Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο


   Η μέρα σήμερα ήταν όμορφη κι η πλατεία γεμάτη κόσμο. Από τη στιγμή
που έστησα το καβαλέτο μου σχηματίστηκε ουρά από τουρίστες που περίμε-
ναν να τους ζωγραφίσω το σκίτσο. Ένας ένας στήνονταν ακίνητος μπροστά
στο άσπρο χαρτί, που μολυβιά μολυβιά καθρέφτιζε την «πανέμορφη» φάτσα
του, περιμένοντας στωικά το αποτέλεσμα, χωρίς σχεδόν ανάσα μη και χαλάσει
η πόζα. Κι εγώ σαν καλό και συναισθηματικό κορίτσι που ασφαλώς είμαι, τους
έκανα ένα μίνι λίφτινγκ κονταίνοντας λίγο τη μυτούλα, αφαιρώντας τις σα-
κούλες κάτω από τα μάτια και ρετουσάροντας με μεράκι πλαστικού χειρούρ-
γου όποια εμφανή ατέλεια υποβάθμιζε το λίμπιντο του μοντέλου μου. Το πλα-
τύ χαμόγελο του «στρουθοκάμηλου» πελάτη όταν αντικρίζει στο χαρτί το τέ-
λειο είδωλό του, είναι κατά κανόνα η μεγαλύτερη ανταμοιβή του καλλιτέχνη.
Μερικά μέτρα πιο πέρα, στη μέση της πλατείας, ένα άλλου είδους καλλιτε-
χνικό χάπενινγκ ελάμβανε χώρα. Μια λυγερόκορμη μαντόνα στεκόταν ακίνη-
τη μπροστά από το «ναό της αγάπης», βγάζοντας με το δικό της τρόπο το με-
ροκάματο του τρόμου. Και λέω τρόμου, βλέποντας το περίεργο διερχόμενο
πλήθος να την κοιτάζει σαν να βλέπει ούφο, να την αγγίζει για να διαπιστώσει
πόσο κρύο είναι το «μάρμαρο», και μερικά ανεκδιήγητα πιτσιρίκια να πλη-
σιάζουν δειλά δειλά σαν να βλέπουν το “τέρας”, τσιρίζοντας ή φτύνοντας με-
ρικές φορές το άγαλμα με την πλήρη ανοχή των γονιών τους. Ουφ, ευτυχώς
που είμαι ζωγράφος, σκέφτηκα, σε διαφορετική περίπτωση δεν θα ντυνόμουν
μαντόνα, αλλά δράκος, και θα δάγκωνα σίγουρα μερικά από αυτά τα περίεργα
χέρια που θα με άγγιζαν.
Μου έκανε εντύπωση η καινούργια συνάδελφος. Δεν την είχα ξαναδεί εδώ.
Φαινόταν να απολαμβάνει αυτό που έκανε κρίνοντας από την ηρεμία του
προσώπου της. Μου έκανε επίσης εντύπωση το γεγονός ότι ο πάστορας της
Μιράκολι δεν είχε ακόμα κάνει την εμφάνισή του. Προφανώς δεν είχε αντι-
ληφθεί την “ασέλγεια” που γινόταν έξω από την εκκλησία του, γιατί τη συγκε-
κριμένη εκκλησία την θεωρούσε ιδιοκτησία του μαζί με το περιβάλλοντα χώ-
ρο. Τον είχα δει πολλές φορές να προπηλακίζει καλλιτέχνες παντομίμας που
τολμούσαν να μιάσουν το χώρο του. Πόσο μάλλον η σημερινή παραβίαση που
φέρει αναίσχυντα την “ιερά” μεταμφίεση της μαντόνας.
Έφτιαχνα το σκίτσο ενός Ολλανδού τουρίστα, ρίχνοντας ταυτόχρονα μα-
τιές στη Μιράκολι για να μη χάσω την ατραξιόν που ήμουν παραπάνω από
βέβαιη ότι θα συνέβαινε οσονούπω. Και δεν έπεσα καθόλου έξω βλέποντας
μια γηραιά ευλαβή κυρία, να τα χώνει χειρονομώντας στη μαντόνα, να μπαί-
νει στην εκκλησία, και σε χρόνο ρεκόρ να ξαναβγαίνει αλλά μπρατσέτο με τον
“συμπαθή μου” πάστορα. Στάθηκαν μπροστά στην κοπέλα κι άρχισαν να τη
βρίζουν. Είδα τότε την μαντόνα να κατεβαίνει από το βάθρο, και να σπρώχνει
τον πάστορα. Η ευσεβής κυρία σήκωσε το μπαστούνι της και χωρίς δισταγμό
χτύπησε τη μαντόνα στο κεφάλι. Το διερχόμενο πλήθος χωρίστηκε ξάφνου σε
δύο στρατόπεδα. Οι καλοί με τον πάστορα και οι κακοί με τη μαντόνα. Προς
στιγμήν μου ήρθε ένα νευρικό γέλιο, σύντομα όμως ο θυμός ήταν το συναί-
σθημα που με κυρίεψε. Αποφάσισα να ταχθώ με τους “κακούς” και παρατώ-
ντας το καβαλέτο, και το μοντέλο μου να με κοιτάζει έκπληκτο , έτρεξα στο
πεδίο της μάχης. Δεν θυμάμαι πόσα μπινελίκια έριξα στον πάστορα και το σι-
νάφι του που είχαν ξετρυπώσει από την εκκλησία συνηγορώντας στον προπη-
λακισμό της μαντόνας. Θυμάμαι μόνο πως μέσα στην παραζάλη μου είδα ένα
γνώριμο κόκκινο κεφάλι, με δάκρυα στα μάτια, να βρίζει σε ελληνικότατη αρ-
γκό. Συνειδητοποιώντας ότι η μαντόνα του σκανδάλου δεν ήταν άλλη από τη
Μελίνα, την άρπαξα από το μπράτσο και την τράβηξα στο πίσω μέρος της
πλατείας.
«Πήγαινε σπίτι κι έρχομαι κι εγώ σε λίγα λεπτά» της φώναξα, «φύγε πριν
πλακώσει η αστυνομία γιατί θα έχουμε μπλεξίματα» της είπα με φωνή που
δεν σήκωνε αντίρρηση. Η Μελίνα υπάκουσε και απομακρύνθηκε αμέσως.
Έκανα τον γύρο της εκκλησίας τρέχοντας, και χωρίς να με αντιληφθεί το “ιε-
ρατείο” έφθασα μέχρι τα σύνεργά μου τα οποία άρπαξα σε χρόνο μηδέν και
εξαφανίστηκα στα στενά δρομάκια της πόλης.

Ανέβηκα τις σκάλες ασθμαίνοντας, γιατί η αναπνοή μου είχε σωθεί από το
τρέξιμο. Στις περιπτώσεις αυτές δεν βρίσκεις με τίποτα το δίκιο σου. Αφ’ ενός
μεν γιατί κάθε δραστηριότητα καλλιτεχνικού είδους είναι τύποις παράνομη,
και αφ’ ετέρου γιατί η εκκλησία είναι πάντα στο απυρόβλητο. Πόσο μάλλον
που εμείς είμαστε και τα αλλοδαπά της παρέας.
Βρήκα τη Μελίνα καθισμένη στον καναπέ όλο νεύρα, να κρατά μια πετσέ-
τα με πάγο στο κεφάλι της. Τα ζουμιά που έτρεχαν από το λιωμένο πάγο ξέ-
βαφαν το λευκό μακιγιάζ, φτιάχνοντας αστεία σάρκινα μπαλωματάκια στο
δέρμα της. Το σκουφί κρεμόταν στις άκρες των μαλλιών γαντζωμένο με όσα
τσιμπιδάκια είχαν απομείνει, και η κεραμιδί κάπα της έχασκε γεμάτη τρύπες
σε στιλ «τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα». Πέταξα στο πάτωμα το βαλιτσάκι
με τα πινέλα, και κρατώντας ακόμα το καβαλέτο στη μασχάλη, έτρεξα βολίδα
στο μπάνιο μέσα σ’ ένα ξέφρενο γέλιο, σχεδόν βρεγμένη, γιατί ατυχώς είχα
πάψει να χρησιμοποιώ παμπεράκια από δύο χρονών.

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο


   Η Γοργώ μ’ άφησε μέσα στον βαθύ προβληματισμό έτσι όπως την είδα με
τα σύνεργα της ζωγραφικής να πηγαίνει να βγάλει τον άρτο τον επιούσιο.
Πριν από λίγο καιρό το είχα επιχειρήσει κι εγώ, αλλά την τελευταία στιγμή
έκανα πίσω. Ντρεπόμουν να στηθώ μπροστά στον κόσμο και μεταμορφωμένη
να κάνω παντομίμα, έστω κι αν γνώριζα πολύ καλά αυτό το είδος.
Έριξα το βλέμμα μου πάνω στο μπαούλο. Το “misterioso”, όπως το αποκά-
λεσε χαρακτηριστικά χθες η Γοργώ, από τη στιγμή που δεν πήρε απάντηση
μου για το περιεχόμενό του. Ήθελα και εγώ να το παίξω λίγο μυστήριο, πριν
της αποκαλύψω πως μέσα σ’ αυτό απλά υπάρχουν αναφορές από τη θεατρική
μου ζωή. Αυτή τη λίγη αλλά τόσο ουσιαστική θεατρική ζωή.
Το έφερα μπροστά μου, και με αργές κινήσεις το άνοιξα. Έβγαλα ένα α-
μάνικο μακρύ μπεζ φόρεμα, σαν χλαμύδα και μια κάπα σε χρώμα κεραμιδί.
Χωρίς δεύτερη σκέψη, τα φόρεσα. Ύστερα κάθισα μπροστά στον καθρέπτη κι
άρχισα να βάφω όλο μου το πρόσωπο μ’ άσπρο μεικ απ, ενώ το περίγραμμα
των ματιών μου με καφέ μολύβι. Μετά μάζεψα τα μαλλιά μου κότσο και τα
κάλυψα με ένα σκουφάκι από γάζα. Στο τέλος κάρφωσα στο κεφάλι μου με
δύο τσιμπιδάκια ένα μακρύ λινό μαντήλι.
«Απίστευτο!» μονολόγησα, χαμογελώντας από ικανοποίηση, καθώς είδα
τη μεταμόρφωσή μου σε μαντόνα να έχει στεφθεί με επιτυχία.
Προτού φύγω να πάω να βρω τη Γοργώ στην Πιάτσα ντέλ Πόπολο, είπα να
ανάψω ένα τσιγάρο, και να σκεφτώ πως θα στήσω τη παντομίμα μου, όταν η
ματιά μου έπεσε στο καδράκι που είχα μέσα στο μπαούλο με μια ρήση του
Κάρολου Κούν.
«Δεν κάνουμε θέατρο για το θέατρο. Δεν κάνουμε θέατρο για να ζήσουμε.
Κάνουμε θέατρο για να πλουτίσουμε τους εαυτούς μας, το κοινό που μας πα-
ρακολουθεί κι όλοι μαζί να βοηθήσουμε να δημιουργηθεί ένας πλατύς, ψυχικά
πλούσιος και ακέραιος πολιτισμός στον τόπο μας»
«Δάσκαλε συγχώρα με αλλά πρέπει να επιβιώσω» είπα και σηκώθηκα α-
μέσως.
Κατέβηκα με φόρα τη σκάλα, έχοντας ωστόσο τεντωμένες τις κεραίες μου
μήπως συναπαντήσω και το “πλάσμα

«Κοκκινομάλλα κόρη, σύνελθε» επανέφερα αμέσως τον εαυτόν μου στα
λογικά του.
Πριν ανοίξω τη εξώπορτα, πήρα μια βαθιά ανάσα. Εκεί έξω με περίμενε η
πραγματικότητα.
«Μελίνα, οπλίσου με θάρρος», είπα στον εαυτόν μου, και έκανα την μεγά-
λη μου έξοδο.
Η μέρα ήταν πανέμορφη. Ιδανική για βόλτα και καφεδάκι στη λιακάδα
σκέφτηκα, κι αναστέναξα που μια τόσο απλή χαρά ήταν για μένα πολυτέλεια.
«Κι όχι μόνο για σένα» μονολόγησα καθώς είδα έναν ζητιάνο να κάθεται στο
απέναντι παγκάκι και να με κοιτά χάσκοντας. Φαίνεται το όλο μου παρουσια-
στικό είχε τραβήξει το ενδιαφέρον του. Μονομιάς μου ήρθε η τρελή επιθυμία
να τον περιπαίξω. Τον πλησίασα λοιπόν με αργά και σταθερά βήματα. Στάθη-
κα μπροστά του, και παίρνοντας ένα απόκοσμο βλέμμα τον κοίταξα έντονα
στα μάτια.
«Μαντόνα μια» ίσα που ψέλλισε και σταυροκοπήθηκε.
Συγκρατήθηκα να μη γελάσω. Με αργές κινήσεις, έβγαλα ένα ευρώ απ’ το
πουγκί μου και το άφησα δίπλα του. Χαζογέλασε με το στόμα ανοικτό, και κα-
τόπιν με κοίταξε όλος απορία. Σίγουρα αναρωτιόταν αν ήμουν πραγματική, ή
κάποιο αποκύημα της φαντασίας του.
Του έσκασα ένα τελευταίο χαμόγελο, κι απομακρύνθηκα, ενώ τον άκουγα
πίσω μου μέσα στον ενθουσιασμό να φωνάζει: «Μιράκολοοο!»
Φθάνοντας στη Πιάτσα ντελ Πόπολο, άρχισα να ψάχνω με το βλέμμα μου
τη Γοργώ. Την εντόπισα να κάθεται λίγα μέτρα από τα σκαλοπάτια της Σάντα
ντέι Μιράκολι, και έχοντας στημένο το καβαλέτο μπροστά της να φτιάχνει το
πορτραίτο ένας ξανθομπάμπουρα μάλλον τουρίστα.
Πέρασα αδιάφορα από δίπλα της, και κατευθύνθηκα προς την εκκλησία.
Στάθηκα στο πρώτο σκαλοπάτι, διαγώνια περίπου από εκείνη. Έβγαλα από το
πουγκί ένα πορσελάνινο πιατάκι και το έβαλα μπροστά στα πόδια μου.
«Πενία τέχνας κατεργάζεται» είπα από μέσα μου, και στήθηκα ωσάν στή-
λη άλατος παίρνοντας την έκφραση της μαντόνας.
Ομολογώ από τα πρώτα κιόλας λεπτά, αν εξαιρέσουμε ένα σκατόπαιδο
που βγάζοντας τη γλώσσα του με στόλισε με τα σάλια του, είχα γκράντ σουξέ.
Πολλοί ήταν αυτοί που στέκονταν μπροστά μου να θαυμάσουν την μεταμόρ-
φωσή μου. Κι εγώ για να τους αποζημιώσω τους έκανα σκέρτσα. Μαντόνα και
σκέρτσα. Πως σας φαίνεται; Άλλες φορές τους έκλεινα το μάτι, άλλες πάλι με
μια ανεπαίσθητη κίνησή μου τους έκανα να τρομάζουν. Δεν το κρύβω είχα
αρχίσει να τη καταβρίσκω μ’ όλο αυτό το παιχνίδι με τους περαστικούς, και με
τα ευρούλια όλο και να καμπανίζουν πάνω στο πορσελάνινο πιατάκι, μέχρι τη
στιγμή που στάθηκε, μπροστά μου μια κυριούλα γύρω στα ογδόντα και άκρως
νεανίζουσα. Φορούσε ένα ψάθινο καπέλο με δύο κερασάκια καρφωμένα πά-
νω σε κόκκινη κορδέλα, και ένα άσπρο δαντελένιο φόρεμα, με ρόζ φιογκάκια
στον ποδόγυρο. Με λίγα λόγια μια εκδοχή της κούκλας Μπάρμπι στα βαθιά
της γεράματα.
«Είσαι μια βλάστημη» μου φώναξε, σηκώνοντας το μπαστούνι της.
Της χαμογέλασα ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρα μου με χάρη. Κάτι είπε που
δεν κατάλαβα, κι ύστερα κατευθύνθηκε προς την εκκλησία. Δεν πέρασαν λί-
γα λεπτά, και την είδα αυτή τη φορά να κατεβαίνει αλά μπρατσέτα με τον
παπά.
«Πλάκωσαν οι ενισχύσεις. Δεν γλιτώνουμε την ατραξιόν» είπα μέσα από
τα δόντια μου, και οπλίστηκα με θράσος.
Παπάς και γιαγιά Μπάρμπι στάθηκαν μπροστά μου, αρχίζοντας τις απο-
δοκιμασίες. Ωστόσο δεν αντιδρούσα. Τους κοίταζα μόνο έντονα. Κάποια στιγ-
μή τολμούν και κάνουν την βίαιη κίνηση να με κατεβάσουν από τη θέση που
βρισκόμουν, τραβώντας με από τα ρούχα.
Αυτό ήταν. Ποιος είδε τη Μελίνα και δεν την φοβήθηκε. Ξέχασα αμέσως
τους καλούς μου τρόπους, καθώς κι ότι βρισκόμουν σε μια ξένη χώρα, όπου
ανά πάσα στιγμή μπορούσα να βρεθώ αντιμέτωπη με τους νόμους της.
«Ως εδώ και μη παρέκει» φώναξα θιγμένη, κι άρχισα ν’ ανταποδίδω τα
ίσα, γράφοντας στα παλιά μου παπούτσια ακόμα και τον κόσμο που είχε μα-
ζευτεί, κάνοντας χάζι το διπλωματικό επεισόδιο που μόλις είχε ξεσπάσει.

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο


   Επιστρέφοντας από την κουζίνα με τα αχνιστά φλιτζάνια ανά χείρας,
βρήκα τη Μελίνα βυθισμένη στην μεγαλοπρεπή μπερζέρα να ταξιδεύει στο
δικό της κόσμο. Το βλέμμα της ήταν απλανές χαμένο σε μια άλλη διάσταση.
Χαμογέλασα τρυφερά, τελικά δεν ήμουν το μόνο “χαμένο” της παρέας.
«Ταξίδι με τον άνεμο ή μήπως με παπόρι; Έτοιμος είναι ο καφές κοκκινο-
μάλλα κόρη» απήγγειλα με στόμφο διακόπτοντας τους συλλογισμούς της.
Ένα πλατύ χαμόγελο έλαμψε στο πρόσωπό της και ίσως να ήταν το πρώτο
της φωτεινό γέλιο από τη στιγμή που την γνώρισα. Είχε μαζέψει τα μαλλιά της
πίσω με μια όμορφη γαλάζια κορδέλα απελευθερώνοντας ένα γλυκύτατο προ-
σωπάκι με δυο λαμπερά ξεπλυμένα από το κλάμα μελιά μάτια. «Είσαι όμορ-
φο κορίτσι, Μελίνα όνομα και πράγμα» σκέφτηκα φωναχτά.
«Ω, σ’ ευχαριστώ.. κι εσύ επίσης» μου ανταπόδωσε το κομπλιμάν.
«Σκεφτόμουν ότι αυτό το σπίτι πρέπει να είναι πολύ παλιό. Πολύ θα ήθε-
λα να μάθαινα την ιστορία του. Ξέρεις κάτι σχετικά μ’ αυτήν;» με ρώτησε με
πραγματικό ενδιαφέρον.
«Μμ.. αντέχεις τις συγκινήσεις;» αποκρίθηκα με ύφος γεμάτο υπονοούμε-
να.
«Μα ναι, φυσικά».
«Ωραία λοιπόν» είπα κι άναψα τσιγάρο πίνοντας μια μεγάλη γουλιά καφέ.
«Αυτό το σπίτι το παλιό… με ιστορίες παράξενες ο θρύλος το έχει ντύσει..
Λένε ότι είναι στοιχειωμένο. Γύρω στο 1814 κατοικούσε εδώ ένας τρελός επι-
στήμονας. Τον έλεγαν Σεράν και κανείς δεν ήξερε από πού είχε έρθει. Αυτός
λοιπόν ο δρ. Σεράν ήταν διαταραγμένη προφανώς προσωπικότητα. Έκανε
διάφορα πειράματα με ανθρώπινα πειραματόζωα προσπαθώντας να μεταλλά-
ξει τη γενετήσια διαδικασία και να καταφέρει το ακατόρθωτο, να φτιάξει δη-
λαδή ένα τρίτο φύλλο το οποίο θα χρησίμευε μόνο για αναπαραγωγή. Για το
σκοπό αυτό παρέσυρε στο σπίτι άτομα νεαρά, αγόρια και κορίτσια, τα οποία
φυσικά σκότωνε για να χρησιμοποιήσει τα όργανά τους για τα πειράματά
του..» έκανα μια μικρή διακοπή πίνοντας μια ακόμα γουλιά καφέ και κοίταξα
τη Μελίνα στα μάτια.
«Θέλεις να συνεχίσω

Πήρε βαθιά ανάσα, δεν ήταν σίγουρη αν πίστευε όσα άκουγε, το ύφος ό-
μως που τα έλεγα δεν άφηνε αμφιβολία για του λόγου μου τουλάχιστον το α-
ληθές. «Σ’ αυτό εδώ το σπίτι εννοείς ότι σκότωνε τα θύματα του;» με ρώτησε
με τα μπράτσα της μπιμπικιασμένα από ανατριχίλα.
«Ναι ρε, γι αυτό το σπίτι δε μιλάμε;» απάντησα με φυσικότητα,.«λοιπόν
σκάσε κι άκου τη συνέχεια. Ο Σεράν κάποια στιγμή κατάφερε να φτιάξει το
πλάσμα που επιθυμούσε, από τη μεγάλη του χαρά όμως έπαθε έμφραγμα και
πέθανε. Το “πλάσμα” έμεινε μόνο και απροστάτευτο. Ήταν όμως ένα εξω-
πραγματικό κατασκεύασμα, που δεν είχε γέννηση άρα ούτε και θάνατο. Πως
θα μπορούσε να κλείσει έναν κύκλο χωρίς να έχει αρχή; Το “πλάσμα” λοιπόν
στοίχειωσε μέσα εδώ προσμένοντας την ενσάρκωση του Σεράν που θα έρθει
κάποια μέρα να αποτελειώσει το “έργο” του, ώστε να το “ελευθερώσει” έτσι ή
αλλιώς. Το “πλάσμα” που δεν είναι ούτε καν φάντασμα κινείται μέσα στο κτί-
ριο και τόχει στοιχειώσει. Λίγοι τολμούν να κατοικήσουν εδώ. Τα κάτω διαμε-
ρίσματα είναι άδεια».
Με κοίταξε με δυσπιστία και τρόμο συγχρόνως. «Το πιστεύεις εσύ αυτό;»
με ρώτησε.
«Φυσικά. Άλλωστε το έχω δει το “πλάσμα” απάντησα ρουφώντας τον κα-
πνό μου αμέριμνη σαν να έλεγα το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου. Την είδα
να χάνει το χρώμα της.
«Και πως είναι;» ρώτησε στρίβοντας νευρικά τα δάχτυλά της.
«Δεν είναι εχθρικό, με μένα τουλάχιστον. Είναι ψηλό και πολύ άσχημο.
Έχει ένα μάτι τεράστιο, και μακρύ πηγούνι. Τα χέρια του δεν έχουν δάχτυλα,
όσο για τα “μερεμέτια” του είναι παράξενα, εμπρός είναι θηλυκό και πίσω
αρσενικό…. Χα χα χα χα» ξέσπασα σε δυνατά γέλια μη μπορώντας να κρατη-
θώ άλλο σοβαρή.
Την είδα να σκοτεινιάζει. Προς στιγμήν νόμισα ότι θύμωσε πιστεύοντας
ότι την κοροϊδεύω, στιγμιαία όμως άλλαξε διάθεση και ξέσπασε μαζί μου σε
γέλια.
«Θα μου το γνωρίσεις κι εμένα;» μου είπε γελώντας.
«Αν μου υποσχεθείς ότι δεν θα μου το πάρεις, ναι θα σου το γνωρίσω»
«Υπόσχομαι» έγνεψε με τα μάτια μη μπορώντας να συγκρατήσει τα γέλια
της.
«Λοιπόν για να σοβαρευτούμε. Το σπίτι έχει μια κοινότυπη ιστορία. Χτί-
στηκε πολλά χρόνια πριν, από μια οικογένεια τσιφούτηδων αποκλειστικά και
μόνο για εκμετάλλευση, και κληροδοτείται από γενιά σε γενιά σε γονιδιακά
πλέον φραγκοφόνηδες κληρονόμους, που το νοικιάζουν σε φουκαράδες αλλο-
δαπούς γιατί όπως βλέπεις έχει τα ψιλοχάλια του. Η εν λόγω οικογένεια λέγε-
ται Λεβινιάνο και είναι φυσικά Ιταλοεβραίοι».
«Και αυτός ο Κόντε στο κάδρο ποιος είναι;» ρώτησε η Μελίνα δείχνοντας
μου το κάδρο που κρεμόταν στον τοίχο πλάι σε μια αράχνη που ύφαινε ξέ-
γνοιαστη τον ιστό της. «Γιατί πίστεψα πως θα ήταν κομμάτι της ιστορίας του
σπιτιού για να τον έχεις στη φάτσα».
«Κόντε;» μονολόγησα κουνώντας το κεφάλι μου. «Κόντε απάτη. Αυτός εί-
ναι ο Ερνέστο γλυκιά μου, και ξέρεις γιατί τον έχω στη φάτσα; Για να μη κάνω
τον κόπο να μουντζώνομαι στον καθρέφτη κάθε που βγαίνω από το σπίτι, θυ-
μίζοντας στον εαυτό μου το χουνέρι που έπαθε, για να είναι προσεχτικός εκεί
έξω. Ο τύπος όταν πρωτοήρθα στην Ιταλία, ούσα μαλακισμένο βλαχάκι με
πλησίασε και ενδιαφέρθηκε για τους πίνακες μου με την πρόφαση ότι ήταν
γκαλερίστας. Ήταν καλοντυμένος και η παρουσία του μου ενέπνεε εμπιστο-
σύνη. Γίναμε φίλοι και καθώς μιλούσε με θαυμασμό για τη δουλειά μου, κολα-
κεύτηκα το ούφο κι έπεσα αύτανδρη στα δίχτυα του. Μου έπαιρνε πίνακες
με το πρόσχημα ότι, θα τους εξέθετε στη γκαλερί του στο Παρίσι για να με
προβάλλει στους καλλιτεχνικούς κύκλους. Εγώ καψωμένη από την επιθυμία
να προβληθώ δεν ζήτησα ούτε για το τυπικό της υπόθεσης κάποια απόδειξη
ότι του έδινα τα έργα μου. Κι αυτός ο αρχικλέφτης του κερατά έσβηνε την δι-
κή μου υπογραφή, τους υπόγραφε με κάποιο βαρύγδουπο όνομα και τους μο-
σχοπούλαγε σε ψωριάρηδες Ιταλούς της υψηλής κοινωνίας. Κάποιος όμως
από τους “υπογράφοντες” είδε κάπου τον πίνακα με το όνομα του κι έφτασε
μέχρι εμένα»
«Έλα ρε!» με διέκοψε η Μελίνα έκπληκτη. «Και πώς σε βρήκε;» ρώτησε
εύλογα.

«Τον έστειλε σε μένα το αρχίδι ο Ερνέστο. Δεν φτάνει δηλαδή που με έ-
κλεβε, με έδωσε κι από πάνω το καθίκι. Ο Ραφαήλ -έτσι λέγανε το ζωγράφο-
ήρθε στη σχολή και μπουκάροντας μέσα στην αίθουσα σε ώρα μαθήματος μ’
έκανε ρόμπα, απειλώντας με μήνυση εμένα και τη σχολή. Από τη σχολή όπως
ήταν φυσικό με διώξανε επί τόπου. Ο Ραφαήλ έκανε μήνυση και ορίστηκε δι-
κάσιμη. Παραλίγο να πάω φυλακή γιατί δεν είχα λεφτά ούτε για δικηγόρο ού-
τε για πιθανή εξαγορά της ποινής μου. Είδα κι έπαθα να τον πείσω ότι δεν
είχα ιδέα για όλη αυτή την απάτη. Δεν ξέρω αν τελικά τον έπεισα , ξέρω ότι
κατέληξα στο κρεβάτι του Ραφαήλ, ο οποίος “υπέκυψε” στη γοητεία μου και
απέσυρε τη μήνυση. Μου πήρε καιρό να ξεχάσω τη νίλα που έπαθα. Ο Ερνέ-
στο φυσικά εξαφανίστηκε κι εγώ είχα πάρει ένα σκληρό μάθημα ζωής. Δύο
χρόνια μετά το συμβάν, με κάλεσε ένας δικηγόρος ο οποίος μου δήλωσε ότι ο
Ερνέστο που είχε πεθάνει από καρκίνο είχε αφήσει διαθήκη. Πίστεψα ότι οι
τύψεις του τον έκαναν να μου αφήσει ως κληρονομιά το αντίτιμο έστω από
τους κλεμμένους πίνακες. Μου άφησε κληρονομιά το Μουσολίνι μια και αυτή
ήταν όλη του η περιουσία, μαζί μ’ ένα γράμμα στο οποίο μου ζητούσε να τον
συγχωρέσω για να μη πάει στην κόλαση. Ήταν βλέπεις και θρησκόληπτο το
καθίκι και πίστεψε ότι με μια συγνώμη, καθάριζε με τα καζάνια και τους διαό-
λους της κόλασης»
«Δίκιο έχεις βρε Γοργώ. Ζούγκλα είναι έξω και τα θηρία καραδοκούν. Πί-
στεψέ με κάτι ξέρω κι εγώ» δήλωσε η Μελίνα με πίκρα.
«Ξέρεις κάτι ρε; Ό,τι και να είναι εκεί έξω εμείς τόχουμε χεσμένο. Γιατί
όποιος άνεμος κι αν σε φέρνει εδώ σίγουρα στο διάβα του σ’ έχει ανεμοτινά-
ξει. Κοίτα όμως, είσαι εδώ παρούσα, βρίσαμε, κλάψαμε, γελάσαμε. Με μια λέ-
ξη ΖΟΥΜΕ!» είπα και της έσφιξα δυνατά το χέρι. «Αλήθεια βρε μάτια μου, τι
έχει μέσα αυτό το μπαούλο που κοντεύει να γίνει το δεύτερο σώμα σου. Γιατί
μια κοπελάρα σαν και σένα, να σέρνει με ευλάβεια ένα μπαούλο, χα.. χα.. εί-
ναι ένα θέαμα όπως και να το κάνεις χα.. χα» ξέσπασα πάλι σε δυνατά γέλια
καθώς θυμόμουν τη Μελίνα να σέρνει στους δρόμους της Ρώμης μέσα στην
άγρια νύχτα.
«Θα σου πω». Μου απάντησε χαμογελώντας. «Πρώτα όμως να κάνω
ένα μπάνιο γιατί το lanote έχει πολύ κακό εξαερισμό, για να μην πω ότι δεν
έχει καθόλου, και μυρίζω τσιγαρίλα μέχρι το κόκαλο. Α.. και πες στο αφεντικό
σου ότι τις τσιμπάει τις τιμές, απαράδεκτος είναι» μου είπε κουνώντας το χέ-
ρια της με σκέρτσο μαλώνοντας με ταυτόχρονα λες και το μαγαζί ήταν δικό
μου.
«Ναι, ναι αύριο κιόλας θα του κάνω παρατήρηση το υπόσχομαι. Για να μη
σου πω ότι θα τον απολύσω τον παλιοβλάκα» είπα σοβαρή.
Την είδα να ανοίγει προσεκτικά το καπάκι του μπαούλου και να βγάζει με
τελετουργικές κινήσεις μερικές ολόλευκες πετσέτες κι ένα σωμόν αραχνοΰφα-
ντο νυχτικό.
«Πρόσεξε μη σε δει έτσι το “πλάσμα” γιατί θα σου την πέσει» αστειεύτηκα
μαζί της και την οδήγησα μέχρι το μπάνιο. «Προς το παρόν βολέψου στον κα-
ναπέ για ύπνο μικρή πριγκίπισσα, ελπίζω να μη σου πέσει σκληρός» της είπα
γελώντας και την άφησα να απολαύσει ένα ζεστό μπάνιο που σίγουρα χρεια-
ζόταν…
Δεν θα είχαμε κοιμηθεί ούτε τρεις ώρες όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Είδα
τη Μελίνα να πετάγεται τρομαγμένη γιατί η αλήθεια είναι ότι ο ήχος του τη-
λεφώνου ήταν κάτι ανάμεσα σε κατοχική σειρήνα συναγερμού, και κακοξυ-
πνημένου κόκορα.
«Έλα ρε Δομίνικε, στον ύπνο σου με είδες αγοράκι μου πρωί πρωί» απά-
ντησα με νυσταγμένη φωνή κι ένα τεράστιο χασμουρητό να την συνοδεύει.
«Στον ύπνο μου; Μήπως κοιμήθηκα; Είμαι μέσα στη φρίκη ρε συ. Κρατή-
σου! Η Ντέπυ είναι έγκυος» μου είπε σχεδόν τσιρίζοντας.
«Ε.. και;»
«Ε.. και; Πας καθόλου καλά; Αυτό έχεις να πεις;» αποκρίθηκε νευριασμέ-
νος.
«Τώρα θέλεις να τ’ ακούσεις πρωί πρωί ρε Δομίνικε; Ξεκόλλα μανάρι μου»
«Γοργώ πιες καφέ να ξυπνήσει το κοιμισμένο μυαλό σου και πάρε με να
μιλήσουμε. Τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Περιμένω οκ;» συμπλήρωσε
μαινόμενος κι έκλεισε το τηλέφωνο.

Γαμώ την τρέλα μου γαμώ. Ούτε να κοιμηθεί δεν μπορεί με την ησυχία του
ένας άνθρωπος σε τούτη την κωλοζωή μουρμούρισα και κατευθύνθηκα προς
το μπάνιο. Η Μελίνα που εν τω μεταξύ είχε ανασηκωθεί με κοίταξε στα μάτια
με απορία. «Συμβαίνει κάτι;» ρώτησε.
«Συγνώμη για το «χαρούμενο» ξύπνημα. Ένας παιδικός φίλος από την Ελ-
λάδα σκέφτηκε να με βασανίσει πρωϊνιάτικα. Συνέχισε τον ύπνο σου και σόρυ
για τη διακοπή» απολογήθηκα.
«Δεν πειράζει» μου απάντησε ευγενικά η Μελίνα. Έτσι κι αλλιώς ξυπνάω
πρωί. Θέλεις να φτιάξω εγώ τον καφέ;»
«Η τέλεια πρόταση» της χαμογέλασα, «σκέτο με λίγο γάλα, α… κάπου έχω
και κουλουράκια, νομίζω στο ντουλάπι πάνω από τη λάντζα, αν φυσικά δεν
τάχει φάει ο Μίκυ»
«Μίκυ;» ρώτησε
«Αχ, μέσα στην απορία σε βρίσκω Μελίνα, σε σοφίτα βρίσκεσαι όχι σε
σουίτα, ο Μίκυ καρδιά μου είναι το κατοικίδιο ποντίκι μου, ολόκληρη φαμίλια
έχει να θρέψει ο φουκαράς, αν τον συναντήσεις μη τρομάξεις, φώναξε μου να
σας συστήσω».
Με μια αυθόρμητη κίνηση μάζεψε τα πόδια της τρομαγμένη.
«Φοβάμαι τα ποντίκια» ψιθύρισε ανατριχιάζοντας σύγκορμη.
«Κι εγώ τους ανθρώπους, αλλά τους τρώω στη μάπα κάθε μέρα» απάντη-
σα στωικά, κι εξαφανίστηκα πίσω από το παραβάν σίγουρη πλέον ότι τον κα-
φέ θα τον έφτιαχνα εγώ.
«Συγνώμη» μου είπε με ένοχη φωνή καθώς ακουμπούσα τους καφέδες και
τα βουτήματα στο τραπέζι. «Μερικές φορές γίνομαι σπασικλάκι. Έχεις.. και
κατσαρίδες;» ρώτησε με αηδία.
«Με τη Σόνια και την Κατίνα γνωριζόμαστε, τώρα για τις άλλες… θα σε γε-
λάσω, περαστικές είναι κατά κανόνα» είπα και ξέσπασα σε γέλια. «Έλα ρε μη
φοβάσαι. Πλασματάκια της φύσης είναι και πολύ πιο ξηγημένα από τους αν-
θρώπους. Αν δε τα πειράξεις δε σε πειράζουν» συμπλήρωσα και της πρότεινα
ένα κουλουράκι.
«Μπα, άσε δεν θέλω, να μη το στερήσω από το Μίκυ και τα κορίτσια» είπε
χαριτωμένα και γέλασε δυνατά.
Ήπιαμε τον καφέ μας βυθισμένες στη σιωπή. Ένοιωθα ήδη μεγάλη οικειό-
τητα με το ξένο κορίτσι που έτσι ξαφνικά είχε μπει στη ζωή μου. Δεν ξέρω το
γιατί, αλλά είχε κατακτήσει ήδη μια θέση στην καρδιά μου. Ίσως η φυσική ευ-
γένεια που διέθετε, ίσως και η νοσταλγία για την πατρίδα με έκανε ιδιαίτερα
ευαίσθητη απέναντι της. Σίγουρα όμως βαθιά μέσα μου, εκείνο που γούσταρα
ήταν η μαγκιά της να αντιστέκεται στο σύστημα, που από καταβολής κόσμου
ήθελε τους καλλιτέχνες κοσμήματα στα κλεφτοδάχτυλά του. Η τέχνη όμως δεν
είναι υπηρέτης κανενός, γιατί η τέχνη είναι ελευθερία..
Το τηλέφωνο χτύπησε ξανά διακόπτοντας τη σιωπή μας. Ήταν ο Δομίνικος
που ήθελε να δηλώσει την παρουσία του με μια αναπάντητη κλήση.
«Είστε χρόνια φίλοι;» ρώτησε η Μελίνα.
«Από παιδιά» απάντησα, «γνωριστήκαμε στην Τήνο όπου έκανα διακοπές
τα καλοκαίρια. Ο Δομίνικος είναι αγιογράφος και ζει στην Τήνο. Είναι ένας
καλόκαρδος άνθρωπος αλλά εξαιρετικά ιδιόρρυθμος. Ξεροκέφαλος του κερα-
τά και κολλημένος με τη θρησκεία. Καθολικός στο θρήσκευμα, αν αυτό σου
λέει κάτι από μόνο του. Έχουμε μαλώσει άπειρες φορές πάνω στο θέμα αυτό.
Ο Δομίνικος λοιπόν από τα εφηβικά του χρόνια ήταν αθεράπευτα ερωτευμέ-
νος με τη Δέσποινα. Ένα κοριτσόπουλο του νησιού η Δέσποινα, με μακριές
κοτσίδες, τριχωτά πόδια και αξύριστες μασχάλες. Η μαμά της ήταν νεοκόρισ-
σα σε μια εκκλησία στον Πάνορμο. Γαμώ τους συνδυασμούς ε; Καθολικοί και
Ορθόδοξοι. Στην Τήνο για να καταλάβεις αυτές οι δύο “παρατάξεις” είναι κάτι
σαν Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες. Μίσος αγεφύρωτο. Τώρα θα μου
πεις ο Χριστός και η αγάπη που και οι δύο πρεσβεύουν σε ποιο ακριβώς κομ-
μάτι παίζει; Είναι μεγάλη κουβέντα αυτό, άστο για άλλη στιγμή.
Το ζευγάρι Δομίνικος Δέσποινα ήταν ο καταλύτης που ένωσε τις αντιμα-
χόμενες οικογένειες, που υποκύπτοντας στο μεγάλο έρωτα των παιδιών τους
δέχτηκαν αμφότερες να συναινέσουν στο γάμο. Το μεγάλο πρόβλημα όμως
δημιουργήθηκε όταν ήρθε η ώρα του “μυστηρίου”. Καθολικός ή Ορθόδοξος
γάμος; Ιδού η απορία. Εδώ τα πράγματα δυσκόλεψαν αρκετά, γιατί ακόμα και

τα ίδια τα πιτσούνια δεν μπορούσαν να τα βρουν μεταξύ τους. Πήραν λοιπόν
τη “σοφή” απόφαση να τελέσουν διπλό γάμο. Κυριακή απόγευμα στις έξι ο
Καθολικός και στις οκτώ της ίδιας μέρας ο ορθόδοξος. Συμπούρμπουλο κα-
τέφθασε το σόι στο long play γάμο που κράτησε τρεις ολόκληρες ώρες. Ευχές
και συχώρια, γλέντι και μπάλος κι όλοι επιτέλους μονιασμένοι.
Όμως λίγο μετά από τους απόηχους της φιέστας, ο γάμος άρχισε να πηγαί-
νει κατά διαόλου μέσα σε όλη αυτή την θρησκευτική παράνοια. Η αλήθεια εί-
ναι ότι ο Δομίνικος ήταν το σπαστικό της παρέας, γιατί η Δέσποινα δεν είχε
και πολύ νταλκά με τα θεία οπότε κανένα πρόβλημα, έλα όμως που ο Δομίνι-
κος την υποχρέωνε να νηστεύει καθολικά και ορθόδοξα, να εξομολογείται σε
παπά και πάστορα και να εκκλησιάζεται ντούμπλεξ. Έτσι δεν πήρε πολύ καιρό
στη μπαϊλντισμένη Δέσποινα να γίνει Ντέπυ, και ο Δομίνικος… κερατάς.
Το διαζύγιο αναπόφευκτο κέρατο γαρ, και μάλιστα στο νησί όπου ο κό-
σμος ψοφάει για κουτσομπολίκι. Εδώ έγινε η μεγάλη γκέλα, γιατί η μεν Ντέπυ
πήρε εύκολα το χαρτί της ελευθερίας από τη “δημοκρατική” ορθόδοξη παρά-
ταξη, ο Δομίνικος ο φουκαράς όμως, έπεσε θύμα της “δικτατορικής” καθολι-
κής παράταξης».
Τα μελένια μάτια της Μελίνας με κοίταξαν γεμάτα έκπληξη. «Δηλαδή ο
ένας πήρε διαζύγιο και ο άλλος όχι;» ρώτησε.
«Ακριβώς» είπα και άρχισα να γελάω. «Συγνώμη Ντομινικάκι αλλά έχει
πολύ φάση το σκηνικό» απολογήθηκα για το γέλιο μου. Η Μελίνα συνειδητο-
ποιώντας την πραγματικότητα που μόλις είχε ακούσει, φτιάχνοντας προφα-
νώς την εικόνα στο μυαλό της άρχισε να γελάει δυνατά. Μας πήρε ώρα να
σταματήσουμε το γέλιο που έγινε νευρικό φθάνοντας μέχρι δακρύων.
«Για πες τι έγινε μετά» τραύλισε κάποια στιγμή η Μελίνα προσπαθώντας
να σοβαρευτεί.
«Έγινε…» συνέχισα κρατώντας με το ζόρι τα γέλια «ότι η ελεύθερη ού-
σα Ντέπυ, διεκδικώντας την εν Τήνω, και ουχί ευκαταφρόνητης αξίας βίλα,
όπου έμεναν με τον Δομίνικο, έφερε τον “αρραβωνιαστικό” της κόντε Ζώη
“ντε λα πείνα” να ζήσει μαζί της μέχρι της τελέσεως των επικείμενων γάμων
τους».
«Δεν σε πιστεύω Γοργώ, πλάκα μου κάνεις. Δεν γίνονται αυτά τα πράγμα-
τα»
«Γιατί δεν γίνονται; Ιδού η απόδειξη κούκλα μου. Δομίνικος Φράγκος»
«Μα είναι γελοίο να μη μπορεί να πάρει διαζύγιο» επέμεινε η Μελίνα.
«Εγώ συμφωνώ. Ο πάπας έχει πρόβλημα»
«Και ζούνε δηλαδή όλοι μαζί; Κι ο Δομίνικος τι λέει γι’ αυτό;»
«Έχεις δει την ταινία ο πόλεμος των Ρόουζ; Ε, αυτό γίνεται στο σπίτι του
Δομίνικου. Έχει βγάλει μαλλιά η γλώσσα μου να του λέω να τα παρατήσει και
να συνεχίσει τη ζωή του. Αυτός όμως το έχει φάει γερά το κόλλημα. Δεν μπο-
ρώ να κάνω τίποτα. Μόνος του πρέπει να το λύσει. Αλήθεια έχεις πάει ποτέ
στην Τήνο;» ρώτησα ξαφνικά τη Μελίνα.
«Ναι. Στην Παναγία, ο μπαμπάς μου μας πήγαινε συχνά για προσκύνημα»
απάντησε πικρόχολα η Μελίνα.
«Κατάλαβα. Της εκκλησίας ο πατέρας»
«Ο πατέρας.. τέρας» αποκρίθηκε η Μελίνα κι άλλαξε αμέσως κουβέντα.
«Είσαι σίγουρη ότι μπορώ να μείνω μαζί σου Γοργώ;»
«Είσαι σίγουρη ότι μπορείς να μείνεις μαζί μου Μελίνα;» ήταν η απάντηση
μου. Μου έγνεψε ναι χαμογελώντας.
Σηκώθηκα κι άρχισα να σκαλίζω ένα ξύλινο κουτί πλάι στη βιβλιοθή-
κη. Αφού έβγαλα από αυτό δεκάδες άχρηστα πράγματα βρήκα ένα ζευγάρι
κλειδιά που θυμόμουν πως είχα ρίξει μέσα του, μετά από τη θυελλώδη αποχώ-
ρηση του “πρώην” μου. Είχα ορκιστεί εκείνη τη μέρα, πως κανένα αρσενικό
δεν θα ξαναπάρει κλειδιά του σπιτιού μου. Και αυτό τον όρκο τον είχα κρατή-
σει φανατικά. Χαμογέλασα στην ανάμνηση του κι έδωσα τα κλειδιά στη Με-
λίνα.
«Σα στο σπίτι σου κούκλα μου» της είπα και της πρότεινα μια αγκαλιά.
«Σ’ ευχαριστώ Γοργώ. Δεν είχα ποτέ αδελφή. Από σήμερα έχω» απάντησε
και τα μάτια της βούρκωσαν.
«Λοιπόν ώρα για το μεροκάματο» δήλωσα αποφορτίζοντας την ατμόσφαι-
ρα.
«Ανοίγει και πρωί το μπαρ;» με ρώτησε απορημένη.

«Όχι ρε. Το πρωί μαθήτρια και το βράδυ πόρνη» είπα χαριτολογώντας.
«Τα πρωινά δουλεύω στις πιάτσες ζωγραφίζοντας σκίτσα. Στην αρχή το έκανα
από ανάγκη. Τώρα το κάνω και για χάζι. Είναι μια καλή άσκηση για τα νεύρα
όπως και να το κάνεις» συμπλήρωσα, κι άρχισα να μαζεύω τα σύνεργα της
δουλειάς.
«Αν βαρεθείς εδώ μέσα έλα καμιά βόλτα. Θα είμαι στην πιάτσα ντελ πόπο-
λο την ξέρεις;»
«Την πιάτσα με τις δίδυμες εκκλησίες ε; Ναι, ναι την ξέρω»…..





Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο


   Η Γοργώ, απ’ τα πρώτα κιόλας λεπτά που την αντίκρισα, μου έδωσε
την αίσθηση πως είχα να κάνω μ’ ένα πλάσμα ασυνήθιστο. Ένα γοητευτικό
συγκέρασμα αντιθέσεων που θα ενέπνεε, σίγουρα, οποιοδήποτε θεατρικό
συγγραφέα να σκιαγραφήσει. Από το βλέμμα της και μόνο, καταλάβαινες πό-
σο μακρόκοσμη και συνάμα γήινη ήταν, καθώς από τη μια στιγμή άνετα μπο-
ρούσε να σε σεργιανίσει στις γειτονιές των ποιητών, και απ’ την άλλη να σε
κατεβάσει από τα δέκα χιλιάδες πόδια χωρίς αλεξίπτωτο.
«Αλήθεια, τι απρόσμενο συναπάντημα κι αυτό» είπα από μέσα μου και
χαμογέλασα καθώς την είδα να οδηγεί, ωσάν Σουμάχερ, τον Ερνέστο, που
τελικά δεν ήταν άλλο από το γνωστό φιατάκι Μουσολίνι, και έκανε μπαμ από
χιλιόμετρα μακριά, ένεκα του σουρεαλιστικού γκράφιτι δια χειρός σίγουρα
δικού της. Και τώρα για ένα λόγο παραπάνω έβγαζε μάτι, έτσι όπως μέσα
στην αιώνια έρημη πόλη, κυκλοφορούσε ο “τάλας” φορτωμένος μ’ ένα μπαού-
λο – το μπαούλο μου – στο κεφάλι του.
Παρκάραμε μπροστά από ένα παλιό σπίτι, σκέτο αρχοντικό, που βρισκό-
ταν στην Via Flavia, κοντά στη πιάτσα Σαλούστιο.
«Φτάσαμε» μου είπε και βγήκε πρώτη, αφήνοντας εμένα με το στόμα α-
νοικτό από την έκπληξη.
«Δική σου όλη;» τη ρώτησα μόλις κατέβηκα.
«Ποια;»
«Η μεζονέτα ντε».
Εκείνη αντί για απάντηση λύθηκε στα γέλια.
«Βρε τι μυστήριο τρένο είν’ τούτο» σκέφτηκα, και τράβηξα με δύναμη το
μπαούλο απ’ τον Ερνέστο. «Σκουζάτε μι Ερνέστο» είπα και φορτωμένη κα-
τευθύνθηκα προς τη μεριά που με περίμενε.
Άνοιξε τη βαριά ξύλινη πόρτα μ’ ένα χοντρό κλειδί, και μου έκανε νόημα
να μπω.
Το σπίτι εσωτερικά δεν είχε καμία σχέση με τη μόστρα του. Μύριζε μούχλα
κι εγκατάλειψη. Άφησα το μπαούλο μου κάτω, και άρχισα να περιεργάζομαι
το χώρο σαν κινηματογραφική κάμερα, ζουμάροντας το βλέμμα μου πάνω
στις πορφυρές αλλά ξεθωριασμένες κουρτίνες, που κρέμονταν αριστερά και
δεξιά στις μεγάλες πόρτες, και κατόπιν στις δύο άκρες της φαγωμένης μαρμά-
ρινης σκάλας, με τα δύο αγάλματα μικρών παιδιών που με τα πουλάκια τους
στη δημόσια θέα, είχαν κείνο το χαρακτηριστικό χαμόγελο της αθωότητας.
Όλο το σκηνικό μαρτυρούσε πως κάποτε αυτό το σπίτι ζούσε στιγμές αίγλης
και μεγαλείου. Σίγουρα, θα ανήκε σε κάποιο κόντε, καλοπερασάκια και εργέ-
νη, που αφού ρούφηξε στη κυριολεξία τη ζωή μέχρι το μεδούλι, πέθανε μόνος
και χρεοκοπημένος, και με τους κληρονόμους του να τον σιχτιρίζουν.
«Που οδηγεί αυτή η σκάλα;» τη ρώτησα.
«Θα δεις» μου αποκρίθηκε βάζοντας μυστήριο στη χροιά της φωνής της,
και μου έκανε νεύμα να την ακολουθήσω.
«Άντε να δούμε πότε θα τελειώσει το μυστήριο» μονολόγησα, και την πή-
ραμε στο κατόπι εγώ και το μπαούλο μου.
Στο τρίτο όροφο δεν άντεξα και στο πλατύσκαλο σταμάτησα να πάρω μιαν
ανάσα.
«Τι θα γίνει; Πως την έχεις δει τη δουλειά; Μήπως βάλθηκες να με ξεκά-
νεις;» τη ρώτησα ασθμαίνοντας.
Η Γοργώ γέλασε δυνατά. «Λίγο ακόμα» μου είπε και συνέχισε.
Μέχρι να φτάσουμε στον προορισμό μας μέτρησα άλλα δέκα σκαλοπάτια.
Ιδρωμένη και κατακόκκινη, σταμάτησα μπροστά στην ανοικτή πόρτα.
«Καλώς όρισες στο κάστρο μου» είπε και με το χέρι της μου έκανε νεύμα
να περάσω.
Με το στόμα ορθάνοιχτο έμεινα να κοιτώ τον χώρο, που δεν ήταν άλλος
από μια σοφίτα. Έπρεπε να το είχα καταλάβει. Σ’ αυτό το πλάσμα δεν ταίρια-
ζε να μένει κάπου αλλού.
«Ντίν! Ντόν!» αναφώνησα κουνώντας το κεφάλι μου, και πέρασα μέσα.
Κρατώντας το μπαούλο μου, ξεκίνησα το σεργιάνι μου στο “κάστρο” της .
Παλέτες, πινέλα και καβαλέτο υπήρχαν σε κάθε απίστευτο μέρος, ενώ
σχέδια και προσχέδια ήταν σκόρπια παντού. Ένας μεγάλος καναπές με κατα-
κόκκινο ριχτάρι ερχόταν σε αρμονική αντίθεση με τους τοίχους που ήταν
βαμμένοι στο έντονο κίτρινο, ενώ ένα ξύλινο παραβάν ζωγραφισμένο με ήλι-

ους και φεγγάρια, βρισκόταν μπροστά από το μεγάλο σιδερένιο κρεβάτι, χω-
ρίζοντας έξυπνα το καθιστικό από τον χώρο του ύπνου.
Εκείνο όμως που μου έκανε εντύπωση ήταν το μεγάλο, σαν φινιστρίνι πα-
ράθυρο, με φόντο ένα κομμάτι έναστρου ουρανού. Πλησίασα να δω τη θέα.
Φαίνονταν οι κεραμιδοσκεπές των άλλων σπιτιών και στο βάθος αμυδρά, ο
φωτισμένος τρούλος του Άγιου Πέτρου.
«Έλα κάθισε» μου είπε δείχνοντάς μου τη μπερζέρα, «εγώ πάω να φτιάξω
καφέ» συμπλήρωσε και χάθηκε πίσω απ’ ένα στόρι, που προφανώς εκεί ήταν
η κουζίνα.
Μαγεμένη, αφού για πρώτη φορά βίωνα τέτοιο χώρο, κάθισα στη μπερζέ-
ρα, και καρφώνοντας τη ματιά μου πάνω στη αραχνιασμένη, ασπρόμαυρη και
κιτρινισμένη ολόσωμη φωτογραφία ενός άντρα, που κρεμόταν σε κάποιο ση-
μείο του τοίχου, θυμίζοντας κάποια άλλη εποχή, άφησα τη φαντασία μου ε-
λεύθερη να καλπάσει, να φτιάξει την ιστορία του, και τη σχέση που είχε μ’
αυτή τη σοφίτα.
Από τη κορμοστασιά και φυσικά από τα ρούχα του έδειχνε αριστοκράτης.
Μπορεί να ήταν και τιτλούχος. Ίσως κόντης, που η ζωή του είχε κληροδοτήσει
το προνόμιο να κάθεται και να εισπράττει. Όμως, ανήσυχο πνεύμα γαρ, ν’ α-
ποποιείται μια μέρα τα πάντα και να γίνεται επαναστάτης - προνόμιο κι αυτό
αριστοκρατών και αστών, αφού με λυμένο το οικονομικό τους πρόβλημα, εί-
χαν την πολυτέλεια, εκτός της μόρφωσης, και του ελεύθερου χρόνου να σκέ-
πτονται και να παράγουν φιλοσοφία - μεταπηδώντας στην αντίπερα όχθη,
δηλαδή του πόπολο. Η σοφίτα ήταν το αρχηγείο του, που μαζί με τους αδικη-
μένους και κατατρεγμένους, κατάστρωνε σχέδια εξόντωσης της άρχουσας τά-
ξης. Σίγουρα σ’ όλη αυτή τη πολυτάραχη ζωή του, ρόλο θα έπαιξε κι ο έρωτας,
που όμως δεν ευδοκίμησε κάτω από όλες αυτές τις δύσκολες συνθήκες, με α-
ποτέλεσμα κάποια στιγμή, να δώσει τέλος στη ζωή του μέσα σ’ αυτή τη σοφί-
τα, κι από τότε το πνεύμα του να περιφέρεται εδώ μέσα σαν να μην τρέχει τί-
ποτα.
«Μαντόνα μια…» μονολόγησα, ανατριχιάζοντας και μόνο με τη σκέψη να
κάνω παρέα μ’ ένα φάντασμα.


Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο


   Potrei avere un altro Martini bianco seniora1; ακούστηκε σπασμένη η
φωνή της κοπέλας που καθόταν αμίλητη στη μπάρα κοιτάζοντας το άπειρο.
Κάνοντας πως δεν την άκουσα συνέχισα να καθαρίζω τον πάγκο με ένα
βρεγμένο πανί. Είχε πιει ήδη τέσσερα ποτά, κι από την όψη της δεν φαινόταν
καλά. Την είχα ξαναδεί στο μαγαζί αλλά συνήθως έπινε ένα ή δύο ποτά και
έφευγε. Δεν συνήθιζα να πιάνω κουβέντα με τους πελάτες του μπαρ και μάλι-
στα με γυναίκες, λίγο με ένοιαζε για το πόσο λιώμα θα έφευγαν από το μαγαζί.
Αυτή όμως η κοπέλα είχε κάτι στο βλέμμα της που με έκανε να θέλω να την
προστατεύσω.
«Η κοκκινομούρα ζήτησε κι άλλο ποτό. Δεν ακούς; Τι έπαθες μανάρα
μου;» μου έκανε την παρατήρησή του ο Μάρκο που μιλούσε άπταιστα Ελλη-
νικά μια και ήταν μισοπατριώτης.
«Έχει πιει τ’ άντερα της ρε. Δεν τη βλέπεις; Κουρέλια είναι».
«Ε και; Τα ευρώ να πέσει και ας πάει να γαμηθεί. Εσένα τι σε κόφτει; Σε
μπαρ ήρθε όχι σε εκκλησία» απάντησε με κακία ο μπός.
Ετοίμασα ένα μαρτίνι βάζοντας μικρότερη ποσότητα αλκοόλ και περισσό-
τερο πάγο και την σερβίρισα κοιτώντας την στα μάτια.
«Sei bene2;» τη ρώτησα χαμηλόφωνα για να μη με κατσαδιάσει ο Μάρκο.
Με κοίταξε με αδειανό βλέμμα χωρίς να μιλήσει. «l ultimo martini e3;» συ-
μπλήρωσα αυστηρά.
Συνέχισα να σερβίρω τους πελάτες και να χαριεντίζομαι μαζί τους όμως
με την άκρη του ματιού μου παρακολουθούσα την κοκκινομάλλα κοπέλα που
έμοιαζε με Ιρλανδέζα. «Ποιος ξέρει τι φορτίο κουβαλάει για νάναι τέτοια ώρα
εδώ και να τα πίνει μόνη» συλλογίστηκα. «Σκρόφα ζωή, ήθελα νάξερα τι σόι
βίτσιο είναι αυτό να βασανίζεις ψυχές», μουρμούρισα κι αναστέναξα βαθιά.
«Τι είναι μαντόνα μου; Τι έχεις και ξεφυσαίνεις;» ακούστηκε η μπάσα φω-
νή του Μάρκο ο οποίος τελούσε εν ευθυμία λόγω αλκοόλ. ____________________________________
1 Μπορώ να έχω ένα μαρτίνι ακόμα κυρία;
2 Όλα καλά;
3 Το τελευταίο μαρτίνε ε;
_____________________________________

Μου έριξε μια μουλωχτή τσιμπιά γεμάτη σεξουαλικά υπονοούμενα και μου χαμογέλασε πλα-
τειά.«Απόψε θα σε περπατήσω κουκλί. Έχω κέφια για νυχτότσαρκες μη κανο-
νίσεις τίποτα ε;» συμπλήρωσε.
«Ξέχνα το μπός. Έχω διάβασμα» αποκρίθηκα ξερά, και παίρνοντας το δί-
σκο με τα ποτά που είχα ετοιμάσει κατευθύνθηκα προς το κέντρο του μαγα-
ζιού όπου καθόταν μια μεγάλη παρέα με σιτεμένους έφηβους που από ώρα
μου έκαναν καμάκι. Τους χαμογέλασα ευγενικά, ωστόσο πριν προλάβω να
ακουμπήσω τα ποτά στο τραπέζι, είδα την κοπέλα του μπελά μου να κατευθύ-
νεται σχεδόν τρέχοντας στην τουαλέτα σχηματίζοντας ανεπαίσθητα οχτάρια.
Άφησα το δίσκο στο τραπέζι και την ακολούθησα. Την βρήκα γεμάτη δάκρυα
και μύξες να πασχίζει να συγκεντρώσει μέσα από ένα ξεθωριασμένο πορτο-
φόλι τα χρήματα που χρειαζόταν για να πληρώσει το λογαριασμό. Το πρόβλη-
μα ήταν εμφανές. Το είχα ξαναδεί το έργο με πελάτες που πρώτα έπιναν τον
άμπακα, και μετά θυμόντουσαν ότι δεν είχαν λεφτά. Ήξερα επίσης και τη συ-
νέχεια του έργου, όπου ο Μάρκος στην καλλίτερη περίπτωση καλούσε την α-
στυνομία, γιατί υπήρχε και η χειρότερη, που ήταν η παράδοση του “πατακ-
σή”στους φουσκωτούς του μαγαζιού.
«Γαμώ το κέρατό μου, γαμώ την τύχη μου» αναφώνησα αγανακτισμένη
στα ελληνικά κοιτάζοντας τα κλαμένα μάτια της κοπέλας.
«Συγνώμη» ακούστηκε μια λεπτή φωνούλα που με άφησε άφωνη.
«Μιλάς ελληνικά ή έχω παραισθήσεις;» τη ρώτησα γεμάτη απορία.
«Δεν μιλώ ελληνικά. Ελληνίδα είμαι» αποκρίθηκε.
«Ρουά Ματ» αναφώνησα . «Μας χρώσταγαν μας πήραν και το βόδι. Τώρα
εξηγείται η ταύτιση της αύρας μου μαζί σου. Μίλησαν τα γονίδια που να πά-
ρει. Τα ελληνικά κολογονίδια».
«Κοίτα, δεν σου ζήτησα τίποτα εντάξει; Δεν καταλαβαίνω το ύφος σου. Θα
ξεμπλέξω μόνη μου. Άντε να σερβίρεις τα ποτά σου, κι άσε με ήσυχη» απά-
ντησε θιγμένη η κοκκινομούρα όπως την είχε αποκαλέσει ο Μάρκο.
«Νομίζεις ότι θα ξεμπλέξεις. Δεν έχεις ιδέα τι θα πει να φας λεφτά στο
Μάρκο. Είναι ικανός να σε βγάλει βίζιτα κούκλα μου, για να του ξοφλήσεις
τριάντα ευρώ».
«Δε σε αφορά» μου απάντησε με περηφάνια που με ισοπέδωσε.
«Γοργώ» συστήθηκα και της άπλωσα το χέρι.
«Μελίνα» ανταπάντησε με ύφος ακόμα θυμωμένο.
«Λοιπόν Μελίνα» είπα με ύφος που δε σήκωνε αντίρρηση ανοίγοντας το
φερμουάρ από το τσαντάκι που ήταν δεμένο στη μέση μου. «Πάρε σαράντα
ευρώ να πληρώσεις τον αντίχριστο και μου τα χρωστάς. Κάθε βράδυ εδώ είμαι
δεν με χάνεις. Σσς, τσιμουδιά!» είπα και της έβαλα τα χρήματα στο χέρι.
«Ευχαριστώ» ψιθύρισε μουδιασμένα.
«Ελα ρε, σιγά το ποσό. Ελληνάρες είμαστε. Με τα πολλά στη φυλακή και
με τα λίγα μέσα» της χαμογέλασα χτυπώντας την στην πλάτη φιλικά.
«Πάω τώρα γιατί θα με ψάχνει ο γρουσούζης».
Πέρασαν αρκετά λεπτά μέχρι η Μελίνα να επιστρέψει στη μπάρα. Φαινό-
ταν πιο ήρεμη από πριν και με ανεπαίσθητο χαμόγελο ζήτησε το λογαριασμό.
Ήθελα διακαώς να μάθω γι αυτήν. Τι της συνέβαινε, ποιος κακός άνεμος την
έφερνε στο μπάρ, γιατί ασφαλώς καλός δεν ήτανε, και γενικά να μιλήσω μαζί
της. Είχα όμως αρκετούς δικούς μου μπελάδες και είπα να μη φορτωθώ ξέ-
νους σταυρούς στους ώμους μου, γιατί γαμώτο η Μελίνα μου ήταν ήδη συ-
μπαθής. Την κέρασα ένα τελευταίο “ποτό” με σκέτο χυμό λεμόνι και μπόλικο
πάγο για να ξενερώσει. Το ήπιε αναντίρρητα.
«Buonanotte e tante grazie» είπε φεύγοντας και μου άφησε πέντε ευρώ
μπουρμπουάρ πάνω στον πάγκο.
Ήταν περασμένες δύο όταν και οι τελευταίοι πελάτες αποφάσισαν να με
αφήσουν να σχολάσω επιτέλους. Στη Ρώμη τα μαγαζιά κλείνουν συνήθως στις
έντεκα. Το συγκεκριμένο μπάρ όμως κλείνει όταν φύγει και ο τελευταίος πε-
λάτης. Ο Μάρκο είχε γερά κονέ με τους καραμπινιέρους και ποτέ δεν τον ενο-
χλούσαν. Τους πλήρωνε βέβαια πολλαπλώς για την εξυπηρέτηση.
Πήρα πεζή το πλακόστρωτο μέσα στην ήρεμη υγρή νύχτα. Το φεγγάρι
τρεμόφεγγε κάνοντας κόντρες με τα αραιά συννεφάκια που ζωγράφιζαν στον
ουρανό χαριτωμένα σχήματα. Το σπίτι που έμενα ήταν αρκετά μακριά όμως
είχα τρελή διάθεση για περπάτημα. Λάτρευα πάντα τη νυχτερινή ερημιά της


πόλης, τις μυρωδιές που ανέδυαν τα μισοσβησμένα τζάκια, κι αυτή τη χλωμή
όψη των κτιρίων που τη νύχτα φάνταζαν στοιχειωμένα από το χρόνο.
Περπάτησα ως τη Fontana di trevi που ήταν το αγαπημένο μου νυχτερινό
στέκι. Πάντα έκανα μια στάση εκεί πηγαίνοντας προς το σπίτι. Η λίμνη των
ευχών. Τι ουτοπία θεέ μου. Ένα νόμισμα σε μια χαζολίμνη μαζί με μια ευχή.
Λες και το πνεύμα της λίμνης δεν είχε άλλη δουλειά να κάνει από το να φτιά-
χνει λίστες πεζών επιθυμιών, και να τις πραγματοποιεί. Ωστόσο μια χαρά
πνεύμα το βρίσκω, γιατί πολλές φορές ήταν για μένα σωτήριο, καθώς τις νύ-
χτες της μεγάλης απενταρίας ψάρευα ευρουδάκια λύνοντας άμεσα τις μικρές
προσωρινές μου ανάγκες.
Κάθισα στα μαρμάρινα σκαλιά και άναψα τσιγάρο μουρμουρίζοντας ένα
τραγούδι όταν άκουσα πίσω μου μια γνώριμη πλέον φωνή.
«Γοργώ;»
«Δεν το πιστεύω» αναφώνησα. «Τι κάνεις κοριτσάκι μου γλυκό τέτοια ώρα
εδώ; Δεν έχεις σπίτι να κάνεις νανάκια;» την αποπήρα εκνευρισμένη.
Σηκώθηκε, και με μια δρασκελιά ανέβηκε τα σκαλοπάτια γυρίζοντας μου
την πλάτη. Πέταξα το μισοκαπνισμένο τσιγάρο και την ακολούθησα τραβώ-
ντας την σχεδόν από το μπλουζάκι.
«Έλα ρε. Συγνώμη, είμαι λιώμα από την κωλοδουλειά και την πλήρωσες
εσύ. Κάτσε λίγο να μιλήσουμε».
Καθίσαμε πλάι πλάι αμίλητες κοιτάζοντας το άπειρο.
«Τσιγάρο;» έσπασα πρώτη τη σιωπή.
Εκείνη δεν αποκρίθηκε. Έβαλε το κεφάλι μέσα στα δύο ολόλευκα χέρια
της και δάκρυα κύλησαν στα ροδαλά μάγουλά της.
«Τι έχεις βρε μάτια μου; Ό,τι και να είναι, δεν αξίζει τον κόπο να χαλάς
την καρδιά σου. Η ζωή θέλει κόντρες. Γάμησε τη για να της τη σπάσεις» της
είπα πιάνοντας τρυφερά το παγωμένο χέρι της.
Με κοίταξε στα μάτια μ’ ένα θλιμμένο βλέμμα. «Έχω πολλά προβλήματα
Γοργώ» μου είπε αναστενάζοντας.
«Πολύ πρωτότυπο βρε. Για πες».
«Δεν έχω δουλειά. Είμαι μόνη, απένταρη, και το πρωί πετάνε τα πράγματα
μου από το σπίτι γιατί χρωστάω τέσσερα νοίκια» είπε χωρίς να πάρει ανάσα.
«Α.. τόσο καλά. Αλήθεια τι δουλειά κάνεις; Όταν κάνεις;» τη ρώτησα.
«Ηθοποιός» απάντησε μονολεκτικά και με καμάρι.
«Ουάου!! Μα την παναγία δεν περίμενα να είσαι κάτι λιγότερο. Έχεις ένα
“κάτι” πάνω σου».
Με κοίταξε με απορία προσπαθώντας να καταλάβει αν την κοροϊδεύω ή αν
εννοώ αυτό που λέω.
«Μπάβο ρε, μαγκιά σου. Ξέρω τι αγγούρι είναι να προσπαθείς να επιβιώ-
σεις αγαπώντας την τέχνη. Να σου ανασυστηθώ λοιπόν. Εγώ είμαι η Γοργώ
και είμαι ζωγράφος. Δουλεύω στο lanotte για να τελειώσω επιτέλους τη σχολή
μου. Βρέθηκα στη Ρώμη για λόγους που… έχουμε καιρό να πούμε. Μένω σε
μια “μεζονέτα” και σε προσκαλώ να μείνεις εκεί όσο θέλεις. Είναι ένα “άνετο”
σπίτι με όλα τα κομφόρ. Τι λες;»
«Λες αλήθεια;» ρώτησε διστακτικά.
«Ναι ρε ούφο, αλήθεια λέω. Μ’ έφτιαξες με αυτό που μου είπες. Πίστεψε
με ξέρω πολύ καλά τι σημαίνει να είσαι καλλιτέχνης. Ψώνιο, περιθώριο, πει-
ναλέος. Η κοινωνία σε θέλει καταξιωμένο ή τίποτα. Θα τους κάνουμε ρε τη
χάρη; Θα στήσουμε κώλο; Όχι βέβαια. Λοιπόν πάμε μέχρι το μπαρ να πάρου-
με τον Ερνέστο και μετά στο σπίτι σου να φορτώσουμε τα πράγματα σου».
«Ερνέστο;» ρώτησε μουδιασμένα.
«Χα χα. Όχι μη τρομάζεις, δεν είναι γκόμενος. Το αυτοκίνητο μου λένε έ-
τσι. Το βάφτισα Ερνέστο γιατί μου το έκανε δώρο ένας μαλάκας που τον έλε-
γαν Ερνέστο. Είναι μια ιστορία που θα στην πω κάποια στιγμή. Έλα πάμε»
της είπα και την έπιασα από το χέρι.
Περπατήσαμε μέχρι το μπαρ μιλώντας για τα Ελληνικά νησιά και τις ο-
μορφιές της πατρίδας. Η διάθεσή μου ξαφνικά είχε γίνει πολύ όμορφη. Και
της Μελίνας επίσης.
«Τι γνώμη έχεις για τους Ρωμαίους;» με ρώτησε στο άσχετο η Μελίνα.
«Ξενέρωμα» απάντησα φτιάχνοντας μια αστεία γκριμάτσα. Ξεσπάσαμε σε
γέλια και μια μεγάλη αγκαλιά άνοιξε και για τις δύο μας…



Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο


   Γοργώ Δεμέζη. Έτσι έγραφε η ταυτότητα μου πριν τη χάσω για πολλο-
στή φορά μαζί με το πορτοφόλι μου και τις πιστωτικές του μπαμπά μέσα σ’
αυτό.
   Το ρήμα “χάνομαι” σε όλες του τις εκφάνσεις είναι η λέξη κλειδί του χαρα-
κτήρα μου. Από μικρό παιδί το κουβαλάω το χούι. Άλλοτε χανόμουν στο πάρ-
κο, άλλοτε στους δρόμους αν και κατά κανόνα είμαι χαμένη στο διάστημα.
   Κάπου μεταξύ Αλντεμπαράν και Σείριου όπως έλεγε η γιαγιά μου η Γοργώ που
μου κληροδότησε αυτό το υπέροχο ονοματάκι.
   Συμπτωματικοί γονείς μου ο Ντίνος και η Τερέζα. Γονείς αξιολάτρευτοι
και με μεγάλα πάθη. Άνθρωποι της υψηλής κοινωνίας παραδομένοι μέχρι το
μεδούλι στην έξωθεν καλή μαρτυρία. Η μαμά Τερέζα με γονίδια ιταλικά από
τη γιαγιά της που ήταν σινσιλιάνα . Εντυπωσιακή γυναίκα με λαμπερά υπέ-
ροχα μάτια και μακριά μαγικά δάχτυλα που υπηρετούν με πάθος Ρηγάδες και
Βαλέδες. Χόμπι της να κλέβει στα χαρτιά, και φυσικά όχι για τα χρήματα, αλ-
λά αποκλειστικά και μόνο για τη “συγκίνηση” όπως λέει και η ίδια.
Ο μπαμπάς Ντίνος ψηλός, λεπτός γκριζομάλης, με θεληματικό πηγούνι
και φαρδιούς ώμους. Επάγγελμα “σκλάβος γυναικών”. Μη φανταστείτε ότι
είναι ένας κοινός ποδογυρολάγνος. Όχι βέβαια, “ψυχικό” κάνει ο χριστιανός
ποτίζοντας νεροκαμμένους κήπους… όπως λέει χαριτολογώντας, για να μη
πηγαίνει χαμένο το πολύτιμο σπέρμα του μια και πάσχει από πριαπισμό όπως
ονομάζει η επιστήμη την σεξομανία.
   Κάπου εκεί, μεταξύ βαλέ και “ψυχικών” έπαιξα κι εγώ. Δεν ξέρω πότε,
και με ποιο τρόπο τους προέκυψα μέσα σε τόσες σοβαρές ασχολίες που είχαν
οι άνθρωποι, αλλά μια και βρέθηκα στο δρόμο τους με φρόντισαν με το παρα-
πάνω. Μ’ ανάθρεψαν οι καλλίτερες νταντάδες. Είχα ότι μπορούσε να επιθυ-
μήσει ένα αχόρταγο χλιδάτο παιδί των παροχών. Είχα προσωπικό σοφέρ που
με πήγαινε σχολείο, δάσκαλο μουσικής, κι ένα ολόκληρο παλάτι τύπου χίλιες
και μια νύχτες ολότελα δικό μου, δώρο του μπαμπά Ντίνου στα δέκατα γενέ-
θλια μου. Προσωπικό ψυχίατρο δεν είχα αν και θα τον χρειαζόμουν μέσα σε
όλη αυτή την υπερβολή.
   Το βάλσαμο της ψυχής μου ήταν η γιαγιά Γοργώ που τα καλοκαίρια με έ-
παιρνε στην Τήνο στο χωριό της, όπου είχε αποσυρθεί μη μπορώντας να ανε-
χθεί τα καμώματα του γιου της. Ξηγημένο άτομο η γιαγιάκα κι άκρως ανα-
τρεπτικό. Ζούσε λιτά πέρα από τον πολιτισμό, υπηρετώντας τις προσωπικές
της αξίες. Τους τα έδινε στο χέρι κάθε που της πρότειναν να μείνει μαζί τους
στη βίλα. Καταναλωτικό γουρούνι αποκαλούσε το Ντίνο και μαντάμ Σουσού
την Τερέζα. Όταν πήγαινα στο χωριό ένοιωθα αληθινό παιδί. Αλήτευα στους
δρόμους και ζήλευα με πάθος τις κότες και τα γουρούνια που μπορούσαν να
κυλιούνται στη λάσπη χωρίς το φόβο να λερώσουν τα σινιέ ρούχα τους. Είχα
και ένα φίλο στο χωριό το Δομίνικο, που δεν ήταν αγοραστός σαν τα μουράτα
πεκινουά και τσιουάουα που μου επέλεγε η Τερέζα για φίλους. Με το Δομίνι-
κο έκανα ότι τρέλα μπορούσα να σκεφτώ. Το αγαπημένο μας παιχνίδι ήταν
να ζωγραφίζουμε γκράφιτι στα φρεσκοασπρισμένα σπίτια του χωριού, φρικά-
ροντας τους χωριανούς που ξενυχτούσαν πίσω από τα παράθυρά τους για να
τσακώσουν επ’ αυτοφώρω τα φρικιά που λέρωναν τους τοίχους. Μια φορά
μας έπιασε ένας μπάρμπας σ’ ένα γειτονικό χωριό να ζωγραφίζουμε πορτο-
καλί ταύρους στο στάβλο του, και με την ξύλινη μαγκούρα του μας τσάκισε
στο ξύλο. Ήταν αυτή η πιο γλυκιά κι ανθρώπινη στιγμή της ζωής μου.
Ο Δομίνικος ήταν πολύπλοκος χαρακτήρας. Μαλώναμε συχνά γιατί εγώ
πάντα ζωγράφιζα φιγούρες που έφερναν σε διαβόλια, κάτι που ερέθιζε τον
καθολικό και βαθιά θρησκευόμενο μικρό μου φίλο.
  Η όαση Τήνος χάθηκε για μένα οριστικά κι ανέκκλητα, όταν ένα βράδυ
που ζωγραφίζαμε με το Δομίνικο μια θεσπέσια σύνθεση σ ένα φρεσκοασβε-
στομένο φράχτη μας έκανε τσακωτούς ο αστυνόμος του χωριού. Ο τσαμπου-
κάς από τη γιαγιά Γοργώ που δεν γούσταρε καθόλου την εξουσία, μας οδήγη-
σε τσιφ στο κρατητήριο και ο κύριος “νόμος” έκανε μήνυση για φθορά περι-
ουσίας και διατάραξη τάξης. Ο Ντίνος και η Τερέζα σε έξαλλη κατάσταση ήρ-
θαν και με παρέλαβαν κόβοντας με την γιαγιά κάθε δεσμό. Δεν την ξαναείδα
από τότε. Μιλήσαμε μόνο μερικές φορές από το τηλέφωνο και μάθαινα τα
νέα της από τον Δομίνικο με τον οποίο παραμείναμε φίλοι σε πείσμα των γο-
νιών μας επικοινωνώντας κρυφά.

   Τα εφηβικά μου χρόνια κύλησαν ανούσια σε χαϊλάτα σχολεία και με τζα-
κάτους γκόμενους εγκεκριμένους πάντα από τον Ντίνο και την Τερέζα. Το
πάθος ωστόσο για τη ζωγραφική ολοένα και μεγάλωνε μαζί με την επιθυμία
μου να μπω στη σχολή καλών τεχνών. Η Τερέζα όμως αποδοκίμαζε κάθε προ-
σπάθεια μου, χαρακτηρίζοντας κακότεχνες μουτζούρες τους πίνακες μου. Η
εντολή άλλωστε ήταν σαφής. Θα σπούδαζα ιατρική.
   Ήμουν στην τελευταία τάξη του σχολείου και προετοιμαζόμουν πυρετω-
δώς για τις εξετάσεις στο πανεπιστήμιο, όταν ο πρώτος “μεγάλος” έρωτας
τρύπωσε στην καρδιά μου με τη πιο ξεμαυλίστρα μορφή που μπορούσε να
πάρει.
   Τον έλεγαν Σίλβιο κι ήταν ζωγράφος του δρόμου. Ένας άπλυτος θεός που
στα μάτια μου έγινε ίνδαλμα. Τον γνώρισα στη Μύκονο ένα ρομαντικό από-
βραδο κάτω από το φως του δειλινού. Ήταν όμορφος άντρας, ηλιοκαμένος με
καστανά λαδωμένα μαλλιά, και ατημέλητα ντυμένος μ’ ένα τριμμένο τζιν και
λευκό φαρδύ μπλουζάκι. Το καταλυτικό όμως για μένα ήταν το επάγγελμα
του. Τον χάζευα μαγεμένη να κρατά επιδέξια την παλέτα στο δεξί του χέρι,
και με το αριστερό να δουλεύει με τα ακροδάχτυλα τα χρώματα πάνω στον
καμβά. Γοητεύτηκα, τον πλησίασα αδίστακτα και του την έπεσα στην ψύχρα.
Αν και μου έριχνε τουλάχιστον δέκα χρόνια δεν έφερε καμιάν αντίσταση, αφ’
ενός μεν γιατί ήμουν χωρίς να το παινευτώ κουκλάρα, αφ’ ετέρου γιατί από
μίλια μακριά μύριζα παραδίλα.
   Του παραδόθηκα άνευ όρων. Έρωτας έως θανάτου. Μπουχτισμένη όπως
ήμουν από τα χαζοχαρούμενα πλουσιόπαιδα του κύκλου μου, έπεσα με τα
μούτρα στο άγνωρο. Έμπειρος στον έρωτα ο Σύλβιο και φτωχοδιάβολος συ-
νάμα τάδωσε κι αυτός όλα στη σχέση, και πριν προλάβω καλά καλά να σκάσω
από το αβγό ορέχτηκα γάμο.
   Ο Ντίνος και η Τερέζα έπαθαν αποπληξία όταν τους ανακοίνωσα με στόμ-
φο ότι σκοπεύω να παντρευτώ τον Σύλβιο. Μας πέταξαν και τους δύο έξω από
τη βίλα όταν τους παρουσίασα τον γαμπρό. Ο Σύλβιο που ποτέ δεν έμαθα αν
ήταν ερωτευμένος με μένα, ή με την ιδέα να αποκτήσει ξαφνικά όσα δεν είχε
ποτέ στη ζωή του, έπαιξε το χαρτί του ποντάροντας στο γονικό φίλτρο θεω-
ρώντας ότι κάποια στιγμή οι σχέσεις με τους γονείς μου θα αμβλυνθούν και θα
αποδεχτούν αυτό το γάμο.
    Ο γάμος έγινε κεκλεισμένων των θυρών σε ένα ξωκλήσι της Πάρου, όπου ο
Σύλβιο είχε ένα κολλητό παπά και δέχτηκε να κάνει το μυστήριο με συνοπτι-
κές διαδικασίες.
    Η προσδοκία του Σύλβιο δικαιώθηκε πολύ πιο γρήγορα από ότι περίμενε,
γιατί μια μόνο εβδομάδα μετά το γάμο, ο Ντίνος ήρθε και μας βρήκε στη σκη-
νή που μέναμε, ζητώντας να ζήσουμε στη βίλα μαζί τους, με μοναδικό όρο εγώ
να συνεχίσω τις σπουδές μου, και ο Σύλβιο να “εξανθρωπιστεί” και να εντα-
χθεί στον κύκλο μας, δηλώνοντας γόνος “καλής” οικογενείας, που από εκκε-
ντρικότητα και μόνο έκανε αυτή τη δουλειά.
   Περίμενα από το ίνδαλμά μου να αντισταθεί και να στείλει το Ντίνο αδιά-
βαστο, μια και η στάση ζωής του έδειχνε άνθρωπο ελεύθερο και περήφανο.
Αυτό άλλωστε είχα ερωτευτεί στον Σύλβιο.
Δυστυχώς όμως με έκπληξή μου τον είδα να δέχεται αμαχητί τους όρους
του μπαμπά, χωρίς καν να με ρωτήσει, και να δίνουν τα χέρια σαν νάκλειναν
συμφωνία κορυφής.
Che fece… il gran rifiiouto..
Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι, ή το μεγάλο Όχι να πούνε.
Φανερώνεται αμέσως όποιος τόχει μέσα του το Ναι, και λέγοντας το πέρα
πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησή του.
Ο αρνηθείς δεν μετανιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι, όχι θα ξανάλεγε. Κι όμως
τον καταβάλλει εκείνο τ΄ όχι -το σωστό- εις όλη τη ζωή του. (Καβάφης)
    Τους ακολούθησα αμίλητη στην Εκάλη και από τη στιγμή εκείνη άρχι-
σα να μεθοδεύω την απόδρασή μου από το κοινωνικό στατους που μου είχε
επιβληθεί ερήμην μου. Στο μεταξύ ο Σύλβιο είχε αποχτήσει το εργαστήριο των
ονείρων του και ελάχιστα νοιαζόταν για μένα. Ζωγράφιζε με πάθος ατέλειω-
τες ώρες, ετοιμάζοντας την μεγάλη του έκθεση, έχοντας την προσωπική του
θαυμάστρια που δεν ήταν άλλη από την Τερέζα. Ο “κύκλος” μας δέχθηκε με
ενθουσιασμό το Σύλβιο, τον “μεγάλο” ιταλό ζωγράφο, αφού έτσι τον παρου-


σίασαν οι γονείς μου, κι εκείνος καβαλώντας ένα τεράστιο καλλιτεχνικό κα-
λάμι το έπαιζε Μικελάντζελο και βάλε…

    Κλέβοντας χρήματα από το πορτοφόλι του Ντίνου και της Τερέζας, και
πουλώντας κοσμήματα και τιμαλφή του σπιτιού χωρίς να το πάρει κανείς χα-
μπάρι κατάφερα να μαζέψω ένα γερό κομπόδεμα. Παράλληλα διάβαζα και
πήγαινα φροντιστήριο για τις εξετάσεις που πλησίαζαν. Τόπαιζα ευτυχισμένη
κότα στο κοτέτσι, μέσα μου όμως το καζάνι έβραζε καθημερινά αναπτύσσο-
ντας θερμοκρασίες που έκαιγαν κάθε μου συναίσθημα. Το σχέδιο μου ήταν
οργανωμένο μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια. Ήθελα διακαώς να αδειάσω
όλους τους “αγαπημένους” μου κάνοντας θεαματική την “έξοδό” μου. Ο μόνος
που γνώριζε το νταλκά μου ήταν ο Δομίνικος που μιλούσα μαζί του στο τηλέ-
φωνο. Είχε κι αυτός τα δικά του με την κοπέλα του κι αναστενάζαμε παρέα.
Ετοιμαζόταν να δώσει στη σχολή καλών τεχνών, είχε αποφασίσει να γίνει αγι-
ογράφος. Ήταν αδιαμφισβήτητο ταλέντο και οι γονείς του τον καμάρωναν.
Ενδόμυχα τον ζήλευα θανάσιμα γι αυτό.
Μπήκα στην ιατρική Αθήνας από τους πρώτους. Οι γονείς μου και ο Σύλ-
βιο ένοιωσαν ξαφνικά πολύ περήφανοι για μένα. Εγώ πάλι ένοιωθα μια μεγά-
λη αηδία για όλη αυτή τη χάρτινη και ιδιοτελή αγάπη τους.
Το μεγάλο πάρτι της επιτυχίας ήταν έτοιμο σε χρόνο ρεκόρ. Προσκαλε-
σμένη όλη η υψηλή κοινωνία. Ε.. τέτοια κόρη ποιος γονιός δεν θα την “λά-
τρευε”. Η Τερέζα σκέφτηκε πως ήταν ευκαιρία να παρουσιάσει και τα έργα
του γαμπρού της, στήνοντας παράλληλα μια μικρή πολιτιστική εκδήλωση με
θεατρικό αναλόγιο, και κονσέρτο για… κάτι που δεν θυμάμαι. Φυσικά εμένα
δε με ρώτησε κανείς για τίποτα.
   Η βραδιά ξεκίνησε με βεγγαλικά που ήρθαν από τη Γαλλία ειδικά για την
περίσταση. Ο ουρανός γέμισε μαλακίες και φωτεινές καρδιές με love που έ-
γραφαν Ντίνος Τερέζα, Σίλβιο Γοργώ.
   Χειροκροτήματα, συγχαρητήρια, και συγκίνηση έλαβαν χώρα μαζί με ηλί-
θια χάπενινγκ, ώσπου εγώ η επιτυχούσα Γοργώ κλήθηκα να ευχαριστήσω
τους καλεσμένους για την τιμή που μου έκαναν να παρευρεθούν στο πάρτυ
μου.

Πλησίασα στο μικρόφωνο με σαρδόνιο χαμόγελο, ενώ η “αγαπητή” μου
οικογένεια παρατάχθηκε δεξιά και αριστερά φορώντας το πιο αστραφτερό
τους χαμόγελο.
«Καλησπέρα» είπα κάνοντας μια βαθιά υπόκλιση. «Σας ευχαριστώ που εί-
στε απόψε εδώ μαζί μας τιμώντας μας με την παρουσία σας. Ευχαριστώ τους
γονείς μου που με την αγάπη, τη συμπαράσταση, και την φροντίδα τους, οδή-
γησαν τα βήματα μου στο όνειρο τους. Αφιερώνω λοιπόν ολόψυχα σε όλους
εσάς, , τους παρακάτω στίχους, και παρακαλώ να μη με διακόψετε» μίλησα
σοβαρά και συνεσταλμένα. Παλαμάκια ήχησαν στο χώρο και κραυγές επιδο-
κιμασίας.
Πήρα μια βαθιά ανάσα, κι άρχισα να απαγγέλλω με στόμφο, κάνοντας ά-
γαρμπες χειρονομίες, όπως απαγγέλλαμε τα ποιήματά μας στο δημοτικό.
«Κοίτα ρε φίλε γύρω σου
ο κόσμος τάχει παίξει,
χλιδάτοι χαμαιλέοντες
από μουράτο σπέρμα
κονάρουν με το διάολο
μη χάσουνε τη μάσα,
κι οι σάλιαγκες ξεστράτισαν
να πιάσουνε τα πόστα,
μα εγώ γυμνός περπατητής
στ' αρχίδια μου τους γράφω,
άτριχοι πίθηκοι φαιδροί
που με κλουβιά ντυθήκαν,
φλερτάρουν με την ηδονή
και το φαλλό στο χέρι,
πομφόλυγες ανένδοιαστοι
άγονα φαφλατάρουν»
Έπεσε σιωπή μη ξέροντας αν πρέπει να γελάσουν ή να παρεξηγηθούν. Ο
Ντίνος με κοίταξε αυστηρά στα μάτια και μια μικρή σταγόνα ιδρώτα φάνηκε
να γυαλίζει στο μέτωπο του, ενώ η Τερέζα χαμογελούσε αμήχανα.

«Είστε όλοι μαλάκες» αντήχησε η φωνή μου από τη μικροφωνική που κά-
λυπτε όλη τη βίλα και τα περίχωρα. «Να πάτε να γαμηθείτε και σεις και τα
φράγκα σας» συμπλήρωσα και ξέσπασα σε ξέφρενο γέλιο.
Δεν πρόλαβα να πω περισσότερα γιατί η Τερέζα λιποθύμησε, κι ο Ντίνος
έσπευσε έντρομος να καλέσει ασθενοφόρο. Ο Σίλβιο με κοίταξε στα μάτια με
κακία. Ένα γενναίο χαστούκι άστραψε στο πρόσωπό του. «Φτού σου πουλη-
μένε καργιόλη» του είπα και χάθηκα μέσα στην ταραχή και την απορία που
επικρατούσε στο χώρο.
Ένα σακβουαγιάζ ήταν έτοιμο έξω από την πόρτα πλάι στον κάδο των
σκουπιδιών. Έριξα μαύρη πέτρα πίσω μου κι εξαφανίστηκα μέσα στο σκοτάδι
χωρίς την παραμικρή τύψη για ό,τι είχα προκαλέσει στην συμπτωματική μου
οικογένεια.
«Ψυχούλα άστεγη, χαϊδεμένη,
ξενιτεμένη του κορμιού συντρόφισσα,
για πού μισεύεις;
Xλωμούλα, τρεμουλιάρα, ολόγυμνη,
μηδέ θα κάνης πια χαρές, σαν πρώτα» συνέχισα να απαγγέλλω μεγαλόφωνα
τους αγαπημένους στίχους του Δομίνικου περπατώντας στους έρημους δρό-
μους της Εκάλης, γελώντας με την ψυχή μου καθώς σκεφτόμουν το σκάνδαλο
που θα ξέσπαγε την επομένη μέρα μέσα από τις κοσμικές στήλες.


Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο


   Είμαι η Μελίνα, η πρωτότοκος και αποκηρυγμένη “κόρη” του Χρύσανθου
Θωμαϊδη, καθηγητή Θεολογίας και δεξιού ψάλτη στην εκκλησία της ενορίας
μας.
   Όταν γεννήθηκα, μόνο έμφραγμα δεν έπαθε ο μπαμπάς. «Αποκλείεται να
είναι δικό μου αυτό το κοκκινομάλλικο και γεμάτο φακίδες μωρό» είχε φωνά-
ξει, «μήπως κάνατε λάθος και μου φέρατε αλλουνού παιδί;» ρώτησε τη νοσο-
κόμα με ύφος χαμένο. Δυστυχώς η απάντηση δεν ήταν αυτή που επιθυμούσε.
Όπως καταλαβαίνετε, από τα πρώτα κιόλας λεπτά της ζωής μου ήπια το
πικρό ποτήρι της απόρριψης, γιατί ο Χρύσανθος ποτέ δεν πίστεψε πως ήμουν
δικό του παιδί, επειδή η μάνα μου, η Γιολάντα, κατά την άποψή του δεν ήταν
φερέγγυα ένεκα θεατρίνα. Την είχε περιμαζέψει – έτσι τουλάχιστον διέδιδε
αυτός μαζί μ’ όλο του το σόι – από κάποιον θίασο δεύτερης κατηγορίας για να
την φέρει στον “ίσιο δρόμο”. Τώρα τι είναι “ίσιος δρόμος” αυτό παίζεται. Είναι
προσωπική υπόθεση του καθένα πως αντιλαμβάνεται την έννοια. Άλλος τη
“φοράει” και πηγαίνει στραβά, κι άλλος την απαρνιέται και τραβάει ευθεία.
Επιλογές είναι αυτές. Ας είναι, ο Χρύσανθος Θωμαϊδης, το βέβαιον ήταν, πως
την αντιλαμβανόταν καθαρά από τη πλευρά της θρησκείας.
Τα χρόνια περνούσαν. Η ζωή κυλούσε μέσα σε μια βασανιστική μονοτο-
νία και κάτω απ’ ένα επιχρύσωμα οικογενειακής ευτυχίας και γαλήνης. Μέχρι
κείνη τη μέρα, και συγκεκριμένα τη μέρα των γενεθλίων μου. Γινόμουν έξι
χρονών όταν η Γιολάντα την κάνει στριφογυριστή και φεύγει απ’ τη ζωή μας
για πάντα.
   Από κείνη την στιγμή, ο Χρύσανθος μένει απαρηγόρητος. Κι όχι τόσο που
τον εγκατέλειψε η Γιολάντα - δεν νομίζω να την αγάπησε ποτέ - όσο για το
κοινωνικό του στραπάτσο. Είχε πέσει κατά πάνω και το σόι, να του ενισχύει
συνέχεια το κακό που τον είχε βρει. Σκέτη τρέλα δηλαδή. Εγώ στο μεταξύ εί-
χα γίνει αόρατη. Στην αρχή η συμπεριφορά του αυτή με πλήγωνε, αλλά με τον
καιρό άρχιζα να τη συνηθίζω. Ώσπου μια Κυριακή ο Χρύσανθος, με νωπό α-
κόμα το μελάνι των υπογραφών εκείνου και της Γιολάντας πάνω στο χαρτί
του διαζυγίου, μετά τον καθιερωμένο εκκλησιασμό, φέρνει στο σπίτι μια χη-
ρεύσασα ενορίτισσα, τη κυρία Παρασκευή. Μετά από λίγο διάστημα πα-
ντρεύονται. Πάνω στο χρόνο, γεννιέται ο Κοσμάς, και στα χείλη του Χρύσαν-
θου επανέρχεται το χαμόγελο. Και πώς να μην επανέρθει δηλαδή, αφού ο Κο-
σμάς ούτε κοκκινοτρίχης ήταν, μήτε και φακιδιάρης. Τι να έβλεπες τον Κο-
σμά, τι τον Χρύσανθο, το ίδιο και το αυτό. Τελικά η κυρία Παρασκευή είχε
αποδειχτεί φερέγγυα και του “ίσιου δρόμου” γυναίκα. Όσο για μένα, έτσι
δυσδιάκριτη κι ασήμαντη κουκίδα όπως ήμουν στο γενεαλογικό δέντρο της
οικογένειας Θωμαϊδη, ήταν επόμενο να έχω πια διαγραφεί. Παρ’ όλα αυτά,
υποκρινόμουν την καλή αδελφή, καταστρώνοντας με τη φαντασία σχέδια εξό-
ντωσης του Κοσμά. Μη σας πω και εξαφάνισής του. Βέβαια, κανένα από τα
“καταχθόνια" σχέδια μου δεν πραγματοποιήθηκαν. Έμειναν όλα στη σφαίρα
της φαντασίας μου.

   Κλείνοντας τα δεκαοχτώ και τελειώνοντας το λύκειο, αποφάσισα να την
κάνω, όπως κι η Γιολάντα, με ελαφρά πηδηματάκια δηλαδή. Άλλωστε κανείς
δεν θα αντιλαμβανόταν την απουσία μου.
   Έτσι ένα ωραίο πρωί του Σεπτέμβρη, χωρίς ν’ αποχαιρετίσω κανένα, πήρα
των ομματιών μου και πήγα να βρω τη μάνα μου. Από μια θεια μου, πρώτη ε-
ξαδέλφη της, είχα μάθει πως κείνη την εποχή έφτιαχνε θίασο, και επρόκειτο
να ανεβάσει ένα έργο του κλασικού ρεπερτορίου, σε κάποιο θέατρο στη Θεσ-
σαλονίκη. Το δίχως άλλο, βρέθηκα στο τρένο να ταξιδεύω για βόρεια Ελλάδα
με μοναδικό μπαγκάζι τη δύναμη της ηλικίας μου. Φθάνοντας εκεί μια πρωτό-
γνωρη αίσθηση ελευθερίας με κατέκλυσε έτσι ξένη όπως ήμουν μέσα στη με-
γάλη πόλη, που έσφυζε από ζωή. Χωρίς να χάσω χρόνο σε λίγη ώρα βρισκό-
μουν μπροστά από το θέατρο, ένα κτίσμα αλλοτινής εποχής, εκείνης του με-
σοπολέμου. Σήκωσα το βλέμμα μου ψηλά στη μαρκίζα. Το όνομα που δέσποζε
με μεγάλα γράμματα, μ’ έκανε ν’ αναρριγήσω, ενώ μια χλιαρή παλίρροια άρ-
χισε ν’ ανεβαίνει στα μάτια μου, και κατόπιν να απελευθερώνεται κυλώντας
στα μάγουλά μου. «Γιολάντα Μακρή» ψιθύρισα, κι ήταν η πρώτη φορά που
έλεγα το όνομα της μάνας μου χωρίς να φοβάμαι.
Άνοιξα αποφασιστικά τη πόρτα και μπήκα μέσα. Ένας άντρας με μαύρο
μπερέ στο κεφάλι καθόταν σ’ ένα βελούδινο καναπέ, και σκυμμένος πάνω σ’
ένα χοντρό τετράδιο, διάβαζε.
«Μπορώ να δω τη κυρία Μακρή;» ρώτησα διστακτικά.
Εκείνος χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του, βαριεστημένα μου αποκρίθηκε:
«Αν είσαι για τη νέα θέση της αμπιγιέζ, τράβα κατά εκεί» και μου έδειξε με
τον δείκτη του μια μεγάλη πόρτα.
Χωρίς να ξέρω τι εννοούσε του απάντησα καταφατικά, και κατευθύνθηκα
προς το μέρος που μου είχε δείξει.
Με το άνοιγμα της πόρτας, κι αντικρίζοντας για πρώτη φορά μια αίθουσα
θεάτρου, αρχικά ένοιωσα να περνώ σε μιαν άλλη διάσταση. Σαν εκείνη της
Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων. Κατόπιν όμως με τη μυρωδιά του ξύλου να
διαχέεται όπως του νοτισμένου μετά από τη βροχή, και τον αχνό απόηχο κά-
ποιων μαγικών φράσεων να φτάνουν στα αυτιά μου σαν αγεριού ανασαιμιά,
η αρχική αίσθηση ανατράπηκε. Εκεί μέσα κάτι ιδιαίτερο και πέρα από κάθε
κοινότυπη αντίληψη συντελείτο. Σαν να υπήρχε ένας αόρατος σχοινοβάτης
που πάνω στο τεντωμένο σχοινί της ζωής, προσπαθούσε να ισορροπήσει ανά-
μεσα στις δύο άκρες της. Την αλήθεια και τον μύθο. Συναρπαστικό σκέφτηκα,
κι αφέθηκα.
   Η συνάντηση μου με τη Γιολάντα Μακρή ομολογώ πως ήταν επεισοδια-
κή. Ντυμένη μ’ ένα καφτάνι στα χρώματα της άμμου και μια εσάρπα αρα-
χνοΰφαντη να τυλίγει τους ώμους της, με υποδέχτηκε στο καμαρίνι μία ώρα
μετά από το τέλος της πρόβας.
Χτύπησα τη πόρτα με χέρια που έτρεμαν. Το στόμα μου ήταν στεγνό,
και τα χείλη μου ξερά, ενώ οι χτύποι της καρδιάς μου έτρεχαν πάνω από εκα-
τό. Είχα να τη δω από τότε που είχε φύγει. Πήρα μια βαθιά ανάσα και μπήκα
μέσα.
Τη βρήκα να στέκεται μπροστά από έναν μεγάλο καθρέφτη που θύμιζε
χριστουγεννιάτικο δέντρο έτσι όπως ήταν στολισμένος με τις ψείρες λαμπιό-
νια που αναβόσβηναν. Ξεροκατάπια, κι έκανα μερικά βήματα προς το μέρος
της. Εκείνη ατάραχη βαφόταν με μια απίστευτη άνεση. Μέσα σε λίγα λεπτά
είχε μεταμορφωθεί. «Πως σου φαίνομαι;» με ρώτησε όταν τέλειωσε, κοιτώ-
ντας με μέσα απ’ τον καθρέφτη.
«Όμορφη…» της αποκρίθηκα σχεδόν ξέπνοα.
Η Γιολάντα έσκασε ένα χαμόγελο γεμάτο ικανοποίηση.
«Λοιπόν; Ήρθες για τη θέση της αμπιγιέζ;»
Δεν πίστευα στα αυτιά μου. Η ίδια μου η μάνα ούτε που με θυμόταν. Μέ-
τρησα μέχρι το δέκα να πάρω δύναμη.
«Ναι…» της είπα κι έκανα ένα βήμα πίσω.
«Από πού είσαι;»
«Από τη Λαμία» της απάντησα, ό,τι μου ήρθε κείνη τη στιγμή.
Με τον μορφασμό και μόνο που έκανε, φάνηκε αμέσως πως δεν της άρεσε
η σκέψη να έχει στη δούλεψή της μια αμπιγιέζ απ τη Λαμία. Λες και κείνη ή-
ταν από τας Παρισίους. Ψωνάρα είπα από μέσα μου γεμάτη αγανάκτηση και
με ύφος κάπως υποχθόνιο τη ρώτησα: «Λοιπόν; Θα με προσλάβετε;».
«Χμ! είσαι λίγο μικρή».
«Αλλά θαυματουργή…» συμπλήρωσα με αυθάδικο ύφος για να την προκα-
λέσω.
Έμεινε για λίγο σκεφτική. Μετά με πλησίασε και με ύφος μπλανζέ μου
ανακοίνωσε: «Σε προσλαμβάνω μικρή μου».
Χωρίς να πω κάτι, έκανα μεταβολή να φύγω. Τη στιγμή που ήμουν έτοιμη
να ανοίξω την πόρτα, η ερώτηση που τόση ώρα περίμενα εναγωνίως, επιτέ-
λους έβγαινε από το στόμα της.
«Πως σε λένε;»
«Μελίνα Θωμαϊδη» ξεστόμισα μ’ ένα χαμόγελο όλο κακία.
Μεσολάβησαν μερικά δευτερόλεπτα σιωπής. Ύστερα ένας δυνατός γδού-
πος ακούστηκε. Ήταν από τη Γιολάντα Μακρή, που μη αντέχοντας την απο-
κάλυψη, είχε σωριαστεί λιπόθυμη κάτω.

   Ξεπερνώντας το πρώτο σοκ η Γιολάντα, μου ξεκαθάρισε πως δεν υπήρχε
περίπτωση να με περιθάλψει. Σαφώς ούτε τη θέση της αμπιγιέζ είχε σκοπό να
μου δώσει πλέον. Χωρίς να επιμείνω, άλλωστε τίποτε δεν γίνεται με το ζόρι,
πήρα και πάλι των ομματιών μου. Το μόνο που της ζήτησα ήταν κάπου κάπου
να μου επιτρέπει να τη βλέπω. Να πηγαίνω στο θέατρο και να παρακολουθώ
τη παράσταση.


   Ο καιρός περνούσε και ζήτημα να την είχα δει πάνω από δύο φορές. Η μία
απ’ ότι θυμάμαι, ήταν στη πρεμιέρα της παράστασης, και η άλλη τη παραμονή
Χριστουγέννων. Στο μεταξύ είχα πιάσει δουλειά σαν εργάτρια, σε κάποιο ερ-
γοστάσιο, κι απ’ τον πενιχρό μισθό μου ίσα που κατάφερνα να πληρώνω το
δωμάτιο που είχα νοικιάσει σε κάποιο ξενοδοχείο της συμφοράς, από κείνα
που τα σεντόνια τους μυρίζουν ληγμένες κολόνιες. Όσο για φαγητό, την έβγα-
ζα με κανένα σαντουϊτς ή στη καλλίτερη περίπτωση σουβλάκι με πατάτες.
Πάνω στον χρόνο κλείνει το εργοστάσιο και χάνω τη δουλειά μου. Μη ξέ-
ροντας τι να κάνω, κι από πού να κρατηθώ, πήγα να βρω τη Γιολάντα, μήπως
ακούγοντας το χάλι μου, φιλοτιμηθεί και με πάρει στη δούλεψή της, σαν ταξι-
θέτρια ή σαν καθαρίστρια ακόμα, στο θέατρο, που εντελώς συμπτωματικά
είχα μάθει πως της ανήκε.
   Αν και παράδοξο, συμμερίστηκε τη κατάστασή μου, και προθυμοποιήθηκε
αμέσως να με προσλάβει, φυσικά όχι σαν καθαρίστρια ή ταξιθέτρια, αλλά
σαν προσωπική της γραμματέα. Δεν το κρύβω στην αρχή ενθουσιάστηκα με
τη μετάλλαξή της. Στη συνέχεια όμως, όταν μια μέρα την είδα σε μια τηλεο-
πτική εκπομπή, από κείνες που αδιακρίτως μπαίνουν στη ζωή των καλλιτε-
χνών από τη κλειδαρότρυπα, ν’ αποκαλύπτει δήθεν με πόνο ψυχής, πως επιτέ-
λους μετά από πολλά χρόνια έρευνας, βρήκε τη χαμένη της κόρη, δηλαδή ε-
μένα, κατάλαβα πως η ξαφνική καλοσύνη της , είχε σαν απώτερο σκοπό την
προσωπική της προβολή και διαφήμιση. Την είχε δασκαλέψει ένα γλοιώδες
υποκείμενο της show bisiness, κάποιος ονόματι Γαρυφαλλίδης, που τον είχε
προσλάβει σαν μάνατζέρ της. Ο εν λόγω “γάτος”, είχε πιάσει πόσο ανασφα-
λής, εγωκεντρική και ματαιόδοξη ήταν, και την πήγαινε με τα νερά της. Μάλι-
στα της πουλούσε κι έρωτα, με στόχο να της φάει μια μέρα και το θέατρο. Κι
εκείνη σαν το ποντίκι στη φάκα, έτρωγε το τυρί ανυποψίαστη.

   Η μία σαιζόν μετά την άλλη πήγαινε από το κακό στο χειρότερο, αφού τα
έργα που ανέβαζε, πάντα κατόπιν έγκρισης του Γαρυφαλλίδη, είχαν μετατρέ-
ψει το θέατρο από ναό της τέχνης, σε αρένα εύπεπτων θεαμάτων. Επόμενο
ήταν λοιπόν η φήμη και η αίγλη της να παίρνουν την κατιούσα. Εγώ αν και τα
έβλεπα όλα αυτά, δεν της έλεγα τίποτα. Δεν ήθελα να της πάω κόντρα, μη και
χάσω τη δουλειά μου και δεν μπορώ να συνεχίσω τις θεατρικές μου σπουδές,
που ήδη είχα ξεκινήσει σε κάποια δραματική σχολή, φυσικά κρυφά από κείνη.

   Πήρα το πτυχίο μου με άριστα, κι η χαρά μου ήταν τόσο μεγάλη, που πάνω
στον ενθουσιασμό μου, έκανα το λάθος να τη μοιραστώ μαζί της.
Δεν πρόκειται να ξεχάσω τη σκηνή. Τη βρήκα στο καμαρίνι της μαζί με τον
Γαρυφαλλίδη να κάθονται στο ανάκλιντρο και, ως συνήθως, να σαλιαρίζουν.
«Τι θέλεις;» με ρώτησε κοιτώντας με με την άκρη του ματιού.
«Να μοιραστώ μαζί σου μια χαρά μου» της αποκρίθηκα.
«Ποια χαρά;»
«Σήμερα πήρα το πτυχίο μου από τη δραματική σχολή και μάλιστα με άρι-
στα» της ανακοίνωσα συγκρατημένα.
Μονομιάς έχασε το χρώμα της, ενώ το βλέμμα της άρχισε να εκπέμπει σε
συχνότητα μίσους. Με μια σπαστική κίνηση ξεφεύγει από την αγκαλιά του
Γαρυφαλλίδη, και με πλησιάζει σε απόσταση αναπνοής.
«Πως τόλμησες να κάνεις κάτι τέτοιο πίσω απ’ τη πλάτη μου; Ποια νομί-
ζεις πως είσαι; Μου λες;» ούρλιαξε, και σηκώνοντας το χέρι της μου κατεβά-
ζει στο μάγουλο ένα χαστούκι μ’ όλη της τη δύναμη.
Βλέποντας με να μην αντιδρώ, άρχισε να με χαστουκίζει απανωτά. Εγώ με
μιαν απίστευτη ηρεμία, μετρούσα απλά τα χτυπήματα. Μεταξύ του πέμπτου
και έκτου χαστουκιού, έπιασα το χέρι της στον αέρα. Πάγωσε. Η ανάσα της
ανάδυε τη μπόχα του μέσα της.
«Είσαι πολύ άσχημη. Η ασχημότερη που έχω δει ποτέ μου» της είπα με
σταθερή φωνή, κι έφυγα ικανοποιημένη πια με τον εαυτόν μου, που είχε κα-
ταφέρει να κόψει όχι μόνο τον ομφάλιο λώρο, αλλά ν’ απελευθερωθεί και από
κάθε γονικό σύμπλεγμα.


Τα κοχύλια ζουν; Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη

Τα κοχύλια ζουν;   Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη Τα κοχύλια ζουν; Η Νεφέλη όταν αντίκρισε την παραλία της Πευκιάς ψηλά από τον δρόμ...