Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21ο


Είχε κυλήσει μια βδομάδα από τη μέρα που πατήσαμε το πόδι μας στο
νησί. Μια βδομάδα χωρίς πλήξη και ανία. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να είναι
διαφορετικά με τη σαρωτική Γοργώ παρέα. Το είχα καταλάβει από τη πρώτη
κιόλας στιγμή, μαζί της δεν θα βαριόμουν ποτέ. Είχε έναν μοναδικό τρόπο,
ταλέντο θα έλεγα καλλίτερα, να γεμίζει τη ζωή των άλλων με χρώμα, ανατρέ-
ποντας συνάμα τα πάντα με τη δύναμη του χιούμορ της. Κι ίσως το παράξενο
πάντρεμα αυτό τελικά να είναι η αιτία που την κάνει ξεχωριστή, να προκαλεί
τον άλλον να τη τσιγκλάει, και να βρίσκεται μαζί της σε μιαν αέναη αντιπα-
λότητα. Περίτρανη απόδειξη με τον Δομίνικο. Όλο κόντρα στη κόντρα είναι.
Αλλά και εγώ δεν πάω πίσω. Έχω μπει για τα καλά στο παιχνίδι αυτό, και δεν
το κρύβω, μου αρέσει πολύ. Λέξη δεν αφήνω να πέσει κάτω. Βέβαια όποιος τη
γνωρίζει πρώτη φορά δεν είναι και το καλλίτερό του, μιας και δεν ξέρει πώς
να την αντιμετωπίσει. Όπως ακριβώς συνέβη και με τον Πετρή κείνο το βράδυ
του δείπνου. Ο τάλας τα είχε χάσει εντελώς μαζί της. Καθόταν στριμωγμένος
στη γωνιά του, και από την αμηχανία του έφτιαχνε σγρομπαλάκια από ψωμί,
παίζοντας με δαύτα. Δεν ήταν τυχαίο λοιπόν που είχε ρίξει μαύρη πέτρα πίσω
του. Από τη μια προσπαθούσα να ξεχάσω το ατυχές συμβάν, απ’ την άλλη ό-
μως με στεναχωρούσε και η ιδέα μήπως δεν τον ξαναδώ. Δεν είναι τάχα και
εύκολο στις μέρες μας να συναντάς αυθεντικούς ανθρώπους. Κι ο Πετρής ή-
ταν ένας από τους τελευταίους αυθεντικούς. Γι αυτό, δεν ήθελα με τίποτα να
τον στερηθώ. Με τίποτα να νοιώθει παραγκωνισμένος. Αν γνώριζα που έμενε
θα πήγαινε αμέσως να τον βρω, να του εξηγήσω και να λυθεί κάθε παρεξήγη-
ση. Και τότε ήμουν σίγουρη πως θα καταλάβαινε, θα κατανοούσε πως τα ασυ-
γκέραστα και τα συγκερασμένα της ζωής είναι αυτά που συνθέτουν το θαύμα
της.
Μια απροσδιόριστη κακοδιαθεσία είχε φωλιάσει μέσα μου σήμερα από το
πρωί και δεν έλεγε να φύγει με τίποτα. Το αποτέλεσμα; Να μου φταίνε όλα.
Από το βέλασμα της Φρόσως που σώνει και καλά ήθελε να αποσπάσει τη προ-
σοχή μου, μέχρι το αεράκι που σηκώθηκε ξαφνικά και μου γύρισε το φύλλο
από το βιβλίο που διάβαζα καθισμένη έξω στο πεζούλι. Δηλαδή, ο Δίας να το
κάνει διάβασμα αφού δεν ξέρω και εγώ πόση ώρα ήμουν με το βλέμμα καρ-
φωμένο πάνω στην ίδια σελίδα, προσπαθώντας να συγκεντρωθώ. Χορό κάνα-
νε τα λόγια της Σόνιας, κεντρικής ηρωίδας του Τσέχωφ από το θεατρικό έργο
«Ο Θείος Βάνιας».
«Θ’ αναπαυτούμε! Θ’ ακούσουμε τους αγγέλους. Θα ιδούμε όλον τον κό-
σμο μέσα στα διαμάντια, θα ιδούμε πως όλη η κακία εδώ κάτω στη γη, όλα
μας τα πάθη θ’ αφανιστούνε μέσα στον οίχτο, που θα πλημμυρίσει όλον τον
κόσμο, κι η ζωή θα γίνει ήσυχη, τρυφερή, γλυκιά σα χάδι. Πιστεύω, πιστεύ-
ω…Φτωχέ, φτωχέ μπάρμπα Βάνια, κλαίς… Δε γνώρισες στη ζωή σου χαρές, μα
περίμενε, μπάρμπα Βάνια, περίμενε… Θ’ αναπαυτούμε! Θ’ αναπαυτούμε!»
«Θ’ αναπαυτούμε;» σιγοψιθύρισα τη μόνη ατάκα που συγκράτησα από
όλα τα λόγια της ηρωίδας, αντικαθιστώντας μάλιστα το θαυμαστικό μ’ ένα με-
γάλο ερωτηματικό. Μη ξεχαστώ και δεν μιζεριάσω, και δεν πάει καλά η μέρα.
Τελικά, είναι απορίας άξιον από πού αντλώ τέτοια κακομοιριά. Αντί να ευ-
γνωμονώ τη ζωή και να της στέλνω γλυκοφιλήματα, μπαίνω στο τρυπάκι της
γκρίνιας χαλώντας τα πάντα. Δεν παίρνω παράδειγμα από τη Γοργώ που δεν
το βάζει κάτω. Να, τώρα γύρευε που θα βρίσκεται και ποιον θα παιδεύει με
την ωραία της τρέλα. Έχει φύγει “το τέρας” από το πρωί και πάει απόγευμα
κι ακόμα να φανεί. Μου πέταξε ένα ξερό “φεύγω” και εξαφανίστηκε με τα
σύνεργα της ζωγραφικής της ανά χείρας.
Άφησα τη Σόνια να παρηγορεί τον θείο της Βάνια, και σηκώθηκα αμέσως.
Δεν πήγαινε άλλο με τούτη τη κατάσταση, έπρεπε να αντιδράσω. Πέταξα πά-
νω στις πλάτες μου ένα φούτερ και έφυγα προς άγνωστη κατεύθυνση. Ευτυ-
χώς, ήταν κατηφόρα και το περπάτημα δεν συνοδευόταν από τα γνωστά α-
γκομαχητά του τσιγάρου. Αχ! Άτιμο τσιγάρο μονολόγησα , ψάχνοντας συνάμα
και τη πίσω τσέπη του τζιν μου μη τυχόν και είχα ξεχάσει να πάρω μαζί μου το
πακέτο.
Από τα πρώτα κιόλας λεπτά ένοιωσα αγαλλίαση με τη μάνα φύση να με
συντροφεύει μοιράζοντας μου απλόχερα τα καλούδια της, όπως τις διάχυτες
ευωδιές από τα βότανα να γαργαλίζουν μοναδικά τη ρινική μου κοιλότητα,
τους εναρμονισμένους με κείνους του σύμπαντος ήχους της, περνώντας τις
πύλες της ψυχής μου, ωσάν οι αχτίδες μέσα από τα βιτρό, εκείνα τα γνωστά

υαλογραφήματα των ναών, φωτίζοντας την με το χρώμα της απόλυτης γαλή-
νης και αταραξίας. Μιας αταραξίας που στο βάθος της όμως κρύβει τη διαρκή
κίνηση του “μέσα” μας, ακριβώς για να αίρει τη λήθη μας απέναντι στο δώρο
αυτό που λέγεται ζωή.
Ταξιδεύοντας μέσα σ’ όλη αυτή τη αταραξία, και αισθανόμενη ολάκερο το
σύμπαν να τραγουδά την “Ενάτη Συμφωνία” του Μπετόβεν, ήταν επόμενο να
έχω χάσει κάθε επαφή με την πραγματικότητα, και σαν αντικείμενο αγνώστου
ταυτότητας, λαϊκά “ούφο”, ξαφνικά να έχω μπει σ’ ένα κοπάδι από αιγοπρό-
βατα, και να περιφέρομαι ανάμεσά τους σαν να μη συμβαίνει τίποτα, ενώ κά-
ποιο αγόρι να μου φωνάζει: «Κυρά μέριασε. Δεν βλέπεις; Τρομάζεις τα ζω-
ντανά!»
Η φωνή του ήταν τόσο τσιριχτή που με επανέφερε αμέσως.
«Αγόρι μου, τι τρέχει;» ρωτώ κάνοντας δυο βήματα μπροστά, που απέβη-
σαν όμως μοιραία, αφού πατώντας πάνω στις φρέσκες κακαράτζες των ζω-
ντανών, είχε σαν αποτέλεσμα να γλιστρήσω και να πέσω φαρδιά πλατιά κάτω.
Το αγόρι έτρεξε αμέσως κοντά μου. «Κυρά, χτύπησες;» με ρωτά όλο αγω-
νία.
«Ωχ! Θα δείξει…» του απάντησα, πιάνοντας τα οπίσθιά μου να δω αν ήταν
ακόμα στη θέση τους.
«Πω! Πω! σαν καρπούζι έσκασες καταγής» σχολίασε το αγόρι, προσπα-
θώντας να συγκρατήσει τα γέλια του για τη μεγαλόπρεπη κωλοκαθησιά μου
πάνω στις κακαράτζες και τη… σπινθηροβόλα θέασή μου απ’ τα αιγοπρόβα-
τα που κείνη τη στιγμή με είχαν κυκλώσει, αναμασώντας συνάμα τη τροφή
τους.
Μπροστά στην αστεία αυτή εικόνα, ξεχνάω προς στιγμή τον πόνο μου, και
πέφτω σε ακράτητα γέλια, δίνοντας και το ελεύθερο στο αγόρι να ξεσπάσει
και κείνο με τη σειρά του. Στο μεταξύ, τα αιγοπρόβατα θορυβημένα απ’ τα
γέλια μας, να οπισθοχωρούν ατάκτως, και τα σκυλιά γαβγίζοντας να έχουν
πάρει το κατόπι τους.
«Κυρά έλα να σε βοηθήσω να σηκωθείς» μου είπε το αγόρι σταματώντας
αμέσως το γέλιο, «…τα ζωντανά λακίζουν και ποιος ακούει μετά το αφεντι-
κό».
«Μη νοιάζεσαι για μένα, και τρέξε γρήγορα. Θα τα καταφέρω» του λέω
και κάνω μια προσπάθεια να σηκωθώ.
«Δεν μπορώ να σ’ αφήσω έτσι» αποκρίνεται εκείνο, και μου δίνει το χέρι
του. «Λίγο πιο κάτω είναι το σπίτι του αφεντικού...» συνέχισε «…θα σε πάω
μέχρι εκεί να σου δώσουν τις πρώτες βοήθειες».
Ο Γιάννος, έτσι έλεγαν το αγόρι, κι εγώ φτάσαμε έξω από το σπίτι του α-
φεντικού, ένα πραγματικό στολίδι της κυκλαδίτικης αρχιτεκτονικής, ύστερα
από λίγη ώρα, έχοντας πίσω μας ολόκληρη κουστωδία τα αιγοπρόβατα.
«Κυρά, περίμενε…» μου λέει, και τραβάει δύο φορές το σχοινί από τη μι-
κρή καμπάνα που κρεμόταν κάτω από το ξύλινο πορτόνι της εισόδου.
Δεν περνούν μερικά λεπτά, και από το βάθος του μεγάλου κήπου ξεπρο-
βάλλει μια γυναίκα γύρω στα εξήντα χρόνια, πανύψηλη και ευτραφής.
«Η Κυρά Σαμιωτάκη καταφτάνει…» σκύβει και μου σιγοψιθυρίζει στο αυτί
ο Γιάννος.
«Να υποθέσω πως είναι η μάνα του αφεντικού σου;»
«Ναι» μου αποκρίνεται λακωνικά.
«Κρητικιά είναι;» ρωτώ όλη περιέργεια.
«Όχι, Πολίτισσα » απαντά ο Γιάννος, σκάζοντας συνάμα ένα χαμογελάκι
όλο νόημα.
Δεν προλαβαίνω να τον ρωτήσω κάτι παραπάνω, γιατί η μάνα του αφεντι-
κού μόλις είχε καταφτάσει και στεκόταν μπροστά μας μέσα στο λουλουδάτο
φόρεμά της.
«Τι συμβαίνει γιαβρί μου;» ρωτάει τον Γιάννο, ρίχνοντας ωστόσο το
βλέμμα της ερευνητικά πάνω μου.
«Να.., η κοπελιά από δω είχε ένα ατύχημα κοντά στο μικρολίβαδο, κι είπα
να τη φέρω στο αρχοντικό σου. Καλά δεν έκαμα κυρά;».
«Ναι γιαβρί μου, πολύ καλά έκαμες» λέει αμέσως εκείνη καλοσυνάτα. «Ά-
με τώρα τα ζωντανά στα μαντριά, και μην ανησυχείς για τη κοπελιά, θα την

φροντίσω εγώ για» συμπληρώνει, και μου τείνει το μπράτσο της να στηριχτώ
πάνω του.
Τη κοίταξα με την άκρη του ματιού. Η θωριά της κάποιον μου θύμιζε. Δεν
κάθισα όμως να σκεφτώ περισσότερο, γιατί ο πόνος στα οπίσθιά μου είχε αρ-
χίσει να γίνετα
ι αφόρητος. Και σαν να μην έφτανε αυτό, να βρωμοκοπώ κιόλας από τις
ξεραμένες κακαράτζες, που κολλημένες σαν βούλες πάνω στο άσπρο μου τζιν
το έκαναν να θυμίζει σκυλάκι Δαλματίας.
Περπατήσαμε μέσα από τον ολόβλαστο κήπο με τα μοσχομπίζελα, τις λε-
βαντίνες και τις αρμπαρόριζες, φτάνοντας στο τέλος σε μια ασβεστωμένη αυ-
λή, ζωσμένη στη κυριολεξία από παρθενόκισσους και βουκαμβίλλιες στις α-
ποχρώσεις του ροζ και του μοβ, όλα φυτεμένα σε πήλινα πιθάρια και κιούπια.
Το μεγάλο πέτρινο τραπέζι που δέσποζε στο μέσον της, με τους χτιστούς πά-
γκους γύρω του, μαρτυρούσε πως το αρχοντικό αυτό φιλοξενούσε και τάιζε
πολλούς νοματαίους, ενώ το κλουβί, σωστό κομψοτέχνημα, με λογιών εξωτικά
πουλιά, σου έδινε την αίσθηση, μοναδική θα έλεγα, πως βρισκόσουν στη μέση
ενός μικρού παράδεισου.
«Λόξα του γιου μου» σπάει τη σιωπή, καθώς μ’ έπιασε να θαυμάζω το
κλουβί με τα πουλιά. «Όμως έλα, κάθισε εδώ» μου λέει, δείχνοντάς μου μια
αναπαυτική ξύλινη σεσλόγκ πολυθρόνα.
«Κυρία Σαμιωτάκη, δεν είναι να καθίσω με τόση βρώμα πάνω μου. Θα λε-
ρώσω τη πολυθρόνα, κι είναι κρίμα».
Την είδα να συνοφρυώνεται. Κατόπιν με ύφος πολύ σοβαρό να με ρωτά-
ει:«Πως με αποκάλεσες;»
Την κοίταξα με απορία. «Μα.. με το επίθετό σας φυσικά» της απαντώ κα-
τόπιν πολύ σοβαρά κι εγώ.
«Αχ! Πάλι αυτό το σκατόπαιδο, ο Γιάννος, έχει βάλει το χεράκι του. Κι άλ-
λο που δεν του έχω πει του θεομπαίχτη. “Πάψε να με αποκαλείς στους άλλους
έτσι, γιατί τη μπατσιά δεν τη γλιτώνεις ”. Τίποτα όμως αυτός, το χαβά του»
λέει φανερά εκνευρισμένη.
Είχα αρχίσει να νοιώθω άβολα, και το μόνο που επιθυμούσα ήταν να φύ-
γω αμέσως από κει. Φαίνεται πως το κατάλαβε, και το δίχως άλλο θέλησε να
το μαζέψει.
«Σε είπα κοπέλα μου, δεν φταις εσύ, αλλά ο Γιάννος. Όμως δεν θα ματάρ-
θει; Αχα!Θα του δείξω εγώ για» είπε θυμωμένα, χτυπώντας συνάμα το δεξί
της πόδι σαν πεισματάρικο παιδί.
Αποσβολωμένη έμεινα να την κοιτώ. «Κυρία, εξακολουθώ να μην καταλα-
βαίνω,» είπα κάπως κομπιασμένα, «…αλλά αν σας πρόσβαλα, ζητώ συγνώ-
μη».
«Ό,τι έγινε, είναι φανερό για πως έγινε άθελά σου. Ξαπόστασε τώρα, και
εγώ θα πάω να φέρω πετσέτες να καθαρίσεις το παντελόνι σου και κανένα
παυσίπονο να καταλαγιάσει ο πόνος», μου αποκρίθηκε με γλυκό ύφος, χτυ-
πώντας με στον ώμο φιλικά.
«Σας παρακαλώ, μη μπαίνετε στον κόπο. Καλύτερα να πηγαίνω».
«Κόπος; Άπαπα…Άκου κόπος! Με προσβάλεις γιαβρί μου. Είσαι στο σπίτι
της Φωτεινής Γαλάτη και θα φύγεις έτσι για; Ποτέ» μου είπε με ύφος που δεν
σήκωνε αντίρρηση.
Η κυρία Φωτεινή Γαλάτη λοιπόν κι όχι η κυρία…Σαμιωτάκη όπως την α-
ποκαλεί ο Γιάννος και με το δίκιο του εδώ που τα λέμε, αφού η κορμοστασιά
της, το μπρίο της, και γενικά το όλο της παρουσιαστικό φέρνει κατά πολύ της
ηθοποιού Ευαγγελίας Σαμιωτάκη, ήρθε από τη Πόλη με τους γονείς της την
εποχή εκείνη που απελαύνανε οι Τούρκοι τους Έλληνες. Τα πρώτα χρόνια ε-
γκαταστάθηκαν στον Πειραιά, και με πολύ δυσκολία τα έφερναν βόλτα. Ανα-
γκάστηκαν λοιπόν να φύγουν από κει και να πάνε στη Μύκονο, μιας και ο πα-
τέρας της, ένας από τους καλλίτερους τεχνίτες κοσμημάτων, είχε βρει δουλειά
με τη βοήθεια ενός οικογενειακού τους φίλου, σε κάποιο εργαστήριο. Δειλά
δειλά στην αρχή, κατόπιν πιο αποφασιστικά, κι έχοντας κάνει ένα γερό κο-
μπόδεμα, άνοιξαν το δικό τους εργαστήρι και κοσμηματοπωλείο το περίφημο
‘Τοπ Καπί’. Όποιον ρώταγες για το μαγαζί τους, δεν υπήρχε περίπτωση να μη
το ξέρει. Ήταν ονομαστό. Και κείνη μια πολύφερνη νύφη, αφού και ενταλού
κοπέλα ήτανε- δηλαδή χαριτωμένη και αεράτη όπως μου εξήγησε- και με μια
προίκα που τη ζήλευαν όλα τα θηλυκά του νησιού. Επόμενο ήταν λοιπόν να


έχει το ένα προξενιό μετά το άλλο. Μέσα απ’ αυτά ξεχώρισε για άντρα της τον
Βαγγέλη Γαλάτη, έναν τσέλιγκα από την Αντίπαρο. Παντρεύτηκαν αμέσως.
Έτσι η Φωτεινή Εκμετζόγλου και μετά γάμον Γαλάτη, εγκαταστάθηκε μόνιμα
στο νησί, στο αρχοντόσπιτο αυτό. Από το γάμο τους απέκτησαν το γιο τους
τον μονάκριβο, που όνειρό του ήταν να γίνει ναυτικός. Δυστυχώς, δεν έστερξε
το όνειρο, γιατί τη μέρα που θα μπάρκαρε πέθανε ξαφνικά ο πατέρας του από
ανακοπή καρδιάς και αναγκάστηκε να μείνει κοντά στη μάνα του.
«Ο γιος μου, Μελίνα, είναι καλλιτεχνική φύση. Γράφει ποιήματα. Κάποια
μέρα μάλιστα σκέφτεται να τα εκδώσει» μου ανάφερε με περηφάνια.
Δεν ξέρω, αλλά η κουβέντα της αυτή μου θύμισε αμέσως τον Πετρή. Ακρι-
βώς την ίδια επιθυμία μου είχε εκφράσει και κείνος το βράδυ του δείπνου λί-
γο πριν φύγει από το σπίτι.
«Πως τον λένε τον γιο σας;» τη ρωτάω διακόπτοντας τον ειρμό της, και με
τη κρυφή ελπίδα να είναι ο Πετρής.
«Πετρή τον λένε».
«Ντιν!Ντον!» βγαίνει αυθόρμητα απ’ τα χείλη μου, κάνοντας την κυρία
Φωτεινή να απορήσει. «Μη δίνετε σημασία, είναι μια έκφραση που χρησιμο-
ποιούμε μερικές φορές εμείς οι ηθοποιοί για χάρη γούστου» της λέω πειστικά.
«Α! Ναι; Πρωτότυπη έκφραση για.. Μ’ αρέσει. Θα τη λέω κι εγώ» μου δη-
λώνει, αναφωνώντας κατόπιν όλο σκέρτσο: «Ντιν!Ντον!»
Χαμογέλασα. Ήταν απολαυστική, έχοντας τον ίδιο πηγαίο αυθορμητισμό
με κείνου του γιου της Πετρή. «Λοιπόν, Μελίνα, ο γιος μου πήρε το όνομα του
πατέρα μου. Κανονικά έπρεπε να του δώσουμε το όνομα του πεθερού μου, αλ-
λά…» ξεκίνησε να μου μιλάει για τα οικογενειακά της δίχως να παίρνει ανάσα.
Κι εγώ να κάθομαι υπομονετικά να την ακούω με το βλέμμα μου καρφω-
μένο προς τη μεριά του κήπου μήπως και σκάσει μύτη ο Πετρής. Η ώρα ωστό-
σο περνούσε, και ο Πετρής δεν έλεγε να φανεί. Στο μεταξύ, η γλώσσα της κυ-
ρίας Φωτεινής να πηγαίνει ροδάνι. Δεν λέω, καλή και χρυσή η γυναίκα, αλλά
πολύ φλύαρη. Τάση λυποθυμίας μου ήρθε από την πολυλογία της. Ώσπου δεν
άντεξα άλλο, και κοίταξα το ρολόι μου μήπως καταλάβει και σταματήσει. Τζί-
φος! Τώρα, με είχε πιάσει μονότερμα για τις καλλιτεχνικές ανησυχίες εκείνης
και της φίλης της Λίλας Πατέλη, προέδρου του πολιτιστικού συλλόγου της
Πάρου, που σαν από μηχανής θεός μόλις είχε καταφτάσει για βραδινή βεγγέ-
ρα. Επωφελούμενη από τον ερχομό της, είπα να τη κάνω με ελαφρά πηδημα-
τάκια.«Ώρα να πηγαίνω κι εγώ, να σας αφήσω να τα πείτε οι φίλες» είπα ευ-
γενικά και σηκώθηκα.
Η κυρία Φωτεινή με σταμάτησε αμέσως. «Απαπα… τι είναι αυτά που με
λες κοκόνα μου, θα σε μαλώσω» είπε, και μ’ έβαλε πάλι να καθίσω. Ύστερα,
γυρνώντας προς τη μεριά της φίλης της, έσπευσε να με συστήσει.«Λιλάκι, από
δω να σε γνωρίσω τη Μελίνα, τη νέα μας φίλη».
«Χαίρω πολύ Μελίνα» μου λέει εγκάρδια, δίνοντας μου το χέρι της. «Είσαι
πολύ γλυκιά φατσούλα».
«Αν σε πω και τη δουλειά της» επεμβαίνει η κυρία Φωτεινή, «τότες, θα τη
συμπαθήσεις ακόμα πιο πολύ για ».
«Μη μου πεις…μη μου πεις, θα το βρω μόνη μου» προλαβαίνει και της κό-
βει τη φόρα η Λίλα. «Ξέρεις δα, είμαι μανούλα να βρίσκω τη δουλειά κάποι-
ου».
«Καλά, σε αφήνω να το βρεις μόνη σου, όμως πρόσεχε να μην αρχίσεις το
παιχνίδι των δέκα ερωτήσεων και τη ζαλίσεις τη κοπέλα για» της είπε εκείνη,
και σηκώθηκε να πάει μέσα στο σπίτι.
Η κυρία Πρόεδρος βάζοντας τον δείκτη του δεξιού της χεριού πάνω στο
μάγουλο της, ξεκίνησε να με περιεργάζεται. Ούτε ακτίνες λέϊζερ να ήταν το
βλέμμα της. Εγώ στο μεταξύ, επειδή είχε αρχίσει να μου αρέσει το παιχνίδι
αυτό, για να τη μπερδέψω είχα πάρει το ύφος, αυτό της ντροπαλής και συνε-
σταλμένης καθηγήτριας, που μόλις είχε διορισθεί. Τι ηθοποιός θα ήμουν τάχα
αν δεν μπορούσα να παίξω τέτοιο ρόλο;
«Ακόμα μπρε να το βρεις;» της φωνάζει η κυρία Φωτεινή, που είχε επι-
στρέψει κρατώντας στα χέρια της ένα δίσκο γεμάτο γλυκίσματα.
Η Λίλα σκέφτεται λίγο ακόμα, κι ύστερα όλο καμάρι ανακοινώνει: «Μα,
είναι προφανές, η κοπελιά από δω δεν μπορεί να είναι άλλο από καθηγήτρια
φιλολογίας και μάλιστα γαλλικών».

«Φως φανάρι μπρε, μη σε πω και… της εσπεράντο» συμπληρώνει περιπαι-
χτικά η Φωτεινή.
Χωρίς υπερβολή, παραλίγο να μου βγει από τη μύτη το μπισκότο, που κεί-
νη τη στιγμή έτρωγα, από τα γέλια που από ευγένεια θέλησα να πνίξω.
«Α! όλα κι όλα Φωτεινή. Εγώ δεν πέφτω ποτέ έξω. Είμαι μεγάλη φυσιο-
γνωμίστρια» είπε η Λίλα, σκάζοντας ένα χαμόγελο γεμάτο αυτοπεποίθηση.
«Σίγουρα για, μεγάλη φυσιογνωμίστρια» σχολίασε ειρωνικά η Φωτεινή,
για να συμπληρώσει κατόπιν κουνώντας το κεφάλι της αποδοκιμαστικά:
«Ντίπ μυαλό δεν έχει απομείνει στη κεφαλή σου».
Αν θέλετε πιστέψτε το. Με το που τελειώνει την ατάκα της η κυρία Φωτει-
νή, ξεκινάει μεταξύ τους ένα πείραγμα και μια αντιπαράθεση, άνευ προηγου-
μένου. Μη σας πω ίδια με κείνη της Γοργώς και μένα. Κι εγώ, μη μπορώντας
να παρέμβω, άλλωστε που να κάνω ζάφτι, είχα μείνει με ορθάνοικτο στόμα να
τις κάνω χάζι, σκεφτόμενη συνάμα πόση αναστάτωση φέρνει σε μια μικρή
κοινωνία ο ερχομός ενός ξένου, ενός νεοφερμένου. Μ’ ένα βότσαλο στη λίμνη
μοιάζει, που ταράζει τα νερά της για να βγει από το τέλμα και την απραξία
της.
«Απαπα…Ο Χριστός κι η Παναϊα, μ’ έσκασες για» ακούω τη κυρία Φωτει-
νή αγανακτισμένα να λέει καμιά φορά στη φίλη της, «Ηθοποιός είναι η κοπέ-
λα», της ξεφουρνίζει επιτέλους, και της γυρνάει τη πλάτη επιδεικτικά.
Για δευτερόλεπτα η Λίλα μένει να κοιτά μια εμένα και μια τη φίλη της με
ψιλοχαμένο ύφος. Κατόπιν, κάπως μαζεμένα λέει στη κυρία Φωτεινή: «Ηθο-
ποιός ε; Καλά βρε Φωτεινή, δεν έγινε και τίποτα που έπεσα και εγώ μια φορά
έξω».
«Φυσικά, και δεν έγινε τίποτα» παρεμβαίνω αμέσως για να τη βγάλω από
την αμηχανία.
Η Λίλα μου σκάει ένα πλατύ χαμόγελο, και παίρνοντας πάλι τα πάνω της
με ύφος επίσημο μου λέει:«Ω! ποία τιμή να γνωρίζω από κοντά μια ηθοποιό»,
και μου σφίγγει το χέρι τόσο δυνατά που μου κόβεται η ανάσα.
Να μη τα πολυλογώ, από το σπίτι της κυρίας Φωτεινής έφυγα εκτός από
τους πόνους στα οπίσθιά μου, και με ένα κεφάλι καζάνι. Χαλάλι όμως, γιατί
και τον Πετρή είχα βρει, και πρόταση είχα από την Λίλα Πατέλη να δουλέψω
στη θεατρική ομάδα, ωσάν καλλιτεχνική διευθύντρια παρακαλώ. Όταν το ίδιο
βράδυ το ανέφερα στη Γοργώ, εκείνη δεν έχασε ευκαιρία να με προσγειώσει
ανώμαλα, κάνοντας κουρκούτι το μυαλό μου, με απανωτούς προβληματισμούς
και ερωτήματα.
«Βρε, νομίζεις ότι θα τα καταφέρεις; Σ’ αυτά τα εργαστήρια μόνο ψωνάρες
μαζεύονται, που πιστεύουν ότι είναι ηθοποιοί. Άσε που δεν υπάρχουν και οι
πόροι. Αυτό που το βάζεις; Λίγο τόχεις; Πως θα ανεβάσετε έργα μου λες; Με
αέρα κοπανιστό ή αέρα πελαγίσιο;»
«Ούφ! Σταμάτα πια, με ζάλισες. Όλο τη καταστροφή φέρνεις. Δεν λέω,
μπορεί να έχεις δίκιο, αλλά μη μου κόβεις τη φόρα, μη με αποκαρδιώνεις. Άσε
με να το παλέψω. Δεν μπορώ άλλο να είμαι στην απραγία. Καλό θα μου κάνει
να ασχοληθώ με κάτι. Γι αυτό, μη μου το χαλάς σε παρακαλώ».
Η Γοργώ προτίμησε να μην μου αντιγυρίσει. Κούνησε αδιάφορα τους ώ-
μους της, σαν να μου έλεγε κάνε ό,τι νομίζεις, και ανέβηκε πάνω στην κρεβα-
τοκάμαρα της.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου