Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22ο


Oι πρώτες μου επαγγελματικές προσπάθειες στέφθηκαν με πλήρη αποτυ-
χία. Σε κάθε πιάτσα που επιχειρούσα να στήσω το καβαλέτο μου μάζευα σαν
νάμουν μαγνήτης κι άλλους “συναδέλφους”, και όπως ήταν φυσικό ο ανταγω-
νισμός ήταν μεγάλος. Επιχείρησα σχεδόν σε όλες τις τουριστικές περιοχές της
Πάρου και της Τήνου αλλά δεν κατάφερα να βρω ένα στέκι που να μην ήταν
πανηγύρι. «Το επάγγελμα περνάει κρίση» μου είπε μια μέρα ένας ντόπιος η-
λικιωμένος που σκιτσάριζε καρικατούρες. «Οι ξένοι έχουν βάλει γερό πόδι στα
μέρη μας, κάνουν συγχρόνως τις διακοπές τους και μας παίρνουν το ψωμί
κοπέλα μου. Πριν λίγα χρόνια είχα αποκλειστικότητα στην Παροικιά. Δες τώ-
ρα τι γίνεται… Αλήθεια γιατί δεν πας στη Μύκονο; Είσαι νέο κορίτσι και σί-
γουρα εκεί έχεις πολλές πιθανότητες να δουλέψεις καλλίτερα. Άλλος κόσμος
εκεί».
Τι να του έλεγα τώρα; Ότι η Μύκονος ήταν το στέκι των γονιών μου και
του συναφιού τους, κι ότι θα προτιμούσα να αρμέγω γελάδες προκειμένου να
μην τους ξαναδώ στα μάτια μου; Περιορίστηκα μόνο να χαμογελάσω και να
τα μαζέψω, συμμεριζόμενη την έμμεση παράκληση να του αδειάσω τη γωνιά.
Με τη Μελίνα είχαμε σχεδόν αποξενωθεί. Είχε πιάσει δουλειά σε ένα καφέ
και έλλειπε πολλές ώρες από το σπίτι. Είχε αποκτήσει γνωριμίες στο νησί και
ασχολιόταν με πράγματα που δεν ήξερα. Με φρόντιζε ωστόσο σαν να ήταν η
μαμά μου. Μαγείρευε καθημερινά και είχε αναλάβει όλη την ευθύνη του σπι-
τιού. Μου είχε αφήσει το χρόνο μου να προσαρμοστώ και δεν με ρωτούσε για
τίποτα. «Όταν είσαι έτοιμη μου λες τι σε απασχολεί» μου είχε πει ένα πρωί
φεύγοντας, «γιατί η Γοργώ που ξέρω δεν είσαι. Κοίτα να αντιδράσεις... και
σύντομα… γιατί σε βλέπω καλόγρια στη μονή Καρμήλου» συμπλήρωσε φιλώ-
ντας με στο μάγουλο.
Καλόγρια στη μονή της Καρμήλου. Ένα κλικ γύρισε σαν κλειδί στο μυαλό
μου ξαφνικά..
Είχα βρεθεί μια μέρα στο λιμάνι της Τήνου. Καθόμουν στην προβλήτα
χαζεύοντας τους γλάρους, όταν το καράβι της γραμμής άραξε κατεβάζοντας
μια μυρμηγκιά κόσμο. Χωρίς να καταλάβω γιατί, μάζεψα όπως όπως τα
πράγματά μου κι ακολούθησα τη σιωπηλή διαδήλωση. Ήξερα που πηγαίνουν,
αλλά παρ’ ότι μικρή ερχόμουν συχνά στην Τήνο η γιαγιά μου ούτε μια φορά
δεν με είχε πάει για “προσκύνημα”. Το μόνο που γνώριζα για τη συγκεκριμένη
εκκλησία ήταν ότι ήταν χτισμένη πάνω στον αρχαίο ναό του Διονύσου.
Η γιαγιά Γοργώ, μου είχε μιλήσει πολλές φορές για την ιστορία της εκκλη-
σίας, και για το παζάρι του ανθρώπινου πόνου από τους επιτήδειους. Μου είχε
εκφράσει επίσης την απόλυτη πίστη της στην Μεγάλη Μητέρα όπως αποκα-
λούσε την Παναγία. Όμως αν και ένθεο άτομο ήταν εντελώς
αποστασιοποιημένo από κάθε είδους θρησκευτικό δόγμα. «Ν’ ακούς μόνο τη
φωνή μέσα σου, αυτή είναι ο Θεός. Να την εμπιστεύεσαι και να την επικαλεί-
σαι» μου έλεγε όταν ήμουν μικρή. Εγώ εννοείται ότι δεν καταλάβαινα τι μου
έλεγε. Ο σπόρος όμως μέσα μου έπεσε, ρίζωσε, έγινε γνώση, και ποτέ δεν με
άφησε να παγιδευτώ στην τρομοκρατία που αυτοαποκαλείται θρησκεία.
Ακολουθώντας τη μυρμηγκιά έφτασα στο μεγάλο ανηφορικό δρόμο του
εμπορίου. Το θέαμα με άφησε άφωνη. Δεξιά κι αριστερά φορτωμένοι πάγκοι
με παγανιστική πραμάτεια. Φυλαχτά, κομποσκοίνια, εικόνες, τάματα χρυσά
και αργυρά, πόδια, χέρια, κεφάλια κρεμασμένα με κορδέλες ροζ και γαλάζιες.
Μπουκαλάκια σε διάφορα μεγέθη με θαυματουργό “αγίασμα”. Ζητιάνοι κάθε
ς ηλικίας να σε τραβούν από τα ρούχα επικαλούμενοι τραγικές ιστορίες για να
ξυπνήσουν την πιο βαθιά θαμμένη ενοχή σου και να κερδίσουν την προτίμησή
σου στο εμπόρευμά τους. Χαλάκια με την εικόνα της Παναγίας, και καρτ πο-
στάλ με το θέαμα της εικόνας φορτωμένης με υλική πίστη αποτυπωμένο σε
ιλουστρασιόν χαρτί. Και το τραγικότερο από όλα.. επιγονατίδες για τους πι-
στούς που ανεβαίνοντας με τα γόνατα τη μεγάλη ανηφόρα εκπλήρωναν την
υπόσχεσή τους στη Μεγαλόχαρη για το θαύμα που τους είχε κάνει. Ένοιωσα
το αίμα μου να ανεβαίνει στο κεφάλι. Κάπως έτσι θα είχε νοιώσει φαντάζομαι
κι ο Ιησούς, ο ήρωας όλων αυτών που σταυροκοπούνταν αφιονισμένοι μπρος
τα μάτια μου, όταν βρέθηκε στο αντίστοιχο παζάρι του ναού του Σολομώντα.
Παρά τρίχα εγκεφαλικό θα το έλεγα στη σημερινή γλώσσα.

«Έχω παιδί με καρκίνο και τη γυναίκα μου με τετραπληγία. Πέντε παιδιά
να θρέψω. Να συγχωρεθούν τα πεθαμένα σου κοπέλα, πάρε λαμπάδα από το
φτωχό» ένοιωσα πλάι μου ένα χέρι να με τραβά προκαλώντας μου μιαν άσχη-
μη αντίδραση, ενώ ταυτόχρονα μια καλόγρια μου έχωνε στη μούρη μια αση-
μένια εικόνα με την προτροπή να την πάρω για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες
μου, και ν’ απαλλαγώ από το δαίμονα που μόλις είχε διακρίνει στη συμπερι-
φορά μου.
Επειδή ο κίνδυνος να γίνω βίαιη, μέσα σε μια σφηκοφωλιά θρησκόλη-
πτων, που σίγουρα δεν θα με οδηγούσε πουθενά, αποφάσισα να φύγω και να
ξεχάσω το συμβάν, γιατί καλώς ή κακώς είχα επιλέξει να ζήσω σ’ αυτά τα νη-
σιά. Χώρια που η μνήμη της αγαπημένης μου γιαγιάς του μοναδικού ίσως
προσώπου που εκτιμούσα σ’ αυτό τον κόσμο, ήταν χαραγμένη πάνω σ’ αυτό
το μέρος.
Ένα αμυδρό χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη μου. Η γιαγιά μου σίγουρα θα
διαφωνούσε κάθετα με τη σκέψη μου. Η οικονομική της κατάσταση όμως της
επέτρεπε να υπερασπίζεται χωρίς καμία παρέκκλιση τις ιδέες της, ενώ εγώ
στη φάση που βρισκόμουν έπρεπε να επιβιώσω πάση θυσία, και αυτή η “θυ-
σία” άρχισε να παίρνει μέσα μου σάρκα και οστά.
Δρασκελίζοντας τα στενά σκαλοπάτια του μύλου κατέβηκα στη μικρή α-
ποθήκη όπου είχε φυλαγμένο το αντιπαθητικό της μπαούλο η Μελίνα.
Άρχισα να σκαλίζω με προσοχή το περιεχόμενο του ενώ στα ρουθούνια
μου τρύπωνε ανελέητα το άρωμα λεβάντας που έριχνε μέσα σε αραχνοΰφαντα
σακουλάκια η φίλη μου, προκειμένου ο προσωπικός της θησαυρός να μη θιγεί
από τον λαίμαργο σκώρο. Αφού φταρνίστηκα και έβρισα πάνω από δέκα φο-
ρές ανακάλυψα το μαύρο ράσο που μου χρειαζόταν για να μετατραπώ από μια
αγενέστατη υστερική κορασίδα, σε παρθένο ευπρεπή και αμόλυντη του πολι-
τισμού κόρη. Τακτοποίησα με προσοχή το μπαούλο ώστε να μην υπάρξει το
παραμικρό ίχνος παραβίασης, και κατευθύνθηκα στην αποθήκη όπου είχα
στήσει το εργαστήριο της ζωγραφικής μου. Φόρεσα τη στολή και με καμάρω-
σα για μια ακόμα φορά σαν εκπρόσωπο του θείου δέους. Τύλιξα τα μαλλιά
μου σε πλεξούδες φτιάχνοντας ένα αριστοτεχνικό γεροντοκορίστικο κότσο και
το μόνο που έλειπε από την μετάλλαξη μου αυτή, ήταν το μαύρο μαντήλι που
σίγουρα θα εύρισκα στα πράγματα της γιαγιάς μου.
Από την επόμενη κιόλας μέρα άρχισα να μαζεύω “θαυματουργά” αντικεί-
μενα. Ξυλάκια που τα βάφτισα τίμιο ξύλο, ιάματα δικής μου έμπνευσης και
προέλευσης, φυλακτά τυλιγμένα σε μικρά χαριτωμένα πανάκια που έκοβα
προσεκτικά από τα χρωματιστά στριφώματα των στολών της Μελίνας, και
μικρές εικονίτσες που ζωγράφιζα πάνω σε φλούδες δέντρων. Όλο αυτό το πο-
λύτιμο εμπόρευμά μου το έκρυβα με επιμέλεια μέσα σε ένα ξύλινο κιβώτιο στο
βάθος της βάρκας γιατί φοβόμουν την αντίδραση της Μελίνας αν ανακάλυπτε
το “σατανικό” μου σχέδιο.
Μέσα σε όλη αυτή τη διαδικασία η διάθεσή μου άρχισε να ανεβαίνει. Φα-
νταζόμουν τον εαυτό μου έναν σύγχρονο άγιο των “αδαών” που θα πουλούσε
θρησκευτικά “φύκια” για θαυματουργές “κορδέλλες”.
«Μήπως πήρες κάτι μικρά μπουκαλάκια που ήταν στο ντουλάπι πλάι στην
πιατοθήκη;» ρώτησε ένα πρωινό η Μελίνα καθώς σερβίριζε καφέ με κουλου-
ράκια πορτοκαλιού.
«Μη ξαναπάρεις πορτοκαλιού» απάντησα δαγκώνοντας ένα τραγανιστό
κουλουράκι, «αυτή την εποχή δεν υπάρχουν πορτοκάλια, δεν μου αρέσουν οι
μαϊμούδες».
Με κοίταξε και ξεσπώντας σε γέλια έδειξε το άδειο ποτήρι με το χυμό πορ-
τοκαλιού που μόλις είχα αδειάσει. «Είναι σαφές» αποκρίθηκε, «τα μπουκαλά-
κια εσύ τα πήρες;» επέστρεψε στην ερώτησή της.
«Ναι, τα πήρα να τα γεμίσω αγίασμα» απάντησα σοβαρή.
«Χα, χα γελάσαμε. Πες τώρα τα είδες πουθενά;»
«Αφού δεν με πιστεύεις τι να σου πω;»
«Χάνονται πράγματα εδώ μέσα και μου κάνει εντύπωση. Χθες έψαχνα το
κουτί με τα βελόνια και τις κλωστές και δεν το εύρισκα πουθενά».
«Τι δουλειά έχω εγώ με τα βελόνια; Θα με κουφάνεις πρωί πρωί Μελινάκι;
Κάπου τα βάζεις και τα ξεχνάς. Μήπως είσαι ερωτευμένη με κανένα βλαχάκι
και μου το κρύβεις ρε; Μέσα στη γκρίνια σε βρίσκω, κάθε μέρα κάτι χάνεις.

Εγώ πάντως καμιά σχέση με τα βελόνια και την κατσίκα σου. Α.. και τώρα που
το θυμήθηκα αυτό το βλαμμένο ζωντανό χθες έφαγε τα κορδόνια μου. Μάζε-
ψε το γιατί θα το βρεις με πατάτες στο φούρνο καμιά μέρα».
«Μη τολμήσεις να πειράξεις τη Φρόσω» μου απάντησε τεντώνοντας το
δάχτυλο.
«Χα, χα. Δεν θα την πειράξω το υπόσχομαι. Άλλωστε είναι δώρο αρραβώ-
νων» την πείραξα γελώντας με την καρδιά μου.
«Γοργώ που πηγαίνεις με τη βάρκα κάθε μέρα;» με αιφνιδίασε με τη ερώ-
τησή της.
«Ραντεβουδάκι με τον Ποσειδώνα» αποκρίθηκα χαμογελώντας.
«Σοβαρά μιλάω. Που γυρνάς όλη μέρα με τη βάρκα;»
«Βαριέμαι το φέρι και περνάω απέναντι μ’ αυτήν. Τελευταία δουλεύω στην
Τήνο. Καλή πιάτσα. Έχει τουρισμό και το σκιτσάρισμα πάει καλά. Σε λίγο
καιρό θα έχουμε γερό κομπόδεμα για τις επισκευές στο μύλο. Εσύ πως πας με
το “θεατρικό ψώνιο;”» άλλαξα κουβέντα.
«Ψώνιο είσαι και φαίνεσαι άσχετη. Θα τρίβεις τα μάτια σου όταν θα έρ-
θεις να δεις την παράσταση, αν φυσικά σε καλέσω γιατί δεν είμαι σίγουρη».
«Μη μου το κάνεις αυτό, σε παρακαλώ. Δεν θα το αντέξω» είπα δένοντας
τα χέρια μου με απελπισία.
«Καλά κορόιδευε όσο θέλεις τέρας. Μια μέρα θα το μετανιώσεις» απάντη-
σε εύθυμα και σηκώθηκε από το τραπέζι μαζεύοντας το σερβίτσιο της. «Έχω
καθυστερήσει, θα χάσω το φέρι» μουρμούρισε πηγαίνοντας προς την κουζίνα.
«Να σε πάω με τη βάρκα;» ρώτησα γνωρίζοντας την απάντηση.
«Όχι. Δεν έχω κάνει ακόμα διαθήκη» φώναξε γελώντας.


Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21ο


Είχε κυλήσει μια βδομάδα από τη μέρα που πατήσαμε το πόδι μας στο
νησί. Μια βδομάδα χωρίς πλήξη και ανία. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να είναι
διαφορετικά με τη σαρωτική Γοργώ παρέα. Το είχα καταλάβει από τη πρώτη
κιόλας στιγμή, μαζί της δεν θα βαριόμουν ποτέ. Είχε έναν μοναδικό τρόπο,
ταλέντο θα έλεγα καλλίτερα, να γεμίζει τη ζωή των άλλων με χρώμα, ανατρέ-
ποντας συνάμα τα πάντα με τη δύναμη του χιούμορ της. Κι ίσως το παράξενο
πάντρεμα αυτό τελικά να είναι η αιτία που την κάνει ξεχωριστή, να προκαλεί
τον άλλον να τη τσιγκλάει, και να βρίσκεται μαζί της σε μιαν αέναη αντιπα-
λότητα. Περίτρανη απόδειξη με τον Δομίνικο. Όλο κόντρα στη κόντρα είναι.
Αλλά και εγώ δεν πάω πίσω. Έχω μπει για τα καλά στο παιχνίδι αυτό, και δεν
το κρύβω, μου αρέσει πολύ. Λέξη δεν αφήνω να πέσει κάτω. Βέβαια όποιος τη
γνωρίζει πρώτη φορά δεν είναι και το καλλίτερό του, μιας και δεν ξέρει πώς
να την αντιμετωπίσει. Όπως ακριβώς συνέβη και με τον Πετρή κείνο το βράδυ
του δείπνου. Ο τάλας τα είχε χάσει εντελώς μαζί της. Καθόταν στριμωγμένος
στη γωνιά του, και από την αμηχανία του έφτιαχνε σγρομπαλάκια από ψωμί,
παίζοντας με δαύτα. Δεν ήταν τυχαίο λοιπόν που είχε ρίξει μαύρη πέτρα πίσω
του. Από τη μια προσπαθούσα να ξεχάσω το ατυχές συμβάν, απ’ την άλλη ό-
μως με στεναχωρούσε και η ιδέα μήπως δεν τον ξαναδώ. Δεν είναι τάχα και
εύκολο στις μέρες μας να συναντάς αυθεντικούς ανθρώπους. Κι ο Πετρής ή-
ταν ένας από τους τελευταίους αυθεντικούς. Γι αυτό, δεν ήθελα με τίποτα να
τον στερηθώ. Με τίποτα να νοιώθει παραγκωνισμένος. Αν γνώριζα που έμενε
θα πήγαινε αμέσως να τον βρω, να του εξηγήσω και να λυθεί κάθε παρεξήγη-
ση. Και τότε ήμουν σίγουρη πως θα καταλάβαινε, θα κατανοούσε πως τα ασυ-
γκέραστα και τα συγκερασμένα της ζωής είναι αυτά που συνθέτουν το θαύμα
της.
Μια απροσδιόριστη κακοδιαθεσία είχε φωλιάσει μέσα μου σήμερα από το
πρωί και δεν έλεγε να φύγει με τίποτα. Το αποτέλεσμα; Να μου φταίνε όλα.
Από το βέλασμα της Φρόσως που σώνει και καλά ήθελε να αποσπάσει τη προ-
σοχή μου, μέχρι το αεράκι που σηκώθηκε ξαφνικά και μου γύρισε το φύλλο
από το βιβλίο που διάβαζα καθισμένη έξω στο πεζούλι. Δηλαδή, ο Δίας να το
κάνει διάβασμα αφού δεν ξέρω και εγώ πόση ώρα ήμουν με το βλέμμα καρ-
φωμένο πάνω στην ίδια σελίδα, προσπαθώντας να συγκεντρωθώ. Χορό κάνα-
νε τα λόγια της Σόνιας, κεντρικής ηρωίδας του Τσέχωφ από το θεατρικό έργο
«Ο Θείος Βάνιας».
«Θ’ αναπαυτούμε! Θ’ ακούσουμε τους αγγέλους. Θα ιδούμε όλον τον κό-
σμο μέσα στα διαμάντια, θα ιδούμε πως όλη η κακία εδώ κάτω στη γη, όλα
μας τα πάθη θ’ αφανιστούνε μέσα στον οίχτο, που θα πλημμυρίσει όλον τον
κόσμο, κι η ζωή θα γίνει ήσυχη, τρυφερή, γλυκιά σα χάδι. Πιστεύω, πιστεύ-
ω…Φτωχέ, φτωχέ μπάρμπα Βάνια, κλαίς… Δε γνώρισες στη ζωή σου χαρές, μα
περίμενε, μπάρμπα Βάνια, περίμενε… Θ’ αναπαυτούμε! Θ’ αναπαυτούμε!»
«Θ’ αναπαυτούμε;» σιγοψιθύρισα τη μόνη ατάκα που συγκράτησα από
όλα τα λόγια της ηρωίδας, αντικαθιστώντας μάλιστα το θαυμαστικό μ’ ένα με-
γάλο ερωτηματικό. Μη ξεχαστώ και δεν μιζεριάσω, και δεν πάει καλά η μέρα.
Τελικά, είναι απορίας άξιον από πού αντλώ τέτοια κακομοιριά. Αντί να ευ-
γνωμονώ τη ζωή και να της στέλνω γλυκοφιλήματα, μπαίνω στο τρυπάκι της
γκρίνιας χαλώντας τα πάντα. Δεν παίρνω παράδειγμα από τη Γοργώ που δεν
το βάζει κάτω. Να, τώρα γύρευε που θα βρίσκεται και ποιον θα παιδεύει με
την ωραία της τρέλα. Έχει φύγει “το τέρας” από το πρωί και πάει απόγευμα
κι ακόμα να φανεί. Μου πέταξε ένα ξερό “φεύγω” και εξαφανίστηκε με τα
σύνεργα της ζωγραφικής της ανά χείρας.
Άφησα τη Σόνια να παρηγορεί τον θείο της Βάνια, και σηκώθηκα αμέσως.
Δεν πήγαινε άλλο με τούτη τη κατάσταση, έπρεπε να αντιδράσω. Πέταξα πά-
νω στις πλάτες μου ένα φούτερ και έφυγα προς άγνωστη κατεύθυνση. Ευτυ-
χώς, ήταν κατηφόρα και το περπάτημα δεν συνοδευόταν από τα γνωστά α-
γκομαχητά του τσιγάρου. Αχ! Άτιμο τσιγάρο μονολόγησα , ψάχνοντας συνάμα
και τη πίσω τσέπη του τζιν μου μη τυχόν και είχα ξεχάσει να πάρω μαζί μου το
πακέτο.
Από τα πρώτα κιόλας λεπτά ένοιωσα αγαλλίαση με τη μάνα φύση να με
συντροφεύει μοιράζοντας μου απλόχερα τα καλούδια της, όπως τις διάχυτες
ευωδιές από τα βότανα να γαργαλίζουν μοναδικά τη ρινική μου κοιλότητα,
τους εναρμονισμένους με κείνους του σύμπαντος ήχους της, περνώντας τις
πύλες της ψυχής μου, ωσάν οι αχτίδες μέσα από τα βιτρό, εκείνα τα γνωστά

υαλογραφήματα των ναών, φωτίζοντας την με το χρώμα της απόλυτης γαλή-
νης και αταραξίας. Μιας αταραξίας που στο βάθος της όμως κρύβει τη διαρκή
κίνηση του “μέσα” μας, ακριβώς για να αίρει τη λήθη μας απέναντι στο δώρο
αυτό που λέγεται ζωή.
Ταξιδεύοντας μέσα σ’ όλη αυτή τη αταραξία, και αισθανόμενη ολάκερο το
σύμπαν να τραγουδά την “Ενάτη Συμφωνία” του Μπετόβεν, ήταν επόμενο να
έχω χάσει κάθε επαφή με την πραγματικότητα, και σαν αντικείμενο αγνώστου
ταυτότητας, λαϊκά “ούφο”, ξαφνικά να έχω μπει σ’ ένα κοπάδι από αιγοπρό-
βατα, και να περιφέρομαι ανάμεσά τους σαν να μη συμβαίνει τίποτα, ενώ κά-
ποιο αγόρι να μου φωνάζει: «Κυρά μέριασε. Δεν βλέπεις; Τρομάζεις τα ζω-
ντανά!»
Η φωνή του ήταν τόσο τσιριχτή που με επανέφερε αμέσως.
«Αγόρι μου, τι τρέχει;» ρωτώ κάνοντας δυο βήματα μπροστά, που απέβη-
σαν όμως μοιραία, αφού πατώντας πάνω στις φρέσκες κακαράτζες των ζω-
ντανών, είχε σαν αποτέλεσμα να γλιστρήσω και να πέσω φαρδιά πλατιά κάτω.
Το αγόρι έτρεξε αμέσως κοντά μου. «Κυρά, χτύπησες;» με ρωτά όλο αγω-
νία.
«Ωχ! Θα δείξει…» του απάντησα, πιάνοντας τα οπίσθιά μου να δω αν ήταν
ακόμα στη θέση τους.
«Πω! Πω! σαν καρπούζι έσκασες καταγής» σχολίασε το αγόρι, προσπα-
θώντας να συγκρατήσει τα γέλια του για τη μεγαλόπρεπη κωλοκαθησιά μου
πάνω στις κακαράτζες και τη… σπινθηροβόλα θέασή μου απ’ τα αιγοπρόβα-
τα που κείνη τη στιγμή με είχαν κυκλώσει, αναμασώντας συνάμα τη τροφή
τους.
Μπροστά στην αστεία αυτή εικόνα, ξεχνάω προς στιγμή τον πόνο μου, και
πέφτω σε ακράτητα γέλια, δίνοντας και το ελεύθερο στο αγόρι να ξεσπάσει
και κείνο με τη σειρά του. Στο μεταξύ, τα αιγοπρόβατα θορυβημένα απ’ τα
γέλια μας, να οπισθοχωρούν ατάκτως, και τα σκυλιά γαβγίζοντας να έχουν
πάρει το κατόπι τους.
«Κυρά έλα να σε βοηθήσω να σηκωθείς» μου είπε το αγόρι σταματώντας
αμέσως το γέλιο, «…τα ζωντανά λακίζουν και ποιος ακούει μετά το αφεντι-
κό».
«Μη νοιάζεσαι για μένα, και τρέξε γρήγορα. Θα τα καταφέρω» του λέω
και κάνω μια προσπάθεια να σηκωθώ.
«Δεν μπορώ να σ’ αφήσω έτσι» αποκρίνεται εκείνο, και μου δίνει το χέρι
του. «Λίγο πιο κάτω είναι το σπίτι του αφεντικού...» συνέχισε «…θα σε πάω
μέχρι εκεί να σου δώσουν τις πρώτες βοήθειες».
Ο Γιάννος, έτσι έλεγαν το αγόρι, κι εγώ φτάσαμε έξω από το σπίτι του α-
φεντικού, ένα πραγματικό στολίδι της κυκλαδίτικης αρχιτεκτονικής, ύστερα
από λίγη ώρα, έχοντας πίσω μας ολόκληρη κουστωδία τα αιγοπρόβατα.
«Κυρά, περίμενε…» μου λέει, και τραβάει δύο φορές το σχοινί από τη μι-
κρή καμπάνα που κρεμόταν κάτω από το ξύλινο πορτόνι της εισόδου.
Δεν περνούν μερικά λεπτά, και από το βάθος του μεγάλου κήπου ξεπρο-
βάλλει μια γυναίκα γύρω στα εξήντα χρόνια, πανύψηλη και ευτραφής.
«Η Κυρά Σαμιωτάκη καταφτάνει…» σκύβει και μου σιγοψιθυρίζει στο αυτί
ο Γιάννος.
«Να υποθέσω πως είναι η μάνα του αφεντικού σου;»
«Ναι» μου αποκρίνεται λακωνικά.
«Κρητικιά είναι;» ρωτώ όλη περιέργεια.
«Όχι, Πολίτισσα » απαντά ο Γιάννος, σκάζοντας συνάμα ένα χαμογελάκι
όλο νόημα.
Δεν προλαβαίνω να τον ρωτήσω κάτι παραπάνω, γιατί η μάνα του αφεντι-
κού μόλις είχε καταφτάσει και στεκόταν μπροστά μας μέσα στο λουλουδάτο
φόρεμά της.
«Τι συμβαίνει γιαβρί μου;» ρωτάει τον Γιάννο, ρίχνοντας ωστόσο το
βλέμμα της ερευνητικά πάνω μου.
«Να.., η κοπελιά από δω είχε ένα ατύχημα κοντά στο μικρολίβαδο, κι είπα
να τη φέρω στο αρχοντικό σου. Καλά δεν έκαμα κυρά;».
«Ναι γιαβρί μου, πολύ καλά έκαμες» λέει αμέσως εκείνη καλοσυνάτα. «Ά-
με τώρα τα ζωντανά στα μαντριά, και μην ανησυχείς για τη κοπελιά, θα την

φροντίσω εγώ για» συμπληρώνει, και μου τείνει το μπράτσο της να στηριχτώ
πάνω του.
Τη κοίταξα με την άκρη του ματιού. Η θωριά της κάποιον μου θύμιζε. Δεν
κάθισα όμως να σκεφτώ περισσότερο, γιατί ο πόνος στα οπίσθιά μου είχε αρ-
χίσει να γίνετα
ι αφόρητος. Και σαν να μην έφτανε αυτό, να βρωμοκοπώ κιόλας από τις
ξεραμένες κακαράτζες, που κολλημένες σαν βούλες πάνω στο άσπρο μου τζιν
το έκαναν να θυμίζει σκυλάκι Δαλματίας.
Περπατήσαμε μέσα από τον ολόβλαστο κήπο με τα μοσχομπίζελα, τις λε-
βαντίνες και τις αρμπαρόριζες, φτάνοντας στο τέλος σε μια ασβεστωμένη αυ-
λή, ζωσμένη στη κυριολεξία από παρθενόκισσους και βουκαμβίλλιες στις α-
ποχρώσεις του ροζ και του μοβ, όλα φυτεμένα σε πήλινα πιθάρια και κιούπια.
Το μεγάλο πέτρινο τραπέζι που δέσποζε στο μέσον της, με τους χτιστούς πά-
γκους γύρω του, μαρτυρούσε πως το αρχοντικό αυτό φιλοξενούσε και τάιζε
πολλούς νοματαίους, ενώ το κλουβί, σωστό κομψοτέχνημα, με λογιών εξωτικά
πουλιά, σου έδινε την αίσθηση, μοναδική θα έλεγα, πως βρισκόσουν στη μέση
ενός μικρού παράδεισου.
«Λόξα του γιου μου» σπάει τη σιωπή, καθώς μ’ έπιασε να θαυμάζω το
κλουβί με τα πουλιά. «Όμως έλα, κάθισε εδώ» μου λέει, δείχνοντάς μου μια
αναπαυτική ξύλινη σεσλόγκ πολυθρόνα.
«Κυρία Σαμιωτάκη, δεν είναι να καθίσω με τόση βρώμα πάνω μου. Θα λε-
ρώσω τη πολυθρόνα, κι είναι κρίμα».
Την είδα να συνοφρυώνεται. Κατόπιν με ύφος πολύ σοβαρό να με ρωτά-
ει:«Πως με αποκάλεσες;»
Την κοίταξα με απορία. «Μα.. με το επίθετό σας φυσικά» της απαντώ κα-
τόπιν πολύ σοβαρά κι εγώ.
«Αχ! Πάλι αυτό το σκατόπαιδο, ο Γιάννος, έχει βάλει το χεράκι του. Κι άλ-
λο που δεν του έχω πει του θεομπαίχτη. “Πάψε να με αποκαλείς στους άλλους
έτσι, γιατί τη μπατσιά δεν τη γλιτώνεις ”. Τίποτα όμως αυτός, το χαβά του»
λέει φανερά εκνευρισμένη.
Είχα αρχίσει να νοιώθω άβολα, και το μόνο που επιθυμούσα ήταν να φύ-
γω αμέσως από κει. Φαίνεται πως το κατάλαβε, και το δίχως άλλο θέλησε να
το μαζέψει.
«Σε είπα κοπέλα μου, δεν φταις εσύ, αλλά ο Γιάννος. Όμως δεν θα ματάρ-
θει; Αχα!Θα του δείξω εγώ για» είπε θυμωμένα, χτυπώντας συνάμα το δεξί
της πόδι σαν πεισματάρικο παιδί.
Αποσβολωμένη έμεινα να την κοιτώ. «Κυρία, εξακολουθώ να μην καταλα-
βαίνω,» είπα κάπως κομπιασμένα, «…αλλά αν σας πρόσβαλα, ζητώ συγνώ-
μη».
«Ό,τι έγινε, είναι φανερό για πως έγινε άθελά σου. Ξαπόστασε τώρα, και
εγώ θα πάω να φέρω πετσέτες να καθαρίσεις το παντελόνι σου και κανένα
παυσίπονο να καταλαγιάσει ο πόνος», μου αποκρίθηκε με γλυκό ύφος, χτυ-
πώντας με στον ώμο φιλικά.
«Σας παρακαλώ, μη μπαίνετε στον κόπο. Καλύτερα να πηγαίνω».
«Κόπος; Άπαπα…Άκου κόπος! Με προσβάλεις γιαβρί μου. Είσαι στο σπίτι
της Φωτεινής Γαλάτη και θα φύγεις έτσι για; Ποτέ» μου είπε με ύφος που δεν
σήκωνε αντίρρηση.
Η κυρία Φωτεινή Γαλάτη λοιπόν κι όχι η κυρία…Σαμιωτάκη όπως την α-
ποκαλεί ο Γιάννος και με το δίκιο του εδώ που τα λέμε, αφού η κορμοστασιά
της, το μπρίο της, και γενικά το όλο της παρουσιαστικό φέρνει κατά πολύ της
ηθοποιού Ευαγγελίας Σαμιωτάκη, ήρθε από τη Πόλη με τους γονείς της την
εποχή εκείνη που απελαύνανε οι Τούρκοι τους Έλληνες. Τα πρώτα χρόνια ε-
γκαταστάθηκαν στον Πειραιά, και με πολύ δυσκολία τα έφερναν βόλτα. Ανα-
γκάστηκαν λοιπόν να φύγουν από κει και να πάνε στη Μύκονο, μιας και ο πα-
τέρας της, ένας από τους καλλίτερους τεχνίτες κοσμημάτων, είχε βρει δουλειά
με τη βοήθεια ενός οικογενειακού τους φίλου, σε κάποιο εργαστήριο. Δειλά
δειλά στην αρχή, κατόπιν πιο αποφασιστικά, κι έχοντας κάνει ένα γερό κο-
μπόδεμα, άνοιξαν το δικό τους εργαστήρι και κοσμηματοπωλείο το περίφημο
‘Τοπ Καπί’. Όποιον ρώταγες για το μαγαζί τους, δεν υπήρχε περίπτωση να μη
το ξέρει. Ήταν ονομαστό. Και κείνη μια πολύφερνη νύφη, αφού και ενταλού
κοπέλα ήτανε- δηλαδή χαριτωμένη και αεράτη όπως μου εξήγησε- και με μια
προίκα που τη ζήλευαν όλα τα θηλυκά του νησιού. Επόμενο ήταν λοιπόν να


έχει το ένα προξενιό μετά το άλλο. Μέσα απ’ αυτά ξεχώρισε για άντρα της τον
Βαγγέλη Γαλάτη, έναν τσέλιγκα από την Αντίπαρο. Παντρεύτηκαν αμέσως.
Έτσι η Φωτεινή Εκμετζόγλου και μετά γάμον Γαλάτη, εγκαταστάθηκε μόνιμα
στο νησί, στο αρχοντόσπιτο αυτό. Από το γάμο τους απέκτησαν το γιο τους
τον μονάκριβο, που όνειρό του ήταν να γίνει ναυτικός. Δυστυχώς, δεν έστερξε
το όνειρο, γιατί τη μέρα που θα μπάρκαρε πέθανε ξαφνικά ο πατέρας του από
ανακοπή καρδιάς και αναγκάστηκε να μείνει κοντά στη μάνα του.
«Ο γιος μου, Μελίνα, είναι καλλιτεχνική φύση. Γράφει ποιήματα. Κάποια
μέρα μάλιστα σκέφτεται να τα εκδώσει» μου ανάφερε με περηφάνια.
Δεν ξέρω, αλλά η κουβέντα της αυτή μου θύμισε αμέσως τον Πετρή. Ακρι-
βώς την ίδια επιθυμία μου είχε εκφράσει και κείνος το βράδυ του δείπνου λί-
γο πριν φύγει από το σπίτι.
«Πως τον λένε τον γιο σας;» τη ρωτάω διακόπτοντας τον ειρμό της, και με
τη κρυφή ελπίδα να είναι ο Πετρής.
«Πετρή τον λένε».
«Ντιν!Ντον!» βγαίνει αυθόρμητα απ’ τα χείλη μου, κάνοντας την κυρία
Φωτεινή να απορήσει. «Μη δίνετε σημασία, είναι μια έκφραση που χρησιμο-
ποιούμε μερικές φορές εμείς οι ηθοποιοί για χάρη γούστου» της λέω πειστικά.
«Α! Ναι; Πρωτότυπη έκφραση για.. Μ’ αρέσει. Θα τη λέω κι εγώ» μου δη-
λώνει, αναφωνώντας κατόπιν όλο σκέρτσο: «Ντιν!Ντον!»
Χαμογέλασα. Ήταν απολαυστική, έχοντας τον ίδιο πηγαίο αυθορμητισμό
με κείνου του γιου της Πετρή. «Λοιπόν, Μελίνα, ο γιος μου πήρε το όνομα του
πατέρα μου. Κανονικά έπρεπε να του δώσουμε το όνομα του πεθερού μου, αλ-
λά…» ξεκίνησε να μου μιλάει για τα οικογενειακά της δίχως να παίρνει ανάσα.
Κι εγώ να κάθομαι υπομονετικά να την ακούω με το βλέμμα μου καρφω-
μένο προς τη μεριά του κήπου μήπως και σκάσει μύτη ο Πετρής. Η ώρα ωστό-
σο περνούσε, και ο Πετρής δεν έλεγε να φανεί. Στο μεταξύ, η γλώσσα της κυ-
ρίας Φωτεινής να πηγαίνει ροδάνι. Δεν λέω, καλή και χρυσή η γυναίκα, αλλά
πολύ φλύαρη. Τάση λυποθυμίας μου ήρθε από την πολυλογία της. Ώσπου δεν
άντεξα άλλο, και κοίταξα το ρολόι μου μήπως καταλάβει και σταματήσει. Τζί-
φος! Τώρα, με είχε πιάσει μονότερμα για τις καλλιτεχνικές ανησυχίες εκείνης
και της φίλης της Λίλας Πατέλη, προέδρου του πολιτιστικού συλλόγου της
Πάρου, που σαν από μηχανής θεός μόλις είχε καταφτάσει για βραδινή βεγγέ-
ρα. Επωφελούμενη από τον ερχομό της, είπα να τη κάνω με ελαφρά πηδημα-
τάκια.«Ώρα να πηγαίνω κι εγώ, να σας αφήσω να τα πείτε οι φίλες» είπα ευ-
γενικά και σηκώθηκα.
Η κυρία Φωτεινή με σταμάτησε αμέσως. «Απαπα… τι είναι αυτά που με
λες κοκόνα μου, θα σε μαλώσω» είπε, και μ’ έβαλε πάλι να καθίσω. Ύστερα,
γυρνώντας προς τη μεριά της φίλης της, έσπευσε να με συστήσει.«Λιλάκι, από
δω να σε γνωρίσω τη Μελίνα, τη νέα μας φίλη».
«Χαίρω πολύ Μελίνα» μου λέει εγκάρδια, δίνοντας μου το χέρι της. «Είσαι
πολύ γλυκιά φατσούλα».
«Αν σε πω και τη δουλειά της» επεμβαίνει η κυρία Φωτεινή, «τότες, θα τη
συμπαθήσεις ακόμα πιο πολύ για ».
«Μη μου πεις…μη μου πεις, θα το βρω μόνη μου» προλαβαίνει και της κό-
βει τη φόρα η Λίλα. «Ξέρεις δα, είμαι μανούλα να βρίσκω τη δουλειά κάποι-
ου».
«Καλά, σε αφήνω να το βρεις μόνη σου, όμως πρόσεχε να μην αρχίσεις το
παιχνίδι των δέκα ερωτήσεων και τη ζαλίσεις τη κοπέλα για» της είπε εκείνη,
και σηκώθηκε να πάει μέσα στο σπίτι.
Η κυρία Πρόεδρος βάζοντας τον δείκτη του δεξιού της χεριού πάνω στο
μάγουλο της, ξεκίνησε να με περιεργάζεται. Ούτε ακτίνες λέϊζερ να ήταν το
βλέμμα της. Εγώ στο μεταξύ, επειδή είχε αρχίσει να μου αρέσει το παιχνίδι
αυτό, για να τη μπερδέψω είχα πάρει το ύφος, αυτό της ντροπαλής και συνε-
σταλμένης καθηγήτριας, που μόλις είχε διορισθεί. Τι ηθοποιός θα ήμουν τάχα
αν δεν μπορούσα να παίξω τέτοιο ρόλο;
«Ακόμα μπρε να το βρεις;» της φωνάζει η κυρία Φωτεινή, που είχε επι-
στρέψει κρατώντας στα χέρια της ένα δίσκο γεμάτο γλυκίσματα.
Η Λίλα σκέφτεται λίγο ακόμα, κι ύστερα όλο καμάρι ανακοινώνει: «Μα,
είναι προφανές, η κοπελιά από δω δεν μπορεί να είναι άλλο από καθηγήτρια
φιλολογίας και μάλιστα γαλλικών».

«Φως φανάρι μπρε, μη σε πω και… της εσπεράντο» συμπληρώνει περιπαι-
χτικά η Φωτεινή.
Χωρίς υπερβολή, παραλίγο να μου βγει από τη μύτη το μπισκότο, που κεί-
νη τη στιγμή έτρωγα, από τα γέλια που από ευγένεια θέλησα να πνίξω.
«Α! όλα κι όλα Φωτεινή. Εγώ δεν πέφτω ποτέ έξω. Είμαι μεγάλη φυσιο-
γνωμίστρια» είπε η Λίλα, σκάζοντας ένα χαμόγελο γεμάτο αυτοπεποίθηση.
«Σίγουρα για, μεγάλη φυσιογνωμίστρια» σχολίασε ειρωνικά η Φωτεινή,
για να συμπληρώσει κατόπιν κουνώντας το κεφάλι της αποδοκιμαστικά:
«Ντίπ μυαλό δεν έχει απομείνει στη κεφαλή σου».
Αν θέλετε πιστέψτε το. Με το που τελειώνει την ατάκα της η κυρία Φωτει-
νή, ξεκινάει μεταξύ τους ένα πείραγμα και μια αντιπαράθεση, άνευ προηγου-
μένου. Μη σας πω ίδια με κείνη της Γοργώς και μένα. Κι εγώ, μη μπορώντας
να παρέμβω, άλλωστε που να κάνω ζάφτι, είχα μείνει με ορθάνοικτο στόμα να
τις κάνω χάζι, σκεφτόμενη συνάμα πόση αναστάτωση φέρνει σε μια μικρή
κοινωνία ο ερχομός ενός ξένου, ενός νεοφερμένου. Μ’ ένα βότσαλο στη λίμνη
μοιάζει, που ταράζει τα νερά της για να βγει από το τέλμα και την απραξία
της.
«Απαπα…Ο Χριστός κι η Παναϊα, μ’ έσκασες για» ακούω τη κυρία Φωτει-
νή αγανακτισμένα να λέει καμιά φορά στη φίλη της, «Ηθοποιός είναι η κοπέ-
λα», της ξεφουρνίζει επιτέλους, και της γυρνάει τη πλάτη επιδεικτικά.
Για δευτερόλεπτα η Λίλα μένει να κοιτά μια εμένα και μια τη φίλη της με
ψιλοχαμένο ύφος. Κατόπιν, κάπως μαζεμένα λέει στη κυρία Φωτεινή: «Ηθο-
ποιός ε; Καλά βρε Φωτεινή, δεν έγινε και τίποτα που έπεσα και εγώ μια φορά
έξω».
«Φυσικά, και δεν έγινε τίποτα» παρεμβαίνω αμέσως για να τη βγάλω από
την αμηχανία.
Η Λίλα μου σκάει ένα πλατύ χαμόγελο, και παίρνοντας πάλι τα πάνω της
με ύφος επίσημο μου λέει:«Ω! ποία τιμή να γνωρίζω από κοντά μια ηθοποιό»,
και μου σφίγγει το χέρι τόσο δυνατά που μου κόβεται η ανάσα.
Να μη τα πολυλογώ, από το σπίτι της κυρίας Φωτεινής έφυγα εκτός από
τους πόνους στα οπίσθιά μου, και με ένα κεφάλι καζάνι. Χαλάλι όμως, γιατί
και τον Πετρή είχα βρει, και πρόταση είχα από την Λίλα Πατέλη να δουλέψω
στη θεατρική ομάδα, ωσάν καλλιτεχνική διευθύντρια παρακαλώ. Όταν το ίδιο
βράδυ το ανέφερα στη Γοργώ, εκείνη δεν έχασε ευκαιρία να με προσγειώσει
ανώμαλα, κάνοντας κουρκούτι το μυαλό μου, με απανωτούς προβληματισμούς
και ερωτήματα.
«Βρε, νομίζεις ότι θα τα καταφέρεις; Σ’ αυτά τα εργαστήρια μόνο ψωνάρες
μαζεύονται, που πιστεύουν ότι είναι ηθοποιοί. Άσε που δεν υπάρχουν και οι
πόροι. Αυτό που το βάζεις; Λίγο τόχεις; Πως θα ανεβάσετε έργα μου λες; Με
αέρα κοπανιστό ή αέρα πελαγίσιο;»
«Ούφ! Σταμάτα πια, με ζάλισες. Όλο τη καταστροφή φέρνεις. Δεν λέω,
μπορεί να έχεις δίκιο, αλλά μη μου κόβεις τη φόρα, μη με αποκαρδιώνεις. Άσε
με να το παλέψω. Δεν μπορώ άλλο να είμαι στην απραγία. Καλό θα μου κάνει
να ασχοληθώ με κάτι. Γι αυτό, μη μου το χαλάς σε παρακαλώ».
Η Γοργώ προτίμησε να μην μου αντιγυρίσει. Κούνησε αδιάφορα τους ώ-
μους της, σαν να μου έλεγε κάνε ό,τι νομίζεις, και ανέβηκε πάνω στην κρεβα-
τοκάμαρα της.



Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20ο


Άφησα τον Ερνέστο στην άκρη του λιβαδιού και πήρα πεζή το μονοπά-
τι που οδηγούσε στο κέντρο του χωριού. Η πρωινή αντίδραση της Μελίνας με
γέμισε χαρά κι ανακούφιση. Ένοιωσα τεράστιες ενοχές χθες βράδυ βλέποντας
την με το βλέμμα γεμάτο απελπισία να κοιτάζει δεξιά κι αριστερά. Δεν μπο-
ρούσα φυσικά να την αδικήσω, μέσα μου όμως ήλπιζα πως η επομένη μέρα θα
ήταν πιο φωτεινή και για τις δύο μας, και δεν είχα άδικο. Ο γαλανός ουρανός
κι οι μυρωδιές της φύσης γίνονται πάντα καταλύτης και βάλσαμο της ψυχής.
Η απόλυτη γαλήνη του πρωινού και οι νυσταγμένοι ήχοι της φύσης μ’
έκαναν ν’ αναπολήσω τα παιδικά μου καλοκαίρια στην Τήνο, όπου κυνηγού-
σαμε τζιτζίκια και χρυσόμυγες.
Το τηλέφωνο χτύπησε διακόπτοντας τις σκέψεις μου, κάνοντας ένα τε-
ράστιο μοσχάρι που με παρακολουθούσε από το φράχτη του στάβλου να μου-
γκανίσει ξαφνιασμένο.
«Πολιτισμό το λένε φίλε» του απηύθυνα το λόγο, και γέλασα βλέπο-
ντας την απορία στο βλέμμα του.
Ήταν ο Δομίνικος που ακόμα δεν μπορούσε να καταλάβει αν του έκανα
πλάκα ή το εννοούσα ότι βρισκόμουν στην Αντίπαρο.
«Είσαι τρελή» μου είπε με φωνή εμφανώς χαρούμενη, «καλώς όρισες
και πρόσεχε, οι άνθρωποι στο νησί δεν είναι Ρωμαίοι. Μην τους “κουφάνεις”
με την πρώτη».
«Αν κρίνω από σένα Δομίνικε είναι από μόνοι τους “θεόκουφοι” δεν περί-
μεναν εμένα. Το βράδυ σε περιμένουμε στο φτωχικό μας. Φέρε και τις πιτζά-
μες σου μαζί, γιατί θα μείνεις να βοηθήσεις στις δουλειές. Χρειαζόμαστε αρ-
σενική υποστήριξη, σου υπόσχομαι να μη σε αποπλανήσουμε πολύ».
«Ααα.. γι αυτό το τραπέζωμα! Είπα κι εγώ από πότε έγινε τόσο κοινωνική
η Γοργούλα» απάντησε και γέλασε με το αστείο του.
Περπάτησα κάπου εκατό μέτρα χωματόδρομο κι έφτασα στα πρώτα σπί-
τια της πόλης. Οι δρόμοι ήταν πλακόστρωτοι και τα σπίτια ασβεστωμένα. Μυ-
ρωδιές από καμένο ξύλο και τηγανίτες έφτασαν στα ρουθούνια μου κάνοντας
τους σιελογόνους μου αδένες να ξεχειλίσουν. Γνώριζα καλά αυτή τη μυρωδιά
από τις ζεστές τηγανίτες με μέλι που μου έφτιαχνε η γιαγιά μου για πρωινό.
«Καλημέρα» ακούστηκε μια τραγουδιστή φωνή δίπλα μου.
«Συγνώμη, με γνωρίζετε;» αποκρίθηκα κι εγώ με απορία στην φορτωμένη
με φρατζόλες κυρία που με προσπέρασε.
«Όχι» απάντησε με φυσικό ύφος, «η καλημέρα είναι του θεού κορίτσι
μου» συμπλήρωσε πειραγμένη από το απορημένο ύφος μου.
«Καλημέρα» είπα με χαμόγελο μαζεύοντας τη συμπεριφορά μου.
«Έτσι μπράβο. Μια χαρά κοπέλα είσαι. Από που μας έρχεσαι;»
«Ε.. Από Ρώμη» αποκρίθηκα.
«Ιταλίδα; Θα μείνεις μέρες; Έχεις βρει δωμάτιο; Νοικιάζω στούντια πλάι
στη θάλασσα θέλεις να δεις;» με κεραυνοβόλησε με ερωτήσεις ευθύς μόλις
της έδωσα το πράσινο φως.
«Ελληνίδα είμαι. Γοργώ Δεμέζη» της συστήθηκα, «δεν χρειάζομαι
στούντιο, ευχαριστώ, έχω δικό μου σπίτι και θα μείνω εδώ μόνιμα» της είπα.
«Γοργώ;» ρώτησε με περίεργο ύφος.
«Ναι γιατί υπάρχει πρόβλημα;»
«Ο..οχι» απάντησε κομπιάζοντας. «Καλημέρα Στρατή» απευθύνθηκε στον
ηλικιωμένο άνδρα που κι εκείνος φορτωμένος φρατζόλες περνούσε από δίπλα
μας. «Η κοπέλα είναι εγγονή της Γοργώς» του είπε με νόημα.
«Γνωρίζατε τη γιαγιά μου; Πως ξέρετε ότι είμαι εγγονή της;» ρώτησα με
εύλογη απορία.
«Κοπέλα μου αυτό το όνομα είναι σπάνιο. Άλλωστε της μοιάζεις. Ελπίζω
όχι σε όλα» μουρμούρισε πικρόχολα.
«Δεν με αφορά η γνώμη σας κυρία» της επιτέθηκα. «Η γιαγιά μου ήταν
σπουδαίος άνθρωπος, και δεν σας επιτρέπω να μιλάτε γι’ αυτήν» είπα και γύ-
ρισα να φύγω.
«Καλώς όρισες» πρότεινε το χέρι του ο κύριος Στρατής, προσπαθώντας να
σώσει την κατάσταση ρίχνοντας ταυτόχρονα ένα αυστηρό βλέμμα στην συνο-
μιλήτρια μας,
«Δεν το βλέπω πουθενά το… καλώς» απάντησα κι απομακρύνθηκα χωρίς
να ανταποκριθώ στη χαιρετούρα.

Ένοιωσα ξαφνικά οργή. Τι βρωμόκοσμος ήταν αυτός που με το καλημέ-
ρα άρχισε το κουτσομπολιό. Τι νιτερέσο είχε η εν λόγω κυρία με τη γιαγιά
μου; Και τι σχέση άλλωστε θα μπορούσε να έχει η Γοργώ με αυτού του είδους
τους ανθρώπους;
«Αι σιχτίρι» μουρμούρισα και μπήκα στο φούρνο.
«Δυό φρατζόλες χωριάτικο παρακαλώ… και χωρίς ερωτήσεις» ξέσπασα
στο φούρναρη καθώς τον είδα να μου χαμογελά με ανακριτική διάθεση.
Περιπλανήθηκα στην πόλη προσπαθώντας να ηρεμήσω. Οι ντόπιοι με κοι-
τούσαν με περιέργεια που μου έδινε στα νεύρα. Αποφάσισα όμως να μη δώσω
σημασία. Ο Δομίνικος με είχε προειδοποιήσει γι’ αυτό. Ήταν θέμα χρόνου να
αποδεχθούν ένα ξένο στην μικρή τους κοινωνία. Άλλωστε η τουριστική περίο-
δος ήταν ήδη σε εξέλιξη, σύντομα θα είχαν άλλα πράγματα να ασχοληθούν και
λίγο θα τους ένοιαζε η δική μας παρουσία. Αγόρασα φρέσκα ψάρια από την
τράτα και κατευθύνθηκα στην αγορά για τα υπόλοιπα ψώνια. Η διάθεση μου
είχε αποκατασταθεί, και φορτωμένη με σακούλες, κάθισα στο πρώτο καφε-
νείο που βρήκα μπροστά μου να πάρω δυνάμεις για την επιστροφή.
«Good morning, coffee or tea?» πλησίασε ευγενικά η κοπέλα του μαγα-
ζιού.
«Ουζάκι με πάγο και μεζέ» αποκρίθηκα χαμογελώντας.
«Ελληνίδα;» ρώτησε ανταποδίδοντας το χαμόγελο.
«Ελληνιδοτάτη» αποκρίθηκα.
«Σας πέρασα για ξένη».
«Ναι…ξένη, ακριβώς έτσι ένοιωσα κι εγώ στο νησί σας» είπα με σαφή
μομφή.
«Μη δίνετε σημασία» απάντησε καλοσυνάτα η κοπέλα, «δεν είναι κακοί
άνθρωποι, λίγο ιδιόρρυθμοι θα έλεγα».
«Είναι;… Εσύ δηλαδή δεν είσαι;» της πέταξα με ειρωνεία.
«Εγώ δεν είμαι από την Αντίπαρο. Είμαι βόρεια» αποκρίθηκε κι έκανε α-
πότομη στροφή προς το μαγαζί, προφανώς για να μη μου απαντήσει όπως
μου άξιζε.

Ήπια το ουζάκι μου και πήρα το δρόμο της επιστροφής με ανάμικτα συ-
ναισθήματα. Αποφάσισα να μην πω τίποτα στη Μελίνα για να μη την φρικάρω
περισσότερο από όσο ήταν. Άλλωστε κανείς δεν μας υποχρέωνε να κάνουμε
παρέα με τους δύστροπους κι αφιλόξενους χωριάτες. Δεν είχα επενδύσει πά-
νω τους το παραμικρό όταν αποφάσισα να έλθω στο νησί. Στα δικά μου πόδια
στηρίχτηκα μέχρι τώρα και ήταν πολύ στέρεα. Σιγά μην με τρόμαζαν πέντε
κακομαθημένοι βλάχοι.
Βρήκα τη Μελίνα στην κουζίνα να γυαλίζει κατσαρολικά και να τραγουδά-
ει νησιώτικα τραγούδια.
«Κοίτα τι έφερε ο κουβαλητής του σπιτιού» είπα κι άφησα κάτω τις σα-
κούλες κατάκοπη από το κουβάλημα.
«Ναι αλλά κι η νοικοκυρά του σπιτιού κοίτα τι σου ετοίμασε;» είπε με πο-
νηρό ύφος κι ανασήκωσε ένα πιάτο αποκαλύπτοντας μια λαχταριστή ομελέτα.
«Που βρήκες τα αβγά ρε; » ρώτησα με έκπληξη.
«Στο κοτέτσι».
«Έχουμε κοτέτσι;»
«Εμείς όχι, αλλά εδώ γύρω έχουν πολλοί» απάντησε με αθώο ύφος.
«Τα έκλεψες;»
«Όχι, μου τα έδωσαν οι κοτούλες. Τις ρώτησα και δεν είχαν αντίρρηση.
Δικά τους είναι όπου θέλουν τα δίνουν».
«Είσαι τρελή;»
«Ναι, πειράζει;»
«Καθόλου» είπα γελώντας κι όρμησα με βουλιμία στην ομελέτα.
Η Μελίνα μέσα σε λίγες ώρες είχε κάνει το σπίτι αγνώριστο. Παντού μύρι-
ζε χλωρίνη και καθαριότητα και στην κουζίνα χόχλαζαν κατσαρόλες με φαγη-
τό. Ευτυχώς που υπήρχε ο καλός μου άγγελος γιατί εγώ εκτός από μακαρονά-
δα δεν ήξερα να μαγειρεύω τίποτε άλλο.
«Ποιος θα τα φάει όλα αυτά;» τη ρώτησα κάποια στιγμή βλέποντας την να
καθαρίζει φρέσκα κρεμμυδάκια, «και… αλήθεια, που τα βρήκες τα κρεμμύδι-
α; Εγώ δεν θυμάμαι να αγόρασα».

«Α.. ξέχασα να σου πω. Το βράδυ θα έλθει κι ένας φίλος μου για φαγητό».
«Ποιος θα έλθει; Ένας φίλος σου; Πας καλά κούκλα μου; Πόσες ώρες έκα-
τσες στον ήλιο; Η μήπως σκοπεύεις να φέρεις το πρόβατο στο τραπέζι;»
«Πρώτον δεν είναι πρόβατο, είναι προβατίνα. Δεύτερον ο φίλος μου είναι
ο μπαμπάς της προβατίνας, και τρίτον τα κρεμμυδάκια τα βούτηξα από ένα
αφύλακτο μποστάνι μαζί με ντοματούλες κι αγγουράκια. Άλλη ερώτηση;»
«Μελίνα;» αναφώνησα μένοντας άναυδη με όσα άκουγα. «Έλειψα τρεις
ώρες και έκανες το μύλο Σόδομα και Γόμορρα; Γνώρισες το μπαμπά της Φρό-
σως, τον κάλεσες σε δείπνο, και τσάκισες κοτέτσι και μποστάνια; Χα..χα δεν
πιστεύω όσα ακούω, παραισθήσεις έχω σίγουρα».
«Καλά, άντε να κάνεις ένα μπανάκι να γίνεις μια κούκλα γιατί σε λίγο θα
έρθουν τα παιδιά και δεν κάνει να μας δούνε μέσα στη μπίχλα»
«Σοβαρολογείς; Ποιος είναι αυτός που γνώρισες; Πες μου».
«Θα τον γνωρίσεις» απάντησε, και χαμογέλασε πονηρά. «Γλυκούλης είναι
και φαίνεται καλό παιδί».
«Μυρίζει αίσθημα;» τη ρώτησα.
«Όχι βρε. Μια γνωριμία φιλική. Τίποτα περισσότερο».
«Καλάααα» απάντησα και τρύπωσα στο μπάνιο με την καρδιά μου γεμάτη
χαρά που η φίλη μου είχε βρει το χαμόγελό της μετά από τόσο καιρό που τη
γνώριζα.
Ο Δομίνικος κατέφθασε πριν καλά καλά δύσει ο ήλιος φέρνοντας τρεις
μποτίλιες κόκκινο κρασί από τ’ αμπέλια του. Μας αγκάλιασε και τις δυο συ-
γκινημένος κι ευχήθηκε μέσα από την καρδιά του όλα να πάνε καλά.
«Είστε θεότρελες αλλά χαίρομαι πολύ που είστε εδώ» δήλωσε σοβαρός,
«να ξέρετε πως οτιδήποτε χρειαστείτε θα είμαι πλάι σας».
«Ο,τιδήποτε;» ρώτησα και τον κοίταξα στα μάτια.
«Ναι. Το εννοώ και το ξέρεις» είπε σοβαρός.
«Ωραία. Μέσα στην αποθήκη βρήκα μια παλιά βάρκα που τη λένε Γοργώ.
Προφανώς ήταν της γιαγιάς μου. Χρειάζεται βάψιμο, συντήρηση και μηχανή.
Πότε θα είναι έτοιμη;»
«Τι να σου πω τώρα;» γέλασε ο Δομίνικος, «έχεις ένα μοναδικό τρόπο να
μου φτύνεις τη συζήτηση. Τέλος πάντων, για χάρη της Μελίνας που ο θεός δο-
κιμάζει τις αντοχές της με τη συγκατοίκηση μαζί σου θα το κάνω».
«Καλησπέρα σας» ακούστηκε μια διστακτική φωνή από την άκρη της βε-
ράντας. Ήταν ο καλεσμένος της Μελίνας που μπήκε αθόρυβα στον κήπο κι
έφτασε μέχρι την παρέα μας κάνοντας προφανώς ένα βήμα μπρος και δύο πί-
σω. Στα χέρια του κρατούσε μια μυτζήθρα κρεμασμένη σε μια νωπή τσαντίλα
κι ένα καρβέλι ψωμί. Με κόπο κρατήθηκα να μη γελάσω καθώς θυμήθηκα
σκηνές από ελληνικές ταινίες με τα πεσκέσια που έφερναν οι ψηφοφόροι
στους βουλευτές.
«Καλησπέρα Πετρή» αναφώνησε η Μελίνα και σηκώθηκε. «Να σας συ-
στήσω».
Με το άκουσμα του ονόματος, η φαντασία ήδη καλπάζουσα στον παλιό ελ-
ληνικό κινηματογράφο έφερε μπροστά μου τη σκηνή του Πετρή από την ται-
νία «Κορίτσια στον ήλιο».
«Χάρηκα Πετρή» του είπα απλώνοντας το χέρι μου πνίγοντας με πολύ κό-
πο το γέλιο που έφτασε μέχρι τα χείλη μου.
Ο Δομίνικος καλωσόρισε με τη σειρά του τον προσκεκλημένο της Μελίνας,
ρίχνοντας ταυτόχρονα μια αυστηρή ματιά σε μένα προειδοποιώντας με να μη
τολμήσω να φρικάρω τον άνθρωπο που μόλις γνωρίσαμε.
Η Μελίνα τέλεια οικοδέσποινα χάθηκε στην κουζίνα φέρνοντας ένα δίσκο
με λιχουδιές και τέσσερα ποτήρια με κρασί.
Έγιναν οι σχετικές προπόσεις και οι ευχές για το ο, τι «ευ» του καθενός
μας και καθίσαμε στο τραπέζι της βεράντας το οποίο η Μελίνα είχε στολίσει
με όμορφα λουλούδια, και κλαριά βασιλικού ανάμεσά τους που μοσχοβολού-
σαν υπέροχα.
«Λοιπόν Πετρή μας, πώς σου φαίνεται το νησί μας;» έσπασα τη σιωπή ε-
πιχειρώντας να δοκιμάσω τα αντανακλαστικά και τις αντοχές του Πετρή στο
χιούμορ μου.
«Εγώ θα έπρεπε να το ρωτήσω αυτό» μου αποκρίθηκε χαμογελώντας ευ-
γενικά.

«Είδα που αργούσες και είπα να βοηθήσω».
«Ο Πετρής είναι ντόπιος» πήρε το λόγο η Μελίνα πριν προλάβω να συνε-
χίσω την κουβέντα μου. «Έχει μεγαλώσει στο νησί κι έχει κοπάδια αιγοπρό-
βατα. Η Φρόσω είναι δικιά του. Η μάλλον…ήταν θα έλεγα γιατί μου τη χάρι-
σε».
Μια γουλιά κρασί βγήκε από τη μύτη μου καθώς το καταπιεσμένο μου γέ-
λιο έκανε την επίθεσή του.
«Τι σου χάρισε; Την γίδα; Χα,χα.. ωραίο δώρο γνωριμίας, χα..χα στους αρ-
ραβώνες χαρίζετε βόδι; Μοντιέ τρε σικ!»
Ένοιωσα μια δυνατή κλωτσιά κάτω από το τραπέζι που δεν κατάλαβα αν
ήταν του Δομίνικου ή της Μελίνας. Ωστόσο τους είδα να κοιτάζονται μεταξύ
τους με αμηχανία χωρίς να γελάνε με το αστείο μου.
Ο Πετρής κοίταξε το πιάτο του, κοίταξε τη Μελίνα, και ξαφνικά ξέσπασε
σε γέλιο.
«Τελικά έχεις πλάκα» είπε ειρωνικά κοιτάζοντας με στα μάτια, «πολύ
πλάκα».
«Το τυράκι εσύ τόφτιαξες;» συνέχισα πικαρισμένη.
«Ναι» απάντησε ψύχραιμα.
«Ξέχασες να βάλεις αλάτι. You Know αλάτι; »
«Το λένε ανθότυρο. You Know ανθότυρο; » απάντησε χωρίς να πάρει το
βλέμμα του από πάνω μου.
«Ξέρεις Πετρή η Γοργώ έχει το δικό της χιούμορ. Θα τη συνηθίσεις σιγά
σιγά» πετάχτηκε ο Δομίνικος. «Κατά τα άλλα είναι μια χαρά».
«Ποια είναι τα σχέδιά σας κορίτσια;» αποφόρτισε την ατμόσφαιρα ο Δο-
μίνικος για να δώσει βήμα στην κουβέντα μας.
«Δεν.. δεν ξέρω» απάντησε χαμογελώντας η Μελίνα. Φαντάζομαι σε πρώ-
τη φάση θα βρούμε μια δουλειά, ο,τιδήποτε».
«Α.. το καλοκαίρι έχει ψωμί το νησί» πετάχτηκε ο Πετρής. «Αν μιλάτε και
λίγα αγγλικά θα είναι πανεύκολο να βρείτε δουλειά. Αν θέλετε μπορώ να βοη-
θήσω. Ειδικά στην Πάρο έχω μερικούς φίλους που πάντα τέτοια εποχή ζητούν
προσωπικό».
«Πολύ ωραία, σ’ ευχαριστούμε» είπε με ενθουσιασμό η Μελίνα χτυπώντας
τα χέρια της.
«Εγώ δεν ενδιαφέρομαι για κάτι τέτοιο» απάντησα κοφτά, «είμαι καλλιτέ-
χνης και δεν σκοπεύω να ζήσω μιζεριάζοντας με τα μεροκάματα του τρόμου
υπηρετώντας κακότροπους τουρίστες».
«Μπορείς όμως να δουλέψεις μαζί μου» επενέβη ο Δομίνικος. «Αυτή την
εποχή αγιογραφώ ένα μοναστήρι και μπορείς να με βοηθήσεις σημαντικά».
«Προτιμώ να βόσκω γελάδια» πέταξα ειρωνικά. «Πέτρε έχεις καμία θέση
βοσκού;» απευθύνθηκα στον φίλο μας που δεν μιλούσε καθόλου.
«Αποφάσισε τι ακριβώς θέλεις καλή μου… και το βλέπουμε» αποκρίθηκε
πίνοντας αδιάφορα το κρασί του.
Η βραδιά κύλησε με το Δομίνικο να μονοπωλεί τη συζήτηση μιλώντας για
τα βάσανα του γάμου του, και τη Μελίνα να τον συμμερίζεται πάσχοντας μαζί
του.
Με τον Πετρή ανταλλάξαμε ελάχιστες κουβέντες και αρκετά ειρωνικά
βλέμματα. Αποσύρθηκα σχετικά νωρίς ζητώντας “ταπεινά” συγνώμη και έπε-
σα για ύπνο με άσχημη διάθεση προσπαθώντας να ισορροπήσω τα συναισθή-
ματα μου απέναντι στην απόφαση που είχα πάρει. Η αλήθεια ήταν ότι ήμουν
αλλιώς μαθημένη. Είχα μεγαλώσει σε ένα διαφορετικό περιβάλλον, ακόμα και
τα χρόνια που πέρασα στην Ιταλία συναναστρεφόμουν με ανθρώπους άλλης
ιδιοσυγκρασίας, και τούτοι οι λαϊκοί άνθρωποι μου πυροδοτούσαν παράξενα
συναισθήματα. Η Μελίνα το έλεγε αυθεντικότητα, εμένα όμως δεν μου άρεσε
αυτή η ξεδιαντροπιά. Σου πέταγαν στα μούτρα τη σκέψη τους αδιαφορώντας
που θα χτυπήσουν τα βόλια. Περπατούσες κι ένοιωθες πίσω σου ζευγάρια μά-
τια να σε παρακολουθούν προσπαθώντας να μαντέψουν το πώς και το ό, τι
σου.



Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19ο


Την επόμενη μέρα ξύπνησα από το άγριο χάραμα. Αθόρυβα μη και ξυ-
πνήσω τη Γοργώ, άνοιξα τη πόρτα και βγήκα έξω. Πρώτη μέρα στη πατρίδα
δεν ήθελα με τίποτα να χάσω την ανατολή.
Περπάτησα μέχρι τη λιάστρα, το αλώνι που ήταν λίγα μέτρα πιο πέρα και
κάθισα χάμω, ενώνοντας τη σιωπή μου με κείνη των άλλων ζωντανών της
πλάσης. Η μυρωδιά από το νοτισμένο χώρα, η αναμιγμένη με την αύρα της
θάλασσας, η χάρη και η γλύκα της στιγμής μ’ έκαναν να αναριγήσω από συ-
γκίνηση, που κι εγώ ήμουν ένα κομμάτι της φύσης άρρηκτα δεμένο μαζί της.
Δεν ξέρω αλλά με μιας έφτιαξε η διάθεσή μου. Ακόμα κι ο ανεμόμυλος που
στεκόταν μόνος και ξεχασμένος ανάμεσα σε γη κι ουρανό φάνταζε διαφορετι-
κά τώρα μπροστά στα μάτια μου, έτσι όπως λουζόταν απ’ τα χρώματα της αυ-
γής. Τελικά η Γοργώ είχε δίκιο όταν μου έλεγε χθες πως με λίγη φαντασία και
πολύ δουλειά το καινούργιο μας ορμητήριο θα γινόταν ένα κουκλί, ένα πραγ-
ματικό στολίδι που θα το ζήλευαν όλοι. «Τέρμα η τεμπελιά, ώρα για δουλειά»
είπα στον εαυτό μου και σηκώθηκα σαν ελατήριο, ευχαριστώντας από καρ-
διάς τη γιαγιά Γοργώ, που με το δώρο της αυτό άγγιζα κι εγώ μιαν ακρούλα
του ονείρου.
Μπήκα στον ανεμόμυλο στα νύχια των ποδιών. Η Γοργώ ακόμα κοιμόταν.
Ήθελα πολύ να τη ξυπνήσω μπουγέλωντάς την, συνοδεία μάλιστα με το γνω-
στό τραγουδάκι “ξύπνα ξύπνα διότι χαράααζει, δεν ακούς τα πουλάκια που
λαλούνεεε”, αλλά ήταν τόσο παραδομένη στην αγκαλιά τη Μορφέα που την
λυπήθηκα. Άλλαξα ρούχα στα γρήγορα και δένοντας ένα φακιόλι στο κεφάλι,
βγήκα πάλι έξω.
Σκέφθηκα να ξεκινήσω από κάτι απλό, το ξεχορτάριασμα. Κατευθύνθηκα
λοιπόν προς το μονοπάτι, εκεί όπου τα ξερά χόρτα και τα γαϊδουράγκαθα εί-
χαν κάνει κατοχή, κι ανασκουμπώθηκα αμέσως. Από τα πρώτα κιόλας λεπτά
άρχισα να τα βρίσκω σκούρα, που χωρίς τη βοήθεια κάποιου εργαλείου ξερί-
ζωνα η άσχετη τα χόρτα με γυμνά χέρια. «Πω! πω! βαριά η δουλειά της αγρό-
τισσας» είπα στον εαυτόν μου μόλις φάνηκε η πρώτη πληγούλα σ’ ένα από τα
κρινοδαχτυλά μου. Όμως δεν το έβαλα κάτω. Πεισματάρα ούσα, συνέχισα
ακάθεκτη το δύσκολο έργο μου.

Η ώρα περνούσε και το ξεχορτιάριασμα καλά κρατούσε, μέχρι τη στιγμή
που έκανε την εμφάνισή της κάποια απρόσμενη μουσαφίρισσα λίγα μέτρα πιο
πέρα ανάμεσα στα γαϊδουράγκαθα. Μια προβατίνα με το χαρακτηριστικό πε-
ριδέραιο στυλ κουδούνας να κρέμεται στο λαιμό της με κοιτούσε γεμάτη πα-
ράπονο που εγώ η άκαρδη πήγαινα να της πάρω τη μπουκιά από το στόμα.
«Από πού ξεφύτρωσες εσύ μικρή απολωλότα;» τη ρώτησα, κοιτάζοντας τρι-
γύρω μήπως υπήρχε εκεί κοντά κάποια στάνη. «Μπεε! Μπεε!» βέλαξε εκείνη,
θέλοντας να δώσει το παρόν της. «Α! δεν θ’ αρχίσουμε διάλογο τώρα» είπα,
χτυπώντας δύο φορές παλαμάκια μήπως φοβηθεί και μου αδειάσει τη γωνιά.
Μάταια όμως. Συνέχισε να πλησιάζει προς τη μεριά μου σαν να μην τρέχει τί-
ποτα. «Τελικά είσαι θρασυτάτη» της είπα, και την πήρα αμέσως από εκεί,
πιάνοντάς με ξαφνικά μιαν τρελή επιθυμία. Να κάνω πλάκα στη Γοργώ.
Άφησα λοιπόν στη μέση το ξεχορτάριασμα και παρέα με τη μικρή απολω-
λότα κατευθύνθηκα προς τον ανεμόμυλο. Μπήκαμε μέσα και σχεδόν ακροπα-
τώντας ανεβήκαμε τη σκάλα. Σταθήκαμε ακριβώς πάνω απ’ το κεφάλι της.
«Γοργούλαα, ξύπνα καμάρι μου» της ψιθύρισα στ’ αυτί.
Εκείνη έκανε έναν μορφασμό δυσανασχέτησης. «Γιατί με βασανίζεις γα-
μώτο. Τι σούκανα;» είπε μέσα από τα δόντια της, ανοίγοντας ταυτόχρονα τα
μάτια της, που στη θέα μας τα γούρλωσε με μιας.
«Α! να σου συστήσω την μικρή απολωλότα, άρτι αφιχθείσα στην παρέα
μας» της είπα σαν να μη συνέβαινε τίποτα.
«Που τη βρήκες;» με ρώτησε, κι ανασηκώθηκε αμέσως.
«Δεν τη βρήκα. Με βρήκε».
«Που;»
«Στο μονοπάτι, την ώρα που ξεχορτάριαζα».
«Που… ξεχορτάριαζες;» ρώτησε φανερά έκπληκτη.
«Ναι. Προς τι η έκπληξη;»
«Δεν ξέρω, αλλά χθες ήσουν εντελώς αρνητική».
«Χθες ήταν χθες, σήμερα είναι μια άλλη μέρα. Λοιπόν, δεν νομίζεις πως
αρκετά τεμπέλιασες, και ήρθε η ώρα ν’ ανασκουμπωθείς; Να πας για προμή-
θειες στο χωριό; Πόντικας έχει πέσει εδώ μέσα. Δεν πιστεύω να θέλεις να
ταΐσουμε τον Δομίνικο αέρα κοπανιστό το βράδυ;» της είπα, τραβώντας την
συνάμα να σηκωθεί.
«Καλά παλιγκρινιαρόγρια… μ’ έπεισες σηκώνομαι» είπε και χασμουρήθη-
κε.
«Εγώ πάω να συνεχίσω τη δουλειά μου παρέα με τη Φρόσω».
«Ποια είναι πάλι αυτή η Φρόσω;»
«Μα..η μικρή μου απολωλότα» της απάντησα, προσπαθώντας να συγκρα-
τήσω τα γέλια μου.
«Μπεε! Μπεε!» βέλαξε η προβατίνα δείχνοντας να συμφωνεί με το ονομα-
τάκι που μόλις της είχα χαρίσει.
«Καλά μιλάμε κουβαλάς καντάρια τρέλα, μέχρι και το ζωντανό το κατά-
λαβε» είπε η Γοργώ λυμένη στα γέλια.
«Κοίτα ποια μιλάει, η τρελή του Σαγιώ» της ανταπέδωσα, ξεσπώντας και
εγώ στα γέλια. «Έλα Φρόσω μου, κι έχουμε να ξεχορταριάσουμε..» συμπλή-
ρωσα και βγήκα έξω κρατώντας από τη κουδούνα τη τετράποδη προστατευό-
μενή μου.
Η Φρόσω τελικά αποδείχτηκε πολύτιμη βοηθός. Όποια χόρτα δεν μπορού-
σα να κόψω τα ξερίζωνε εκείνη, με τέτοια επιτυχία μάλιστα που τύφλα να εί-
χαν τα κοπτικά σύνεργα. Έτσι μέσα σε λίγες ώρες το μονοπάτι έγινε αγνώρι-
στο. Ικανοποιημένη από το αποτέλεσμα είπα να καθίσω λίγο να ξεκουραστώ
προτού ξεκινήσω το κάψιμο των χόρτων, όσων φυσικά είχαν γλιτώσει από το
στόμα της τετράποδης λαίμαργης φίλης μου.
Ο ήλιος έκαιγε, και εκεί δεν υπήρχε κάποιο σκιερό μέρος που θα μπορούσε
κανείς να ξαποστάσει. Σκέφτηκα λοιπόν να επιστρέψω στον ανεμόμυλο, να
δροσίσω το πρόσωπό μου με κρύο νερό και να καπνίσω κανένα τσιγαράκι που
τόση ώρα με το ξεχορτάριασμα δεν είχα χρόνο να ανάψω.
Δεν είχα προλάβει να απομακρυνθώ πολύ, όταν πέρα μακριά και απ’ τη
μεριά της ξερολιθιάς άκουσα κάποιον ξαφνικά να με φωνάζει: «Ε! Εσύ κοπε-
λιά εκεί…». Ομολογώ πως αιφνιδιάστηκα. Ίσως γιατί δεν περίμενα πως σε
τούτο το απομονωμένο μέρος, στο τέρμα του θεού, θα μπορούσαν να υπάρ-

χουν κι’ άλλοι τρελοί εκτός από τη Γοργώ και μένα. Γύρισα απότομα προς τη
μεριά που είχα ακούσει τη φωνή, κι αντίκρισα έναν άντρα μέχρι κει πάνω να
με πλησιάζει με βήμα γοργό, για κάποιο λόγο που εγώ δεν γνώριζα.
«Σε μένα μιλάτε κύριε;» τον ρώτησα αμέσως, μήπως αναχαιτίσω τη φόρα
που είχε πάρει.
«Ναι. Βλέπεις κανέναν άλλον εδώ πα;» με ρωτά, και στέκεται μπροστά
μου, κοιτώντας ολόγυρα γεμάτος απορία.
«Έχετε δίκιο» του αποκρίνομαι, και βάζοντας το χέρι μου αντήλιο αρχίζω
να τον περιεργάζομαι απ’ τη κορφή μέχρι τα νύχια.
Δεν ήταν πολύ ψηλός, όπως μου είχε φανεί στην αρχή. Κι όμως, όλο του το
παρουσιαστικό ήταν επιβλητικό, θυμίζοντας έντονα φιγούρα που μόλις είχε
βγει από κείνες τις ελληνικές ταινίες τύπου “Γκόλφω”. Με τη μόνη διαφορά
δεν φορούσε φουστανέλα, αλλά ένα ξεθωριασμένο απ’ τη πολυκαιρία καρό
παντελόνι στις αποχρώσεις του γκρι, συνδυασμένο μ’ ένα μαύρο πουκάμισο με
τα μανίκια σηκωμένα μέχρι τους αγκώνες. Η ενδυματολογική του εικόνα ολο-
κληρωνόταν μοναδικά με κάτι μπλε σαγιονάρες στιλ «ΠΗΓΑΣΟΣ» που έχα-
σκαν στα πόδια του. Όσο για τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, σε αντί-
θεση με την υπόλοιπη θωριά του, ήταν αβρά. Τα μάτια του αν και μικρά είχαν
το γλυκό χρώμα του μελιού, ενώ η ελληνοπρεπής μύτη του, το μουστάκι του
στυλ Μάξιμ Γκόρκι και το κατσαρό τσουλούφι να πέφτει ανέμελα στο πλατύ
του μέτωπο του έδιναν ένα ύφος πολύ σοφιστικέ.
Τον είδα να μαζεύεται. Ήταν προφανές πως ένοιωθε άβολα από το διερευ-
νητικό και αδιάκριτο βλέμμα μου πάνω του. Πήρε μια βαθιά ανάσα και με ρώ-
τησε: «Μήπως είδες κανένα ζωντανό να γυροβολάει εδώ σιμά;»
«Τι ζωντανό;»
«Έναν ελέφαντα» με περιέπαιξε, σκάζοντας ένα χαμογελάκι.
«Ναι. Μόλις τον είδα να τον τραβάν κάτι σκυλιά» του αποκρίθηκα, πειρά-
ζοντάς τον κι εγώ με τη σειρά μου.
«Βλέπω είσαι χωρατατζού».
«Το κατά δύναμη. Αλλά και σεις δεν πάτε πίσω»
Σελίδα -92 -
«Μα … ερώτηση ήταν αυτή που μου έκανες κοπελιά; Όχι πες μου σε πα-
ρακαλώ, τι άλλα ζωντανά μπορεί να γυροβολάνε σε τούτο δω τον τόπο εκτός
από κατσίκια, πρόβατα και γαϊδούρια;»
«Ξέρω κι εγώ; Μπορεί να ήσασταν θηριοδαμαστής κάποιου τσίρκο που εί-
χε έρθει εδώ στο νησί να δώσει παραστάσεις».
«Ναι, και να το είχε σκάσει ο Ντάμπο το ελεφαντάκι μου, κι εγώ απελπι-
σμένος νάχα πάρει τις ρούγες και τους λόγγους μήπως και τον βρω. Καλέ.. εγώ
ένας ταπεινός βοσκός είμαι που ψάχνει μια προβατίνα του».
«Μήπως τη λένε και Φρόσω;» τον ρώτησα, συνεχίζοντας το πείραγμα.
«Όχι, Κατίγκω τη λένε, γιατί είναι γυρίστρω και κουτσομπόλα σαν τη μάνα
μου».
Δεν ξέρω αλλά είχα αρχίσει να τον συμπαθώ. Μου άρεσε ο τρόπος που μι-
λούσε. Ήταν πολύ χαριτωμένος.
Αν και ήθελα να συνεχίσω το πείραγμα, είπα να σοβαρευτώ.
«Να συστηθώ. Με λένε Μελίνα, και η προβατίνα σας, αν φυσικά μιλάμε
για την ίδια, έχει κατασκηνώσει εκεί, κάνοντάς μου παρέα όλο το πρωινό» του
είπα, και του έδειξα με το δείκτη μου το μέρος.
«Εμένα Πετρή και… συγνώμη αν είπαμε και καμιά κουβέντα που δεν έ-
πρεπε» μου αποκρίθηκε με ευγένεια.
«Μα… τι λες; Ίσα ίσα εκτιμώ πολύ το χιούμορ στους ανθρώπους. Και συ
ομολογώ διαθέτεις αρκετό» του αποκρίθηκα αυτή τη φορά κι εγώ στον ενικό.
Ο Πετρής λοιπόν αν κρίνουμε από τα χίλια και βάλε κεφάλια αιγοπρόβατα
που είχε στη κατοχή του, νούμερο καθόλου ευκαταφρόνητο, κάθε άλλο ταπει-
νός βοσκός ήταν. Ένας τσέλιγκας ήταν που ζούσε σ’ ένα μεγάλο κτήμα, περί-
που δύο χιλιόμετρα μακριά, από εμάς μαζί με τη μάνα του. Από μικρό τον γοή-
τευε η θάλασσα, και το όνειρό του ήταν να μπαρκάρει μια μέρα στα καράβια
σαν μαρκόνης όπως μου είπε, καθώς καθόμασταν στη ξερολιθιά και με τον ή-
λιο να μας κτυπάει κατακέφαλα.
«Να οργώνω τις ωκεανούς και να γράφω ποιήματα όπως ο Νίκος Καβαδί-
ας» μου είπε με μια νοσταλγική χροιά στη φωνή του.
«Τα κατάφερες;»

«Μπα! Όνειρο ήταν και πάει» μου αποκρίθηκε αναστενάζοντας.
Δεν θέλησα να φανώ αδιάκριτη και να ρωτήσω τι τον ανάγκασε να μην
πραγματοποιήσει το όνειρό του. Άλλωστε, απ’ ό,τι ψυχανεμιζόμουν, με τον
Πετρή θα τα ξαναλέγαμε.
«Εσύ;» με ρώτησε κάπως διστακτικά.
«Τι εγώ;»
«Τι είσαι; Τι κάνεις στη ζωή σου;»
«Αγρότισσα. Δηλαδή προσπαθώ. Το μέλλον θα δείξει».
«Αγρότισσα εσύ;»
«Ναι. Γιατί παραξενεύεσαι;»
«Γιατί σε κόβω γραμματιζούμενη… και μη μου άπτου».
«Χα! Χα! Έτσι λες;»
«Ε! Ναι. Αν κοιτάξει κάποιος τα χέρια σου, αμέσως θα καταλάβει πόσο
άμαθα είναι, κι ευαίσθητα σαν τα κρίνα» μου είπε τρυφερά.
«Αχ! Πετρή, η ζωή καμιά φορά σε βγάζει από το δρόμο που εσύ έχεις δια-
λέξει».
«Το ξέρω Μελίνα. Πες μου όμως ο δικός σου δρόμος ποιος ήταν;»
«Όχι πάντως ο αγροτικός»
«Τότε…ποιος;»
«Αυτός της ηθοποιού»
«Δηλαδή πήγαινες για θεατρίνα;»με ρωτά γουρλώνοντας τα μάτια του.
«Όχι μόνο πήγαινα, αλλά έγινα κιόλας»
«Τι μου λες; Σοβαρά; Θεατρίνα ε; Σε ποιο σήριαλ έπαιζες; Η μάνα μου σί-
γουρα θα σε ξέρει».
Με το ζόρι κρατήθηκα να μη γελάσω. Ήταν απόλαυση. Κι αυτός ο αυθορ-
μητισμός του, η έμφυτη παιδική του αφέλεια τον έκανε ακόμα πιο συμπαθητι-
κό στα μάτια μου.
«Άστα τώρα αυτά, και πάμε να σου παραδώσω τη προβατίνα σου».
«Μπορείς να τη κρατήσεις. Στη χαρίζω».
Ε! Όλα τα περίμενα, αλλά δώρο μια προβατίνα ποτέ. «Μου τη χαρίζεις;»
τον ρώτησα έκπληκτη, «μάλλον θα αστειεύεσαι».
«Κοίτα, δεν σου κάμω χάρη».
«Τότε γιατί μου τη χαρίζεις;»
«Δεν κατάλαβες; Κρίμα. Και σε νόμιζα έξυπνο κορίτσι. Πρόφαση είναι ντε
για να έρχομαι να σε βλέπω» μου αποκρίθηκε, και με σκούντηξε κλείνοντας το
μάτι του πονηρά.
«Σιγά βρε Πετρή δεν χρειάζεται να μου χαρίσεις τη προβατίνα σου για να
με βλέπεις. Σου δίνω το ελεύθερο να έρχεσαι όποτε θέλεις».
«Αλήθεια το λες;»
«Ναι. Αλήθεια. Μάλιστα μπορείς κι απόψε. Σε καλώ σε δείπνο στον ανε-
μόμυλο. Ευκαιρία να γνωρίσεις και τους φίλους μου. Τι λες;».
Φυσικά δεν χρειάστηκε να επιμείνω. Δέχτηκε αμέσως.
«Λοιπόν, ώρα να πηγαίνω τώρα. Θα τα πούμε το βράδυ» μου είπε, κι έφυ-
γε αφήνοντας πίσω του τη Φρόσω αμανάτι.



Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18ο


Γέμισα τα πνευμόνια μου με ολόφρεσκο πρωινό θαλασσινό αέρα παραδί-
νοντας την καρδιά, την σκέψη μου κι όλη την ύπαρξη μου στον λαμπερό ήλιο
του Πατραϊκού. Πόσο λίγο τελικά με γνώριζα. Δεν φανταζόμουν ποτέ, πως
εγώ η Γοργώ, που πάντα ήμουν πιστός οπαδός του «όπου γη και πατρίς» θα
βρισκόμουν στο κατάστρωμα ενός πλοίου, ως σύγχρονος Οδυσσέας επιστρέ-
φων εις Ιθάκην, έτοιμη να βάλω τα κλάματα από συγκίνηση.
Προσπάθησα να προσδιορίσω τα συναισθήματα μου, σε σχέση με τα
πρόσωπα που είχα αφήσει πίσω μου φεύγοντας από την Ελλάδα πριν έξη
χρόνια. Κανένας κραδασμός. Βρήκα περισσότερο ενδιαφέρον στο παιχνίδι
των γλάρων και στα σκουπίδια που κολυμπούσαν αμέριμνα στην ήρεμη επι-
φάνεια της θάλασσας, ώσπου καθαρά διαδικαστικά πράγματα μονοπώλησαν
τη σκέψη μου. Έβγαλα το κινητό μου και τηλεφώνησα στο Δομίνικο αιφνια-
διάζοντας τον.
«Γοργώ; Τι έπαθες κοκόνα μου πρωι πρωί. Δεν είσαι καλά ε;»
«Δομινικάκι άσε τη γκρίνια και μάθε τι ώρα έχει τελευταίο φέρυ από Πάρο
για Αντίπαρο»
«Για Αντίπαρο; Τι πλάκα είναι αυτή τώρα;»
«Θα σου τα πω από κοντά. Α.. να μη ξεχάσω, αύριο σε καλώ στη βίλα μου
στην Αντίπαρο για φαγητό.. Σ’ αφήνω τώρα γιατί πιάνουμε λιμάνι. Καλώς ώ-
ρισα» του αποκρίθηκα γελώντας, αφήνοντας τον μέσα στην απορία και του
έκλεισα το τηλέφωνο πριν αρχίσει τις ερωτήσεις.
Το πλοίο είχε πιάσει λιμάνι και αργά αργά κατευθυνόταν προς τη στεριά
σχηματίζοντας πίσω του μια μεγάλη γαλάζια ουρά. Κατέβηκα στο σαλόνι ανα-
ζητώντας τη φίλη μου για να τη βοηθήσω με το “φετίχ” μπαούλο της. Ο κό-
σμος βουίζοντας σαν μελίσσι στριμωχνόταν στο διάδρομο προς την έξοδο. Με
το βλέμμα μου αναζήτησα τη Μελίνα μέσα στον τεράστιο χώρο. Την είδα κα-
θισμένη στο χερούλι μιας καρέκλας, με το γνώριμο πια χαμένο της ύφος, να
ταξιδεύει στο άπειρο. Την πλησίασα σιγά σιγά από πίσω. «Μπουου!» της φώ-
ναξα δυνατά μέσα στο αφτί και την έκανα ν’ αναπηδήσει τρομαγμένη.
«Άγαρμπη όπως πάντα» μου είπε τσαντισμένη.

«Συγνώμη σου ζητώ συγχώρεσέ με, κι αν έσφαλα πικρά μετανοώ» της
τραγούδησα βάζοντας τα χέρια στο στήθος με το ύφος σκανταλιάρικου μικρού
που το μαλώνει η μαμά του.
«Εγώ συγνώμη βρε Γοργώ. Κάτι σκεφτόμουν και…»
«Θέλεις να μου πεις;» τη ρώτησα βλέποντας κάτι παράξενο στο βλέμμα
της.
«Να.. σκεφτόμουν ότι.. κανείς δεν μας περιμένει εκεί έξω. Κάποιος να μας
υποδεχτεί, να μας αγκαλιάσει να μας καλωσορίσει» μου είπε με παράπονο.
«Ρε χαζό όλο αυτό το σκηνικό της υποδοχής τι νομίζεις ότι είναι; Μια τυπι-
κούρα του κερατά. Ξέρεις γιατί κανείς δε σε περιμένει εκεί έξω; Απλά γιατί
εσύ δε γουστάρεις. Αν το ήθελες θα σε περίμενε ένα τσούρμο συγγενολόι. Μια
συμβιβασούλα στη ζωή σου κι ο κύκλος ανοίγει μονομιάς. Θέλει αρετή και
τόλμη η ελευθερία κούκλα μου. Οι ελεύθεροι κι ωραίοι όπως λέει και το γνω-
στό τραγούδι, είναι μόνοι, γιατί διαφορετικά δεν είναι ποτέ ελεύθεροι. Εκεί
έξω σε περιμένει η Μελίνα κι εσύ αυτήν πας να ανταμώσεις. Δική σας είναι η
ζωή, κι οι φάπες της ο πολύτιμος θησαυρός σας. Το συναίσθημα είναι χρήσιμο
καλή μου, μόνο όταν δεν σε παγιδεύει»
«Καλά, καλά, παραδίνομαι» αποκρίθηκε και σηκώθηκε, «ήθελα να ήξερα
μόνο που βρίσκεις τη διάθεση για φιλοσοφία πρωι πρωι, μετά από μια ταλαί-
πωρη νύχτα, σ’ ένα σαλόνι πλοίου με το ροχαλητό να σου τρυπάει το μυαλό,
και τα μποφόρια να σε ανακατεύουν σαν φραπέ» μουρμούρισε και προχώρη-
σε τραβώντας το μπαούλο από το μπρούτζινο χερούλι του.
«Να μου θυμίσεις να του κολλήσω ρόδες μόλις φτάσουμε στο νησί. Θα εί-
ναι και εύχρηστο και σίκ» την πείραξα για να της αλλάξω τη διάθεση.
«Άντε να χαθείς βλαμμένο» μου απάντησε γελώντας.
Φορτώσαμε στον Ερνέστο και τις αποσκευές της Μελίνας και ξεκινήσαμε
για Αθήνα με την κρυφή ελπίδα ότι δεν θα μας άφηνε στο δρόμο.
«Γιατί μας κοιτάνε περίεργα;» ρώτησε κάποια στιγμή η Μελίνα βλέποντας
τα βλέμματα οδηγών και συνοδηγών που περνούσαν από δίπλα μας να κοιτά-
ζουν προς το μέρος μας.
«Γιατί πρώτη φορά βλέπουν τσίρκο μεντράνο σε μινιατούρα» απά-
ντησα γελώντας. «Αλήθεια εσύ που έχεις καλή σχέση με τη γεωγραφία πες
μου τι ξέρεις για την Αντίπαρο» έκανα το ολίσθημα να τη ρωτήσω.
«Λοιπόν» απάντησε σοβαρή, «η Αντίπαρος είναι ένα νησί 38 τ. χλμ.,
1.500 κατοίκων στα δυτικά της Πάρου. Η ψηλότερη κορυφή του νησιού είναι
ο Άγιος Ηλίας 308 μ. Στο νησί βρίσκεται ο ομώνυμος οικισμός, γνωστός και
ως Kάστρο. Πρόκειται για παλαιό οικισμό με βενετσιάνικο φρούριο και αρκε-
τές γραφικές εκκλησιές. Η Aντίπαρος λεγόταν στα αρχαία χρόνια Ωλίαρος,
δηλαδή δασώδες βουνό.
»Στα νεότερα χρόνια υπήρξε τμήμα του δουκάτου της Νάξου και από τον
15o αιώνα γνώρισε πολλές επιδρομές πειρατών. Κτήση της Βενετίας για ένα
διάστημα, πέρασε έπειτα στην εξουσία των Πιζάνι και το 1537 την κατέλαβαν
οι Τούρκοι. Την περίοδο 1770-74 πέρασε από ρωσική κατοχή και οι Ρώσοι α-
πέσπασαν τότε πολλούς σταλακτίτες του σπηλαίου που υπάρχει εκεί και τους
μετέφεραν στο μουσείο του Ερμιτάζ στην Αγία Πετρούπολη της Ρωσίας. Το
1794 το νησί γνώρισε την επιδρομή πειρατών από τη Μάνη και την Κεφαλο-
νιά, που απήγαγαν και την κόρη του Βενετού υποπρόξενου, την γκρατσιόζα
Φραντσίσκα».
«Έλεος, φτάνει» αναφώνησα με απελπισία. «Που τα έμαθες όλα αυτά
ρε; Εγώ γιατί δε θυμάμαι τίποτα από το σχολείο;»
«Χα, Χα σιγά μη τα θυμάμαι από το δημοτικό. Τα διάβασα πρόσφατα
μόλις μου ανακοίνωσες την “δημοκρατική” σου απόφαση να πάμε να ζήσουμε
εκεί. Να μη ξέρω την ιστορία του νησιού; Όταν ήμουν μικρή ήθελα να σπου-
δάσω αρχαιολογία. Με γοήτευε πάντα ο,τιδήποτε είχε να κάνει με την αρ-
χαιότητα. Σου έχω πει ότι είμαι οπαδός του Δωδεκάθεου;»
«Όπα αποκαλύψεις. Αυτό να το πεις στο Δομίνικο, και φρόντισε να εί-
μαι μπροστά σε παρακαλώ, δεν θέλω να χάσω τέτοια φάση»
«Γιατί τι πρόβλημα έχει ο Δομίνικος με την Αρχαία Ελλάδα;»
«Ο Δομίνικος κούκλα μου είναι κολλημένος με τα “θεία”, όπως φυσικά αυ-
τός αντιλαμβάνεται το “θείον”. Όποιος παραβιάζει τα εσκαμμένα είναι ειδω-
λολάτρης, άθεος, και τον περιμένει ο βελζεβούλ με την πηρούνα και τα αχνι-

στά καζάνια. Κι εσύ πίστεψέ με θα κάνεις μια πολύ ωραία σούπα με τόσα κό-
καλα που διαθέτεις».
«Νομίζω πως με τη συζήτηση θα τα βρούμε. Απλά εσύ δεν έχεις κώδικα
επικοινωνίας μαζί του. Απορώ πως είσαστε τόσα χρόνια φίλοι. Με το τίποτα
αρπάζετε και οι δύο».
«Τον αγαπάω το βλάκα. Στο βάθος είναι ψυχούλα» απάντησα χαμο-
γελώντας, καθώς πέρασε από το μυαλό μου η σκηνή με τη Μελίνα να κάνει
επίκληση στον Φοίβο Απόλλωνα και το Δομίνικο να παθαίνει εγκεφαλικό με
το θέαμα…
Με τον αγκομαχούντα Ερνέστο να έχει ανεβάσει επικίνδυνη θερμο-
κρασία καταφέραμε μετά από πέντε ολόκληρες ώρες να φτάσουμε στην Αθή-
να, αφού κάναμε κάπου οχτώ στάσεις για να του ρίξουμε τον πυρετό δροσί-
ζοντας τη μηχανή του με φρέσκο νεράκι.
Φτάνοντας στα πρώτα φανάρια της πρωτεύουσας είδα τη Μελίνα να
μαζεύεται περίεργα στη θέση της και να χάνεται ξανά στο δικό της κόσμο.
«Τι λες να κάνουμε;» τη ρώτησα για να σπάσω τη σιωπή. «Θέλεις να
πάμε καμιά βόλτα στην Αθήνα για καφεδάκι και χάζεμα στα μαγαζιά; Ο Δομί-
νικος είπε ότι έχει φέρυ μέχρι αργά το βράδυ, άρα πρόβλημα χρόνου δεν έ-
χουμε».
«Θέλω να φύγουμε αμέσως. Δε θέλω να μείνω στην Αθήνα ούτε λεπτό
κα μη με ρωτήσεις τίποτα σε παρακαλώ. Στο ζητάω σα χάρη. Να φύγουμε με
το πρώτο πλοίο» απάντησε με ύφος που με τρόμαξε.
Τράβηξα κατευθείαν για Πειραιά σεβόμενη την επιθυμία της. Ο πανι-
κός που διέκρινα στη φωνή της με προβλημάτισε. Όμως ήταν σαφές πως δεν
ήταν η κατάλληλη ώρα για να το συζητήσουμε.
Μπήκαμε στο πλοίο καταμεσήμερο ψημένες από τη ζέστη χωρίς διά-
θεση για κουβέντα, και ταλαιπωρημένες καθώς είμαστε πέσαμε σε βαθύ ύπνο
στο κατάστρωμα ώσπου φτάσαμε στην Πάρο.
Μας υποδέχτηκε ένα πανέμορφο νησί ντυμένο με λαμπερό ήλιο και
θαλασσινή αύρα. Καθίσαμε στην παραλία και παραγγείλαμε ουζάκι και μεζέ.
«Πως νοιώθεις;» ρώτησα τη Μελίνα που με μεγάλη μου χαρά είδα να
αποκτά ξανά το χαμόγελο της.
«Ω, άρχοντες του Ωκεανού, θεοί ευδαίμονες, που διαβιώνετε εις τον
βυθόν της πολυκύμαντου θαλάσσης» μου αποκρίθηκε με ορφικούς στίχους.
«Οκ. Μια χαρά σε βρίσκω» γέλασα και τσούγκρισα το ποτήρι της.
«Τρέμε νήσος Ωλίαρε, γιατί σούρχεται τυφώνας» αυτοσχεδίασα πίνοντας μο-
νορούφι το ούζο.
Ξεκινήσαμε για Πούντα, κι από κει μπήκαμε στο μικρό πλοιαράκι που μας
μετέφερε στην Αντίπαρο. Η πρώτη εικόνα του νησιού ήταν γοητευτική. Ένα
μικρό ψαρονήσι με το χρώμα και την ερημιά του. Οι πρώτοι τουρίστες είχαν
αρχίσει να καταφθάνουν, ωστόσο το νησί ήταν εμφανώς άδειο από “πολιτι-
σμό”.
«Γουστάρω πλούσια κι ελεύθερη ζωή» αναφώνησα σηκώνοντας ψηλά τα
χέρια, «και χαιρετώ σας, και γελώ σας» συμπλήρωσε τους στίχους η Μελίνα
ξεσπώντας σε γέλιο.
Ένα μπαρμπάτσι λίγο πιο πέρα στάθηκε με ερευνητικό ύφος παρατηρώ-
ντας μια τον Ερνέστο, και μια εμάς σαν να έβλεπε εξωγήινους. Μας πλησίασε
διστακτικά.
«Θέλετε δωμάτιο;» ρώτησε ανέκφραστος.
«Ευχαριστούμε κύριε» πήρε το λόγο η Μελίνα. «Έχουμε δικό μας σπίτι
στο νησί. Είμαι η Μελίνα» συστήθηκε και του άπλωσε το χέρι. Εκείνος γύρισε
την πλάτη του λέγοντας κάτι μέσα από τα δόντια του, και στράφηκε σε δύο
τουρίστες που είχαν σταθεί στην προβλήτα.
«Rooms to let» δήλωσε κι άρπαξε τις βαλίτσες τους πριν πάρει απάντηση.
«Καλώς ήρθαμε στη χώρα των Φλίντ Στόουνς» είπα στη Μελίνα που είχε
μείνει ακόμα με το χέρι τεντωμένο.
«Απίστευτο. Τι συμπεριφορά είναι αυτή» μουρμούρισε.
«Ιδού η πρόκληση σου» είπα με στόμφο «Ο κόσμος εδώ σε χρειάζεται.
Μέσα από την τέχνη σου μάθε τους συμπεριφορά. Θα τους εκπολιτίσουμε θέ-
λουν και δε θέλουν. Από σήμερα το νησί απέκτησε πρέσβειρες καλής θέλη-
σης» δήλωσα με σοβαρότητα.

«Το κλουβί με τις τρελές απέκτησε, αλλά ας μη το κάνουμε θέμα. Άντε να
πηγαίνουμε γιατί ονειρεύομαι ένα ζεστό μπανάκι και απόλυτη ησυχία στην
αγκαλιά της φύσης» απάντησε ,ανοίγοντας την πόρτα του αυτοκινήτου.
Έβγαλα το χαρτί με τις οδηγίες που μου είχε γράψει η γιαγιά και της το
έδωσα για να με οδηγήσει. Μια μεγάλη χαρά είχε γεμίσει την καρδιά μου. Ευ-
χόμουν από τα βάθη της ψυχής μου αυτό το νησί να είναι το λιμάνι μου, να
ριζώσω σ’ αυτό τον τόπο όπως η γιαγιά μου, να τον αγαπήσω και να γίνει ένα
κομμάτι από τον εαυτό μου.
Βγήκαμε από την πόλη στρίβοντας σ’ ένα στενό δρομάκι με πέτρινη μά-
ντρα κι ακολουθήσαμε το δρόμο βόρεια του νησιού. Τα σπίτια ολοένα και λι-
γόστευαν ώσπου χάθηκε και το τελευταίο από τα μάτια μας. Δεξιά και αριστε-
ρά του δρόμου συνέχιζε ο πέτρινος μαντρότοιχος φτιάχνοντας μια μονότονη
γραμμή. Το τοπίο ήταν σχετικά άγριο αλλά άκρως γοητευτικό. Η μόνη πρασι-
νάδα που χρωμάτιζε το τοπίο ήταν κάποιες φραγκοσυκιές που κρέμονταν
στους φράχτες φορτωμένες άγουρα αγκαθωτά φραγκόσυκα.
«Από εδώ στρίβουμε δεξιά και αμέσως αριστερά» μου έδειξε η Μελίνα που
δεν φαινόταν γοητευμένη από το τοπίο. «Δεν βλέπω πουθενά σπίτι. Ρε μήπως
σου έκανε καμιά πλάκα η γιαγιά σου; Α.. να, κάτι βλέπω εκεί πάνω στο ύψω-
μα» φώναξε, δείχνοντας μου ένα ανεμόμυλο.
«Λες; Μπα όχι δεν το πιστεύω. Δεν γράφει κάτι για ανεμόμυλο. Όμως
δεν υπάρχει άλλο σπίτι εδώ, άρα….»
«Αρα.. θα ανεβάσουμε το θεατρικό η ωραία Μυλωνού» είπε και έριξε
μια τελευταία ματιά στο σχέδιο.
Πλησιάσαμε στον ξύλινο φράχτη του σπιτιού και κάναμε τον κύκλο
αναζητώντας την εξώπορτα. Το μεγάλο σιδερένιο κλειδί θα μας έλυνε αμέσως
την απορία. Το έβαλα στην τρύπα με απροσδιόριστα συναισθήματα. Η αλή-
θεια είναι ότι δεν περίμενα κάτι τέτοιο. Φανταζόμουν ένα σπίτι με ξύλινο χα-
γιάτι, με κήπο και λουλούδια, μια κουνιστή πολυθρόνα από μπαμπού, και μια
ξύλινη κούνια κρεμασμένη με σκοινιά από το μεγάλο δέντρο του κήπου.
Το κλειδί γύρισε δύο φορές και η μεγάλη πόρτα άνοιξε απότομα τρίζο-
ντας απαίσια. Ξερά χόρτα και γαιδουράγκαθα είχαν κάνει κατάληψη στο μο-
νοπάτι που οδηγούσε προς το μύλο. Γύρισα προς τη Μελίνα. Με κοίταξε στα
μάτια έτοιμη να βγάλει κραυγές απόγνωσης.
«Μη κάνεις έτσι ρε. Ακατοίκητο τόσα χρόνια είναι, τι περίμενες υποδοχή
από το μαύρο υπηρέτη με το τραπέζι γεμάτο ανανάδες και μπανάνες;»
«Ενώ εσύ περίμενες υποδοχή από νυχτερίδες κι αράχνες γλυκιά μου;» α-
πάντησε ανέκφραστα η Μελίνα, ωστόσο το γεγονός ότι διατηρούσε ακόμα το
χιούμορ της μ’ έκανε να νοιώσω κάπως καλλίτερα.
Προχωρήσαμε προς το μύλο, που ομολογώ ήταν εντυπωσιακός, και με
κομμένη την ανάσα έψαξα κάτω από το πέτρινο πεζούλι να βρω το κλειδί που
υποτίθεται ότι θα υπήρχε εκεί.
«Από θέα σκίζει πάντως» είπα θαυμάζοντας την θάλασσα που απλωνόταν
καταγάλανη μπροστά στα μάτια μου. «Κοίτα, έχουμε και νησάκι απέναντί
μας» συμπλήρωσα με χαρούμενη διάθεση έχοντας ξεπεράσει το πρώτο σοκ.
«Άνοιξε να δούμε πρώτα αν έχουμε σπιτάκι κι άσε το νησάκι» είπε η Μελί-
να και πήρε από τα χέρια μου το κλειδί.
Το εσωτερικό του μύλου ήταν πραγματική έκπληξη για μένα. Ήταν ντυμέ-
νος με ξύλινη επένδυση και έπιπλα σε χωριάτικο στυλ. Ο κάτω όροφος ήταν
χωρισμένος σε κουζίνα και καθιστικό με μεγάλους στρογγυλούς πάγκους. Είχε
ένα πέτρινο τζάκι και μαξιλάρες ριγμένες μπροστά του στο πάτωμα. Μια
στρογγυλή ξύλινη σκάλα οδηγούσε σ’ ένα μικρό δωμάτιο όπου υπήρχε ένα με-
γάλο διπλό κρεβάτι σκεπασμένο από μια δαντελένια κουνουπιέρα. Η σκάλα
συνέχιζε σ’ ένα ακόμα επίπεδο, σχεδόν σοφίτα, όπου υπήρχε άλλο ένα μικρό-
τερο κρεβάτι σκεπασμένο με μια κόκκινη φλοκάτη. Μικρά γαλάζια παραθυ-
ράκια φώτιζαν το χώρο έχοντας παράλληλα μια θαυμάσια θέα προς τη θά-
λασσα. Η μυρωδιά της μούχλας και η απίστευτη σκόνη έδιναν μια όψη θρίλερ
στην ατμόσφαιρα. Έκλεισα τα μάτια προσπαθώντας να το φανταστώ καθαρό
και περιποιημένο. Το αγάπησα από την πρώτη στιγμή. Δεν μπορώ να πω το
ίδιο και για τη Μελίνα την οποία βρήκα να κάθεται οκλαδόν στο πάτωμα με το
κεφάλι μέσα στα χέρια της προσπαθώντας να καταλάβει αν αυτό της συνέ-
βαινε στ’ αλήθεια ή αν έβλεπε ένα κακό όνειρο.

«Όταν θα το καθαρίσουμε και θα το φτιάξουμε θα γίνει ένα κουκλί» της
είπα παρηγορώντας την. «Έλα ρε χαζό μη κωλώνεις. Εντάξει θέλει πολύ δου-
λειά όμως είναι δικό μας. Θα κάνουμε ότι θέλουμε».




Ο ΧΟΡΟς ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17ο



Όταν άκουσα από το μεγάφωνο ν’ αναγγέλλεται η άφιξή μας στο λιμάνι
της Πάτρας, ένα ρίγος φόβου συνάμα και πόνου ένοιωσα να διαπερνά όλο μου
το είναι, σε αντίθεση με τη Γοργώ που πέταξε από τη χαρά της.
«Ελλαδάρα μου!» αναφώνησε με ενθουσιασμό, κι έτρεξε αμέσως στο κα-
τάστρωμα, αφήνοντας εμένα πίσω να αναθυμούμαι κείνο το βράδυ που σαν
τη δραπέτισσα τράπηκα σε άτακτη φυγή, μήπως και γλιτώσω από τους χίλιους
δυο δαιμόνους που με κυνηγούσαν και κυρίως από το φάντασμα της μάνας
μου, που δεν έλεγε να μ’ αφήσει ακόμα και στον ύπνο μου.
Η Γιολάντα ήταν μοναδική να ανατρέπει ολοκληρωτικά τη ζωή των άλλων,
και μάλιστα με έναν τρόπο μεταφυσικά καταστροφικό.
«Η Μακρή σαν να κουβαλά πάνω της μια κατάρα. Μιαν απίστευτη δύναμη
κακού, να την ακολουθεί σε κάθε βήμα της, παρασύροντας όποιον έχει δίπλα
της» άκουγα συχνά να σχολιάζουν κάποιοι συνάδελφοί της όταν αναφέρονταν
σε κείνη, «ελπίζουμε να μην την κουβαλάς και συ Μελίνα» συμπλήρωναν κα-
τόπιν μεταξύ αστείου και σοβαρού. Εγώ χαμογελούσα αμήχανα. Δεν ήθελα να
μιλήσω. Ούτε καν να αναφερθώ για τη σχέση μου μαζί της. Άλλωστε για μένα
ήταν ένα μακρινό παρελθόν, έτσι ήθελα να πιστεύω, μιαν άγραφη σελίδα της
ζωής μου, που δυστυχώς όμως φρόντισε να τη γεμίσω στο τέλος και μάλιστα
με μαύρο μελάνι για να διαφέρει από τις υπόλοιπες.
Η ζωή μου κυλούσε ήρεμα και δημιουργικά. Είχα νοικιάσει ένα μικρό δια-
μέρισμα κάπου στη Καστέλα, μακριά από τα φώτα της διασημότητας, σε α-
ντίθεση με κάποιους άλλους πρωτοεμφανιζόμενους ηθοποιούς που με την
πρώτη επιτυχία και αναγνωρισιμότητα καβαλάνε ένα καλάμι και τρέχουν με
χίλια. Αν και οι προτάσεις έπεφταν βροχή, σκεφτόμουν πολύ το κάθε μου βή-
μα. Το μόνο που με ενδιέφερε ήταν να κάνω σωστά τη δουλειά μου, βελτιώνο-
ντας τον εαυτόν μου με μοναδικό στόχο να υπηρετώ την υποκριτική τέχνη με
συνέπεια και ήθος. Σπάνια εμφανιζόμουν δημόσια και σε διάφορα πάρτι, μέ-
χρι κείνο το βράδυ που αποφάσισα να παρευρεθώ στην μικρή δεξίωση που
έδιναν κάποιοι αγαπητοί συνάδελφοι μετά την πρεμιέρα του θεατρικού έργου
που είχαν ανεβάσει.
Το κομμάτι έρωτας έως εκείνη τη στιγμή δεν είχε παίξει σημαντικό ρόλο
στη ζωή μου. Όχι πως ήμουν ανέραστη. Το αντίθετο μάλιστα. Απλά, δεν είχε
τύχει να αφεθώ ολοκληρωτικά στα δίχτυα του έρωτα.
Τον είδα να στέκεται απόμερα και να πίνει το ποτό του, κοιτώντας γύρω
του αφηρημένα. Φαίνεται πως το βλέμμα μου πάνω του ήταν τόσο έντονο και
επίμονο που τον έκανε αμέσως να ανταποκριθεί και να με πλησιάσει.
«Με λένε Αιμίλιο, δραπετεύουμε από δω;» μου πρότεινε με τέτοια φυσικό-
τητα και αμεσότητα που δεν μου άφησε περιθώρια να αρνηθώ.
Μπήκαμε στο αυτοκίνητό του για μια βόλτα χωρίς προορισμό. Όταν το
ξημέρωμα μας βρήκε στο ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο να κοιτάμε την ανα-
τολή αγκαλιασμένοι, ήταν αργά να κάνω πίσω. Αυτός ο άντρας με είχε γοητέ-
ψει, παρασύροντας με για πρώτη φορά στο παιχνίδι του έρωτα.
Ο Αιμίλιος ήταν ένας ανερχόμενος σκηνοθέτης. Γέννημα θρέμμα Θεσσα-
λονικιός, μετά το τέλος της φοίτησής του, έφυγε για το Παρίσι, όπου και συ-
νέχισε τις σπουδές του πάνω στη σκηνοθεσία. Στην Ελλάδα είχε επιστρέψει
πριν από δύο χρόνια, και δεν είχε καταφέρει να κάνει κάποιο ξεκίνημα. Αυτό
τον στεναχωρούσε, αφού μη έχοντας ακόμα δουλειά, αναγκαζόταν να μένει με
μια μακρινή και αρκετά πλούσια θεία που τον εξασφάλιζε οικονομικά.
«Μη σε παίρνει από κάτω. Έτσι είναι ο χώρος δυστυχώς. Υπομονή χρειά-
ζεται, και πίστη στον εαυτόν σου και τη ζωή» τον παρηγορούσα αγκαλιάζο-
ντάς τον τρυφερά.
Περνώντας ο καιρός, ο έρωτάς μου για τον Αιμίλιο, όλο και δυνάμωνε,
φτάνοντας με στο σημείο εκείνο της απόλυτης και ολοκληρωτικής παράδοσης
μου. Δεν λογάριαζα τίποτα και κανέναν. Ούτε ακόμα κι αυτήν την διαίσθησή
μου, που έστελνε αρνητικά σήματα για τη παράξενη σχέση του με τη μακρινή
αλλά και ιδιόρρυθμη θεία.
Ελάχιστα μου μιλούσε για κείνη, ούτε καν το όνομά της δεν μου είχε πει.
Όταν μια μέρα μάλιστα έκφρασα την επιθυμία να τη γνωρίσω, επιμελώς το
απόφυγε, προβάλλοντας το δύστροπο και μοναχικό χαρακτήρα της.
Ώσπου ένα βράδυ, μετά το τέλος της παράστασης, μια έκπληξη με περίμε-
νε στο καμαρίνι μου, συνοδευόμενη από ένα μπουκέτο λουλούδια και ένα λα-

κωνικότατο σημείωμα:«Αγαπητή Μελίνα, πολύ θα ήθελα να δειπνήσουμε αύ-
ριο βράδυ μαζί στο σπίτι μου. Θα στείλω τον σωφέρ μου να σας πάρει… Η
θεία του Αιμίλιου.» Στην αρχή ενθουσιάστηκα, κατόπιν όμως μαζεύτηκα, ό-
ταν κάθισα και σκέφτηκα πως η κίνησή της αυτή μπορεί να αποσκοπούσε σε
κάτι άλλο. Ο Αιμίλιος ούτε λίγο ούτε πολύ μου την είχε παρομοιάσει σαν τη
Τασώ Καββαδία σε ρόλους στρίγκλας πεθεράς. Ομολογώ όλο το βράδυ δεν
κοιμήθηκα από τις σκέψεις. Είπα κάποια στιγμή να επικοινωνήσω με τον Αι-
μίλιο, αλλά δεν το έκανα. Εκείνη την περίοδο βρισκόταν εκτός Ελλάδας για
κάποια γυρίσματα ενός ντοκιμαντέρ. Ήταν η πρώτη σκηνοθετική δουλειά του
και δεν ήθελα να τον αποσπάσω.
Το επόμενο βράδυ τελειώνοντας τη παράσταση γύρω στις 12.00, χωρίς να
χάσω χρόνο πήγα στο καμαρίνι να αλλάξω αμέσως.
«Κυρία Θωμαϊδη, σας περιμένει ένας κύριος έξω» άκουσα κάποια στιγμή
από τη πόρτα να μου λέει ο υπεύθυνος του θεάτρου.
«Σας ευχαριστώ κύριε Προκοπίου» του αποκρίθηκα και παίρνοντας τη
τσάντα μου, κατευθύνθηκα γρήγορα προς την είσοδο.
Ένας μεσήλικας άντρας, γύρω στα πενήντα, με ένα κορμί λαμπάδα και
στυλιζαρισμένο μπλε κοστούμι, με περίμενε ακριβώς μπροστά από μια μαύρη
μερσεντές έχοντας τα αλάρμ αναμμένα.
«Κυρία Θωμαϊδη, από δω» μου είπε, και ανοίγοντας τη πίσω πόρτα μου
έκανε νόημα να περάσω μέσα.
Χώθηκα στα αναπαυτικά καθίσματα του πολυτελούς αυτοκινήτου, προ-
σπαθώντας να χαλαρώσω. Από τα πρώτα κιόλας λεπτά έπεσε ανάμεσά μας
μιαν αμήχανη σιωπή, ρίχνοντας ο ένας στον άλλον ερευνητικά βλέμματα.
Πήραμε τον περιφερειακό και στα φανάρια της Κατεχάκη στρίψαμε δεξιά με
κατεύθυνση τα βόρεια προάστια. Ήταν φυσικό η κυρία θεία να μένει προς τα
εκεί, και συγκεκριμένα στην Δροσιά, σε μια απομονωμένη βίλα που την είχε
αγοράσει πριν τρία χρόνια από έναν χρεοκοπημένο επιχειρηματία, όπως μου
είχε αναφέρει ο Αιμίλιος.
«Φτάσαμε» άκουσα τον σοφέρ να μου λέει κάποια στιγμή, καθώς στρίβα-
με σ’ ένα χωματένιο δρομάκι.
Κοίταξα έξω από το παράθυρο. Ένα φωταγωγημένο κτίσμα, στυλ πύργου,
χτισμένο από πέτρα έμοιαζε σαν να είχε βγει από κάποιο παραμύθι. Βγήκα
από το αυτοκίνητο σχεδόν μαγεμένη, και κοντοστάθηκα για λίγο χαζεύοντας
με το στόμα ανοικτό την όλη του επιβλητικότητα.
«Από δω παρακαλώ» μου είπε ευγενικά ο σοφέρ κάνοντας νόημα τον ακο-
λουθήσω.
Περάσαμε τη καγκελωτή πύλη, και μετά διασχίσαμε το λιθόστρωτο δρο-
μάκι του κήπου που τέλειωνε ακριβώς μπροστά από τη κεντρική εξώπορτα
της βίλας. Σ΄ αυτά τα λίγα λεπτά της διαδρομής ακουγόταν η θεϊκή μουσική
του Μότσαρτ από το «Ρέκβιεμ», σπάζοντας τη νυχτιάτικη σιγαλιά στην αρχή
αχνά, κατόπιν καθώς πλησιάζαμε πιο έντονα. Ο απροσδιόριστος φόβος που
ένοιωσα με μιας, μαζί με την αίσθηση, μεταφυσική θα έλεγα, πως όλο αυτό το
σκηνικό το είχα ξαναζήσει στο παρελθόν στιγμή προς στιγμή, μ’ έκαναν να
παγώσω σύγκορμη, και να μη μπορώ να πάρω τα πόδια μου.
«Πάθατε κάτι;» με ρώτησε ο σοφέρ που κείνη τη στιγμή χτυπούσε το κου-
δούνι.
«Όχι, όχι» του αποκρίθηκα σχεδόν ξεψυχισμένα, και βάζοντας μεγάλη
προσπάθεια τον πλησίασα.
Μας άνοιξε μια ξερακιανή γυναίκα απροσδιόριστης ηλικίας. Μάλλον ήταν
η οικονόμος της. «Περάστε» μου είπε με αυστηρό και ανέκφραστο ύφος, για
να χαθεί κατόπιν με βήματα αργά αλλά σταθερά σ’ έναν μεγάλο διάδρομο,
αφήνοντας με μόνη στο μεγάλο χώρο υποδοχής, που κυριολεκτικά έμοιαζε με
μαυσωλείο, έτσι όπως ήταν φορτωμένος με βαριά έπιπλα και πίνακες ζωγρα-
φικής από τη μια πλευρά του τοίχου και με μάσκες διαφόρων εκφράσεων από
τη άλλη. Απόρησα πως ο Αιμίλιος ζούσε εκεί μέσα. Αυτό το σπίτι δεν ήταν να
μένουν άνθρωποι, αλλά φαντάσματα. Μη πω και το φάντασμα της όπερας.
Κοίταξα το ρολόι μου. Είχαν περάσει περίπου είκοσι λεπτά και η ξερακια-
νή οικονόμος δεν έλεγε να φανεί. Λες και είχε ανοίξει η γη και την είχε κατα-
πιεί. Είχα αρχίσει να εκνευρίζομαι και συνάμα να τα βάζω με τον εαυτόν μου,
που τον ανάγκαζα να τρώει στη μάπα την αγένεια της κυρίας θείας, κι όχι την
εκκεντρικότητα όπως την είχε βαφτίσει για να έχει σούζα κάτι παπάβουλα


σαν τον Αιμίλιο. «Την παλιοξιπασμένη, θέλει να το παίξει και λαίδη» μονολό-
γησα αγανακτισμένη χωρίς στο μεταξύ να έχω πάρει είδηση την παρουσία της
οικονόμου, που σαν μαρμάρινη στήλη στεκόταν σε απόσταση λίγων μέτρων
από μένα.
«Ακολουθήστε με» είπε, και μου γύρισε τη πλάτη της.
Την ακολούθησα, έχοντας πάλι ακριβώς την ίδια αίσθηση που με είχε κυ-
ριεύσει στην αρχή.
Η οικονόμος άνοιξε μια βαριά ξύλινη πόρτα και μου είπε να περάσω, πα-
ρατώντας με στο δωμάτιο, που δεν ήταν άλλο από τη τραπεζαρία. Μόνο που
το τραπέζι δεν ήταν στρωμένο για δείπνο. Γεμάτη απορία, έμεινα όρθια και
περίμενα. Ξαφνικά, στον χώρο άρχισε να διαχέεται μια άλλη ιδιαίτερη μουσι-
κή από κείνη του «Ρέκβιεμ», σχετική με κάποιο θεατρικό έργο. «Ποιο όμως;»
αναρωτήθηκα αμέσως, στύβοντας στη κυριολεξία το κεφάλι μου μήπως και
θυμηθώ. «Διάολε, δεν είναι δυνατόν» μονολόγησα μόλις συνειδητοποίησα
πως η μουσική αυτή ήταν από το ανέβασμα του θεατρικού έργου «Το γλυκό
πουλί της νιότης» με πρωταγωνίστρια την Γιολάντα Μακρή. Σίγουρα κάποιος
ήθελε να με τρελάνει, κάνοντας σε βάρος μου κακόγουστα αστεία με το πα-
ρελθόν μου σκέφτηκα, προσπαθώντας να ξεπεράσω το πρώτο σοκ. Γιατί το
δεύτερο και μεγαλύτερο ήρθε μετά από λίγα λεπτά όταν άκουσα πίσω μου μια
γυναικεία φωνή, ίδια μ’ αυτή της μάνας μου να με ρωτά: «Παραξενεύεσαι;»
Πήγα να γυρίσω. «Μη γυρίσεις» με διέταξε. Σταμάτησα αμέσως. Τα πόδια
μου άλλωστε δεν με υπάκουγαν. Λες και κάποια αόρατη δύναμη τα κρατούσε
καρφωμένα πάνω στις μαρμάρινες πλάκες. Πήρα μια βαθιά ανάσα, προσπα-
θώντας να βρω κείνη τη ψυχραιμία, που θα με έβγαζε αλώβητη από όλη αυτή
τη δοκιμασία. Μάταια όμως. Τα χιλιάδες ερωτήματα που είχαν στριμωχθεί
στο μυαλό μου και ζητούσαν απαντήσεις, δεν μου άφηναν περιθώρια για κάτι
τέτοιο. Για άλλη μια φορά ήμουν έρμαιο στα χέρια και τις διαθέσεις της Γιο-
λάντας Μακρή.
Ένοιωσα την ανάσα της δίπλα μου. Μύριζε αλκοόλ μαζί με νικοτίνη.
«Νόμιζες πως θα μου ξεφύγεις;» με ρώτησε, ξεσπώντας σε ένα σαρκαστι-
κό γέλιο.
Ένας δυνατός θυμός μέριασε την ανημποριά μου και γύρισα απότομα
προς την μεριά της. Η θέα της μου έφερε φρίκη. Η Γιολάντα Μακρή με μια
μπουκάλα κονιάκ στην αγκαλιά της και με ένα κακογερασμένο από το αλκοόλ
πρόσωπο, να συνθέτει την τέλεια εικόνα ενός ανθρώπου που έχει φτάσει στο
τελευταίο σκαλί του εξευτελισμού.
«Μη!» φώναξε, προσπαθώντας να σκεπάσει όπως όπως το πρόσωπό της.
Δεν το κρύβω ένοιωσα ηδονή μαζί με μιαν έντονη χαρά, βλέποντας την κα-
τάντια της. Δεν έφταιγα όμως εγώ γι’ αυτό. Ήταν καθαρά δική της επιτυχία
το νέκρωμα κάθε τρυφερού μου συναισθήματος για κείνη.
«Τι θέλεις από μένα;» τη ρώτησα κοφτά και σταθερά, αν και γνώριζα την
απάντηση. Ήθελα όμως την ακούσω για να γελάσω κι εγώ σαρκαστικά με τη
σειρά μου.
«Ο Αιμίλιος είναι δικός μου και μόνο δικός μου. Δεν θα τον αφήσω να μου
τον πάρει καμία. Πόσο μάλλον εσύ. Κατάλαβες;» μου είπε στριγκλίζοντας.
«Χα! Χα!» γέλασα βροντερά, ανταποδίδοντας το σαρκαστικό της γέλιο,
ενώ με τα δόντια κρατιόμουν να μην τη βρίσω. Να μη βγάλω όλη μου τη χολή
που τόσα χρόνια κρατούσα μέσα μου για αυτή τη γυναίκα που εξ αιτίας μιας
γενετήσιας ορμής της, ερήμην μου με έφερε σ’ αυτόν τον κόσμο.
Έκανα μεταβολή να φύγω. Δεν ήθελα να βρίσκομαι άλλο εκεί μέσα μαζί
της.
«Δεν έχεις να πας πουθενά αν δεν μου υποσχεθείς πρώτα πως θα χαθείς
από το πρόσωπο της γης, κι από τη ζωή του Αιμίλιου» μου είπε με τον χαρα-
κτηριστικό της αυταρχισμό, πίνοντας συνάμα και μια γουλιά κονιάκ από το
μπουκάλι.
Αν και ήθελα πολύ να της πω, πως για μένα ο Αιμίλιος μετά από αυτό είχε
καταβαραθρωθεί μέσα μου, και χάρισμά της ολάκερο το γλαστράκι, δεν το
έκανα. Η χαιρεκακία με είχε συνεπάρει. Γι’ αυτό γύρισα προς την μεριά της,
και κοιτώντας την έντονα στα μάτια, της έσκασα ένα χαμόγελο ίδιο μ’ αυτό
της Μόνα Λίζα. Έτσι ήθελα να αποχωρήσω. Σιωπηρά και θριαμβευτικά. Χωρίς
να πάρει την πολυπόθητη απάντηση, για να ζει μέσα σε μια συνεχή αβεβαιό-
τητα και ηττοπάθεια. Αυτό της άξιζε όσο και να ήταν σκληρό.

Έπιασα το στομάχι μου. Πονούσε αφόρητα. Άνοιξα τη πόρτα και πάνω στη
στιγμή που ήμουν έτοιμη να βγω, την ένοιωσα πίσω μου να μου ορμά σαν μαι-
νάδα . Στην προσπάθεια μου να ξεφύγω από την οργή και τα απανωτά χτυπή-
ματά της, την έσπρωξα δυνατά. Εκείνη από το μεθύσι της παραπάτησε και
σωριάστηκε κάτω. Έντρομη πλησίασα κοντά της. Ήταν αναίσθητη, ενώ από
το στόμα της έτρεχε αίμα. Μ’ έπιασε πανικός. Ούτε και ξέρω πως βρέθηκα
έξω από το σπίτι. Ακόμα και τώρα μου είναι αδύνατον να θυμηθώ. Το μόνο
που θυμάμαι με σιγουριά είναι πως το ίδιο βράδυ έφυγα από την Ελλάδα σαν
την κυνηγημένη, τινάζοντας στον αέρα τη ζωή μου, που με τόσο κόπο είχα κα-
ταφέρει να φτιάξω.

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16ο


Έφτασα στο Μπάρι σχετικά νωρίς. Το πλοίο ήταν εκεί και για καλή μου
τύχη με άφησαν να μπω μέσα. Ανέβηκα στο σαλόνι βρήκα μια καλή θέση όπου
θα περνούσα και τη νύχτα μου μια και δεν είχα πάρει καμπίνα και άνοιξα ένα
βιβλίο να ξεχαστώ
Με πήρε ο ύπνος από τις πρώτες κιόλας σελίδες. Ξύπνησα
από το θόρυβο που έκαναν οι επιβάτες που σιγά σιγά άρχισαν να μαζεύονται.
Πήγα μέχρι το μπάρ να πάρω ένα καφέ. Περιμένοντας στην ουρά το μάτι μου

έπεσε πάνω σένα γνώριμο μπαούλο. Διάολε παραισθήσεις έχω μονολόγησα.
Το φάντασμαμπαούλομε κυνηγάει παντού. Έριξα μια ματιά γύρω μου με

την καρδιά μου να πεταρίζει ελπίζοντας το ανέλπιστο. Την είδα να ψάχνει με
το βλέμμα της στο χώρο. Έκανα τον κύκλο του σαλονιού και την πλησίασα
από πίσω. «Τελικά είσαι πολύ τρελό άτομο» της ψιθύρισα.«
Κοίτα ποιος μιλάει» αποκρίθηκε και με αγκάλιασε σφιχτά..

Τα κοχύλια ζουν; Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη

Τα κοχύλια ζουν;   Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη Τα κοχύλια ζουν; Η Νεφέλη όταν αντίκρισε την παραλία της Πευκιάς ψηλά από τον δρόμ...