Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο


   Είμαι η Μελίνα, η πρωτότοκος και αποκηρυγμένη “κόρη” του Χρύσανθου
Θωμαϊδη, καθηγητή Θεολογίας και δεξιού ψάλτη στην εκκλησία της ενορίας
μας.
   Όταν γεννήθηκα, μόνο έμφραγμα δεν έπαθε ο μπαμπάς. «Αποκλείεται να
είναι δικό μου αυτό το κοκκινομάλλικο και γεμάτο φακίδες μωρό» είχε φωνά-
ξει, «μήπως κάνατε λάθος και μου φέρατε αλλουνού παιδί;» ρώτησε τη νοσο-
κόμα με ύφος χαμένο. Δυστυχώς η απάντηση δεν ήταν αυτή που επιθυμούσε.
Όπως καταλαβαίνετε, από τα πρώτα κιόλας λεπτά της ζωής μου ήπια το
πικρό ποτήρι της απόρριψης, γιατί ο Χρύσανθος ποτέ δεν πίστεψε πως ήμουν
δικό του παιδί, επειδή η μάνα μου, η Γιολάντα, κατά την άποψή του δεν ήταν
φερέγγυα ένεκα θεατρίνα. Την είχε περιμαζέψει – έτσι τουλάχιστον διέδιδε
αυτός μαζί μ’ όλο του το σόι – από κάποιον θίασο δεύτερης κατηγορίας για να
την φέρει στον “ίσιο δρόμο”. Τώρα τι είναι “ίσιος δρόμος” αυτό παίζεται. Είναι
προσωπική υπόθεση του καθένα πως αντιλαμβάνεται την έννοια. Άλλος τη
“φοράει” και πηγαίνει στραβά, κι άλλος την απαρνιέται και τραβάει ευθεία.
Επιλογές είναι αυτές. Ας είναι, ο Χρύσανθος Θωμαϊδης, το βέβαιον ήταν, πως
την αντιλαμβανόταν καθαρά από τη πλευρά της θρησκείας.
Τα χρόνια περνούσαν. Η ζωή κυλούσε μέσα σε μια βασανιστική μονοτο-
νία και κάτω απ’ ένα επιχρύσωμα οικογενειακής ευτυχίας και γαλήνης. Μέχρι
κείνη τη μέρα, και συγκεκριμένα τη μέρα των γενεθλίων μου. Γινόμουν έξι
χρονών όταν η Γιολάντα την κάνει στριφογυριστή και φεύγει απ’ τη ζωή μας
για πάντα.
   Από κείνη την στιγμή, ο Χρύσανθος μένει απαρηγόρητος. Κι όχι τόσο που
τον εγκατέλειψε η Γιολάντα - δεν νομίζω να την αγάπησε ποτέ - όσο για το
κοινωνικό του στραπάτσο. Είχε πέσει κατά πάνω και το σόι, να του ενισχύει
συνέχεια το κακό που τον είχε βρει. Σκέτη τρέλα δηλαδή. Εγώ στο μεταξύ εί-
χα γίνει αόρατη. Στην αρχή η συμπεριφορά του αυτή με πλήγωνε, αλλά με τον
καιρό άρχιζα να τη συνηθίζω. Ώσπου μια Κυριακή ο Χρύσανθος, με νωπό α-
κόμα το μελάνι των υπογραφών εκείνου και της Γιολάντας πάνω στο χαρτί
του διαζυγίου, μετά τον καθιερωμένο εκκλησιασμό, φέρνει στο σπίτι μια χη-
ρεύσασα ενορίτισσα, τη κυρία Παρασκευή. Μετά από λίγο διάστημα πα-
ντρεύονται. Πάνω στο χρόνο, γεννιέται ο Κοσμάς, και στα χείλη του Χρύσαν-
θου επανέρχεται το χαμόγελο. Και πώς να μην επανέρθει δηλαδή, αφού ο Κο-
σμάς ούτε κοκκινοτρίχης ήταν, μήτε και φακιδιάρης. Τι να έβλεπες τον Κο-
σμά, τι τον Χρύσανθο, το ίδιο και το αυτό. Τελικά η κυρία Παρασκευή είχε
αποδειχτεί φερέγγυα και του “ίσιου δρόμου” γυναίκα. Όσο για μένα, έτσι
δυσδιάκριτη κι ασήμαντη κουκίδα όπως ήμουν στο γενεαλογικό δέντρο της
οικογένειας Θωμαϊδη, ήταν επόμενο να έχω πια διαγραφεί. Παρ’ όλα αυτά,
υποκρινόμουν την καλή αδελφή, καταστρώνοντας με τη φαντασία σχέδια εξό-
ντωσης του Κοσμά. Μη σας πω και εξαφάνισής του. Βέβαια, κανένα από τα
“καταχθόνια" σχέδια μου δεν πραγματοποιήθηκαν. Έμειναν όλα στη σφαίρα
της φαντασίας μου.

   Κλείνοντας τα δεκαοχτώ και τελειώνοντας το λύκειο, αποφάσισα να την
κάνω, όπως κι η Γιολάντα, με ελαφρά πηδηματάκια δηλαδή. Άλλωστε κανείς
δεν θα αντιλαμβανόταν την απουσία μου.
   Έτσι ένα ωραίο πρωί του Σεπτέμβρη, χωρίς ν’ αποχαιρετίσω κανένα, πήρα
των ομματιών μου και πήγα να βρω τη μάνα μου. Από μια θεια μου, πρώτη ε-
ξαδέλφη της, είχα μάθει πως κείνη την εποχή έφτιαχνε θίασο, και επρόκειτο
να ανεβάσει ένα έργο του κλασικού ρεπερτορίου, σε κάποιο θέατρο στη Θεσ-
σαλονίκη. Το δίχως άλλο, βρέθηκα στο τρένο να ταξιδεύω για βόρεια Ελλάδα
με μοναδικό μπαγκάζι τη δύναμη της ηλικίας μου. Φθάνοντας εκεί μια πρωτό-
γνωρη αίσθηση ελευθερίας με κατέκλυσε έτσι ξένη όπως ήμουν μέσα στη με-
γάλη πόλη, που έσφυζε από ζωή. Χωρίς να χάσω χρόνο σε λίγη ώρα βρισκό-
μουν μπροστά από το θέατρο, ένα κτίσμα αλλοτινής εποχής, εκείνης του με-
σοπολέμου. Σήκωσα το βλέμμα μου ψηλά στη μαρκίζα. Το όνομα που δέσποζε
με μεγάλα γράμματα, μ’ έκανε ν’ αναρριγήσω, ενώ μια χλιαρή παλίρροια άρ-
χισε ν’ ανεβαίνει στα μάτια μου, και κατόπιν να απελευθερώνεται κυλώντας
στα μάγουλά μου. «Γιολάντα Μακρή» ψιθύρισα, κι ήταν η πρώτη φορά που
έλεγα το όνομα της μάνας μου χωρίς να φοβάμαι.
Άνοιξα αποφασιστικά τη πόρτα και μπήκα μέσα. Ένας άντρας με μαύρο
μπερέ στο κεφάλι καθόταν σ’ ένα βελούδινο καναπέ, και σκυμμένος πάνω σ’
ένα χοντρό τετράδιο, διάβαζε.
«Μπορώ να δω τη κυρία Μακρή;» ρώτησα διστακτικά.
Εκείνος χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του, βαριεστημένα μου αποκρίθηκε:
«Αν είσαι για τη νέα θέση της αμπιγιέζ, τράβα κατά εκεί» και μου έδειξε με
τον δείκτη του μια μεγάλη πόρτα.
Χωρίς να ξέρω τι εννοούσε του απάντησα καταφατικά, και κατευθύνθηκα
προς το μέρος που μου είχε δείξει.
Με το άνοιγμα της πόρτας, κι αντικρίζοντας για πρώτη φορά μια αίθουσα
θεάτρου, αρχικά ένοιωσα να περνώ σε μιαν άλλη διάσταση. Σαν εκείνη της
Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων. Κατόπιν όμως με τη μυρωδιά του ξύλου να
διαχέεται όπως του νοτισμένου μετά από τη βροχή, και τον αχνό απόηχο κά-
ποιων μαγικών φράσεων να φτάνουν στα αυτιά μου σαν αγεριού ανασαιμιά,
η αρχική αίσθηση ανατράπηκε. Εκεί μέσα κάτι ιδιαίτερο και πέρα από κάθε
κοινότυπη αντίληψη συντελείτο. Σαν να υπήρχε ένας αόρατος σχοινοβάτης
που πάνω στο τεντωμένο σχοινί της ζωής, προσπαθούσε να ισορροπήσει ανά-
μεσα στις δύο άκρες της. Την αλήθεια και τον μύθο. Συναρπαστικό σκέφτηκα,
κι αφέθηκα.
   Η συνάντηση μου με τη Γιολάντα Μακρή ομολογώ πως ήταν επεισοδια-
κή. Ντυμένη μ’ ένα καφτάνι στα χρώματα της άμμου και μια εσάρπα αρα-
χνοΰφαντη να τυλίγει τους ώμους της, με υποδέχτηκε στο καμαρίνι μία ώρα
μετά από το τέλος της πρόβας.
Χτύπησα τη πόρτα με χέρια που έτρεμαν. Το στόμα μου ήταν στεγνό,
και τα χείλη μου ξερά, ενώ οι χτύποι της καρδιάς μου έτρεχαν πάνω από εκα-
τό. Είχα να τη δω από τότε που είχε φύγει. Πήρα μια βαθιά ανάσα και μπήκα
μέσα.
Τη βρήκα να στέκεται μπροστά από έναν μεγάλο καθρέφτη που θύμιζε
χριστουγεννιάτικο δέντρο έτσι όπως ήταν στολισμένος με τις ψείρες λαμπιό-
νια που αναβόσβηναν. Ξεροκατάπια, κι έκανα μερικά βήματα προς το μέρος
της. Εκείνη ατάραχη βαφόταν με μια απίστευτη άνεση. Μέσα σε λίγα λεπτά
είχε μεταμορφωθεί. «Πως σου φαίνομαι;» με ρώτησε όταν τέλειωσε, κοιτώ-
ντας με μέσα απ’ τον καθρέφτη.
«Όμορφη…» της αποκρίθηκα σχεδόν ξέπνοα.
Η Γιολάντα έσκασε ένα χαμόγελο γεμάτο ικανοποίηση.
«Λοιπόν; Ήρθες για τη θέση της αμπιγιέζ;»
Δεν πίστευα στα αυτιά μου. Η ίδια μου η μάνα ούτε που με θυμόταν. Μέ-
τρησα μέχρι το δέκα να πάρω δύναμη.
«Ναι…» της είπα κι έκανα ένα βήμα πίσω.
«Από πού είσαι;»
«Από τη Λαμία» της απάντησα, ό,τι μου ήρθε κείνη τη στιγμή.
Με τον μορφασμό και μόνο που έκανε, φάνηκε αμέσως πως δεν της άρεσε
η σκέψη να έχει στη δούλεψή της μια αμπιγιέζ απ τη Λαμία. Λες και κείνη ή-
ταν από τας Παρισίους. Ψωνάρα είπα από μέσα μου γεμάτη αγανάκτηση και
με ύφος κάπως υποχθόνιο τη ρώτησα: «Λοιπόν; Θα με προσλάβετε;».
«Χμ! είσαι λίγο μικρή».
«Αλλά θαυματουργή…» συμπλήρωσα με αυθάδικο ύφος για να την προκα-
λέσω.
Έμεινε για λίγο σκεφτική. Μετά με πλησίασε και με ύφος μπλανζέ μου
ανακοίνωσε: «Σε προσλαμβάνω μικρή μου».
Χωρίς να πω κάτι, έκανα μεταβολή να φύγω. Τη στιγμή που ήμουν έτοιμη
να ανοίξω την πόρτα, η ερώτηση που τόση ώρα περίμενα εναγωνίως, επιτέ-
λους έβγαινε από το στόμα της.
«Πως σε λένε;»
«Μελίνα Θωμαϊδη» ξεστόμισα μ’ ένα χαμόγελο όλο κακία.
Μεσολάβησαν μερικά δευτερόλεπτα σιωπής. Ύστερα ένας δυνατός γδού-
πος ακούστηκε. Ήταν από τη Γιολάντα Μακρή, που μη αντέχοντας την απο-
κάλυψη, είχε σωριαστεί λιπόθυμη κάτω.

   Ξεπερνώντας το πρώτο σοκ η Γιολάντα, μου ξεκαθάρισε πως δεν υπήρχε
περίπτωση να με περιθάλψει. Σαφώς ούτε τη θέση της αμπιγιέζ είχε σκοπό να
μου δώσει πλέον. Χωρίς να επιμείνω, άλλωστε τίποτε δεν γίνεται με το ζόρι,
πήρα και πάλι των ομματιών μου. Το μόνο που της ζήτησα ήταν κάπου κάπου
να μου επιτρέπει να τη βλέπω. Να πηγαίνω στο θέατρο και να παρακολουθώ
τη παράσταση.


   Ο καιρός περνούσε και ζήτημα να την είχα δει πάνω από δύο φορές. Η μία
απ’ ότι θυμάμαι, ήταν στη πρεμιέρα της παράστασης, και η άλλη τη παραμονή
Χριστουγέννων. Στο μεταξύ είχα πιάσει δουλειά σαν εργάτρια, σε κάποιο ερ-
γοστάσιο, κι απ’ τον πενιχρό μισθό μου ίσα που κατάφερνα να πληρώνω το
δωμάτιο που είχα νοικιάσει σε κάποιο ξενοδοχείο της συμφοράς, από κείνα
που τα σεντόνια τους μυρίζουν ληγμένες κολόνιες. Όσο για φαγητό, την έβγα-
ζα με κανένα σαντουϊτς ή στη καλλίτερη περίπτωση σουβλάκι με πατάτες.
Πάνω στον χρόνο κλείνει το εργοστάσιο και χάνω τη δουλειά μου. Μη ξέ-
ροντας τι να κάνω, κι από πού να κρατηθώ, πήγα να βρω τη Γιολάντα, μήπως
ακούγοντας το χάλι μου, φιλοτιμηθεί και με πάρει στη δούλεψή της, σαν ταξι-
θέτρια ή σαν καθαρίστρια ακόμα, στο θέατρο, που εντελώς συμπτωματικά
είχα μάθει πως της ανήκε.
   Αν και παράδοξο, συμμερίστηκε τη κατάστασή μου, και προθυμοποιήθηκε
αμέσως να με προσλάβει, φυσικά όχι σαν καθαρίστρια ή ταξιθέτρια, αλλά
σαν προσωπική της γραμματέα. Δεν το κρύβω στην αρχή ενθουσιάστηκα με
τη μετάλλαξή της. Στη συνέχεια όμως, όταν μια μέρα την είδα σε μια τηλεο-
πτική εκπομπή, από κείνες που αδιακρίτως μπαίνουν στη ζωή των καλλιτε-
χνών από τη κλειδαρότρυπα, ν’ αποκαλύπτει δήθεν με πόνο ψυχής, πως επιτέ-
λους μετά από πολλά χρόνια έρευνας, βρήκε τη χαμένη της κόρη, δηλαδή ε-
μένα, κατάλαβα πως η ξαφνική καλοσύνη της , είχε σαν απώτερο σκοπό την
προσωπική της προβολή και διαφήμιση. Την είχε δασκαλέψει ένα γλοιώδες
υποκείμενο της show bisiness, κάποιος ονόματι Γαρυφαλλίδης, που τον είχε
προσλάβει σαν μάνατζέρ της. Ο εν λόγω “γάτος”, είχε πιάσει πόσο ανασφα-
λής, εγωκεντρική και ματαιόδοξη ήταν, και την πήγαινε με τα νερά της. Μάλι-
στα της πουλούσε κι έρωτα, με στόχο να της φάει μια μέρα και το θέατρο. Κι
εκείνη σαν το ποντίκι στη φάκα, έτρωγε το τυρί ανυποψίαστη.

   Η μία σαιζόν μετά την άλλη πήγαινε από το κακό στο χειρότερο, αφού τα
έργα που ανέβαζε, πάντα κατόπιν έγκρισης του Γαρυφαλλίδη, είχαν μετατρέ-
ψει το θέατρο από ναό της τέχνης, σε αρένα εύπεπτων θεαμάτων. Επόμενο
ήταν λοιπόν η φήμη και η αίγλη της να παίρνουν την κατιούσα. Εγώ αν και τα
έβλεπα όλα αυτά, δεν της έλεγα τίποτα. Δεν ήθελα να της πάω κόντρα, μη και
χάσω τη δουλειά μου και δεν μπορώ να συνεχίσω τις θεατρικές μου σπουδές,
που ήδη είχα ξεκινήσει σε κάποια δραματική σχολή, φυσικά κρυφά από κείνη.

   Πήρα το πτυχίο μου με άριστα, κι η χαρά μου ήταν τόσο μεγάλη, που πάνω
στον ενθουσιασμό μου, έκανα το λάθος να τη μοιραστώ μαζί της.
Δεν πρόκειται να ξεχάσω τη σκηνή. Τη βρήκα στο καμαρίνι της μαζί με τον
Γαρυφαλλίδη να κάθονται στο ανάκλιντρο και, ως συνήθως, να σαλιαρίζουν.
«Τι θέλεις;» με ρώτησε κοιτώντας με με την άκρη του ματιού.
«Να μοιραστώ μαζί σου μια χαρά μου» της αποκρίθηκα.
«Ποια χαρά;»
«Σήμερα πήρα το πτυχίο μου από τη δραματική σχολή και μάλιστα με άρι-
στα» της ανακοίνωσα συγκρατημένα.
Μονομιάς έχασε το χρώμα της, ενώ το βλέμμα της άρχισε να εκπέμπει σε
συχνότητα μίσους. Με μια σπαστική κίνηση ξεφεύγει από την αγκαλιά του
Γαρυφαλλίδη, και με πλησιάζει σε απόσταση αναπνοής.
«Πως τόλμησες να κάνεις κάτι τέτοιο πίσω απ’ τη πλάτη μου; Ποια νομί-
ζεις πως είσαι; Μου λες;» ούρλιαξε, και σηκώνοντας το χέρι της μου κατεβά-
ζει στο μάγουλο ένα χαστούκι μ’ όλη της τη δύναμη.
Βλέποντας με να μην αντιδρώ, άρχισε να με χαστουκίζει απανωτά. Εγώ με
μιαν απίστευτη ηρεμία, μετρούσα απλά τα χτυπήματα. Μεταξύ του πέμπτου
και έκτου χαστουκιού, έπιασα το χέρι της στον αέρα. Πάγωσε. Η ανάσα της
ανάδυε τη μπόχα του μέσα της.
«Είσαι πολύ άσχημη. Η ασχημότερη που έχω δει ποτέ μου» της είπα με
σταθερή φωνή, κι έφυγα ικανοποιημένη πια με τον εαυτόν μου, που είχε κα-
ταφέρει να κόψει όχι μόνο τον ομφάλιο λώρο, αλλά ν’ απελευθερωθεί και από
κάθε γονικό σύμπλεγμα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου