Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Ο ΧΟΡΟς ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17ο



Όταν άκουσα από το μεγάφωνο ν’ αναγγέλλεται η άφιξή μας στο λιμάνι
της Πάτρας, ένα ρίγος φόβου συνάμα και πόνου ένοιωσα να διαπερνά όλο μου
το είναι, σε αντίθεση με τη Γοργώ που πέταξε από τη χαρά της.
«Ελλαδάρα μου!» αναφώνησε με ενθουσιασμό, κι έτρεξε αμέσως στο κα-
τάστρωμα, αφήνοντας εμένα πίσω να αναθυμούμαι κείνο το βράδυ που σαν
τη δραπέτισσα τράπηκα σε άτακτη φυγή, μήπως και γλιτώσω από τους χίλιους
δυο δαιμόνους που με κυνηγούσαν και κυρίως από το φάντασμα της μάνας
μου, που δεν έλεγε να μ’ αφήσει ακόμα και στον ύπνο μου.
Η Γιολάντα ήταν μοναδική να ανατρέπει ολοκληρωτικά τη ζωή των άλλων,
και μάλιστα με έναν τρόπο μεταφυσικά καταστροφικό.
«Η Μακρή σαν να κουβαλά πάνω της μια κατάρα. Μιαν απίστευτη δύναμη
κακού, να την ακολουθεί σε κάθε βήμα της, παρασύροντας όποιον έχει δίπλα
της» άκουγα συχνά να σχολιάζουν κάποιοι συνάδελφοί της όταν αναφέρονταν
σε κείνη, «ελπίζουμε να μην την κουβαλάς και συ Μελίνα» συμπλήρωναν κα-
τόπιν μεταξύ αστείου και σοβαρού. Εγώ χαμογελούσα αμήχανα. Δεν ήθελα να
μιλήσω. Ούτε καν να αναφερθώ για τη σχέση μου μαζί της. Άλλωστε για μένα
ήταν ένα μακρινό παρελθόν, έτσι ήθελα να πιστεύω, μιαν άγραφη σελίδα της
ζωής μου, που δυστυχώς όμως φρόντισε να τη γεμίσω στο τέλος και μάλιστα
με μαύρο μελάνι για να διαφέρει από τις υπόλοιπες.
Η ζωή μου κυλούσε ήρεμα και δημιουργικά. Είχα νοικιάσει ένα μικρό δια-
μέρισμα κάπου στη Καστέλα, μακριά από τα φώτα της διασημότητας, σε α-
ντίθεση με κάποιους άλλους πρωτοεμφανιζόμενους ηθοποιούς που με την
πρώτη επιτυχία και αναγνωρισιμότητα καβαλάνε ένα καλάμι και τρέχουν με
χίλια. Αν και οι προτάσεις έπεφταν βροχή, σκεφτόμουν πολύ το κάθε μου βή-
μα. Το μόνο που με ενδιέφερε ήταν να κάνω σωστά τη δουλειά μου, βελτιώνο-
ντας τον εαυτόν μου με μοναδικό στόχο να υπηρετώ την υποκριτική τέχνη με
συνέπεια και ήθος. Σπάνια εμφανιζόμουν δημόσια και σε διάφορα πάρτι, μέ-
χρι κείνο το βράδυ που αποφάσισα να παρευρεθώ στην μικρή δεξίωση που
έδιναν κάποιοι αγαπητοί συνάδελφοι μετά την πρεμιέρα του θεατρικού έργου
που είχαν ανεβάσει.
Το κομμάτι έρωτας έως εκείνη τη στιγμή δεν είχε παίξει σημαντικό ρόλο
στη ζωή μου. Όχι πως ήμουν ανέραστη. Το αντίθετο μάλιστα. Απλά, δεν είχε
τύχει να αφεθώ ολοκληρωτικά στα δίχτυα του έρωτα.
Τον είδα να στέκεται απόμερα και να πίνει το ποτό του, κοιτώντας γύρω
του αφηρημένα. Φαίνεται πως το βλέμμα μου πάνω του ήταν τόσο έντονο και
επίμονο που τον έκανε αμέσως να ανταποκριθεί και να με πλησιάσει.
«Με λένε Αιμίλιο, δραπετεύουμε από δω;» μου πρότεινε με τέτοια φυσικό-
τητα και αμεσότητα που δεν μου άφησε περιθώρια να αρνηθώ.
Μπήκαμε στο αυτοκίνητό του για μια βόλτα χωρίς προορισμό. Όταν το
ξημέρωμα μας βρήκε στο ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο να κοιτάμε την ανα-
τολή αγκαλιασμένοι, ήταν αργά να κάνω πίσω. Αυτός ο άντρας με είχε γοητέ-
ψει, παρασύροντας με για πρώτη φορά στο παιχνίδι του έρωτα.
Ο Αιμίλιος ήταν ένας ανερχόμενος σκηνοθέτης. Γέννημα θρέμμα Θεσσα-
λονικιός, μετά το τέλος της φοίτησής του, έφυγε για το Παρίσι, όπου και συ-
νέχισε τις σπουδές του πάνω στη σκηνοθεσία. Στην Ελλάδα είχε επιστρέψει
πριν από δύο χρόνια, και δεν είχε καταφέρει να κάνει κάποιο ξεκίνημα. Αυτό
τον στεναχωρούσε, αφού μη έχοντας ακόμα δουλειά, αναγκαζόταν να μένει με
μια μακρινή και αρκετά πλούσια θεία που τον εξασφάλιζε οικονομικά.
«Μη σε παίρνει από κάτω. Έτσι είναι ο χώρος δυστυχώς. Υπομονή χρειά-
ζεται, και πίστη στον εαυτόν σου και τη ζωή» τον παρηγορούσα αγκαλιάζο-
ντάς τον τρυφερά.
Περνώντας ο καιρός, ο έρωτάς μου για τον Αιμίλιο, όλο και δυνάμωνε,
φτάνοντας με στο σημείο εκείνο της απόλυτης και ολοκληρωτικής παράδοσης
μου. Δεν λογάριαζα τίποτα και κανέναν. Ούτε ακόμα κι αυτήν την διαίσθησή
μου, που έστελνε αρνητικά σήματα για τη παράξενη σχέση του με τη μακρινή
αλλά και ιδιόρρυθμη θεία.
Ελάχιστα μου μιλούσε για κείνη, ούτε καν το όνομά της δεν μου είχε πει.
Όταν μια μέρα μάλιστα έκφρασα την επιθυμία να τη γνωρίσω, επιμελώς το
απόφυγε, προβάλλοντας το δύστροπο και μοναχικό χαρακτήρα της.
Ώσπου ένα βράδυ, μετά το τέλος της παράστασης, μια έκπληξη με περίμε-
νε στο καμαρίνι μου, συνοδευόμενη από ένα μπουκέτο λουλούδια και ένα λα-

κωνικότατο σημείωμα:«Αγαπητή Μελίνα, πολύ θα ήθελα να δειπνήσουμε αύ-
ριο βράδυ μαζί στο σπίτι μου. Θα στείλω τον σωφέρ μου να σας πάρει… Η
θεία του Αιμίλιου.» Στην αρχή ενθουσιάστηκα, κατόπιν όμως μαζεύτηκα, ό-
ταν κάθισα και σκέφτηκα πως η κίνησή της αυτή μπορεί να αποσκοπούσε σε
κάτι άλλο. Ο Αιμίλιος ούτε λίγο ούτε πολύ μου την είχε παρομοιάσει σαν τη
Τασώ Καββαδία σε ρόλους στρίγκλας πεθεράς. Ομολογώ όλο το βράδυ δεν
κοιμήθηκα από τις σκέψεις. Είπα κάποια στιγμή να επικοινωνήσω με τον Αι-
μίλιο, αλλά δεν το έκανα. Εκείνη την περίοδο βρισκόταν εκτός Ελλάδας για
κάποια γυρίσματα ενός ντοκιμαντέρ. Ήταν η πρώτη σκηνοθετική δουλειά του
και δεν ήθελα να τον αποσπάσω.
Το επόμενο βράδυ τελειώνοντας τη παράσταση γύρω στις 12.00, χωρίς να
χάσω χρόνο πήγα στο καμαρίνι να αλλάξω αμέσως.
«Κυρία Θωμαϊδη, σας περιμένει ένας κύριος έξω» άκουσα κάποια στιγμή
από τη πόρτα να μου λέει ο υπεύθυνος του θεάτρου.
«Σας ευχαριστώ κύριε Προκοπίου» του αποκρίθηκα και παίρνοντας τη
τσάντα μου, κατευθύνθηκα γρήγορα προς την είσοδο.
Ένας μεσήλικας άντρας, γύρω στα πενήντα, με ένα κορμί λαμπάδα και
στυλιζαρισμένο μπλε κοστούμι, με περίμενε ακριβώς μπροστά από μια μαύρη
μερσεντές έχοντας τα αλάρμ αναμμένα.
«Κυρία Θωμαϊδη, από δω» μου είπε, και ανοίγοντας τη πίσω πόρτα μου
έκανε νόημα να περάσω μέσα.
Χώθηκα στα αναπαυτικά καθίσματα του πολυτελούς αυτοκινήτου, προ-
σπαθώντας να χαλαρώσω. Από τα πρώτα κιόλας λεπτά έπεσε ανάμεσά μας
μιαν αμήχανη σιωπή, ρίχνοντας ο ένας στον άλλον ερευνητικά βλέμματα.
Πήραμε τον περιφερειακό και στα φανάρια της Κατεχάκη στρίψαμε δεξιά με
κατεύθυνση τα βόρεια προάστια. Ήταν φυσικό η κυρία θεία να μένει προς τα
εκεί, και συγκεκριμένα στην Δροσιά, σε μια απομονωμένη βίλα που την είχε
αγοράσει πριν τρία χρόνια από έναν χρεοκοπημένο επιχειρηματία, όπως μου
είχε αναφέρει ο Αιμίλιος.
«Φτάσαμε» άκουσα τον σοφέρ να μου λέει κάποια στιγμή, καθώς στρίβα-
με σ’ ένα χωματένιο δρομάκι.
Κοίταξα έξω από το παράθυρο. Ένα φωταγωγημένο κτίσμα, στυλ πύργου,
χτισμένο από πέτρα έμοιαζε σαν να είχε βγει από κάποιο παραμύθι. Βγήκα
από το αυτοκίνητο σχεδόν μαγεμένη, και κοντοστάθηκα για λίγο χαζεύοντας
με το στόμα ανοικτό την όλη του επιβλητικότητα.
«Από δω παρακαλώ» μου είπε ευγενικά ο σοφέρ κάνοντας νόημα τον ακο-
λουθήσω.
Περάσαμε τη καγκελωτή πύλη, και μετά διασχίσαμε το λιθόστρωτο δρο-
μάκι του κήπου που τέλειωνε ακριβώς μπροστά από τη κεντρική εξώπορτα
της βίλας. Σ΄ αυτά τα λίγα λεπτά της διαδρομής ακουγόταν η θεϊκή μουσική
του Μότσαρτ από το «Ρέκβιεμ», σπάζοντας τη νυχτιάτικη σιγαλιά στην αρχή
αχνά, κατόπιν καθώς πλησιάζαμε πιο έντονα. Ο απροσδιόριστος φόβος που
ένοιωσα με μιας, μαζί με την αίσθηση, μεταφυσική θα έλεγα, πως όλο αυτό το
σκηνικό το είχα ξαναζήσει στο παρελθόν στιγμή προς στιγμή, μ’ έκαναν να
παγώσω σύγκορμη, και να μη μπορώ να πάρω τα πόδια μου.
«Πάθατε κάτι;» με ρώτησε ο σοφέρ που κείνη τη στιγμή χτυπούσε το κου-
δούνι.
«Όχι, όχι» του αποκρίθηκα σχεδόν ξεψυχισμένα, και βάζοντας μεγάλη
προσπάθεια τον πλησίασα.
Μας άνοιξε μια ξερακιανή γυναίκα απροσδιόριστης ηλικίας. Μάλλον ήταν
η οικονόμος της. «Περάστε» μου είπε με αυστηρό και ανέκφραστο ύφος, για
να χαθεί κατόπιν με βήματα αργά αλλά σταθερά σ’ έναν μεγάλο διάδρομο,
αφήνοντας με μόνη στο μεγάλο χώρο υποδοχής, που κυριολεκτικά έμοιαζε με
μαυσωλείο, έτσι όπως ήταν φορτωμένος με βαριά έπιπλα και πίνακες ζωγρα-
φικής από τη μια πλευρά του τοίχου και με μάσκες διαφόρων εκφράσεων από
τη άλλη. Απόρησα πως ο Αιμίλιος ζούσε εκεί μέσα. Αυτό το σπίτι δεν ήταν να
μένουν άνθρωποι, αλλά φαντάσματα. Μη πω και το φάντασμα της όπερας.
Κοίταξα το ρολόι μου. Είχαν περάσει περίπου είκοσι λεπτά και η ξερακια-
νή οικονόμος δεν έλεγε να φανεί. Λες και είχε ανοίξει η γη και την είχε κατα-
πιεί. Είχα αρχίσει να εκνευρίζομαι και συνάμα να τα βάζω με τον εαυτόν μου,
που τον ανάγκαζα να τρώει στη μάπα την αγένεια της κυρίας θείας, κι όχι την
εκκεντρικότητα όπως την είχε βαφτίσει για να έχει σούζα κάτι παπάβουλα


σαν τον Αιμίλιο. «Την παλιοξιπασμένη, θέλει να το παίξει και λαίδη» μονολό-
γησα αγανακτισμένη χωρίς στο μεταξύ να έχω πάρει είδηση την παρουσία της
οικονόμου, που σαν μαρμάρινη στήλη στεκόταν σε απόσταση λίγων μέτρων
από μένα.
«Ακολουθήστε με» είπε, και μου γύρισε τη πλάτη της.
Την ακολούθησα, έχοντας πάλι ακριβώς την ίδια αίσθηση που με είχε κυ-
ριεύσει στην αρχή.
Η οικονόμος άνοιξε μια βαριά ξύλινη πόρτα και μου είπε να περάσω, πα-
ρατώντας με στο δωμάτιο, που δεν ήταν άλλο από τη τραπεζαρία. Μόνο που
το τραπέζι δεν ήταν στρωμένο για δείπνο. Γεμάτη απορία, έμεινα όρθια και
περίμενα. Ξαφνικά, στον χώρο άρχισε να διαχέεται μια άλλη ιδιαίτερη μουσι-
κή από κείνη του «Ρέκβιεμ», σχετική με κάποιο θεατρικό έργο. «Ποιο όμως;»
αναρωτήθηκα αμέσως, στύβοντας στη κυριολεξία το κεφάλι μου μήπως και
θυμηθώ. «Διάολε, δεν είναι δυνατόν» μονολόγησα μόλις συνειδητοποίησα
πως η μουσική αυτή ήταν από το ανέβασμα του θεατρικού έργου «Το γλυκό
πουλί της νιότης» με πρωταγωνίστρια την Γιολάντα Μακρή. Σίγουρα κάποιος
ήθελε να με τρελάνει, κάνοντας σε βάρος μου κακόγουστα αστεία με το πα-
ρελθόν μου σκέφτηκα, προσπαθώντας να ξεπεράσω το πρώτο σοκ. Γιατί το
δεύτερο και μεγαλύτερο ήρθε μετά από λίγα λεπτά όταν άκουσα πίσω μου μια
γυναικεία φωνή, ίδια μ’ αυτή της μάνας μου να με ρωτά: «Παραξενεύεσαι;»
Πήγα να γυρίσω. «Μη γυρίσεις» με διέταξε. Σταμάτησα αμέσως. Τα πόδια
μου άλλωστε δεν με υπάκουγαν. Λες και κάποια αόρατη δύναμη τα κρατούσε
καρφωμένα πάνω στις μαρμάρινες πλάκες. Πήρα μια βαθιά ανάσα, προσπα-
θώντας να βρω κείνη τη ψυχραιμία, που θα με έβγαζε αλώβητη από όλη αυτή
τη δοκιμασία. Μάταια όμως. Τα χιλιάδες ερωτήματα που είχαν στριμωχθεί
στο μυαλό μου και ζητούσαν απαντήσεις, δεν μου άφηναν περιθώρια για κάτι
τέτοιο. Για άλλη μια φορά ήμουν έρμαιο στα χέρια και τις διαθέσεις της Γιο-
λάντας Μακρή.
Ένοιωσα την ανάσα της δίπλα μου. Μύριζε αλκοόλ μαζί με νικοτίνη.
«Νόμιζες πως θα μου ξεφύγεις;» με ρώτησε, ξεσπώντας σε ένα σαρκαστι-
κό γέλιο.
Ένας δυνατός θυμός μέριασε την ανημποριά μου και γύρισα απότομα
προς την μεριά της. Η θέα της μου έφερε φρίκη. Η Γιολάντα Μακρή με μια
μπουκάλα κονιάκ στην αγκαλιά της και με ένα κακογερασμένο από το αλκοόλ
πρόσωπο, να συνθέτει την τέλεια εικόνα ενός ανθρώπου που έχει φτάσει στο
τελευταίο σκαλί του εξευτελισμού.
«Μη!» φώναξε, προσπαθώντας να σκεπάσει όπως όπως το πρόσωπό της.
Δεν το κρύβω ένοιωσα ηδονή μαζί με μιαν έντονη χαρά, βλέποντας την κα-
τάντια της. Δεν έφταιγα όμως εγώ γι’ αυτό. Ήταν καθαρά δική της επιτυχία
το νέκρωμα κάθε τρυφερού μου συναισθήματος για κείνη.
«Τι θέλεις από μένα;» τη ρώτησα κοφτά και σταθερά, αν και γνώριζα την
απάντηση. Ήθελα όμως την ακούσω για να γελάσω κι εγώ σαρκαστικά με τη
σειρά μου.
«Ο Αιμίλιος είναι δικός μου και μόνο δικός μου. Δεν θα τον αφήσω να μου
τον πάρει καμία. Πόσο μάλλον εσύ. Κατάλαβες;» μου είπε στριγκλίζοντας.
«Χα! Χα!» γέλασα βροντερά, ανταποδίδοντας το σαρκαστικό της γέλιο,
ενώ με τα δόντια κρατιόμουν να μην τη βρίσω. Να μη βγάλω όλη μου τη χολή
που τόσα χρόνια κρατούσα μέσα μου για αυτή τη γυναίκα που εξ αιτίας μιας
γενετήσιας ορμής της, ερήμην μου με έφερε σ’ αυτόν τον κόσμο.
Έκανα μεταβολή να φύγω. Δεν ήθελα να βρίσκομαι άλλο εκεί μέσα μαζί
της.
«Δεν έχεις να πας πουθενά αν δεν μου υποσχεθείς πρώτα πως θα χαθείς
από το πρόσωπο της γης, κι από τη ζωή του Αιμίλιου» μου είπε με τον χαρα-
κτηριστικό της αυταρχισμό, πίνοντας συνάμα και μια γουλιά κονιάκ από το
μπουκάλι.
Αν και ήθελα πολύ να της πω, πως για μένα ο Αιμίλιος μετά από αυτό είχε
καταβαραθρωθεί μέσα μου, και χάρισμά της ολάκερο το γλαστράκι, δεν το
έκανα. Η χαιρεκακία με είχε συνεπάρει. Γι’ αυτό γύρισα προς την μεριά της,
και κοιτώντας την έντονα στα μάτια, της έσκασα ένα χαμόγελο ίδιο μ’ αυτό
της Μόνα Λίζα. Έτσι ήθελα να αποχωρήσω. Σιωπηρά και θριαμβευτικά. Χωρίς
να πάρει την πολυπόθητη απάντηση, για να ζει μέσα σε μια συνεχή αβεβαιό-
τητα και ηττοπάθεια. Αυτό της άξιζε όσο και να ήταν σκληρό.

Έπιασα το στομάχι μου. Πονούσε αφόρητα. Άνοιξα τη πόρτα και πάνω στη
στιγμή που ήμουν έτοιμη να βγω, την ένοιωσα πίσω μου να μου ορμά σαν μαι-
νάδα . Στην προσπάθεια μου να ξεφύγω από την οργή και τα απανωτά χτυπή-
ματά της, την έσπρωξα δυνατά. Εκείνη από το μεθύσι της παραπάτησε και
σωριάστηκε κάτω. Έντρομη πλησίασα κοντά της. Ήταν αναίσθητη, ενώ από
το στόμα της έτρεχε αίμα. Μ’ έπιασε πανικός. Ούτε και ξέρω πως βρέθηκα
έξω από το σπίτι. Ακόμα και τώρα μου είναι αδύνατον να θυμηθώ. Το μόνο
που θυμάμαι με σιγουριά είναι πως το ίδιο βράδυ έφυγα από την Ελλάδα σαν
την κυνηγημένη, τινάζοντας στον αέρα τη ζωή μου, που με τόσο κόπο είχα κα-
ταφέρει να φτιάξω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου