Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19ο


Την επόμενη μέρα ξύπνησα από το άγριο χάραμα. Αθόρυβα μη και ξυ-
πνήσω τη Γοργώ, άνοιξα τη πόρτα και βγήκα έξω. Πρώτη μέρα στη πατρίδα
δεν ήθελα με τίποτα να χάσω την ανατολή.
Περπάτησα μέχρι τη λιάστρα, το αλώνι που ήταν λίγα μέτρα πιο πέρα και
κάθισα χάμω, ενώνοντας τη σιωπή μου με κείνη των άλλων ζωντανών της
πλάσης. Η μυρωδιά από το νοτισμένο χώρα, η αναμιγμένη με την αύρα της
θάλασσας, η χάρη και η γλύκα της στιγμής μ’ έκαναν να αναριγήσω από συ-
γκίνηση, που κι εγώ ήμουν ένα κομμάτι της φύσης άρρηκτα δεμένο μαζί της.
Δεν ξέρω αλλά με μιας έφτιαξε η διάθεσή μου. Ακόμα κι ο ανεμόμυλος που
στεκόταν μόνος και ξεχασμένος ανάμεσα σε γη κι ουρανό φάνταζε διαφορετι-
κά τώρα μπροστά στα μάτια μου, έτσι όπως λουζόταν απ’ τα χρώματα της αυ-
γής. Τελικά η Γοργώ είχε δίκιο όταν μου έλεγε χθες πως με λίγη φαντασία και
πολύ δουλειά το καινούργιο μας ορμητήριο θα γινόταν ένα κουκλί, ένα πραγ-
ματικό στολίδι που θα το ζήλευαν όλοι. «Τέρμα η τεμπελιά, ώρα για δουλειά»
είπα στον εαυτό μου και σηκώθηκα σαν ελατήριο, ευχαριστώντας από καρ-
διάς τη γιαγιά Γοργώ, που με το δώρο της αυτό άγγιζα κι εγώ μιαν ακρούλα
του ονείρου.
Μπήκα στον ανεμόμυλο στα νύχια των ποδιών. Η Γοργώ ακόμα κοιμόταν.
Ήθελα πολύ να τη ξυπνήσω μπουγέλωντάς την, συνοδεία μάλιστα με το γνω-
στό τραγουδάκι “ξύπνα ξύπνα διότι χαράααζει, δεν ακούς τα πουλάκια που
λαλούνεεε”, αλλά ήταν τόσο παραδομένη στην αγκαλιά τη Μορφέα που την
λυπήθηκα. Άλλαξα ρούχα στα γρήγορα και δένοντας ένα φακιόλι στο κεφάλι,
βγήκα πάλι έξω.
Σκέφθηκα να ξεκινήσω από κάτι απλό, το ξεχορτάριασμα. Κατευθύνθηκα
λοιπόν προς το μονοπάτι, εκεί όπου τα ξερά χόρτα και τα γαϊδουράγκαθα εί-
χαν κάνει κατοχή, κι ανασκουμπώθηκα αμέσως. Από τα πρώτα κιόλας λεπτά
άρχισα να τα βρίσκω σκούρα, που χωρίς τη βοήθεια κάποιου εργαλείου ξερί-
ζωνα η άσχετη τα χόρτα με γυμνά χέρια. «Πω! πω! βαριά η δουλειά της αγρό-
τισσας» είπα στον εαυτόν μου μόλις φάνηκε η πρώτη πληγούλα σ’ ένα από τα
κρινοδαχτυλά μου. Όμως δεν το έβαλα κάτω. Πεισματάρα ούσα, συνέχισα
ακάθεκτη το δύσκολο έργο μου.

Η ώρα περνούσε και το ξεχορτιάριασμα καλά κρατούσε, μέχρι τη στιγμή
που έκανε την εμφάνισή της κάποια απρόσμενη μουσαφίρισσα λίγα μέτρα πιο
πέρα ανάμεσα στα γαϊδουράγκαθα. Μια προβατίνα με το χαρακτηριστικό πε-
ριδέραιο στυλ κουδούνας να κρέμεται στο λαιμό της με κοιτούσε γεμάτη πα-
ράπονο που εγώ η άκαρδη πήγαινα να της πάρω τη μπουκιά από το στόμα.
«Από πού ξεφύτρωσες εσύ μικρή απολωλότα;» τη ρώτησα, κοιτάζοντας τρι-
γύρω μήπως υπήρχε εκεί κοντά κάποια στάνη. «Μπεε! Μπεε!» βέλαξε εκείνη,
θέλοντας να δώσει το παρόν της. «Α! δεν θ’ αρχίσουμε διάλογο τώρα» είπα,
χτυπώντας δύο φορές παλαμάκια μήπως φοβηθεί και μου αδειάσει τη γωνιά.
Μάταια όμως. Συνέχισε να πλησιάζει προς τη μεριά μου σαν να μην τρέχει τί-
ποτα. «Τελικά είσαι θρασυτάτη» της είπα, και την πήρα αμέσως από εκεί,
πιάνοντάς με ξαφνικά μιαν τρελή επιθυμία. Να κάνω πλάκα στη Γοργώ.
Άφησα λοιπόν στη μέση το ξεχορτάριασμα και παρέα με τη μικρή απολω-
λότα κατευθύνθηκα προς τον ανεμόμυλο. Μπήκαμε μέσα και σχεδόν ακροπα-
τώντας ανεβήκαμε τη σκάλα. Σταθήκαμε ακριβώς πάνω απ’ το κεφάλι της.
«Γοργούλαα, ξύπνα καμάρι μου» της ψιθύρισα στ’ αυτί.
Εκείνη έκανε έναν μορφασμό δυσανασχέτησης. «Γιατί με βασανίζεις γα-
μώτο. Τι σούκανα;» είπε μέσα από τα δόντια της, ανοίγοντας ταυτόχρονα τα
μάτια της, που στη θέα μας τα γούρλωσε με μιας.
«Α! να σου συστήσω την μικρή απολωλότα, άρτι αφιχθείσα στην παρέα
μας» της είπα σαν να μη συνέβαινε τίποτα.
«Που τη βρήκες;» με ρώτησε, κι ανασηκώθηκε αμέσως.
«Δεν τη βρήκα. Με βρήκε».
«Που;»
«Στο μονοπάτι, την ώρα που ξεχορτάριαζα».
«Που… ξεχορτάριαζες;» ρώτησε φανερά έκπληκτη.
«Ναι. Προς τι η έκπληξη;»
«Δεν ξέρω, αλλά χθες ήσουν εντελώς αρνητική».
«Χθες ήταν χθες, σήμερα είναι μια άλλη μέρα. Λοιπόν, δεν νομίζεις πως
αρκετά τεμπέλιασες, και ήρθε η ώρα ν’ ανασκουμπωθείς; Να πας για προμή-
θειες στο χωριό; Πόντικας έχει πέσει εδώ μέσα. Δεν πιστεύω να θέλεις να
ταΐσουμε τον Δομίνικο αέρα κοπανιστό το βράδυ;» της είπα, τραβώντας την
συνάμα να σηκωθεί.
«Καλά παλιγκρινιαρόγρια… μ’ έπεισες σηκώνομαι» είπε και χασμουρήθη-
κε.
«Εγώ πάω να συνεχίσω τη δουλειά μου παρέα με τη Φρόσω».
«Ποια είναι πάλι αυτή η Φρόσω;»
«Μα..η μικρή μου απολωλότα» της απάντησα, προσπαθώντας να συγκρα-
τήσω τα γέλια μου.
«Μπεε! Μπεε!» βέλαξε η προβατίνα δείχνοντας να συμφωνεί με το ονομα-
τάκι που μόλις της είχα χαρίσει.
«Καλά μιλάμε κουβαλάς καντάρια τρέλα, μέχρι και το ζωντανό το κατά-
λαβε» είπε η Γοργώ λυμένη στα γέλια.
«Κοίτα ποια μιλάει, η τρελή του Σαγιώ» της ανταπέδωσα, ξεσπώντας και
εγώ στα γέλια. «Έλα Φρόσω μου, κι έχουμε να ξεχορταριάσουμε..» συμπλή-
ρωσα και βγήκα έξω κρατώντας από τη κουδούνα τη τετράποδη προστατευό-
μενή μου.
Η Φρόσω τελικά αποδείχτηκε πολύτιμη βοηθός. Όποια χόρτα δεν μπορού-
σα να κόψω τα ξερίζωνε εκείνη, με τέτοια επιτυχία μάλιστα που τύφλα να εί-
χαν τα κοπτικά σύνεργα. Έτσι μέσα σε λίγες ώρες το μονοπάτι έγινε αγνώρι-
στο. Ικανοποιημένη από το αποτέλεσμα είπα να καθίσω λίγο να ξεκουραστώ
προτού ξεκινήσω το κάψιμο των χόρτων, όσων φυσικά είχαν γλιτώσει από το
στόμα της τετράποδης λαίμαργης φίλης μου.
Ο ήλιος έκαιγε, και εκεί δεν υπήρχε κάποιο σκιερό μέρος που θα μπορούσε
κανείς να ξαποστάσει. Σκέφτηκα λοιπόν να επιστρέψω στον ανεμόμυλο, να
δροσίσω το πρόσωπό μου με κρύο νερό και να καπνίσω κανένα τσιγαράκι που
τόση ώρα με το ξεχορτάριασμα δεν είχα χρόνο να ανάψω.
Δεν είχα προλάβει να απομακρυνθώ πολύ, όταν πέρα μακριά και απ’ τη
μεριά της ξερολιθιάς άκουσα κάποιον ξαφνικά να με φωνάζει: «Ε! Εσύ κοπε-
λιά εκεί…». Ομολογώ πως αιφνιδιάστηκα. Ίσως γιατί δεν περίμενα πως σε
τούτο το απομονωμένο μέρος, στο τέρμα του θεού, θα μπορούσαν να υπάρ-

χουν κι’ άλλοι τρελοί εκτός από τη Γοργώ και μένα. Γύρισα απότομα προς τη
μεριά που είχα ακούσει τη φωνή, κι αντίκρισα έναν άντρα μέχρι κει πάνω να
με πλησιάζει με βήμα γοργό, για κάποιο λόγο που εγώ δεν γνώριζα.
«Σε μένα μιλάτε κύριε;» τον ρώτησα αμέσως, μήπως αναχαιτίσω τη φόρα
που είχε πάρει.
«Ναι. Βλέπεις κανέναν άλλον εδώ πα;» με ρωτά, και στέκεται μπροστά
μου, κοιτώντας ολόγυρα γεμάτος απορία.
«Έχετε δίκιο» του αποκρίνομαι, και βάζοντας το χέρι μου αντήλιο αρχίζω
να τον περιεργάζομαι απ’ τη κορφή μέχρι τα νύχια.
Δεν ήταν πολύ ψηλός, όπως μου είχε φανεί στην αρχή. Κι όμως, όλο του το
παρουσιαστικό ήταν επιβλητικό, θυμίζοντας έντονα φιγούρα που μόλις είχε
βγει από κείνες τις ελληνικές ταινίες τύπου “Γκόλφω”. Με τη μόνη διαφορά
δεν φορούσε φουστανέλα, αλλά ένα ξεθωριασμένο απ’ τη πολυκαιρία καρό
παντελόνι στις αποχρώσεις του γκρι, συνδυασμένο μ’ ένα μαύρο πουκάμισο με
τα μανίκια σηκωμένα μέχρι τους αγκώνες. Η ενδυματολογική του εικόνα ολο-
κληρωνόταν μοναδικά με κάτι μπλε σαγιονάρες στιλ «ΠΗΓΑΣΟΣ» που έχα-
σκαν στα πόδια του. Όσο για τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, σε αντί-
θεση με την υπόλοιπη θωριά του, ήταν αβρά. Τα μάτια του αν και μικρά είχαν
το γλυκό χρώμα του μελιού, ενώ η ελληνοπρεπής μύτη του, το μουστάκι του
στυλ Μάξιμ Γκόρκι και το κατσαρό τσουλούφι να πέφτει ανέμελα στο πλατύ
του μέτωπο του έδιναν ένα ύφος πολύ σοφιστικέ.
Τον είδα να μαζεύεται. Ήταν προφανές πως ένοιωθε άβολα από το διερευ-
νητικό και αδιάκριτο βλέμμα μου πάνω του. Πήρε μια βαθιά ανάσα και με ρώ-
τησε: «Μήπως είδες κανένα ζωντανό να γυροβολάει εδώ σιμά;»
«Τι ζωντανό;»
«Έναν ελέφαντα» με περιέπαιξε, σκάζοντας ένα χαμογελάκι.
«Ναι. Μόλις τον είδα να τον τραβάν κάτι σκυλιά» του αποκρίθηκα, πειρά-
ζοντάς τον κι εγώ με τη σειρά μου.
«Βλέπω είσαι χωρατατζού».
«Το κατά δύναμη. Αλλά και σεις δεν πάτε πίσω»
Σελίδα -92 -
«Μα … ερώτηση ήταν αυτή που μου έκανες κοπελιά; Όχι πες μου σε πα-
ρακαλώ, τι άλλα ζωντανά μπορεί να γυροβολάνε σε τούτο δω τον τόπο εκτός
από κατσίκια, πρόβατα και γαϊδούρια;»
«Ξέρω κι εγώ; Μπορεί να ήσασταν θηριοδαμαστής κάποιου τσίρκο που εί-
χε έρθει εδώ στο νησί να δώσει παραστάσεις».
«Ναι, και να το είχε σκάσει ο Ντάμπο το ελεφαντάκι μου, κι εγώ απελπι-
σμένος νάχα πάρει τις ρούγες και τους λόγγους μήπως και τον βρω. Καλέ.. εγώ
ένας ταπεινός βοσκός είμαι που ψάχνει μια προβατίνα του».
«Μήπως τη λένε και Φρόσω;» τον ρώτησα, συνεχίζοντας το πείραγμα.
«Όχι, Κατίγκω τη λένε, γιατί είναι γυρίστρω και κουτσομπόλα σαν τη μάνα
μου».
Δεν ξέρω αλλά είχα αρχίσει να τον συμπαθώ. Μου άρεσε ο τρόπος που μι-
λούσε. Ήταν πολύ χαριτωμένος.
Αν και ήθελα να συνεχίσω το πείραγμα, είπα να σοβαρευτώ.
«Να συστηθώ. Με λένε Μελίνα, και η προβατίνα σας, αν φυσικά μιλάμε
για την ίδια, έχει κατασκηνώσει εκεί, κάνοντάς μου παρέα όλο το πρωινό» του
είπα, και του έδειξα με το δείκτη μου το μέρος.
«Εμένα Πετρή και… συγνώμη αν είπαμε και καμιά κουβέντα που δεν έ-
πρεπε» μου αποκρίθηκε με ευγένεια.
«Μα… τι λες; Ίσα ίσα εκτιμώ πολύ το χιούμορ στους ανθρώπους. Και συ
ομολογώ διαθέτεις αρκετό» του αποκρίθηκα αυτή τη φορά κι εγώ στον ενικό.
Ο Πετρής λοιπόν αν κρίνουμε από τα χίλια και βάλε κεφάλια αιγοπρόβατα
που είχε στη κατοχή του, νούμερο καθόλου ευκαταφρόνητο, κάθε άλλο ταπει-
νός βοσκός ήταν. Ένας τσέλιγκας ήταν που ζούσε σ’ ένα μεγάλο κτήμα, περί-
που δύο χιλιόμετρα μακριά, από εμάς μαζί με τη μάνα του. Από μικρό τον γοή-
τευε η θάλασσα, και το όνειρό του ήταν να μπαρκάρει μια μέρα στα καράβια
σαν μαρκόνης όπως μου είπε, καθώς καθόμασταν στη ξερολιθιά και με τον ή-
λιο να μας κτυπάει κατακέφαλα.
«Να οργώνω τις ωκεανούς και να γράφω ποιήματα όπως ο Νίκος Καβαδί-
ας» μου είπε με μια νοσταλγική χροιά στη φωνή του.
«Τα κατάφερες;»

«Μπα! Όνειρο ήταν και πάει» μου αποκρίθηκε αναστενάζοντας.
Δεν θέλησα να φανώ αδιάκριτη και να ρωτήσω τι τον ανάγκασε να μην
πραγματοποιήσει το όνειρό του. Άλλωστε, απ’ ό,τι ψυχανεμιζόμουν, με τον
Πετρή θα τα ξαναλέγαμε.
«Εσύ;» με ρώτησε κάπως διστακτικά.
«Τι εγώ;»
«Τι είσαι; Τι κάνεις στη ζωή σου;»
«Αγρότισσα. Δηλαδή προσπαθώ. Το μέλλον θα δείξει».
«Αγρότισσα εσύ;»
«Ναι. Γιατί παραξενεύεσαι;»
«Γιατί σε κόβω γραμματιζούμενη… και μη μου άπτου».
«Χα! Χα! Έτσι λες;»
«Ε! Ναι. Αν κοιτάξει κάποιος τα χέρια σου, αμέσως θα καταλάβει πόσο
άμαθα είναι, κι ευαίσθητα σαν τα κρίνα» μου είπε τρυφερά.
«Αχ! Πετρή, η ζωή καμιά φορά σε βγάζει από το δρόμο που εσύ έχεις δια-
λέξει».
«Το ξέρω Μελίνα. Πες μου όμως ο δικός σου δρόμος ποιος ήταν;»
«Όχι πάντως ο αγροτικός»
«Τότε…ποιος;»
«Αυτός της ηθοποιού»
«Δηλαδή πήγαινες για θεατρίνα;»με ρωτά γουρλώνοντας τα μάτια του.
«Όχι μόνο πήγαινα, αλλά έγινα κιόλας»
«Τι μου λες; Σοβαρά; Θεατρίνα ε; Σε ποιο σήριαλ έπαιζες; Η μάνα μου σί-
γουρα θα σε ξέρει».
Με το ζόρι κρατήθηκα να μη γελάσω. Ήταν απόλαυση. Κι αυτός ο αυθορ-
μητισμός του, η έμφυτη παιδική του αφέλεια τον έκανε ακόμα πιο συμπαθητι-
κό στα μάτια μου.
«Άστα τώρα αυτά, και πάμε να σου παραδώσω τη προβατίνα σου».
«Μπορείς να τη κρατήσεις. Στη χαρίζω».
Ε! Όλα τα περίμενα, αλλά δώρο μια προβατίνα ποτέ. «Μου τη χαρίζεις;»
τον ρώτησα έκπληκτη, «μάλλον θα αστειεύεσαι».
«Κοίτα, δεν σου κάμω χάρη».
«Τότε γιατί μου τη χαρίζεις;»
«Δεν κατάλαβες; Κρίμα. Και σε νόμιζα έξυπνο κορίτσι. Πρόφαση είναι ντε
για να έρχομαι να σε βλέπω» μου αποκρίθηκε, και με σκούντηξε κλείνοντας το
μάτι του πονηρά.
«Σιγά βρε Πετρή δεν χρειάζεται να μου χαρίσεις τη προβατίνα σου για να
με βλέπεις. Σου δίνω το ελεύθερο να έρχεσαι όποτε θέλεις».
«Αλήθεια το λες;»
«Ναι. Αλήθεια. Μάλιστα μπορείς κι απόψε. Σε καλώ σε δείπνο στον ανε-
μόμυλο. Ευκαιρία να γνωρίσεις και τους φίλους μου. Τι λες;».
Φυσικά δεν χρειάστηκε να επιμείνω. Δέχτηκε αμέσως.
«Λοιπόν, ώρα να πηγαίνω τώρα. Θα τα πούμε το βράδυ» μου είπε, κι έφυ-
γε αφήνοντας πίσω του τη Φρόσω αμανάτι.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου