Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Το Ξύλινο Βήμα της Αυγής - Κεφάλαιο Πρώτο


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο

Εκείνο το κυριακάτικο πρωινό του Ιούνη η Εριέττα ξύπνησε λουσμένη στον ιδρώτα και μ' ένα βάρος στο στήθος. Το όνειρο που είχε δει πρώτη φορά λίγες ημέρες μετά το θάνατο του παππού της, είχε έρθει πάλι να ταράξει τον ύπνο της. Ένα σκοτεινό όνειρο που τη βύθιζε αργά και βασανιστικά στη δίνη ενός φόβου, κι ύστερα σ' έναν πραγματικό εφιάλτη, όταν προσπαθούσε να διακρίνει το πρόσωπο του ανθρώπου που την απειλούσε.
Για ένα παράξενο λόγο το όνειρο αυτό το είχε συνδέσει με τον ξαφνικό και κάτω από παράξενες συνθήκες θάνατο του παππού της. Κι αυτό, γιατί απ' την πρώτη κιόλας στιγμή είχε πεισθεί ότι ο θάνατος του δεν ήταν αυτοκτονία, αλλά δολοφονία, και μάλιστα μια στυγνή δολοφονία που έπρεπε όμως να φανεί ως αυτοκτονία. Τον παππού της τον γνώριζε καλά, πάρα πολύ καλά. Ποτέ δεν θα έκανε κάτι τέτοιο ο μύστης και λάτρης αυτός της ζωής. Ήταν ενάντια στον χαρακτήρα και τη φιλοσοφία του. Δυστυχώς όμως όσο και να το βροντοφώναζε δεν την πίστευε κανείς. Όλοι την θεωρούσαν τρελή και περισσότερο απ' όλους ο Ηλίας Μάντακας, ο αστυνομικός διευθυντής, ο οποίος κάθε φορά που την έβλεπε να μπαίνει στο γραφείο του να του ζητήσει να ερευνήσει σε βάθος τα αίτια του θανάτου του παππού της, εκείνος πάντα έβρισκε μια δικαιολογία να τη ξεφορτωθεί. Ώσπου μια μέρα η Εριέττα δεν άντεξε και ξέσπασε. “Αρκετά κύριε Μάντακα, αρκετά πια. Είστε λειτουργός της έννομης τάξης και οφείλετε να με ακούσετε. Λοιπόν, για μια ακόμη φορά σας ζητώ να ψάξετε σε βάθος τα αίτια του θανάτου του παππού μου”.
"Εριέττα δεν θα το ξαναπώ” γύρισε και της είπε εκείνος φανερά εκνευρισμένος, “ο Βάϊος Λοϊζος αυτοκτόνησε και καλό θα είναι κάποια στιγμή να το συνειδητοποιήσεις”.
"Αυτό δεν πρόκειται να γίνει ποτέ κύριε Μάντακα” φώναξε εκείνη χτυπώντας τη γροθιά της πάνω στο γραφείο του, “τ' ακούτε, ποτέ!” συμπλήρωσε κι έφυγε κλείνοντας με δύναμη την πόρτα πίσω της.
Ο μόνος της σύμμαχος, κρυφός της σύμμαχος ήταν ο φίλος του παππού της, ο Περικλής Δανέζης. “Κορίτσι μου σε καταλαβαίνω” της έλεγε, “κι εγώ δεν πιστεύω ότι ο φίλος μου αυτοκτόνησε. Σου δίνω το λόγο μου ότι θα φέρω τα πάνω κάτω για να βρούμε την άκρη στο μυστήριο που έχει τυλίξει τον θάνατό του”.
Δυστυχώς δεν πρόλαβε, μετά από λίγο καιρό πέθανε κι εκείνος.
Έκανε να ανασηκωθεί, μάταια όμως, η καρδιά της ακόμα χτυπούσε τρελά, το ίδιο και τα μηνίγγια της. Άρχισε να παίρνει βαθιές ανάσες έχοντας το βλέμμα καρφωμένο πάνω στη δρύινη ντουλάπα, όπου ήταν κρεμασμένο το φόρεμα της, εκείνο που είχε φορέσει στη κηδεία του παππού της. Ένα μακρύ μαύρο κλασικό φόρεμα που έσπαγε κάπως η μαυρίλα του με κάτι άσπρα κουμπάκια στη μεριά του μπούστου. Από κείνη την ημέρα δεν το είχε φορέσει άλλη φορά, το είχε καταχωνιάσει κάπου στο βάθος της ντουλάπας μαζί με κάποιες παλιές ξεχασμένες ρόμπες της. “Παππού μου, γλυκέ μου παππού” είπε κι αναστέναξε βαθιά. Σήμερα ήταν το ετήσιο μνημόσυνο. Αλήθεια, πόσο της έλειπε η παρουσία του, η αύρα του;
Έκανε μια δεύτερη προσπάθεια να σηκωθεί βάζοντας αυτή τη φορά δύναμη και στα δυο της χέρια. Ανακάθισε στην άκρη του κρεβατιού, κοίταξε για λίγο αφηρημένα τριγύρω της, κι ύστερα πήρε τις πατερίτσες που βρίσκονταν δίπλα στο κομοδίνο της και κατευθύνθηκε με βήματα αργά μέχρι το παράθυρο και τ' άνοιξε διάπλατα να μπει ο ήλιος.
"Ευλογημένος τόπος” μονολόγησε καθώς είδε ν' απλώνεται μπροστά της σαν ζωγραφικός πίνακας όλο το νησί.
Το σπίτι των Λοϊζων βρισκόταν στην πλαγιά του λόφου της Αυγής. Πέτρα – πέτρα χτισμένο έμοιαζε με αρχοντική φιγούρα τυλιγμένη απ' το πέπλο της μυστηριακής ευλογίας των θεών, που αντάμωνε σε σταυροδρόμι τη μυστική ομορφιά των αντιθέσεων μαζί με τους απρόβλεπτους ήχους των καιρών.
Πέρα απ' το γενετήσιο δέσιμο με το σπίτι και τον τόπο αυτό, αφού εκεί είχε αντικρίσει πρώτη φορά το φως της μέρας, εκεί αγγίξει χώμα και νερό, η Εριέττα είχε συνάμα και μια σχέση πέρα του αισθητού κόσμου λόγω της καλλιτεχνικής της φύσης. Ζωγράφος και κείνη όπως η μητέρα της εμπνεόταν τα θέματά της άλλες φορές απ' τα αστρικά της ταξίδια, όταν καθισμένη ώρες ατέλειωτες τις έναστρες νύχτες μπροστά απ' το τηλεσκόπιο, που είχε τοποθετήσει ο Βάϊος Λοϊζος πάνω στο λόφο της Αυγής, παρατηρούσε το στερέωμα, άλλες πάλι απ' την επαφή της με τη φύση, κι άλλες απ' τις καθημερινές σκηνές της ζωής με τις ανθρώπινες μορφές πάντα σε κίνηση. Είχε ένα μοναδικό τρόπο ν' απεικονίζει πάνω στο μουσαμά τον άρρηκτο δεσμό του ανθρώπου με το σύμπαν και μια θαυμαστή ικανότητα να αιχμαλωτίζει την ουσία της φευγαλέας στιγμής με ζωντανά παλμώδη χρώματα.
Από πολύ νωρίς ήρθε αντιμέτωπη με την άφεγγη πλευρά της ζωής. Συγκεκριμένα στα έξι της χρόνια, όταν έχασε και τους δυο γονείς της σε αυτοκινητικό δυστύχημα. Το σοκ που υπέστη ήταν τόσο δυνατό που για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα είχε χάσει τη μιλιά της. Κι ίσως να μη μιλούσε ποτέ ξανά αν δεν βρίσκονταν δίπλα της ο παππούς της ο Βάϊος και η γιαγιά της η Φιλομήλα, οι μοναδικοί κηδεμόνες της. Και οι δύο έδωσαν μεγάλη μάχη μέχρι να τη δουν και πάλι να μιλάει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου