Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2014

ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΕΙΣ ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ,ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

Ήταν περασμένες δώδεκα. Η Βίκυ μέσα στο ιντερνέτ χαζοκουβέντιαζε μέσω Chat με τους μοναχικούς του διαδικτύου. Η Τζίνα χαλάρωνε αγκαλιά με τον Αντρέα διαβάζοντας, αραγμένη στον καναπέ..
«Ρε Βίκυ δεν τους βαριέσαι όλους αυτούς τους βλαμμένους; Ναυάγια είναι δεν το βλέπεις; Τι το παίζεις δηλαδή για να καταλάβω «μπρατσάκια;»
«Χα,χα… ναι ναι μπρατσάκια, χα,χα» απάντησε η Βίκυ ενώ σηκώθηκε από την μπαμπού πολυθρόνα  κοιτώντας το ρολόι της.
«Σε παρακαλώ φιλενάδα, επειδή πρέπει να κάνω μπάνιο να στεγνώσω μαλλιά και να σιδερώσω ρούχα για το πρωί, μίλα λίγο με τον Πειρατή και μετά συνεχίζω πάλι εγώ. Είδηση δεν θα πάρει για την αλλαγή με το βάρεμα που έχει. Δεν θέλω να τον κλείσω. Είναι πολύ χάλια ο φουκαράς και θέλει κουβέντα».
«Ρε  δε με χέζεις που θα το παίξω αδελφή Τερέζα για να μη πνιγεί ο πειρατής» απάντησε η Τζίνα που δεν της άρεσε το chating.
«Έλα ρε συ. Μισή ώρα μόνο. Μίλα του και αν δεν τον αντέχεις κλείστον» επέμενε η Βίκυ.
«Καλά, για μισή όμως. Ούτε λεπτό παραπάνω. Πως τον λένε είπες Ποπάυ;»
«Χα,χα πειρατή βρε θεόζαβο»  
« Οκ. Go in piece baby»…

Η κουβέντα με τον πειρατή έχει πάρει  «ανεξέλεγκτες» διαστάσεις. Είναι άρτι χωρισμένος και  λίαν απογοητευμένος από την συμπεριφορά της πρώην του. Βαρεμένοι και οι δύο από το ίδιο βόλι, βγάζουν τα εσώψυχά τους στη φόρα, θάβοντας  για τα καλά τους «τέως». Η Τζίνα  δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί  ότι μια κουβέντα μέσα απ’ το χαζοκούτι θα μπορούσε να είναι τόσο ευεργετική.  Νοιώθει ήδη καλλίτερα και ο ύπνος ακόμα δεν της χτύπησε πόρτα παρ’ ότι κοντεύει τέσσερις. Η Βίκυ με τον Αντρέα έχουν αποχωρίσει προ πολλού και βρίσκονται στον τέταρτο ύπνο..
Κανονίζουνε με τον πειρατή (κατά κόσμο Χρήστο) να μιλήσουνε και την επόμενη μέρα, και όχι φυσικά μέσω νετ. Ανταλλάσσουν τηλέφωνα δίνοντας και  φιλάκια ηλεκτρονικά. Η Τζίνα είναι ενθουσιασμένη.
Δεν περνούν πέντε λεπτά  από τις καληνύχτες και νάσου  μυνηματάκι…
«Όνειρα γλυκά Τζινάκι …σε φιλώ Χρήστος»
Προσπάθησε να χαλαρώσει αλλά δεν τα κατάφερε. Πήγε λοιπόν μέχρι το δωμάτιο της Βίκυς  και την σκούντησε.
 «Τι είναι βρε ουφο ;» ρώτησε χωρίς να ανοίξει τα μάτια της η Βίκυ…
«Εϊ ξύπνα, θέλω ενισχύσεις…»
«Τζίνα, αποκλείεται να έχουμε δηλητηρίαση αύριο.  Έχω τρία σοβαρά ραντεβού. Σκάσε και κοιμήσου, το πρωί έχουμε δουλειά» γκρίνιαξε η Βίκυ και γύρισε πλευρό.
«Καλά συγνώμη» απαντά η Τζίνα δήθεν θυμωμένη, γνωρίζοντας καλά τη συνέχεια.
Πριν ακόμα φτάσει στο δωμάτιό της ακούγεται η φωνή της φίλης της και το γαβγισμα του Αντρέα..
«Τι έγινε ρε χαζό το πίστεψες ότι μπορώ να περιμένω ως το πρωϊ; Πες  μου. Τάχιστα!»
«Μου έστειλε μήνυμα. Να απαντήσω;…»
«Ποιος; Κανένα φάντασμα μήπως;» απαντά η Βίκυ με το γνώριμο περιπαιχτικό τρόπο της.
Η Τζίνα της αφηγήθηκε μέσες άκρες όσα είπανε με τον Χρήστο, και της διάβασε το μήνυμα….
«Μια καληνύχτα είναι αυτή!  Πες την κι ας πέσει χάμω….»
της λέει γελώντας η Βίκυ.
«Και μήπως να κοιμηθούμε κύριε Βρυκόλαξ; Αύριο νέα μέρα, και τι μέρα,  τσαγκαροδευτέρα!!!» συμπλήρωσε και χασμουρήθηκε.

Ο Χρήστος  μόλις έχει  χωρίσει από ένα γάμο  δεκαεπτά χρόνων. Παιδιά δυο. Αιτία διαζυγίου «δεν σε αντέχω άλλο»..
Η διαφορά με τον χωρισμό της Τζίνας είναι ότι εκείνη έφυγε  γιατί  ΤΗΣ είχε τελειώσει ο γάμος. Εκείνος  διώχτηκε γιατί ΤΗΣ είχε  τελειώσει ο γάμος….
Η διαφορά όσο και αν ακούγεται μικρή, μια και το αποτέλεσμα είναι το ίδιο, έχει  τεράστιο μέγεθος.
 Εκείνο που πονάει πιο πολύ σε ένα διαζύγιο είναι η απόρριψη. Αυτό είναι το βόλι που  ματώνει τον εγωισμό.  Αυτό είναι ο αρχηγός.  Τα άλλα συναισθήματα όπως ανασφάλεια, συνήθεια, ξεβόλεμα, έρχονται δεύτερα. Είναι τα στρατιωτάκια. Τη μάχη  διευθύνει ο αρχηγός, και όσο πιο αλλάζων  είναι αυτός ο αρχηγός, τόσο πιο σκληρή  και επίπονη είναι  η μάχη. Τα θύματα αυτού του πολέμου συνήθως  είναι τα παιδιά  όταν υπάρχουν. Κατά κανόνα γίνονται  το πεδίο βολής  όπου διεξάγονται πολεμικές και διπλωματικές επιχειρήσεις. 
 Αυτό λοιπόν  συμβαίνει και με το διαζύγιο του Χρήστου.
Τώρα θα πείτε η Τζίνα τι δουλειά έχει  μέσα στη μέση……
Ομοιοπαθείς είναι βρε, να μη βάλει ένα χεράκι; Μεταξύ μας είναι και γοητευτικός άντρας.
«Μη μπλέκεις ρε χαζό με τέτοιες καταστάσεις, θα πονέσεις» της είπε η Βίκυ που ζει σε μια πραγματικότητα  που η Τζίνα  αγνοεί λόγω εγκλεισμού  της τόσα χρόνια μέσα στον κόσμο των παντρεμένων…
«Μου αρέσει ο τύπος φιλενάδα. Θα το ρισκάρω. Άλλωστε  δεν πρόκειται να επενδύσω συναισθηματικά. Μια περιπετειούλα μόνο. Δεν τη δικαιούμαι κι’ εγώ το στερημένο;»
«Καθυστερημένο είσαι όχι στερημένο. Ελέγχονται βρε τα συναισθήματα; Κουμπάκια είναι και τα πατάς; Τζίνα μη μπλέκεις με μπλεγμένες καταστάσεις, σύνελθε  και φύγε όσο είναι καιρός»…..
«Τον θέλω, μου αρέσει και  θα το ρισκάρω»
«Εντάξει τότε. Ζήσε το κι’ εγώ θα φτιάξω τη λεξοτανίλ  pie  για τον πόνο»…..
 Η  Βίκυ έχει δίκιο και η Τζίνα το ξέρει. Όμως αν δεν το κάνει θα της μείνει απωθημένο, και αυτό θα την βασανίσει πιο πολύ…….

Ο Χρήστος της τηλεφώνησε την επόμενη μέρα πρωί πρωί και κανονίσανε να βρεθούνε το βράδυ. Μιλήσανε στο τηλέφωνο σαν να ήτανε ήδη γνωστοί. Η Τζίνα  δεν έχει αγωνία  για το τι θα δει. Ένοιωθε μόνο  μια περίεργη ανυπομονησία. Ίσως το αίσθημα της ελευθερίας μετά από τόσα χρόνια γάμου. Ίσως  γιατί και εκείνος βρίσκεται στην ίδια φάση με αυτήν, αδελφή ψυχή δηλαδή. Η ακόμα και το πιο ακραίο, «μοιραία γνωριμία» .. Ο, τι και να είναι αισθάνεται γοητευμένη μετά από πολλά χρόνια συναισθηματικής απραξίας.
Τηλεφώνησε κάποια στιγμή στη Βίκυ να της πει τα νέα…..
«Θα βγω σήμερα με τον πειρατή. Το κανόνισα Ξέρεις κάτι; Δεν ξέρω τι να φορέσω γαμώτο»
Η Βίκυ έμεινε άφωνη.
 «Τζίνα σε ξέρω τόσα χρόνια. Είναι η πρώτη φορά που νοιάζεσαι για  το ντύσιμο σου….. δεν το πιστεύω…. φιλενάδα  δεν σε βλέπω καλά. Κατέβα λίγο»
«Έλα Βικάκι μη μου τη σπας. Μεγάλο κορίτσι είμαι… γαμώτο δεν έχω ούτε ένα φόρεμα. Μόλις τώρα το συνειδητοποίησα».
«Ρε σύνελθε με κάνεις και ανησυχώ. Φόρεμα; Τζίνα  δεν σε αναγνωρίζω».
 «Γυναίκα  είμαι ..τι να βάλω ράσα;»
«Δεν είναι κακή ιδέα….» αποκρίθηκε γελώντας……
«Κλείνω Τζινάκι. Έχω δουλειά αλλά θα μιλήσουμε για το θέμα ξανά  έτσι;».

 Πάνω στο γραφείο της Τζίνας σκορπισμένα χαρτιά περιμένουν  να τα βάλει σε τάξη. Φωτογραφίζουν την ζωή της. Μια άτακτη στοίβα χαρτιά προς τακτοποίηση δεν είναι και αυτή; Εκεί  να δεις τάξη που χρειάζεται….. 
Προσπαθεί να δουλέψει ενώ οι λέξεις χορεύουν σάμπα μπροστά στα μάτια της. Ερωτοτροπούν και μπερδεύονται σε παράξενα σχήματα.
«Μαρία; Είδες πουθενά το λεξικό;» ρωτά την συνάδελφό της που την κοιτάζει με απορία
«Βρε Τζίνα στα χέρια σου το κρατάς»
«Ναι Μαράκι,  σορρυ  δίκιο έχεις»
«Τζίνα δεν πας καλά τον τελευταίο καιρό. Τα  αφεντικά σχολιάζουν αυτές τις μέρες την απόδοσή σου… Στο λέω για να πάρεις τα μέτρα σου, μην με εκθέσεις σε παρακαλώ αλλά άκουσα τον Χοσέ να κάνει για σένα παράπονα» (Χοσε είναι το παρατσούκλι του αφεντικού, προέρχεται από το ρήμα χώνω. Στα χώνω, την χώνομαι κ.λ.π)
«Μην ανησυχείς Μαρία δεν θα αναφέρω το όνομα σου. Σ’ ευχαριστώ».  Την κόβει γιατί δεν θέλει να πλατειάσει το θέμα και να γίνει κουτσομπολιό…Ωστόσο της έχει ανέβει το αίμα στο κεφάλι. Για την εφημερίδα αυτή έχει βάλει πλάτη στην κυριολεξία. Και όχι μόνο. Έχουν ξοδευτεί ένα τσουβάλι απλήρωτες ώρες υπερωρίας για να ξεπεραστούν τα δύσκολα τότε που το χρηματιστήριο καταβρόχθιζε περιουσίες. Θύμα του ήταν και η εφημερίδα που έφτασε στο χείλος του γκρεμού. Όλοι μαζί βάλανε ένα χεράκι. Η Τζίνα λόγω ανίατης βλακείας και αυτοθυσίας, έβαλε δύο χεράκια. Μέχρι λεφτά τους δάνεισε για να καλύψουν επιταγές που έσκαγαν καθημερινά. Και τώρα που περνάει τα δικά της δύσκολα την στήνουν στον τοίχο. Και μάλιστα της τη λένε πισώπλατα δίνοντας δικαίωμα στους κακοπροαίρετους να τη σχολιάζουν.
Έμεινε στο γραφείο μέχρι να ανοίξουν τα μαγαζιά χωρίς να πιάσει στα χέρια της στυλό σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Πιεζόταν από την επιθυμία να τα χώσει στο Χοσέ, αλλά η σκρόφα η ανάγκη της έδενε τα χέρια. Την γλώσσα για να ακριβολογούμε. Η Τζίνα δεν ήταν μαθημένη να καταπίνει αδικίες. Όμως αυτή την αδικία έπρεπε να την καταπιεί αν δεν ήθελε να δει το Μίλτο να γελάει ειρωνικά λέγοντας τα δικά του. Το επεισόδιο ωστόσο, άρχισε σιγά σιγά να έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Έχει το βραδινό ραντεβού να μονοπωλεί πια την σκέψη της.
Μπήκε σε ένα μαγαζί με επώνυμα θηλυκά ρούχα, κι αγόρασε ένα φόρεμα που χωρίς να το παινευτεί την κάνει μια κούκλα. Έχει τα χρώματα της γης κι ένα σκίσιμο που φτάνει αποκαλυπτικά ψηλά. Το μπούστο του κολάζει ότι αρσενικό κινείται στην ατμόσφαιρα.
Επέστρεψε στο σπίτι χαρούμενη. Βρήκε τη Βίκυ να τρώει παγωτό χυμένη στην πολυθρόνα. Γύρω σκόρπια ρούχα, παπούτσια, παιχνίδια του Αντρέα θύμιζαν πέρασμα τυφώνα. Ο μούργος τεντώθηκε νωχελικά και κούνησε την ουρά του για υποδοχή, γιατί βαριόταν να σηκωθεί….
«Τι  έχουμε  εδώ;  Ο  τυφών «Άντριου»  πέρασε παιδιά;» λέει και πετάει στον αέρα τη ζακέτα της.
«Έλα Τζίνα ρίξε κανά μπλουζάκι και σύ για να φτιάξουμε χρωματικές πανδαισίες» της λέει γελώντας η Βίκυ ενώ ρίχνει μια περίεργη ματιά στη σακούλα  που κρατά.
«Άλα! Μαξ Μάρα ξηγιόμαστε οι προλετάριοι; Τι βλέπουν τα ματάκια μου Τζίνα;» της χαμογελάει πονηρά.
ο Αντρέας χώνει την υγρή του μουσούδα μέσα στη σακούλα.
«Μηη  βρε βλαμμένο! Πάει το φόρεμα» φωνάζει η Τζίνα και τινάζεται να τον πιάσει».
«Τι ακούνε τα αφτιά μου; Φόρεμα; Τζίνα έφυγες, «γειά σου» χα χα χαχα..»
Γελάνε και οι τρεις αλλά κάποια στιγμή η Βίκυ σοβαρεύεται απότομα και της δείχνει τον καναπέ…
«Άκου Τζίνα, ξέρεις ότι θέλω να σε βλέπω χαρούμενη, όμως  πρέπει να σου πω αυτό. Εσύ τόσα χρόνια είσαι έξω από το παιχνίδι του έρωτα. Όχι ότι εγώ έχω κάνει καμιά διατριβή, αλλά έχω μάθει πάνω στο ίδιο μου το πετσί κάποια  πράγματα. Μην αφήνεσαι σε όνειρα και μην εμπιστεύεσαι κανέναν. Τώρα θα μου πεις εγώ τα λέω αυτά ο βασιλιάς της ευπείθειας; Ναι εγώ το Άλιεν, γιατί δεν θέλω να σε δω να πονάς»
«Βίκυ ξέρεις κάτι για τον Χρήστο; Μήπως έχεις βγει μαζί του και προσπαθείς να μου το πεις με τρόπο;» ρωτά με παράπονο.
Της απαντάει εκνευρισμένη.. «Καλά βλαμμένο είσαι; Δεν θα σου το είχα ήδη πει; Όμως να, δεν έχει τα εχέγγυα, πώς να σου εξηγήσω την ανησυχία μου. Συνήθως οι χωρισμένοι άντρες και μάλιστα τόσο νωπά χωρισμένοι  συμπεριφέρονται «κάπως». Είσαι έτοιμη να εισπράξεις τη μιζέρια του και την γρουσουζιά του; Γιατί αυτό είναι βέβαιο ότι θα συμβεί….»
«Γιατί είναι βέβαιο;» την διακόπτει η Τζίνα ενοχλημένη  από την αλήθεια που ακούει και που προσπαθεί να αγνοήσει…
«Γιατί μάτια μου η γυναίκα του τον εγκατέλειψε. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό για έναν άντρα; Ο λ ε ς οι γυναίκες στην πυρά, αυτό σημαίνει… Το κατάλαβες;»
«Βίκυ μη μου το χαλάς σε παρακαλώ. Άσε με να δοκιμάσω κι άμα καώ κάηκα, θα με σβήσεις έγκαιρα φιλενάδα έτσι δεν είναι;»
Αναστέναξε βαθιά και την αγκάλιασε.
«Ρε τρελό άτομο εντάξει. Ξέρω πως δεν θα σε πείσω. Άντε  πόνα αφού το θές. Συναίσθημα είναι κι αυτό, εγώ μαζί σου είμαι…Μακάρι να κάνω λάθος….Τι θα γίνει θα σε απολαύσω με φόρεμα;»
Η Τζίνα σηκώνεται με ύφος μικρής κυρίας και με αργές  κινήσεις βγάζει από την χάρτινη τσάντα το αριστούργημα  της..
«Ουάου τέλειο! Πολύ ωραίο μεγάλη. Μπράβο ρε γούστο το αναρχικό. Εύγε!» φωνάζει η Βίκυ και χειροκροτεί.
Γελάνε, κι ενώ ο Αντρέας τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα πάνω κάτω στο σαλόνι για να τον προσέξουν, ξαφνικά  πέφτει από τη Βίκυ η ερώτηση που της κόβει τα πόδια.
«Παπούτσια; Δεν πιστεύω να το βάλεις με μποτάκια;»
«Φτού  γαμώ την γκαντεμιά μου. Αυτό ούτε που το σκέφτηκα…»
Κοιτάζει το ρολόι της. Ούτε για αστείο. Μόλις που προλαβαίνει να κάνει ένα μπάνιο και η Βίκυ φοράει δυό νούμερα πιο πάνω από αυτήν.  Τέλος τα όνειρα.
Τζίνα  δεν πέφτουμε. Ένα κολλητό παντελόνι και μπλουζάκι μακό. Άλλωστε  πρέπει να με γνωρίσει όπως είμαι. Δεν θα αλλάξω και το στυλ μου για έναν κύριο Χρήστο. Είπε στον εαυτό της.
Η Βίκυ την συμπονέθηκε αλλά με την εικόνα στη σκέψη της  «σεξυ φόρεμα και μποτάκια» πέφτει κάτω από τα γέλια….
«Συγνώμη φιλενάδα.. χαχαχαχα.. Συγνώμη αλλά δεν μπορώ να κρατηθώ…χαχαχα».
«Δεν είμαι μάτια  μου εγώ  για Μαξ Μάρα ..» μονολόγησε η Τζίνα και πήγε να κάνει μπάνιο.

Το ραντεβού τους είναι μπροστά από το Δημοτικό θέατρο στον Πειραιά. Έχουν δώσει πλήρη περιγραφή αλλά το ένστικτό της δεν της αφήνει περιθώρια αμφιβολίας. Ο πειρατής της στέκεται στη γωνία κρατώντας ένα  κόκκινο τριαντάφυλλο.  Είναι όμορφη  φυσιογνωμία. Φοράει τζήν και λευκό μπλουζάκι. Τζίνα γλίτωσες το καρναβάλι, καλά που δεν φοράς ίδιο νούμερο παπούτσια με τη Βίκυ, σκέφτεται και αναστενάζει ανακουφισμένη….
Τον πλησιάζει με αυτοπεποίθηση.
«Γεια σου Χρήστο» λέει με σταθερή φωνή και απλώνει το χέρι της. Εκείνος της χαμογελά γλυκά, της προσφέρει το άνθος και σκύβει  δίνοντας της ένα φιλί στο μάγουλο…
«Γεια σου Τζινα, είσαι πολύ  γλυκιά» της λέει και εξακολουθεί να την κοιτάζει στα μάτια.
Της προτείνει να πάνε κάπου με το αυτοκίνητο του. Παραβλέπει την συμβουλή της Βίκυς να μην μπει σε αυτοκίνητο, και δέχεται την πρόσκληση.
«Λοιπόν Τζίνα που θέλεις να πάμε;» της λέει μες την ευγένεια.
«Όπου θέλεις» του απαντά παραδομένη στη γοητεία του….
Δεν είναι ιδιαίτερα όμορφος, έχει όμως αυτό το «κάτι». Αυτό που λέμε  γοητεία. Έχει αρσενικό στυλ και κάθε του κίνηση αναδύει μια πιπεράτη θεσπέσια μυρωδιά. 
 «Τζίνα αν δεν σου αρέσω μπορείς να το πεις. Δεν υπάρχει πρόβλημα  μπορώ να γυρίσω πίσω. Τα ραντεβού στα τυφλά έχουν πάντα αυτό το ρίσκο. Είμαι έτοιμος για μια απόρριψη. Μπορούμε να μείνουμε απλά φίλοι εντάξει;» της λέει ενώ βάζει μουσική και χαμογελάει.
Τι είναι αυτά που λες μωρό μου; Σε πάω με χίλια, σκέφτεται αλλα παράλληλα της έρχονται τα λόγια της Βίκυς στο μυαλό. Νάτη η πρώτη ανασφάλεια. Τζίνα κόφτο, άσε την ψυχανάλυση.
«Το ίδιο ισχύει και για σένα Χρήστο. Εγώ πάντως είμαι οκ!»
Αντί για απάντηση απλώνει το χέρι του και το σφίγγει πάνω στο δικό της.. Είναι έτοιμη να λιποθυμήσει. Από φόβο; Από πόθο; Δεν ξέρει. Αυτά είναι ξένα συναισθήματα για την Τζίνα…
«Λοιπόν τι θα έλεγες για ένα ποτάκι;»
«Καλή ιδέα ..» του απαντά μπλοκαρισμένη ακόμα από τα συναισθήματα της.
Φτάνουν σ΄ ένα μπαράκι στην Καστέλλα. Ο χώρος φωτίζεται μόνο με  κεριά ενώ η θάλασσα απλώνεται πιάτο μπρος τα μάτια τους. Η μουσική διακριτική και απαλή. Δεν θέλεις να μιλάς, μόνο αγγίγματα θέλεις. Χώρος για να ερωτευτείς, και … να πονέσεις αργότερα.
Δεν είπανε πολλά. Μιλούσαν οι καρδιές, οι ανάγκες,το αλκοόλ; Δεν  ξέρω τι από όλα.
Ξέρω μόνο ότι ήπιανε αρκετά και  η ανατολή τους βρήκε μέσα στο αυτοκίνητο πάνω σε ένα λόφο όπου  κάνανε έρωτα  φυγής. Έναν έρωτα που η Τζίνα δεν θα ξεχάσει ποτέ, γιατί για πρώτη φορά αισθάνθηκε να είναι δύο στο ταξίδι αυτό. Ήταν στιγμές, μόνο στιγμές και το ξέρανε χωρίς να τους νοιάζει η επομένη μέρα. Χωριστήκανε χωρίς λόγια.

Το κινητό της Τζίνας είχε δεκαπέντε αναπάντητες κλήσεις και τρια μυνήματα. Συγνώμη φιλενάδα, το ξέρω ότι ανησύχησες  ελπίζω να με καταλάβεις.
Βάζοντας το κλειδί στην πόρτα  κοντοστάθηκε γεμάτη τύψεις που έκανε αυτή την ανοησία και δεν πήρε ένα τηλέφωνο τη Βίκυ για να μην ανησυχεί. Τζίνα είσαι γαιδούρι  πρέπει να το παραδεχτείς.
Μπήκε πατώντας στις μύτες αλλά η Βίκυ ήταν ξύπνια και καθόταν στον  καναπέ…..
«Είσαι καλά; Δόξα το θεό» της λέει αναστενάζοντας ανακουφισμένη….
Μέσα σε δευτερόλεπτα όμως γίνεται έξαλλη.«Είσαι τελείως αναίσθητη Τζίνα; Ένα τηλέφωνο θα σου ήταν  ιδιαίτερα δύσκολο; Δεν ήξερες ότι θα τρελαθώ από αγωνία; Που ήσουνα γαμώτο. Ξημέρωσε το ξέρεις;»
«Ό,τι και να πεις δίκιο έχεις».. της απαντά και δεν τολμά να δευτερώσει κουβέντα…
Η Βίκυ μένει για λίγα λεπτά σιωπηλή και ανάβει ένα τσιγάρο .
 Η Τζίνα κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα. Το σκηνικό της θυμίζει συμπεριφορές  της εφηβείας της όταν γυρνούσε αργά στο σπίτι και την περίμενε ξάγρυπνη η μαμά της. Εκείνη γεμάτη τύψεις περίμενε να την συγχωρέσει, και να  φιλήσει το παλιόπαιδο της, που ευτυχώς ήταν  καλά…Ένα παλιόπαιδο που πάντα έδινε την υπόσχεση ότι «δεν θα ξαναγίνει». Υπόσχεση που ασφαλώς ποτέ δεν κρατούσε..
Μούτρα της κρατούσε ακόμα και ο Αντρέας που είχε εισπράξει το κλίμα έχοντας πάρει θέση με το μέρος της Βίκυς….
 Η Βίκυ κοιτάζει με την άκρη του ματιού της το έτοιμο να βάλει τα κλάματα βλέμμα της Τζίνας και της σκάει το πρώτο χαμόγελο…..
«Πέρασες τουλάχιστον καλά βρέ ουφο;» Της λέει  χαμογελώντας  πλατειά, κι αγκαλιαστήκανε σφιχτά.
«Συγνώμη, δεν θα ξαναγίνει, είμαι απαράδεκτη….. φίλοι;»
«Μπορώ να κάνω  και  αλλιώς βρε τρελλαμένο;» ….
Η Τζίνα έκανε ένα ζεστό μπάνιο, κι η Βίκυ έφτιαξε καφέ που τον ήπιαν καθισμένες στις μπαμπού πολυθρόνες της βεράντας συζητώντας επί της «ημερησίας διατάξεως» όπως είπε η Βίκυ, που είχε ένα και μοναδικό θέμα, τον Χρήστο.
  «Τζίνα δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι για σένα. Μακάρι… μακάρι όλα να πάνε καλά» λέει η Βίκυ μ’ ένα αναγνωρίσιμο κράτημα στη φωνή της. Την φοβίζει ο ενθουσιασμός της φίλης της, αλλά δεν θεωρεί ότι είναι η κατάλληλη στιγμή για να το συζητήσουν.
      Η επόμενη μέρα στο γραφείο είναι εξοντωτική. Τα μάτια της Τζίνας  κλείνουν και  το μυαλό της ταξιδεύει. Το κινητό  της δεν έχει χτυπήσει ούτε μία φορά. Ούτε ένα μήνυμα Αυτό ήταν λοιπόν! Τόσο λίγο κρατάνε τα όμορφα. Τελικά Τζίνα άρχισες να αφήνεις χαραμάδες. Η ζωή είπαμε σε θέλει μπετόν. Λίγο να λασκάρεις και σε φάγανε. Η αδυναμία σε κάνει φυτό. Το ξέρεις καλά ότι είσαι ευάλωτη συναισθηματικά, και πως τα αρσενικά αντιλαμβάνονται αυτή την αδυναμία. Μα την αλήθεια δεν μπορώ να το καταλάβω, λίγο μια σταλίτσα να γίνεις ο εαυτός σου και να αφεθείς, χραπ σε αρπάζουν και σε χτυπούν σαν νάσουν σάκος του μπόξ. Οκ. Φίλε, μπετόν θέλεις; Πάρτο!  
Χωρίς δεύτερη σκέψη κλείνει το κινητό της. Δεν περιμένει τίποτα άρα είναι free. Εμπρός δουλειά Τζίνα. Η καλλίτερη θεραπεία….
 Ρίχτηκε με τα μούτρα στα χαρτιά της. Τα έβαλε με τη  Μαρία που δεν της έφταιξε τίποτα το κοριτσάκι, τα έβαλε και με τους συντάκτες, και με τον εαυτό της τα έβαλε που έκανε σαν υστερική γριά. Το κινητό όμως δεν το άνοιξε…..

«Τζίνα έχεις κάτι;»τη ρώτησε η Βίκυ που την είδε μουτρωμένη  να διαβάζει μικυ μάους  ξαπλωμένη στον καναπέ.
«Όχι τίποτα» απαντά ελπίζοντας ότι θα την ξαναρωτήσει.
«Έλα άσε τα παιδιαρίσματα και πες μου. Ο Χρήστος;  Αα…και γιατί  είχες κλειστό το κινητό σου σήμερα; Τρείς φορές πήρα, και το τηλέφωνο του γραφείου σου ήταν συνέχεια κατειλημμένο»
«Καλά. Αυτό είναι μπουρδελο, δεν είναι τηλέφωνο γραφείου» Απομονώνει έντεχνα την απάντηση.
«Τζίνα άλλο σε ρώτησα»..
«Το είχα κλείσει γιατί δεν  χτυπούσε και μου έσπασε τα νεύρα»
«Συνήθως όταν  χτυπάει μας τα σπάει,  ή κάνω λάθος;»
 «Εντάξει. Δεν με πήρε ούτε για μια καλημέρα…» της λέει και βουρκώνει…..
«Καλά, είσαι τελείως χαζό. Άνοιξε το τηλέφωνο και άσε τα σπαστικά. Κοίτα την αλήθεια στα μάτια και μην εθελοτυφλείς. Αν τέλειωσε τέλειωσε, καλλίτερα να το ξέρεις παρά να το υποψιάζεσαι», είπε αυστηρά παίρνοντας το κινητό της στα χέρια της ζητώντας παράλληλα το pin χωρίς να αφήσει περιθώρια αντίρρησης..
Τελικά είχε τρία  μηνύματα. Ήταν  από τον Χρήστο…. 
Το χαμόγελο επανέρχεται στα χείλη της,       
«Τι να σου πω τώρα φιλενάδα. Δεν γλιτώνεις με τίποτα το lexotanil pie.» λέει γελώντας η Βίκυ, και μπαίνει στο μπάνιο…
Η Τζίνα δεν χάνει στιγμή και του τηλεφωνεί….
«Έλα τι κάνεις; Συγνώμη αλλά μου τελείωσε η μπαταρία, και δεν είχα φορτιστή στο γραφείο. Τώρα μόλις είδα τα μηνύματα σου»
«Δεν πειράζει καλή μου,  κατάλαβα ότι κάτι τέτοιο  έχει συμβεί» της απαντά τρυφερά και την πιάνει μονότερμα.
«Άσε προβλήματα με την πρώην μου, θέλει διατροφή, τα ακίνητα, όλη την οικοσκευή, και αρνείται να με αφήσει να βλέπω τα παιδιά. Η πεθερά μου  ήρθε σπίτι και απαίτησε να φύγω εκείνη τη στιγμή …»
«Και πως βρέθηκες στο σπίτι;» ρωτά πειραγμένη κατά βάθος η Τζίνα
 «Πήγα να πάρω κάτι πράγματα, κάθισα να πιω και ένα καφέ με την Λένα, να δω και τα παιδιά…. Και μπήκε ξαφνικά η πεθερά μου και έγινε το σώσε….. η Λένα άρχισε να βρίζει…»
  Τον διακόπτει γιατί το δικό της κινητό έγραφε και δεν είχε και καμία όρεξη να ακούσει τι έκανε η Λένα και η πεθερά του. Άλλα πράγματα ήθελε να ακούσει. Να πούνε για χτες, για το αύριο του χτες, κι όχι για την πεθερά του…..
Το καταλαβαίνει και το μαζεύει όπως όπως «Μην σε ζαλίζω με τα δικά μου. Πέρασες όμορφα χθες καλή μου; Εγώ πολύ. Θα ήθελες να ξαναβρεθούμε;»
«Φυσικά και θέλω» του απάντησε θεωρώντας χαζή την ερώτηση, και αυτονόητη την απάντηση.
 Η Βίκυ εν τω μεταξύ είχε βγει από το μπάνιο και παρακολουθούσε τη συζήτηση τρίβοντας μηχανικά με την πετσέτα τα βρεγμένα μαλλιά της.
«Ξέρεις δεν σκοπεύω να υποχωρήσω ούτε πιθαμή. Ακούς εκεί να μου πάρει όλα τα πράγματα. Να δεις που θα αλλάξει κλειδαριές. Αυτό δεν θα το δεχτώ έτσι  απλά. Θα γίνει χαμός», συνέχισε μη μπορώντας να απαρνηθεί το χούι του ο πειρατής.
Την ξενέρωσε εντελώς, αλλά  η ανάμνηση της χτεσινής βραδιάς την έκανε να τον ακούει  χωρίς  να αντιδρά.
«Πότε θα βρεθούμε» τον ρώτησε για να βάλει φρένο στην φλυαρία του και μάλιστα από το κινητό της».
«Θα σε πάρω αύριο καλή μου εντάξει; Θέλω να ξέρεις όμως ότι εγώ είμαι σε μια  περίεργη «φάση». Μην περιμένεις από μένα πολλά πράγματα»
«Να περιμένω  τι δηλαδή;» απαντά αν και ήξερε καλά τι εννοούσε.
«Να, να μην επενδύσεις συναισθηματικά επάνω μου. Δεν ξέρω μπορεί και να το δω διαφορετικά αργότερα, αλλά δεν σου υπόσχομαι τίποτα…»
Την έπιασε ταραχή, αλλά δεν τον άφησε να καταλάβει τίποτα.
«Δεν υπογράφουμε συμβόλαια μάτια μου. Το ίδιο ισχύει και για μένα άλλωστε. Δεν θέλω σοβαρή σχέση. Με τίποτα». Του απαντά ο εγωισμός της
«Οκ τα λέμε αύριο φιλιά».
«Φιλιά» του ανταπαντά με το πρώτο αγκάθι ήδη καρφωμένο στην καρδιά της.
Μερικές φορές τα πράγματα είναι ολοφάνερα μπροστά σου. Σου μιλάνε αλλά εσύ αρνείσαι να τα ακούσεις. Ίσως είναι μια εσωτερική ανάγκη να ζεις σε ψευδαισθήσεις. Μπορεί και επειδή το συναίσθημα που νομίζεις ότι είναι έρωτας, τη στιγμή που το έχεις ανάγκη, φωνάζει τόσο δυνατά, που σκεπάζει την φωνή της λογικής. Υγιές δεν είναι. Ανθρώπινο όμως είναι εντελώς…
Η Βίκυ διακόπτει τη σκέψη της παρατηρώντας ανήσυχη το κατσουφιασμένο της ύφος, και την νευρικότητα της καθώς αναζητά τα τσιγάρα της.
«Τι σου είπε ρε και συννέφιασες;»
«Να μην επενδύσω πάνω του συναισθηματικά γιατί είναι σε “φάση”».
«Α, χα!  Κι εσύ τι σκοπεύεις να κάνεις; Επενδύσεις σε καμένο χαρτί;»
«Δεν ξέρω τι έχω πάθει. Τον θέλω. Θα το παλέψω και όπου βγει»   
«Δεν θα βγει αυτό στο υπογράφω. Ένα ωραίο πρωί θα βρεθείς μπροστά σε ένα καθρέφτη και θα μουντζώνεσαι για τον χρόνο και την ψυχή που σπατάλησες μαζί του. Θυμήσου Τζίνα αυτή την κουβέντα μου. Δεν θα σου πω τίποτε άλλο».
 «Φτιάχνουμε μακαρονάδα;» λέει η Τζίνα για να κόψει την κουβέντα ενοχλημένη από τις αλήθειες που ακούει.
«Αντρέα κουζίνα γρήγορα…»
Βράσανε νερό και ρίξανε το σπαγγέτι. Κάποια στιγμή η Τζίνα παίρνει από την κατσαρόλα ένα μακαρόνι και το κολλάει στον τοίχο…..
«Ξέρεις το κόλπο να δεις αν είναι έτοιμα;», ρωτά και αρχίζει να γελάει….
«Σιγά μην δεν το ξέρω» απαντάει η Βίκυ και πετάει άλλο ένα το οποίο κολλάει πάνω στο τζάμι. Ο Αντρέας πηδάει να το πιάσει κάνοντας τα τζάμια  ελεεινά. Σε λίγα λεπτά η κουζίνα γίνεται σε μαύρο χάλι από τα κολλημένα μακαρόνια, γελάσανε και παίξανε σαν παιδιά. 
 «Τζίνα κοίτα με τρόπο απέναντι στο ρετιρέ .. Με τρόπο είπα  ούφο…»
«Αμάν τι παιδί!! Λουκουμάκι  συριανό φιλενάδα. Και μας κοιτάει ….»
«Ναι μωρή σε κοιτάει, αλλά  εσύ έχεις την «ψυχεδέλεια» στο μυαλό σου  βλαμμένο..»
Φάγανε όσα μακαρόνια είχαν απομείνει στην κατσαρόλα, κάνανε και μια γενναία φασίνα στην κουζίνα, ήπιανε και ένα μπουκάλι μαδέϊρα που είχε φέρει από την  Πορτογαλία η Βίκυ  και νοιώσανε αρκετά καλύτερα….


H  γνωριμία της Τζίνας με τον  Χρήστο  φάνηκε από την αρχή ότι θα ήταν θυελλώδης,
Ο Χρήστος ήταν ένας γοητευτικός άντρας. Άτομο ανασφαλές και εγωίσταρος του κερατά συγχρόνως. Διέθετε μια φυσική ευγένεια που σκλάβωνε. Η φωνή του ζεστή με sexy χροιά. Τα μάτια του βαθυπράσινα, και το βλέμμα του αλαζονικό. Ένας νάρκισσος δηλαδή που έχει παρεξηγήσει  την έννοια αυτονομία και ελευθερία στη σχέση. Τόσο αντιφατικό άτομο νομίζω ότι  δεν  συναντάς εύκολα  στη ζωή σου. Εκεί που βρίσκεσαι μαζί του στους ουρανούς σε πάει στην κόλαση. Με ένα δικό του τρόπο σε γειώνει. Σε προσγειώνει τόσο ανώμαλα που δεν προλαβαίνεις να καταλάβεις τι έγινε. Άντρας  πρόκληση  για γυναίκες  ετοιμοπόλεμες …….
 Η Τζίνα δεν είχε δοκιμάσει ποτέ τις αντοχές της με άτομα σαν τον Χρήστο. Οι μέχρι τώρα άντρες που είχε συναναστραφεί ερωτικά ήταν μάλλον του χεριού της γι αυτό και τους βαριόταν.

 Σχετικό δηλαδή το «του χεριού της» γιατί τελικά ένα παπάβουλο  είναι που λέει και η φίλη της. Η υπερβολική ευαισθησία, και ο παθολογικός της αυτοσεβασμός πάντα γινόταν το όπλο τους για να αντιστέκονται στην αυτάρκεια της. Δεν αντιδρούσε ποτέ άσχημα όταν ανακάλυπτε μπαμπέσικες συμπεριφορές. Την απογοήτευση και την αξιοπρέπεια της έπαιρνε μόνο όταν αποχωρούσε από κάθε σχέση. Αυτό ακριβώς συνέβη και με τον Μίλτο με τον οποίο δεν είχε μιλήσει από τη μέρα που έφυγε από το σπίτι. Το ρόλο του συνομιλητή είχε αναλάβει η δικηγόρος του, η οποία τη πίεσε ασφυκτικά να παραιτηθεί απ’ τα περιουσιακά στοιχεία. Λες και το μόνο πράγμα που άφησε πίσω της ήταν αυτά.












Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2014

Γράμματα και μηνύματα εκτελεσμένων πατριωτών της Εθνικής Αντίστασης

ΛΥΚΟΥΡΙΝΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ 14 χρόνων, από την Καλλιθέα : «Πατέρα, με πηγαίνουν στην Καισαριανή για εκτέλεση με άλλους επτά κρατούμενους. Μη λυπάστε! Πεθαίνω για τη Λευτεριά και την Πατρίδα».
ΑΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ ΣΠΗΛΙΟΣ 22 χρόνων, από την Ηλεία :«Έτσι πεθαίνουν οι τίμιοι αγωνιστές. Πεθαίνω περήφανος. Ζήτω η Λευτεριά! Ζήτω ο ελληνικός λαός!
ΓΛΕΖΟΣ ΝΙΚΟΣ 22 χρόνων, από την Πάρο: «Αγαπητή μητέρα, σας φιλώ. Χαιρετισμούς. Σήμερα πάω για εκτέλεση πέφτοντας για τον ελληνικό λαό».
ΚΙΟΣΕΣ ΛΕΥΤΕΡΗΣ 19 χρόνων, από το Χαλάνδρι :«… Δεν τρέμω καθόλου, αλλά γράφω όρθιος. Αναπνέω για τελευταία φορά το μυρωμένο ελληνικό αέρα. Χαίρε Ελλάδα, πατρίδα ηρώων. Ζήτω η πατρίδα!»
ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ ΗΡΩ 17 χρόνων από την Αθήνα:«Υπομονή κι υπομονή, καρτέρι και καρτέρι, και τούτος ο Σεπτέμβριος τη Λευτεριά θα φέρει».
Σε ένα από τα τετράστιχά της, λίγο πριν εκτελεστεί.
ΛΑΜΠΡΙΝΙΔΗΣ ΜΑΝΟΛΗΣ «1-5-44. Αφήνω γεια σε όλους σας. Σας φιλώ όλους. Γεια σας για πάντα. Ζήτω η Ελλάς, ζήτω το ΕΑΜ!»
ΛΙΤΙΝΑΣ ΜΑΝΟΛΗΣ 28 χρόνων, από την Κρήτη: «Σήμερα το πρωί τουφεκιζόμεθα. Πέφτουμε για την πατρίδα, με γέλιο στα χείλη για τη Λευτεριά. Πέφτουμε για τη Λευτεριά. Να είστε περήφανοι».
ΜΑΚΡΗΣ ΙΑΚΩΒΟΣ Από το Γύθειο : «Έχω πολύ, μα πάρα πολύ θάρρος και αντιμετωπίζω την κατάσταση γελαστός. Να είστε υπερήφανοι. Κρατήστε ψηλά-ψηλά τη σημαία και θάψτε τον αιμοβόρο φασισμό, ξένο και ντόπιο. Το σώμα μας ας γίνει ολοκαύτωμα για τη λαοκρατία, θυσιάζοντάς το στο βωμό της Λευτεριάς».
ΜΑΝΩΛΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΣΤΑΣ Δάσκαλος από την Αμαλιάδα: «Πεθαίνω για τη Λευτεριά».
ΜΑΡΙΑΚΑΚΗΣ ΝΙΚΟΣ Γεωπόνος από τα Χανιά: «Καλύτερα να πεθαίνει κανείς στον αγώνα για τη Λευτεριά, παρά να ζει σκλάβος».
ΜΠΟΥΡΑΣ ΚΩΣΤΑΣ Από το Μελιγαλά: «… Σας φιλώ όλους. Ζήτω η Ελλάδα!»
ΟΡΦΑΝΤΗΣ ΚΩΣΤΑΣ 19 χρονών : «Αύριο, 16 Ιανουαρίου, θα με τουφεκίσουν. Ζήτω η γλυκιά μας Ελλάδα».
ΡΕΜΠΟΥΤΣΙΚΑΣ ΜΗΤΣΟΣ Από την Αχαγιά Πάτρας :«Αγαπημένοι μου, ο θάνατός μου δεν θα πρέπει να σας λυπήσει, αλλά να σας ατσαλώσει πιο πολύ για την πάλη που γίνεται. Σφίξτε τις καρδιές σας και βγείτε παλικάρια από τη νέα δοκιμασία. Έτσι θα μας τιμήσετε καλύτερα. Όταν ο άνθρωπος δίνει τη ζωή του για ανώτερα ιδανικά, δεν πεθαίνει ποτέ».
ΚΟΥΝΔΟΥΡΟΣ ΡΟΥΣΟΣ Βουλευτής των Φιλελευθέρων, από τη Νεάπολη της Κρήτης. Πρωτοστάτησε στην ίδρυση του ΕΑΜ : «… Θα προχωρήσω περήφανος, γιατί γεννήθηκα Έλληνας. Δυστυχώς, το βάρος αυτής της κληρονομιάς δεν το αισθάνονται όλοι. Στρέφομαι σε σας, διαλεχτοί μου για να σας επαναλάβω εκείνο που πολλές φορές σας έλεγα. Η ζωή μου ανήκει στην πατρίδα. Καμιά θυσία δεν μπορεί να θεωρηθεί μεγάλη όταν γίνεται για την Ελλάδα και καμιά κληρονομιά δεν είναι πιο μεγάλη από εκείνη που αφήνει ένας τίμιος θάνατος για την πατρίδα».
ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ ΣΑΒΒΑΣ Από την Καλλίπολη Θράκης: «Ας μάθει όλη η Ελλάδα πως ούτε στιγμή δεν χάσαμε την πίστη για την τελική νίκη. Καμιά δύναμη δεν θα μπορέσει να τσακίσει το Κ.Κ.Ε. Θα νικήσει!»
ΣΙΡΜΠΑΣ ΚΩΣΤΑΣ 22 χρόνων, από τα Τρίκαλα Θεσσαλίας :«… Έχετε γεια! Ζήτω η Ελευθερία! Ήταν γραφτό να πεθάνω τον Απρίλη».
ΣΟΥΚΑΤΖΙΔΗΣ ΝΑΠΟΛΕΩΝ Από την Κρήτη (καταγόταν από την Προύσα της Μικράς Ασίας) : «Πατερούλη, πάω για εκτέλεση. Να’ σαι περήφανος για το μοναχογιό σου. Γεια, γεια πατερούλη. Αδελφούλα μου, πάω για εκτέλεση. Σε λάτρεψα πολύ, όσο και τη γυναίκα μου. Δεν μπόρεσα να σας κάνω ευτυχισμένες. Λίγη αγάπη στον μπαμπά, όσο ζει. Γεια, γεια σου λατρευτή μου αδελφούλα».
ΣΙΝΑΝΟΓΛΟΥ ΣΤΑΥΡΟΣ Καταγόταν από τη Μικρά Ασία : «Αγαπημένοι μου γονείς, όταν θα λάβετε την παρούσα επιστολή μου, εγώ δεν θα είμαι πια ζωντανός. Δεν θα κλάψετε για μένα. Δεν θέλω δάκρυα και θρήνους. Εσείς ξέρετε, διότι πάντα σας το έλεγα, ότι εγώ δεν θα πεθάνω άρρωστος στο κρεβάτι, αλλά θα πεθάνω όρθιος, μαχόμενος, και από μπαρούτι. Έτσι και θα γίνει σε λίγες ώρες. Μη στεναχωριέστε καθόλου. Το εναντίον, πρέπει να είστε υπερήφανοι για μένα, που θυσιάζομαι στον αγώνα για τη πατρίδα και την ελευθερία».
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ ΣΕΡΑΦΕΙΜ Από τα Μεγάλα Καλύβια Θεσσαλίας :«Αγαπητέ Νίκο, όταν θα πας στα Τρίκαλα, πέρνα από το χωριό μου και φίλα μου το γέρο μου. Οι κόποι του με έφεραν ως εδώ. Δεν ζηλεύω αυτούς που ζουν, μα αυτούς που θα ζήσουν σ’ ένα κόσμο ελεύθερο».
ΤΣΑΤΣΟΥ ΔΗΜΗΤΡΑ 24 χρόνων, από τη Λάρισα: «Αγαπημένες μου φίλες, συντρόφισσες στον αγώνα για την Ελευθερία, πεθαίνω άξια και τιμημένα, σαν Ελληνίδα. Όμως μη λυπάστε. Άλλες θα ξεφυτρώσουν μετά το θάνατό μου, χιλιάδες. Μανούλα, χάνεις μια κόρη που δεν σου ανήκει, γιατί ανήκει πριν απ’ όλα στην Ελλάδα. Με το θάνατό μου γίνονται κόρες σου όλες οι κόρες της Ελλάδας κι εσύ γίνεσαι μάνα όλου του κόσμου και όλων των λαών που πολεμούν για τη Λευτεριά, τη δικαιοσύνη και την ανθρωπότητα. Είμαι περήφανη, ώστε δεν περίμενα τέτοια τιμή να πεθάνω εγώ, ένα φτωχό κορίτσι του λαού, για ιδανικά τόσο ωραία και υψηλά. Θα ήθελα η εκτέλεση μου να γίνει σ’ ανοιχτό χώρο για να ρίξω μια τελευταία ματιά μου στον Όλυμπο και στα βουνά όπου κατοικεί η αξία κι η ελπίδα της Ελλάδας. Στον τάφο μου φέρνετε, αν μπορείτε, κόκκινα λουλούδια. Τίποτ’ άλλο. Και χτυπάτε με κάθε μέσο τη βαρβαρότητα».
ΤΣΙΡΚΑΣ ΚΩΣΤΑΣ Από την Ήπειρο :«Γεια και χαρά! Σας φιλώ όλους με πολλή αγάπη». «Πρωτομαγιά. Γεια σας όλοι, πάμε για μάχη».
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΧΡΗΣΤΟΣ : «Η βραδιά πέρασε όλο με τραγούδια πατριωτικά. Γλυκιά μου μάνα, φεύγω. Το κορμί μου πια δεν υπάρχει. Μην κλαις, ηρωικιά Ελληνίδα. Άσε τα δάκρυα. Γέρο, κουράγιο. Σφίξε τα δόντια. Σπύρο… άγριε! Να κάθεσαι ήσυχα και ξέρε ότι οι τσολιάδες με σκοτώνουν μια, κι ήθελες και συ να γίνεις τέτοιος… Θάρρος, κουράγιο! Πεθαίνω και βλέπω τη Λευτεριά να γλυκοχαράζει».
*Από το βιβλίο "Γράμματα και μηνύματα εκτελεσθέντων πατριωτών της Εθνικής Αντίστασης" -  ΠΕΑΕΑ (Πανελλήνια Ένωση Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης)
---
Με αφορμή τη μαύρη επέτειο της 1ης Μαϊου 1944, που εκτελέσθηκαν στην Καισαριανή, 200 Αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης. 
Από tvxs 
Κατηγορία άρθρου:

Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2014

Άκου, Ανθρωπάκο...

Βίλχελμ Ράιχ, ένας αγωνιστής και βαθύς γνώστης της ανθρώπινης ψυχής. Ο ψυχίατρος και ψυχαναλυτής που άσκησε δριμύτατη κριτική στα υφιστάμενα κοινωνικά καθώς και σεξουαλικά ήθη. Έγινε γνωστός κυρίως απ' τα βιβλία του "Η Μαζική Ψυχολογία του Φασισμού" και "Άκου, Ανθρωπάκο". Το βιβλίο "Άκου, Ανθρωπάκο" πρόκειται για την κραυγή αγωνίας αυτού του μεγάλου στοχαστή, ο οποίος βλέπει τα σπέρματα του φασισμού καθώς και του ολοκληρωτισμού μέσα στον κοινό και καθημερινό άνθρωπο.
Ιδού μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα απ' το βιβλίο του "Άκου Ανθρωπάκο".


ΑΚΟΥ, ΑΝΘΡΩΠΑΚΟ

Σε φωνάζουν Ανθρωπάκο, Κοινό Άνθρωπο. Λένε πως χάραξε η εποχή σου, η «Εποχή του Κοινού Ανθρώπου».
Μα δεν είσαι συ που το λες, ανθρωπάκο. To λένε εκείνοι, οι αντιπρόεδροι των μεγάλων εθνών, οι εργατοπατέρες, οι μετανιωμένοι γιοι των αστών, οι πολιτικοί και οι φιλόσοφοι. Σου προσφέρουν το μέλλον, μα δε ρωτούν για το παρελθόν σου.
Κι όμως, είσαι κληρονόμος ενός τρομερού παρελθόντος. Τούτη η κληρονομιά καίει στη χούφτα σου σα διαμάντι φλεγόμενο. Εγώ αυτό έχω να σου πω.
Ο γιατρός, ο τσαγκάρης, ο μηχανικός ή ο εκπαιδευτικός, για να προκόψουν στη δουλειά τους και να κερδίσουν το ψωμί τους, πρέπει να γνωρίζουν τις ελλείψεις τους. Εδώ και κάμποσες δεκαετίες παίρνεις παγκοσμίως τα ηνία στα χέρια σου. To μέλλον της ανθρωπότητας θα εξαρτηθεί από τις σκέψεις και τις πράξεις σου. Όμως, οι δάσκαλοι κι οι αφέντες σου δε σου μιλάνε για τον τρόπο που σκέφτεσαι πραγματικά. Δε σου λένε ποιος είσαι στα αλήθεια. Κανένας δεν τολμά να σε φέρει αντιμέτωπο με τη μοναδική πραγματικότητα που έχει τη δύναμη να σε καταστήσει κύριο του πεπρωμένου σου. Είσαι «ελεύθερος» από μια άποψη μονάχα: ελεύθερος από την αυτοκριτική, που μπορεί να σε βοηθήσει να κουμαντάρεις τη ζωή σου.
Δε σ' άκουσα να παραπονιέσαι ποτέ: «Με εκθειάζετε σαν το μελλοντικό αφέντη του εαυτού μου και του κόσμου μου. Αλλά δε μου λέτε πώς γίνεται κανείς αφέντης του εαυτού του. Δε μου λέτε ποια είναι τα λάθη και τα ελαττώματά μου, πού σφάλλω στον τρόπο που σκέφτομαι και πράττω».
Επιτρέπεις στους ισχυρούς να απαιτούν τη δύναμη εν ονόματι «του ανθρωπάκου». Όμως, εσύ ο ίδιος παραμένεις βουβός. Ενισχύεις τους ισχυρούς με περισσότερη δύναμη. Επιλέγεις για εκπροσώπους ανθρώπους αδύναμους και κακοήθεις. Τελικά διαπιστώνεις πάντα, πολύ αργά, πως σ' έπιασαν κορόιδο.
Σε καταλαβαίνω! Κι ετούτο επειδή αντίκρισα αμέτρητες φορές γυμνό το κορμί και την ψυχή σου. Σε είδα δίχως τη μάσκα σου, την κομματική σου ταυτότητα ή την εθνική σου υπερηφάνεια. Γυμνό σα νεογέννητο, γυμνό σα στρατάρχη ξεβράκωτο. Σ' άκουσα να κλαις και να οδύρεσαι. Μου μίλησες για τα προβλήματά σου, τις αγάπες και τους πόθους σου. Σε ξέρω και σε καταλαβαίνω. Και θα σου πω τι είσαι, ανθρωπάκο, επειδή πιστεύω πραγματικά στο ιρανό σου μέλλον. Μα επειδή το μέλλον σού ανήκει, αναμφίβολα σου ανήκει, ρίξε μια ματιά στον εαυτό σου. Κοίτα τον όπως είναι πραγματικά. Άκου αυτό που κανένας από τους ηγέτες και τους αντιπροσώπους σου δεν τολμά να σον πει:
ΑΚΟΥ, ΑΝΘΡΩΠΑΚΟ

Είσαι «άνθρωπος μικρός, κοινός». Συλλογίσου τη δι-λή έννοια που έχουν τούτες οι λέξεις, «μικρός» και «κοινός»...
Μην το βάζεις στα πόδια! Βρες το κουράγιο να αντικρίσεις τον εαυτό σου!
«Με ποιο δικαίωμα μου κάνεις κήρυγμα;» Βλέπω την ερώτηση στο τρομαγμένο βλέμμα σου. Σ' ακούω να την ξεστομίζεις όλο αυθάδεια. Φοβάσαι να αντικρίσεις τον εαυτό σου, ανθρωπάκο. Φοβάσαι την κριτική, όσο και τη δύναμη που σου υποσχέθηκαν. Αλήθεια, πώς σκέφτεσαι να χρησιμοποιήσεις τη δύναμή σου; Δεν ξέρεις. Φοβάσαι και να σκεφτείς ακόμη πως μπορεί κάποια μέρα να 'σαι διαφορετικός: ελεύθερος αντί φοβισμένος, ειλικρινής αντί ραδιούργος, να χαίρεσαι τον έρωτα, όχι σαν τον κλέφτη μες στη νύκτα, αλλά ανοικτά, στο φως του ήλιου. Απεχθάνεσαι τον εαυτό σου, ανθρωπάκο. Αναρωτιέσαι, «Ποιος είμαι εγώ που θα 'χω άποψη, θα κουμαντάρω τη ζωή μου και θα αποκαλώ ολάκερη την οικουμένη δική μου;» Δίκιο έχεις. Ποιος είσαι εσύ που θα διεκδικήσεις τη ζωή σου; Ε, λοιπόν, θα σου πω ποιος είσαι.
Διαφέρεις από τον ισχυρό σε τούτο μόνο, ο ισχυρός υπήρξε κάποτε ένας πολύ μικρός ανθρωπάκος, αλλά ανέπτυξε μια σημαντική ικανότητα. Αναγνώρισε την ποταπότητα και την ανεπάρκεια των σκέψεων και των πράξεών του. Κάτω από την πίεση κάποιου έργου που θεώρησε σημαντικό, έμαθε να διακρίνει οτι η μικρότητα κι η ευτέλειά του απειλούσαν την ευτυχία του. Με άλλα λόγια ο ισχυρός γνωρίζει πότε και σε τι είναι ανθρωπάκος. Ο ανθρωπάκος, όμως, δε γνωρίζει ότι είναι ποταπός και φοβάται να το μάθει. Κρύβει την ποταπότητα και την ανεπάρκειά του πίσω από αυταπάτες δύναμης και μεγαλείου, τη δύναμη και του μεγαλείου κάποιου άλλου. Είναι περήφανος για τους μεγάλους στρατηγούς του, αλλά όχι για τον εαυτό του. Θαυμάζει την ιδέα που δεν είχε κι όχι εκείνη που είχε. Όσο λιγότερο καταλαβαίνει κάτι, τόσο περισσότερο πιστεύει σ' αυτό. Κι όσο καλύτερα αντιλαμβάνεται μια ιδέα, τόσο η πίστη του σ' αυτήν κλονίζεται.
Ας αρχίσω, όμως, από τον ανθρωπάκο που έχω μέσα μου.
Επί εικοσιπέντε χρόνια υπερασπίζομαι, γραπτά και προφορικά, το δικαίωμά σου στην ευτυχία. Κατακρίνω την ανικανότητά σου να καρπώνεσαι εκείνο που σου ανήκει, να διασφαλίζεις όσα κέρδισες με αίμα στο Παρίσι και στη Βιέννη, στον αμερικανικό εμφύλιο και τη ρωσική επανάσταση. Μα το Παρίσι σου κατέληξε στον Πετέν και τον Λαβάλ, η Βιέννη σου στον Χίτλερ, η Ρωσία σου στον Στάλιν και η Αμερική σου κινδυνεύει να καταλήξει στα χέρια της Κου Κλουξ Κλαν! Καταφέρνεις να κερδίζεις την ελευθερία σου, μα δεν μπορείς να τη διασφαλίσεις για τον εαυτό σου και τους άλλους. Αυτό το γνώριζα από καιρό. Εκείνο, όμως, που δεν καταλάβαινα ήταν γιατί, αφού κατόρθωνες να βγεις παλεύοντας απ' το βούρκο, βούλιαζες κάθε φορά σ' ένα χειρότερο. Έπειτα, ψηλαφιστά, παρατηρώντας προσεκτικά γύρω μου, ανακάλυψα σταδιακά ποιό είναι εκείνο που σε κρατά δέσμιο: είσαι δεσμώτης του εαυτού σου. Ο μόνος υπεύθυνος για τη σκλαβιά σου είσαι εσύ ο ίδιος. Μόνον εσύ και κανένας άλλος, άκου που σου λέω!

«Δε σʼ αγαπούν ανθρωπάκο, σε περιφρονούν, επειδή περιφρονείς τον εαυτό σου. Σε ξέρουν απ' έξω κι ανακατωτά. Γνωρίζουν τις χειρότερες αδυναμίες σου, όπως θα έπρεπε να τις γνωρίζεις εσύ. Σε θυσίασαν σʼ ένα σύμβολο κι εσύ τους έδωσες τη δύναμη να σʼ εξουσιάζουν. Εσύ ο ίδιος τους αναγόρευσες αφεντικά σου και συνεχίζεις να τους στηρίζεις, παρόλο που πέταξαν τις μάσκες τους. Στο είπαν κατάμουτρα: “Είσαι και θα είσαι πάντα κατώτερος, ανίκανος να αναλάβεις την παραμικρή ευθύνη”. Κι εσύ τους αποκαλείς καθοδηγητές και σωτήρες και φωνάζεις “ζήτω, ζήτω”»,
«Σε φοβάμαι, ανθρωπάκο. Σε τρέμω, επειδή από σένα εξαρτάται το μέλλον της ανθρωπότητας. Σε φοβάμαι επειδή το κυριότερο μέλημα σου στη ζωή είναι να δραπετεύεις από τον εαυτό σου. Είσαι άρρωστος, ανθρωπάκο, άρρωστος βαριά. Δε φταις εσύ γιʼ αυτό, μα έχεις υποχρέωση να γιατρευτείς. Θα ʽχες από καιρό αποτινάξει τα δεσμά σου, αν δεν ενθάρρυνες ο ίδιος την καταπίεση και δεν τη στήριζες άμεσα με τις πράξεις σου»

Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2014

ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΕΙΣ ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ,ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

Μέρα με τη  μέρα η κατάσταση στο γάμο της Τζίνας γινόταν βαρύτερη. Συνεπής με τον εαυτό της επισκέφτηκε μια σύμβουλο γάμου που της σύστησε κάποιος φίλος που είχε “σώσει” τον γάμο του με τον τρόπο αυτό. Πήγε λοιπόν σε μια κυρία Αλεξιάννα Τόλιου για μια τελευταία προσπάθεια διάσωσης του «πλοίου». Δεν ήθελε να έχει  καμιά αμφιβολία ότι δεν το έψαξε και πιο βαθιά. Ότι δεν προσπάθησε.
Η κυρία «σύμβουλος» ζήτησε να δει και τον Μίλτο όπως ήταν φυσικό. «Δεν είμαι τρελός να πάω σε γιατρό» ήταν η απάντηση του.
Η κυρία Αλεξιάννα  είπε πως δεν μπορούσε να κάνει τίποτα μονόπλευρα. Της έδωσε λοιπόν δυο σελίδες «πρέπει» μαζί με την «ευχή» της για ό,τι καλλίτερο. Φυσικά θα ήταν σε επαφή μαζί της. Μια επαφή που κόστιζε πενήντα ευρώ την ώρα.
Είναι απίστευτο πόσο απλά τα λένε οι κύριοι ειδικοί. Κάνε αυτό, κάνε εκείνο, κάνε το άλλο. Αφού είναι τόσο απλό γιατί τόσα διαζύγια  γαμώτο; Να σε βάλω κυρία σύμβουλε να ζήσεις με έναν Μίλτο λίγους μήνες και τα ξαναλέμε. Δεν αλλάζουν οι άνθρωποι μάτια μου, και το γυαλί άμα ραγίσει ράγισε. Άντε να τρέχεις μετά για κόλλες. Κι αυτή η κόλλα ειδικά έχει αμφίβολη δράση. Εκεί που νομίζεις ότι κόλλησε, ένα ανεπαίσθητο κρακ και πάλι κομμάτια το κρύσταλλο. Γι αυτό παίρνεις ένα ωραίο μαντήλι, το κουνάς και πας για άλλα. Ο δρόμος καθόλου εύκολος, αλλά μυρίζει αξιοπρέπεια ο άτιμος  και αυτοσεβασμό..
Η απόφαση ήταν πια ειλλημένη. Το μόνο που της είχε απομείνει  ήταν ο τρόπος που θα το έλεγε στον Μίλτο. Το ανέβαλε μόνο και μόνο γιατί ήξερε πως θα τον πληγώσει. Δεν είχε φίλους. Με τους συγγενείς του είχε τσακωθεί και δεν μιλούσε. Η οικονομική του ευμάρεια του εξασφάλιζε μόνο προσωρινές γνωριμίες από ανθρώπους της «αρπαχτής». Ήταν ένα μονόχνοτο άτομο που δυστυχώς δεν γνώριζε το πρόβλημά του. Το πιο πιθανό βέβαια ήταν να μην το γνώριζε ποτέ. Η Τζίνα ένοιωθε ενοχές που τον εγκατέλειπε. Ήθελε όμως την ζωή, το οξυγόνο της, τους φίλους και τις δραστηριότητες της πίσω.

 
Εκείνο το απόγευμα γύρισε από την δουλειά της με βαριά καρδιά. Είχε πάρει την απόφαση να κάνει μια τελευταία προσπάθεια συζήτησης.
«Μίλτο, θέλω να μιλήσουμε», του είπε.
Γύρισε την κοίταξε με βαριεστημένο ύφος και έριξε ένα χασμουρητό.
«Βαριέμαι τώρα έχει και ματς. Τα λέμε  αύριο. Είναι επείγον;»
Γίνεται έξαλλη. Του ρίχνει ένα βλέμμα από αυτά που ο Μίλτος έχει δει ελάχιστες φορές αλλά τρέμει όταν τα βλέπει.
«Σε ακούω», απαντάει… «Πες».
Ένα τρέμουλο απλώνεται σε όλο το σώμα της, παίρνει μια βαθιά αναπνοή για να μην δείχνει την ταραχή της και του λέει: «Μίλτο νομίζω ότι δεν πάει άλλο ο γάμος αυτός. Προσπαθώ πολύ καιρό να σου δώσω να καταλάβεις ότι δεν μπορώ να ζω άλλο έτσι. Δεν θα σου ζητήσω να αλλάξεις. Τελικά είναι παράλογο να ζητάς από τον άλλο να μην είναι ο εαυτός του. Αυτό έκανα τόσα χρόνια και βρέθηκα σε αδιέξοδα. Δεν ήμουν ο εαυτός μου. Θεωρώ ότι «πτωχεύσαμε»Μίλτο. Θέλεις να το συζητήσουμε;»
  Την κοιτάζει περίεργα προσπαθώντας να ανακαλύψει αν μιλάει σοβαρά. Το ύφος της δεν του αφήνει αμφιβολίες….Ο Μίλτος μεταμορφώνεται μονομιάς σε λύκο. Δεν έχει μάτια, δυο φλογοβόλα έχει που φτύνουν φωτιά…
 «Έχεις γκόμενο ε; αυτό είναι. Το έχω καταλάβει μήνες τώρα, τι μήνες καλλίτερα να πω χρόνια»
Ρίχνει μια θυμωμένη ματιά στην φωτογραφία που κρέμεται στον τοίχο πάνω από το τζάκι. Μέσα σ’ αυτήν ποζάρει η «τρελοπαρέα» της Τζίνας σε ευτυχισμένες ξέγνοιαστες μέρες. Μια αγαπημένη παρέα που η Τζίνα χρόνια τώρα την έχει αποχωριστεί λόγω Μίλτου.
«Αυτές σε ξεμυάλισαν το ξέρω» φωνάζει και δείχνει με το δάχτυλο την χάρτινη απειλή, «και ξέρεις γιατί; Γιατί ζηλεύουνε που έγινες άνθρωπος. Σου λείψανε ε; Σου έλειψε η αλητεία!!»
Η βελόνα της  χτύπησε κόκκινο, μια τρίχα πριν το εγκεφαλικό.
«Μίλτο είσαι ένας ντενεκές. Ακόμα και ένα βλήμα  σκέφτεται πιο πολύ από σένα» του απαντάει με οργή..
Ο Μίλτος μοιάζει με άνθρωπο που του τράβηξαν το χαλί κάτω από τα πόδια.  Όμως δεν το συζητάει. Δεν διεκδικεί. Δεν μπαίνει στον κόπο να σκεφτεί ούτε και τώρα…..
«Να φύγεις!» λέει με ύφος  πεισμωμένου παιδιού «Άντε στα Εξάρχεια να μένεις στα παγκάκια με τα φρικιά. Εκεί είναι η θέση σου»
Η Τζίνα προσπαθεί με κόπο να κρατήσει την ψυχραιμία της και του λέει όσο ήρεμα μπορεί.. «Μίλτο μπορούμε να αφήσουμε τις υπερβολές και να μιλήσουμε μια φορά, ΜΙΑ φορά μόνο σαν σκεπτόμενοι άνθρωποι; Επί του  θέματος δεν έχεις  να πεις τίποτα;»
«Ναι έχω. Οι  πουτάνες οι φίλες σου φταίνε. Αυτές σε ξεμυαλίσανε». Απαντά τσιρίζοντας και οι φλέβες στο λαιμό του είναι έτοιμες να εκραγούν...
Η Τζίνα χάνει την ψυχραιμία της αλλά δεν το δείχνει. Του απαντά και  πάλι ήρεμα.
«Μίλτο δεν θα μπω στη διαδικασία να σου εξηγήσω. Δέκα χρόνια το κάνω και δεν τα κατάφερα που να με πάρει ο διάολος. Τώρα θα τα καταφέρω; Οι πουτάνες φταίνε; Έχω γκόμενο; Νοστάλγησα Εξάρχεια και σνίφα;  Οκ μωρό μου. Ό,τι πεις!! Το «δια ταύτα»  είναι το ίδιο.. Βyeee!!!»
Πηγαίνει προς το πατάρι κατεβάζει ένα σακβουαγιάζ, και μπαίνει στην κρεβατοκάμαρα με το  Μίλτο να την ακολουθεί σε κατάσταση φρίκης…
«Φύγε! Στην ψάθα θα πεθάνεις. Θα σε τσακίσω οικονομικά. Θα παρακαλάς για ένα ευρώ στο υπόσχομαι», της λέει ενώ τα μάτια του γεμίζουν κακία  και απειλή.. Γυρίζει πίσω και φεύγει από το δωμάτιο.
Προσπαθεί να διατηρήσει την ψυχραιμία της. Πίστευε ότι θα έχει  μια  άλλη αντίδραση, γιατί ο Μίλτος έκοβε φλέβες για εκείνη. «Η γυναίκα μου» έλεγε, και το στόμα του έτρεχε σιρόπια. Δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς την Τζίνα δήλωνε  με πάθος. Και τώρα μπρος τα δύσκολα μόνο κακίες έβγαλε, συναίσθημα μηδέν. 
Η Τζίνα βρίσκεται σε απρόβλεπτη κατάσταση. Αρχίζει να μιλάει μόνη της για να εκτονωθεί, ενώ ρίχνει άτσαλα στην τσάντα ό,τι βρίσκει μπροστά της.
 «Ρε πάλι  τα φράγκα του σκέφτεται ο φραγκοφόνης. Πάλι αυτά. Δεν τόχει χωνέψει ποτέ ότι τα έχω χεσμένα τα κωλολεφτά του. Δουλεύω σαν σκυλί όλα τα χρόνια παρ’ ότι θα μπορούσα να είμαι αραχτή και να  παίζω μπιρίμπα με τις κοσμικές του φίλες. 
Να φύγω λέει. Από πού να φύγω ρε Μίλτο; Το σπίτι μαζί το αγοράσαμε μισό μισό. Ακόμα και το αμάξι μου εγώ το πλήρωσα.. Τα λατρευτά σου γιουροπάκια είναι στην τράπεζα και  παχαίνουν με τους τόκους. Τζίνα, όχι δεν θα κατινιάσεις…Δεν σου αξίζει. Κοίτα πόσο  εύκολο στο κάνει  ρε βλάκα που σκεφτόσουνα τόσο καιρό πως θα το ξεπεράσει. Τόσα ξενύχτια για να  νικήσεις τις τύψεις  που τον αφήνεις  χωρίς  τα δεκανίκια του. Πάρτα Τζίνα!» λέει ενώ κοιτάζεται στον καθρέφτη και ρίχνει μια μούντζα στον εαυτό της.
Ξαναπαίρνει τον έλεγχο και με το σακβουαγιάζ στο χέρι κινείται προς την πόρτα. Ο Μίλτος που εν τω μεταξύ  έχει πάρει τη θέση του στον καναπέ και βλέπει ποδόσφαιρο  ήσυχος, θεωρώντας το θέμα λήξαν, μένει έκπληκτος καθώς την βλέπει να «αποχωρεί».
«Αν φύγεις ξέχνα το σπίτι. Θα στο πάρω. Έχω δικηγόρους και τα λεφτά να το κάνω» της λέει εμφανώς εκβιαστικά. «Αν ανοίξεις την πόρτα και βγεις, δεν θα ξαναμπείς ποτέ σε αυτό το σπίτι».
 «Μίλτο τα κωλοντούβαρα στα χαρίζω μαζί με όλα τα πράγματα που είναι μέσα σ’ αυτά. Δεν θα σου χαρίσω όμως ούτε μια στιγμή μου ακόμα. Ούτε μία. Το κατάλαβες κύριε Τούβλο;» του απαντά και κλείνει με θόρυβο την πόρτα πίσω της.

Πήρε μόνο μερικά ρούχα  σε μια τσάντα, και τη φωτογραφία με τις φίλες της. Το  αυτοκίνητο τρέχει στην παραλιακή με τον αυτόματο πιλότο  και πάει για το γνωστό του στέκι. Το αγνάντεμα  στη μαρίνα του Αλίμου. Εκεί όπου τα τελευταία χρόνια η Τζίνα πηγαίνει τα βράδια και τα πίνει παρέα με τον εαυτό της, παίζοντας παιχνίδια με την φαντασία της παρακολουθώντας τα παραγάδια που φωτίζουν  σαν μικρές πυγολαμπίδες την σκοτεινή  θάλασσα.
Εδώ τελειώνει μια ιστορία μ’ αυτό το τέλος το τραγικό, που λέει και το τραγούδι. Το τραγικό είναι ότι  μόλις τώρα συνειδητοποίησε ότι  ο γάμος της έπλεε τόσα χρόνια σε μια ανισόρροπη σανίδα.  Έσκυψε λίγο και  βυθίστηκε. Έτσι απλά. Πήγε στον πάτο μαζί με δέκα χρόνια από τη ζωή της.
Τα μάτια της  γέμισαν βροχή.
Γεια σου ρε κορόιδο Τζίνα, η  «αναμόρφωση» απέτυχε, αλλά δεν πειράζει. Το μάθημα το πήραμε. Σκέφτηκε και χαμογέλασε πικρά.
Ψάχνει στο πόρτ μπαγκαζ του αυτοκινήτου της. Πάντα υπάρχει κάβα για τα δύσκολα. Δεν είναι η πρώτη φορά που έρχεται εδώ για ανασύνταξη δυνάμεων. Μόνο που σήμερα  δεν έχει σπίτι  για να  επιστρέψει…
Πέρασαν δυο τρεις ώρες. Έκλαψε, ήπιε, κάπνισε μια στοίβα τσιγάρα. Ένοιωσε το κεφάλι της βαρύ, την καρδιά της όμως περίεργα ξαλαφρωμένη.
Κοίταξε ασυναίσθητα έξω. Πάνω στο «βουνό» που είχε σχηματιστεί από τις γόπες της, είδε να την  κοιτάζουν περίεργα  δυο τρυφερά μοναχικά ματάκια. Ήταν ένα βρομιάρικο σκυλί που της κουνούσε την ουρά…..
«Μόνος και άστεγος φιλαράκο; Έλα να σε κεράσω ένα ποτάκι». Του έριξε ένα χαμόγελο και άνοιξε την πόρτα. Εκείνος δεν δίστασε ούτε στιγμή. Μ’ ένα σάλτο βρέθηκε μέσα στο αυτοκίνητο και άρχισε να της  γλείφει τα χέρια……
«Φίλε  από σήμερα είσαι ο καινούργιος μου δεσμός» του είπε δίνοντας του ένα αλκοολούχο φιλάκι…. Σκέφτεται λίγο και χαμογελά νοσταλγικά. Τον βαφτίζει Αντρέα. Το όνομα της πρώτης της αγάπης….

      »… Ήταν στα  δεκαέξη σε κάποιο από τα πάρτι της εποχής. Έπινε βερμούτ  ακούγοντας τα υπέροχα εκείνα μπλούζ που έκαναν το άγουρο σώμα να λαχταράει ένα σφυχταγκάλιασμα, ένα κρυφό φιλί. Ήταν πάντα η Τζίνα μια γυναίκα ερωτική,  μόνο που δεν το ήξερε. Ήξερε μόνο ότι έχει σπυράκια στο πρόσωπο και τα αγόρια δεν την κοιτούσαν. Ήταν ένα επαναστατημένο αγοροκόριτσο  που ο Μαρξ της  έλεγε καλημέρα και ο Λένιν καληνύχτα. Η ψυχή της έτοιμη για επανάσταση. Το κορμί και η καρδιά της όμως διψασμένα και ώριμα να παραδοθούν  σε ένα χάδι κι ένα φιλί.
Μια δειλή φωνούλα  της  ζητάει να χορέψουνε.  Το πικάπ παίζει let it be…
Αγκαλιάζονται σφιχτά. Δεν έχει δει καν το πρόσωπό του μέσα στο μισοσκόταδο. Όμως δεν την νοιάζει. Χάνεται μέσα στην ιδρωμένη αγκαλιά και για πρώτη φορά αισθάνεται να την καίει μια  απροσδιόριστη φωτιά…
Τον είχε  κιόλας  ερωτευτεί. Χορεύουνε και το επόμενο τραγούδι. Νοιώθει την ανάσα του κοντά στο πρόσωπό της . Της  δίνει ένα άτσαλο  φιλί. Το πρώτο της φιλί…Λειώνει. Τα γόνατά της τρέμουν και μια άγνωστη επιθυμία την κάνει να σφίγγεται επάνω του. Την  αγγίζουν χίλια χέρια, οι αισθήσεις της σε συναγερμό…Κόλαση!!
Τελειώνει το τραγούδι και ο υπέρμετρος εγωισμός της  την κρατάει να μη βάλει τα κλάματα όταν το αγόρι λέει ευχαριστώ, και χάνεται ανάμεσα στα άλλα παιδιά.  Ήθελε να πεθάνει εκείνη τη στιγμή. Παίρνει κι άλλο βερμούτ να ξεχάσει τον πόνο της. Και εκεί που βυθιζόταν σε μαύρη απελπισία, στο χέρι της  έρχεται ένα χαρτάκι.. «.. μια αγάπη νιόβγαλτη με πολλές ελπίδες. Αντρέας  τηλ.646100….»
 Ο «δεσμός» της με τον Αντρέα κράτησε μερικούς μήνες. Ήταν και αυτός μαθητής. Βγήκανε πολλούς ρομαντικούς περίπατους  στο Άλσος  και τον Λυκαβηττό…Δεν έκάναν ποτέ έρωτα παρ’ ότι φτάσανε πολλές φορές στο σημείο μηδέν. Δεν τα καταφέρανε. Χωρίσανε όταν αυτός μπήκε στο πανεπιστήμιο στην Θεσσαλονίκη. Από τότε δεν τον ξαναείδε. Τον θυμάται όμως πάντα γλυκά. Η πρώτη της αγάπη, το πρώτο ερωτικό σκίρτημα της καρδιάς… «.
  
«Λοιπόν Αντρίκο πάμε και ο Θεός βοηθός. Η Βίκυ θα πάθει έμφραγμα από το ξαφνικό που θα ακούσει. Θα το αντέξει όμως τι  λες  φιλαράκο;»

Ώρα 4 τα ξημερώματα χτυπούσε το κουδούνι της Βίκυς.
Της ανοίγει μια φιγούρα αγουροξυπνημένη με πυτζάμες κοιτάζοντας την  σαν να βλέπει όνειρο. 
Στο ένα χέρι της κρατά το σακοβουαγιάζ, στο άλλο αγκαλιά τον βρωμοαντρέα. Τα μάτια της είναι κόκκινα, ενώ το χαμόγελο και το θολό της βλέμμα  της θυμίζουν  αλκοολικό….
«Βίκυ χώρισα με τον Μίλτο. Μπορώ να μείνω εδώ απόψε…. και για μερικούς μήνες; Α..Να σου συστήσω τον Αντρέα»
Το θέαμα ήταν πραγματικά αστείο, έτσι μόλις τελείωσε η έκπληξη η Βίκυ άρχισε να γελάει δείχνοντας συγχρόνως στη Τζίνα να περάσει μέσα, ενώ ο Αντρέας γάβγιζε και κουνούσε τη βρώμικη ουρά του συμμετέχοντας με τον τρόπο του στο «χάπενινγκ»…Από το γέλιο δεν κατάφερναν να μιλήσουν για αρκετή ώρα.
« Ρε δεν το πιστεύω. Τι έγινε; Τι έπαθες; Τι χάλια είναι αυτά; Που βρήκες τον μούργο;»
«Μη μου βάζεις δύσκολα Βικάκι. Μια μια ερώτηση παρακαλώ. Βάλε  ποτάκι και θα σου πω»
«Δεν  πας καλά που θες και ποτάκι. Φτιάχνω καφέ και λέγε……»
Δεν είπανε και πολλά πράγματα γιατί η Τζίνα ήταν σε άσχημη φάση. Η Βίκυ την αγκάλιασε και της είπε ότι  στο σπίτι  από σήμερα ζούνε τρεις… Ήταν η πιο ζεστή  αγκαλιά που είχε ποτέ αισθανθεί. Ευχαρίστησε τον Θεό της που είχε μια τέτοια φίλη, κι αφού έκανε ένα ζεστό μπάνιο μαζί με τον Αντρέα, που τον πέρασε τρία σαπούνια για να καταλάβει ότι ήταν άσπρος, έπεσαν όλοι για ύπνο…….
Σαφώς την άλλη μέρα κοπάνα από την δουλειά και οι δύο. Τροφική δηλητηρίαση είπαν στα αφεντικά. 
Ο Μίλτος το ίδιο κιόλας βράδυ πήγε στην αστυνομία και δήλωσε «εγκατάλειψη συζυγικής στέγης». Έβαλε δικηγόρους, πήρε ασφαλιστικά μέτρα εναντίον της. Προσπάθησε να της πάρει ακόμα και το αυτοκίνητο. Ορκίστηκε να την τιμωρήσει σκληρά γι’ αυτό που του έκανε. Την διέσυρε σε όλους τους συγγενείς διαδίδοντας ότι τον εγκατέλειψε φεύγοντας με έναν «άλλον». Και τους έπεισε όλους, γιατί ο Μίλτος ήταν ο τέλειος σύζυγος. Ο μοναδικός λόγος εγκατάλειψής του θα μπορούσε να είναι μόνο η απιστία. Έπεισε ακόμα και την οικογένεια της Τζίνας που την “αφόρισαν” δια παντός. Ο εγωισμός του δεν τον άφησε ποτέ να αναλογιστεί τις ευθύνες του.
Η Τζίνα παρακολουθούσε στωικά τις κινήσεις του. Δεν είχε καμία διάθεση να μπει στη διαδικασία να εξηγεί τα «ανεξήγητα». Όταν ο δικηγόρος την ρώτησε ποιος ήταν ο λόγος διαζυγίου που θα αναφερόταν στην αγωγή, εκείνη του απάντησε: «Γιατί δεν ήξερε τον “κοντορεβιθούλη”».


Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014

Το ρεμπέτικο τραγούδι στα χρόνια της κατοχής




Πολλοί ήταν οι ρεμπέτες που με την κήρυξη του πολέμου προσπάθησαν να εμψυχώσουν τον ελληνικό λαό με τα τραγούδια τους. Ανάμεσα σ'αυτούς ο Μάρκος Βαμβακάρης με το τραγούδι "Μουσολίνι άλλαξε γνώμη", ο   Παναγιώτης Τούντας με το "Άκου Ντούτσε μου τα νέα". Αλλά και κατά την διάρκεια της κατοχής  έγραψαν τραγούδια, εξυμνώντας τα κατορθώματα των αντιστασιακών οργανώσεων, όπως του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ και της ΕΠΟΝ, περιγράφοντας  ταυτόχρονα τα γεγονότα της κατοχής , την πείνα και όλη την καταχνιά που επικρατούσε εκείνη την ζοφερή εποχή. 


Ο Μιχάλης Γενίτσαρης, ο νεότατος τότε Γενίτσαρης γράφει τον Σαλταδόρο...

Ο Μπαγιαντέρας, αν και τυφλός, στιγμή δεν χάνει το θάρρος του και γράφει το τραγούδι "Στη σκλαβωμένη Ελλάδα μας"...

Ο Βασίλης Τσιτσάνης ένα ακόμη τραγούδι με τίτλο "Αιώνες πέρασαν "

Κατά τη διάρκεια, όμως, της κατοχής πολλοί ήταν δημιουργοί του ρεμπέτικου που άφησαν την τελευταία τους πνοή.
Ο Παναγιώτης Τούντας που αρρώστησε και πέθανε στις 23.5.1943
Ο Βαγγέλης Παπάζογλου που τον χτύπησε η φυματίωση. Πέθανε στις 27.6.1943.
Ο Σκαρβέλης Κώστας που πέθανε στις 8.4.1942 από την πείνα στη μικρή του κάμαρη.
Ο Γιώργος Κάβουρας που κυνηγημένος από τους Ιταλούς, πέθανε στα 37 του χρόνια στις 17.3.1943 από εγκεφαλικό.
Ο Δελλιάς Ανέστης που υπέκυψε στις ψυχότροπες ουσίες σε συνδυασμό με τις κακουχίες της κατοχής, άφησε την τελευταία του πνοή το 1944 σε ηλικία μόλις 32 χρονών.
Ο Εϊζιρίδης (Γιοβάν Τσαούς) και η γυναίκα που πέθαναν από δηλητηρίαση το 1942. Λέγεται ότι έφαγαν ψάρια από τα σκουπίδια.
Ο Διαμαντίδης Αντώνης (Νταλγκάς) ενώ ξέφυγε από την σκλαβιά των Τούρκων,  μαράζωσε από τη δεύτερη σκλαβιά. Έφυγε απ' τη ζωή στις 18.12.1944.
Ο Κωστής Μπέζος σε ηλικία 37 ετών έφυγε απ' τη ζωή στις 14.1.1943 και η Μαρίκα Παπαγκίκα στις 2.8.1943. Επίσης έφυγαν και δύο μεγάλοι συνθέτες του "ελαφρού" τραγουδιού. Ο ένας στις 9.8.1941 και ήταν ο Νίκος Χατζηαποστόλου και ο άλλος στις 29.8.1944 και ήταν ο Αττίκ . Σκληρή όμως ήταν η μοίρα του Στάθη Μάστορα, του συνθέτη της Ριρίκας που εκτελέστηκε απ' τους Γερμανούς στην Κρήτη στις 14.9.1943.
Στη  διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, αν και γράφτηκαν πολλά τραγούδια, για ευνόητους λόγους δεν ηχογραφήθηκε κανένα. Φυσικά, πολλοί ήταν και οι δημιουργοί που βρέθηκαν σε διάφορους τόπους εξορίας αλλά και σε φυλακές. Ανάμεσα σ' αυτούς ήταν ο Μοσχονάς Γιάννης, ο Κυριαζής Γιάννης, αλλά ο Μπιθικώτσης, ο οποίος εκεί στην Μακρόνησο είχε την τύχη να γνωρίσει τον Μίκη Θεοδωράκη.


Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

Η πρώτη μου φορά αντικρίζοντας τον Πατέρα με τους αντάρτες του ΕΛΑΣ!


Μια ποιητική περιγραφή της αγαπημένης μου μητέρας  για την ιστορική εκείνη στιγμή που έζησε εκείνη και αδελφός της όταν για πρώτη φορά αντίκρισαν τον Πατέρα τους, τον καπετάνιο του 12ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ,  Βλάση Ανδρικόπουλο με τους αντάρτες του.

"Ήταν μια γαληνεμένη ώρα του δειλινού του Ιουλίου. Το χωριό ντυμένο στην γλυκιά μυρωδιά του βραδινού, ανάμειχτη με τα αρώματα των λουλουδιών απ' τις αλτάνες και της καβαλίνας που σκόρπιζαν τα πρόβατα και τα γίδια που γύριζαν μισοκοιμισμένα από την πλούσια βοσκή στα λιβάδια στις στάνες για να τα αρμέξουν οι τσοπάνηδες πίσω τους με τις γλίτσες και το κριάρι μπροστάρης με το πιο μεγάλο και μελωδικό τσοκάνι να οδηγεί τους υποτακτικούς του. Μια ραχούλα εκεί στο ξέφωτο του χωριού που τα στεφάνωνε το τρανό λιθάρι, μια στρογγιλάδα τόσο δα μικρή, σαν λιλιπούτεια πλατεία με πέτρινα καθίσμαστ γύρω - γύρω, ήταν ο περίπατος του δειλινού.

Εκεί μέναμε ως το βράδυ να μας σκεπάσει πότε μια αστροφεγγιά και πότε το ασημένιο φως της σελήνης, να μας χαϊδέψει με το μυστηριακό της φως, καθώς οι ίσκιοι μας μεγάλωναν και έμοιαζαν γίγαντες. Απόλυτη ησυχία, μόνο οι κουβέντες μας ακούγονταν και κάπου - κάπου η θλιβερή φωνή του γκιώνη. Με διάφορα χωρατά κι ανέκδοτα, έτσι για να περάσει η ώρα και τα αγόρια κοίταζαν τα κορίτσια κι έκαναν συμφωνίες μυστικές με τα μάτια τους, που έλαμπαν μες στο σκοτάδι σαν κάρβουνα πύρινα.
Ξαφνικά ένα τραγούδι μακρινό τάραξε αυτή την μυστηριακή γαλήνη! Κοιταχτήκαμε έκπληκτοι, δεν φοβηθήκαμε, δεν ήταν Γερμανοί. Αυτοί δεν έρχονταν ποτέ τραγουδώντας, αλλά με ριπές απ' τα πολυβόλα τους που έφερναν μαζί τους τον φόβο του θανάτου. Στα βάρβαρα πόδια τους το χορτάρι πέθαινε και το πράσινο της ελπίδας εξαφανιζόταν. Όχι δεν ήταν Γερμανοί, αυτοί δεν θα μπορούσαν ποτέ να τραγουδήσουν. Τα νυχτοπούλια σταμάτησαν το λάλημά τους και ακούμπησαν τα ράμφη τους ανάμεσα στους σκισμένους βράχους και τα στοργικά του πλάτανου κλαδιά.
Και το τραγούδι επικό, σιγά-σιγά γινόταν πιο έντονο,

Η πρώτη μέρα του πολέμου του 1940

Η πρώτη μέρα του πολέμου του 1940 μέσα απ' τα μάτια ενός μικρού αγοριού...
από το βιβλίο - μαρτυρία  του Χρίστου Ανδρικόπουλου "Ένα παιδί στον πόλεμο από το 1940 έως το 1945" Εκδόσεις: περί τεχνών





ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1."28 Οκτωβρίου 1940. Η πρώτη ημέρα.

Πρωί 28ης Οκτωβρίου 1940, ώρα 7 π.μ. Μας ξύπνησε ο Πατέρας , για να μας ανακοινώσει την κήρυξη του πολέμου με την φασιστική Ιταλία του Μουσολίνι. Η Μητέρα μου λέει να ντυθώ για να πάω στο σχολείο. Ετοιμάζομαι, παίρνω την σάκα μου και μαζί με την Μητέρα μου προχωράμε για το σχολείο. Η ώρα είναι ήδη 8 π.μ. Στον δρόμο συναντάμε και άλλες Μανάδες που εκείνη την στιγμή επιστρέφουν από το σχολείο. Μας πληροφορούν ότι δεν θα γίνουν μαθήματα, λόγω του πολέμου που κηρύχθηκε και αναγκαστικά επιστρέφουμε στο σπίτι.
Ο Πατέρας δεν είχε φύγει ακόμα και λέει στην Μητέρα να με πάρει μαζί του. Θα πήγαινε στην Εθνική Τράπεζα που βρίσκεται στην Γούναρη (Καλαβρύτων την έλεγαν τότε) και Κορίνθου, για να εισπράξει το μηνιαίο μέρισμα που δικαιούτο σαν μερισματούχος του μετοχικού ταμείου στρατού που ήταν.
Ξεκινήσαμε, εγώ πιασμένος από το χέρι του Πατέρα. Πρέπει να σας πω ότι πάντα όταν με κρατούσε από το χέρι ο Πατέρας, αισθανόμουνα σιγουριά, ασφάλεια και ότι δεν διέτρεχα κανένα κίνδυνο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2. Βομβαρδισμός


Κατεβαίνοντας προς τα Υψηλά Αλώνια φτάνουμε στο καφενείο του Λειβαδίτη. Ήταν ένα παραδοσιακό καφενείο πολύ γνωστό στο Πατραϊκό κοινό. Ήταν προς την κάτω δεξιά μεριά των Υψ. Αλωνίων και Αθ.Διάκου.
Φθάνοντας εκεί ακούμε την βοή αεροπλάνων. Ο κόσμος ο οποίος κυκλοφορούσε εκείνη την ώρα ήταν αρκετός, παρ' ότι ήταν ακόμα πρωί. Κοιτούσε με περιέργεια τα ασημένια αυτά πουλιά.
Προχωράμε να κατέβουμε την Αθ.Διάκου και ακούμε την πρώτη βόμβα που πέφτει αρκετά μακριά. Είναι η βόμβα που πέφτει στον Άγιο Διονύσιο, που βρίσκεται προς την βόρεια πλευρά της Πάτρας. Εγώ άρχισα να πανικοβάλλομαι. Γυρίζοντας ο Πατέρας προς το μέρος μου, μού ρίχνει μια επιτιμητική ματιά και σε αυστηρό ύφος μου λέει: Μη φοβάσαι θα δούμε τι είναι!
Προχωράμε και πριν φτάσουμε στην Γούναρη, ακούμε πολύ κοντά αυτή την φορά να πέφτουν αρκετές βόμβες στον Κινηματογράφο Πάνθεον που βρισκόταν απέναντι από την Εθνική Τράπεζα, που ήταν ο προορισμός μας. Καπνός, σκόνη, χαλασμός. Βλέποντας ο Πατέρας αυτή την κατάσταση, αναγκάζεται εκ των πραγμάτων, να γυρίσουμε πίσω.
Τον κόσμο τον έχει πιάσει πανικός και τρέχει σαν τρελός για να επιστρέψει, προσπαθώντας να προφυλαχθεί από τυχόν άλλες βόμβες που θα έπεφταν, όλοι να βρουν καταφύγιο στα σπίτια τους ή αλλού.
Φτάνοντας στο σπίτι μας βλέπω την Μητέρα με την αδελφή μου, που στο μεταξύ είχαν γυρίσει από το σχολείο, έντρομες. Ο Πατέρας μάς καθησυχάζει ότι δεν διατρέχουμε κίνδυνο. Έτσι βγαίνουμε στην πόρτα του σπιτιού μας και ακούμε τον βόμβο των αεροπλάνων να δυναμώνει. Κοιτώντας προς τον ουρανό βλέπουμε σε χαμηλό ύψος να περνούν πολλά αεροπλάνα. Ο κόσμος είχε πάλι βγει έξω στους δρόμους και έλεγε ότι τα αεροπλάνα είναι Ελληνικά. Οι Ιταλοί είχαν φροντίσει να βγάλουν τα διακριτικά και ο κόσμος νόμιζε ότι ήταν δικά μας.
Εκεί που γινόταν αυτή η κουβέντα, ένας σμήνος από αεροπλάνα περνούν προς το κάτω μέρος της πλατείας Υψ.Αλωνίων, δηλαδή προς την Τριών Ναυάρχων, και την στιγμή αυτή ρίχνουν τις βόμβες από τις σκάλες που ενώνουν την Πλατεία Υψ.Αλωνίων με την οδό Τριών Ναυάρχων, που φτάνει μέχρι την θάλασσα.
Πάλι σκόνη, καπνός, χαλασμός. Έντρομος ο κόσμος μπαίνει μέσα στα σπίτια, για να γλιτώσει και να προφυλαχθεί από τις βόμβες που θα έπεφταν. Η Μητέρα μάς παίρνει και πάμε στο βάθος του σπιτιού, εμένα και την αδελφή μου. Νομίζει ότι όταν μας έχει κάτω από το πρεβάζι της πόρτας θα έχουμε σιγουριά και προφύλαξη. Για λίγο όμως παύουν να πέφτουν βόμβες και βγαίνουμε πάλι στο δρόμο, να δούμε τι γίνεται. Έχει καθαρίσει κατά κάποιο τρόπο η σκόνη και ο καπνός από τις βόμβες.
Ο Πατέρας λέει στην Μητέρα ότι καλύτερα είναι να φύγουμε από την Πάτρα και για σιγουριά να πάμε στα Ζαρουχλέϊκα, όπου μένουν οι κουμπάροι μας Κάνιστρα, που ένας από αυτούς με είχε βαφτίσει και μου είχε δώσει και το όνομά του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3. Φεύγουμε για τα Ζαρουχλέϊκα.
Αμέσως, χωρίς να πάρουμε τίποτα, βγαίνουμε από το σπίτι και προχωράμε για να πάρουμε τον δρόμο προς τα Ζαρουχλέϊκα. Περνάμε τα σχολεία του Βούδ, ανηφορίζουμε προς την Αγία Τριάδα. Εκείνη την στιγμή ο Πατέρας σκέφτεται τι να κέναι η μεγάλη μας αδελφή Κική που είναι χήρα με δύο μικρά παιδιά, τον Γιάννη και τον Βλασσάκη. Θα πάμε να την πάρουμε, λέει ο Πατέρας, άλλωστε στον δρόμο μας είναι.
Στον δρόμο έχει βγει όλος ο κόσμος και προσπαθεί να φύγει από την πόλη για να γλιτώσει. Ο αδελφός μας ο Ανδρέας δεν είχε δώσει σημεία πού βρίσκεται. Μέσα στην κοσμοχαλασιά που υπάρχει στον δρόμο, φτάνουμε τελικά στο σπίτι της αδελφής μας. Κτυπάμε την πόρτα, φωνάζουμε, δεν παίρνουμε καμία απάντηση. Όπως φαίνεται, είχε ήδη φύγει, χωρίς να ξέρουμε πού είναι.
Προχωράμε και παίρνουμε τον δρόμο για να πάμε στα Ζαρουχλέϊκα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4. Περιγραφή των ημερών εκεί.

Στα Ζαρουχλέϊκα την πρώτη ημέρας μας έδωσαν ένα δωμάτιο για να διανυκτερεύσουμε. Ο Πατέρας το απόγευμα, αφού είχαν σταματήσει οι βομβαρδισμοί, πήγε στο σπίτι στην Πάτρα και μας έφερε ρούχα για να μπορούμε να κοιμηθούμε και να για να αλλάξουμε, γιατί από την ταλαιπωρία είχαν γίνει χάλια. Αργά το βράδυ ήρθε και ο μεγαλύτερος αδελφός μας Ανδρέας και έμεινε μαζί μας. 
Το βράδυ σε μια τραπεζαρία μεγάλη με πολλά άτομα συγγενείς της οικογένειας Κάνιστρα φάγαμε το φαγητό που είχαν φτιάξει για όλους μας. Κουρασμένοι και ταλαιπωρημένοι από τις περιπέτειες της ημέρας κοιμηθήκαμε.
Το πρωί ξυπνήσαμε με τον βόμβο των αεροπλάνων που με το πρώτο φως της ημέρας άρχισαν να βομβαρδίζουν πάλι. Ανενόχλητοι και χωρίς καμία παρουσία δικών μας αεροπλάνων. Εμείς δυστυχώς δεν είχαμε. Ο Μεταξάς είχε αφήσει την Ελλάδα απροστάτευτη και οι Ιταλοί αλώνιζαν στον εναέριο χώρο.
Η Μητέρα, θέλω να τονίσω, ήταν που φοβόταν περισσότερο και έτσι είχε μεταφέρει σε μας τα παιδιά υπερβολική φοβία. Θυμάμαι το θρησκευτικό της παραλήρημα, που σε κάθε επιδρομή κάναμε σταυροκόπημα και ικεσίες προς τον Θεο-Χριστό-Παναγία έβγαιναν από τα χείλη μας, με συνεχείς υμνωδίες και παρακλήσεις.
Θα σας περιγράψω έτσι, για να ρίξω μια σχετική εύθυμη νότα στην δραματική αυτή κατάσταση, έστω για και λίγο αστεία. Όταν ακούγαμε αεροπλάνο, η Μητέρα μας έπαιρνε από το χέρι και τρέχοντας από το σπίτι των Κάνιστρα πηγαίναμε σε ένα αμπέλι που ήταν δίπλα. Εκεί ήταν πολλα και μεγάλα δέντρα από ελιές. Μας κάθιζε στον κορμό μας μεγάλης ελιάς και αρχίζαμε τα παρακάλια προς όλους τους αγίους και τον Θεό για να μας γλιτώσει.
Ο Πατέρας που μας έβλεπε σε αυτή την κατάσταση στην αρχή το ανεχόταν. Όταν όμως είδε να γίνεται συνέχεια αυτό, έβαλε φωνή στην Μητέρα να σταματήσει να μας τρομοκρατεί.
Όλη μέρα πέρασε σε αυτό το μοτίβο, δηλαδή με βομβαρδισμούς. Το βράδυ, όταν πλέον είχαν σταματήσει οι βομβαρδισμοί, τα πράγματα έπαιρναν έναν άλλο, πιο κανονικό ρυθμό, που μπορώ να πω ήταν λίγο ευχάριστος.
Μείναμε και αυτό το βράδυ στο σπίτι των Κάνιστρα. Ο Πατέρας το βράδυ συνεννοήθηκε με την Μητέρα και πήραν την απόφαση το πρωί να φύγουμε για να πάμε στο Μπρακουμάδι, στο σπίτι της αδελφής του της θείας Ολυμπιάδας. Η απόσταση όμως μέχρι το Μπρακουμάδι ήταν 20 χιλιόμετρα και βάλε, και έπρεπε να την διανύσουμε πεζοπορώντας, διότι μεταφορικό μέσο δεν υπήρχε. Ήταν πολύ σκούρα τα πράγματα, άλλος τρόπος δεν υπήρχε και έπρεπε να το υποστούμε. 
Το πρωί που ξυπνήσαμε άρχισε να βρέχει και έκανε αρκετό κρύο. Έτσι το θέμα της πορείας μας προς το Μπρακουμάδι έπαιρνε δραματική μορφή. Ο μεγαλύτερος αδελφός Ανδρέας που ήταν 18 ετών, δεν θέλησε να μας ακολουθήσει, γιατί όπως έμαθε από την δουλειά του, έπρεπε να πάει να εργασθεί. 
Κατά τις 10 η ώρα ξεκινήσαμε...

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5. Φεύγουμε για Μπρακουμάδι (Βασιλικό).
Ο Πατέρας, η Μητέρα, η αδελφή μου Σωσώ και εγώ που ήμουν ο Βενιαμίν της οικογένειας... Το 1940 ήμουν 9 ετών.
Χαιρετίσαμε τους οικοδεσπότες οι γονείς μας και εμείς. Ο Πατέρας τους ευχαρίστησε για την περιποίηση και την φιλοξενία τους για δύο ημέρες και δύο νύχτες και φύγαμε.
Παίρνουμε λοιπόν τον δρόμο προς την δημοσιά. Ο δρόμος αυτός ήταν μεν για αυτοκίνητα, αλλά τότε δεν ήταν ασφαλτοστρωμένος. Είχε πολλές λακκούβες με νερό και συγχρόνως άρχισε να ψιλοβρέχει. Άνοιξαν τις ομπρέλες του ο Πατέρας και η Μητέρα, ενώ εμείς ήμασταν με τα αδιάβροχά μας, που είχε φροντίσει από την προηγούμενη ο Πατέρας να μας φέρει από το σπίτι στην Πάτρα.
Ο δρόμος προς το Μπρακουμάδι ήταν δραματικός. Περπατούσαμε σε όλη την διαδρομή με την βροχή να πέφτει και το κρύο που εν τω μεταξύ είχε γίνει και αυτό τσουχτερό. Η Μητέρα σχεδόν σε όλη την διαδρομή δεν σταμάτησε να κλαίει. Ήταν βλέπεις αμάθητη σε τέτοιου είδους ταλαιπωρίες, καθώς και φιλάσθενη. 
Με πολύ κόπο και πολλές στάσεις κατά την διάρκεια της διαδρομής που κράτησε περίπου τέσσαρες ώρες, κατά το απόγευμα φτάσαμε στο Μπρακουμάδι.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6. Μπρακουμάδι. Η διαμονή μας εκεί.
Το σπίτι της θείας Ολυμπιάδας ήταν ένα πλίθινο διώροφο. Κάτω στο ισόγειο είχαν βαρέλια για το κρασί τους και όλα τα υπάρχοντα που θέλει μια αγροτική οικογένεια  για να περάσει τον Χειμώνα που ερχόταν. Στον επάνω όροφο ήταν ένα μεγάλο δωμάτιο που το χρησιμοποιούσαν για υπνοδωμάτιο και δίπλα ένα μικρό δωμάτιο με ένα τζάκι που χρησίμευε για κουζίνα και συγχρόνως τραπεζαρία...
Η θεία Ολυμπιάδα ήταν χήρα και είχε μια κόρη ανύπαντρη, την Πηνελόπη, και δύο αγόρια, τον Θόδωρο 20 ετών και τον Χρίστο 18 ετών. Τον Θόδωρο, μόλις φτάσαμε, τον κάλεσαν στον στρατό, για να εκπαιδευτεί και να σταλεί στο μέτωπο. 
Τα κρεβάτια που είχαν ήταν λίγα και έτσι το πρώτο βράδυ μας στρώσανε στο πάτωμα. Εγώ κοιμήθηκα με την Μητέρα, η Σωσώ μόνη της και ο Πατέρας στο κρεβάτι του Θόδωρου που έφυγε την ίδια μέρα για τον στρατό.
Τον Πατέρα τον απασχολούσε το θέμα της μεγάλης μας αδελφής, που όπως σας είπα ήταν χήρα και με δύο μικρά παιδιά. Δεν ξέραμε τι ειχαν γίνει, που είχαν πάει με αυτή την κοσμοχαλασιά των βομβαρδισμών και την αλλοφροσύνη που είχε κυριεύσει τον κόσμο γενικά. Την εποχή εκείνη δυστυχώς τηλέφωνα υπήρχαν ελάχιστα στα χωριά και η επικοινωνία ήταν σχεδόν αδύνατη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7. Εξιστόρηση των γεγονότων.
Η ζωή μας στο Μπρακουμάδι άρχισε να κυλά σχεδόν ομαλά. Ο Πατέρας μπόρεσε τελικά να πάρει κάποιο τηλέφωνο, για να μάθει για την αδελφή μας την Κική. Με τα παιδιά της είχε πάει στο χωριό του Πατέρα, στα Λακκώματα. Μέσω του αδελφού του, του Αποστόλη, που έμενε στα Λακκώματα, ειδοποίησε την Κική ότι εμείς είμαστε στο Μπρακουμάδι κι έτσι η Κική μετά δύο ημέρες ήρθε στο Μπρακουμάδι. 
Τώρα όμως το θέμα της διαμονής μας ήταν που θα μέναμε όλοι μαζί, γιατί το σπίτι της Θείας Ολυμπιάδας δεν μας χωρούσε. Ο Πατέρας βρίσκει έναν που νοίκιαζε το σπίτι του, μέσα στο Μπρακουμάδι και έτσι όλοι μαζί μετακομίζουμε στο σπίτι αυτό.
Είχε μια εξωτερική σκάλα για να ανέβεις στο πρώτο πάτωμα. Ένα μεγάλο δωμάτιο αβέρτο που δεν είχε χωρίσματα. Το είχαν χωρίσει με καραβόπανο και το έκαναν δύο δωμάτια. Στο ένα κοιμόμαστε εμείς και στο άλλο η Κική με τα παιδιά της. Στην άκρη είχε και ένα τζάκι, όπου εκεί μαγειρεύαμε και ζεσταινόμαστε, γιατί είχε αρχίσει να κάνει αρκετό κρύο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8. Ο πόλεμος στην Αλβανία, νίκες και ελπίδες.
Οι ημέρες περνούν με νέα από το μέτωπο της Αλβανίας. Οι νίκες του στρατού μας φτάνουν και σε μας. Ενθουσιασμένοι οι μεγάλοι χαίρονται, γιατί οι Έλληνες νικούν τους Ιταλούς φασίστες.
Ένα πρωϊνό, νομίζω ήταν 25 Νοεμβρίου 1940, οι καμπάνες της εκκλησίας άρχισαν να κτυπούν χαρμόσυνα. Ακολούθησαν και οι καμπάνες των άλλων χωριών να κτυπούν κι αυτές. Από στόμα σε στόμα ήρθε η χαρμόσυνη είδηση. Ο Ελληνικός στρατός μπήκε στην Κορυτσά. Η Κορυτσά είναι η πρώτη Ελληνική πόλη από την Βόρεια Ήπειρο που απελευθερώνεται από τον Ελληνικό στρατό.
Ο κόσμος βγήκε στους δρόμους και με τραγούδια γλεντούσε την μεγάλη αυτή Ελληνική νίκη. Ήταν η πρώτη μεγάλη νίκη του στρατού μας και γι αυτό όλοι ένιωσαν μεγάλη ανακούφιση και ελπίδα για μια νικηφόρα πορεία σε αυτόν τον καταστροφικό πόλεμο που είχε αρχίσει και που θα έφερνε τέτοιες καταστροφές σε όλο τον κόσμο σε ανθρώπινες ζωές και σε υλικές απώλειες, που ο κόσμος δεν είχε γνωρίσει μέχρι τώρα.
Μετά την Κορυτσά έρχονται και άλλες πόλεις Ελληνικές που ήσαν στην Αλβανία να τις απελευθερώνει ο στρατός μας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9. Ο Πατέρας όμως ήθελε να πολεμήσει.
Έκανα αίτηση να πάει εθελοντικά να καταταγεί. Οι φασίστες τότε του Μεταξά, που κυβερνούσαν την Ελλάδα, δεν τον έκαναν δεκτό λόγω φρονημάτων.
Καρτερικά με αγωνία παρακολουθούσε κι αυτός την εξέλιξη του πολέμου και προβληματισμένος για την πορεία γενικά της όλης κατάστασης, πόσο μπορούσαμε να κρατήσουμε στον πόλεμο αυτό, που πρέπει να έχεις μεγάλα αποθέματα στρατού και πολεμικών υλικών για να φέρεις πέρας ένα τέτοιο πόλεμο.


Τα κοχύλια ζουν; Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη

Τα κοχύλια ζουν;   Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη Τα κοχύλια ζουν; Η Νεφέλη όταν αντίκρισε την παραλία της Πευκιάς ψηλά από τον δρόμ...