Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2013

"Η όπερα της πεντάρας" Κούρτ Βάιλ - Μπέρτολτ Μπρέχτ


Η «Όπερα της πεντάρας» είναι έργο του συνθέτη Κούρτ Βάιλ σε λιμπρέτο του Μπέρτολτ Μπρέχτ. Πρόκειται για μεταφορά του αγγλικού έργου του 18ου αιώνα «Η όπερα του ζητιάνου» του Τζον Γκέι. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Βερολίνο και έχει ανέβει 10.000 φορές σε 18 διαφορετικές γλώσσες.
Είναι ένα έργο διαχρονικό και επίκαιρο όπως όταν πρωτοανέβηκε, σε μια εποχή κρίσης, με την καυστική κριτική του Μπρέχτ στους θεσμούς, την εκμετάλλευση του ανθρώπου από έναν άλλο, που τα πάντα μπορούν να γίνουν εμπόριο, ακόμα και η ελεημοσύνη. Κυρίως όμως ο Μπρέχτ θέλησε να καθρεφτίσει την αστική κοινωνία, ώστε αυτή ν’ αναγνωρίσει τον εαυτό της στην ανηθικότητα των χαρακτήρων και να φρίξει. Να, ο λόγος του Μακίθ επί της αγχόνης, είναι συγκλονιστικός…»
«Κυρίες και κύριοι, εδώ μπροστά σας βλέπετε έναν παρηκμασμένο εκπρόσωπο ενός καταρρέοντος κοινωνικού στρώματος. Εμάς τους μικροτεχνίτες των κατώτερων μεσαίων στρωμάτων, που μοχθούμε με τα ταπεινά μας αντικλείδια για ν’ ανοίγουμε τις ταμειακές μηχανές των μικρομαγαζατόρων, μας καταπίνουν οι μεγάλες επιχειρήσεις, πίσω από τις οποίες βρίσκονται οι τράπεζες. Γιατί τι είναι ένα αντικλείδι συγκρινόμενο με ένα χρεόγραφο; Τι είναι η ληστεία μιας τράπεζας συγκρινόμενη με την ίδρυση μιας τράπεζας; Τι είναι η δολοφονία ενός ανθρώπου συγκρινόμενη με την πρόσληψη ενός ανθρώπου;»
Ακόμα και στο τέλος της παράστασης όταν δίνεται χάρη στον Μακίθ, αυτό γίνεται γιατί η «ευσπλαχνία (εδώ της βασίλισσας) είναι πιο ισχυρή από τη δικαιοσύνη», σατιρίζεται το «happy end» και το ότι «πάντα υπάρχει σωτηρία»!
Το έργο επικεντρώνεται σε ιστορίες της αστικής τάξης. Στο βικτωριανό Λονδίνο, πρωταγωνιστής είναι ο περιβόητος Μακίθ (Μάκι Μέσερ ή Μακ ο Μαχαιροβγάλτης), που παντρεύεται την Πόλι Πίτσαμ.
Στην Πρώτη Πράξη, ο Μπρεχτ παρουσιάζει το μαγαζί του Τζόναθαν Πίτσαμ, του αφεντικού των ζητιάνων του Λονδίνου, στους οποίους πουλάει προστασία, τους εκμεταλλεύεται και διεκδικεί μερίδιο από τα καθημερινά "κέρδη" τους, ασκώντας κριτική στο καπιταλιστικό σύστημα, προβάλλοντας την εικόνα ότι τα πάντα μπορούν να γίνουν "εμπόριο", ακόμα και η ελεημοσύνη. Ο Πίτσαμ ανακαλύπτει ότι η κόρη του, η Πόλι, που τη θεωρεί ιδιοκτησία του, έχει μπλέξει με τον περιβόητο κακοποιό Μακίθ. Η ίδια η Πόλι εκείνο το βράδυ παντρεύεται το Μακίθ σε ένα σταύλο και διασκεδάζει μαζί με τη συμμορία του, παριστάνοντας την "Τζένη των Πειρατών". Γυρίζοντας σπίτι, ανακοινώνει στους γονείς της το γάμο της, αλλά και το ότι ο αρχηγός της αστυνομίας Τάιγκερ Μπράουν διασκέδασε μαζί τους, καθώς αυτός και ο Μακίθ είναι στενοί φίλοι από το στρατό. Ο γάμος αυτός εξοργίζει τον πατέρα της, ο οποίος πασχίζει να στείλει τον Μακίθ στην κρεμάλα.
Η Πόλι αναφέρει στο Μακίθ τις προσπάθειες του πατέρα της κι αυτός αποφασίζει να φύγει από το Λονδίνο, αφήνοντας διάφορες "δουλειές" στην Πόλι. Πριν φύγει, επισκέπτεται την Τζένι, πρώην αγαπημένη του, χωρίς να ξέρει ότι έχει δεχτεί λεφτά από την κυρία Πίτσαμ για να τον καταδώσει. Παρά τη φιλία του με τον αρχηγό της αστυνομίας Μπράουν, συλλαμβάνεται και οδηγείται στη φυλακή. Εκεί εμφανίζονται η Πόλι μαζί με τη Λούσι, την κόρη του Μπράουν, όπου μεσολαβεί μια σκηνή ζήλιας και τσακωμού. Η Λούσι μηχανορραφεί για την απόδραση του Μακίθ, ενώ ο Πίτσαμ απειλεί τον αστυνόμο Μπράουν ότι θα εξαπολύσει όλους τους ζητιάνους του κατά την τελετή στέψης της βασίλισσας, κάτι που θα στοίχιζε τη θέση του.
Η Τζένι απαιτεί τα χρήματά της από την κυρία Πίτσαμ, η οποία αρνείται. Ο Μπράουν μαθαίνει ότι οι ζητιάνοι έχουν ήδη λάβει θέσεις και ο μόνος τρόπος να σώσει τον ίδιο και τη θέση του στην αστυνομία είναι να συλλάβει και να εκτελέσει το Μακίθ. Ο Μακίθ οδηγείται και πάλι στη φυλακή, αλλά αυτή τη φορά κανείς δεν μπορεί να μαζέψει τόσα χρήματα για να εξαγοράσει τους φύλακες. Λίγο πριν την εκτέλεση, γίνεται η μεγάλη ανατροπή. Καταφτάνει απεσταλμένος της βασίλισσας, η οποία δίνει χάρη στο Μακίθ και του χορηγεί αποζημίωση και ένα κάστρο με τίτλο. Σύσσωμος ο θίασος στο φινάλε τραγουδάει μια παράκληση να μην τιμωρούνται τόσο αυστηρά τα αδικήματα.

Η Τάνια Τσανακλίδου ερμηνεύει τη Τζένη των πειρατών από την "Όπερα της πεντάρας" των Μπέρτολτ Μπρεχτ & Κουρτ Βάιλ.
Την ελληνική απόδοση των στίχων έκανε ο Παύλος Μάτεσις, σε μετάφραση του οποίου ανέβηκε η παράσταση το 1975 στο θέατρο Κάππα, με τη Μελίνα Μερκούρη και τον Νίκο Κούρκουλο, σε σκηνοθεσία Ζυλ Ντασσέν.
Στη δισκογραφία πρωτοκυκλοφόρησε με τη Μαρία Φαραντούρη (1979).

Κύριοί μου καλοί, με πληρώνετε εδώ, και σας κάνω όλα τα γούστα
και μου ρίχνετε πεντάρες και σας λέω ευχαριστώ
στο φτηνό ξενοδοχείο, στη φτηνή την προκυμαία
και δεν ξέρετε σε ποια μιλάτε - μα δεν ξέρετε σε ποια μιλάτε.
Μα ένα βράδυ βουητό στο λιμάνι
κι όλοι λεν τι είν΄αυτό το βουητό
και αλλάζω τα σεντόνια και γελάω κι όλοι λεν' - αυτή γιατί γελάει
Κι ένα μαύρο καράβι με 50 κανόνια στο λιμάνι έχει μπει...
Κύριοί μου καλοί σας λυπάμαι καθώς παζαρεύω ποιόν θα πάρω για νυχτιά
γιατί σε κρεβάτι απόψε δεν θα κοιμηθεί κανείς
μα σας λέω την ταρίφα και γελάω κρυφά
που δεν ξέρετε ποια είμαι εγώ - που δεν μάθατε ποια είμ΄εγώ
Μα ένα βράδυ ουρλιαχτό στο λιμάνι
κι όλοι λεν' τί ειν' αυτό το ουρλιαχτό
και ορμάω στο παράθυρο με γέλια κι όλοι λεν - τι πανηγυρίζει
Και το μαύρο καράβι κατά πάνω στην πόλη τα κανόνια γυρνά...
Κύριοί μου καλοί τώρα πια δεν γελάτε, τώρα η πόλη έχει γκρεμιστεί
κι όλα τα βρωμόσπιτά σας τα γκρεμίσαν σε μια νύχτα,
απομένει μονάχα το μπορντέλο τούτο δω
κι απορείτε γιατί τ΄αφησαν αυτό - κι απορείτε γιατί τ' άφησαν αυτό...
Μόνο το μπορντέλο στέκει όρθιο στη πόλη
και ρωτάτε - ποιος να έμενε εδώ
και θα βγω στην πόρτα εγώ σαν ξημερώσει και θα πουν - γι΄αυτήν ήτανε λοιπόν...
Και το μαύρο καράβι τη σημαία σηκώνει να με υποδεχτεί...
Και κοντά μεσημέρι, εκατό μαύροι άντρες
βγαίνουν από το καράβι και σας πιάνουν
και θα δέσουν μ' αλυσίδες όποιον είχα πελάτη
και δεμένους μ' αλυσίδες θα σας φέρουνε μπροστά μου
και θα με ρωτούν ποιανού κεφάλι θέλω - και θα με ρωτούν ποιανού κεφάλι θέλω...
Κι όταν θα χτυπάει μεσημέρι στο λιμάνι θα ρωτάτε ποιος θα κρεμαστεί...
Και θ' ακούσετε ν' αποφασίζω: ΟΛΟΙ. Κι απάνω στα κεφάλια σας θα πω: ΈΤΣΙ!
Και το μαύρο καράβι τα πανιά του ανοίγει και με παίρνει μακριά...


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου