Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20ο


Άφησα τον Ερνέστο στην άκρη του λιβαδιού και πήρα πεζή το μονοπά-
τι που οδηγούσε στο κέντρο του χωριού. Η πρωινή αντίδραση της Μελίνας με
γέμισε χαρά κι ανακούφιση. Ένοιωσα τεράστιες ενοχές χθες βράδυ βλέποντας
την με το βλέμμα γεμάτο απελπισία να κοιτάζει δεξιά κι αριστερά. Δεν μπο-
ρούσα φυσικά να την αδικήσω, μέσα μου όμως ήλπιζα πως η επομένη μέρα θα
ήταν πιο φωτεινή και για τις δύο μας, και δεν είχα άδικο. Ο γαλανός ουρανός
κι οι μυρωδιές της φύσης γίνονται πάντα καταλύτης και βάλσαμο της ψυχής.
Η απόλυτη γαλήνη του πρωινού και οι νυσταγμένοι ήχοι της φύσης μ’
έκαναν ν’ αναπολήσω τα παιδικά μου καλοκαίρια στην Τήνο, όπου κυνηγού-
σαμε τζιτζίκια και χρυσόμυγες.
Το τηλέφωνο χτύπησε διακόπτοντας τις σκέψεις μου, κάνοντας ένα τε-
ράστιο μοσχάρι που με παρακολουθούσε από το φράχτη του στάβλου να μου-
γκανίσει ξαφνιασμένο.
«Πολιτισμό το λένε φίλε» του απηύθυνα το λόγο, και γέλασα βλέπο-
ντας την απορία στο βλέμμα του.
Ήταν ο Δομίνικος που ακόμα δεν μπορούσε να καταλάβει αν του έκανα
πλάκα ή το εννοούσα ότι βρισκόμουν στην Αντίπαρο.
«Είσαι τρελή» μου είπε με φωνή εμφανώς χαρούμενη, «καλώς όρισες
και πρόσεχε, οι άνθρωποι στο νησί δεν είναι Ρωμαίοι. Μην τους “κουφάνεις”
με την πρώτη».
«Αν κρίνω από σένα Δομίνικε είναι από μόνοι τους “θεόκουφοι” δεν περί-
μεναν εμένα. Το βράδυ σε περιμένουμε στο φτωχικό μας. Φέρε και τις πιτζά-
μες σου μαζί, γιατί θα μείνεις να βοηθήσεις στις δουλειές. Χρειαζόμαστε αρ-
σενική υποστήριξη, σου υπόσχομαι να μη σε αποπλανήσουμε πολύ».
«Ααα.. γι αυτό το τραπέζωμα! Είπα κι εγώ από πότε έγινε τόσο κοινωνική
η Γοργούλα» απάντησε και γέλασε με το αστείο του.
Περπάτησα κάπου εκατό μέτρα χωματόδρομο κι έφτασα στα πρώτα σπί-
τια της πόλης. Οι δρόμοι ήταν πλακόστρωτοι και τα σπίτια ασβεστωμένα. Μυ-
ρωδιές από καμένο ξύλο και τηγανίτες έφτασαν στα ρουθούνια μου κάνοντας
τους σιελογόνους μου αδένες να ξεχειλίσουν. Γνώριζα καλά αυτή τη μυρωδιά
από τις ζεστές τηγανίτες με μέλι που μου έφτιαχνε η γιαγιά μου για πρωινό.
«Καλημέρα» ακούστηκε μια τραγουδιστή φωνή δίπλα μου.
«Συγνώμη, με γνωρίζετε;» αποκρίθηκα κι εγώ με απορία στην φορτωμένη
με φρατζόλες κυρία που με προσπέρασε.
«Όχι» απάντησε με φυσικό ύφος, «η καλημέρα είναι του θεού κορίτσι
μου» συμπλήρωσε πειραγμένη από το απορημένο ύφος μου.
«Καλημέρα» είπα με χαμόγελο μαζεύοντας τη συμπεριφορά μου.
«Έτσι μπράβο. Μια χαρά κοπέλα είσαι. Από που μας έρχεσαι;»
«Ε.. Από Ρώμη» αποκρίθηκα.
«Ιταλίδα; Θα μείνεις μέρες; Έχεις βρει δωμάτιο; Νοικιάζω στούντια πλάι
στη θάλασσα θέλεις να δεις;» με κεραυνοβόλησε με ερωτήσεις ευθύς μόλις
της έδωσα το πράσινο φως.
«Ελληνίδα είμαι. Γοργώ Δεμέζη» της συστήθηκα, «δεν χρειάζομαι
στούντιο, ευχαριστώ, έχω δικό μου σπίτι και θα μείνω εδώ μόνιμα» της είπα.
«Γοργώ;» ρώτησε με περίεργο ύφος.
«Ναι γιατί υπάρχει πρόβλημα;»
«Ο..οχι» απάντησε κομπιάζοντας. «Καλημέρα Στρατή» απευθύνθηκε στον
ηλικιωμένο άνδρα που κι εκείνος φορτωμένος φρατζόλες περνούσε από δίπλα
μας. «Η κοπέλα είναι εγγονή της Γοργώς» του είπε με νόημα.
«Γνωρίζατε τη γιαγιά μου; Πως ξέρετε ότι είμαι εγγονή της;» ρώτησα με
εύλογη απορία.
«Κοπέλα μου αυτό το όνομα είναι σπάνιο. Άλλωστε της μοιάζεις. Ελπίζω
όχι σε όλα» μουρμούρισε πικρόχολα.
«Δεν με αφορά η γνώμη σας κυρία» της επιτέθηκα. «Η γιαγιά μου ήταν
σπουδαίος άνθρωπος, και δεν σας επιτρέπω να μιλάτε γι’ αυτήν» είπα και γύ-
ρισα να φύγω.
«Καλώς όρισες» πρότεινε το χέρι του ο κύριος Στρατής, προσπαθώντας να
σώσει την κατάσταση ρίχνοντας ταυτόχρονα ένα αυστηρό βλέμμα στην συνο-
μιλήτρια μας,
«Δεν το βλέπω πουθενά το… καλώς» απάντησα κι απομακρύνθηκα χωρίς
να ανταποκριθώ στη χαιρετούρα.

Ένοιωσα ξαφνικά οργή. Τι βρωμόκοσμος ήταν αυτός που με το καλημέ-
ρα άρχισε το κουτσομπολιό. Τι νιτερέσο είχε η εν λόγω κυρία με τη γιαγιά
μου; Και τι σχέση άλλωστε θα μπορούσε να έχει η Γοργώ με αυτού του είδους
τους ανθρώπους;
«Αι σιχτίρι» μουρμούρισα και μπήκα στο φούρνο.
«Δυό φρατζόλες χωριάτικο παρακαλώ… και χωρίς ερωτήσεις» ξέσπασα
στο φούρναρη καθώς τον είδα να μου χαμογελά με ανακριτική διάθεση.
Περιπλανήθηκα στην πόλη προσπαθώντας να ηρεμήσω. Οι ντόπιοι με κοι-
τούσαν με περιέργεια που μου έδινε στα νεύρα. Αποφάσισα όμως να μη δώσω
σημασία. Ο Δομίνικος με είχε προειδοποιήσει γι’ αυτό. Ήταν θέμα χρόνου να
αποδεχθούν ένα ξένο στην μικρή τους κοινωνία. Άλλωστε η τουριστική περίο-
δος ήταν ήδη σε εξέλιξη, σύντομα θα είχαν άλλα πράγματα να ασχοληθούν και
λίγο θα τους ένοιαζε η δική μας παρουσία. Αγόρασα φρέσκα ψάρια από την
τράτα και κατευθύνθηκα στην αγορά για τα υπόλοιπα ψώνια. Η διάθεση μου
είχε αποκατασταθεί, και φορτωμένη με σακούλες, κάθισα στο πρώτο καφε-
νείο που βρήκα μπροστά μου να πάρω δυνάμεις για την επιστροφή.
«Good morning, coffee or tea?» πλησίασε ευγενικά η κοπέλα του μαγα-
ζιού.
«Ουζάκι με πάγο και μεζέ» αποκρίθηκα χαμογελώντας.
«Ελληνίδα;» ρώτησε ανταποδίδοντας το χαμόγελο.
«Ελληνιδοτάτη» αποκρίθηκα.
«Σας πέρασα για ξένη».
«Ναι…ξένη, ακριβώς έτσι ένοιωσα κι εγώ στο νησί σας» είπα με σαφή
μομφή.
«Μη δίνετε σημασία» απάντησε καλοσυνάτα η κοπέλα, «δεν είναι κακοί
άνθρωποι, λίγο ιδιόρρυθμοι θα έλεγα».
«Είναι;… Εσύ δηλαδή δεν είσαι;» της πέταξα με ειρωνεία.
«Εγώ δεν είμαι από την Αντίπαρο. Είμαι βόρεια» αποκρίθηκε κι έκανε α-
πότομη στροφή προς το μαγαζί, προφανώς για να μη μου απαντήσει όπως
μου άξιζε.

Ήπια το ουζάκι μου και πήρα το δρόμο της επιστροφής με ανάμικτα συ-
ναισθήματα. Αποφάσισα να μην πω τίποτα στη Μελίνα για να μη την φρικάρω
περισσότερο από όσο ήταν. Άλλωστε κανείς δεν μας υποχρέωνε να κάνουμε
παρέα με τους δύστροπους κι αφιλόξενους χωριάτες. Δεν είχα επενδύσει πά-
νω τους το παραμικρό όταν αποφάσισα να έλθω στο νησί. Στα δικά μου πόδια
στηρίχτηκα μέχρι τώρα και ήταν πολύ στέρεα. Σιγά μην με τρόμαζαν πέντε
κακομαθημένοι βλάχοι.
Βρήκα τη Μελίνα στην κουζίνα να γυαλίζει κατσαρολικά και να τραγουδά-
ει νησιώτικα τραγούδια.
«Κοίτα τι έφερε ο κουβαλητής του σπιτιού» είπα κι άφησα κάτω τις σα-
κούλες κατάκοπη από το κουβάλημα.
«Ναι αλλά κι η νοικοκυρά του σπιτιού κοίτα τι σου ετοίμασε;» είπε με πο-
νηρό ύφος κι ανασήκωσε ένα πιάτο αποκαλύπτοντας μια λαχταριστή ομελέτα.
«Που βρήκες τα αβγά ρε; » ρώτησα με έκπληξη.
«Στο κοτέτσι».
«Έχουμε κοτέτσι;»
«Εμείς όχι, αλλά εδώ γύρω έχουν πολλοί» απάντησε με αθώο ύφος.
«Τα έκλεψες;»
«Όχι, μου τα έδωσαν οι κοτούλες. Τις ρώτησα και δεν είχαν αντίρρηση.
Δικά τους είναι όπου θέλουν τα δίνουν».
«Είσαι τρελή;»
«Ναι, πειράζει;»
«Καθόλου» είπα γελώντας κι όρμησα με βουλιμία στην ομελέτα.
Η Μελίνα μέσα σε λίγες ώρες είχε κάνει το σπίτι αγνώριστο. Παντού μύρι-
ζε χλωρίνη και καθαριότητα και στην κουζίνα χόχλαζαν κατσαρόλες με φαγη-
τό. Ευτυχώς που υπήρχε ο καλός μου άγγελος γιατί εγώ εκτός από μακαρονά-
δα δεν ήξερα να μαγειρεύω τίποτε άλλο.
«Ποιος θα τα φάει όλα αυτά;» τη ρώτησα κάποια στιγμή βλέποντας την να
καθαρίζει φρέσκα κρεμμυδάκια, «και… αλήθεια, που τα βρήκες τα κρεμμύδι-
α; Εγώ δεν θυμάμαι να αγόρασα».

«Α.. ξέχασα να σου πω. Το βράδυ θα έλθει κι ένας φίλος μου για φαγητό».
«Ποιος θα έλθει; Ένας φίλος σου; Πας καλά κούκλα μου; Πόσες ώρες έκα-
τσες στον ήλιο; Η μήπως σκοπεύεις να φέρεις το πρόβατο στο τραπέζι;»
«Πρώτον δεν είναι πρόβατο, είναι προβατίνα. Δεύτερον ο φίλος μου είναι
ο μπαμπάς της προβατίνας, και τρίτον τα κρεμμυδάκια τα βούτηξα από ένα
αφύλακτο μποστάνι μαζί με ντοματούλες κι αγγουράκια. Άλλη ερώτηση;»
«Μελίνα;» αναφώνησα μένοντας άναυδη με όσα άκουγα. «Έλειψα τρεις
ώρες και έκανες το μύλο Σόδομα και Γόμορρα; Γνώρισες το μπαμπά της Φρό-
σως, τον κάλεσες σε δείπνο, και τσάκισες κοτέτσι και μποστάνια; Χα..χα δεν
πιστεύω όσα ακούω, παραισθήσεις έχω σίγουρα».
«Καλά, άντε να κάνεις ένα μπανάκι να γίνεις μια κούκλα γιατί σε λίγο θα
έρθουν τα παιδιά και δεν κάνει να μας δούνε μέσα στη μπίχλα»
«Σοβαρολογείς; Ποιος είναι αυτός που γνώρισες; Πες μου».
«Θα τον γνωρίσεις» απάντησε, και χαμογέλασε πονηρά. «Γλυκούλης είναι
και φαίνεται καλό παιδί».
«Μυρίζει αίσθημα;» τη ρώτησα.
«Όχι βρε. Μια γνωριμία φιλική. Τίποτα περισσότερο».
«Καλάααα» απάντησα και τρύπωσα στο μπάνιο με την καρδιά μου γεμάτη
χαρά που η φίλη μου είχε βρει το χαμόγελό της μετά από τόσο καιρό που τη
γνώριζα.
Ο Δομίνικος κατέφθασε πριν καλά καλά δύσει ο ήλιος φέρνοντας τρεις
μποτίλιες κόκκινο κρασί από τ’ αμπέλια του. Μας αγκάλιασε και τις δυο συ-
γκινημένος κι ευχήθηκε μέσα από την καρδιά του όλα να πάνε καλά.
«Είστε θεότρελες αλλά χαίρομαι πολύ που είστε εδώ» δήλωσε σοβαρός,
«να ξέρετε πως οτιδήποτε χρειαστείτε θα είμαι πλάι σας».
«Ο,τιδήποτε;» ρώτησα και τον κοίταξα στα μάτια.
«Ναι. Το εννοώ και το ξέρεις» είπε σοβαρός.
«Ωραία. Μέσα στην αποθήκη βρήκα μια παλιά βάρκα που τη λένε Γοργώ.
Προφανώς ήταν της γιαγιάς μου. Χρειάζεται βάψιμο, συντήρηση και μηχανή.
Πότε θα είναι έτοιμη;»
«Τι να σου πω τώρα;» γέλασε ο Δομίνικος, «έχεις ένα μοναδικό τρόπο να
μου φτύνεις τη συζήτηση. Τέλος πάντων, για χάρη της Μελίνας που ο θεός δο-
κιμάζει τις αντοχές της με τη συγκατοίκηση μαζί σου θα το κάνω».
«Καλησπέρα σας» ακούστηκε μια διστακτική φωνή από την άκρη της βε-
ράντας. Ήταν ο καλεσμένος της Μελίνας που μπήκε αθόρυβα στον κήπο κι
έφτασε μέχρι την παρέα μας κάνοντας προφανώς ένα βήμα μπρος και δύο πί-
σω. Στα χέρια του κρατούσε μια μυτζήθρα κρεμασμένη σε μια νωπή τσαντίλα
κι ένα καρβέλι ψωμί. Με κόπο κρατήθηκα να μη γελάσω καθώς θυμήθηκα
σκηνές από ελληνικές ταινίες με τα πεσκέσια που έφερναν οι ψηφοφόροι
στους βουλευτές.
«Καλησπέρα Πετρή» αναφώνησε η Μελίνα και σηκώθηκε. «Να σας συ-
στήσω».
Με το άκουσμα του ονόματος, η φαντασία ήδη καλπάζουσα στον παλιό ελ-
ληνικό κινηματογράφο έφερε μπροστά μου τη σκηνή του Πετρή από την ται-
νία «Κορίτσια στον ήλιο».
«Χάρηκα Πετρή» του είπα απλώνοντας το χέρι μου πνίγοντας με πολύ κό-
πο το γέλιο που έφτασε μέχρι τα χείλη μου.
Ο Δομίνικος καλωσόρισε με τη σειρά του τον προσκεκλημένο της Μελίνας,
ρίχνοντας ταυτόχρονα μια αυστηρή ματιά σε μένα προειδοποιώντας με να μη
τολμήσω να φρικάρω τον άνθρωπο που μόλις γνωρίσαμε.
Η Μελίνα τέλεια οικοδέσποινα χάθηκε στην κουζίνα φέρνοντας ένα δίσκο
με λιχουδιές και τέσσερα ποτήρια με κρασί.
Έγιναν οι σχετικές προπόσεις και οι ευχές για το ο, τι «ευ» του καθενός
μας και καθίσαμε στο τραπέζι της βεράντας το οποίο η Μελίνα είχε στολίσει
με όμορφα λουλούδια, και κλαριά βασιλικού ανάμεσά τους που μοσχοβολού-
σαν υπέροχα.
«Λοιπόν Πετρή μας, πώς σου φαίνεται το νησί μας;» έσπασα τη σιωπή ε-
πιχειρώντας να δοκιμάσω τα αντανακλαστικά και τις αντοχές του Πετρή στο
χιούμορ μου.
«Εγώ θα έπρεπε να το ρωτήσω αυτό» μου αποκρίθηκε χαμογελώντας ευ-
γενικά.

«Είδα που αργούσες και είπα να βοηθήσω».
«Ο Πετρής είναι ντόπιος» πήρε το λόγο η Μελίνα πριν προλάβω να συνε-
χίσω την κουβέντα μου. «Έχει μεγαλώσει στο νησί κι έχει κοπάδια αιγοπρό-
βατα. Η Φρόσω είναι δικιά του. Η μάλλον…ήταν θα έλεγα γιατί μου τη χάρι-
σε».
Μια γουλιά κρασί βγήκε από τη μύτη μου καθώς το καταπιεσμένο μου γέ-
λιο έκανε την επίθεσή του.
«Τι σου χάρισε; Την γίδα; Χα,χα.. ωραίο δώρο γνωριμίας, χα..χα στους αρ-
ραβώνες χαρίζετε βόδι; Μοντιέ τρε σικ!»
Ένοιωσα μια δυνατή κλωτσιά κάτω από το τραπέζι που δεν κατάλαβα αν
ήταν του Δομίνικου ή της Μελίνας. Ωστόσο τους είδα να κοιτάζονται μεταξύ
τους με αμηχανία χωρίς να γελάνε με το αστείο μου.
Ο Πετρής κοίταξε το πιάτο του, κοίταξε τη Μελίνα, και ξαφνικά ξέσπασε
σε γέλιο.
«Τελικά έχεις πλάκα» είπε ειρωνικά κοιτάζοντας με στα μάτια, «πολύ
πλάκα».
«Το τυράκι εσύ τόφτιαξες;» συνέχισα πικαρισμένη.
«Ναι» απάντησε ψύχραιμα.
«Ξέχασες να βάλεις αλάτι. You Know αλάτι; »
«Το λένε ανθότυρο. You Know ανθότυρο; » απάντησε χωρίς να πάρει το
βλέμμα του από πάνω μου.
«Ξέρεις Πετρή η Γοργώ έχει το δικό της χιούμορ. Θα τη συνηθίσεις σιγά
σιγά» πετάχτηκε ο Δομίνικος. «Κατά τα άλλα είναι μια χαρά».
«Ποια είναι τα σχέδιά σας κορίτσια;» αποφόρτισε την ατμόσφαιρα ο Δο-
μίνικος για να δώσει βήμα στην κουβέντα μας.
«Δεν.. δεν ξέρω» απάντησε χαμογελώντας η Μελίνα. Φαντάζομαι σε πρώ-
τη φάση θα βρούμε μια δουλειά, ο,τιδήποτε».
«Α.. το καλοκαίρι έχει ψωμί το νησί» πετάχτηκε ο Πετρής. «Αν μιλάτε και
λίγα αγγλικά θα είναι πανεύκολο να βρείτε δουλειά. Αν θέλετε μπορώ να βοη-
θήσω. Ειδικά στην Πάρο έχω μερικούς φίλους που πάντα τέτοια εποχή ζητούν
προσωπικό».
«Πολύ ωραία, σ’ ευχαριστούμε» είπε με ενθουσιασμό η Μελίνα χτυπώντας
τα χέρια της.
«Εγώ δεν ενδιαφέρομαι για κάτι τέτοιο» απάντησα κοφτά, «είμαι καλλιτέ-
χνης και δεν σκοπεύω να ζήσω μιζεριάζοντας με τα μεροκάματα του τρόμου
υπηρετώντας κακότροπους τουρίστες».
«Μπορείς όμως να δουλέψεις μαζί μου» επενέβη ο Δομίνικος. «Αυτή την
εποχή αγιογραφώ ένα μοναστήρι και μπορείς να με βοηθήσεις σημαντικά».
«Προτιμώ να βόσκω γελάδια» πέταξα ειρωνικά. «Πέτρε έχεις καμία θέση
βοσκού;» απευθύνθηκα στον φίλο μας που δεν μιλούσε καθόλου.
«Αποφάσισε τι ακριβώς θέλεις καλή μου… και το βλέπουμε» αποκρίθηκε
πίνοντας αδιάφορα το κρασί του.
Η βραδιά κύλησε με το Δομίνικο να μονοπωλεί τη συζήτηση μιλώντας για
τα βάσανα του γάμου του, και τη Μελίνα να τον συμμερίζεται πάσχοντας μαζί
του.
Με τον Πετρή ανταλλάξαμε ελάχιστες κουβέντες και αρκετά ειρωνικά
βλέμματα. Αποσύρθηκα σχετικά νωρίς ζητώντας “ταπεινά” συγνώμη και έπε-
σα για ύπνο με άσχημη διάθεση προσπαθώντας να ισορροπήσω τα συναισθή-
ματα μου απέναντι στην απόφαση που είχα πάρει. Η αλήθεια ήταν ότι ήμουν
αλλιώς μαθημένη. Είχα μεγαλώσει σε ένα διαφορετικό περιβάλλον, ακόμα και
τα χρόνια που πέρασα στην Ιταλία συναναστρεφόμουν με ανθρώπους άλλης
ιδιοσυγκρασίας, και τούτοι οι λαϊκοί άνθρωποι μου πυροδοτούσαν παράξενα
συναισθήματα. Η Μελίνα το έλεγε αυθεντικότητα, εμένα όμως δεν μου άρεσε
αυτή η ξεδιαντροπιά. Σου πέταγαν στα μούτρα τη σκέψη τους αδιαφορώντας
που θα χτυπήσουν τα βόλια. Περπατούσες κι ένοιωθες πίσω σου ζευγάρια μά-
τια να σε παρακολουθούν προσπαθώντας να μαντέψουν το πώς και το ό, τι
σου.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου