Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Το Ξύλινο Βήμα της Αυγής, Κεφάλαιο 2ο


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο

(Κρέων) Δε φύτρωσε χειρότερη καμιά
εφεύρεση στον κόσμο σαν το χρήμα.
Αυτό γκρεμίζει πόλεις, ανθρώπους ξεσπιτώνει,
δασκαλεύει και πλανεύει το φρόνιμο
μυαλό να κυνηγάει της ντροπής τα έργα
μαθαίνει τον άνθρωπο να γίνει κάλπης
και να κατέχει μύριες όσες βρωμιές.
Σοφοκλής “Αντιγόνη”

Ο Σαράντης Πλουμπής βγήκε απ' το μπάνιο τυλιγμένος με τ' άσπρο του μπουρνούζι και κατευθύνθηκε προς το σαλόνι σέρνοντας στη κυριολεξία τα πόδια του. Πέρασε ανάμεσα απ' τα άδεια μπουκάλια ουίσκι που ήταν πεταμένα στο πάτωμα και άραξε αμέσως το κουρασμένο του κορμί στον καναπέ. Έκλεισε τα μάτια, και προσπάθησε να χαλαρώσει. Χθες πάλι το είχε ρίξει στην κραιπάλη με τα καλόπαιδα, τους κολλητούς του πίνοντας αλκοόλ και σνιφάροντας κόκα. Και να ήταν κανένα τζόβενο, όχι βέβαια, αυτός μάτια μου είχε ήδη περάσει τα πρώτα ...ήντα και όδευε ολοταχώς για τα δεύτερα. Παρ' όλα αυτά δεν έλεγε να βάλει μυαλό. Συνέχιζε τις καταχρήσεις. Ποιος ξέρει; Μπορεί να είχε κάνει συμφωνία με τον Μεφιστοφελή να του χαρίσει για πάντα την νεότητα, απ' τον Σαράντη Πλουμπή όλα κανείς τα περίμενε, ακόμα και αλισβερίσι με τον διάβολο.
Καμιά φορά άνοιξε τα μάτια κι άρχισε να κοιτάει τριγύρω. Πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού υπήρχαν ακόμα μερικά απομεινάρια κόκας, δύο μεγάλα τασάκια γεμάτα αποτσίγαρα κι ένα κουτί με μισοφαγωμένα σιροπιαστά γλυκά, ενώ στον αντικρινό καναπέ ένα γυναικείο γυμνό κορμί να κοιμάται σε στάση εμβρύου. Το πρόσωπό του δεν φαινόταν, το κάλυπταν κάτι μακρυά κατακόκκινα μαλλιά, που δεν ήταν φυσικά, αλλά extension. Ούτε που θυμόταν σε ποια ανήκε το κορμί, ούτε πώς είχε βρεθεί εκεί. Αν την είχε πάρει μόνος του ή παρέα μ' άλλους. Η χρήση κοκαΐνης μαζί με αλκοόλ είχε αρχίσει πια να εξασθενεί τη μνήμη του. Είπε να σηκωθεί να πάει να φτιάξει έναν καφέ, αλλά το ξανασκέφτηκε. Προτιμούσε να σνιφάρει λίγη κόκα από το να πιει καφέ. Έσκυψε λοιπόν στο τραπέζι του σαλονιού και σνιφάρισε τη κόκα που είχε απομείνει. Έγειρε πάλι πίσω στον καναπέ και κάρφωσε το βλέμμα του πάνω στο γυμνό γυναικείο κορμί. Μέσα σε λίγα λεπτά το μόριό του είχε σκληρύνει, πέρασε το χέρι του κάτω απ' το μπουρνούζι και πιάνοντας το άρχισε ν' αυνανίζεται. Πάνω που ήταν έτοιμος να εκσπερματίσει χτύπησε το τηλέφωνο. Δεν έκανε καμία κίνηση να το σηκώσει, συνέχισε ανενόχλητος τη δουλειά του. Όταν το κολλώδες υγρό του ανδρισμού του κάποια φορά εκσφενδονίστηκε, τότε σηκώθηκε να πάει ν' απαντήσει και μάλιστα βρίζοντας. “Ποιος μαλάκας είναι;”
“Εγώ είμαι αφεντικό, ο Ανέστης” ακούστηκε απ' την άλλη άκρη, “είμαι κάτω απ' το σπίτι σου και σε περιμένω με την BMW”.
Γιατί;”
Το ξέχασες αφεντικό;”
Ποιο;”
Δεν μου είπες πως σήμερα θέλεις κάπου να πας, και να έρθω να σε πάρω γύρω στις έντεκα;”
Καλά, καλά, έρχομαι” του είπε κοφτά κι έκλεισε το τηλέφωνο βλαστημώντας.
Πήγε στην κρεβατοκάμαρα, και άνοιξε την ντουλάπα. Μέσα απ' τα δεκάδες κουστούμια διάλεξε να φορέσει ένα στο χρώμα του μαύρου, ενώ για κολόνια μια βαριά, σκέτο λιβάνι, από κείνες που συνήθιζε να αγοράζει σε κάποια ταξίδια του στο Ντουμπάι. Χτενίστηκε στα γρήγορα, φόρεσε τα μαύρα γυαλιά ηλίου για να μην φαίνονται οι μαύροι κύκλοι γύρω απ' τα μάτια του και πήγε στο σαλόνι. Πλησίασε το γυναικείο γυμνό κορμί και το σκούντηξε δυνατά. Εκείνο πετάχτηκε αμέσως. “Τι τρέχει;Πού είμαι;” ρώτησε με σπαστά ελληνικά, ενώ απ' την άκρη του στόματός του έτρεχαν σαλάκια.
Όταν επιστρέψω να μην σε βρω εδώ. ο.κ.;” είπε αυστηρά κι έφυγε κλείνοντας πίσω του την πόρτα με δύναμη.
Ο Ανέστης τον περίμενε ακουμπισμένος στο καπό του αυτοκινήτου. Μόλις τον είδε έτρεξε αμέσως κι άνοιξε την πόρτα. “Καλημέρα αφεντικό”.
Μαύρη και ψυχρή” είπε ο Σαράντης Πλουμπής, και μπήκε μέσα.
Ο Ανέστης τον κοίταξε μέσα απ' το καθρεφτάκι. Ήθελε να κόψει τις διαθέσεις του. “Πού πάμε αφεντικό” ρώτησε όσο πιο γλυκά μπορούσε, κι έβαλε μπρος τη μηχανή.
Στην εκκλησία του Αγίου Ρωμανού, εκεί όπου θα γίνει το μνημόσυνο του Βάϊου Λοίζου”.
Πού;” έκανε έκπληκτος ο Ανέστης. “Μάλλον θα αστειεύεσαι αφεντικό”.
Λίγες οι κουβέντες σου Ανέστη, ο.κ; Λίγες οι κουβέντες σου” είπε με απότομο ύφος, κι άναψε τσιγάρο.
Ο Ανέστης δεν το συνέχισε, ό,τι και να του έλεγε σίγουρα θα πήγαινε στο βρόντο. Τόσο γκέκας ήταν. “Ένας ξεροκέφαλος του κερατά είναι, που θέλει να κάνει πάντα το δικό του. Κάποια μέρα θα φάει τα μούτρα του, και τότε...θα είναι αργά” έλεγε συχνά στη γυναίκα του ο Ανέστης. “Τι σε κόφτει εσένα; Σε πλερώνει καλά; Αυτό μετράει” του αντιγύριζε εκείνη, σίγουρη ότι τα λεφτά που έφερνε στο σπιτικό τους ήταν όλα από τη τίμια δουλειά του. Αλλά πού να ήξερε ότι οι ανέσεις που παρείχε σ' εκείνη και τον γιό τους, οι περισσότερες ήταν από διάφορες εξυπηρετήσεις που έκανε στον Σαράντη Πλουμπή.
Ο Ανέστης Μίχαλος ήταν παλιά καραβάνα. Χωροφύλακας στο επάγγελμα, είχε πάρει σύνταξη από πολύ νωρίς, συγκεκριμένα στη διάρκεια της χούντας των συνταγματαρχών, για λόγους πολιτικών φρονημάτων. Έτσι τουλάχιστον διατυμπάνιζε απ' τη μέρα που είχε πατήσει το πόδι του στο νησί, πριν από τριάντα χρόνια περίπου. Παντρεμένος με τη Φιλιώ στην αρχή έμεναν σ' ένα χαμόσπιτο δύο επί δύο κοντά στο λιμάνι. Επειδή η σύνταξή του ήταν πενιχρή, αναγκαζόταν να κάνει διάφορες δουλειές για να τα φέρει βόλτα. Τα πρωινά πήγαινε σε κάποια μαγαζιά κι έκανε θελήματα, ενώ τα βράδια δούλευε ως φύλακας στο εργοστάσιο του Γιώργη Πλουμπή, πατέρα του Σαράντη. Από τις πολλές οσφυοκάμψεις κατάφερε να γίνει απαραίτητος στο αφεντικό, και κάποια στιγμή να χώσει όλο το κεφάλι του στο εργοστάσιο, εκτελώντας χρέη σωματοφύλακα. Τσιφούτης και άκρως φιλοχρήματος από γεννησιμιού του ο Ανέστης Μϊχαλος μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα είχε πετύχει όχι μόνο να μετακομίσει σε καλύτερο σπίτι αλλά ν' αγοράσει κι ένα οικόπεδο στην πιο τουριστική περιοχή του νησιού, χτίζοντας μια σειρά μπανγκαλόου. Η χαρά της κυράς Φιλιώς, της γυναίκας του, δεν περιγραφόταν που απ' τη μια στιγμή στην άλλη βρέθηκε απ' τα αλώνια στα σαλόνια. Ούτε στα πιο κρυφά της τέτοια μεγαλεία η Φιλιώ.
Όταν ο Γιώργης Πλουμπής πολιτεύθηκε και τα ηνία του εργοστασίου πήρε ο γιος του, ο Σαράντης, ο Ανέστης Μίχαλος, δοκιμασμένος πια λακές, από σωματοφύλακας αναβαθμίστηκε σε γενικό δερβέναγα. Αυτός έκανε κουμάντο στους εργάτες, αυτός υποδαύλιζε τις απεργίες τους, λαδώνοντας δεξιά κι αριστερά συνδικαλιστές και απεργοσπάστες. Έτσι μέσα σε λίγο καιρό με τις βρώμικες μέθοδές του είχε πετύχει να διαλύσει το σωματείο, βάζοντας σε ομηρία σχεδόν όλους τους εργάτες. Αλλά κι εκείνος με τη σειρά του ήταν ένας όμηρος, μόνο που δεν το γνώριζε. Κι αυτό εξ αιτίας των συμπλεγμάτων του, κυρίως όμως της ίδιας της απαιδευσιάς του. Έρμαιο και άθυρμα είχε γίνει στα χέρια του Σαράντη Πλουμπή. Άλλωστε, αυτή δεν είναι η τύχη κάθε απαίδευτου ανθρώπου;
Σιγά, σιγά έβαλε και τον γιο του, Στάθη, στο παιχνίδι. Εκείνος είχε αναλάβει να ικανοποιεί τα πάθη του αφεντικού. Του προμήθευε γυναίκες για τα ερωτικά του όργια και κοκαΐνη. Φυσικά, πάντα με το αζημίωτο. Έτσι μια ωραία πρωία ο Στάθης βρέθηκε να είναι ιδιοκτήτης μιας έκθεσης αυτοκινήτων καθώς και μιας οικοδομικής εταιρείας με έδρα στην Κύπρο. Ανάμεσα στο κύκλο τους κυκλοφορούσε η φήμη ότι ήταν του Σαράντη Πλουμπή και ότι την είχε ιδρύσει μόνο και μόνο για ξέπλυμα μαύρου χρήματος. Αλλά σιγά μην ίδρωνε όλων αυτών το αυτί. Συνταξιούχοι οι περισσότεροι, όλοι πρώην μεγαλοστελέχη τραπεζών και δημοσίων φορέων και νυν πρόεδροι και σύμβουλοι στις ίδιες δουλειές με παχουλούς μισθούς και μίζες, το μόνο που τους ενδιέφερε να κρατήσουν τα πόστα τους, που είχαν πάρει εκμεταλλευόμενοι τις γνωριμίες τους με τους τοπικούς πολιτικούς παράγοντες και κυρίως με τον Γιώργη Πλουμπή, ο οποίος μετά την επιτυχία του στις εκλογές, είχε μεγάλη κυβερνητική θέση, αυτή του υπουργού ναυτιλίας.
Οι ευυπόληπτοι αυτοί λοιπόν πολίτες, που όποιος τολμούσε να τα βάλει μαζί τους τον έτρωγε το μαύρο σκοτάδι, κάθε Κυριακή έβαζαν τα καλά τους και πήγαιναν στην εκκλησία του Αγίου Ρωμανού να εκκλησιαστούν. Αφού παρακολουθούσαν τη θεία λειτουργία με κείνο το γνωστό ευλαβικό ύφος των πιστών, ύστερα έβγαιναν στον περίβολο της εκκλησίας και μοίραζαν μεταξύ τους καλημέρες και ευχές, ενώ οι κυρίες τους μαζεμένες λίγο πιο πέρα βρίσκανε την ευκαιρία να σχολιάσουν τις ενδυματολογικές επιλογές της κάθε μιας, σκορπώντας φιλοφρονήσεις με κείνα τα χιλιοφορεμένα υποκριτικά και σφιχτά χαμόγελά τους.
Αυτό λοιπόν το σμάρι των γραμματέων και φαρισαίων είχε το θράσος, αν και απρόσκλητο, να παρευρίσκεται εκεί στο μνημόσυνο του Βάϊου Λοίζου. Η Εριέττα τους κοιτούσε μέσα απ' τα μαύρα της γυαλιά μ' αποστροφή.
Μη ταραχτείς...” της σιγοψιθύρισε κάποια στιγμή στο αυτί η Νίκη, “...ο Σαράντης Πλουμπής έρχεται κατά ΄δω. Μάλλον για να σε συλλυπηθεί”.
Έχε χάρη που σέβομαι τη στιγμή, αλλιώς...” είπε η Εριέττα μέσα απ' τα δόντια της και σταύρωσε στα χέρια της.
Ο Σαράντης Πλουμπής ήταν απ' τους τελευταίους που έφτασε στην εκκλησία του Αγίου Ρωμανού. Εδώ που τα λέμε ο εκκλησιασμός δεν ήταν ποτέ το φόρτε του. Απ' την παιδική του ηλικία ακόμα. Όμως, ας έκανε κι αλλιώς μ' έναν πατέρα φανατικό του σλόγκαν πατρίς, θρησκεία, οικογένεια. Σλόγκαν που κουβαλούσε στα γονίδιά του από πάππο προς πάππο και δεν δίστασε να πιπιλίσει ακόμα σε και κείνα τα μαύρα χρόνια της δικτατορίας των συνταγματαρχών, με απώτερο σκοπό το κοινωνικό και οικονομικό του όφελος. Τα καλά και συμφέροντα δηλαδή. Όμως η οικογένεια Πλουμπή δεν ήταν μόνο γνωστή για τα ... “δημοκρατικά” της “πιστεύω”, αλλά και για την προκλητικότητά της. Περίτρανη απόδειξη η συμμετοχή του Γιώργη Πλουμπή στην πολιτική μετά την πτώση της δικτατορίας. Είχε το θράσος να αυτοβαπτισθεί αντιστασιακός, και να διεκδικήσει και έδρανο στη βουλή. Και το πέτυχε, όπως πέτυχε και άλλα πολλά.
Ο Σαράντης Πλουμπής με ύφος αδιάφορο και αλαζονικό πέρασε ανάμεσα απ' το συγκεντρωμένο κόσμο και κατευθύνθηκε προς το μέρος όπου καθόταν η Εριέττα. Στάθηκε δίπλα της χωρίς να μιλήσει. Ήθελε να δει αν η παρουσία του είχε γίνει αισθητή. Προς μεγάλη του όμως απογοήτευση δεν είχε γίνει αισθητή. Τι να κάνει, έβαλε στην άκρη τον εγωϊσμό του και είπε να δώσει το παρόν του. Έσκυψε λοιπόν προς την μεριά της και τείνοντας το χέρι του, της είπε με επιτηδευμένη ευγένεια: “Κυρία Λοίζου- Ντονέτι τα βαθιά μου συλλυπητήρια, να ζήσετε να τον θυμόσαστε”.
Η Εριέττα χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει ψέλλισε ένα αδιάφορο και ξερό “ευχαριστώ”.
Το πρόσωπο του Σαράντη Πλουμπή αμέσως τσιτώθηκε. Τέτοια προσβολή δεν δεχόταν από κανένα, πόσο μάλλον από γυναίκα. Ωστόσο έκρυψε τον εκνευρισμό του και κάθισε δίπλα της παίρνοντας εκείνο ύφος του δήθεν φίλου - συμπαραστάτη. Η Εριέττα βλέποντας την αδιαντροπιά του σηκώθηκε αμέσως. Στιγμή δεν άντεχε να είναι κοντά της αυτό το υποκείμενο.
Τι πάθατε;” τη ρώτησε κάνοντας τον ανήξερο, “θέλετε να πάτε κάπου;” συνέχισε με ειρωνικό ύφος, “να σας βοηθήσω εγώ...” της είπε μετά όλος προθυμία και την έπιασε απ΄ το μπράτσο.
Η Εριέττα κατακεραυνώντας τον με το βλέμμα της, τράβηξε αμέσως το χέρι του από πάνω της και φώναξε τη Νίκη, που συνομιλούσε λίγο πιο πέρα με τον αδελφό της, τον Λουκή.
Ο Σαράντης Πλουμπής μετά βίας κρατήθηκε να μην την βρίσει. Δεύτερη προσβολή μέσα σε λίγα λεπτά έπεφτε πολύ βαριά στο στομάχι του. Κοίταξε τριγύρω μήπως είχε αντιληφθεί κανείς τη σκηνή. Ευτυχώς για κείνον, μόνο ο Ανέστης Μίχαλος την είχε πάρει χαμπάρι.
Πόσες φορές θα στο πω αφεντικό ότι είσαι ανεπιθύμητος σ' αυτή την οικογένεια; Πόσες φορές; Μου λες;”
Κόψε αυτή τη πιπίλα γελοίε και συ. Κόψτην επιτέλους. Μια μέρα η Εριέττα θα με παρακαλάει, να το θυμάσαι αυτό, να το θυμάσαι”.
Ο Ανέστης Μίχαλος κούνησε το κεφάλι του. “Αφεντικό, μάλλον ξεχνάς ότι είναι η εγγονή του γέρο Βάϊου”.
Θα την συντρίψω” δήλωσε εκείνος όλο κακία, “θα την συντρίψω” επανέλαβε με το ίδιο ύφος, “έχω εξουσία εγώ, εξουσία...”.










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου