Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο


   Potrei avere un altro Martini bianco seniora1; ακούστηκε σπασμένη η
φωνή της κοπέλας που καθόταν αμίλητη στη μπάρα κοιτάζοντας το άπειρο.
Κάνοντας πως δεν την άκουσα συνέχισα να καθαρίζω τον πάγκο με ένα
βρεγμένο πανί. Είχε πιει ήδη τέσσερα ποτά, κι από την όψη της δεν φαινόταν
καλά. Την είχα ξαναδεί στο μαγαζί αλλά συνήθως έπινε ένα ή δύο ποτά και
έφευγε. Δεν συνήθιζα να πιάνω κουβέντα με τους πελάτες του μπαρ και μάλι-
στα με γυναίκες, λίγο με ένοιαζε για το πόσο λιώμα θα έφευγαν από το μαγαζί.
Αυτή όμως η κοπέλα είχε κάτι στο βλέμμα της που με έκανε να θέλω να την
προστατεύσω.
«Η κοκκινομούρα ζήτησε κι άλλο ποτό. Δεν ακούς; Τι έπαθες μανάρα
μου;» μου έκανε την παρατήρησή του ο Μάρκο που μιλούσε άπταιστα Ελλη-
νικά μια και ήταν μισοπατριώτης.
«Έχει πιει τ’ άντερα της ρε. Δεν τη βλέπεις; Κουρέλια είναι».
«Ε και; Τα ευρώ να πέσει και ας πάει να γαμηθεί. Εσένα τι σε κόφτει; Σε
μπαρ ήρθε όχι σε εκκλησία» απάντησε με κακία ο μπός.
Ετοίμασα ένα μαρτίνι βάζοντας μικρότερη ποσότητα αλκοόλ και περισσό-
τερο πάγο και την σερβίρισα κοιτώντας την στα μάτια.
«Sei bene2;» τη ρώτησα χαμηλόφωνα για να μη με κατσαδιάσει ο Μάρκο.
Με κοίταξε με αδειανό βλέμμα χωρίς να μιλήσει. «l ultimo martini e3;» συ-
μπλήρωσα αυστηρά.
Συνέχισα να σερβίρω τους πελάτες και να χαριεντίζομαι μαζί τους όμως
με την άκρη του ματιού μου παρακολουθούσα την κοκκινομάλλα κοπέλα που
έμοιαζε με Ιρλανδέζα. «Ποιος ξέρει τι φορτίο κουβαλάει για νάναι τέτοια ώρα
εδώ και να τα πίνει μόνη» συλλογίστηκα. «Σκρόφα ζωή, ήθελα νάξερα τι σόι
βίτσιο είναι αυτό να βασανίζεις ψυχές», μουρμούρισα κι αναστέναξα βαθιά.
«Τι είναι μαντόνα μου; Τι έχεις και ξεφυσαίνεις;» ακούστηκε η μπάσα φω-
νή του Μάρκο ο οποίος τελούσε εν ευθυμία λόγω αλκοόλ. ____________________________________
1 Μπορώ να έχω ένα μαρτίνι ακόμα κυρία;
2 Όλα καλά;
3 Το τελευταίο μαρτίνε ε;
_____________________________________

Μου έριξε μια μουλωχτή τσιμπιά γεμάτη σεξουαλικά υπονοούμενα και μου χαμογέλασε πλα-
τειά.«Απόψε θα σε περπατήσω κουκλί. Έχω κέφια για νυχτότσαρκες μη κανο-
νίσεις τίποτα ε;» συμπλήρωσε.
«Ξέχνα το μπός. Έχω διάβασμα» αποκρίθηκα ξερά, και παίρνοντας το δί-
σκο με τα ποτά που είχα ετοιμάσει κατευθύνθηκα προς το κέντρο του μαγα-
ζιού όπου καθόταν μια μεγάλη παρέα με σιτεμένους έφηβους που από ώρα
μου έκαναν καμάκι. Τους χαμογέλασα ευγενικά, ωστόσο πριν προλάβω να
ακουμπήσω τα ποτά στο τραπέζι, είδα την κοπέλα του μπελά μου να κατευθύ-
νεται σχεδόν τρέχοντας στην τουαλέτα σχηματίζοντας ανεπαίσθητα οχτάρια.
Άφησα το δίσκο στο τραπέζι και την ακολούθησα. Την βρήκα γεμάτη δάκρυα
και μύξες να πασχίζει να συγκεντρώσει μέσα από ένα ξεθωριασμένο πορτο-
φόλι τα χρήματα που χρειαζόταν για να πληρώσει το λογαριασμό. Το πρόβλη-
μα ήταν εμφανές. Το είχα ξαναδεί το έργο με πελάτες που πρώτα έπιναν τον
άμπακα, και μετά θυμόντουσαν ότι δεν είχαν λεφτά. Ήξερα επίσης και τη συ-
νέχεια του έργου, όπου ο Μάρκος στην καλλίτερη περίπτωση καλούσε την α-
στυνομία, γιατί υπήρχε και η χειρότερη, που ήταν η παράδοση του “πατακ-
σή”στους φουσκωτούς του μαγαζιού.
«Γαμώ το κέρατό μου, γαμώ την τύχη μου» αναφώνησα αγανακτισμένη
στα ελληνικά κοιτάζοντας τα κλαμένα μάτια της κοπέλας.
«Συγνώμη» ακούστηκε μια λεπτή φωνούλα που με άφησε άφωνη.
«Μιλάς ελληνικά ή έχω παραισθήσεις;» τη ρώτησα γεμάτη απορία.
«Δεν μιλώ ελληνικά. Ελληνίδα είμαι» αποκρίθηκε.
«Ρουά Ματ» αναφώνησα . «Μας χρώσταγαν μας πήραν και το βόδι. Τώρα
εξηγείται η ταύτιση της αύρας μου μαζί σου. Μίλησαν τα γονίδια που να πά-
ρει. Τα ελληνικά κολογονίδια».
«Κοίτα, δεν σου ζήτησα τίποτα εντάξει; Δεν καταλαβαίνω το ύφος σου. Θα
ξεμπλέξω μόνη μου. Άντε να σερβίρεις τα ποτά σου, κι άσε με ήσυχη» απά-
ντησε θιγμένη η κοκκινομούρα όπως την είχε αποκαλέσει ο Μάρκο.
«Νομίζεις ότι θα ξεμπλέξεις. Δεν έχεις ιδέα τι θα πει να φας λεφτά στο
Μάρκο. Είναι ικανός να σε βγάλει βίζιτα κούκλα μου, για να του ξοφλήσεις
τριάντα ευρώ».
«Δε σε αφορά» μου απάντησε με περηφάνια που με ισοπέδωσε.
«Γοργώ» συστήθηκα και της άπλωσα το χέρι.
«Μελίνα» ανταπάντησε με ύφος ακόμα θυμωμένο.
«Λοιπόν Μελίνα» είπα με ύφος που δε σήκωνε αντίρρηση ανοίγοντας το
φερμουάρ από το τσαντάκι που ήταν δεμένο στη μέση μου. «Πάρε σαράντα
ευρώ να πληρώσεις τον αντίχριστο και μου τα χρωστάς. Κάθε βράδυ εδώ είμαι
δεν με χάνεις. Σσς, τσιμουδιά!» είπα και της έβαλα τα χρήματα στο χέρι.
«Ευχαριστώ» ψιθύρισε μουδιασμένα.
«Ελα ρε, σιγά το ποσό. Ελληνάρες είμαστε. Με τα πολλά στη φυλακή και
με τα λίγα μέσα» της χαμογέλασα χτυπώντας την στην πλάτη φιλικά.
«Πάω τώρα γιατί θα με ψάχνει ο γρουσούζης».
Πέρασαν αρκετά λεπτά μέχρι η Μελίνα να επιστρέψει στη μπάρα. Φαινό-
ταν πιο ήρεμη από πριν και με ανεπαίσθητο χαμόγελο ζήτησε το λογαριασμό.
Ήθελα διακαώς να μάθω γι αυτήν. Τι της συνέβαινε, ποιος κακός άνεμος την
έφερνε στο μπάρ, γιατί ασφαλώς καλός δεν ήτανε, και γενικά να μιλήσω μαζί
της. Είχα όμως αρκετούς δικούς μου μπελάδες και είπα να μη φορτωθώ ξέ-
νους σταυρούς στους ώμους μου, γιατί γαμώτο η Μελίνα μου ήταν ήδη συ-
μπαθής. Την κέρασα ένα τελευταίο “ποτό” με σκέτο χυμό λεμόνι και μπόλικο
πάγο για να ξενερώσει. Το ήπιε αναντίρρητα.
«Buonanotte e tante grazie» είπε φεύγοντας και μου άφησε πέντε ευρώ
μπουρμπουάρ πάνω στον πάγκο.
Ήταν περασμένες δύο όταν και οι τελευταίοι πελάτες αποφάσισαν να με
αφήσουν να σχολάσω επιτέλους. Στη Ρώμη τα μαγαζιά κλείνουν συνήθως στις
έντεκα. Το συγκεκριμένο μπάρ όμως κλείνει όταν φύγει και ο τελευταίος πε-
λάτης. Ο Μάρκο είχε γερά κονέ με τους καραμπινιέρους και ποτέ δεν τον ενο-
χλούσαν. Τους πλήρωνε βέβαια πολλαπλώς για την εξυπηρέτηση.
Πήρα πεζή το πλακόστρωτο μέσα στην ήρεμη υγρή νύχτα. Το φεγγάρι
τρεμόφεγγε κάνοντας κόντρες με τα αραιά συννεφάκια που ζωγράφιζαν στον
ουρανό χαριτωμένα σχήματα. Το σπίτι που έμενα ήταν αρκετά μακριά όμως
είχα τρελή διάθεση για περπάτημα. Λάτρευα πάντα τη νυχτερινή ερημιά της


πόλης, τις μυρωδιές που ανέδυαν τα μισοσβησμένα τζάκια, κι αυτή τη χλωμή
όψη των κτιρίων που τη νύχτα φάνταζαν στοιχειωμένα από το χρόνο.
Περπάτησα ως τη Fontana di trevi που ήταν το αγαπημένο μου νυχτερινό
στέκι. Πάντα έκανα μια στάση εκεί πηγαίνοντας προς το σπίτι. Η λίμνη των
ευχών. Τι ουτοπία θεέ μου. Ένα νόμισμα σε μια χαζολίμνη μαζί με μια ευχή.
Λες και το πνεύμα της λίμνης δεν είχε άλλη δουλειά να κάνει από το να φτιά-
χνει λίστες πεζών επιθυμιών, και να τις πραγματοποιεί. Ωστόσο μια χαρά
πνεύμα το βρίσκω, γιατί πολλές φορές ήταν για μένα σωτήριο, καθώς τις νύ-
χτες της μεγάλης απενταρίας ψάρευα ευρουδάκια λύνοντας άμεσα τις μικρές
προσωρινές μου ανάγκες.
Κάθισα στα μαρμάρινα σκαλιά και άναψα τσιγάρο μουρμουρίζοντας ένα
τραγούδι όταν άκουσα πίσω μου μια γνώριμη πλέον φωνή.
«Γοργώ;»
«Δεν το πιστεύω» αναφώνησα. «Τι κάνεις κοριτσάκι μου γλυκό τέτοια ώρα
εδώ; Δεν έχεις σπίτι να κάνεις νανάκια;» την αποπήρα εκνευρισμένη.
Σηκώθηκε, και με μια δρασκελιά ανέβηκε τα σκαλοπάτια γυρίζοντας μου
την πλάτη. Πέταξα το μισοκαπνισμένο τσιγάρο και την ακολούθησα τραβώ-
ντας την σχεδόν από το μπλουζάκι.
«Έλα ρε. Συγνώμη, είμαι λιώμα από την κωλοδουλειά και την πλήρωσες
εσύ. Κάτσε λίγο να μιλήσουμε».
Καθίσαμε πλάι πλάι αμίλητες κοιτάζοντας το άπειρο.
«Τσιγάρο;» έσπασα πρώτη τη σιωπή.
Εκείνη δεν αποκρίθηκε. Έβαλε το κεφάλι μέσα στα δύο ολόλευκα χέρια
της και δάκρυα κύλησαν στα ροδαλά μάγουλά της.
«Τι έχεις βρε μάτια μου; Ό,τι και να είναι, δεν αξίζει τον κόπο να χαλάς
την καρδιά σου. Η ζωή θέλει κόντρες. Γάμησε τη για να της τη σπάσεις» της
είπα πιάνοντας τρυφερά το παγωμένο χέρι της.
Με κοίταξε στα μάτια μ’ ένα θλιμμένο βλέμμα. «Έχω πολλά προβλήματα
Γοργώ» μου είπε αναστενάζοντας.
«Πολύ πρωτότυπο βρε. Για πες».
«Δεν έχω δουλειά. Είμαι μόνη, απένταρη, και το πρωί πετάνε τα πράγματα
μου από το σπίτι γιατί χρωστάω τέσσερα νοίκια» είπε χωρίς να πάρει ανάσα.
«Α.. τόσο καλά. Αλήθεια τι δουλειά κάνεις; Όταν κάνεις;» τη ρώτησα.
«Ηθοποιός» απάντησε μονολεκτικά και με καμάρι.
«Ουάου!! Μα την παναγία δεν περίμενα να είσαι κάτι λιγότερο. Έχεις ένα
“κάτι” πάνω σου».
Με κοίταξε με απορία προσπαθώντας να καταλάβει αν την κοροϊδεύω ή αν
εννοώ αυτό που λέω.
«Μπάβο ρε, μαγκιά σου. Ξέρω τι αγγούρι είναι να προσπαθείς να επιβιώ-
σεις αγαπώντας την τέχνη. Να σου ανασυστηθώ λοιπόν. Εγώ είμαι η Γοργώ
και είμαι ζωγράφος. Δουλεύω στο lanotte για να τελειώσω επιτέλους τη σχολή
μου. Βρέθηκα στη Ρώμη για λόγους που… έχουμε καιρό να πούμε. Μένω σε
μια “μεζονέτα” και σε προσκαλώ να μείνεις εκεί όσο θέλεις. Είναι ένα “άνετο”
σπίτι με όλα τα κομφόρ. Τι λες;»
«Λες αλήθεια;» ρώτησε διστακτικά.
«Ναι ρε ούφο, αλήθεια λέω. Μ’ έφτιαξες με αυτό που μου είπες. Πίστεψε
με ξέρω πολύ καλά τι σημαίνει να είσαι καλλιτέχνης. Ψώνιο, περιθώριο, πει-
ναλέος. Η κοινωνία σε θέλει καταξιωμένο ή τίποτα. Θα τους κάνουμε ρε τη
χάρη; Θα στήσουμε κώλο; Όχι βέβαια. Λοιπόν πάμε μέχρι το μπαρ να πάρου-
με τον Ερνέστο και μετά στο σπίτι σου να φορτώσουμε τα πράγματα σου».
«Ερνέστο;» ρώτησε μουδιασμένα.
«Χα χα. Όχι μη τρομάζεις, δεν είναι γκόμενος. Το αυτοκίνητο μου λένε έ-
τσι. Το βάφτισα Ερνέστο γιατί μου το έκανε δώρο ένας μαλάκας που τον έλε-
γαν Ερνέστο. Είναι μια ιστορία που θα στην πω κάποια στιγμή. Έλα πάμε»
της είπα και την έπιασα από το χέρι.
Περπατήσαμε μέχρι το μπαρ μιλώντας για τα Ελληνικά νησιά και τις ο-
μορφιές της πατρίδας. Η διάθεσή μου ξαφνικά είχε γίνει πολύ όμορφη. Και
της Μελίνας επίσης.
«Τι γνώμη έχεις για τους Ρωμαίους;» με ρώτησε στο άσχετο η Μελίνα.
«Ξενέρωμα» απάντησα φτιάχνοντας μια αστεία γκριμάτσα. Ξεσπάσαμε σε
γέλια και μια μεγάλη αγκαλιά άνοιξε και για τις δύο μας…



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου