Παφλαγονίας, που τον
τιμώρησε ο Δίας να είναι κρεμασμένος στο κλαδί ενός δέντρου κατάφορτου με
νόστιμους καρπούς, που όποτε άπλωνε το χέρι του να πιάσει κάποιον, ένα
ρεύμα αέρα κουνούσε τα κλαδιά, απομακρύνοντας τα από κοντά του, ενώ
ταυτόχρονα να είναι βουτηγμένος ίσαμε τη μέση στο νερό μιας λίμνης με έλη,
και όποτε έσκυβε να πιει το νερό, αυτό να υποχωρεί. Δεν λέω βάσανο μεγάλο

αυτό του Ταντάλου, αλλά πιστέψτε με, το δικό μου το θεωρούσε μεγαλύτερο.
Ώσπου μια μέρα δεν άντεξα, κι όρμισα. Τι ήταν να το κάνω; Μια βδομάδα τι-
μωρία, κλεισμένη στο πλυσταριό μόνο με νερό. Κι ήμουν μόλις δέκα χρονών.
Από τότε υποσχέθηκα στον εαυτό μου, μεγαλώνοντας όχι μόνο να μην ακού-
σει για βίους αγίων, αλλά και να μη βρεθεί ποτέ ξανά στη θέση να υποστεί ίδιο
μαρτύριο μ’ αυτό.
Όμως μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μη λες, όπως λέει κι ο σοφός
λαός μας, γιατί αυτό ακριβώς που δήλωνα το λούστηκα, και συγκεκριμένα
χθες βράδυ στο σπίτι της κυρίας Φωτεινής, όπου ήμουν καλεσμένη σε δείπνο.
Είχε μαζέψει κάποιες θρησκόληπτες κυράδες, που δεν έκαναν άλλη δουλειά
από το να μιλούν για αγίους, και συγκεκριμένα για τον Άη Γιάννη μια και ήταν
επίκαιρος. Μια ιστορία που άθελά μου την είχα ακούσει χίλιες φορές από τα
χείλη του Χρύσανθου, και την ήξερα απ’ έξω κι ανακατωτά. Ωστόσο δεν μι-
λούσα, μήτε κι αντιδρούσα, κι ας είχα πονοκεφαλιάσει από το μακρύ και το
κοντό της καθεμιάς, και εκνευριστεί συνάμα από την επίδειξη των γνώσεων
που έκανε η μία στην άλλη για να κερδίσει τις εντυπώσεις. Όλες τους ήταν
χήρες, πάνω από τα εξήντα, κι αν εξαιρέσουμε τη κυρία Φωτεινή που είχε
βγάλει τα μαύρα, εκείνες δεν έλεγαν να κάνουν το ίδιο. Κι αυτό, όχι γιατί πεν-
θούσαν ακόμα τον μακαρίτη - θα ήταν αστείο μετά από τόσα χρόνια χηρείας-
αλλά γιατί έπρεπε να συμμορφωθούν με τους “ηθικούς” κανόνες της μικρο-
κοινωνίας τους. Δεν το κρύβω πως ανατρίχιαζα και μόνο με την ιδέα να δω
τον εαυτό μου στο μέλλον σε τέτοια φάση. Τώρα θα μου πείτε, και με το δίκιο
σας βέβαια, πως οι πιθανότητες να καταντήσω έτσι είναι πολλές ένεκα γονι-
δίων Χρύσανθου, αν στα αλήθεια είμαι κόρη του. Γιατί παίζει και να μην εί-
μαι. Είναι κι αυτό μια παρηγοριά. Τέλος πάντων. Ευτυχώς το μόνο φωτεινό
σημείο μέσα σ’ όλο το παράλογο αυτό ήταν η παρουσία του Πετρή. Αν δεν ή-
ταν αυτός θα είχα φύγει. Ο γλυκός μου, ρούπι δεν έκανε από δίπλα μου όλο το
βράδυ για να μου κάνει παρέα. Πολλές ήταν οι φορές που έγερνε στο αυτί
μου και μου έλεγε: «Είδες τι τραβάω με τις ζουρλές που μαζεύει η μάνα μου
εδώ;». Μόνο ζουρλές; Αυτές μάτια μου είναι φανατίλες του κερατά, όπως θα
έλεγε και η Γοργώ, μου ερχόταν να φωνάξω βροντερά, αλλά έχε χάρη που δεν
ήθελα να ρίξω λάδι στη φωτιά, μη και γίνει στάχτη και μπούρμπερι ο κήπος
της κυρίας Φωτεινής παραμονή του “Κλήδονα”. Έτσι κάθισα στα αυγά μου,
και αφού δεν είχα κάτι καλλίτερο να κάνω, όπως μια ρομαντική βόλτα με τον
Πετρή, βούτηξα κι εγώ στις σκέψεις μου, κλείνοντας τα αυτιά μου σ’ όλο αυτό
το σμάρι της άσκοπης λογοδιάρροιας.
«Πάλι ξενύχτισες χθες;» άκουσα τη Γοργώ να με ρωτά, καθώς άπλωνα τη
πρωί πρωί τη μπουγάδα στο σκοινί.
Κάνοντας με τα χέρια μου πέρασμα ανάμεσα από ένα σουτιέν και από μια
πετσέτα, έψαξα να τη βρω με το βλέμμα μου. Την είδα να στέκεται στην πόρ-
τα του ανεμόμυλου, μέσα στο λουλουδάτο μπειμπι ντολ της, και να ρίχνει ένα
ξεγυρισμένο χασμουρητό. «Εσύ ρωτάς ή μήπως το φάντασμά σου;» της απο-
κρίθηκα κάπως χολωμένη.
Δεν μου αντιγύρισε, αν και θα το ήθελε πάρα πολύ. Όμως δεν την έπαιρνε,
γιατί είχε λερωμένη τη φωλιά της. Δεν ξέρω, αλλά το τελευταίο διάστημα η
συμπεριφορά της φαίνεται περίεργη. Μια εμφανίζεται σαν κομήτης, και μια
εξαφανίζεται σαν φαντομάς. Μια κλειδαμπαρώνεται με τις ώρες στο ατελιέ
της, ο Δίας δηλαδή το να κάνει ατελιέ, τάχα μου πως ζωγραφίζει, μια παίρνει
τη βάρκα της γιαγιάς της και χάνεται μεσοπέλαγα. Και να πω πως ψαρεύει;
Μπα! Μήτε λέπι έχει δει μέχρι τώρα ο τέντζερης. Ωστόσο δεν την ρώτησα τί-
ποτα, την άφησα στον κόσμο της, όπως κι εκείνη στο δικό μου. Άλλωστε έχω
τόσα προβλήματα στο κεφάλι μου από τότε που ανέλαβα τη θεατρική ομάδα,
που δεν έχω χρόνο καν να σκεφτώ τι κρύβει το “σκοτεινό” μυαλουδάκι της.
Γιατί είμαι σίγουρη πως κάτι κρύβει, και μάλιστα πολύ εξτρεμιστικό.
«Θέλεις καφέ; Μόλις έφτιαξα, είναι φρέσκος» με ρώτησε, τεντώνοντας τα
χέρια της.
Άλλα λόγια να αγαπιόμαστε κυρία Γοργώ. Αλλά που θα μου πας; Δεν θα
μάθω τι σκαρώνεις;
«Όχι σ’ ευχαριστώ, μόνο φέρε κανένα μανταλάκι να βάλω στα ρούχα, γιατί
με τη πειναλέα Φρόσω εσώρουχο δεν θα μείνει» της αποκρίθηκα σαν να μη
συμβαίνει τίποτα.

Αν και την είδα να στραβομουτσουνιάζει, δεν αντέδρασε. Μπήκε μέσα για
να επιστρέψει σχεδόν σέρνοντας τα πόδια της, με τα μανταλάκια ανά χείρας.
«Θα έπρεπε να ντρέπεσαι…» γυρνάει και μου λέει σοβαρά.
Την κοιτάζω με την άκρη του ματιού. «Για ποιο λόγο;» τη ρωτώ στο αδιά-
φορο.
«Γιορτή μέρα σήμερα και εσύ απλώνεις μπουγάδα. Δεν κάνει. Τι θα πει ο
άγιος;»
«Θα πει ότι δεν έχουμε βρακί να αλλάξουμε. Αυτό θα πει. Άντε, δώσε τώ-
ρα κανένα μανταλάκι».
«Χα! Χα! Μυρίζομαι κόλαση για το Μελινάκι».
«Χα!Χα! Μυρίζομαι να μένει χωρίς βρακάκι το τερατάκι» της ανταποδίδω,
κουνώντας προκλητικά μπροστά στα μούρη της Φρόσως ένα δαντελένιο στρι-
γκάκι.
Τι ήταν να προκαλέσω το ζωντανό; Ούτε ταύρος να ήταν στη θέα κόκκινου
πανιού. Ορμάει, το αρπάζει απ’ τα χέρια μου και αρχίζει να τρέχει προς το
αλώνι. Από κει και ύστερα η όλη φάση που εκτυλίχθηκε, θύμιζε σκηνή από έρ-
γο κινουμένων σχεδίων, καθώς εγώ έχω πάρει τη Φρόσω στο κατόπι, η Γοργώ
εμένα με τη καλαθούνα ανά χείρας, πετώντας καταπάνω μου πλυμένα ρούχα.
Η λήξη του επεισοδίου, μας βρήκε και τις δύο καθισμένες καταγής στο α-
λώνι να χτυπιόμαστε από τα γέλια, βλέποντας τους εαυτούς μας ανάμεσα στα
σκόρπια ρούχα και τη Φρόσω λίγο πιο πέρα να βελάζει αδιάφορα πάνω σε ένα
πρώην κάτασπρο σεντόνι.

Το μεσημέρι είπαμε να φτιάξουμε κάτι πρόχειρο να φάμε. Μια χωριάτικη
σαλάτα με τα ζαρζαβατικά “δανεικά” σαφώς από τα γύρω μποστάνια. Σαν α-
ποφάγαμε η κάθε μία αποσύρθηκε στα ιδιαίτερα διαμερίσματά της, η Γοργώ
ως συνήθως στο ατελιέ της, κι εγώ στη κάμαρή μου να σκεφτώ τη διανομή των
ρόλων για το έργο που είχαμε από κοινού αποφασίσει με τα παιδιά της θεα-
τρικής ομάδας. Το έργο ήταν «Το ημέρωμα της στρίγκλας» του Ουίλλιαμ
Σαίξπηρ. Έργο κλασικό και εποχής. Ένα χαρούμενο πέταγμα με τις φτερούγες
της ιταλότροπης φάρσας. Στην αρχή ήμασταν ανάμεσα σ’ αυτό και στη «Στέλ-
λα Βιολάντη» του Γρηγόρη Ξενόπουλου. Κατόπιν όμως όταν το βάλαμε σε
ψηφοφορία, υπερψήφισε αυτό του Σαίξπηρ. Μόνο δύο ψήφους “κατά” είχαμε,
κι αυτοί από δύο παιδιά εντελώς ατάλαντα και με την αντίδραση στο τσεπάκι.
Με το παραμικρό προκαλούσαν κι όχι μόνο. Είχαν άποψη για το κάθε τι. Πολ-
λές ήταν φορές που αναρωτιόμουνα ποια θα μπορούσε να είναι η σχέση τους
με το θέατρο και ειδικά με το θεατρική ομάδα. Η απορία μου λύθηκε μια μέρα
από τη Λίλα Πατέλη. «Να προσέχεις τα δύο αυτά παιδιά» μου είχε πει. «Η
θεατρική ομάδα έχει ανάγκη τους πατεράδες τους, γιατί είναι οι μοναδικοί
σπόνσορες της». Έτσι λοιπόν εξηγείται. Ήταν γόνοι πλουσίων οικογενειών. Ο
πατέρας του ενός, απ’ ότι πληροφορήθηκα κατόπιν, είχε αλυσίδες από σού-
περ μάρκετ στην Αθήνα και στο νησί, και του άλλου ήταν πολιτικός μηχανι-
κός, που έπαιρνε υπεργολαβίες.
Η κουβέντα της αυτή μου ήρθε σαν κεραμίδα στο κεφάλι, και μετά βίας
κρατήθηκα να μην της πω ότι το δικό μου αυτί δεν ιδρώνει από κάτι τέτοια,
και ότι κανενός το μπακίρι δεν με πτοεί για να κάνω τις επιλογές μου.
Φέρνοντας όλα αυτά στο μυαλό μου, εκνευρίστηκα τόσο πολύ, που η δια-
νομή των ρόλων πήγε για λίγο περίπατο. Κατέβηκα στη κουζίνα κι έψησα έ-
ναν ελληνικό καφέ, που απ΄ την αφηρημάδα μου παραλίγο να χυθεί από το
μπρίκι. Τον έβαλα σ’ ένα φλιτζάνι και είπα να καθίσω να τον απολαύσω έξω
στη δροσιά, μέχρι να έρθει η ώρα να φύγω για το πολιτιστικό κέντρο της Πά-
ρου, όπου απόψε το βράδυ θα μαζεύονταν διάφοροι παράγοντες του νησιού,
μεταξύ των οποίων και οι χορηγοί, για να τους ανακοινώσω μαζί με τα παιδιά
το έργο που θα ανεβάζαμε στα πλαίσια των πολιτιστικών εκδηλώσεων του
Δήμου.
«Μελίνα, είναι μεγάλη στιγμή» μου είχε πει η Λίλα Πατέλη όταν είχαμε
συναντηθεί προχθές για να μιλήσουμε σχετικά με τη βραδιά. «Όλα τα βλέμ-
ματα θα πέσουν πάνω σου, γι’ αυτό πρόσεχε να είσαι ευπροσήγορη και ευγε-
νική με όλους. Κυρίως όμως με τους σπόνσορες. Είπαμε, τους έχουμε ανά-
γκη».
Είχα αρχίσει να θυμώνω πολύ μαζί της, βλέποντας να κατεβάζει τα βρακιά
της με τόση ευκολία. Αν απ’ τη πρώτη στιγμή ήξερα αυτό, δεν υπήρχε περί-
πτωση να δεχόμουν την πρότασή της.

Κοίταξα το ρολόι μου. Ήταν ώρα να ετοιμαστώ. Μπήκα μέσα και άρχισα
να ντύνομαι ήσυχα μη τυχόν και αποσπάσω τη Γοργώ από στιγμές δημιουργί-
ας. Όταν τέλειωσα, χτύπησα τη πόρτα του ατελιέ της. Καμία απάντηση. Άνοι-
ξα τη πόρτα. Έλειπε ως συνήθως. Δεν μου έκανε εντύπωση. Πήρα τη τσάντα
μου, κι έφυγα κλείνοντας τη πόρτα πίσω μου με δύναμη.
Έφτασα στο πολιτιστικό κέντρο, ένα κτίσμα κι αυτό κυκλαδίτικης αρχιτε-
κτονικής με μεγάλο κήπο, σχεδόν νωρίς. Πέρασα το μεγάλο πορτόνι, και με το
βλέμμα μου άρχισα να ψάχνω για την Λίλα Πατέλη και την κυρία Φωτεινή.
Της είδα όρθιες να δίνουν οδηγίες στα γκαρσόνια του κέτεριγκ. Ήταν και οι
δύο ντυμένες με τα καλά τους. Η Λίλα φορούσε ένα μακρύ άσπρο φόρεμα, ού-
τε νυφούλα να ήταν, με μια εσάρπα από βαριά δαντέλα στους ώμους, και η
κυρία Φωτεινή μια μαύρη μάξι φούστα μ’ ένα κατακόκκινο πουκάμισο από
σατέν ύφασμα και τα δύο. Για λίγο ένοιωσα παράταιρη, ας πούμε σαν τη μύγα
μες το γάλα, μέσα στο λιτό σομόν και ρομαντικού στυλ φόρεμά μου. Μετά ό-
μως, ξέροντας το πόσο απεχθανόμουν τέτοιου είδους εκδηλώσεις με επίσημο
ένδυμα, ήρθα στα συγκαλά μου. Είχα μάθει να λειτουργώ άνετα μόνο μέσα
στα κουστούμια που απαιτούσαν οι ρόλοι. Εκεί δεν είχα κανένα πρόβλημα.
Γίνονταν ένα με το κορμί και τη ψυχή μου.
Χωρίς να χάσω χρόνο τις πλησιάζω, και στέκομαι ακριβώς δίπλα τους. Μό-
λις με είδαν πλησίασαν ενθουσιασμένες, αρχίζοντας και οι δύο να μου μιλούν
ταυτόχρονα. Ούτε λεπτό δεν χρειάστηκε να περάσει, για να πονοκεφαλιάσω
μεμιάς από την φλυαρία τους. Και σαν να μην έφτανε αυτό, να με τραβολο-
γούν κι από πάνω για να με συστήσουν στους ήδη παρευρισκόμενους. Πόνεσε
το χέρι μου από τις χαιρετούρες και το στόμα μου από τα χαμόγελα.
Η ώρα περνούσε, και ο κήπος σιγά σιγά κατακλύστηκε από πλουμιστά
ρούχα και φανταχτερά χαμόγελα. Η Λίλα Πατέλη, σαν πρόεδρος του πολιτι-
στικού κέντρου, είχε στηθεί στο πορτόνι περιμένοντας γεμάτη αγωνία την ά-
φιξη του Δημάρχου μαζί με την κουστωδία του, ενώ η κυρία Φωτεινή λίγο πιο
πέρα έδινε ρεσιτάλ φλυαρίας σε κάποιες κυρίες επώνυμων κυρίων.
Στο μεταξύ, εγώ παρέα με τα παιδιά του θεατρικού στεκιού καθισμένοι
κατά γης στο γκαζόν, συζητούσαμε για τον Σαίξπηρ και το έργο. Τα μόνα παι-
διά που έλειπαν από την παρέα ήταν αυτά των δύο χορηγών.
«Κυρία Μελίνα, ποιος θα μας σκηνοθετήσει το έργο; Έχετε σκεφτεί;» πε-
τάχτηκε κάποια στιγμή και με ρώτησε η Μαρία, μια γλύκα κοπέλα γύρω στα
είκοσι πέντε χρόνια και υποψήφια για τον πρωταγωνιστικό ρόλο, αυτόν της
Κατερίνας.
«Θα δούμε Μαράκι. Έχω κάποιον υπόψη μου» της απάντησα.
«Ξέρετε…» πετάχτηκε ένα αγόρι, ο Θωμάς «εδώ στο νησί υπάρχει κάποιος
που είναι πολύ καλός. Στο παρελθόν αυτός σκηνοθετούσε όλες μας τις παρα-
στάσεις».
«Αλήθεια; Και που είναι τώρα;» ρωτώ όλη απορία, αφού κανένας δεν μου
είχε αναφέρει γι’ αυτόν.
Πάνω στη στιγμή που ο Θωμάς ήταν έτοιμος να μου απαντήσει, πέφτει
σήμα πως ο Δήμαρχος κάνει την εμφάνισή του μαζί με τη κουστωδία του. Σα-
φώς, ανάμεσά του και οι δύο σπόνσορες συν γυναιξί και τέκνοις.
Τούτη την ώρα και τι δεν θα έδινα να είναι μαζί μου η Γοργώ. Να κάνει
μέσα σε δευτερόλεπτα παρωδία την αποψινή φιέστα. Σίγουρα θα γελούσε κά-
θε πικραμένος. Όμως δεν ήταν. Δυστυχώς για μένα, ευτυχώς για τους άλλους.
Άφησα στην άκρη τον κρυφό μου πόθο, κι είπα στα παιδιά να σηκωθούμε.
Η Λίλα Πατέλη μας είχε δώσει το σύνθημα να πάμε κοντά της.
Περάσαμε με δυσκολία ανάμεσα από τον κόσμο, που σαν το μελίσσι είχε
μαζευτεί γύρω από τον δήμαρχο. Και να οι χειραψίες, και να οι πόζες με τα
πλατιά χαμόγελα μπροστά στα φλας των ρεπόρτερ που έπεφταν βροχή. Τόσο
γκλάμουρ και να πάει χαμένο; Όχι φυσικά. Γι’ αυτούς ήταν μοναδική ευκαιρί-
α. Ήμουν σίγουρη πως την επόμενη μέρα οι τοπικές εφημερίδες θα γίνονταν
ανάρπαστες. Πρωί πρωί θα έτρεχαν όλοι να τις αγοράσουν για να δουν αν η
αφεντιά τους μπήκε πρωτοσέλιδο ή σε κάποια κοσμική στήλη.
Η συνομιλία μας με τον δήμαρχο δεν κράτησε πολύ. Έπρεπε να ανέβει
στο βήμα να βγάλει τον καθιερωμένο λόγο του. Ευτυχώς για μένα, γιατί ήταν
μια πολύ καλή ευκαιρία να ηρεμήσω λίγο. Έτσι λοιπόν πήρα το ποτό μου και

κάθισα μόνη μου κάπου απόμερα να το απολαύσω, κοιτώντας τον κόσμο που
έμπαινε στο πολιτιστικό κέντρο από περιέργεια και μόνο, να δει τι ακριβώς
γινόταν. Άλλοι στέκονταν στην είσοδο, κοιτούσαν για λίγο μέσα, κι ύστερα
έφευγαν, ενώ κάποιοι άλλοι χώνονταν ανάμεσα στους παρευρισκόμενους, ζη-
τώντας να μάθουν λεπτομέρειες για τη βραδιά.
Η ώρα περνούσε, και ενώ η φιέστα για τους άλλους καλά κρατούσε, για
μένα ήταν ένα πραγματικό μαρτύριο, έτσι όπως ήμουν αναγκασμένη να περι-
μένω, κάνοντας ιώβεια υπομονή μέχρι να έρθει η στιγμή που θα ανακοίνωνε η
Λίλα Πατέλη το θεατρικό έργο που θα ανεβάζαμε.
Θέλησα να πιω κι άλλο ποτό. Θα πρέπει να ήταν το τρίτο ή το τέταρτο, αλ-
λά λίγο με ένοιαζε.
«Ένα ντράι μαρτίνι παρακαλώ» ζήτησα από το γκαρσόνι, που με το παπι-
γιόν σαν προπέλα με κοιτούσε κάπως περίεργα.
Χωρίς να δώσω σημασία, πήρα το ποτό μου και τούτη τη φορά στάθηκα
κοντά στην έξοδο, έχοντας έντονη την αίσθηση πως, έτσι βαρετά όπως κυ-
λούσε η βραδιά, σίγουρα το μπουκάλι με το μαρτίνι θα το κατέβαζα σε χρόνο
ρεκόρ.
Ήπια μια γεμάτη γουλιά και συνέχισα να κοιτώ τριγύρω μου αφηρημένα.
Πάνω στη στιγμή που ήμουν έτοιμη να ανάψω ένα τσιγάρο, αισθάνθηκα κά-
ποιον να με πλησιάζει αθόρυβα, ν’ ανοίγει ξαφνικά την παλάμη μου, να βάζει
ένα διπλωμένο χαρτάκι μέσα σ’ αυτή, κι ύστερα να εξαφανίζεται. Η φάση έγι-
νε τόσο ακαριαία που δεν πρόλαβα καν αντιδράσω. Χωρίς να χάσω χρόνο το
ξεδίπλωσα κι είδα το περιεχόμενό του. Ήταν από κάποιον άγνωστο, που μου
ζητούσε να τον συναντήσω τα μεσάνυχτα έξω από το κάστρο.
«Θέλω να κρατήσετε μυστική τη συνάντησή μας αυτή. Θα σας περιμένω»
έκλεινε το σημείωμα.
Τι είναι τούτο πάλι, σκέφτηκα και κατέβασα μονορούφι το μαρτίνι. Ίσως
αν έπινα κι άλλο ένα να βοηθούσε να βάλω τη σκέψη μου σε μια τάξη, είπα
στον εαυτό μου, και κατευθύνθηκα αμέσως προς τη μεριά όπου βρισκόταν ο
πάγκος με τα ποτά.
«Ένα ντράι μαρτίνι παρακαλώ» ζήτησα ευγενικά από το σερβιτόρο, που
ήταν ο ίδιος που με είχε σερβίρει πριν λίγο.
«Μήπως θα ήταν καλλίτερα να πάρετε μαζί σας το μπουκάλι;» με ρώτησε
ειρωνικά, ρίχνοντας μου συνάμα ένα βλέμμα αποδοκιμασίας.
«Ωραία ιδέα» του απάντησα, και χωρίς καν να το καταλάβει του πήρα το
μπουκάλι μέσα απ’ τα χέρια.
Βρήκα μια άδεια καρέκλα να καθίσω. Γέμισα το ποτήρι μου, κι άρχισα να
χάνομαι στις σκέψεις μου. Ευτυχώς η Λίλα Πατέλη και η κυρία Φωτεινή κείνη
την ώρα ασχολούνταν με άλλους και με άλλα, αλλιώς πήγαινα χαμένη. Κοίτα-
ξα την ώρα στο ρολόι μου. Η ώρα ήταν 9.30. Είχα χρόνο μπροστά μου μέχρι
να αποφασίσω τι θα κάνω. Να ενδώσω ή όχι στη πρόκληση αυτή. Ο ένας μου
εαυτός, αυτός της περιπέτειας έλεγε να πάω και να μάθω τι ακριβώς θέλει από
μένα ο άγνωστος, ωστόσο ο άλλος, αυτός της σύνεσης με έβαζε κομμάτι στη
πρίζα του φόβου. Εδώ που τα λέμε δεν είχε κι άδικο. Τόσα και τόσα συμβαί-
νουν στις μέρες μας με διάφορους ψυχανώμαλους. Βρίθουν τα πρωτοσέλιδα
των εφημερίδων με τέτοιες ειδήσεις. Όλο για εγκλήματα και εξαφανίσεις μι-
λούν. Και ομολογώ δεν θα ήθελα με τίποτα να πάθω κάτι παρόμοιο και μάλι-
στα πάνω στο άνθος της ηλικίας μου. Να βρεθώ δηλαδή σε κανένα χαντάκι
κακοποιημένη και με μια σφαίρα στο κρόταφο ή με κομματιασμένα τα μέλη
μου, σκορπισμένα από δω κι από κει στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Ανα-
τρίχιασα σύγκορμη, φέρνοντας και μόνο την εικόνα στο μυαλό μου.
«Κυρία Μελίνα, σας φωνάζουν τόση ώρα» άκουσα τη φωνή του Θωμά να
μου λέει πάνω από το κεφάλι μου. «Τι έχετε πάθει; Είστε καλά;» με ρώτησε
κατόπιν με αγωνία, πιάνοντας με ταυτόχρονα από το χέρι.
Πετάχτηκα σαν ελατήριο. «Τι συμβαίνει Θωμά;» τον ρώτησα με ύφος χα-
μένο, σαν να είχα μόλις βγει από κάποιον εφιάλτη.
«Η κυρία Πατέλη ανησύχησε και με παρακάλεσε να ψάξω να σας βρω.
Ανακοινώνεται το έργο που θα ανεβάσουμε και σας θέλει κοντά της. Ελάτε
σας παρακαλώ».
Σαν την υπνωτισμένη σηκώθηκα κι ακολούθησα τον Θωμά, που πήγαινε
μπροστά ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα στον κόσμο για να διευκολύνει το πέρα-

σμά μου, μέχρι την μικρή εξέδρα όπου με περίμενε η Λίλα Πατέλη. Μου φά-
νηκε αιώνας ώσπου να φτάσω εκεί, καθώς ένοιωθα τα βλέμματα του κόσμου
να είναι στραμμένα πάνω μου, και τα περισσότερα από αυτά να με αποδοκι-
μάζουν. Εδώ που τα λέμε δεν ήταν εικόνα αυτή για μια πολλά υποσχόμενη
διευθύντρια θεατρικής ομάδας να κάνει την πρώτη της δημόσια εμφάνιση με
ένα μπουκάλι μαρτίνι αλα μπρατσέτα.
Η Λίλα Πατέλη μόλις με αντίκρισε, μόνο που δεν έπαθε αποπληξία. Ωστό-
σο, δεν έχασε τη ψυχραιμία της, και το δίχως άλλο έσωσε τη κατάσταση πετώ-
ντας με το γνωστό χαριτωμένο της ύφος το αμίμητο: «No martini, no party».
Δώδεκα παρά ένα, και τα βήματα του παράτολμου εαυτού μου με βγάζουν
μπροστά στην είσοδο του κάστρου, τον τόπο όπου μου είχε δώσει ραντεβού ο
άγνωστος Χ.
Τελικά δεν άντεξα κι έκανα το σάλτο. Απερίσκεπτο δεν λέω, ωστόσο αρκε-
τά τολμηρό για να ανεβάσει την αδρεναλίνη μου στα ύψη.
Μέχρι να έρθει η ώρα να φύγω από το πάρτι, είδα και έπαθα. Σε αναμμένα
κάρβουνα καθόμουν. Όλο το ρολόι μου κοιτούσα. Παραλίγο να παρεξηγηθώ
από την Λίλα. Κατά τις 11.30 προφασίστηκα πονοκέφαλο, κι έφυγα.
Πήρα μια βαθιά ανάσα, και στάθηκα ακριβώς μπροστά από το σημείο που
μου είχε γράψει να τον περιμένω. Κάτι το σκοτάδι, κάτι η επιβλητικότητα του
κτίσματος, ήταν αρκετό να αρχίσω να τρέμω από φόβο. Άναψα τον αναπτήρα
μου και προσπάθησα να δω τριγύρω. Ούτε ψυχή ζώσα δεν υπήρχε. Αίφνης ο
φόβος μου μεταλλάχθηκε σε εκνευρισμό. Ένα πράγμα που απεχθανόμουν
στους ανθρώπους ήταν να με στήνουν στα ραντεβού μας. Αν μέχρι το εκατό
δεν κάνει την εμφάνιση του θα φύγω είπα στον εαυτό μου, θέλοντας να δώσω
ένα τελευταίο περιθώριο αναμονής. Άρχισα να μετρώ αργά και σταθερά. Εί-
χα δεν είχα φτάσει στον αριθμό πενήντα, όταν στα δεξιά μου άκουσα έναν
ανεπαίσθητο θόρυβο. Άναψα αμέσως τον αναπτήρα ψάχνοντας πάλι με το
βλέμμα μου.
«Είναι κανείς εδώ;» ρώτησα με φωνή που έτρεμε.
Καμία απάντηση.
«Ίσα που προλαβαίνεις να φύγεις» άκουσα να μου λέει η φωνούλα του άλ-
λου μου εαυτού. Όμως ήταν αργά να κάνω πίσω. Ο άγνωστος Χ ήδη βρισκό-
ταν μπροστά μου.
Ένοιωσα να διαπερνά το κορμί μου ρεύμα πολλών μεγαβόλτ. Πήγα να ξε-
φύγω, αλλά εκείνος με σταμάτησε.
«Μη φοβάστε. Δεν είμαι κανένας μπαμπούλας. Ούτε κανένας ψυχανώμα-
λος που θέλει να σας βιάσει» μου είπε με τη βραχνή του φωνή.
«Και τότε τι είστε; Τι θέλετε από μένα;» τον ρώτησα με όσα αποθέματα
ψυχραιμίας μου είχαν απομείνει.
«Κυρία Θωμαίδη μη βιάζεστε. Μία μια τις ερωτήσεις και να είστε σίγουρη
θα σας λυθούν οι απορίες».
«Πως ξέρετε το όνομά μου;»
«Ουδέν κρυπτόν από τον καλλιτεχνικό χώρο»
«Θέλετε να πείτε ότι ανήκετε και εσείς στο καλλιτεχνικό χώρο;»
«Φυσικά. Είμαι και εγώ ένας καλλιτέχνης, όπως εσείς».
«Του οποίου το ονοματάκι είναι;»
«Χμ! μου έλεγαν ότι είστε χαριτωμένη, αλλά τόσο πολύ όχι».
«Δεν αφήνουμε τις φιλοφρονήσεις κατά μέρος, και να μου πείτε ποιος εί-
στε επιτέλους».
«Ίδιον της ηλικίας».
«Ποιο;»
«Η ανυπομονησία».
«Αν δεν μου πείτε τώρα ποιος είστε, μα τον Δία θα σηκωθώ και θα φύγω».
«Χμ! Αυτό δεν μου το είπανε».
«Ποιο;»
«Ότι είστε και τσαμπουκάς».
Είχα αρχίσει να φουντώνω από τα νεύρα. Κάτι το ειρωνικό του ύφος, κάτι
το υπερφίαλο του χαρακτήρα του, μ’ έκανε να θέλω να τον μπατσίσω. Και ή-
ταν η πρώτη φορά που άνθρωπος με έφτανε σε τέτοιο σημείο.
«Λοιπόν;» τον ρωτώ.
«Τι λοιπόν;»

«Θα μου χαρίσετε το ονοματάκι σας ή να φύγω;»
«Θα σας το χαρίσω, μόνο αν μου υποσχεθείτε ότι θα το κρατήσετε εφτα-
σφράγιστο μυστικό».
«Σας το υπόσχομαι» δήλωσα, για να τον ξεφορτωθώ μια ώρα αρχύτερα.
«Καλώς, σας πιστεύω. Λέγομαι Δαμιανός Περρής».
«Χάρηκα πολύ και αντίο σας» του είπα γυρίζοντας την πλάτη μου με σκο-
πό να φύγω.
«Με απογοητεύετε πολύ».
«Γιατί;» τον ρώτησα γυρίζοντας προς το μέρος του.
«Γιατί δεν έχετε καν τη περιέργεια να μάθετε τι είδους καλλιτέχνης είμαι».
«Εδώ απ’ την κρυψίνοιά σας κύριε Περρή είδα κι έπαθα να μάθω το όνομά
σας».
«Είμαι θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης και δεινός αρχαιολάτρης»
είπε παίρνοντας σοβαρή πόζα.
«Καλά με τις δύο πρώτες ιδιότητές σας. Το αρχαιολάτρης όμως μπορείτε
να μου πείτε που κολλάει;»
«Κολλάει στο γεγονός ότι εκτός των άλλων κοινών σημείων που έχουμε
εμείς οι δύο, την καλλιτεχνία εννοώ, έχουμε και ένα επιπλέον».
«Δεν σας καταλαβαίνω».
«Κυρία Θωμαίδη, οι πληροφορίες μου για σας λένε πως είστε αρχαιολά-
τρισσα».
«Ωραία, και…;»
«Δεν σας λέει κάτι;»
«Ναι, μου λέει πως χάνω τον χρόνο μου μαζί σας».
«Αν δείτε όμως αυτό είμαι σίγουρος θα αλλάξετε γνώμη» μου είπε, βγάζο-
ντας από μια τσάντα ένα χοντρό τετράδιο.
«Τι είναι αυτό;» τον ρώτησα με απορία.
«Είναι ένα θεατρικό έργο. Ένα θεατρικό έργο που έχω γράψει εγώ».
«Μπράβο σας, αλλά πάλι δεν καταλαβαίνω. Εγώ, τι σχέση έχω με το θεα-
τρικό σας έργο;»
«Θα ήθελα αντί για το Ημέρωμα της στρίγκλας να ανεβάσετε το δικό
μου».
«Ορίστε;»
«Μα, ήμουν σαφής».
«Πλάκα μου κάνετε. Έτσι δεν είναι;»
«Φαίνομαι να κάνω πλάκα μέσα στην άγρια νύχτα;»
«Τότε ξεχάστε το. Αυτό δεν γίνεται, για φέτος τουλάχιστον. Του χρόνου
ποιος ξέρει… μπορεί και να το ανεβάσουμε».
«Βάζετε στοίχημα πως όταν το διαβάσετε θα έχετε διαφορετική γνώμη;»
«Τι σας κάνει να πιστεύετε κάτι τέτοιο;»
«Είναι απλό. Το θέμα με το οποίο καταπιάνεται το δικό μου έργο είναι ά-
κρως επίκαιρο και σαφώς πιο ενδιαφέρον από κείνο του Σαίξπηρ. Λοιπόν;»
Έμεινα για λίγο σκεφτική. Παράξενο, ο άνθρωπος αυτός είχε καταφέρει
με τον τρόπο του να με βάλει στην πρίζα.
«Θα το διαβάσω, αλλά δεν σας υπόσχομαι τίποτα» του είπα αποφασιστι-
κά.
«Ωραία λοιπόν. Σας το εμπιστεύομαι. Κι όπως είπαμε, δεν σας ξέρω, δεν με
ξέρετε. Μήτε και το έργο είναι δικό μου. Δεν το έχω κατοχυρώσει, οπότε μπο-
ρείτε να χρησιμοποιήσετε ένα φανταστικό όνομα, ακόμα και το δικό σας αν
θέλετε».
«Μπορώ να μάθω γιατί τόση μυστικοπάθεια;»
«Μα…για το καλό και των δύο μας».
Η τελευταία του κουβέντα δεν μου άρεσε καθόλου. Θα έλεγα μάλιστα πως
ήχησε στα αυτιά μου σαν απειλή.
«Λοιπόν, ήρθε η ώρα να αποχωριστούμε. Θα προτιμούσα να φύγετε εσείς
πρώτη» μου είπε απότομα.
«Μήπως ξεχάσατε κάτι;».
«Σαν τι;»
«Να μου δώσετε το τηλέφωνό σας για να επικοινωνήσω μαζί σας».
«Δεν χρειάζεται, θα σας βρω εγώ, όπως σας βρήκα κι απόψε».
«Όπως νομίζετε» αποκρίθηκα κάπως μουδιασμένη.





«Κυρία Θωμαίδη χάρηκα για τη γνωριμία, ελπίζω και σεις να χαρήκατε
από τη δική μου» είπε κι άπλωσε το χέρι του.
«Θα δείξει κύριε Περρή. Θα δείξει…».
«Ο Απόλλωνας δεν μένει πια στον Αστερία»
Αυτόν τον ασυνήθιστο και συνάμα λογοτεχνικό τίτλο είχε δώσει στο θεα-
τρικό του έργο ο Δαμιανός Περρής. Τίτλο που με έβαλε αμέσως στην τσίτα να
θέλω να το διαβάσω. Άραξα λοιπόν σε ένα παγκάκι, και κάτω από το αχνό
φως μιας λάμπας της Δ.Ε.Η., ξεκίνησα χωρίς βιάση.
Απ’ τις πρώτες κιόλας αράδες το έργο άρχισε να με συνεπαίρνει. Διαδρα-
ματιζόταν σε ένα φανταστικό τόπο, τον Αστερία, όπου ένας καθηγητής αρχαι-
ολογίας στη δύση της ζωής του, ένα βράδυ καλοκαιριού με πανσέληνοπρο-
σκαλεί κάποιους συντοπίτες του να δειπνήσουν στον κήπο του σπιτιού του.
Ένα δείπνο που ενώ στην αρχή κυλάει ομαλά και μέσα στην αλεγρία, στη πο-
ρεία εξελίσσεται σε ένα πραγματικό θρίλερ, καθώς ο καθηγητής αρχίζει με τη
βοήθεια δύο παλιών του μαθητών να ξεσκεπάζει μεθοδικά την ανάμιξη του
καθενός σε κάποιο κύκλωμα αρχαιοκαπηλίας. Ένα κύκλωμα από ευυπόλη-
πτους και υπεράνω πάσης υποψίας πολίτες που έχει κατακλέψει τον ιερό ναό
του θεού Απόλλωνα, ναό βγαλμένο στην επιφάνεια από τη σκαπάνη του ίδιου
του καθηγητή.
Ο Δαμιανός Περρής με μαεστρία κατορθώνει και ξεδιπλώνει το κουβάρι
του μεγάλου προβλήματος της αρχαιοκαπηλίας, βάζοντας τον κεντρικό του
ήρωα όχι τόσο στον ρόλο του δικαστή, όσο στον ρόλο εκείνο της συνείδησης.
Είναι δηλαδή η κρυφή φωνή του καθενός ξεχωριστά, που βγαίνει σιγά σιγά
αλλά βασανιστικά στην επιφάνεια, για να φτάσει κατόπιν στη κορύφωση ε-
κείνης της στιγμής που η φωνή αυτή γίνεται κραυγή απόγνωσης και αυτοτι-
μωρίας.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου