Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο


   Η Γοργώ, απ’ τα πρώτα κιόλας λεπτά που την αντίκρισα, μου έδωσε
την αίσθηση πως είχα να κάνω μ’ ένα πλάσμα ασυνήθιστο. Ένα γοητευτικό
συγκέρασμα αντιθέσεων που θα ενέπνεε, σίγουρα, οποιοδήποτε θεατρικό
συγγραφέα να σκιαγραφήσει. Από το βλέμμα της και μόνο, καταλάβαινες πό-
σο μακρόκοσμη και συνάμα γήινη ήταν, καθώς από τη μια στιγμή άνετα μπο-
ρούσε να σε σεργιανίσει στις γειτονιές των ποιητών, και απ’ την άλλη να σε
κατεβάσει από τα δέκα χιλιάδες πόδια χωρίς αλεξίπτωτο.
«Αλήθεια, τι απρόσμενο συναπάντημα κι αυτό» είπα από μέσα μου και
χαμογέλασα καθώς την είδα να οδηγεί, ωσάν Σουμάχερ, τον Ερνέστο, που
τελικά δεν ήταν άλλο από το γνωστό φιατάκι Μουσολίνι, και έκανε μπαμ από
χιλιόμετρα μακριά, ένεκα του σουρεαλιστικού γκράφιτι δια χειρός σίγουρα
δικού της. Και τώρα για ένα λόγο παραπάνω έβγαζε μάτι, έτσι όπως μέσα
στην αιώνια έρημη πόλη, κυκλοφορούσε ο “τάλας” φορτωμένος μ’ ένα μπαού-
λο – το μπαούλο μου – στο κεφάλι του.
Παρκάραμε μπροστά από ένα παλιό σπίτι, σκέτο αρχοντικό, που βρισκό-
ταν στην Via Flavia, κοντά στη πιάτσα Σαλούστιο.
«Φτάσαμε» μου είπε και βγήκε πρώτη, αφήνοντας εμένα με το στόμα α-
νοικτό από την έκπληξη.
«Δική σου όλη;» τη ρώτησα μόλις κατέβηκα.
«Ποια;»
«Η μεζονέτα ντε».
Εκείνη αντί για απάντηση λύθηκε στα γέλια.
«Βρε τι μυστήριο τρένο είν’ τούτο» σκέφτηκα, και τράβηξα με δύναμη το
μπαούλο απ’ τον Ερνέστο. «Σκουζάτε μι Ερνέστο» είπα και φορτωμένη κα-
τευθύνθηκα προς τη μεριά που με περίμενε.
Άνοιξε τη βαριά ξύλινη πόρτα μ’ ένα χοντρό κλειδί, και μου έκανε νόημα
να μπω.
Το σπίτι εσωτερικά δεν είχε καμία σχέση με τη μόστρα του. Μύριζε μούχλα
κι εγκατάλειψη. Άφησα το μπαούλο μου κάτω, και άρχισα να περιεργάζομαι
το χώρο σαν κινηματογραφική κάμερα, ζουμάροντας το βλέμμα μου πάνω
στις πορφυρές αλλά ξεθωριασμένες κουρτίνες, που κρέμονταν αριστερά και
δεξιά στις μεγάλες πόρτες, και κατόπιν στις δύο άκρες της φαγωμένης μαρμά-
ρινης σκάλας, με τα δύο αγάλματα μικρών παιδιών που με τα πουλάκια τους
στη δημόσια θέα, είχαν κείνο το χαρακτηριστικό χαμόγελο της αθωότητας.
Όλο το σκηνικό μαρτυρούσε πως κάποτε αυτό το σπίτι ζούσε στιγμές αίγλης
και μεγαλείου. Σίγουρα, θα ανήκε σε κάποιο κόντε, καλοπερασάκια και εργέ-
νη, που αφού ρούφηξε στη κυριολεξία τη ζωή μέχρι το μεδούλι, πέθανε μόνος
και χρεοκοπημένος, και με τους κληρονόμους του να τον σιχτιρίζουν.
«Που οδηγεί αυτή η σκάλα;» τη ρώτησα.
«Θα δεις» μου αποκρίθηκε βάζοντας μυστήριο στη χροιά της φωνής της,
και μου έκανε νεύμα να την ακολουθήσω.
«Άντε να δούμε πότε θα τελειώσει το μυστήριο» μονολόγησα, και την πή-
ραμε στο κατόπι εγώ και το μπαούλο μου.
Στο τρίτο όροφο δεν άντεξα και στο πλατύσκαλο σταμάτησα να πάρω μιαν
ανάσα.
«Τι θα γίνει; Πως την έχεις δει τη δουλειά; Μήπως βάλθηκες να με ξεκά-
νεις;» τη ρώτησα ασθμαίνοντας.
Η Γοργώ γέλασε δυνατά. «Λίγο ακόμα» μου είπε και συνέχισε.
Μέχρι να φτάσουμε στον προορισμό μας μέτρησα άλλα δέκα σκαλοπάτια.
Ιδρωμένη και κατακόκκινη, σταμάτησα μπροστά στην ανοικτή πόρτα.
«Καλώς όρισες στο κάστρο μου» είπε και με το χέρι της μου έκανε νεύμα
να περάσω.
Με το στόμα ορθάνοιχτο έμεινα να κοιτώ τον χώρο, που δεν ήταν άλλος
από μια σοφίτα. Έπρεπε να το είχα καταλάβει. Σ’ αυτό το πλάσμα δεν ταίρια-
ζε να μένει κάπου αλλού.
«Ντίν! Ντόν!» αναφώνησα κουνώντας το κεφάλι μου, και πέρασα μέσα.
Κρατώντας το μπαούλο μου, ξεκίνησα το σεργιάνι μου στο “κάστρο” της .
Παλέτες, πινέλα και καβαλέτο υπήρχαν σε κάθε απίστευτο μέρος, ενώ
σχέδια και προσχέδια ήταν σκόρπια παντού. Ένας μεγάλος καναπές με κατα-
κόκκινο ριχτάρι ερχόταν σε αρμονική αντίθεση με τους τοίχους που ήταν
βαμμένοι στο έντονο κίτρινο, ενώ ένα ξύλινο παραβάν ζωγραφισμένο με ήλι-

ους και φεγγάρια, βρισκόταν μπροστά από το μεγάλο σιδερένιο κρεβάτι, χω-
ρίζοντας έξυπνα το καθιστικό από τον χώρο του ύπνου.
Εκείνο όμως που μου έκανε εντύπωση ήταν το μεγάλο, σαν φινιστρίνι πα-
ράθυρο, με φόντο ένα κομμάτι έναστρου ουρανού. Πλησίασα να δω τη θέα.
Φαίνονταν οι κεραμιδοσκεπές των άλλων σπιτιών και στο βάθος αμυδρά, ο
φωτισμένος τρούλος του Άγιου Πέτρου.
«Έλα κάθισε» μου είπε δείχνοντάς μου τη μπερζέρα, «εγώ πάω να φτιάξω
καφέ» συμπλήρωσε και χάθηκε πίσω απ’ ένα στόρι, που προφανώς εκεί ήταν
η κουζίνα.
Μαγεμένη, αφού για πρώτη φορά βίωνα τέτοιο χώρο, κάθισα στη μπερζέ-
ρα, και καρφώνοντας τη ματιά μου πάνω στη αραχνιασμένη, ασπρόμαυρη και
κιτρινισμένη ολόσωμη φωτογραφία ενός άντρα, που κρεμόταν σε κάποιο ση-
μείο του τοίχου, θυμίζοντας κάποια άλλη εποχή, άφησα τη φαντασία μου ε-
λεύθερη να καλπάσει, να φτιάξει την ιστορία του, και τη σχέση που είχε μ’
αυτή τη σοφίτα.
Από τη κορμοστασιά και φυσικά από τα ρούχα του έδειχνε αριστοκράτης.
Μπορεί να ήταν και τιτλούχος. Ίσως κόντης, που η ζωή του είχε κληροδοτήσει
το προνόμιο να κάθεται και να εισπράττει. Όμως, ανήσυχο πνεύμα γαρ, ν’ α-
ποποιείται μια μέρα τα πάντα και να γίνεται επαναστάτης - προνόμιο κι αυτό
αριστοκρατών και αστών, αφού με λυμένο το οικονομικό τους πρόβλημα, εί-
χαν την πολυτέλεια, εκτός της μόρφωσης, και του ελεύθερου χρόνου να σκέ-
πτονται και να παράγουν φιλοσοφία - μεταπηδώντας στην αντίπερα όχθη,
δηλαδή του πόπολο. Η σοφίτα ήταν το αρχηγείο του, που μαζί με τους αδικη-
μένους και κατατρεγμένους, κατάστρωνε σχέδια εξόντωσης της άρχουσας τά-
ξης. Σίγουρα σ’ όλη αυτή τη πολυτάραχη ζωή του, ρόλο θα έπαιξε κι ο έρωτας,
που όμως δεν ευδοκίμησε κάτω από όλες αυτές τις δύσκολες συνθήκες, με α-
ποτέλεσμα κάποια στιγμή, να δώσει τέλος στη ζωή του μέσα σ’ αυτή τη σοφί-
τα, κι από τότε το πνεύμα του να περιφέρεται εδώ μέσα σαν να μην τρέχει τί-
ποτα.
«Μαντόνα μια…» μονολόγησα, ανατριχιάζοντας και μόνο με τη σκέψη να
κάνω παρέα μ’ ένα φάντασμα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου