Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15ο



Π
οτέ δεν άντεχα τους αποχαιρετισμούς. Ειδικά όταν επρόκειτο με αν-

θρώπους που είχα δεθεί
. Πόσο μάλλον τώρα με την Γοργώ που είχα μοιραστεί
μαζί της
, έστω και για λίγο, πότε καλές και πότε άσχημες στιγμές. Δεν είχε
όμως σημασία
. Για μένα η Γοργώ ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που είχα πάνω
στη γη
. Έτσι τουλάχιστον ένοιωσα όταν μου άφησε πάνω στο τραπεζάκι του
σαλονιού τα κλειδιά του σπιτιού
, κι έκλεισε τη πόρτα χωρίς να γυρίσει πίσω
της
, δείχνοντας περίτρανα και κείνη πως δεν γούσταρε τους αποχαιρετισμούς.
Με τα χίλια ζόρια κρατήθηκα να μην την ακολουθήσω
. Ωστόσο περίμενα με
στημένο το αυτί στο παράθυρο να ακούσω το μαρσάρισμα της μηχανής του
Ερνέστο
. Η καρδιά μου πάγωσε όταν ο χαρακτηριστικός ήχος του αντήχησε.
Κατέβηκα τις σκάλες σχεδόν πετώντας
. Ένας κόμπος πόνου έσφιξε σαν μέγ-
γενη τον λαιμό μου
, καθώς είδα τον Ερνέστο, αγκομαχώντας από το βάρος
των αποσκευών της
, να στρίβει τη γωνία της Via Flavia μονόπατα με τη φίλη
μου μέσα
.
«
Καλό δρόμο» ίσα που μπόρεσα να ψελλίσω και ξέσπασα σε λυγμούς.
Ανέβηκα στη σοφίτα με βαριά καρδιά
. Η απουσία της ήταν διάχυτη. Κάθι-
σα στον καναπέ
. Ήπια μια ρουφηξιά από τον καφέ που είχε αφήσει μισοτε-
λειωμένο στη κούπα της
, κι άναψα τσιγάρο, ενώ άρχισαν να περνούν από
μπροστά μου καρέ καρέ όλες οι εικόνες και οι στιγμές που ζήσαμε
. Άλλες
γλυκόπικρες
, κι άλλες μέσα σε μια παιδιάστικη αντιπαλότητα.
«
Τέραςμου λείπεις» φώναξα, και πετάχτηκα σαν ελατήριο.
Σήκωσα το τηλέφωνο και σχημάτισα τον αριθμό πληροφοριών τηλεφωνι
-
κού καταλόγου
.
«
Παρακαλώ θα ήθελα το τηλέφωνο για τις κρατήσεις εισιτηρίων του σι-
δηροδρομικού σταθμού
» ζήτησα από τη τηλεφωνήτρια.
Το σημείωσα αμέσως και χωρίς δεύτερη σκέψη το κάλεσα
.
«
Ένα εισιτήριο για το Μπάρι παρακαλώ» είπα κι άρχισα να πετώ όπως
όπως μέσα στο μπαούλο τα πράγματά μου
.
Κατεβαίνοντας κάτω
, πανέτοιμη ψυχολογικά για την επάνοδο στη πατρί-δα, είδα τον φίλο μου Πιέτρο να ρίχνει τον ύπνο του δικαίου στο παγκάκι.
Τον πλησίασα αθόρυβα και τον κοίταξα τρυφερά
. Έβγαλα από το πουγκί

μου το κλειδί του σπιτιού και το άφησα δίπλα του
, μαζί μένα λακωνικό ση-
μείωμα
.
«
Σου αφήνω το κλειδί του σπιτιού που είναι ακριβώς απέναντι. Μπορείςνα μείνεις προσωρινά
. Η φίλη σου Μελίνα…»

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο


   Το πρωινό μου έπεσε βαρύ στο στομάχι. Ένας κόμπος έπνιγε το λαιμό μου
πασχίζοντας να βγει. Μέσα μου πίστευα ότι η Μελίνα θα έρθει μαζί μου. Η
απόφαση της να μείνει στη Ρώμη με γέμισε θλίψη. Είχα φορτώσει στον Ερνέ-
στο από το βράδυ τα πράγματά μου. Το πλοίο από το Μπάρι θα έφευγε το α-
πόγευμα. Δεν μπορούσα όμως να μείνω άλλο στο σπίτι. Πήρα στον ώμο μου
το σακβουαγιάζ με τα πράγματα της τελευταίας στιγμής. «Θα μου λείψεις»
ψιθύρισα στο αυτί της καθώς τη φιλούσα. Άνοιξα την πόρτα και βγήκα σχεδόν
τρέχοντας. Οι αποχαιρετισμοί με ανθρώπους που αγαπάς είναι αβάσταχτοι.
Το αυτοκίνητο πήγαινε με τον “αυτόματο πιλότο”. Ήμουν εκτός τόπου και
χρόνου. Άφησα ελεύθερα τα δάκρυά μου να τρέξουν. Είχα ζήσει σ’ αυτή την
πόλη τρία χρόνια. Την είχα αγαπήσει, αλλά η καρδιά μου ανήκε σε άλλο τόπο.
Ωστόσο λυπόμουν που την άφηνα. Στάθηκα για λίγο στην Φοντάνα τι τρέβι,
έριξα μέσα της ένα κέρμα και έκανα μια ευχή. Επέστρεψα στο αυτοκίνητο κι
έβαλα ένα χαρούμενο τραγούδι στο ραδιόφωνο. Ένα καινούργιο κεφάλαιο
στη ζωή μου είχε αρχίσει. Πήρα μια βαθιά ανάσα κι άρχισα να τραγουδάω..
«βολάρε ωωω, καντάρε ωωωω, νελ μπλου ντι πιου του ντι μπλου»

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13ο


   «Τι έπαθες τώρα; Μήπως σε τσίμπησε μύγα τσε-τσε;» με ρώτησε η Γορ-
γώ μέσα στην απορία καθώς με είδε να την αφήνω σύξυλη στη μέση του πρωι-
νού μας καφέ, και παίρνοντας το πουγκί μου να βγαίνω σαν σίφουνας από τη
σοφίτα.
Δεν της αποκρίθηκα. Ήθελα να μείνω μόνη. Έτσι έκανα όταν στριμωχνό-
μουν μέσα μου. Έφευγα για να βρω την πλήρη απομόνωση.
Κατέβηκα δυο δυο τα σκαλοπάτια του σπιτιού, κι άνοιξα με δύναμη τη ε-
ξώπορτα. Ένας ήλιος δυνατός μ’ έκανε να βάλω αμέσως το χέρι μου αντήλιο.
«Μπήκαμε στο καλοκαίρι» μονολόγησα και με το βλέμμα μου αναζήτησα
τον ζητιάνο στο απέναντι παγκάκι. Έλειπε. Μου φάνηκε παράξενο. Αυτός ή-
ταν τακτικός θαμώνας. Μάλλον μετά από τα απανωτά τρελά που είδε να συμ-
βαίνουν στο σπίτι της Via Flavia, δεν άντεξε άλλο και είπε να βρει αλλού στέκι
μη και απολωλαθεί ολωσδιόλου ο τάλας, σκέφτηκα και κατευθύνθηκα προς τα
εκεί, κάνοντας κατάληψη στο “παγκάκι” του.
«Το παγκάκι, του παγκακιού,» άρχισα σαν χαμένη να κλείνω τη λέξη σ’ ό-
λες της τις πτώσεις. Στην κλητική έδωσα έμφαση. «Ω! παγκάκι» αναφώνησα,
συνειδητοποιώντας πια πως το μόνο σίγουρο μέρος στη ζωή ενός ανθρώπου
σαν και μένα, είναι η ξύλινη αυτή κατασκευή, και μάλιστα κάτω από ανήλια-
γο μέρος. Αναστέναξα μήπως και μου φύγει το βάρος που ένοιωθα εδώ και
μερικές μέρες. Συγκεκριμένα από τη μέρα που διάβασα το γράμμα της γιαγιάς
της Γοργώς. Δεν το κρύβω πως ζήλεψα, που στη ζωή της φίλης μου υπήρξε έ-
στω κι ένας άνθρωπος που τη λάτρεψε τόσο, σε αντίθεση με μένα που κανέ-
νας δεν μ’ είχε αγαπήσει. Πάντα ήμουν το αποπαίδι, η παραφωνία στη ζωή
των άλλων, κι αυτό με πλήγωνε βαθιά. Μια αβάσταχτη πληγή που μεγαλώνο-
ντας αποφάσισα να τη κουβαλώ κλεισμένη ερμητικά μέσα στο μπαούλο μου,
μήπως και έτσι απαλύνω τον πόνο. Σ’ αυτό το “πράμα” όπως το χαρακτήρισε
η Γοργώ. Και με το δίκιο της. Δεν την κατηγορώ, αφού δεν της άφησα ποτέ τα
περιθώρια να με διαβάσει. Άλλωστε κανέναν δεν άφηνα να μπει στη ψυχή
μου. Στα απόκρυφά μου. Ίσως από άμυνα, ίσως πάλι από χαρακτήρα. Ούτε κι
εγώ μπορώ να το εξηγήσω. Έτσι ήμουν από τότε που θυμάμαι τον εαυτόν μου.
Μόνο όταν ενσάρκωνα κάποιο ρόλο, άνοιγα το όστρακό μου, και μεταλλασ-
σόμουν. Πολλοί συνάδελφοί μου είχαν να το λένε. «Η Μελίνα είναι ένα απί-
στευτο πλάσμα. Λες και βγάζει το μαγικό της ραβδάκι επί σκηνής» ήταν η α-
τάκα τους, όταν με έβλεπαν να παίζω. Τελικά το μόνο καλό που πήρα από τη
Γιολάντα, ήταν το ταλέντο αυτό της υποκριτικής. Γιατί η μάνα μου, άσχετα με
όλα αυτά που είχαν συμβεί μεταξύ μας, ήταν σπουδαία ηθοποιός, και θα ήταν
άδικο να μην της το αναγνωρίσω.
«Αχ! Μωρέ Γιολάντα…» μονολόγησα με πίκρα.
«Γκιολάντα;» άκουσα μια φωνή δίπλα μου να αναρωτιέται.
Γύρισα ξαφνιασμένη. Ήταν ο φίλος μου ο ζητιάνος, που εδώ και λίγα λε-
πτά καθόταν δίπλα μου χωρίς να τον έχω πάρει είδηση, έτσι βουτηγμένη που
ήμουν στις σκέψεις μου.
«Η μάνα μου» του απάντησα στα ελληνικά και στέναξα.
«Α!...» αναφώνησε και χαζογέλασε, ενώ με κοιτούσε περίεργα, προσπα-
θώντας να θυμηθεί από πού με ξέρει.
«Ιστορία μου, αμαρτία μου. Που να σου εξηγώ τώρα» συνέχισα να του λέω
στα ελληνικά.
«Προμπλέμα;» με ρώτησε τακτοποιώντας μια σακούλα με κάτι υπολείμ-
ματα παξιμαδιών.
«Προβλήματα θέλεις να πεις. Τώρα προστέθηκε και της Γοργώς, και άστα
να πάνε…».
«Γκοργκώ;» ρώτησε πάλι με απορία.
Φυσικό ήταν να αναρωτιέται, έτσι όπως τον είχα μπλοκάρει με τα ονόμα-
τα.
«Ναι, Γκοργκώ. Δεν ξέρεις ποια είναι η Γκοργκώ;» τον ρωτώ. «Αλλά που
να ξέρεις. Λοιπόν, η Γοργώ στην ελληνική μυθολογία ήταν ένα τέρας με πολ-
λά κεφάλια. Μόνο αυτό το τέρας που εγώ ξέρω έχει ένα κεφάλι. Και τι κεφάλι;
Αγύριστο. Τούχει καρφωθεί ντε και καλά η ιδέα να φύγει από δω. Να επι-
στρέψει στην πατρίδα. Τώρα που κι εγώ βρήκα ένα απάγκιο, μιαν απαντοχή.
Και να έφτανε μόνο αυτό; Όχι βέβαια. Πρέπει να αποφασίσω άμεσα αν θα

επιστρέψω μαζί της ή θα παραμείνω, εδώ μόνη μου, στο αλαφροΐσκιωτο σπίτι
της Via Flavia; » αποκρίθηκα συνεχίζοντας απτόητη στα ελληνικά.
«Δεν καταλαβαίνω» μου είπε στη γλώσσα του, και μου πρόσφερε ένα πα-
ξιμάδι, που μόλις πήγα να το βάλω στο στόμα μου, μου ήρθε μυρωδιά από
ναφθαλίνη.
«Μαζί με τα μάλλινα το είχες βάλει;» τον ρώτησα, κι άρχισα να το τρώω
για να μην τον προσβάλω.
«Πως σε λένε» με ρώτησε με μπουκωμένο στόμα.
«Μελίνα. Εσένα;»
«Πιέτρο»
«Σενιόρ Πιέτρο, χάρηκα» του είπα και τούδωσα το χέρι μου, «κι απ΄ότι
ψυχανεμίζομαι, μας βλέπω να κάνουμε παρέα από δω και στο εξής. Καλά, μας
φαντάζεσαι; Ένας ζητιάνος κα μια ξεπεσμένη θεατρίνα στο ίδιο παγκάκι να
μοιράζονται τα χαμένα τους όνειρα; Φάση θα έχει. Δεν νομίζεις;» συμπλήρω-
σα δαγκώνοντας με προσοχή μη και σπάσω κανένα δόντι ένα κομμάτι από το
“μυρωδάτο” παξιμάδι του.
Ο σενιόρ Πιέτρο δεν απάντησε. Μόνο χασκογελούσε, αφού δεν καταλά-
βαινε γρι ελληνικά.
Μείναμε για λίγο σιωπηλοί. Εκείνος ψαχουλεύοντας το δισάκι του, κι εγώ
στις σκέψεις μου, σιγοτραγουδώντας συνάμα το «Κλωτσοσκούφι» του Μάνου
Χατζηδάκη μέσα σε μια απόλυτη μιζέρια.
«Χαρά η τύχη μου
δεν μου’ χει στείλει
με αρνηθήκανε
εχθροί και φίλοι
ποτέ δεν στέγνωσαν
τα δυο μου μάτια
ποτέ δεν γέλασαν
τα δυο μου χείλη.
Κάθε ά -κάθε άνθρωπο μονάχο
Κάθε ά –κάθε άνθρωπο μαγκούφη
θα τον έ- θα τον έχουνε οι άλλοι
πάντοτε πάντοτε για κλωτσοσκούφι..» και σταμάτησα απότομα γιατί δεν
μπορούσα άλλο να συγκρατήσω τα δάκρυά μου που σαν βρύσες έτρεχαν στα
μάγουλά μου.
Ο σενιόρ Πιέτρο με κοίταξε αποσβολωμένος και με πονεσιάρικο ύφος συ-
νάμα. Ύστερα σηκώθηκε και κάνοντας μια βαθιά υπόκλιση μπροστά μου, μου
έδωσε το χέρι του να χορέψουμε. Ήταν τόσο τρυφερή η χειρονομία του που
δεν μου έκανε καρδιά να του αρνηθώ.
«Συνέχισε το τραγούδι σου» μου είπε ψιθυριστά στο αυτί και μ΄έπιασε
από τη μέση.
«Ποτέ δεν γνώρισα
μιαν άσπρη μέρα
και δεν με φίλησε
ποτέ μητέρα
καλάμι έρημο
είμαι στον κάμπο
που πάει κι έρχεται
με τον αγέρα…» συνέχισα παραδομένη στη τόσο ανθρώπινη και θερμή α-
γκαλιά του, διασκεδάζοντας για λίγο την μιζέρια μου, που μ’ είχε κατακλύσει
ίδια με κείνη του Βασιλάκη Καΐλα σε κάποια από τις γνωστές ελληνικές ταινί-
ες μελό.

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο


   Δύο λυγερόκορμες μοναχές κατέβηκαν με σταθερό βήμα τα μαρμάρινα
σκαλοπάτια του σπιτιού της Via Flavia. Η Αδελφή Ελεονόρα και η αδελφή Αι-
κατερίνη, καθολικές αδελφές του ιερού τάγματος της παναγίας Καρμήλου της
Τήνου, άρτι αφιχθείσες εις Ρώμην, δι’ ειδικήν αποστολήν.
«Είσαι έτοιμη αδελφή μου;» ρώτησα τη Μελίνα φτάνοντας στην πόρτα.
«Πανέτοιμη» απάντησε με τη σιγουριά του ηθοποιού που ήδη είχε μπει
στο πετσί του ρόλου του. «Εσύ;» ρώτησε διακρίνοντας άγχος στη φωνή μου.
«Για να πω την αλήθεια είμαι ψιλοχεσμένη. Ρε συ έτσι και μας πάρουν
πρέφα τη γαμήσαμε. Το Βατικανό είναι ειδική περίπτωση. Αυτό που πάμε να
κάνουμε είναι θεόκουφο».
«Σσς, ντροπή σου καλόγρια πράγμα και να βρίζεις σαν νταλικιέρης. Συ-
γκεντρώσου σ’ αυτό που κάνεις και πρόσεχε τη γλώσσα σου. Μήπως να το
παίξεις κωφάλαλη καλόγρια για νάμαστε πιο ασφαλείς;» είπε και γέλασε με
την καρδιά της ενώ συγχρόνως άνοιξε την πόρτα. «Συγκεντρώσου αδελφή Ε-
λεονόρα. Φύγαμε» συμπλήρωσε και βγήκε πρώτη στο δρόμο.
Το βλέμμα του πρώτου περαστικού που συναντήσαμε έπεσε ερευνητικό
πάνω μας κάνοντας τα γόνατα μου να μουδιάσουν.
«Μελίνα δεν θα τα καταφέρω» ψιθύρισα νοιώθοντας άβολα μέσα στα ρά-
σα.
«Σκάσε και περπάτα» αποκρίθηκε μέσα από τα δόντια της.
Δυο γουρλωμένα μάτια στο απέναντι παγκάκι μας κοίταξαν σαν νάβλεπαν
κάτι σε παραίσθηση. Η Μελίνα του έγνεψε καλημέρα με τόση άνεση που μ’
έκανε να ξεχάσω τον φόβο μου και να γελάσω δυνατά. Ο άντρας σταυροκο-
πήθηκε κι ανταπόδωσε την καλημέρα του σκύβοντας ευλαβικά το κεφάλι.
«Τα’ παιξε τελείως ο φουκαράς» είπε η Μελίνα γελώντας κι αυτή. «Την
προηγούμενη φορά είδε να βγαίνει από το σπίτι μια μαντόνα, τώρα δυο καλό-
γριες, χα..χα.. την επόμενη φορά να το παίξουμε Βελζεβούλ για να έρθει στα
ίσια του χα.. χα»
«Ξέρεις κάτι Μελίνα;» της είπα σοβαρά κοιτάζοντας την στα μάτια «είσαι
τελικά πολύ πιο τρελή από ότι δείχνεις, και σε πάω με χίλια γαμώτο».

Διασχίσαμε την μεγάλη λεωφόρο Settembre με βήμα γαλήνιο και αργό,
όπως αρμόζει στους εκπροσώπους των θεών. Οι μεγάλοι σταυροί και οι ταπει-
νές υποκλίσεις από κάποιους αθεράπευτα θρησκόληπτους μ’ έκαναν να θέλω
να πεθάνω από το γέλιο, κέρβερος όμως πλάι μου η Μελίνα, με επανέφερε
στην τάξη κάθε που πήγαινα να παρεκτραπώ.
«Εισιτήρια για το λεωφορείο έχουμε;» ρώτησα κάποια στιγμή την «αδελ-
φή μου» καθώς πλησιάζαμε στη στάση.
«Ναι γαμώτο, εισιτήρια, το ξέχασα» αναπήδησε η Μελίνα.
«Άσε πηγαίνω εγώ» προθυμοποιήθηκα βλέποντας στο απέναντι πεζοδρό-
μιο το καπνοπωλείο. Η έκπληξη μου ήταν μεγάλη όταν ο πωλητής του μαγα-
ζιού αρνήθηκε να πάρει χρήματα. «Την ευλογία σας αδελφή μου, καλό δρόμο
να έχετε» είπε σκύβοντας ευλαβικά το κεφάλι του. Του έδωσα κι εγώ την ευ-
λογία μου με μεγάλη ευχαρίστηση. Για να μη λένε κάποιοι δηλαδή πως “τα
ράσα δεν κάνουν τον παπά”.
Είχα επισκεφτεί κι άλλες φορές το Βατικανό. Η πιετά του Μιχάηλ Άντζελο
ασκούσε πάντα πάνω μου μια ανεξέλεγκτη γοητεία. Με μάγευε η έκφραση, η
κίνηση, και το συναίσθημα αυτού του έργου. Κάποιες στιγμές ένοιωθα ότι ε-
πικοινωνώ μαζί του, ότι γίνομαι εγώ ο δημιουργός του, σμιλεύοντας πάνω του
όλα τα συναισθήματα που μπορεί να έχει ένα έμψυχο όν.
Κατά τα άλλα, όλο αυτό το εκκλησιαστικό τέρας που άπλωνε σαν γίγαντας
το πόδι του έτοιμο να συνθλίψει την κάθε αμαρτωλή σκέψη, να καταστείλει
την όποια ανθρώπινη αμφισβήτηση σε ότι είχε ορισθεί “ιερό”, με γέμιζε θυμό
και οίκτο συγχρόνως, για όλες αυτές τις παγιδευμένες σκέψεις που ακου-
μπούσαν όλη τους την ελπίδα στο ηλεκτρικό κερί που άναβαν, ρίχνοντας ένα
κέρμα στο μηχάνημα όπως αυτό που βγάζαμε τσίχλες και αρκουδάκια όταν
είμαστε παιδιά. Ένοιωθα λύπη για κείνους τους “αμαρτωλούς”, που στωικά
περίμεναν τη σειρά τους στο ξύλινο κουβούκλιο με το κόκκινο λαμπάκι, που
μου θύμιζε μπουρδέλο της οδού Μάρνης, για να πάρουν το “απαλλακτικό βού-
λευμα” από τον δικηγόρο του θεού, που θα τους λύτρωνε από τις παλιές αμαρ-
τίες, δίνοντας τους το πράσινο φως για τις καινούργιες…
«Που χάθηκες μάτια μου;» άκουσα τρυφερή τη φωνή της Μελίνας πλάι
μου. «Όλα θα πάνε καλά, μη φοβάσαι. Ο φόβος είναι κακός σύμβουλος, βάλ-
τον μπροστά σου να τον βλέπεις, μη τον αφήσεις να σε κυνηγά» συμπλήρωσε
και κοίταξε με θαυμασμό την μεγάλη πύλη του Βατικανού.
«Αέρα…» ψιθύρισα χαριτολογώντας, και με σταθερό βήμα πέρασα μπρο-
στά από τους Ελβετούς φρουρούς, κλείνοντας τους ελαφρά το μάτι.
«Γοργώ μαζέψου!» με μάλωσε η μαμά Μελίνα.
«Οκ sis» αποκρίθηκα σοβαρή και κατευθύνθηκα προς την είσοδο.
Περπατήσαμε στη μεγάλη πλατεία του αγίου Πέτρου χωρίς να ασχοληθεί
κανείς μαζί μας, φυσικό ήταν, δεν είμαστε οι μοναδικές καλόγριες, τόπος λα-
τρείας ήταν, μαύριζε το μάτι σου από ράσα. Το μόνο που είχα να κάνω από
εδώ και μπρος ήταν να αφοσιωθώ στην αποστολή μας, και ν’ αφήσω πίσω μου
-προς το παρόν τουλάχιστον - τις αντιδραστικές μου σκέψεις σ’ ότι αφορούσε
το συγκεκριμένο χώρο.
«Μελίνα πιστεύεις στο Θεό;» ρώτησα τη φίλη μου ξαφνιάζοντας την.
«Ρε συ, δεν σε πιστεύω. Είναι η κατάλληλη ώρα να συζητήσουμε κάτι τέ-
τοιο; Μπορείς να σκάσεις για λίγο και να κοιτάς μήπως δεις το Δομίνικο; Γι
αυτόν ήρθαμε εδώ, θυμάσαι;»
«Σόρρυ σιστερ» απολογήθηκα και προχώρησα με θάρρος προς την τερά-
στια είσοδο του ναού του Αγίου Πέτρου.
Η σιδερένια πύλη του ναού της “αγάπης” με γέμισε για μια ακόμα φορά
φρίκη βλέποντας τις απερίγραπτες σκηνές τρόμου αποτυπωμένες πάνω στο
σιδερένιο καμβά της πόρτας. Φιγούρες ανθρώπων που βασανίζονταν με απί-
στευτο τρόπο. Εκφράσεις πόνου και βίας που μόνο ένα άρρωστο καλλιτεχνικό
μυαλό θα μπορούσε να συλλάβει. Προσπέρασα χωρίς να το σχολιάσω αλλά το
βλέμμα της Μελίνας πάνω στην πύλη, επιβεβαίωσε τη σκέψη μου.
Περπατήσαμε στο εσωτερικό του ογκώδη ναού που έμοιαζε με πολυτελή
γκαλερί έργων τέχνης. Εκείνο που έκανε το χώρο ξεχωριστό ήταν η επιβλητι-
κή διαστατή αντίθεση, σε σχέση με ότι ανάσαινε μέσα στον ναό.

Η ώρα ήταν τουριστική και δεκάδες άνθρωποι περπατούσαν σαν μικρο-
σκοπικά μυρμήγκια αποτυπώνοντας ο καθένας τις δικές του εικόνες απο-
στροφής ή δέους.
Το βλέμμα μου πλανήθηκε στο χώρο προσπαθώντας να εντοπίσει το Δομί-
νικο. Η Μελίνα με ακολουθούσε σιωπηλά παρατηρώντας τον περίφημο ναό
του Αγίου Πέτρου με εμφανή απορία. Μου ήρθε πολλές φορές η επιθυμία να
τη ρωτήσω πως ένοιωθε με όλη αυτή τη χλιδή που έβλεπε γύρω της. Δεν το
έκανα όμως γιατί δεν ήθελα μια πρόχειρη απάντηση.
Εντόπισα το Δομίνικο στο βάθος ενός διαδρόμου στα αριστερά του ναού,
όπου υπήρχαν μερικά μικρά δωματιάκια, τα οποία προφανώς θα εκτελούσαν
χρέη γραφείων περαιώσεως υποθέσεων. Καθόταν αφηρημένος σε ένα παγκά-
κι, μπροστά από ένα παρεκκλήσι μ’ ένα σκαλιστό φέρετρο στην άκρη του.
«Τι ψυχανωμαλία είναι τώρα αυτή αδελφέ μου; Διαλογισμός μπροστά από
ένα πτώμα; Μόνο ένας Δομίνικος θα μπορούσε να το κάνει αυτό» ψιθύρισα
στο αφτί του ανυποψίαστου φίλου μου.
Τινάχτηκε σαν να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Με κοίταξε σαν να έβλε-
πε παραίσθηση.
«Γοργώ;»
«Αδελφή Ελεονόρα παρακαλώ. Να σας συστήσω. Από εδώ η αδελφή Αι-
κατερίνη» είπα και έστρεψα το βλέμμα μου προς την Μελίνα.
Ο Δομίνικος άφωνος κοιτούσε μια τη Μελίνα και μια εμένα, ανίκανος να
αρθρώσει λέξη. Πριν προλάβει να αντιδράσει μια φωνή ακούστηκε από το
βάθος του διαδρόμου.
«Σενιόρ Φράγκος;»
Με κοίταξε με βλέμμα που έλεγε “μη το κάνεις”, και γύρισε με αμηχανία
προς τη Μελίνα. «Χάρηκα» της είπε με χαζό ύφος, «σε παρακαλώ μην την
αφήσεις να το κάνει» συμπλήρωσε ικετευτικά ενώ προχωρούσε προς το γρα-
φείο όπου συνεδρίαζε το κονκλάβιο, και φυσικά η Μελίνα κι εγώ τον ακολου-
θήσαμε χωρίς δεύτερη κουβέντα.
Ένας υπερήλικας ιερέας κατείχε την θέση του “ιεροεξεταστού” σ’ ένα ξύλι-
νο γραφείο. Δεξιά και αριστερά του κάθονταν δύο νεότεροι ρασοφόροι κρα-
 τώντας από μια στοίβα χαρτιά ο καθένας. Έδειξαν στον Δομίνικο μια καρέ-
κλα να καθίσει κοιτάζοντας μας με απορία. Ομολογώ τα γόνατά μου είχαν αρ-
χίσει να τρέμουν. Οι σφυγμοί μου χτυπούσαν τρελά κι ο Δομίνικος έτοιμος να
καταρρεύσει σωριάστηκε πάνω στο κάθισμα, με μάγουλα κατακόκκινα έτοιμα
να εκραγούν. Η Μελίνα μ’ ένα αξιοθαύμαστο θράσος άπλωσε το χέρι της στον
κύριο “δικαστή”.
«Τα σέβη μου ένδοξε αδελφέ μου» ξεκίνησε να μιλά σε άπταιστα ιταλικά.
«Σας μεταφέρω τους σεβάσμιους χαιρετισμούς της Μεγάλης μητέρας του
τάγματος της Παναγίας Καρμήλου. Είμαι η αδελφή Αικατερίνη, και από εδώ η
αδελφή Ελεονόρα» είπε και έδειξε προς το μέρος μου. Του χαμογέλασα έτοιμη
να λιποθυμήσω. «Η αδελφή μας δυστυχώς δεν μιλάει καλά Ιταλικά, γι’ αυτό
επιτρέψτε μου να αναφερθώ εγώ στο σκοπό της επίσκεψης μας».
Ένα πλατύ χαμόγελο έλαμψε στο πρόσωπο του γέροντα, ο οποίος έδωσε
εντολή στους παρατρεχάμενους του να φέρουν αμέσως καθίσματα για τις γο-
ητευτικές “αδελφές”.
«Ο κύριος Φράγκος είναι ένας άξιος υπηρέτης της τέχνης…» μπήκε αμέ-
σως στο θέμα η Μελίνα. «Ένας λαμπρός αγιογράφος που προσφέρει ανιδιο-
τελώς τις υπηρεσίες του κοσμώντας τους καθολικούς ναούς με ελαιογραφίες
και αγιογραφίες. Η μονή της Παναγίας Καρμήλου έχει γίνει ένα κόσμημα χά-
ρη στην θεία έμπνευση του ταπεινού αυτού δούλου του Κυρίου. Το ήθος του
και ο ευσεβής βίος του οδήγησαν την αγία Μητέρα του τάγματος να πάρει την
απόφαση να μας στείλει εδώ για να καταθέσουμε στην εκδικαζόμενη υπόθεση
του αδελφού μας. Ο κύριος Φράγκος είχε την ατυχία να νυμφευθεί μία γυναί-
κα χριστιανή μεν, ωστόσο του ορθοδόξου δόγματος. Πιστεύοντας ότι με την
αγάπη του θα την έφερνε στον αληθή δρόμο του θεού, αφοσιώθηκε με πάθος
στην προσπάθεια του αυτή. Δυστυχώς όμως η κυρία Δέσποινα Ηλιάδη, η νό-
μιμη σύζυγος του κυρίου Φράγκου, δεν στάθηκε άξια στο πλευρό του. Η στά-
ση της είναι άκρως προκλητική και απρεπής, πράγμα που μπορεί να βεβαιω-
θεί από πολλά άτομα που ζουν στο νησί. Λόγω της ιερότητας του χώρου, δεν
μπορώ να μπω σε λεπτομέρειες άγιε πατέρα, όμως η εκτίμηση μας ως εκπρο-
σώπων του θεού είναι, ότι ο ευπρεπής αυτός άνθρωπος πρέπει να απαλλαγεί



από το γάμο αυτό, και τις τραγικές συνέπειες της νομικής του δέσμευσης, ώ-
στε να μπορέσει απερίσπαστος να συνεχίσει το καλλιτεχνικό και άγιο έργο
του. Όλα αυτά που σας καταθέτω υπήρχαν γραπτά σε επιστολή, υπογεγραμ-
μένη από τη μεγάλη Μητέρα του τάγματος, την οποία δυστυχώς είχαμε την
ατυχία να απωλέσουμε μαζί με τις αποσκευές μας κατά τη διάρκεια του ταξι-
διού μας. Δεσμεύομαι όμως προσωπικά να σας στείλω αντίγραφο της, αμέσως
μόλις επιστρέψουμε στην Τήνο».
«Εσείς κύριε Φράγκο συμφωνείτε με όσα καταθέτει η αδελφή Αικατερί-
νη;» ρώτησε τον Δομίνικο ο “πατέρας”.
«Απόλυτα άγιε πατέρα. Και ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου τις
αδελφές που έκαναν τόσο κόπο να ταξιδέψουν μέχρι εδώ για να καταθέσουν.
Είμαι βαθιά συγκινημένος. Συγχωρέστε με που δεν μπορώ να πω περισσότε-
ρα. Σας παρακαλώ μόνο να εξετάσετε την περίπτωση μου και να με απαλλάξε-
τε από το γάμο αυτό» δήλωσε ο Δομίνικος με δάκρυα στα μάτια.
Δεν μίλησα καθόλου, παραλίγο να κλάψω κι εγώ με όσα άκουγα. Ήταν και
οι δύο τους απίστευτα “ειλικρινείς”.
Ο παπάς έσκυψε μιλώντας ψιθυριστά στους συνεργάτες του κοιτάζοντας
προς το μέρος μας. Ο Δομίνικος ρουφούσε τη μύτη του, σκουπίζοντας τα δά-
κρυά του, και η Μελίνα του κρατούσε το χέρι στοργικά. Η σκηνή που έβλεπα
μπροστά μου άρχισε να μου φέρνει γέλιο. Δεν θα κρατιόμουν για πολύ ακόμα.
Σηκώθηκα απότομα και βγήκα από το χώρο πριν τα κάνω θάλασσα. «Συγχω-
ρήστε την» άκουσα τη Μελίνα να λέει. «Είναι πολύ ευαίσθητη η αδελφή Ελε-
ονόρα, πολύ ευαίσθητη!».
«Είσαι ένα τέρας» φώναξα, και αγκάλιασα συγχρόνως τη Μελίνα όταν
την είδα να βγαίνει αγκαζέ με τον Δομίνικο, στην πλατεία όπου τους περίμε-
να.
«Ντομινίκ; Come va;»απευθύνθηκα στον φίλο μου και τον αγκάλιασα σφι-
χτά.
«Είστε τελείως παλαβές. Θα με κλείσετε στη φυλακή. Με κάνατε απατεώ-
να. Σας λατρεύω όμως κωλόπαιδα» είπε με τη σειρά του ο Δομίνικος και άνοι-
ξε την αγκαλιά του και στις δυό μας.
«Πάμε για ντρινκ και τσιγάρο γιατί κοντεύω να σκάσω» είπα με παράπο-
νο.
«Ποτό και τσιγάρο με τα ράσα; Παλάβωσες εντελώς;»
«Καλά, τα βγάζω τώρα αμέσως» απάντησα τραβώντας από το κεφάλι μου
το καπέλο.
«Μηη» φώναξαν και οι δυο ταυτόχρονα και ξεσπάσαμε σε γέλια.

   Επιστρέψαμε σπίτι με χαρούμενη διάθεση. Η απόφαση θα έβγαινε σε λί-
γες μέρες και ο Δομίνικος ήταν σχεδόν σίγουρος ότι με αυτή την “ιερή” πα-
ρέμβαση τα πράγματα θα ήταν θετικά. Άλλωστε το ύφος της “επιτροπής” έ-
δειξε ότι συμμερίσθηκε ευμενώς τη θέση του φίλου μας.
Η Μελίνα ανέλαβε να μαγειρέψει, ενώ εγώ με το Δομίνικο καθίσαμε να τα
πούμε. Είχα πολύ καιρό να τον δω και η παρουσία του με γέμισε χαρά και νο-
σταλγία.
«Έχεις δει καθόλου τη γιαγιά μου;» τον ρώτησα κάποια στιγμή.
Είδα το βλέμμα του να σκοτεινιάζει.
«Γοργώ η γιαγιά σου πέθανε» μου είπε κοφτά. Πάντα έτσι ήταν ο Δομίνι-
κος, απότομος και ευθύς.
«Πότε; Πώς;» ψέλλισα
«Πριν δυο μήνες. Γεράματα. Ήταν ενενήντα οκτώ χρονών βρε Γοργώ.
Έφυγε ήρεμα και γαλήνια. Πέθανε στον ύπνο της. Μου άφησε ένα φάκελο για
σένα. Δεν ήθελα να σου το πω από το τηλέφωνο. Καταλαβαίνεις ε;»
«Ναι, ναι καταλαβαίνω» είπα με τα μάτια γεμάτα δάκρυα. «Την αγαπού-
σα τη γιαγιά μου Δομίνικε, την αγαπούσα πολύ, άσχετα αν δεν είχα μαζί της
επικοινωνία. Δεν είχε καμιά σχέση με τον μπαμπά μου. Ήταν γλύκα η Γοργώ»
«Και εκείνη σε αγαπούσε μωρό μου. Έλα τώρα, χαμογέλασε μου, κράτα
την ανάμνησή της στην καρδιά σου και συνέχισε τη ζωή σου, ναι;»
Έκλεισα τα μάτια και του έσφιξα το χέρι. Καρέ καρέ πέρασαν μπροστά
μου οι σκηνές από τα παιδικά μου χρόνια στο νησί. Εικόνες που μου ράγισαν
τη καρδιά. Εικόνες που ξύπνησαν τη νοσταλγία για το γαλάζιο της πατρίδας
μου, τον ήλιο, το φως, την ενέργεια που ανάβλυζε από κάθε πέτρα, κάθε δέ-
ντρο, κάθε γωνιά. Η Ρώμη με γοήτευε σαν πόλη, όμως ποτέ δεν ήταν η μάνα

μου, ο τόπος μου. Πάντα ένοιωθα “ξένη”, το έβλεπα στα μάτια των ανθρώπων
που συναναστρεφόμουν καθημερινά, το διάβαζα στα βλέμματα των συμφοι-
τητών μου στη σχολή, το συναντούσα μέσα στην καρδιά μου κάθε που άκουγα
Χατζηδάκη και Μούσχουρη. Ήμουν “ξένη” όσο κι αν ήθελα να το ξεχνώ, γιατί
πάντα και παντού κάποια ανάγωγη συμπεριφορά μου το θύμιζε…
Το μενού που ετοίμασε η Μελίνα περιλάμβανε μακαρονάδα ελληνική με
σάλτσα σκόρδο, και μπόλικο τριμμένο κεφαλοτύρι. Ήπιαμε πάνω από τρία
κιλά κόκκινο κρασί, τραγουδήσαμε ελληνικά τραγούδια, χορέψαμε ζειμπέκικο
και καλαματιανό ξεσηκώνοντας με τις φωνές μας όλη την Via Flavia, και επή-
γαμε για ύπνο ο καθένας παραδομένος στις δικές του σκέψεις.
Ξύπνησα αξημέρωτα μ’ έναν κόμπο στην καρδιά κρατώντας στα χέρια
μου το φάκελο που μου είχε δώσει ο Δομίνικος πριν κοιμηθεί. Πήγα στο μπά-
νιο και με δάκρυα στα μάτια τον άνοιξα..
Καλή μου Γοργώ. Έχω πολλά χρόνια να σε δω και πλάθω την εικόνα σου
μέσα στην φαντασία μου. Δεν μου είναι ωστόσο και πολύ δύσκολο να φαντα-
στώ το όμορφο κοριτσάκι μου μεγαλωμένο. Όταν έμαθα για την απόδρασή
σου από το οικογενειακό κατεστημένο χάρηκα για σένα. Χάρηκα που άνοιξες
τα φτερά σου και πέταξες μακριά από αυτό το κλουβί. Κάποτε θα καταλάβεις
τους λόγους που μ’ έκαναν ν’ αποστασιοποιηθώ από την οικογένεια και να ζή-
σω ελεύθερη στο νησί. Δυστυχώς το σπίτι που μένω καθώς και όλη η περιου-
σία μου, είναι γραμμένα στον Ντίνο από τον πατέρα του. Αυτό σημαίνει πως
τίποτα πια δεν σε δένει με τον τόπο αυτό γιατί όπως έμαθα ο πατέρας σου σε
αποκλήρωσε. Υπάρχει όμως ένα σπίτι στην Αντίπαρο που από σήμερα είναι το
μυστικό μας. Ήταν το ερωτικό μου καταφύγιο. Πήγαινα εκεί με το Λουκά, το
μεγάλο έρωτα της ζωής μου, ο οποίος ήταν παντρεμένος και όπως καταλαβαί-
νεις το μικρό χωριό μας δεν χωρούσε αυτό τον έρωτα. Ο Λουκάς το είχε αγο-
ράσει μόνο για μένα. Ήταν ο άνθρωπος μου, το ταίρι μου. Τον συνάντησα στη
ζωή μου αργά, αργά και για να κάνω πίσω. Έζησα μέσα σ’ αυτό το σπίτι τη
γλυκιά παρανομία, την ηδονή και την προσωπική μου ελευθερία. Μέσα στο
φάκελο θα βρεις τις πληροφορίες που χρειάζεσαι για να πας μέχρι εκεί, καθώς
και τους τίτλους ιδιοκτησίας. Είναι δικό σου καρδούλα μου. Είναι το πιο πολύ-
τιμο κομμάτι της ζωής μου και στο χαρίζω με όλη την ψυχή μου. Μη λυπάσαι
που θα φύγω. Θα ζω πάντα στην καρδιά σου και θα σε προστατεύω από όπου
βρίσκομαι. Ζήσε καλά, δόξασε τη ζωή, τον έρωτα, τη φύση την ελευθερία σου.
Σ’αγαπώ…
Έσφιξα το γράμμα στην καρδιά μου κι άφησα το καταχωνιασμένο μου πα-
ράπονο να ξεχυθεί σαν χείμαρρος. Αντίο γιαγιάκα, ψιθύρισα και στο μυαλό
μου έγινε το απότομο «κλικ». Τελικά η ξενιτιά της καρδιάς μου ήταν αυτό που
με βασάνιζε πιο πολύ. Το ήξερα πως μια μέρα θα γύριζα πίσω. Τα όνειρά μου
πάντα τα στοίχειωνε το φως του Αιγαίου, οι ήχοι των γλάρων, κι οι μυρωδιές
της θάλασσας. Η νοσταλγία έγινε ξαφνικά φυλακή μου. Ήξερα πως από τη
στιγμή εκείνη δεν με χωρούσε πια η Ρώμη..
Ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα διέκοψε απότομα τη σκέψη μου.
«Γοργώ; Είσαι καλά;» ακούστηκε η φωνή του Δομίνικου. «Άνοιξε τη πόρ-
τα σε παρακαλώ»
«Καλά είμαι, άντε να κοιμηθείς» αποκρίθηκα εκνευρισμένη.
«Δεν γίνεται… χρειάζομαι το μπάνιο».
«Είσαι σίγουρος;»
«Να το αναλύσουμε τώρα;» επέμεινε ο Δομίνικος.
«Καλή ιδέα» απάντησα σχεδόν σίγουρη ότι δεν χρειαζόταν το μπάνιο αλλά
ήθελε να με κάνει να βγω έξω.
«Με το τρία κάνω ντού και μπαίνω μέσα. Ένα.. δύο..»
Σαν σίφουνας άνοιξα την πόρτα του μπάνιου και βγήκα στο διάδρομο. Τον
Δομίνικο τον ήξερα καλά, το είχε ξανακάνει αυτό και παλιότερα όταν με είχε
ακούσει να κλαίω στο μπάνιο μετά από ένα ομηρικό καυγά με την Τερέζα τότε
που είχε έρθει να με πάρει βίαια από το νησί. Είχε σπάσει την πόρτα αδιαφο-
ρώντας για τις συνέπειες, που δεν ήταν καθόλου ευχάριστες μια και ο Ντίνος
του τις έβρεξε για αυτή του την πράξη.
«Παράτα με ήσυχη» του είπα έντονα «μη μου σπάς τα νεύρα γαμώτο, μια
ζωή αυτό κάνεις»

«Θα σου πάρω κόλλα να τα κολλήσεις κούκλα μου».
«Χα..χα.. αστείο, γελάσαμε» απάντησα και τον έσπρωξα για να περάσω.
«Ε.. τι πάθατε ρε σείς; Ξέρετε τι ώρα είναι;» ακούστηκε η φωνή της Μελί-
νας που είχε ξυπνήσει απότομα από τις φωνές μας.
«Το Δομίνικο ρώτα που θέλει να μου το παίξει μπαμπάς ξαφνικά»
«Όχι, τη φίλη σου να ρωτήσεις που έκανε κατάληψη στο μπάνιο και κο-
ντεύει να σκάσει η κύστη μου» διαμαρτυρήθηκε ο Δομίνικος που στεκόταν
όρθιος μπροστά στο μπάνιο με το σλιπάκι.
«Α.. δεν πάτε καλά εσείς οι δύο» είπε χαμογελώντας η Μελίνα. «Γοργώ
έκλαιγες; Τα μάτια σου είναι κατακόκκινα. Τι έπαθες μάτια μου;»
«Έπαθα.. ότι δεν μπορεί κανείς να φρικάρει με την ησυχία του μέσα σ’
αυτό το σπίτι» απάντησα και δάκρυα έτρεξαν ανεξέλεγκτα από τα μάτια μου
φέρνοντας σε αμηχανία και τους δύο φίλους μου.
«Λοιπόν, Δομίνικε άντε για κατούρημα, κι εγώ φτιάχνω καφέ. Γοργώ γρή-
γορα επί του καναπέως» διέταξε η Μελίνα και με φίλησε στο μάγουλο. «Μη
το κάνεις αυτό, φίλοι σου είμαστε. Η μήπως δεν είμαστε;»
«Εγώ θέλω ένα ποτό» είπα με το ύφος ενός παιδιού που χαϊδεύεται όταν
το μαλώνουν.
«Κι εγώ θέλω μια Πόρσε.. αλλά θα πιω καφέ προς το παρόν» είπε με νόη-
μα η Μελίνα και πήγε στη κουζίνα.
Οι καφέδες έφτασαν μαζί με κέϊκ και κουλουράκια. Εν τω μεταξύ ο Δομί-
νικος είχε βγει από το μπάνιο και καθόταν απέναντι μου στη μπερζέρα με τα
μούτρα κατεβασμένα.
«Λοιπόν παιδάκια; Θα μου πείτε τι επάθατε πρωι πρωί;» ρώτησε η Μελίνα
προσπαθώντας να αποφορτίσει την κατάσταση.
Χωρίς να μιλήσω έβγαλα το γράμμα της γιαγιάς από το τσεπάκι της πιτζά-
μας μου και της το έδωσα. Το διάβασε μεγαλόφωνα κοιτάζοντας με την άκρη
του ματιού της μια εμένα και μια το Δομίνικο.
«Γοργώ μου, καταλαβαίνω πως νοιώθεις» είπε τρυφερά η Μελίνα και μου
έπιασε το χέρι. «Η ζωή όμως συνεχίζεται. Δέξου την απώλεια σαν μια αυλαία
που πέφτει, γιατί μια παράσταση είναι η ζωή μας, μια παράσταση με αρχή μέ-
ση τέλος. Σκέψου πως η γιαγιά σου βρίσκεται στη χώρα των μακάρων όπως
λέγανε οι αρχαίοι τον παράδεισο».
«Παρέα με την Αθηνά και τον Ποσειδώνα» συμπλήρωσε πικρόχολα ο Δο-
μίνικος.
«Το παιδί μίλησε» συμπλήρωσα κοιτάζοντας το Δομίνικο, που όση ώρα η
Μελίνα διάβαζε το γράμμα της γιαγιάς είχε μια παράξενη έκφραση. Κρατού-
σε το φλιτζάνι με τον καφέ στον αέρα αμήχανος, και φαινόταν έκπληκτος με
όσα άκουγε. «Ξέρεις Μελίνα, ο Δομίνικος είναι πολύ Χριστιανός, τόσο πολύ
που όταν ακούει για αρχαίους Έλληνες φρικάρει. Ίσως γιατί τον ενοχλεί η
copyright θρησκεία που προγραμματίστηκε να πιστεύει σαν καλό ρομποτάκι
που είναι».
«Γοργώ, όσο κι αν με προκαλέσεις δεν θα σου κάνω τη χάρη να μπω σ’ αυ-
τή την κουβέντα μαζί σου. Είσαι ένα άθεο πλάσμα που δεν θα σε κρίνω εγώ γι’
αυτό».
«Δεν είμαι άθεο πλάσμα. Άθρησκο είμαι. Δεν πιστεύω σ’ αυτό το καρναβά-
λι που είδαμε σήμερα στον Αγιο Πέτρο. Σου αρέσει αυτό το θέαμα Δομίνικε; Ο
Χριστός που λατρεύεις μανάρι μου, παιδί μαραγκού ήταν κι όχι πρίγκιπας. Σε
φάτνη γεννήθηκε κι όχι σε βίλα με πισίνα και τζακούζι. Μπορείς να μου πεις
που κολλάει σε όλη αυτή τη χλίδα ένας μύστης σαν τον Ιησού;»
«Άντε πάλι» μπήκε στη μέση η Μελίνα. «Μπορούμε να μιλήσουμε σαν πο-
λιτισμένοι άνθρωποι; Γοργώ κατέβασε τους τόνους σε παρακαλώ. Και συ ρε
Δομίνικε προσπάθησε να καταλάβεις πως νοιώθει».
«Εγώ να δεις πως νοιώθω» μουρμούρισε ο Δομίνικος και το πρόσωπο του
έγινε κόκκινο.
«Ναι, πες μας τώρα πως σε πόνεσε ο χαμός της Γοργώς» πετάχτηκα. «Πες
τα σε κανέναν άλλο αυτά Δομινικάκι γιατί τη γιαγιά μου δεν την πήγαινες κα-
θόλου, πράγμα που μου το είχες πει εσύ ο ίδιος. Ποτέ δεν κατάλαβα αυτή την
αντιπάθεια που είχες για κείνη. Το σεβάστηκα όμως. Μην ακούω τώρα μαλα-
κίες για το πώς “νοιώθεις”».
«Είχα κι εγώ μια γιαγιά» απάντησε ο Δομίνικος με μια ματιά που με κε-
ραυνοβόλησε.

«Όλοι έχουμε γιαγιάδες» ανταπάντησα χαμηλώνοντας τους τόνους γιατί
το ύφος του δεν μου έστελνε καλά μηνύματα.
«Η γιαγιά μου πέθανε μ’ έναν πολύ άσχημο τρόπο» συνέχισε κοιτώντας με
στα μάτια, «αυτοκτόνησε πέφτοντας από ένα βράχο στη θάλασσα. Την βρήκα
πνιγμένη καθώς γύριζα από το ψάρεμα».
«Συγνώμη» ψιθύρισα, «τραγικό είναι, δεν το ήξερα, δεν μου το είπες πο-
τέ»
«Όχι, το τραγικό δεν το άκουσες ακόμα. Δεν σου μίλησα ποτέ γι’ αυτό για-
τί δεν ήθελα να σου απομυθοποιήσω, το μόνο ίσως πλάσμα που αγαπούσες
και θαύμαζες. Άλλωστε δεν ήμουν σίγουρος. Τώρα όμως είμαι, και ήρθε η ώρα
να το μάθεις. Η γιαγιά μου αυτοκτόνησε γιατί δεν άντεχε τα κουτσομπολιά
του κόσμου. Τον παππού μου τον λέγανε Λουκά, αν αυτό σου λέει κάτι. Ο
παππούς διατηρούσε παράνομη σχέση με μια χήρα. Έφευγε από το σπίτι και
χανόταν για μέρες. Υπήρχαν υπόνοιες πως η χήρα ήταν η γιαγιά σου. Κανείς
όμως δεν μπορούσε να το βεβαιώσει αυτό. Η γιαγιά μου είχε κλειστεί στο σπί-
τι και έβγαινε έξω μόνο το βράδυ. Δεν θέλει πολλά ο άνθρωπος για να σαλτά-
ρει. Η γιαγιά μου ήταν γλυκιά και ευαίσθητη. Δεν μπορώ να καταλάβω πως
μπόρεσε να της το κάνει αυτό ο παππούς μου. Ένα χρόνο ακριβώς μετά το
θάνατο της γιαγιάς πέθανε και ο παππούς. Θεία δίκη το λένε».
Η τελευταία ατάκα, μου ανέβασε και πάλι τις αδρεναλίνες. Το σκοτεινό
βλέμμα όμως του Δομίνικου συγκράτησε το ξέσπασμά μου. Δεν ήθελα να τον
πρεσάρω άλλο για να μη πούμε πράγματα για τα οποία μετά θα μετανιώναμε
και οι δύο. Ο Δομίνικος ήταν για μένα ένα πολύ αγαπημένο πρόσωπο. Ήταν
ένας καλός φίλος έτοιμος να κάνει τα πάντα για μένα. Οι όποιες διαφορές μας
ήταν αποκύημα της διαφορετικότητας του χαρακτήρα μας και μόνο. Στο βά-
θος τον αγαπούσα και μ’ αγαπούσε. Οι θρησκευτικές του αντιλήψεις τον παγί-
δευαν πάντα σε εκδικητικά συναισθήματα. Αν είναι δυνατόν ο όποιος θεός να
τιμωρούσε το Λουκά γιατί ερωτεύτηκε. Λες κι ο έρωτας είναι προγραμματάκι
σε pc που το φορτώνεις όταν έχεις άδειο δίσκο. Την περίπτωση ο Λουκάς να
είχε κενά από το γάμο του, τόσα όσα να τον οδηγήσουν σε μια ξένη αγκαλιά
κανένας δεν το εξέταζε. Ο Λουκάς και η γιαγιά μου ήταν το δέντρο. Το δάσος
Σελίδα -62 -
δεν μπήκε κανένας στον κόπο να το παρατηρήσει. Στα δικά μου πάντως μά-
τια η γιαγιά μου όχι μόνο δεν απομυθοποιήθηκε όπως φανταζόταν ο Δομίνι-
κος, αλλά ο πήχης της ανέβηκε ακόμα πιο ψηλά. Ήταν μεγάλη μαγκιά να βα-
δίσει το δρόμο της καρδιάς της, αγνοώντας την ηλικία και το σούσουρο του
χωριού, που δεν είναι ό,τι καλλίτερο στις κλειστές κοινωνίες. Η Γοργώ ήταν
λεβεντιά, ήταν άνθρωπος ελεύθερος και χτυπούσε γροθιά στο μαχαίρι όσο
κοφτερό κι αν ήταν αυτό.
«Μελίνα συγνώμη που σε μπλέξαμε σ’ αυτό» είπε απολογητικά ο Δομίνι-
κος βλέποντας τα μάτια της φίλης μας βουρκωμένα. «Μερικές φορές όμως τα
πράγματα πρέπει να λέγονται με το όνομά τους για να μην υπάρχουν αυταπά-
τες».
«Δεν έχει σχέση με σας, είναι κάτι δικό μου παιδιά. Μην ασχολείστε» είπε
η Μελίνα και σηκώθηκε πηγαίνοντας προς το μπάνιο.
Έτρεξα πίσω της. «Μελίνα; Τι σε βασανίζει; Μίλα μου σε παρακαλώ, θα
νοιώσεις καλλίτερα.
«Δεν είμαι έτοιμη για να μιλήσω. Μη με πιέζεις σε παρακαλώ».
«Εντάξει» αποκρίθηκα και γύρισα πίσω.
«Να σας πω κορίτσια» φώναξε ο Δομίνικος από το βάθος. «Δεν θα πάθω
προστάτη εξ αιτίας σας. Τέρμα τα κλάματα στο μπάνιο. Αμάν πια. Το χρειάζο-
μαι το μπάνιο αδερφές μου, το χρειάζομαι».
Περάσαμε όλοι μαζί τη μέρα μας ξεναγώντας το Δομίνικο στα αξιοθέα-
τα της αιώνιας πόλης, και αργά το απόγευμα τον συνοδέψαμε στο αεροδρόμι-
ο.
«Ευχαριστώ πολύ κούκλες. Κι αν είπαμε και μια στραβή κουβέντα νερό κι
αλάτι έτσι; Δεν θα ξεχάσω ποτέ ό,τι κάνατε για μένα. Θα τα πούμε σύντομα,
καλοκαίρι έρχεται θα σας περιμένω στο νησί, μου υπόσχεστε ότι θα έρθετε;»
«Θα δούμε» πετάχτηκε η Μελίνα και τον αγκάλιασε. «Χάρηκα που σε
γνώρισα Δομίνικε. Ελπίζω να είμαι κι εγώ φίλη σου από εδώ και μπρος».
Αντί για απάντηση την έσφιξε στην αγκαλιά του και τη φίλησε στο μέτωπο.
«Να μου προσέχεις το παλαβό» είπε δείχνοντας προς το μέρος μου. «Και μην

δίνεις σημασία σε ό,τι λέει. Είναι αντιδραστικό στοιχείο. Από μικρό ήταν κω-
λόπαιδο» συμπλήρωσε και μου τσίμπησε το μάγουλο χαμογελώντας.

   Από τη μέρα που έφυγε ο Δομίνικος, θαρρώ πως ένα κομμάτι μου έφυγε
μαζί του στο νησί. Τις νύχτες ονειρευόμουν το σπίτι που είχα κληρονομήσει
από τη γιαγιά μου. Το φανταζόμουν πάνω σ’ ένα έρημο λόφο με θέα τη θά-
λασσα. Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς μια ερωτική φωλιά. Μπροστά θα
είχε ένα κήπο με πολύχρωμα λουλούδια, και δέντρα με πυκνό φύλλωμα που θ’
άπλωναν προστατευτικά τη σκιά τους πάνω στο καταπράσινο γκαζόν. Μια τε-
ράστια αιώρα θα κρεμόταν κάτω από δυο αιωνόβιες κουκουναριές, και στην
άκρη του κήπου θα περνούσε ένα μικρό φυσικό ρυάκι που με τα γάργαρα νε-
ρά του θα εξάγνιζε το χώρο γύρω του. Ονειρευόμουν ένα όμορφο ντόπιο αρ-
σενικό, μαυρισμένο από τον ήλιο, με δέρμα τραχύ, που θα μ’ έπαιρνε στα χέ-
ρια του και θα κάναμε έρωτα στην έρημη ακρογιαλιά με θεατές τους απορη-
μένους γλάρους. Αχ, πόσο είχα νοσταλγήσει τον έρωτα.
«Μελίνα θέλω να μιλήσουμε» είπα σοβαρά ένα πρωινό στη φίλη μου.
«Συμβαίνει κάτι Γοργώ; Τι μυστηριώδες ύφος είναι αυτό;»
«Φεύγω» της είπα μονολεκτικά.
Είδα το πρόσωπό της ν’ αλλάζει χρώμα ξαφνικά, κι ένοιωσα άσχημα για
τον τρόπο μου.
«Που σημαίνει;» με ρώτησε, και κάθισε βαριά στον καναπέ.
«Σημαίνει ότι.. δεν μπορώ να ζήσω άλλο εδώ. Η ιδέα της επιστροφής στην
Ελλάδα στοίχειωσε τον ύπνο μου. Δεν μπορώ πια να ζωγραφίσω. Έχω χάσει
την έμπνευσή μου. Το βλέπεις και μόνη σου. Αν δεν δούλευες εσύ όλη τη μέρα
τα χρήματα από το μπαρ δεν θα μας έφταναν ούτε για το νοίκι. Καλλιτέχνης
είσαι. Ξέρεις πόσο σημαντική είναι στην τέχνη η καλή ψυχολογία».
«Το ξέρω. Φυσικά έχω αντιληφθεί ότι τον τελευταίο καιρό δεν είσαι καλά.
Όμως πίστευα ότι είναι μια φάση που θα σου περάσει».
«Δεν περνάει Μελίνα, δεν περνάει. Το σκέφτηκα καλά. Θέλω να φύγω. Θα
ήμουν πολύ ευτυχισμένη αν ερχόσουν κι εσύ μαζί μου. Θα σου αρέσει εκεί.
Μπορούμε να δουλέψουμε στη Μύκονο, στην Πάρο, στη Σύρο στην Τήνο. Τα
καλοκαίρια τα νησιά είναι γεμάτα κόσμο. Θα έχουμε σίγουρο μεροκάματο.
Δεν αντέχω άλλο αυτό το “μουσείο”. Μου φέρνει κατάθλιψη αυτή η πόλη. Θέ-
λω να το σκεφτείς καλά και ν’ αποφασίσεις. Θα μείνουμε στην Αντίπαρο. Δεν
ξέρω αν έχεις πάει ποτέ σ’ αυτά τα νησιά. Ένας παράδεισος είναι που κατοι-
κείται όμως από διαβόλους. Ο κόσμος εκεί είναι παράξενος. Οφείλω να σου το
επισημάνω αυτό».
«Δεν ξέρω τι να πω. Αισθάνομαι αδειασμένη. Θα μπορούσες να το έχεις
συζητήσει μαζί μου. Αυτό το… “αποφάσισα”…μου ακούγεται φασιστικό. Εντά-
ξει, καταλαβαίνω. Αν αυτό είναι που θέλεις κάντο. Δεν μπορώ να σου πω τίπο-
τα αυτή τη στιγμή. Με πιάνεις εντελώς αδιάβαστη» απάντησε η Μελίνα με
σκυθρωπό ύφος.
«Αν θέλεις μπορείς να κρατήσεις το σπίτι. Εγώ θα πάρω μαζί μου μόνο τα
προσωπικά πράγματά μου».
«Είναι τρελό» με διέκοψε. «Πως θα μείνεις σε ένα έρημο μέρος μόνη σου;
Δεν ξέρεις καν που βρίσκεται το σπίτι της γιαγιάς σου, δεν ξέρεις σε τι κατά-
σταση είναι αυτό. Δεν έχω πάει ποτέ στις Κυκλάδες. Ξέρω όμως ότι η Αντίπα-
ρος είναι ένα μικρό νησί. Το χειμώνα δεν μένουν εκεί πάνω από χίλια άτομα
και αυτά συγκεντρωμένα στην πόλη. Είσαι ένα παιδί μεγαλωμένο στην πρω-
τεύουσα και μάλιστα μέσα στις ανέσεις και την ευμάρεια. Μην το υποτιμάς
αυτό. Έχει περάσει στο dna σου η καλοπέραση. Θα σαλτάρεις στην απομόνω-
ση».
«Τέλος του μήνα φεύγω Μελίνα. Σκέψου κι αποφάσισε» της έκοψα την
κουβέντα, μη θέλοντας να ακούσω άλλα. Είχε δίκιο και το ήξερα στο βάθος.
Όμως η επιθυμία να μετρηθώ με τις αντοχές μου σ’ αυτή την πρόκληση, μου
είχε γίνει εμμονή. Τίποτα δεν θα μου άλλαζε γνώμη και το ήξερα.






Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11ο


   Το τηλέφωνο χτυπούσε συνέχεια. Δίσταζα να το σηκώσω γιατί ήξερα πως
θα ήταν ο φίλος της Γοργώς ο Δομίνικος.
Ήταν η δωδέκατη συνεχόμενη φορά που καλούσε, κι αποφάσισα ν’ απα-
ντήσω μια κι επέμενε τόσο πολύ.
«Παρακαλώ;» απάντησα μιλώντας ελληνικά. Η σιωπή του μου έδειξε
πως ξαφνιάστηκε ακούγοντας τη φωνή μου
«Ποια είσαι εσύ;»ρώτησε απότομα.
«Εσύ ποιος είσαι;» απάντησα επίσης απότομα.
Ακολούθησε σιωπή.
«Θα μιλήσεις ή θα το κλείσω;»
«Ο Δομίνικος είμαι και θέλω τη Γοργώ»
«Δεν είναι εδώ»
«Εσύ ποια είσαι;»
«Δεν σε αφορά» του απάντησα εκνευρισμένη από τη συμπεριφορά του.
«Ο Δομίνικος είμαι. Ζητώ συγνώμη γα το ύφος μου» είπε ποντάροντας
στην γυναικεία ευαισθησία απέναντι στη λέξη συγνώμη. Προφανώς καιγόταν
να μάθει ποια ήμουν και δεν ήθελε να ρισκάρει την πιθανότητα να του το
κλείσω.
«Κι εγώ συγνώμη»του απάντησα ευγενικά αυτή τη φορά «Είμαι η Μελίνα.
Η Γοργώ έφυγε λίγο νωρίτερα για τη δουλειά της σήμερα. Θέλεις να της πω
κάτι;».
«Ναι.. πες της ότι θέλω να της μιλήσω. Έχω προβλήματα, είμαι στα πρό-
θυρα νευρικής κρίσης. Προλαβαίνει δεν προλαβαίνει να μη με δει τρόφιμο στη
Λέρο. Εσύ Μελίνα; Συμφοιτήτριά της είσαι; Δεν μου έχει μιλήσει ποτέ για σέ-
να» ρώτησε η Κατίνα μέσα του που καιγόταν να μάθει τι σήμαινε «Μελίνα»
στη ζωή της Γοργώς.
«Όχι. Δεν είμαι συμφοιτήτριά της» αποκρίθηκα κοφτά. «Αν έχεις ανάγκη
όμως να μιλήσεις σε κάποιον κύριε Δομίνικε μπορώ να σε ακούσω» είπα πρό-
θυμα.
«Είσαι πολύ γλυκιά Μελίνα, όνομα και πράγμα. Σε παρακαλώ όμως άσε
τα “κυριλίκα”. Σ’ ευχαριστώ κορίτσι μου αλλά δεν θέλω να σε κουράσω με τα

δικά μου. Είναι μεγάλη ιστορία. Είμαι ένας άντρας παντρεμένος με μια γυναί-
κα που με έχει χωρίσει επισήμως, και που ετοιμάζεται να παντρευτεί έναν άλ-
λο άντρα ο οποίος ζει δικαιωματικά μαζί της, μέσα στο δικό μου το σπίτι, μια
κι εγώ δεν έχω το δικαίωμα να τους πετάξω έξω. Γιατί εγώ δεν είμαι επίσημα
διαζευγμένος με την εν λόγω γυναίκα. Καταλαβαίνεις το μπλέξιμο;»
«Ναι, μου έχει μιλήσει σχετικά η Γοργώ. Όμως πιστεύω πως κάποιος τρό-
πος θα υπάρχει να λυθεί το πρόβλημα. Μέχρι τότε όμως γιατί δεν φεύγεις από
το σπίτι να βρεις την ισορροπία σου; Θεωρώ ότι δεν είναι ότι καλλίτερο να υ-
περασπίζεσαι ντουβάρια με αντίτιμο την ψυχική σου υγεία που σίγουρα θα
μεταβληθεί και σε σωματική αν συνεχίσεις να θρέφεις αυτή τη κατάσταση»
«Το σπίτι μου δεν είναι απλά ντουβάρια. Το έχτισα με το αίμα μου και δεν
θα επιτρέψω σε καμία “κυρία” να με διώξει από αυτό. Πάνω από το πτώμα
μου θα γίνει κάτι τέτοιο» απάντησε με θυμό
«Εντάξει. Το παίρνω πίσω. Εσύ ξέρεις» οπισθοχώρησα «Ξέρεις έχω ακού-
σει πως τα θέματα αυτά λύνονται στο Βατικανό. Κάτι σαν ανώτατο δικαστή-
ριο όπως θα λέγαμε σε νομική βάση. Γιατί δεν το ψάχνεις προς αυτή την κα-
τεύθυνση;»
«Το έχω κάνει ήδη κούκλα μου. Η υπόθεση μου εξετάζεται στις 29 του μή-
να. Η Δέσποινα όμως είναι έγκυος και αν ισχυριστεί ότι το παιδί είναι δικό
μου, είμαι χαμένος από χέρι. Καταλαβαίνεις γιατί είμαι έξαλλος;»
«Θα κάνει κάτι τέτοιο;»
«Φυσικά»
«Τι να σου πω βρε Δομίνικε; Καλό κουράγιο. Θα πω στη Γοργώ ότι τηλε-
φώνησες, εντάξει;».


   Τα μούτρα από τον ομηρικό καβγά που κάναμε, με απόλυτη επιτυχία, η
Γοργώ κι εγώ δεν κράτησαν για πολύ. Το ίδιο κιόλας βράδυ η σχέση μας απο-
καταστάθηκε. Μου ήταν αδύνατον να της κρατήσω κακία. Μα ούτε κι αυτή
από το λίγο που την ήξερα. «Ή τη δέχεσαι έτσι όπως είναι, ή όχι» είπα στον
εαυτό μου και χωρίς δεύτερη σκέψη πήγα και τη βρήκα στο μπαρ όπου δού-
λευε.
«Περασμένα ξεχασμένα σκατομαθημένο πλουσιόπαιδο;» τη ρώτησα τρυ-
φερά.
«Ναι, παλιογκρινιαρόγρια» μου ανταπέδωσε, και δώσαμε τα χέρια ξεσπώ-
ντας σε δυνατά γέλια καθώς θυμηθήκαμε την όλη φάση.
Από κείνη τη μέρα πέρασε περίπου ένας μήνας. Στο διάστημα αυτό, είχα
φορτσάρει και όργωνα όλες τις πιάτσες κάνοντας παντομίμα, για να συνει-
σφέρω κι εγώ στον καθημερινό άρτο τον επιούσιο. Με τα πρώτα χρήματα που
έπιασα στα χέρια μου, πήγα κι αγόρασα…ως και προσούτο.
«Κοίτα χλίδα το πόπολο» δεν έχασε ευκαιρία να με περιπαίξει η Γοργώ.
«Η φτώχεια θέλει καλοπέραση» αντιγύρισα, κι έβαλα στο πιάτο τις τέσσε-
ρις – για παραπάνω ούτε λόγος - σαν τσιγαρόχαρτα φέτες προσούτο.
Ένα βράδυ μάλιστα εκεί που ήμασταν χυμένες η μια στη μπερζέρα κι η άλ-
λη στον καναπέ, μας ήρθε η φαεινή ιδέα να πάμε για φαγητό σ’ ένα ρεστωράν
πολυτελείας στη Via Venetto. Στη πολυσύχναστη και ιστορική Via Venetto,
όπου εδώ και πολλά χρόνια διανοούμενοι αλλά και διάσημοι καλλιτέχνες την
φωτίζουν με λαμπερή τους αύρα.
Μπήκαμε με αέρα κοσμοπολίτικο πιάνοντας ένα κεντρικό τραπέζι για να
έχουμε το οπτικό μας πεδίο ελεύθερο. Ακόμα ήταν νωρίς και δεν είχε πολύ
κόσμο. Ένας άνδρας γύρω στο εξήντα με τη στόφα κείνη του λατίνου εραστή,
από τα πρώτα κιόλας λεπτά που μας αντίκρισε άρχισε να κάνει παιχνίδι,
φλερτάροντας πότε τη Γοργώ και πότε εμένα. Δεν του δώσαμε σημασία.
Ξεκινήσαμε με δύο μαρτίνι μπιάνκο και κατόπιν παραγγείλαμε για πρώτο
πιάτο προσούτο με πεπόνι, και για κυρίως (πιάτο) πάπια με κρούστα από
πράσινες ελιές. Στο μεταξύ ο λατίνος εραστής απτόητος εξακολουθούσε να

μας φλερτάρει και μάλιστα άκρως προκλητικά, πότε κλείνοντας πονηρά το
μάτι του, και πότε στέλνοντας βουβά παθιάρικα φιλιά. Με λίγα λόγια είχε γί-
νει σούργελο. Αλλά δεν το έβαζε κάτω. Φαινόταν έτοιμος να συνεχίσει μέχρι
τελικής πτώσης.
Η Γοργώ είχε αρχίσει να εκνευρίζεται.
«Μη του δίνεις σημασία» προσπάθησα να την ηρεμήσω, και γέμισα το πο-
τήρι της με κρασί κιάντι.
Η ώρα θα ήταν περίπου 10.30 όταν αποφασίσαμε να ζητήσουμε τον λογα-
ριασμό. Τι το θέλαμε; Κόλπος μας ήρθε όταν είδαμε το ποσό. Δεν καθόμασταν
στα αυγά μας καλλίτερα.
«Τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους κώλους όπως λέει και ο σοφός
λαός» μουρμούρισα.
Βγάλαμε τα πορτοφόλια μας διακριτικά, μετρώντας μέχρι το τελευταίο
κέρμα. Έλειπαν δώδεκα ευρώ για να συμπληρώσουμε το ποσό.
«Τι κάνουμε τώρα;» αναρωτήθηκα.
«Μας βλέπω χαρούμενες λαντζέρισες σε κουζίνα χάι λούξ» είπε η Γοργώ
«εκτός κι αν…» συμπλήρωσε και το πρόσωπό της φωτίστηκε από ένα πονηρό
χαμόγελο.
«Εκτός κι αν;» επανέλαβα μέσα στην απορία.
«Εκτός κι αν… ασκήσει μια απ’ τις δύο μας τη γοητεία της σε κάποιον που
ήδη είναι ψημένος κι έτοιμος για φάγωμα» έλυσε το γρίφο, ρίχνοντας το
βλέμμα της στο αντικρινό τραπέζι που καθόταν ο λατίνος εραστής.
«Ούτε να το συζητάς» την απότρεψα αμέσως.
«Ε! τότε ετοιμάσου να πλύνεις τα πιάτα της ζωής σου στην καλλίτερη πε-
ρίπτωση, γιατί υπάρχει κι η χειρότερη, που τη λένε “φρέσκο” ελληνιστί» μου
είπε απότομα.
Έμεινα για λίγο σκεφτική.
«Ποια από τις δύο;» ρώτησα σοβαρά και με σταθερή φωνή.
«Εσύ φυσικά που είσαι ηθοποιός» με αιφνιδίασε και με παρότρυνε να κά-
νω παιχνίδι.
Δεν έφερα αντίρρηση. Πήρα μια βαθιά ανάσα και γυρνώντας προς τη με-
ριά του “υποψηφίου” του χάρισα ένα χαμόγελο όλο γοητεία. Ο λατίνος ερα-
στής τσίμπησε αμέσως κι ανταποκρίθηκε υψώνοντας το ποτήρι του. Κάποια
στιγμή σηκώθηκε από τη θέση του πηγαίνοντας δήθεν προς την τουαλέτα και
με κοίταξε με νόημα.
«Σε καλεί το ζόμπι» μου είπε η Γοργώ που δεν μπορούσε να συγκρατηθεί
από τα γέλια.
Χωρίς πολύ σκέψη μη και το μετανιώσω σηκώθηκα. Via Venetto δεν ήθε-
λα; Τι να έκανα η (απω)λωλή; Ν’ άφηνα να μας βρει το ξημέρωμα στη λάντζα
ή σε κανένα κρατητήριο παρέα με κατσαρίδες; Πήρα λοιπόν ύφος μοιραίας
γυναίκας και κατευθύνθηκα προς τη μεριά του, υιοθετώντας το λίκνισμα ίδιο
μ’ αυτό της Ρίτας Χέιγουρθ στην Γκίλντα, ενώ σιγοτραγουδούσα το «Put the
blame on Mame boy».
«Μα καλά, τι του πούλησες και μας πλήρωσε τον λογαριασμό;» με ρώτησε
κατόπιν η Γοργώ όταν βγήκαμε έξω από το ρεστωράν.
«Φούμαρα αλα γκρέκα σε πρώτη φάση. Μετά του έδωσα το νούμερο του
κινητού μου, και την υπόσχεση να δειπνήσουμε αύριο βράδυ στο σπίτι του»
της απάντησα με φυσικότητα.
«Καλά, εσύ δεν έχεις κινητό».
«Γιατί αυτός το ξέρει;» αποκρίθηκα και ξέσπασα σε γέλια.
«Τελικά είσαι μεγάλο μούτρο» είπε ξεσπώντας κι εκείνη σε ακράτητα γέ-
λια.
Φθάνοντας στο σπίτι ανάλαφρες από τη βραδινή μας έξοδο, είπαμε να
πιούμε ένα τελευταίο ποτάκι πριν ξαπλώσουμε. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα,
όταν αποφασισμένες πια να κοιμηθούμε χτύπησε το τηλέφωνο.
Ήταν και πάλι ο Δομίνικος. Αυτή τη φορά μέσα στη μαύρη απελπισία απ’
όσο μου είπε κατόπιν η Γοργώ.
«Δεν ξέρω τι να κάνω με το φιλαράκι μου γαμώτο» είπε και έπεσε σαν μο-
λύβι πάνω στον καναπέ.
«Τι συμβαίνει;» τη ρώτησα μέσα στην αγωνία.

«Άσε ρε. Εκδικάζεται μεθαύριο η υπόθεση του διαζυγίου του στο Βατικανό
και δεν έχει ούτε ένα στοιχείο να υπερασπίσει τον εαυτό του».
«Δεν μπορεί, θα υπάρχει κάποια λύση» την παρηγόρησα και της άναψα
τσιγάρο.
«Απορώ με την αισιοδοξία σου βρε Μελίνα».
Δεν της αντιγύρισα. Έμεινα αρκετή ώρα σιωπηλή, προσπαθώντας να σκε-
φτώ με ποιο τρόπο θα μπορούσαμε να τον βοηθήσουμε. Η φλασιά δεν άργησε
να έρθει.
«Λοιπόν, βρήκα ένα άπαιχτο τρόπο να βοηθήσουμε το Δομίνικο» της ανα-
κοίνωσα μ’ ενθουσιασμό, κι άρχισα να της εξηγώ την τρελή ιδέα που είχε πε-
ράσει από το μυαλό μου.
Η Γοργώ στην αρχή πρόβαλλε σοβαρές αντιρρήσεις, στη συνέχεια όμως
μου υποσχέθηκε πως θα σκεφτεί τη πρότασή μου..




Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο


   Επιστρέφοντας στο καθιστικό βρήκα τη Μελίνα παραδομένη σ΄ένα βαθύ
ύπνο με κρεμασμένο σχεδόν το κεφάλι της στο μπράτσο της μπερζέρας. Ξε-
ρόβηξα δυο τρεις φορές επιχειρώντας να την ξυπνήσω γιατί είχαμε αφήσει
την κουβέντα μας στη μέση. Δεν είδα να κάνει την παραμικρή κίνηση κι απο-
φάσισα να την αφήσω να χαλαρώσει κάνοντας ησυχία. Πήρα ένα βιβλίο στην
τύχη, χώθηκα στον καναπέ, και προσπάθησα να χαλαρώσω κι εγώ. Όμως
διάφορες σκέψεις άρχισαν να περνούν μέσα από το μυαλό μου αποσπώντας
με εντελώς από το κείμενο. Ποια τελικά ήταν αυτή η Γιολάντα; Και γιατί κάθε
φορά που η Μελίνα αναφέρεται σ’ αυτήν το βλέμμα της σκοτεινιάζει; Σίγουρα
κάτι κρύβεται ανάμεσα τους. Τι όμως; Και γιατί αποφεύγει επιμελώς να μου
απαντήσει σε ο,τιδήποτε ρωτώ γι αυτήν; Ένοιωσα ξαφνικά ενοχλημένη από
αυτή την συμπεριφορά της Μελίνας. Της είχα ανοίξει την καρδιά μου , το σπί-
τι μου, της έδειξα πλήρη εμπιστοσύνη κι εκείνη αρνείται να κάνει το ίδιο.
Μια πονηρή σκέψη πέρασε από το μυαλό μου ξαφνικά καθώς κοιτούσα
αφηρημένα το μπαούλο της. Σηκώθηκα πατώντας στις μύτες των ποδιών μου
και κατευθύνθηκα προς το μέρος του. Αφουγκράστηκα για μερικά δευτερόλε-
πτα το ρυθμό της αναπνοής της Μελίνας για να βεβαιωθώ πως κοιμάται α-
κόμα και γονατίζοντας άνοιξα το βαρύ καπάκι. Δεν ήξερα τι ψάχνω να βρω,
αλλά δεν μπορεί όλο και κάτι θα ξετρύπωνα μέσα από το “κουτί των θησαυ-
ρών”. Δεν είχα προλάβει να βάλω καλά καλά το χέρι μου μέσα όταν ακούστη-
κε αυστηρή η φωνή της Μελίνας.
«Ξέρεις πως λέγεται αυτό που κάνεις;» μου είπε έντονα. «Παραβίαση
προσωπικών δεδομένων. Για να μη πω κακοήθεια» συμπλήρωσε θυμωμένη.
Έμεινα ακίνητη μη ξέροντας πώς να αντιδράσω.
«Κι αυτό που κάνεις εσύ ξέρεις πώς λέγεται; Αγνωμοσύνη» απάντησα και
σηκώθηκα χωρίς να γυρίσω προς το μέρος της.
«Κοίτα Γοργώ» είπε υψώνοντας τον τόνο της φωνής της. «Το ότι με φι-
λοξενείς στο σπίτι σου, και μου προσφέρεις τη φιλία σου δεν με υποχρεώνει
να σου δώσω αναφορά για τη ζωή μου. Είναι κάτι που δεν σε αφορά και σε
παρακαλώ να μη ξαναγγίξεις τα πράγματά μου οκ;» με κατακεραύνωσε.

«Αν είναι κάτι που θέλω να το μάθεις θα σου το πω εγώ» συνέχισε στο ίδιο
ύφος.
«Εντάξει. Γράψε λάθος» απάντησα γυρίζοντας προς το μέρος της κοιτώ-
ντας την με ειρωνικό βλέμμα. «Δεν φανταζόμουν ότι υπάρχουν τόσο μεγάλα
μυστικά μέσα σ’ αυτό το πράμα» συμπλήρωσα μορφάζοντας απαξιωτικά
«Για τον κάθε άνθρωπο τα δικά του μυστικά είναι και μεγάλα και σεβα-
στά. Αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα για ένα κακομαθημένο πλάσμα σαν και
σένα. Ξέρεις κάτι Γοργώ; Τη λέξη σεβασμός την αγνοείς συστηματικά. Φυ-
τρώνεις πάντα εκεί που δε σε σπέρνουν γιατί έτσι γουστάρεις. Δεν σε κρίνω.
Αυτό έμαθες αυτό κάνεις. Είσαι ένα μοσχαναθρεμμένο πλουσιόπαιδο που η
πρώτη του λέξη ήταν θέλω. Ένα βρωμόπαιδο με “αυλή” απο τα πρώτα βήμα-
τα της ζωής του. Αυλικούς της ανάγκης που ενώ θα ήθελαν διακαώς να σε
πνίξουν στην πισίνα, σε κανάκευαν κάνοντας τα νεύρα τους κόμπο, για να
θρέψουν το δικό τους παιδί που ήταν παιδί ενός κατώτερου θεού».
«Avanti popolo» είπα χτυπώντας παλαμάκια. «Τα είπες πολύ καλά συ-
ντρόφισσα, εύγε!» την ειρωνεύτηκα και γύρισα την πλάτη μου πηγαίνοντας
προς την κουζίνα προσπαθώντας να με συγκρατήσω. Με ακολούθησε συνεχί-
ζοντας την κουβέντα με το ίδιο εριστικό ύφος.
«Και το “πράμα” που σου έχει στραβοκάτσει από την πρώτη στιγμή, έχει
για μένα τόση συναισθηματική αξία που ούτε μπορεί να φανταστεί η πλουμι-
στή αφεντιά σου».
«Μελίνα κόφτο επιτέλους!» φώναξα χάνοντας την ψυχραιμία μου. «Μου
θυμίζεις γκρινιάρα γριά που τη βρίσκει να μιζεριάζει. Να το χαίρεσαι το “πρά-
μα” σου και του ζητώ ταπεινά συγνώμη που το πρόσβαλα. Σε παρακαλώ τώρα
μπορείς να σκάσεις, μέχρι να ετοιμαστώ και να φύγω για τη δουλειά;»
«Ναι, θα σε απαλλάξω από την παρουσία μου. Ήταν λάθος τελικά να δε-
χτώ να μείνω μαζί σου».
«Συγνώμη για τη φιλοξενία» της απάντησα πικρόχολα, ενοχλημένη από τη
συμπεριφορά της και κλείστηκα στο μπάνιο μ’ ένα πολύπλοκο συναίσθημα…


Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο


  Η Γοργώ βγαίνοντας από το μπάνιο με πέτυχε μπροστά στον καθρέπτη σε
πλήρη έκσταση να απαγγέλλω ένα απόσπασμα του χορού από τις «Βάκχες»
του Ευριπίδη.
« Μακάριος όποιος γλίτωσε
τις τρικυμιές της θάλασσας
κι αραξοβόλι πέτυχε·
μακάριος όποιος έφτασε
στο τέρμα των αγώνων του·
στον πλούτο και στη δύναμη
ο ένας τον άλλο ξεπερνά.
Ελπίδες μύριες βρίσκουνται
μες στις μυριάδες τους θνητούς·
άλλες καλότυχα τους παν
κι άλλες μαδάνε και σκορπάν·
καλοτυχίζω το θνητό
που τη ζωή χαιράμενα
μέρα τη μέρα την περνά»
«Μελίνα είσαι πολύ καλή» την άκουσα να λέει φανερά εντυπωσιασμένη.
«Βρίσκεις;» τη ρωτώ κοιτώντας την μέσα από τον καθρέφτη.
«Αν βρίσκω λέει. Σε παρακαλώ, μίλησε μου για σένα, για τη ζωή σου».
«Τι να σου πω; Η ζωή μου λίγο πολύ θυμίζει ήρωες από κλασικά παραμύ-
θια. Κάτι ανάμεσα στο “Χωρίς Οικογένεια” και στο “Κοριτσάκι με τα σπίρτα”»
της είπα και πικρογέλασα.
«Πάω να φτιάξω καφέ. Έτσι όπως προλόγισες νομίζω πως θα έχει ενδια-
φέρον η ζωή σου» μου είπε και πήγε ολοταχώς στην κουζίνα, για να επιστρέ-
ψει μετά από λίγα λεπτά με δύο κούπες αχνιστό καφέ.
«Λοιπόν, είμαι όλη αυτιά» είπε και στρώθηκε μαζί μου στον καναπέ.
Αν και με πονούσε να γυρίσω τον χρόνο πίσω, ξεκίνησα να της μιλώ περι-
ληπτικά για τα παιδικά μου χρόνια με τον θρησκόληπτο Θωμαϊδη, κατόπιν για
το φευγιό μου και την ολιγόχρονη ζωή μου με τη Γιολάντα, τη μάνα μου.
«Μετά τι έκανες;» με ρώτησε.

«Πήγαινα από τη μια οντισιόν στην άλλη. Όμως ήταν δύσκολο να βρω
δουλειά, αφού δεν ήταν του χαρακτήρα μου να κάνω υποχωρήσεις. Καταλα-
βαίνεις πως είναι αυτά τα πράγματα. Έτσι λοιπόν, αποκαρδιωμένη πια έκανα
δουλειές του ποδαριού. Άλλες φορές έπλενα σκάλες, άλλες φύλαγα μωρά, κι
άλλες έκανα τη κομπάρσα. Με λίγα λόγια φυτοζωούσα, αλλά να σου πω την
αλήθεια δεν με ένοιαζε. Ίσως γιατί πίστευα βαθιά μέσα μου πως κάποια μέρα
η ζωή θα με αποζημίωνε».
«Και ήρθε κείνη η μέρα;»
«Μη βιάζεσαι. Θα στα πω όλα με τη σειρά τους» της είπα και άναψα τσι-
γάρο.
«Εντάξει. Για λέγε…» είπε και κρεμάστηκε από τα χείλη μου.
«Μια μέρα λοιπόν, μαθαίνω από ένα ομοιοπαθούντα του χώρου πως ζη-
τούν βοηθό αρχηράφτρας σ’ ένα βεστιάριο. Δεν είναι να χάσω τέτοια δουλειά
είπα στον εαυτό μου, και πήγα χωρίς δεύτερη σκέψη. Η κυρία Κλημεντίνη, η
αρχηράφτρα, μια γυναίκα καλοκάγαθη και έξω καρδιά, από τη πρώτη στιγμή
έδειξε τη συμπάθειά της στο πρόσωπό μου. Κι εγώ τη συμπάθησα αμέσως. Με
τον καιρό αναπτύχθηκε ανάμεσά μας μια βαθιά φιλία. Λέγαμε τα εσώψυχά
μας και τις ανησυχίες μας. Τις Κυριακές πήγαινα σπίτι της και τρώγαμε μαζί.
Ήταν και κείνη μόνη της. Ένοιωθα όμορφα. Γαλήνια μπορώ να σου πω. Επι-
τέλους είχα βρει έναν άνθρωπο να με νοιάζεται με τη γλύκα και τη τρυφεράδα
της μάνας, που ομολογουμένως μου είχε λείψει πολύ. Κοντά της έμαθα σιγά
σιγά και τη τέχνη του ραψίματος των κουστουμιών. “Μάθε τέχνη κι άφησέ τη”
ήταν το σλόγκαν μας. Μάλιστα ό,τι ύφασμα περίσσευε έραβε κουστούμια στα
μέτρα μου».
«Α! τώρα εξηγείται από πού έχεις όλα αυτά τα κουστούμια» με διέκοψε
αμέσως.
«Είδες που λύθηκε το μυστήριο; » τη ρώτησα χαμογελώντας.
Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. «Τελικά, πότε σου έσκασε χαμόγελο η
τύχη να τσιμπήσεις κάποιο ρόλο στο θέατρο;» με ρώτησε με ανυπομονησία.
«Η κυρία Κλημεντίνη είχε τα αυτιά της τεντωμένα σε ό,τι θεατρικό δρώμε-
νο λάμβανε χώρα. Έτσι μια μέρα, πάνω στο βελόνι, μου ξεφούρνισε πως ένας
θιασάρχης που επρόκειτο να ανεβάζει το έργο «Το φιντανάκι» του Παντελή
Χόρν, το πιο σημαντικό έργο της ελληνικής ηθογραφίας, που πρωτοπαίχτηκε
το 1921 από τον “Θίασο Κυβέλης”, έκανε οντισιόν. Συγκεκριμένα ο σκηνοθέ-
της του έργου ζητούσε ένα φρέσκο πρόσωπο, πρωτοεμφανιζόμενο στον χώρο.
Μια και δυο λοιπόν, πήγα. Μέσα από εκατό περίπου κοπέλες διάλεξαν εμένα
να κάνω τη κόρη. Αυτό ήταν. Το έργο ανέβηκε με μεγάλη επιτυχία, παίρνο-
ντας μάλιστα πολύ καλές κριτικές».
«Φαντάζομαι και συ».
«Ε! ναι, και εγώ».
«Δηλαδή, το ντεμπούτο σου στο θέατρο στέφθηκε με δάφνες» συμπλήρω-
σε η Γοργώ, «Κι ύστερα…;»
«Ύστερα άνοιξε ο δρόμος και για άλλους ρόλους. Έπαιξα κοντά σε μεγά-
λους ηθοποιούς και θιάσους αρχαία τραγωδία, κωμωδία, τη κορυφαία στον
χορό, κι άλλα έργα της ελληνικής και της παγκόσμιας δραματουργίας»
«Ο Θωμαϊδης;»
«Αν είχε μάθει για μένα;»
Η Γοργώ κούνησε καταφατικά το κεφάλι της.
«Σίγουρα είχε μάθει, αλλά σιγά που τον ένοιαζε. Αυτός μάτια μου, με είχε
ξεγράψει από τα πρώτα κιόλας λεπτά της ζωής μου».
«Ναι, αλλά σε μεγάλωσε. Μη το ξεχνάς».
«Μην είσαι αφελής βρε Γοργώ. Αν το έκανε αυτό ήταν για να δείχνει στους
έξω πόσο καλός χριστιανός ήταν. Στο σπίτι όμως δεν ήταν άλλο παρά ο δυνά-
στης μου. Μέσα από μένα εκδικιόταν τη Γιολάντα. Λες και ευθυνόμουν εγώ
για τις πράξεις της».
«Έχεις δίκιο. Κι η Γιολάντα;»
«Χμ! η Γιολάντα…» είπα κι έκανα μια παύση.
Δεν ήθελα να συνεχίσω τη διήγησή μου. Είχα υποσχεθεί στον εαυτόν μου
να μην ανοίξω ποτέ τη μπουκόπορτα της ψυχής μου και να μιλήσω γι’ αυτήν.
Κι αυτό, από φόβο μη και ξεχυθεί σαν χείμαρρος ο πόνος και η οργή μου για
κείνη, παρασέρνοντας και μένα μαζί.
«Γιατί κόμπιασες;» με ρωτά η Γοργώ μέσα στην απορία.

«Σκεφτόμουν πως τελικά κανείς δεν γλιτώνει από τα φαντάσματα του πα-
ρελθόντος, όσο κι αν νομίζει πως τα έχει ξορκίσει. Κάποια στιγμή έρχεται το
πλήρωμα του χρόνου και τσούπ… βγαίνουν στην επιφάνεια. Σου πετούν το
άσπρο τους γαντάκι και σε προ(σ)καλούν σε μονομαχία».
«Να υποθέσω πως ένα από τα φαντασματάκια είναι η Γιολάντα;»
Πήρα μια βαθιά ανάσα.
«Πόσα χρόνια λείπεις από την Ελλάδα;» τη ρωτώ δαγκώνοντας τα χείλη
μου από αμηχανία.
«Έξι. Γιατί ρωτάς;»
«Έτσι χωρίς λόγο» της απαντώ αόριστα.
«Μήπως έντεχνα αλλάζεις κουβέντα;» με ρωτά με σοβαρό και συνάμα
σκοτεινό ύφος.
Κοκκίνισα από ντροπή.
«Λοιπόν; Θα μου πεις για τη μάνα σου;»
Πάνω στην στιγμή που ήμουν έτοιμη να βρω κάποια πρόφαση να της ξε-
γλιστρήσω, σαν από μηχανής θεός, χτυπά το κινητό της. Ήταν ο Δομίνικος.
«Φτου! Πάλι θα με ζαλίσει το φιλαράκι» είπε αγανακτισμένη κι απάντησε.
Ευτυχώς είπα από μέσα μου ξαλαφρωμένη και σηκώθηκα. Δεν ήθελα να
είμαι παρούσα στη συνομιλία τους. Πέταξα από πάνω μου τα ταλαιπωρημένα
ρούχα της μαντόνα και φόρεσα τη ρόμπα μου. Ύστερα στάθηκα μπροστά στο
παράθυρο κι άναψα τσιγάρο, κοιτώντας τα χρώματα του δειλινού που έβαφαν
τα ταξιδιάρικα σύννεφα πορφυρά. Πόσο γλυκόπικρη γεύση έχει τούτη η ώρα
σκέφτηκα, κι έκλεισα τα μάτια. Άλλη μια μέρα είχε φύγει.


Τα κοχύλια ζουν; Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη

Τα κοχύλια ζουν;   Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη Τα κοχύλια ζουν; Η Νεφέλη όταν αντίκρισε την παραλία της Πευκιάς ψηλά από τον δρόμ...