Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Το Ξύλινο Βήμα της Αυγής- Κεφάλαιο 3ο



Ο άνθρωπος όταν έχει εξουσία δείχνει από τι πάσχει μου έλεγε συχνά ο παππούς” είπε η Εριέττα στη Νίκη, καθώς απολάμβαναν το δειλινό καθισμένες στο λόφο της Αυγής.
Γιατί το λες αυτό;”
Σήμερα στην εκκλησία που παρατηρούσα τους παπάδες, τους αξιωματικούς, τους πολιτικούς και τους διάφορους παράγοντες του νησιού, αυτή η κουβέντα συνέχεια ηχούσε στ'αυτιά μου” αποκρίθηκε χωρίς να παίρνει το βλέμμα της απ' τον ανοικτό ορίζοντα.
Η Νίκη χαμογέλασε πικρά. “Ερι μου, εμένα δεν μου κάνει εντύπωση. Εκεί έξω, δυστυχώς, τέτοιοι κυκλοφορούν πολλοί. Ξέρεις τι σημαίνει να δουλεύεις γι' αυτούς; Ξέρεις;”
Όχι, αλλά γνωρίζω τι σημαίνει να σε πολεμούν. Να σαμποτάρουν τη τέχνη σου”.
Προφανώς αναφέρεσαι στον Σαράντη Πλουμπή”.
Ναι. Δεν ξέρω, αλλά η αύρα αυτού του ανθρώπου έχει κάτι που με φοβίζει”.
Μη λες ανοησίες. Αυτός δεν είναι ικανός ούτε μια τρίχα απ' τα μαλλιά σου ν' αγγίξει. Τον είδες σήμερα πώς μαζεύτηκε όταν τον πρόγκιξες; Τον είδες”.
Νίκη, εδώ κι ένα διάστημα, χωρίς να μπορώ να το εξηγήσω, νοιώθω μιαν αόρατη απειλή πάνω απ' το κεφάλι μου” άρχισε να της λέει, προσπαθώντας να βρει τον τρόπο να της πει το όνειρο που μήνες τώρα έρχεται στον ύπνο της και τη ταράζει.
Εριέττα πάψε να είσαι αλλοπαρμένη. Τίποτα δεν σε απειλεί. Απλά ζεις εδώ απομονωμένη και όλα τα μεγεθύνεις. Βγες λίγο έξω. Κάνε καμιά βόλτα. Το νησί σφύζει από ζωή, και συ κλεισμένη εδώ μπλέκεσαι στους δαιδαλώδεις διαδρόμους του μυαλού σου” είπε αυστηρά η Νίκη.
Η Εριέττα παρέμεινε σιωπηλή. Η Νίκη ανέκαθεν αντιδρούσε σε συζητήσεις που άπτονταν σε τέτοιου είδους θέματα. Δεν ήταν του χαρακτήρα της. Τα πάντα είχαν μια λογική εξήγηση, σε αντίθεση με κείνη, που λόγω της καλλιτεχνικής της φύσης, έψαχνε αδιάκοπα για ερωτήματα και μυστικούς διαύλους του αθέατου κόσμου της ανθρώπινης ψυχής.
Μάμα, μάμα έγινε κάτι το ασύλληπτο” ακούστηκε ξαφνικά από πίσω τους να φωνάζει η Άλμπα. Ήταν ενθουσιασμένη.
Τι συμβαίνει κοριτσάκι μου;” ρώτησε κάπως ανήσυχη η Εριέττα.
Σε παρακαλώ πάμε στον περιστερώνα. Θέλω να σου δείξω κάτι” αποκρίθηκε η Άλμπα.
Άλμπα, δεν βλέπεις; Η μάμα ξεκουράζεται. Άστη λοιπόν ήσυχη” είπε η Νίκη με απότομο κάπως ύφος.
Δεν πειράζει Νίκη, δεν πειράζει” είπε η Εριέττα και πήρε τις πατερίτσες της. “Αρκετά τεμπέλιασα”.
Καλά, όπως νομίζεις” είπε η Νίκη συγκαταβατικά και σηκώθηκε. “Λοιπόν, ας πηγαίνω εγώ τώρα. Τα λέμε αύριο. Εντάξει;”
Ναι, καλή μου. Τα λέμε αύριο”.
Καληνύχτα αγαπημένες μου” είπε η Νίκη κι έφυγε.
Η Άλμπα και η Εριέττα κατέβηκαν στον περιστερώνα.
Λοιπόν, τι τρέχει;” ρώτησε η Εριέττα τη κόρη της ρίχνοντας ταυτόχρονα μια ερευνητική ματιά τριγύρω της.
Μάμα, δες με προσοχή το ποδαράκι του Ορφέα” είπε η Άλμπα, “έχει ένα μήνυμα από κάποιον”.
Αλήθεια;” έκανε η Εριέττα και πήρε αμέσως το περιστέρι στα δύο της χέρια. Χάιδεψε τη ράχη του, κι ύστερα μ' απαλές κινήσεις έβγαλε απ' το ποδαράκι του το μήνυμα και το διάβασε.
Δεν θα μου πεις από ποιον είναι και τι γράφει;” ρώτησε η Άλμπα, “ανυπομονώ να μάθω”.
Δυστυχώς Άλμπα μου δεν είναι μήνυμα από κάποιον. Λάθος έκανες. Επέστρεψε το δικό μας” της είπε προσπαθώντας να κρύψει την ταραχή της.
Μα...είμαι σίγουρη μάμα πως είναι από κάποιον. Δες τη κορδέλα καλά. Δεν είναι ίδια με τη δικιά μας, δεν είναι”.
Άλμπα μου, μην επιμένεις. Ο Ορφέας δεν έφερε κανένα μήνυμα. Σε παρακαλώ πήγαινε τώρα στο σπίτι. Σε λίγο θα έρθω κι εγώ”.
Η Άλμπα, αν και δεν πείστηκε, υπάκουσε κι έφυγε.
Μένοντας μόνη η Εριέττα διάβασε άλλη μια φορά το σημείωμα. Η Άλμπα τελικά είχε δίκιο. Είχε έρθει μήνυμα από κάποιον. “Διάολε τι να συμβαίνει;” αναρωτήθηκε, “δεν μπορώ να βγάλω άκρη. Πρέπει να ζητήσω βοήθεια απ' τον Λουκή” συμπλήρωσε και πήγε κατ' ευθείαν στο σπίτι να του τηλεφωνήσει.
Χωρίς να την πάρει κανείς είδηση, κλείστηκε στο γραφείο του παππού της και σχημάτισε αμέσως το νούμερο του. Θα χτύπησε κι είκοσι φορές μέχρι ο Λουκής ν' απαντήσει.
Λουκή επιτέλους!” είπε με ανακούφιση.
Έριέττα είσαι καλά;”
Καλά είμαι. Θέλω οπωσδήποτε να μιλήσουμε”.
Συμβαίνει κάτι;” ρώτησε εκείνος με αγωνία.
Δεν μπορώ να σου πω απ' το τηλέφωνο. Απόψε στις δέκα θα σε περιμένω πάνω στο λόφο της Αυγής”.
Απ' τη μεριά του Λουκή έπεσαν μερικά δευτερόλεπτα σιωπής. “Με φοβίζεις Εριέττα. Πες μου σε παρακαλώ, συμβαίνει κάτι σοβαρό;”
Θα μάθεις το βράδυ” του είπε κι έκλεισε το τηλέφωνο πριν ρωτήσει ο,τιδήποτε άλλο.
Άρχισε να παρατηρεί τριγύρω το χώρο. Τα πάντα είχαν μείνει ακριβώς όπως τα είχε αφήσει ο παππούς της εκείνη τη μέρα του θανάτου του. Το βιβλίο του Εμίλ Ζολά το Κατηγορώ πάνω στο ξύλινο οβάλ τραπέζι κοντά στο παράθυρο και με τον δερμάτινο σελιδοδείκτη να προεξέχει σε κάποια σελίδα του. Η πίπα του ακουμπισμένη στο τασάκι με κάποια υπόλοιπα καπνού και η πένα του πάνω σ' ένα λευκό χαρτί με την ημερομηνία γραμμένη στα δεξιά και με τη φράση: Αύριο, όλα θα τελειώσουν!”.
Το μαντάτο του θανάτου του έφτασε γύρω στο μεσημέρι. Η Μηλιώ βρισκόταν στη μεγάλη τραπεζαρία κι έστρωνε το τραπέζι για το γεύμα, όταν χτύπησε την πόρτα του αρχοντικού ο αστυνομικός διευθυντής, Ηλίας Μάντακας.
Πώς κι από δω κύριε αστυνόμε;” ρώτησε η Μηλιώ μόλις τον αντίκρισε, ενώ ένας παγερός φόβος έκοψε αμέσως τα γόνατά της.
Θέλω οπωσδήποτε να δω την Εριέττα. Κάτι πολύ σοβαρό έχει συμβεί” είπε εκείνος και πέρασε μέσα.
Χωρίς δεύτερη σκέψη η Μηλιώ τον άφησε κι έτρεξε αμέσως στο ατελιέ να την ειδοποιήσει.
Με την ανάσα κομμένη άνοιξε την πόρτα και σχεδόν υστερικά της φώναξε: “Εριέττα, έλα γρήγορα. Κάτι κακό έχει συμβεί στο σπιτικό μας”.
Η Εριέττα έμεινε μερικά λεπτά να την κοιτά αποσβολωμένη. Πρώτη φορά έβλεπε τόση απόγνωση στο βλέμμα της.
Παράτησε όπως – όπως το καβαλέτο της και με τη καρδιά της να χτυπά τρελά, έφτασε στο αρχοντικό λουσμένη απ' τον ιδρώτα της αγωνίας.
Ο Ηλίας Μάντακας την περίμενε κόβοντας βόλτες πάνω κάτω στο σαλόνι.
Τι συμβαίνει κύριε Μάντακα;” ρώτησε μόλις μπήκε μέσα.
Ο αστυνομικός διευθυντής χωρίς να κάνει κάποιο πρόλογο της ανήγγειλε το θλιβερό γεγονός μ' ένα ψυχρό κι επίσημο ύφος, από κείνα που παίρνουν συνήθως τα όργανα της έννομης τάξης. “Κυρία Λοίζου – Ντονέτι ο παππούς σας, Βάιος Λοίζος, είναι νεκρός. Βρέθηκε απαγχονισμένος στο παλιό αλευρόμυλο στο χωριό Μυρτιές, αφήνοντας ένα χειρόγραφο σημείωμα που έλεγε ότι ο μόνος υπεύθυνος για την πράξη του αυτή είναι ο ίδιος. Λυπάμαι πολύ”.
Με μιας όλα σκοτείνιασαν γύρω της. Αν και προσπάθησε να κρατηθεί απ' τη Μηλιώ, δεν τα κατάφερε. Εκείνη ήταν σε χειρότερη κατάσταση. Τραβούσε συνέχεια τα μαλλιά της, βγάζοντας άναρθρες κραυγές.
Μέσα σε λίγες ώρες το αρχοντικό των Λοίζων είχε κατακλυστεί από γνωστούς, φίλους και συγγενείς. Η Εριέττα δεν ήταν σε θέση να δει κανέναν. Είχε απομονωθεί στο δωμάτιό της. Κοντά της ήταν ο Λουκής και ο Περικλής Δανέζης, οι οποίοι της έδιναν κουράγιο, όσο μπορούσαν βέβαια κι αυτοί. Στο μεταξύ ο ραδιοσταθμός του νησιού κάθε μία ώρα στις ειδήσεις του ανακοίνωνε το θάνατο του συμπολίτη τους Βάιου Λοίζου, ενώ ένα συνεργείο με επικεφαλής τη Νίκη ήδη βρισκόταν στον τόπο αυτοκτονίας και κάλυπτε με κάθε λεπτομέρεια το τραγικό συμβάν. Ένα συμβάν που λίγες μέρες αργότερα, δυστυχώς, έχασε τη σοβαρότητά του και τη βαρύτητά του, όταν το γνωστό σινάφι θέλοντας ν' αμαυρώσει τη μνήμη του Βάιου Λοίζου, έβγαλε αβασάνιστα την φήμη ότι είχε σαλεμένο μυαλό, και ότι είχε εγκλειστεί για ένα χρονικό διάστημα σε κάποια ψυχιατρική κλινική στην πρωτεύουσα. Η Εριέττα δεν αντέδρασε. Παρέμεινε σιωπηλή, κρατώντας απόσταση απ' όλο τον κιτρινισμό αυτό.
Το βράδυ δεν θέλησε να δειπνήσει με την οικογένεια της, προτίμησε να κλειστεί στο ατελιέ της μέχρι την ώρα που θα συναντούσε τον Λουκή.
Καθισμένη μπροστά απ' το καβαλέτο της μάταια προσπαθούσε να συγκεντρωθεί και να δώσει κάποιες τελευταίες πινελιές σ' ένα πίνακά της. Τη σκέψη της είχε μονοπωλήσει το μήνυμα, εκείνο που είχε βρει στον Ορφέα, το περιστέρι.
Κοίταξε την ώρα στο ρολόι που κρέμονταν στο τοίχο. Η στιγμή να συναντήσει τον Λουκή είχε έρθει. Άναψε μια μικρή λάμπα λουξ και βγήκε έξω. Η νύχτα μύριζε γιασεμί και το φεγγάρι έπαιζε κρυφτό ανάμεσα στις φυλλωσιές των δέντρων. Με βήμα σταθερό ανέβηκε στο λόφο της Αυγής. Έριξε μια ματιά τριγύρω μήπως ο Λουκής είχε έρθει. Δεν είχε φανεί ακόμα. Κάθισε στο παγκάκι του κιόσκι και περίμενε. Κάποιος θόρυβος απ' τη μεριά του περιστερώνα ξαφνικά αναστάτωσε τα κουρνιασμένα περιστέρια. “Περίεργο, τι να τα θορύβησε άραγε;” αναρωτήθηκε και σηκώθηκε αμέσως με σκοπό να πάει μέχρι εκεί να δει. Κάποια όμως βήματα που άκουσε πάνω στο χοντρό χαλίκι μερικά μέτρα πιο πέρα, την έκανε αμέσως ν' αλλάξει απόφαση. “Λουκή; Εσύ είσαι;” ρώτησε.
Σιωπή!
Φώναξε πάλι τ' όνομα του Λουκή, αυτή τη φορά πιο δυνατά. Καμία απάντηση. Αν και έτρεμε σύγκορμη από φόβο, βρήκε το κουράγιο και πλησίασε προς τη μεριά όπου είχαν σβήσει τα βήματα. Τέντωσε τ΄αυτί της και αφουγκράστηκε. Μια βαριά ανάσα ακουγόταν πίσω απ' τη κολόνα του κιόσκι. Δεν έκανε καμιά κίνηση, μόνο περίμενε, καταστρώνοντας παράλληλα στο μυαλό της ένα σχέδιο αιφνιδιασμού. Να προχωρήσει δηλαδή όσο πιο αθόρυβα γινόταν προς τη κολόνα και ν' ακινητοποιήσει αυτόν που κρυβόταν πίσω της, φωτίζοντας τον με τη λάμπα. Όμως τη στιγμή που ήταν έτοιμη να βάλει σε εφαρμογή το σχέδιό της, δίπλα της εμφανίστηκε σαν φάντης μπαστούνι ο Λουκής. Τινάχτηκε αμέσως.
Τι έπαθες Έρι μου;”
Με τρόμαξες. Αυτό έπαθα με το να παίζεις νυχτιάτικα μαζί μου κρυφτούλι”.
Εγώ, κρυφτό; Μα τι είναι αυτά που λές Έρι μου; Εγώ, τώρα μόλις ήρθα”.
Δηλαδή, δεν ήσουν εσύ πίσω απ' την κολόνα του κιόσκι τόση ώρα;”
Στο κιόσκι;” έκανε έκπληκτος ο Λουκής. “Όχι, βέβαια. Πώς σου ήρθε; Για να πάω να δω”.
Άστο, ξέχνα το. Μάλλον θα έκανα λάθος. Έλα, πάμε να καθίσουμε στο παγκάκι, και να μου προσφέρεις ένα τσιγάρο μήπως και συνέλθω”.
Μπα, η ατρόμητη Εριέττα φοβήθηκε;” ρώτησε ο Λουκής με περιπαιχτική χροιά στη φωνή του.
Ο αιώνιος Λουκής” σχολίασε εκείνη και τράβηξε μια γερή ρουφηξιά απ' το τσιγάρο που ήδη της είχε προσφέρει.
Ο αιώνιος ερωτευμένος Λουκής θέλεις να πεις” τη διόρθωσε αμέσως κι αναστέναξε βαθιά.
Λουκή, αυτά τα έχουμε πει, μη τα ξαναλέμε” είπε με ύφος αυστηρό η Εριέττα, μήπως κι αποφύγει μια ακόμα νέα ερωτική εξομολόγησή του.
Αν δεν ήξερα πως με ήθελες απόψε να μου μιλήσεις για κάποιο σοβαρό θέμα, θα πίστευα ότι επεδίωκες μαζί μου ένα ρομαντικό ραντεβού”.
Η Εριέττα γύρισε και τον κοίταξε. “Λουκή μην ξεχνάς ότι είσαι παντρεμένος άνθρωπος”.
Ναι, ένας παντρεμένος άνθρωπος με μια λάθος γυναίκα”.
Ήταν επιλογή σου”.
Επιλογή ανάγκης ήταν απ' τη στιγμή που δεν πήρα το πράσινο φως από σένα”.
Σε παρακαλώ ας μην αποπροσανατολίσουμε τη κουβέντα μας και το λόγο της συνάντησής μας”.
Εντάξει Εριέττα” είπε ο Λουκής χαϊδεύοντας τρυφερά το χέρι της. “Λοιπόν; θα μου πεις τώρα τι σε απασχολεί;”
Η Εριέττα παίρνοντας μια βαθιά ανάσα ξεκίνησε να του λέει ότι εδώ κι 'ένα περίπου μήνα επικοινωνούσε με κάποιον ανταλλάσσοντας μηνύματα μέσω των περιστεριών της Ορφέα και Ερμή. “Εγώ υπέγραφα ως Αυγή, κι εκείνος ως Δεσμώτης. Δεν ήξερα τίποτα γι' αυτόν. Ούτε αν επρόκειτο για άντρα ή γυναίκα. Το μόνο που ήξερα ήταν ότι διψούσε για ανθρώπινη επικοινωνία. Ξαφνικά, μια μέρα τα μηνύματα του Δεσμώτη άρχισαν να γίνονται παράξενα, περίεργα και το παιχνίδι μας αυτό να παίρνει άλλη διάσταση και να με προβληματίζει”.
Ο Λουκής την άκουγε με μεγάλη προσοχή χωρίς να τη διακόπτει. Του φαινόταν απίστευτη ιστορία.
Ώρες ατέλειωτες τα βράδια καθόμουν προσπαθώντας ν' αποκωδικοποιήσω τα μηνύματα του και ενώσω ένα – ένα το πάζλ της ιστορίας που πήγαιναν να συνθέσουν. Δυστυχώς, κανένα συμπέρασμα δεν μπορούσα να βγάλω και να δω τι ακριβώς ήθελε να μου πει. Μέχρι που φτάνει το σημερινό του μήνυμα, με το οποίο ζητάει απεγνωσμένα την βοήθειά μου”.
Εριέττα μήπως ο άνθρωπος αυτός είναι κανένας παραμυθάς;” ρώτησε ο Λουκής όταν είχε πια τελειώσει.
Όχι, Λουκή. Διαισθάνομαι ότι ο άνθρωπος αυτός όχι μόνο λέει την αλήθεια, αλλά κουβαλάει πάνω στις αδύνατες πλάτες του μιαν παράξενη και τραγική ιστορία” είπε και έβγαλε απ' τη τσέπη της το μήνυμα. “Να, δες το αποψινό του μήνυμα να πεισθείς”.
Ο Λουκής το πήρε στα χέρια του και κάτω απ' το αχνό φως της λάμπας το διάβασε προσεκτικά.
Πράγματι, παράξενη ιστορία” είπε ο Λουκής, “πρώτη φορά σου αναφέρει ότι είναι στη φυλακή;”
Ναι, και η πρώτη που ζητάει βοήθεια”.
Έχεις κρατήσει όλα του τα μηνύματα;”
Φυσικά”.
Πού;”
Στο ατελιέ μου”.
Γι' αυτά έχεις αναφερθεί σε κάποιον;”
Αν εννοείς στην αδελφή σου, τη Νίκη, όχι. Όσο και να τη λατρεύω ποτέ δεν θα της εκμυστηρευόμουν κάτι τέτοιο. Είναι σίγουρο ότι δεν θα με πίστευε”.
Σήκω, πάμε στο ατελιέ σου να μου τα δώσεις. Όλη αυτή η ιστορία, δεν στο κρύβω, μ' έχει εξιτάρει” είπε ο Λουκής αποφασιστικά.
Κατηφόρισαν απ' το λόφο της Αυγής πιασμένοι χέρι- χέρι, όπως τότε που ήτανε παιδιά, ακούγοντας μέσ' τη σιγαλιά της νύχτας το θλιμμένο τραγούδι κάποιου γκιώνη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου