Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο


  Η Γοργώ βγαίνοντας από το μπάνιο με πέτυχε μπροστά στον καθρέπτη σε
πλήρη έκσταση να απαγγέλλω ένα απόσπασμα του χορού από τις «Βάκχες»
του Ευριπίδη.
« Μακάριος όποιος γλίτωσε
τις τρικυμιές της θάλασσας
κι αραξοβόλι πέτυχε·
μακάριος όποιος έφτασε
στο τέρμα των αγώνων του·
στον πλούτο και στη δύναμη
ο ένας τον άλλο ξεπερνά.
Ελπίδες μύριες βρίσκουνται
μες στις μυριάδες τους θνητούς·
άλλες καλότυχα τους παν
κι άλλες μαδάνε και σκορπάν·
καλοτυχίζω το θνητό
που τη ζωή χαιράμενα
μέρα τη μέρα την περνά»
«Μελίνα είσαι πολύ καλή» την άκουσα να λέει φανερά εντυπωσιασμένη.
«Βρίσκεις;» τη ρωτώ κοιτώντας την μέσα από τον καθρέφτη.
«Αν βρίσκω λέει. Σε παρακαλώ, μίλησε μου για σένα, για τη ζωή σου».
«Τι να σου πω; Η ζωή μου λίγο πολύ θυμίζει ήρωες από κλασικά παραμύ-
θια. Κάτι ανάμεσα στο “Χωρίς Οικογένεια” και στο “Κοριτσάκι με τα σπίρτα”»
της είπα και πικρογέλασα.
«Πάω να φτιάξω καφέ. Έτσι όπως προλόγισες νομίζω πως θα έχει ενδια-
φέρον η ζωή σου» μου είπε και πήγε ολοταχώς στην κουζίνα, για να επιστρέ-
ψει μετά από λίγα λεπτά με δύο κούπες αχνιστό καφέ.
«Λοιπόν, είμαι όλη αυτιά» είπε και στρώθηκε μαζί μου στον καναπέ.
Αν και με πονούσε να γυρίσω τον χρόνο πίσω, ξεκίνησα να της μιλώ περι-
ληπτικά για τα παιδικά μου χρόνια με τον θρησκόληπτο Θωμαϊδη, κατόπιν για
το φευγιό μου και την ολιγόχρονη ζωή μου με τη Γιολάντα, τη μάνα μου.
«Μετά τι έκανες;» με ρώτησε.

«Πήγαινα από τη μια οντισιόν στην άλλη. Όμως ήταν δύσκολο να βρω
δουλειά, αφού δεν ήταν του χαρακτήρα μου να κάνω υποχωρήσεις. Καταλα-
βαίνεις πως είναι αυτά τα πράγματα. Έτσι λοιπόν, αποκαρδιωμένη πια έκανα
δουλειές του ποδαριού. Άλλες φορές έπλενα σκάλες, άλλες φύλαγα μωρά, κι
άλλες έκανα τη κομπάρσα. Με λίγα λόγια φυτοζωούσα, αλλά να σου πω την
αλήθεια δεν με ένοιαζε. Ίσως γιατί πίστευα βαθιά μέσα μου πως κάποια μέρα
η ζωή θα με αποζημίωνε».
«Και ήρθε κείνη η μέρα;»
«Μη βιάζεσαι. Θα στα πω όλα με τη σειρά τους» της είπα και άναψα τσι-
γάρο.
«Εντάξει. Για λέγε…» είπε και κρεμάστηκε από τα χείλη μου.
«Μια μέρα λοιπόν, μαθαίνω από ένα ομοιοπαθούντα του χώρου πως ζη-
τούν βοηθό αρχηράφτρας σ’ ένα βεστιάριο. Δεν είναι να χάσω τέτοια δουλειά
είπα στον εαυτό μου, και πήγα χωρίς δεύτερη σκέψη. Η κυρία Κλημεντίνη, η
αρχηράφτρα, μια γυναίκα καλοκάγαθη και έξω καρδιά, από τη πρώτη στιγμή
έδειξε τη συμπάθειά της στο πρόσωπό μου. Κι εγώ τη συμπάθησα αμέσως. Με
τον καιρό αναπτύχθηκε ανάμεσά μας μια βαθιά φιλία. Λέγαμε τα εσώψυχά
μας και τις ανησυχίες μας. Τις Κυριακές πήγαινα σπίτι της και τρώγαμε μαζί.
Ήταν και κείνη μόνη της. Ένοιωθα όμορφα. Γαλήνια μπορώ να σου πω. Επι-
τέλους είχα βρει έναν άνθρωπο να με νοιάζεται με τη γλύκα και τη τρυφεράδα
της μάνας, που ομολογουμένως μου είχε λείψει πολύ. Κοντά της έμαθα σιγά
σιγά και τη τέχνη του ραψίματος των κουστουμιών. “Μάθε τέχνη κι άφησέ τη”
ήταν το σλόγκαν μας. Μάλιστα ό,τι ύφασμα περίσσευε έραβε κουστούμια στα
μέτρα μου».
«Α! τώρα εξηγείται από πού έχεις όλα αυτά τα κουστούμια» με διέκοψε
αμέσως.
«Είδες που λύθηκε το μυστήριο; » τη ρώτησα χαμογελώντας.
Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. «Τελικά, πότε σου έσκασε χαμόγελο η
τύχη να τσιμπήσεις κάποιο ρόλο στο θέατρο;» με ρώτησε με ανυπομονησία.
«Η κυρία Κλημεντίνη είχε τα αυτιά της τεντωμένα σε ό,τι θεατρικό δρώμε-
νο λάμβανε χώρα. Έτσι μια μέρα, πάνω στο βελόνι, μου ξεφούρνισε πως ένας
θιασάρχης που επρόκειτο να ανεβάζει το έργο «Το φιντανάκι» του Παντελή
Χόρν, το πιο σημαντικό έργο της ελληνικής ηθογραφίας, που πρωτοπαίχτηκε
το 1921 από τον “Θίασο Κυβέλης”, έκανε οντισιόν. Συγκεκριμένα ο σκηνοθέ-
της του έργου ζητούσε ένα φρέσκο πρόσωπο, πρωτοεμφανιζόμενο στον χώρο.
Μια και δυο λοιπόν, πήγα. Μέσα από εκατό περίπου κοπέλες διάλεξαν εμένα
να κάνω τη κόρη. Αυτό ήταν. Το έργο ανέβηκε με μεγάλη επιτυχία, παίρνο-
ντας μάλιστα πολύ καλές κριτικές».
«Φαντάζομαι και συ».
«Ε! ναι, και εγώ».
«Δηλαδή, το ντεμπούτο σου στο θέατρο στέφθηκε με δάφνες» συμπλήρω-
σε η Γοργώ, «Κι ύστερα…;»
«Ύστερα άνοιξε ο δρόμος και για άλλους ρόλους. Έπαιξα κοντά σε μεγά-
λους ηθοποιούς και θιάσους αρχαία τραγωδία, κωμωδία, τη κορυφαία στον
χορό, κι άλλα έργα της ελληνικής και της παγκόσμιας δραματουργίας»
«Ο Θωμαϊδης;»
«Αν είχε μάθει για μένα;»
Η Γοργώ κούνησε καταφατικά το κεφάλι της.
«Σίγουρα είχε μάθει, αλλά σιγά που τον ένοιαζε. Αυτός μάτια μου, με είχε
ξεγράψει από τα πρώτα κιόλας λεπτά της ζωής μου».
«Ναι, αλλά σε μεγάλωσε. Μη το ξεχνάς».
«Μην είσαι αφελής βρε Γοργώ. Αν το έκανε αυτό ήταν για να δείχνει στους
έξω πόσο καλός χριστιανός ήταν. Στο σπίτι όμως δεν ήταν άλλο παρά ο δυνά-
στης μου. Μέσα από μένα εκδικιόταν τη Γιολάντα. Λες και ευθυνόμουν εγώ
για τις πράξεις της».
«Έχεις δίκιο. Κι η Γιολάντα;»
«Χμ! η Γιολάντα…» είπα κι έκανα μια παύση.
Δεν ήθελα να συνεχίσω τη διήγησή μου. Είχα υποσχεθεί στον εαυτόν μου
να μην ανοίξω ποτέ τη μπουκόπορτα της ψυχής μου και να μιλήσω γι’ αυτήν.
Κι αυτό, από φόβο μη και ξεχυθεί σαν χείμαρρος ο πόνος και η οργή μου για
κείνη, παρασέρνοντας και μένα μαζί.
«Γιατί κόμπιασες;» με ρωτά η Γοργώ μέσα στην απορία.

«Σκεφτόμουν πως τελικά κανείς δεν γλιτώνει από τα φαντάσματα του πα-
ρελθόντος, όσο κι αν νομίζει πως τα έχει ξορκίσει. Κάποια στιγμή έρχεται το
πλήρωμα του χρόνου και τσούπ… βγαίνουν στην επιφάνεια. Σου πετούν το
άσπρο τους γαντάκι και σε προ(σ)καλούν σε μονομαχία».
«Να υποθέσω πως ένα από τα φαντασματάκια είναι η Γιολάντα;»
Πήρα μια βαθιά ανάσα.
«Πόσα χρόνια λείπεις από την Ελλάδα;» τη ρωτώ δαγκώνοντας τα χείλη
μου από αμηχανία.
«Έξι. Γιατί ρωτάς;»
«Έτσι χωρίς λόγο» της απαντώ αόριστα.
«Μήπως έντεχνα αλλάζεις κουβέντα;» με ρωτά με σοβαρό και συνάμα
σκοτεινό ύφος.
Κοκκίνισα από ντροπή.
«Λοιπόν; Θα μου πεις για τη μάνα σου;»
Πάνω στην στιγμή που ήμουν έτοιμη να βρω κάποια πρόφαση να της ξε-
γλιστρήσω, σαν από μηχανής θεός, χτυπά το κινητό της. Ήταν ο Δομίνικος.
«Φτου! Πάλι θα με ζαλίσει το φιλαράκι» είπε αγανακτισμένη κι απάντησε.
Ευτυχώς είπα από μέσα μου ξαλαφρωμένη και σηκώθηκα. Δεν ήθελα να
είμαι παρούσα στη συνομιλία τους. Πέταξα από πάνω μου τα ταλαιπωρημένα
ρούχα της μαντόνα και φόρεσα τη ρόμπα μου. Ύστερα στάθηκα μπροστά στο
παράθυρο κι άναψα τσιγάρο, κοιτώντας τα χρώματα του δειλινού που έβαφαν
τα ταξιδιάρικα σύννεφα πορφυρά. Πόσο γλυκόπικρη γεύση έχει τούτη η ώρα
σκέφτηκα, κι έκλεισα τα μάτια. Άλλη μια μέρα είχε φύγει.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου