Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22ο


Oι πρώτες μου επαγγελματικές προσπάθειες στέφθηκαν με πλήρη αποτυ-
χία. Σε κάθε πιάτσα που επιχειρούσα να στήσω το καβαλέτο μου μάζευα σαν
νάμουν μαγνήτης κι άλλους “συναδέλφους”, και όπως ήταν φυσικό ο ανταγω-
νισμός ήταν μεγάλος. Επιχείρησα σχεδόν σε όλες τις τουριστικές περιοχές της
Πάρου και της Τήνου αλλά δεν κατάφερα να βρω ένα στέκι που να μην ήταν
πανηγύρι. «Το επάγγελμα περνάει κρίση» μου είπε μια μέρα ένας ντόπιος η-
λικιωμένος που σκιτσάριζε καρικατούρες. «Οι ξένοι έχουν βάλει γερό πόδι στα
μέρη μας, κάνουν συγχρόνως τις διακοπές τους και μας παίρνουν το ψωμί
κοπέλα μου. Πριν λίγα χρόνια είχα αποκλειστικότητα στην Παροικιά. Δες τώ-
ρα τι γίνεται… Αλήθεια γιατί δεν πας στη Μύκονο; Είσαι νέο κορίτσι και σί-
γουρα εκεί έχεις πολλές πιθανότητες να δουλέψεις καλλίτερα. Άλλος κόσμος
εκεί».
Τι να του έλεγα τώρα; Ότι η Μύκονος ήταν το στέκι των γονιών μου και
του συναφιού τους, κι ότι θα προτιμούσα να αρμέγω γελάδες προκειμένου να
μην τους ξαναδώ στα μάτια μου; Περιορίστηκα μόνο να χαμογελάσω και να
τα μαζέψω, συμμεριζόμενη την έμμεση παράκληση να του αδειάσω τη γωνιά.
Με τη Μελίνα είχαμε σχεδόν αποξενωθεί. Είχε πιάσει δουλειά σε ένα καφέ
και έλλειπε πολλές ώρες από το σπίτι. Είχε αποκτήσει γνωριμίες στο νησί και
ασχολιόταν με πράγματα που δεν ήξερα. Με φρόντιζε ωστόσο σαν να ήταν η
μαμά μου. Μαγείρευε καθημερινά και είχε αναλάβει όλη την ευθύνη του σπι-
τιού. Μου είχε αφήσει το χρόνο μου να προσαρμοστώ και δεν με ρωτούσε για
τίποτα. «Όταν είσαι έτοιμη μου λες τι σε απασχολεί» μου είχε πει ένα πρωί
φεύγοντας, «γιατί η Γοργώ που ξέρω δεν είσαι. Κοίτα να αντιδράσεις... και
σύντομα… γιατί σε βλέπω καλόγρια στη μονή Καρμήλου» συμπλήρωσε φιλώ-
ντας με στο μάγουλο.
Καλόγρια στη μονή της Καρμήλου. Ένα κλικ γύρισε σαν κλειδί στο μυαλό
μου ξαφνικά..
Είχα βρεθεί μια μέρα στο λιμάνι της Τήνου. Καθόμουν στην προβλήτα
χαζεύοντας τους γλάρους, όταν το καράβι της γραμμής άραξε κατεβάζοντας
μια μυρμηγκιά κόσμο. Χωρίς να καταλάβω γιατί, μάζεψα όπως όπως τα
πράγματά μου κι ακολούθησα τη σιωπηλή διαδήλωση. Ήξερα που πηγαίνουν,
αλλά παρ’ ότι μικρή ερχόμουν συχνά στην Τήνο η γιαγιά μου ούτε μια φορά
δεν με είχε πάει για “προσκύνημα”. Το μόνο που γνώριζα για τη συγκεκριμένη
εκκλησία ήταν ότι ήταν χτισμένη πάνω στον αρχαίο ναό του Διονύσου.
Η γιαγιά Γοργώ, μου είχε μιλήσει πολλές φορές για την ιστορία της εκκλη-
σίας, και για το παζάρι του ανθρώπινου πόνου από τους επιτήδειους. Μου είχε
εκφράσει επίσης την απόλυτη πίστη της στην Μεγάλη Μητέρα όπως αποκα-
λούσε την Παναγία. Όμως αν και ένθεο άτομο ήταν εντελώς
αποστασιοποιημένo από κάθε είδους θρησκευτικό δόγμα. «Ν’ ακούς μόνο τη
φωνή μέσα σου, αυτή είναι ο Θεός. Να την εμπιστεύεσαι και να την επικαλεί-
σαι» μου έλεγε όταν ήμουν μικρή. Εγώ εννοείται ότι δεν καταλάβαινα τι μου
έλεγε. Ο σπόρος όμως μέσα μου έπεσε, ρίζωσε, έγινε γνώση, και ποτέ δεν με
άφησε να παγιδευτώ στην τρομοκρατία που αυτοαποκαλείται θρησκεία.
Ακολουθώντας τη μυρμηγκιά έφτασα στο μεγάλο ανηφορικό δρόμο του
εμπορίου. Το θέαμα με άφησε άφωνη. Δεξιά κι αριστερά φορτωμένοι πάγκοι
με παγανιστική πραμάτεια. Φυλαχτά, κομποσκοίνια, εικόνες, τάματα χρυσά
και αργυρά, πόδια, χέρια, κεφάλια κρεμασμένα με κορδέλες ροζ και γαλάζιες.
Μπουκαλάκια σε διάφορα μεγέθη με θαυματουργό “αγίασμα”. Ζητιάνοι κάθε
ς ηλικίας να σε τραβούν από τα ρούχα επικαλούμενοι τραγικές ιστορίες για να
ξυπνήσουν την πιο βαθιά θαμμένη ενοχή σου και να κερδίσουν την προτίμησή
σου στο εμπόρευμά τους. Χαλάκια με την εικόνα της Παναγίας, και καρτ πο-
στάλ με το θέαμα της εικόνας φορτωμένης με υλική πίστη αποτυπωμένο σε
ιλουστρασιόν χαρτί. Και το τραγικότερο από όλα.. επιγονατίδες για τους πι-
στούς που ανεβαίνοντας με τα γόνατα τη μεγάλη ανηφόρα εκπλήρωναν την
υπόσχεσή τους στη Μεγαλόχαρη για το θαύμα που τους είχε κάνει. Ένοιωσα
το αίμα μου να ανεβαίνει στο κεφάλι. Κάπως έτσι θα είχε νοιώσει φαντάζομαι
κι ο Ιησούς, ο ήρωας όλων αυτών που σταυροκοπούνταν αφιονισμένοι μπρος
τα μάτια μου, όταν βρέθηκε στο αντίστοιχο παζάρι του ναού του Σολομώντα.
Παρά τρίχα εγκεφαλικό θα το έλεγα στη σημερινή γλώσσα.

«Έχω παιδί με καρκίνο και τη γυναίκα μου με τετραπληγία. Πέντε παιδιά
να θρέψω. Να συγχωρεθούν τα πεθαμένα σου κοπέλα, πάρε λαμπάδα από το
φτωχό» ένοιωσα πλάι μου ένα χέρι να με τραβά προκαλώντας μου μιαν άσχη-
μη αντίδραση, ενώ ταυτόχρονα μια καλόγρια μου έχωνε στη μούρη μια αση-
μένια εικόνα με την προτροπή να την πάρω για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες
μου, και ν’ απαλλαγώ από το δαίμονα που μόλις είχε διακρίνει στη συμπερι-
φορά μου.
Επειδή ο κίνδυνος να γίνω βίαιη, μέσα σε μια σφηκοφωλιά θρησκόλη-
πτων, που σίγουρα δεν θα με οδηγούσε πουθενά, αποφάσισα να φύγω και να
ξεχάσω το συμβάν, γιατί καλώς ή κακώς είχα επιλέξει να ζήσω σ’ αυτά τα νη-
σιά. Χώρια που η μνήμη της αγαπημένης μου γιαγιάς του μοναδικού ίσως
προσώπου που εκτιμούσα σ’ αυτό τον κόσμο, ήταν χαραγμένη πάνω σ’ αυτό
το μέρος.
Ένα αμυδρό χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη μου. Η γιαγιά μου σίγουρα θα
διαφωνούσε κάθετα με τη σκέψη μου. Η οικονομική της κατάσταση όμως της
επέτρεπε να υπερασπίζεται χωρίς καμία παρέκκλιση τις ιδέες της, ενώ εγώ
στη φάση που βρισκόμουν έπρεπε να επιβιώσω πάση θυσία, και αυτή η “θυ-
σία” άρχισε να παίρνει μέσα μου σάρκα και οστά.
Δρασκελίζοντας τα στενά σκαλοπάτια του μύλου κατέβηκα στη μικρή α-
ποθήκη όπου είχε φυλαγμένο το αντιπαθητικό της μπαούλο η Μελίνα.
Άρχισα να σκαλίζω με προσοχή το περιεχόμενο του ενώ στα ρουθούνια
μου τρύπωνε ανελέητα το άρωμα λεβάντας που έριχνε μέσα σε αραχνοΰφαντα
σακουλάκια η φίλη μου, προκειμένου ο προσωπικός της θησαυρός να μη θιγεί
από τον λαίμαργο σκώρο. Αφού φταρνίστηκα και έβρισα πάνω από δέκα φο-
ρές ανακάλυψα το μαύρο ράσο που μου χρειαζόταν για να μετατραπώ από μια
αγενέστατη υστερική κορασίδα, σε παρθένο ευπρεπή και αμόλυντη του πολι-
τισμού κόρη. Τακτοποίησα με προσοχή το μπαούλο ώστε να μην υπάρξει το
παραμικρό ίχνος παραβίασης, και κατευθύνθηκα στην αποθήκη όπου είχα
στήσει το εργαστήριο της ζωγραφικής μου. Φόρεσα τη στολή και με καμάρω-
σα για μια ακόμα φορά σαν εκπρόσωπο του θείου δέους. Τύλιξα τα μαλλιά
μου σε πλεξούδες φτιάχνοντας ένα αριστοτεχνικό γεροντοκορίστικο κότσο και
το μόνο που έλειπε από την μετάλλαξη μου αυτή, ήταν το μαύρο μαντήλι που
σίγουρα θα εύρισκα στα πράγματα της γιαγιάς μου.
Από την επόμενη κιόλας μέρα άρχισα να μαζεύω “θαυματουργά” αντικεί-
μενα. Ξυλάκια που τα βάφτισα τίμιο ξύλο, ιάματα δικής μου έμπνευσης και
προέλευσης, φυλακτά τυλιγμένα σε μικρά χαριτωμένα πανάκια που έκοβα
προσεκτικά από τα χρωματιστά στριφώματα των στολών της Μελίνας, και
μικρές εικονίτσες που ζωγράφιζα πάνω σε φλούδες δέντρων. Όλο αυτό το πο-
λύτιμο εμπόρευμά μου το έκρυβα με επιμέλεια μέσα σε ένα ξύλινο κιβώτιο στο
βάθος της βάρκας γιατί φοβόμουν την αντίδραση της Μελίνας αν ανακάλυπτε
το “σατανικό” μου σχέδιο.
Μέσα σε όλη αυτή τη διαδικασία η διάθεσή μου άρχισε να ανεβαίνει. Φα-
νταζόμουν τον εαυτό μου έναν σύγχρονο άγιο των “αδαών” που θα πουλούσε
θρησκευτικά “φύκια” για θαυματουργές “κορδέλλες”.
«Μήπως πήρες κάτι μικρά μπουκαλάκια που ήταν στο ντουλάπι πλάι στην
πιατοθήκη;» ρώτησε ένα πρωινό η Μελίνα καθώς σερβίριζε καφέ με κουλου-
ράκια πορτοκαλιού.
«Μη ξαναπάρεις πορτοκαλιού» απάντησα δαγκώνοντας ένα τραγανιστό
κουλουράκι, «αυτή την εποχή δεν υπάρχουν πορτοκάλια, δεν μου αρέσουν οι
μαϊμούδες».
Με κοίταξε και ξεσπώντας σε γέλια έδειξε το άδειο ποτήρι με το χυμό πορ-
τοκαλιού που μόλις είχα αδειάσει. «Είναι σαφές» αποκρίθηκε, «τα μπουκαλά-
κια εσύ τα πήρες;» επέστρεψε στην ερώτησή της.
«Ναι, τα πήρα να τα γεμίσω αγίασμα» απάντησα σοβαρή.
«Χα, χα γελάσαμε. Πες τώρα τα είδες πουθενά;»
«Αφού δεν με πιστεύεις τι να σου πω;»
«Χάνονται πράγματα εδώ μέσα και μου κάνει εντύπωση. Χθες έψαχνα το
κουτί με τα βελόνια και τις κλωστές και δεν το εύρισκα πουθενά».
«Τι δουλειά έχω εγώ με τα βελόνια; Θα με κουφάνεις πρωί πρωί Μελινάκι;
Κάπου τα βάζεις και τα ξεχνάς. Μήπως είσαι ερωτευμένη με κανένα βλαχάκι
και μου το κρύβεις ρε; Μέσα στη γκρίνια σε βρίσκω, κάθε μέρα κάτι χάνεις.

Εγώ πάντως καμιά σχέση με τα βελόνια και την κατσίκα σου. Α.. και τώρα που
το θυμήθηκα αυτό το βλαμμένο ζωντανό χθες έφαγε τα κορδόνια μου. Μάζε-
ψε το γιατί θα το βρεις με πατάτες στο φούρνο καμιά μέρα».
«Μη τολμήσεις να πειράξεις τη Φρόσω» μου απάντησε τεντώνοντας το
δάχτυλο.
«Χα, χα. Δεν θα την πειράξω το υπόσχομαι. Άλλωστε είναι δώρο αρραβώ-
νων» την πείραξα γελώντας με την καρδιά μου.
«Γοργώ που πηγαίνεις με τη βάρκα κάθε μέρα;» με αιφνιδίασε με τη ερώ-
τησή της.
«Ραντεβουδάκι με τον Ποσειδώνα» αποκρίθηκα χαμογελώντας.
«Σοβαρά μιλάω. Που γυρνάς όλη μέρα με τη βάρκα;»
«Βαριέμαι το φέρι και περνάω απέναντι μ’ αυτήν. Τελευταία δουλεύω στην
Τήνο. Καλή πιάτσα. Έχει τουρισμό και το σκιτσάρισμα πάει καλά. Σε λίγο
καιρό θα έχουμε γερό κομπόδεμα για τις επισκευές στο μύλο. Εσύ πως πας με
το “θεατρικό ψώνιο;”» άλλαξα κουβέντα.
«Ψώνιο είσαι και φαίνεσαι άσχετη. Θα τρίβεις τα μάτια σου όταν θα έρ-
θεις να δεις την παράσταση, αν φυσικά σε καλέσω γιατί δεν είμαι σίγουρη».
«Μη μου το κάνεις αυτό, σε παρακαλώ. Δεν θα το αντέξω» είπα δένοντας
τα χέρια μου με απελπισία.
«Καλά κορόιδευε όσο θέλεις τέρας. Μια μέρα θα το μετανιώσεις» απάντη-
σε εύθυμα και σηκώθηκε από το τραπέζι μαζεύοντας το σερβίτσιο της. «Έχω
καθυστερήσει, θα χάσω το φέρι» μουρμούρισε πηγαίνοντας προς την κουζίνα.
«Να σε πάω με τη βάρκα;» ρώτησα γνωρίζοντας την απάντηση.
«Όχι. Δεν έχω κάνει ακόμα διαθήκη» φώναξε γελώντας.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου