Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18ο


Γέμισα τα πνευμόνια μου με ολόφρεσκο πρωινό θαλασσινό αέρα παραδί-
νοντας την καρδιά, την σκέψη μου κι όλη την ύπαρξη μου στον λαμπερό ήλιο
του Πατραϊκού. Πόσο λίγο τελικά με γνώριζα. Δεν φανταζόμουν ποτέ, πως
εγώ η Γοργώ, που πάντα ήμουν πιστός οπαδός του «όπου γη και πατρίς» θα
βρισκόμουν στο κατάστρωμα ενός πλοίου, ως σύγχρονος Οδυσσέας επιστρέ-
φων εις Ιθάκην, έτοιμη να βάλω τα κλάματα από συγκίνηση.
Προσπάθησα να προσδιορίσω τα συναισθήματα μου, σε σχέση με τα
πρόσωπα που είχα αφήσει πίσω μου φεύγοντας από την Ελλάδα πριν έξη
χρόνια. Κανένας κραδασμός. Βρήκα περισσότερο ενδιαφέρον στο παιχνίδι
των γλάρων και στα σκουπίδια που κολυμπούσαν αμέριμνα στην ήρεμη επι-
φάνεια της θάλασσας, ώσπου καθαρά διαδικαστικά πράγματα μονοπώλησαν
τη σκέψη μου. Έβγαλα το κινητό μου και τηλεφώνησα στο Δομίνικο αιφνια-
διάζοντας τον.
«Γοργώ; Τι έπαθες κοκόνα μου πρωι πρωί. Δεν είσαι καλά ε;»
«Δομινικάκι άσε τη γκρίνια και μάθε τι ώρα έχει τελευταίο φέρυ από Πάρο
για Αντίπαρο»
«Για Αντίπαρο; Τι πλάκα είναι αυτή τώρα;»
«Θα σου τα πω από κοντά. Α.. να μη ξεχάσω, αύριο σε καλώ στη βίλα μου
στην Αντίπαρο για φαγητό.. Σ’ αφήνω τώρα γιατί πιάνουμε λιμάνι. Καλώς ώ-
ρισα» του αποκρίθηκα γελώντας, αφήνοντας τον μέσα στην απορία και του
έκλεισα το τηλέφωνο πριν αρχίσει τις ερωτήσεις.
Το πλοίο είχε πιάσει λιμάνι και αργά αργά κατευθυνόταν προς τη στεριά
σχηματίζοντας πίσω του μια μεγάλη γαλάζια ουρά. Κατέβηκα στο σαλόνι ανα-
ζητώντας τη φίλη μου για να τη βοηθήσω με το “φετίχ” μπαούλο της. Ο κό-
σμος βουίζοντας σαν μελίσσι στριμωχνόταν στο διάδρομο προς την έξοδο. Με
το βλέμμα μου αναζήτησα τη Μελίνα μέσα στον τεράστιο χώρο. Την είδα κα-
θισμένη στο χερούλι μιας καρέκλας, με το γνώριμο πια χαμένο της ύφος, να
ταξιδεύει στο άπειρο. Την πλησίασα σιγά σιγά από πίσω. «Μπουου!» της φώ-
ναξα δυνατά μέσα στο αφτί και την έκανα ν’ αναπηδήσει τρομαγμένη.
«Άγαρμπη όπως πάντα» μου είπε τσαντισμένη.

«Συγνώμη σου ζητώ συγχώρεσέ με, κι αν έσφαλα πικρά μετανοώ» της
τραγούδησα βάζοντας τα χέρια στο στήθος με το ύφος σκανταλιάρικου μικρού
που το μαλώνει η μαμά του.
«Εγώ συγνώμη βρε Γοργώ. Κάτι σκεφτόμουν και…»
«Θέλεις να μου πεις;» τη ρώτησα βλέποντας κάτι παράξενο στο βλέμμα
της.
«Να.. σκεφτόμουν ότι.. κανείς δεν μας περιμένει εκεί έξω. Κάποιος να μας
υποδεχτεί, να μας αγκαλιάσει να μας καλωσορίσει» μου είπε με παράπονο.
«Ρε χαζό όλο αυτό το σκηνικό της υποδοχής τι νομίζεις ότι είναι; Μια τυπι-
κούρα του κερατά. Ξέρεις γιατί κανείς δε σε περιμένει εκεί έξω; Απλά γιατί
εσύ δε γουστάρεις. Αν το ήθελες θα σε περίμενε ένα τσούρμο συγγενολόι. Μια
συμβιβασούλα στη ζωή σου κι ο κύκλος ανοίγει μονομιάς. Θέλει αρετή και
τόλμη η ελευθερία κούκλα μου. Οι ελεύθεροι κι ωραίοι όπως λέει και το γνω-
στό τραγούδι, είναι μόνοι, γιατί διαφορετικά δεν είναι ποτέ ελεύθεροι. Εκεί
έξω σε περιμένει η Μελίνα κι εσύ αυτήν πας να ανταμώσεις. Δική σας είναι η
ζωή, κι οι φάπες της ο πολύτιμος θησαυρός σας. Το συναίσθημα είναι χρήσιμο
καλή μου, μόνο όταν δεν σε παγιδεύει»
«Καλά, καλά, παραδίνομαι» αποκρίθηκε και σηκώθηκε, «ήθελα να ήξερα
μόνο που βρίσκεις τη διάθεση για φιλοσοφία πρωι πρωι, μετά από μια ταλαί-
πωρη νύχτα, σ’ ένα σαλόνι πλοίου με το ροχαλητό να σου τρυπάει το μυαλό,
και τα μποφόρια να σε ανακατεύουν σαν φραπέ» μουρμούρισε και προχώρη-
σε τραβώντας το μπαούλο από το μπρούτζινο χερούλι του.
«Να μου θυμίσεις να του κολλήσω ρόδες μόλις φτάσουμε στο νησί. Θα εί-
ναι και εύχρηστο και σίκ» την πείραξα για να της αλλάξω τη διάθεση.
«Άντε να χαθείς βλαμμένο» μου απάντησε γελώντας.
Φορτώσαμε στον Ερνέστο και τις αποσκευές της Μελίνας και ξεκινήσαμε
για Αθήνα με την κρυφή ελπίδα ότι δεν θα μας άφηνε στο δρόμο.
«Γιατί μας κοιτάνε περίεργα;» ρώτησε κάποια στιγμή η Μελίνα βλέποντας
τα βλέμματα οδηγών και συνοδηγών που περνούσαν από δίπλα μας να κοιτά-
ζουν προς το μέρος μας.
«Γιατί πρώτη φορά βλέπουν τσίρκο μεντράνο σε μινιατούρα» απά-
ντησα γελώντας. «Αλήθεια εσύ που έχεις καλή σχέση με τη γεωγραφία πες
μου τι ξέρεις για την Αντίπαρο» έκανα το ολίσθημα να τη ρωτήσω.
«Λοιπόν» απάντησε σοβαρή, «η Αντίπαρος είναι ένα νησί 38 τ. χλμ.,
1.500 κατοίκων στα δυτικά της Πάρου. Η ψηλότερη κορυφή του νησιού είναι
ο Άγιος Ηλίας 308 μ. Στο νησί βρίσκεται ο ομώνυμος οικισμός, γνωστός και
ως Kάστρο. Πρόκειται για παλαιό οικισμό με βενετσιάνικο φρούριο και αρκε-
τές γραφικές εκκλησιές. Η Aντίπαρος λεγόταν στα αρχαία χρόνια Ωλίαρος,
δηλαδή δασώδες βουνό.
»Στα νεότερα χρόνια υπήρξε τμήμα του δουκάτου της Νάξου και από τον
15o αιώνα γνώρισε πολλές επιδρομές πειρατών. Κτήση της Βενετίας για ένα
διάστημα, πέρασε έπειτα στην εξουσία των Πιζάνι και το 1537 την κατέλαβαν
οι Τούρκοι. Την περίοδο 1770-74 πέρασε από ρωσική κατοχή και οι Ρώσοι α-
πέσπασαν τότε πολλούς σταλακτίτες του σπηλαίου που υπάρχει εκεί και τους
μετέφεραν στο μουσείο του Ερμιτάζ στην Αγία Πετρούπολη της Ρωσίας. Το
1794 το νησί γνώρισε την επιδρομή πειρατών από τη Μάνη και την Κεφαλο-
νιά, που απήγαγαν και την κόρη του Βενετού υποπρόξενου, την γκρατσιόζα
Φραντσίσκα».
«Έλεος, φτάνει» αναφώνησα με απελπισία. «Που τα έμαθες όλα αυτά
ρε; Εγώ γιατί δε θυμάμαι τίποτα από το σχολείο;»
«Χα, Χα σιγά μη τα θυμάμαι από το δημοτικό. Τα διάβασα πρόσφατα
μόλις μου ανακοίνωσες την “δημοκρατική” σου απόφαση να πάμε να ζήσουμε
εκεί. Να μη ξέρω την ιστορία του νησιού; Όταν ήμουν μικρή ήθελα να σπου-
δάσω αρχαιολογία. Με γοήτευε πάντα ο,τιδήποτε είχε να κάνει με την αρ-
χαιότητα. Σου έχω πει ότι είμαι οπαδός του Δωδεκάθεου;»
«Όπα αποκαλύψεις. Αυτό να το πεις στο Δομίνικο, και φρόντισε να εί-
μαι μπροστά σε παρακαλώ, δεν θέλω να χάσω τέτοια φάση»
«Γιατί τι πρόβλημα έχει ο Δομίνικος με την Αρχαία Ελλάδα;»
«Ο Δομίνικος κούκλα μου είναι κολλημένος με τα “θεία”, όπως φυσικά αυ-
τός αντιλαμβάνεται το “θείον”. Όποιος παραβιάζει τα εσκαμμένα είναι ειδω-
λολάτρης, άθεος, και τον περιμένει ο βελζεβούλ με την πηρούνα και τα αχνι-

στά καζάνια. Κι εσύ πίστεψέ με θα κάνεις μια πολύ ωραία σούπα με τόσα κό-
καλα που διαθέτεις».
«Νομίζω πως με τη συζήτηση θα τα βρούμε. Απλά εσύ δεν έχεις κώδικα
επικοινωνίας μαζί του. Απορώ πως είσαστε τόσα χρόνια φίλοι. Με το τίποτα
αρπάζετε και οι δύο».
«Τον αγαπάω το βλάκα. Στο βάθος είναι ψυχούλα» απάντησα χαμο-
γελώντας, καθώς πέρασε από το μυαλό μου η σκηνή με τη Μελίνα να κάνει
επίκληση στον Φοίβο Απόλλωνα και το Δομίνικο να παθαίνει εγκεφαλικό με
το θέαμα…
Με τον αγκομαχούντα Ερνέστο να έχει ανεβάσει επικίνδυνη θερμο-
κρασία καταφέραμε μετά από πέντε ολόκληρες ώρες να φτάσουμε στην Αθή-
να, αφού κάναμε κάπου οχτώ στάσεις για να του ρίξουμε τον πυρετό δροσί-
ζοντας τη μηχανή του με φρέσκο νεράκι.
Φτάνοντας στα πρώτα φανάρια της πρωτεύουσας είδα τη Μελίνα να
μαζεύεται περίεργα στη θέση της και να χάνεται ξανά στο δικό της κόσμο.
«Τι λες να κάνουμε;» τη ρώτησα για να σπάσω τη σιωπή. «Θέλεις να
πάμε καμιά βόλτα στην Αθήνα για καφεδάκι και χάζεμα στα μαγαζιά; Ο Δομί-
νικος είπε ότι έχει φέρυ μέχρι αργά το βράδυ, άρα πρόβλημα χρόνου δεν έ-
χουμε».
«Θέλω να φύγουμε αμέσως. Δε θέλω να μείνω στην Αθήνα ούτε λεπτό
κα μη με ρωτήσεις τίποτα σε παρακαλώ. Στο ζητάω σα χάρη. Να φύγουμε με
το πρώτο πλοίο» απάντησε με ύφος που με τρόμαξε.
Τράβηξα κατευθείαν για Πειραιά σεβόμενη την επιθυμία της. Ο πανι-
κός που διέκρινα στη φωνή της με προβλημάτισε. Όμως ήταν σαφές πως δεν
ήταν η κατάλληλη ώρα για να το συζητήσουμε.
Μπήκαμε στο πλοίο καταμεσήμερο ψημένες από τη ζέστη χωρίς διά-
θεση για κουβέντα, και ταλαιπωρημένες καθώς είμαστε πέσαμε σε βαθύ ύπνο
στο κατάστρωμα ώσπου φτάσαμε στην Πάρο.
Μας υποδέχτηκε ένα πανέμορφο νησί ντυμένο με λαμπερό ήλιο και
θαλασσινή αύρα. Καθίσαμε στην παραλία και παραγγείλαμε ουζάκι και μεζέ.
«Πως νοιώθεις;» ρώτησα τη Μελίνα που με μεγάλη μου χαρά είδα να
αποκτά ξανά το χαμόγελο της.
«Ω, άρχοντες του Ωκεανού, θεοί ευδαίμονες, που διαβιώνετε εις τον
βυθόν της πολυκύμαντου θαλάσσης» μου αποκρίθηκε με ορφικούς στίχους.
«Οκ. Μια χαρά σε βρίσκω» γέλασα και τσούγκρισα το ποτήρι της.
«Τρέμε νήσος Ωλίαρε, γιατί σούρχεται τυφώνας» αυτοσχεδίασα πίνοντας μο-
νορούφι το ούζο.
Ξεκινήσαμε για Πούντα, κι από κει μπήκαμε στο μικρό πλοιαράκι που μας
μετέφερε στην Αντίπαρο. Η πρώτη εικόνα του νησιού ήταν γοητευτική. Ένα
μικρό ψαρονήσι με το χρώμα και την ερημιά του. Οι πρώτοι τουρίστες είχαν
αρχίσει να καταφθάνουν, ωστόσο το νησί ήταν εμφανώς άδειο από “πολιτι-
σμό”.
«Γουστάρω πλούσια κι ελεύθερη ζωή» αναφώνησα σηκώνοντας ψηλά τα
χέρια, «και χαιρετώ σας, και γελώ σας» συμπλήρωσε τους στίχους η Μελίνα
ξεσπώντας σε γέλιο.
Ένα μπαρμπάτσι λίγο πιο πέρα στάθηκε με ερευνητικό ύφος παρατηρώ-
ντας μια τον Ερνέστο, και μια εμάς σαν να έβλεπε εξωγήινους. Μας πλησίασε
διστακτικά.
«Θέλετε δωμάτιο;» ρώτησε ανέκφραστος.
«Ευχαριστούμε κύριε» πήρε το λόγο η Μελίνα. «Έχουμε δικό μας σπίτι
στο νησί. Είμαι η Μελίνα» συστήθηκε και του άπλωσε το χέρι. Εκείνος γύρισε
την πλάτη του λέγοντας κάτι μέσα από τα δόντια του, και στράφηκε σε δύο
τουρίστες που είχαν σταθεί στην προβλήτα.
«Rooms to let» δήλωσε κι άρπαξε τις βαλίτσες τους πριν πάρει απάντηση.
«Καλώς ήρθαμε στη χώρα των Φλίντ Στόουνς» είπα στη Μελίνα που είχε
μείνει ακόμα με το χέρι τεντωμένο.
«Απίστευτο. Τι συμπεριφορά είναι αυτή» μουρμούρισε.
«Ιδού η πρόκληση σου» είπα με στόμφο «Ο κόσμος εδώ σε χρειάζεται.
Μέσα από την τέχνη σου μάθε τους συμπεριφορά. Θα τους εκπολιτίσουμε θέ-
λουν και δε θέλουν. Από σήμερα το νησί απέκτησε πρέσβειρες καλής θέλη-
σης» δήλωσα με σοβαρότητα.

«Το κλουβί με τις τρελές απέκτησε, αλλά ας μη το κάνουμε θέμα. Άντε να
πηγαίνουμε γιατί ονειρεύομαι ένα ζεστό μπανάκι και απόλυτη ησυχία στην
αγκαλιά της φύσης» απάντησε ,ανοίγοντας την πόρτα του αυτοκινήτου.
Έβγαλα το χαρτί με τις οδηγίες που μου είχε γράψει η γιαγιά και της το
έδωσα για να με οδηγήσει. Μια μεγάλη χαρά είχε γεμίσει την καρδιά μου. Ευ-
χόμουν από τα βάθη της ψυχής μου αυτό το νησί να είναι το λιμάνι μου, να
ριζώσω σ’ αυτό τον τόπο όπως η γιαγιά μου, να τον αγαπήσω και να γίνει ένα
κομμάτι από τον εαυτό μου.
Βγήκαμε από την πόλη στρίβοντας σ’ ένα στενό δρομάκι με πέτρινη μά-
ντρα κι ακολουθήσαμε το δρόμο βόρεια του νησιού. Τα σπίτια ολοένα και λι-
γόστευαν ώσπου χάθηκε και το τελευταίο από τα μάτια μας. Δεξιά και αριστε-
ρά του δρόμου συνέχιζε ο πέτρινος μαντρότοιχος φτιάχνοντας μια μονότονη
γραμμή. Το τοπίο ήταν σχετικά άγριο αλλά άκρως γοητευτικό. Η μόνη πρασι-
νάδα που χρωμάτιζε το τοπίο ήταν κάποιες φραγκοσυκιές που κρέμονταν
στους φράχτες φορτωμένες άγουρα αγκαθωτά φραγκόσυκα.
«Από εδώ στρίβουμε δεξιά και αμέσως αριστερά» μου έδειξε η Μελίνα που
δεν φαινόταν γοητευμένη από το τοπίο. «Δεν βλέπω πουθενά σπίτι. Ρε μήπως
σου έκανε καμιά πλάκα η γιαγιά σου; Α.. να, κάτι βλέπω εκεί πάνω στο ύψω-
μα» φώναξε, δείχνοντας μου ένα ανεμόμυλο.
«Λες; Μπα όχι δεν το πιστεύω. Δεν γράφει κάτι για ανεμόμυλο. Όμως
δεν υπάρχει άλλο σπίτι εδώ, άρα….»
«Αρα.. θα ανεβάσουμε το θεατρικό η ωραία Μυλωνού» είπε και έριξε
μια τελευταία ματιά στο σχέδιο.
Πλησιάσαμε στον ξύλινο φράχτη του σπιτιού και κάναμε τον κύκλο
αναζητώντας την εξώπορτα. Το μεγάλο σιδερένιο κλειδί θα μας έλυνε αμέσως
την απορία. Το έβαλα στην τρύπα με απροσδιόριστα συναισθήματα. Η αλή-
θεια είναι ότι δεν περίμενα κάτι τέτοιο. Φανταζόμουν ένα σπίτι με ξύλινο χα-
γιάτι, με κήπο και λουλούδια, μια κουνιστή πολυθρόνα από μπαμπού, και μια
ξύλινη κούνια κρεμασμένη με σκοινιά από το μεγάλο δέντρο του κήπου.
Το κλειδί γύρισε δύο φορές και η μεγάλη πόρτα άνοιξε απότομα τρίζο-
ντας απαίσια. Ξερά χόρτα και γαιδουράγκαθα είχαν κάνει κατάληψη στο μο-
νοπάτι που οδηγούσε προς το μύλο. Γύρισα προς τη Μελίνα. Με κοίταξε στα
μάτια έτοιμη να βγάλει κραυγές απόγνωσης.
«Μη κάνεις έτσι ρε. Ακατοίκητο τόσα χρόνια είναι, τι περίμενες υποδοχή
από το μαύρο υπηρέτη με το τραπέζι γεμάτο ανανάδες και μπανάνες;»
«Ενώ εσύ περίμενες υποδοχή από νυχτερίδες κι αράχνες γλυκιά μου;» α-
πάντησε ανέκφραστα η Μελίνα, ωστόσο το γεγονός ότι διατηρούσε ακόμα το
χιούμορ της μ’ έκανε να νοιώσω κάπως καλλίτερα.
Προχωρήσαμε προς το μύλο, που ομολογώ ήταν εντυπωσιακός, και με
κομμένη την ανάσα έψαξα κάτω από το πέτρινο πεζούλι να βρω το κλειδί που
υποτίθεται ότι θα υπήρχε εκεί.
«Από θέα σκίζει πάντως» είπα θαυμάζοντας την θάλασσα που απλωνόταν
καταγάλανη μπροστά στα μάτια μου. «Κοίτα, έχουμε και νησάκι απέναντί
μας» συμπλήρωσα με χαρούμενη διάθεση έχοντας ξεπεράσει το πρώτο σοκ.
«Άνοιξε να δούμε πρώτα αν έχουμε σπιτάκι κι άσε το νησάκι» είπε η Μελί-
να και πήρε από τα χέρια μου το κλειδί.
Το εσωτερικό του μύλου ήταν πραγματική έκπληξη για μένα. Ήταν ντυμέ-
νος με ξύλινη επένδυση και έπιπλα σε χωριάτικο στυλ. Ο κάτω όροφος ήταν
χωρισμένος σε κουζίνα και καθιστικό με μεγάλους στρογγυλούς πάγκους. Είχε
ένα πέτρινο τζάκι και μαξιλάρες ριγμένες μπροστά του στο πάτωμα. Μια
στρογγυλή ξύλινη σκάλα οδηγούσε σ’ ένα μικρό δωμάτιο όπου υπήρχε ένα με-
γάλο διπλό κρεβάτι σκεπασμένο από μια δαντελένια κουνουπιέρα. Η σκάλα
συνέχιζε σ’ ένα ακόμα επίπεδο, σχεδόν σοφίτα, όπου υπήρχε άλλο ένα μικρό-
τερο κρεβάτι σκεπασμένο με μια κόκκινη φλοκάτη. Μικρά γαλάζια παραθυ-
ράκια φώτιζαν το χώρο έχοντας παράλληλα μια θαυμάσια θέα προς τη θά-
λασσα. Η μυρωδιά της μούχλας και η απίστευτη σκόνη έδιναν μια όψη θρίλερ
στην ατμόσφαιρα. Έκλεισα τα μάτια προσπαθώντας να το φανταστώ καθαρό
και περιποιημένο. Το αγάπησα από την πρώτη στιγμή. Δεν μπορώ να πω το
ίδιο και για τη Μελίνα την οποία βρήκα να κάθεται οκλαδόν στο πάτωμα με το
κεφάλι μέσα στα χέρια της προσπαθώντας να καταλάβει αν αυτό της συνέ-
βαινε στ’ αλήθεια ή αν έβλεπε ένα κακό όνειρο.

«Όταν θα το καθαρίσουμε και θα το φτιάξουμε θα γίνει ένα κουκλί» της
είπα παρηγορώντας την. «Έλα ρε χαζό μη κωλώνεις. Εντάξει θέλει πολύ δου-
λειά όμως είναι δικό μας. Θα κάνουμε ότι θέλουμε».




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου