Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΣΤΟΡΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΣΤΟΡΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2017

Μαρτυρία ενός ΕΑΜίτη

Η μαρτυρία του Γεώργιου Αθανασόπουλου, υπεύθυνου του ΕΑΜ του χωριού του Μάνεσι Καλαβρύτων, για την ομηρία του από τους Γερμανούς και  πώς η θεία πρόνοια τον βοήθησε να σώσει την μητέρα μου και την γιαγιά μου από τα χέρια των Γερμανών στα χρόνια της κατοχής. Αυτήν την έγγραφη μαρτυρία του, την οποία αφιερώνει στην μητέρα μου Σωσώ, την έφερε ένα απόγευμα όταν μας επισκέφτηκε στο σπίτι μας. Η στιγμή της συνάντησης τους ήταν,  πραγματικά, πολύ συγκινητική . Δεν πρόκειται να την ξεχάσω ποτέ...!



Κηφισιά 15 Νοεμβρίου 1999

"Στην αγαπητή κ. Αναστασία Β. Ανδρικοπούλου - Σμπαρούνη αφιερώνω τις επόμενες σελίδες της περιγραφής της ομηρίας μου από τους Γερμανούς. Γράφω τις συγκλονιστικές στιγμές που η Θεία Πρόνοια με βοήθησε να σώσω αυτήν και την μητέρα της από τα χέρια των Γερμανών στα χρόνια της κατοχής. Θα θυμούμαι μ' ευγνωμοσύνη τα λόγια του ηρωϊκού πατέρα της Συνταγματάρχη Βλάση Ανδρικόπουλου που στην πλατεία του χωριού μου Μάνεσι Καλαβρύτων κρατώντας με από το χέρι είπε στους συνταταγμένους αντάρτες του: Συναγωνιστές σας παρουσιάζω τον σωτήρα της οικογένειάς μου" 

Με άπειρη αγάπη 
Γεώργιος Δ. Αθανασόπουλος
Υπεύθυνος ΕΑΜ του χωριού μου
Τομεάρχης ΕΑΜ της Περιφ.
Μέλος του Λαϊκού Δικαστηρίου
κατά τα χρόνια της κατοχής.

ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΤΟΧΗΣ

Ήταν μια ηλιόλουστη ημέρα του Σεπτεμβρίου 1943. Επέστρεφα από το χωράφι μας από τη "Μήχνη" με το γαϊδουράκι μου φορτωμένο ξύλα στις 10.30 περίπου το πρωί. Φορούσα μια λεπτή φανέλα και το αριστερό μου πανταλόνι ήταν τρύπιο στο γόνατο. Στην είσοδο του χωριού, στη δυτική αυλή του σπιτιού του Παπαδημητρίου ήταν σταθμευμένη μια μηχανοκίνητη φάλαγγα των Γερμανών. Γερμανοί στρατιώτες προσπαθούσαν να συνεννοηθούν με τον Νικόλαο Τζελέπη (Νταβέλη) μάταια. Ο Νικόλαος βλέποντας εμένα με έδειξε και ένας Γερμανός με φώναξε και μου ένευσε να πάω εκεί. Πράγματι επλησίασα αφού δεν υπήρχε "οδός διαφυγής". Τους ρώτησα γερμανιστί τι με θέλουν. Ο επι κεφαλής της φάλαγγας ένας υψηλός αξιωματικός, πολύ εκνευρισμένος, με το μαστίγιον ανά χείρας μου είπε: Τον Πρόεδρο. Σε λίγο ήλθε ο Πρόεδρος, ο μπαρμπΑρίστος Τσουρέκης. Τότε ο αξιωματικός οργίλως μου είπε 12 λέξεις που αντηχούν ακόμα στ' αυτιά μου:SIE WERDE MIT UNS BLEIBEN BIS DAS VERLORE AUTO WIRD BEFIENDEN. EINSTEIGEN. (Θα μείνετε μαζί μας μέχρι ότου το χαμένο αυτοκίνητο ευρεθή. Ανεβήτε στο αυτοκίνητο) και μου έδειξε με το μαστίγιο την πόρτα του δεύτερου θωρακισμένου αυτοκινήτου. Ο ΜπαρμπΑρίστος μου λέει: Τι λέει, ρε παιδί; Ανέβα στο αυτοκίνητο και θα δούμε πού θα μας πάνε, του απάντησα. 
Έβαλαν μπρος τις μηχανές και δρόμο προς την Κάτω Βλασία, στου Μούλου. Εκεί μας κατέβασαν. Κατά την διάρκειαν της διαδρομής ένας Γερμανός στρατιώτης, ίσως να μην ήταν και καθ' αυτό Γερμανός, με ρώτησε αν ξέρω Γαλλικά και η απάντησίς μου ήταν καταφατική. Έτσι αρχίσαμε συζήτηση στα Γαλλικά. Μου είπε ότι ήλθον στη Σπάρτη από το Ρωσικό μέτωπο, την Κριμαία, προς ανάπαυση και ότι γρήγορα θα επέστρεφον στο μέτωπο.Επίσης μου είπε ότι έχασαν ένα αυτοκίνητο που έφυγε από τη Σπάρτη για την Πάτρα και ότι σ' αυτό ήταν ένας αξιωματικός και ένας στρατιώτης. Οι πληροφορίες τους ήταν ότι κάπου εκεί κοντά στα χωριά μας του έστησαν ενέδρα οι αντάρτες και πήρα το αυτοκίνητο με τους Γερμανούς και ότι αυτοί εξήλθον προς ανεύρεσίν των. Καθώς κατάλαβα κανείς από τους Γερμανούς δεν ήξερε Γαλλικά και κανένας του δεν ήξερε ούτε μια λέξη Ελληνικά, αφού άλλωστε λίγες μόνο ημέρες ήσαν στην Ελλάδα. Σ' αυτά τα δύο οφείλω την δυνατότητα να κάμω ό,τι η Θεία Πρόνοια με φώτησε να κάμω. Φθάσαμε στη Κάτω Βλασία, στου Μούλου. Εκεί βρήκαμε και άλλα μηχανοκίνητα να μας περιμένουν. Τον Πρόεδρο διέταξαν να μείνη εκεί ενώ εμένα με παρέλαβαν δύο στρατιώτες - ο ένας βαθμοφόρος - και τραβήξαμε προς το χωριό. Στα δέκα περίπου μέτρα ο βαθμοφόρος διατάσσει τον στρατιώτη να τρέξη στο χωριό να πη στον Διοικητή που ήταν εκεί ότι ήτο κουρασμένος και δεν μπορούσε να τρέξη. Τότε ο βαθμοφόρος του είπε:Επ' ώμου και τροχάδην. Σαν αυτόματο ο στρατιώτης έβαλε το όπλο επ' ώμου και ήρχησε να τρέχη στον ανήφορο για το χωριό. Στα δεκαπέντε μέτρα ο βαθμοφόρος τον διέταξε "Μεταβολή" και ο στρατιώτης τρέχων έφθασε μπροστά μας όπου και διετάχθη με νέα "μεταβολή" να συνεχίση. Αυτό συνέχιζε ενώ ανεβαίναμε προς το χωριό. Δεν προχωρήσαμε πολύ γιατί ο Διοικητής μαζί με άλλους στρατιώτες κατέβαινε από το χωριό. Έτσι κατεβήκαμε στου Μούλου. Εκεί ο Δ/τής μέσω εμού είπε στον Μμαρμαρίστο ότι αν οι αντάρτες δεν αφήσουν τους Γερμανούς ελεύθερους σε τρεις ημέρες θα κάψουν τα χωριά που ευρίσκονται στο δρόμο και το δικό μας φυσικά. Ο Πρόεδρος του είπε ότι το αυτοκίνητο πέρασε από το χωριό μας και κανείς δεν το πείραξε και ότι είναι άδικο να καταστραφή ένα χωριό για κάτι που δεν έκαμε. Ο Δ/τής επέμενε: Να μηνύσετε στους αντάρτες να αφήσουν τους Γερμανούς ελεύθερους. Είπαν στον Πρόεδρο ότι είνα ελεύθερος να επιστρέψη εις το χωριό ενώ σε μένα είπαν ότι θα μείνω μαζί τους. Σε λίγο μπήκαμε στα μηχανοκίνητα και πήραμε κατεύθυνση προς την Πάτρα. Όταν φθάσαμε στο ύψος του «Μήχα» τραβήξαμε αριστερά και φθάσαμε μπροστά στο Ξενοδοχείο. Εκεί μας περίμεναν άλλα μηχανοκίνητα. Ο επικεφαλής είπε ότι βρήκαν το αυτοκίνητο που είχαν πάρει οι αντάρτες αλλά χωρίς λάστιχα. Χάρηκαν ιδιαιτέρως διότι στο αυτοκίνητο βρέθηκαν οι στρατιωτικοί χάρτες και πιθανώς απόρρητες διαταγές. Κάθισαν για φαγητό-κονσέρβες χωρίς να δώσουν καμία σημασία σε μένα. Το μόνο που δεν με ενδιέφερε ήταν το φαγητό. Τότε με επλησίασε η κυρία Φιλιππάκη, ιδιοκτήτρια του ξενοδοχείου, με μια ηλικιωμένη κυρία, φίλη της κας Φιλιππάκη, επίθετο Βονέλη και μου είπε: Δεν μας αφήσαν τίποτα. Πήραν όλες τις κουβέρτες, τα σεντόνια κλπ. Της εξήγησα ότι μπροστά στη ζωή τίποτα δεν είναι αυτά. Προφανώς δεν είχε αντιληφθεί τον κίνδυνο. Προσεπάθησα να την καθησυχάσω. Η κα BONELLI μου εξέφρασε την ανησυχία της γιατί ήταν Αγγλίδα υπήκοος και είχε αγγλικό διαβατήριο. Της συνέστηκα να κρύψη το διαβατήριο και μου είπε ότι το είχε στο στηθόδεσμό της.
Αφού έφαγαν ένας βαθμοφόρος μαζί με το γαλλομαθή στρατιώτη μ’ εκάλεσαν και ταυτόχρονα σηκώθηκαν δέκα στρατιώτες οπλισμένοι και με διέταξαν να τους ακολουθήσω. Αμέσως σκέφθηκα ότι κάπου θα πάμε διότι δεν ταίριαζε δέκα στρατιώτες βαριά οπλισμένοι να πάνε να εκτελέσουν έναν άοπλο. Βαδίσαμε καμιά εικοσαριά μέτρα και ο επικεφαλής βγάζει από την τσέπη του ένα σημείωμα και αργά, αργά διαβάζει: Λακώματα, Σποδιάνα, Αλποχώρι, Καλούσι, Σταροχώρι. Δεν τα ξέρω αυτά τα μέρη τους είπα. Δεν ξέρω αν υπάρχουν δρόμοι. Θα βρούμε τα μέρη, θα βρούμε και τους δρόμους μου απάντησαν.  Προχωρήσαμε λίγο στη κορυφή ενός υψώματος και κάτω στο βάθος υπήρχε ένας ξεροπόταμος και το χωριό Λακώματα. Για να ερευνήσουν αν στο χωριό υπήρχαν αντάρτες άρχισαν να ρίχνουν οπλοβομβίδες στο χωριό. Αφού δεν είδαν καμιά κίνηση αρχίσαμε να κατεβαίνουμε στο χωριό. Φθάσαμε. Μού είπαν, ρώτησε πού είναι ο Πρόεδρος, και ο παπάς του χωριού. Εγώ βρήκα την ευκαιρία να ενημερώσω τους κατοίκους γιατί ευρισκόμεθα εκεί, τι σκοπεύουν να κάνουν οι Γερμανοί, πόσο θα μείνουν και να μηνύσουν στους αντάρτες ν’ αφήσουν τους Γερμανούς να μην κάψουν τα χωριά και σκοτώσουν αθώους ανθρώπους. Για τον Πρόεδρο μου είπαν οι κάτοικοι ότι είναι στην Πάτρα, πήγε να πάρη αλάτι και ότι ο Παπάς είναι στα κτήματά του και θα επιστρέψη το βράδυ. Ζήτησαν το σπίτι του Παπά και μια και το εύρηκαν μεγάλο είπαν πως θα μείνουμε εκεί να δούμε και τον Παπά. Η παπαδιά και όλο το χωριό ήταν αντάστατοι από τον φόβο που προξένησαν οι οπλοβομβίδες και από τη θέα των Γερμανών. Αυτό το διεπίστωσαν οι Γερμανοί και μου είπαν να πως πώς είναι Γερμανοί, δεν πειράζουν τις γυναίκες. Άρχιζε να βραδιάζει. Οι Γερμανοί έβαλαν φρουρά γύρο από το σπίτι. Εγώ συζητούσα με τον γαλλομαθή Γερμανό στρατιώτη ο οποίος επέμενε ότι θα βρούμε τους αντάρτες. Του εξήγησα ότι οι αντάρτες δεν είναι στρατός, είναι οπλισμένα άτομα που φανερώνονται την νύκτα και ότι την ημέρα στήνουν ενέδρες. Αυτός το βιολί του. Θα τους βρούμε. Το βράδυ αυτό με έβαλαν και κοιμήθηκα σε χωριστό δωμάτιο. Το πρωί ζήτησαν πάλι τον Παπά. Η παπαδιά εξήγησε ότι ο Παπάς είναι αντάρτης και του έκαψαν το σπίτι. Εκτός από το μεγάλο σπίτι που μείναμε ο Παπάς είχε και ένα μικρότερο σπίτι και επειδή το μεγάλο σπίτι ήταν κοντά σε άλλο και υπήρχε κίνδυνος να καή κι αυτό έκαψαν το μικρότερο σπίτι λέγοντας: Ο παπάς είναι μεγαλοιδιοκτήτης. Κατ’ εντολή των ρώτησα τους χωρικούς αν είδαν τους αντάρτες με Γερμανούς και όλοι τους μου είπαν δεν είχαν ιδέα για τίποτα. Σημειωτέον ότι από τα Λακώματα, πράγμα που εν ήξερα, κατήγετο και ο υπαρχηγός του ΕΛΑΣ Πελοποννήσου συνταγματάρχης Βλάσης Ανδρικόπουλος, έμπειρος και γενναίος αξιωματικός. Επειδή είμουνα σχεδόν γυμνός παρεκάλεσα τη δασκάλα του χωριού και μου έδωσε μια φανέλα του ανδρός της.
Στις εννέα το πρωί ακολουθήσαμε το πρόγραμμα. Φύγαμε για τη Σποδιάνα. Εκεί όλοι οι άνδρες είχαν εγκαταλείψει το χωριό. Μόνο γυναίκες και ένας γέρων που έκειτο κατά γής και έκανε  ή ήτο ασθενής υπήρχαν. Ερωτηθέντες απήντησαν ότι δεν γνωρίζουν τίποτα για αντάρτες και Γερμανούς. Προτού αρχίσουν να λένε τους κατετόπιζα γιατί ήλθαν οι Γερμανοί, πόσο θα μείνουν, και τι θα κάμουν αν δεν βρούν τους Γερμανούς και ότι πρέπει να συστήσουν στους αντάρτες να αφήσουν τους Γερμανούς. Έτσι νόμιζα ότι βοηθούσαν τους χωρικούς να μου δώσουν ταυτόσημες απαντήσεις με την ελπίδα να μη πέσω σε αντιφάσεις με τις μοιραίες συνέπειες. Και εδώ αι απαντήσεις ήσαν αι αυταί. Οι Γερμανοί από το ύψος του χωριού με τα οπλοπολυβόλα έβαλον κατά ενός υδρομύλου που βρίσκεται στο βάθος του ξεροπόταμου για να εξακριβώσουν μήπως υπάρχουν αντάρτες. Απέναντι στο δρόμο Πατρών Καλαβρύτων τα γερμανικά μηχανοκίνητα ώργοναν το δρόμο.
Γυρίσαμε μετά το μεσημέρι πάλι στα Λακώματα. Εκεί μας περίμενε ένα τμήμα Γερμανών με ασύρματο. Περνούσε ένα με το μουλάρι του φορτωμένο. Τον διέταξαν να ξεφορτώση το μουλάρι του και φόρτωσαν τον ασύρματο λέγοντας πως σε τρεις μέρες θα του το επιστρέψουν πάλι.
Κατόπιν άρχισε η πορεία προς την κορυφήν του Ερυμάνθου. Πήραμε τη ρεματιά που είχε θάμνους από μικρά αλλά και μεγάλα πλατάνια. Οι Γερμανοί ψάχνοντας τους θάμνους βρήκανε κουτιά από γερμανικές γαλέτες, γερμανικά φυσίγγια. Με χαρά μου είπαν:  από εδώ πέρασαν οι αντάρτες και οι Γερμανοί. Θα τους βρούμε. Σε απόσταση είκοσι μέτρων από το σημείο αυτό συναντούμε ένα τσοπάνο. Εγώ πιστεύοντας ότι όσα μου είπαν στα Λακώματα ήσαν αληθή παρέλειψα να τον κατατοπίσω και όταν τον ερώτησα για τους αντάρτες και για τους Γερμανούς μου απήντησε ότι προς τριών ημέρών ήσαν στο χωριό κατόπιν έφυγαν και δεν ξέρω που τους πήγαν. Τι να κάμω; Να πω ότι ήσαν στο χωριό προ τριών ημερών; Τι θα γινότανε το χωριό που όλοι τους είπαν δεν είχαν ιδέα για τίποτα. Μη έχοντας άλλη διέξοδο είπα πως ο άνθρωπος αυτός δεν ξέρει τίποτα. Τον αφήσαμε και συνεχίσαμε την πορεία προς την κορυφή του όρους. Σκεπτόμενος ότι πιθανόν να έχουμε εμπλοκή με τους αντάρτες προσεπάθησα να μείνω τελευταίος στη σειρά εις την φάλαγγα κατ’ άνδρα πορεία ώστε όταν άρχιζε η εμπλοκή να το σκάσω γιατί οι αντάρτες θα σκότωναν τον οδηγό  και διερμηνέα των Γερμανών πρώτα. Οι Γερμανοί το αντελήφθησαν αυτό και μου είπαν ή πρώτος ή στο μέσον της φάλαγγας. Έτσι πήγα στην αρχή. Προχωρούσα σκυφτός και με τα χέρια πλεγμένα πίσω να φαίνομαι ότι ήμουν δεμένος μήπως γλιτώσω τις πρώτες σφαίρες.
Σε απόσταση 500 μέτρων από την κορυφή βρίσκουμε και άλλο τσοπάνο. Τον κατετόπισα με λίγα λόγια. Ο άνθρωπος με κοίταζε με περιέργεια και πονηριά. Θα σκεπτότανε τι παρίστανα αν και του εξήγησα ότι είμαι όμηρος.
Μείναμε αρκετή ώρα κάτω από τα έλατα ενώ ο ασύρματος εργαζόταν συνέχεια με το κέντρο επιχειρήσεων. Σε μια στιγμή εδόθη η διαταγή. Οι μισοί στρατιώτες θα αναχωρήσουν για το Αλποχώρι και οι άλλοι μισοί με τον ασύρματο θα παραμείνουν στη θέση τους. Ρώτησα τότε τον τσοπάνο. Πώς θα πάμε στο Αλποχώρι. Ευτυχώς ο Θεός τον φώτησε. Στο Αλποχώρι δεν μπορεί να πάμε. Νυχτώνει και θα τσακιστείτε στους βράχους. Να πάτε στο Καλούσι που είναι ομαλότερα τα βράχια και αύριο πάτε στο Αλποχώρι. Υπάρχουν βουνά βράχια και φαράγγια μην πάτε στο Αλποχώρι απόψε. Έτσι αποφάσισαν να πάμε στο Καλούσι. Ο ήλιος άρχισε να δύει. Οι πλαγιές απότομες και σε κάθε βήμα μας κυλούσε και μια μεγάλη πέτρα. Νύχτωσε. Βλέπαμε σε μακρινή απόσταση  αναλαμπές φώτων. Κρατούσαμε πορεία προς την κατεύθυνση αυτή μέσα σο σκοτάδι. Πέτρες και δένδρα μας εμπόδιζαν την ομαλή πορεία. Οι Γερμανοί αραίωσαν και άρχισαν να συνεννοούνται με συνθήματα για να ξέρουν ότι είναι παρόντες. Σε μια στιγμή στο σκοτάδι κάποιος δεν απάντησε στο σήμα. Σταμάτησαν. Έψαξαν. Τον βρήκαν. Ο επικεφαλής άρχισε να τον κτυπά με το όπλο ενώ αυτός ούρλιαζε από τον πόνο. Γιατί και πώς έγινε αυτό ακόμη δεν μπορώ να το εξηγήσω. Είχε νυχτώσει αρκετά όταν φθάσαμε τα πρώτα φώτα. Ήταν μια καλύβα. Εγώ αμέσως την κατήχηση. Μας δείξανε το δρόμο για το Καλούσι, και κράτησαν το στόμα τους κλειστό αφού τους εξήγησα ότι αν έλεγαν κάτι εναντίον των ανταρτών και το μάθαιναν οι αντάρτες τους περίμενε κακός θάνατος.

Περπατήσαμε κάμποσο και το φεγγάρι άρχιζε σιγά σιγά να βγαίνει. Σε μια στιγμή βλέπω τους Γερμανούς να τρέχουν και να καταδιώκουν κάτι. πιάνουν ένα μουλάρι χωρίς τον οδηγό του. Ήταν φορτωμένο με καρβέλια. Να μου λέγουν ότι αυτό πήγαινε στους αντάρτες. Προσπάθησα να τους πείσω ότι το καλοκαίρι οι χωρικοί μένουν στα χωράφια τους που είναι μακριά από το χωριό και έτσι είναι αναγκασμένοι να κάνουν εφοδιασμό για μια εβδομάδα και πλέον. Πήρανε το μουλάρι και προχωρώντας φθάσαμε στη παρυφή του χωριού στο πρώτο σπίτι.  Μια γυναίκα ήταν στην πόρτα ενώ 4-5 παιδιά παίζανε μπροστά από αυτή. Σταματήσαμε. Εγώ το βιολί μου, είπα τα γνωστά. Όταν άκουσαν τα παιδιά ότι οι ένοπλοι είναι Γερμανοί άρχισαν να κλαίνε. Γιατί κλαίνε με ρώτησαν οι Γερμανοί. Φοβούνται τους λέω. Να μην φοβούνται. Δεν έχουμε τίποτα με τον κόσμο. Τους Γερμανούς θέλουμε που έχουν οι αντάρτες. Όταν είπα πως οι Γερμανοί θέλουνε τον Πρόεδρο η γυναίκα μου απάντησε: Ποιον θέλετε τον παλιό ή τον καινούργιο (Τον ανταρτοπρόεδρο). Για να μην φέρω τον νέο Πρόεδρο σε δύσκολη θέση είπα τον παλιό. Ο παλιός λέγει η γυναίκα λείπει από το χωριό. Κατόπιν ρώτησα κατ’ εντολήν των πού είναι το σπίτι του Παπά. Τραβάτε ίσια είπε η γυναίκα, είναι ένα μεγάλο σπίτι. Έτσι ακολουθήσαμε την πορεία προς τα εκεί. Σε λίγα μέτρα αριστερά του δρόμου βλέπουμε δύο σκιές πάνω σε μια μεγάλη πέτρα. Πλησιάζω, βλέπω μια κυρία με ένα νεαρό κορίτσι. Όταν βρέθηκα κοντά μού έκανε εντύπωση η αμφίεσίς τους. Ερωτώ την κυρία: είσθε από εδώ. Όχι μου λέγει, είμαι από την Πάτρα. Βλέπουσα σκιές οπλοφόρων νόμισε ότι είναι αντάρτες. Είμαι η γυναίκα του υπαρχηγού του ΕΛΑΣ Πελοποννήσου, Συνταγματάρχη Βλάση Ανδρικόπουλου. Εδώ Γερμανοί κυρία μου της λέγω. Πωπω μαμάκα μου λέγει η κόρη της. Μη φοβείσθε τους λέγω, είμαι άνθρωπος δικός σας, είμαι από το Μάνεσι των Καλαβρύτων. Λέγομαι έτσι. Τους είπα όλα τα γνωστά. Τους συνέστησα να φύγουν αμέσως από το χωριό. Να ειδοποιήσουν τον Συνταγματάρχη να αφήσουν τους Γερμανούς ελεύθερους γιατί οι Γερμανοί είναι αποφασισμένοι να βομβαρδίσουν τα χωριά με τα στούκας που ευρίσκονται στον Άραξο, θα κάψουν χωριά και θα σκοτώσουν αθώους ανθρώπους. Να φύγετε αμέσως. Οι Γερμανοί περίμεναν την επιστροφή μου. Τους είπα ότι η κυρία είναι από την Πάτρα και ήλθε με την κόρη της να περάσουν δυο, τρεις ημέρες λόγω του καύσωνος που είναι στην πόλη. Έτσι ξανασυνεχίσαμε το δρόμο μας για το σπίτι του Παπά. Πιο πάνω δεξιά είδαμε ένα μεγάλο σπίτι. Νόμισα ότι ήταν του Παπά και ανέβηκα επάνω με τρεις Γερμανούς. Μέσα είσαι ένα μετρίου αναστήματος άνδρα που μου συνεστήθη ως δάσκαλος του χωριού. Στο πάτωμα ήταν ξαπλωμένη μια νεαρά γυναίκα. Μου είπε ότι είναι η σύζυγός του και ότι εγέννησε προς τριών ημερών. Τα μεταβίβασα αυτά στους Γερμανούς. Ρώτησε για τους στρατιώτες. Είναι Ιταλοί μου λέγει. Όχι του λέγω είναι Γερμανοί. Διεβίβασα αυτός εις τους Γερμανούς οι οποίοι με στόμφο είπαν: Είμαστε Γερμανοί. Ρώτησε για τους αντάρτες μου είπαν. Ο δάσκαλος άρχισε να μου λέγει ότι προ δύο ημερών ήσαν στο χωριό και ότι το οπλισμό τους τον έχουν στον Αγιάννη. Τις λες δάσκαλε του λέω. Τι είναι αυτά που λες. Αν μάθουν οι αντάρτες αυτά που λες θα σε γδάρουν ζωντανό. Τα έχασε. Θα λες ότι δεν ξέρω τίποτα το συγκεκριμένο. Γυρίζουν την νύχτα βγάζουν λόγους και εξαφανίζονται αυτά θα λέτε. Του έκανα κατήχηση και εξηγούσα στους Γερμανούς ότι οι κάτοικοι του χωριού είναι φιλήσυχοι. Ο δάσκαλος ήταν πια σαστισμένος. Ποιος ήμουν εγώ και τι ρόλο έπαιζα. Οι Γερμανοί είπαν ότι θα έμεναν το βράδυ στο σπίτι του αλλά θέλουν να δουν τον Παπά. Μου έδειξε το σπίτι και τραβήξαμε για εκεί.
Ήταν πιο μεγάλο σπίτι από εκείνο του δασκάλου και μας υπεδέχθη, τρόπος του λέγειν, η παπαδιά και μια ηλικιωμένη κυρία, ίσως η μητέρα της ή πεθερά της. Ζητήσαμε τον Παπά. Μου είπαν είναι στα κτήματα και πιθανόν να έλθει απόψε ή αύριο το πρωί. Η παπαδιά έφερε μέλι και οι Γερμανοί πεινασμένοι έτρωγαν μέλι και τα καρβέλια που πήραν από το μουλάρι. Τέτοιο μέλι έλεγαν δεν υπάρχει ούτε στο Βερολίνο.
Τους είπα ότι πρέπει να μεριμνήσω για συσσίτιο και ευχαρίστως δέχθηκαν την πρότασή μου. Έτσι βρήκα την ευκαιρία και πήγα στο μαγειρείο έξω και είπα στην ηλικιωμένη κυρία ποιος είμαι, πώς λέγομαι και τα  ήδη γνωστά. Συνέστησα δε να έλθει ο παπάς να δούμε τι θα κάνουμε. Πράγματι ήλθε ο παπάς και μου είπε: Πίστεψα σ’ αυτά που μου διαβίβασες. Αν δεν πίστευα ας καίγανε το δικό μου σπίτι πρώτα.
Ενώ το προηγούμενο βράδυ στα Λακώματα με έβαλαν να κοιμηθώ σ’ ένα ξεχωριστό δωματιάκι σήμερα με έβαλαν στη μέση της ομάδος. Επειδή το σπίτι του παπά ήταν κάτω από ένα μικρό ύψωμα με θάμνους έβαλαν καλή φρουρά γύρωθεν. Η άλλη ομάδα με τον ασύρματο ξενύχτησε στο βουνό.
Πριν τα μεσάνυχτα εδόθη το σύνθημα του συναγερμού. Με ξυπνούν. Το δωμάτιο φώτιζε ένα καντήλι με λάδι. Φέρνουν ένα άτομο με γερμανικό πηλίκιο, γερμανική στολή και γερμανικό όπλο. Ρώτησέ τον μου λέγουν πού βρήκε τα όπλα. Ο άγνωστός οπλοφόρος μού είπε ότι τα πήρε από το οπλοστάσιο των ανταρτών στον Αγιάννη. Εγώ μετέφρασα ότι τον επεστράτευσαν οι αντάρτες και του έδωσαν και τον οπλισμό. Πού είναι οι αντάρτες τώρα ήτο η επόμενη ερώτησις. Δεν ξέρω απάντησε. Αμέσως τον τράβηξαν έξω και σε δευτερόλεπτα τον γάζωσαν με τα αυτόματα. Όταν γύρισαν μέσα μού είπαν: ξέρουμε ότι θα στεναχωρηθείς που σκοτώσαμε έναν Έλληνα αλλά διαταγή του Φύρερ όποιος φέρει όπλα εναντίνον των Γερμανών να σκοτώνονται επί τόπου. Είμαστε Γερμανοί δεν είμαστε Ιταλοί και εμείς οι λίγοι είμαστε ικανοί να τα βάλουμε με μία μεραρχία. Από τη στιγμή εκείνη μέχρι το πρωί τα πολυβόλα και οι χειροβομβίδες δεν έπαψαν ούτε λεπτό. Έβαλον προς όλας τα κατευθύνσεις. Τραβώντας τον άγνωστο στο προαύλιο προς εκτέλεση αυτός φώναζε: κύριε διερμηνέα τα παιδιά, τα παιδιά μου. Θα σας πω να τους πιάσετε τους αντάρτες. Σκέφθηκα: Αφού ήτο διαταγή του Φύρερ ούτως ή άλλως θα τον σκότωναν. Τουλάχιστον τώρα οι Γερμανοί δεν ξέρουν τίποτα για τους αντάρτες ούτε ότι ήσαν στο χωριό προ δύο ημερών. Οι Γερμανοί ξανακοιμήθηκαν σαν να μη συνέβαινε τίποτε. Κανείς στη θέση μου δεν θα μπορούσε να κλείσει μάτι όσο κουρασμένος και να ήταν. Το ίδιο έπαθα κι εγώ.
Χάραξε. Ήθελα να πάω να ουρήσω. Παίρνω τα παπούτσια μου με τρεμάμενα χέρια. Προσπαθώ να τα φορέσω. Έτρεμα όλος. Τότε κατάλαβα πως οι άνθρωποι κατουριούνται από φόβο. Δεν κατουρήθηκα αλλά έφθασα κοντά σ’ αυτό. Οι Γερμανοί κατάλαβαν ότι ξύπνησα και με ρωτούν πού πας; WASSERLASSEN τους λέω. Να κατουρήσω. Με συνόδεψαν δύο Γερμανοί ένοπλοι μέχρι το προαύλιο όπου είδα και τον νεκρό γαζωμένο από τις σφαίρες.
Σε λίγο ήλθε και ο παπάς. Του είπα τα διατρέξαντα. Σαν την αμαρτία έπεσε απάνω τους μου λέγει. Τα πολυβόλα είχαν σταματήσει γιατί η μέρα είχε προχωρήσει. Κατά τις δέκα ή ώρα έφθασε και άλλη ομάδα με τον ασύρματο. Μέναμε εκεί χωρίς να ξέρω τι μέλλει να γίνει. Πλησίαζε μεσημέρι. Ιδού ένας πολίτης εκ Πατρών, αν δεν κάνω λάθος δικηγόρος, με γυαλιά, ξεχνώ τώρα το όνομά του, ήλθε συνοδεύων τους Γερμανούς που κρατούσαν αιχμάλωτοι οι αντάρτες. Ο ένας ήτο αν θυμούμαι καλά το όνομά του ο Συν/ρχης Φον Χέγκελ. Καταλαβαίνει κανείς τη χαρά των Γερμανών. Ο συνταγματάρχης απευθυνόμενος σε μένα μου είπε εις άπταιστο Ελληνική. Σε παρακαλώ διάβασέ μου αυτό το γράμμα που μου έδωσαν οι αντάρτες, είναι πολύ κακογραμμένο, δεν μπορώ να το διαβάσω. Έλεγαν θα τους νικήσουν. Κατάλαβα ότι η αποστολή μου σταμάτησε. Δεν ήτο δυνατόν να κάμω τίποτα πλέον. Το παιχνίδι μου τέλειωσε οριστικά. Κανείς πλέον δεν ενδιαφέρετο για μένα εάν υπήρχον ή όχι. Έτσι καθόμουν σε μιαν άκρη αναμένοντας. Δεν κράτησε όμως πολύ η ησυχία μου. με κάλεσαν και μου είπαν ότι πρέπει να εορτάσωμεν την επιστροφή των συντρόφων μας θέλουμε δύο χοιρινά. Κάλεσα τον παπά, τον καλό αυτόν άνθρωπο που μου έδινε κουράγιο στην προσπάθειά μου και του είπα την αξίωσή τους. Ο παπάς μου είπε: Πού να βρούμε τώρα γουρούνια και με τι λεπτά. Πες για προβατίνες. Μπορούμε να έχουμε τρεις. Το διαβίβασα αλλά οι Γερμανοί ανένδοτοι. Είχαμε τις πληροφορίες ότι εδώ υπάρχουν αντάρτες και να η απόδειξις πίασαμε έναν αντάρτη με γερμανικό όπλο. Τότε είπα στο παπά τα ακόλουθα λόγια:Πάτερ σ’ όλους τους κινδύνους η Εκκλησία στάθηκε στο πλευρό του λαού. Να πας στην Εκκλησία να πάρεις χρήματα ν’ αγοράσει τα χοιρινά και όταν με το καλό απαλλαγούμε από τους Γερμανούς να διηγηθείς τα διατρέξαντα στους συγχωριανούς σου και να ζητήσεις ο κάθε ένας να δώσει τον οβολό του για να τακτοποιηθεί το Ταμείον της εκκλησίας. Τούτο και εγένετο. Οι Γερμανοί έφαγαν καλά. Εγώ στην άκρη μου αναμένοντας τα μελλούμενα. Σε λίγο με κάλεσαν: Πού είναι αυτή η κυρία από την Πάτρα με την κόρη της; Είπα ότι φοβήθηκαν και έφυγαν για την Πάτρα και ειδοποίησα τον παπά να την φυγαδεύσει αμέσως, αλλά ο παπάς με βεβαίωσε ότι είχε ήδη εγκαταλείψει το χωριό από το βράδυ.
Αφού φάγανε εδόθη το σύνθημα της αναχωρήσεως. Είχαμε κατεβεί καμιά διακοσαριά μέτρα προς τον κάμπο όταν ένας αξιωματούχος αντελήφθη ότι ξέχασε το πορτοφόλι του. Σταμάτησε όλη η φάλαγγα. Το βρήκε και συνεχίσαμε την πορεία μας προς το Σταροχώρι. Είμαστε τυχεροί διότι είχαμε απομακρυνθεί από το Καλούσι αρκετά και είμαστε εκτός βολής των όπλων των ανταρτών διότι ο Συν/χης Ανδρικόπουλος είχε κινήσει από το Αλποχώρι με όλη τη δύναμή του με πρόθεση να δώσει μάχη με τους Γερμανούς. Η τοποθεσία που ήταν το σπίτι του παπά ευνοούσε πολύ μια επίθεση.
Στο Σταροχώρι μας περίμεναν όλα τα μηχανοκίνητα με εστραμμένα  τα πολυβόλα προς το Καλούσι. Ευνόητο είναι ότι επικράτησε μεγάλη ευφορία μεταξύ των Γερμανών.
Ο ομαδάρχης της ομάδος ασυρμάτου με πλησίασε και μου είπε ότι πωλούσε το μουλάρι που πήρε από τα Λακώματα στους Σταροχωρίτες αλλά δεν μπορούσε να συνεννοηθεί μαζί τους. Τον επετίμησα λέγοντας: Σεις οι Γερμανοί είσθε υπερήφανοι για το λόγο σας. Τώρα θέλεις να πωλήσεις το μουλάρι που υποσχέθηκες να το επιστρέψεις σε τρεις μέρες; Θα το πω στον διοικητή σου. Αυτός αγρίεψε και δεν άργησα να καταλάβω ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν πολλά λεφτά και κανόνισα μια τιμή – την αξία δύο προβατίνων. Εξήγησα στον αγοραστή ότι δέον να επιστρέψει το ζώον στον κάτοχό του διότι τον αναμένει άσχημο τέλος. Ευχαρίστως ο Λακωματίτης το έδινε το μικρό ποσό για να πάρει πάλι το ζώο του. Έτσι έκλεισε και αυτή η πληγή.
Αργά το απόγευμα ξεκινήσαμε για την Πάτρα. Φθάσαμε στην Πλατεία Γεωργίου. Οι Γερμανοί έβαλαν όλα τα μηχανοκίνητα επί της Πλατείας, τα ευθυγράμμισαν και εδόθη το σύνθημα να σταματήσουν όλες οι μηχανές ταυτοχρόνως. Ήμουνα τόσο εξαντλημένος ψυχικώς και σωματικώς που κοιμήθηκα μέσα στο μηχανοκίνητο συνεχώς μέχρι της επομένης πρωίας.
Το πρωί ξύπνησα με την έννοια και τώρα τι γίνεται; Σε λίγο οι Γερμανοί βάζουν εμπρός στις μηχανές. Πού πάμε του ρωτώ. Στην Καλαμάτα μου απαντούν. Άρχισα τότε να σκέπτομαι πώς και πού θα αποδράσω.
Φθάσαμε στις Ιτιές. Σταματήσαμε. Η θάλασσα λάδι. Οι Γερμανοί τη ζήλεψαν. Γδυθήκανε για μπάνιο. Ρίξανε χειροβομβίδες για ψάρια. Φάγανε και εγώ ήμουν βυθισμένος στη σκέψη πώς θα αποδράσω.
Στη μία η ώρα με πλησιάζει ο ψηλός αξιωματικός που με είχε αγριοκοιτάξει στο Μάνεσι και μου λέει: Σε λίγο αυτοκίνητο θα σε πάει στο χωριό σου. Τον ευχαρίστησα αλλά η καρδιά μου ήταν τόσο κουρασμένη που ούτε καν χάρηκα. Το άκουσα σχεδόν αδιάφορα νομίζοντας ότι κάτι τέτοιο δεν επρόκειτο να συμβεί. Αλλά έπειτα από λίγο μου λέγουν να ανεβώ στο αυτοκίνητο της επιστροφής. Ευχαρίστησα το θεό γιατί θα γύριζα στο σπίτι μου. Ήταν ένα θωρακισμένο. Μπροστά ο οδηγός και δύο στρατιώτες. Πίσω εγώ. Στο αυτοκίνητο υπήρχαν πολυβόλα, χειροβομβίδες, όλμοι και ό,τι χρειάζεται μια μάχη.
Φθάσαμε στο Μανεσέικο στις πρώτες στροφές που βλέπει κατά το Μπούμπουκα. Ζούσα με την αγωνία μήπως βρεθεί κανένας αντάρτης και ρίξει καμιά τουφεκιά. Έκανα διαρκώς την προσευχή μου. Τους παρακάλεσα να σταματήσουν διότι η απόσταση από το χωριό ήταν μικρή, τους είπα, και θα πήγαινα με τα πόδια. Έτσι κατέβηκα.
Πλησιάζοντας το χωριό ακριβώς πάνω από το αμπέλι μας στο δρόμο συναντώ κάποιον από το χωριό, δεν θυμάμαι τώρα ποιος ήταν. Σε άφησαν οι Γερμανοί μου λεει. Πού να τοξέρε η μανούλα σου μου λέει. Τι συμβαίνει του λέω, η μάνα μου δεν είναι καλά; Όχι καλά είναι, μου απαντά, αλλά ανησυχεί για σένα.
Γύρισα σπίτι μου και με δάκρυα είδα τη μάνα μου και τα αδέλφια μου. Δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη. Οι χωριανοί δεν τέλειωναν να με ρωτούν για την περιπέτειά μου.
Επειδή είχαμε συχνές επιδρομές των Ιταλών και των Γερμανών στο χωριό, επειδή από εκεί περνούσαν τα αυτοκίνητα τους, μέναμε σχεδόν μονίμως στο χωράφι μας στη «Μήχνη».
Μια μέρα, τρεις μέρες περίπου μετά την περιπέτειά μου με τους Γερμανούς, καθόμαστε το μεσημέρι στο μεγάλο πλάτανο, κάτω από τον οποίο βγαίνει νερό, για φαγητό. Απέναντι ο δρόμος που έρχεται κανείς από τη Βλασία για την Κέρτεζη και τα Καλάβρυτα. Σε μια στιγμή βλέπω ένα αντάρτη να κατεβαίνει στο δρόμο και να πλησιάζει σε μας. Βασίλη του φωνάζω. Γιώργο μου απαντά. Ήταν ο παλιός μου φίλος και συμφοιτητής μου Βασίλειος Σπηλιόπουλος από την Πάτρα, λογιστής στη καλτσοποιία του Ηλιόπουλου. Πού πας Βασίλη; Πάω στο αρχηγείο στην Κέρτεζη για σένα. Διαταγή του Βλάση του Ανδρικόπουλου. Του είπε η γυναίκα του ότι έσωσες εκείνη και την κόρη των από τους Γερμανούς. Θέλει να τους πληροφορήσω επίσημα γι’ αυτό μήπως κανένας καλοθελητής διαστρέφοντας τα γεγονότα θελήσει να σου κάνει κακό.
Μετά από ένα μήνα ο Συνταγματάρχης πέρασε με το Σύνταγμά του από το χωριό μας. Με αναζήτησε και με βρήκε. Παράταξε τους αντάρτες του στην Πλατεία του χωριού σε σχήμα Πι με πήρε από το χέρι, με έφερε στο μέσον και είπε: Συναγωνιστές σας παρουσιάζω το σωτήρα της οικογένειάς μου. Του απάντησα ότι δεν έκανα τίποτα περισσότερο από το καθήκον μου προς την Πατρίδα.
Αυτό είναι το τέλος μιας περιπέτειας εκ των αρκετών που είχα μόνος μου ή μαζί με άλλους στα χρόνια της κατοχής.
Τώρα έπειτα από 54 χρόνια ξανασκέπτομαι. Τι θα συνέβαινε εάν η σύζυγος και η κόρη του ηρωϊκού Συνταγματάρχη, Υπαρχηγού του ΕΛΑΣ Πελοποννήσου έπεφτε στα χέρια των Γερμανών; Τι τους έμελλε να τραβήξουν στα στρατόπεδα συγκεντρώσεων; Πώς θα το άντεχε ο ηρωϊκός Συνταγματάρχης; Τι αντίκτυπο θα είχε στον αγώνα αυτή η οικογενειακή του καταστροφή; Και ποιος θα πίστευε πώς εγώ έκανα ό,τι μπορούσα; Τι έμελλε να πάθουν εγώ και η οικογένειά μου;
Βραδύτερον όταν ο αρχηγός του ΕΛΑΣ Πελοποννήσου Μίχος ήλθε στο Μάνεση , ήλθε σπίτι μου. Με γνώριζε άλλωστε και επανειλημμένως είχαμε συζητήσει για το αντάρτικο. Με ρώτησε να του πω την ιστορία με κάθε λεπτομέρεις. Δεν έχασα την ευκαιρία να του πω πως ο απελευθερωτικός αγώνας πήρε άσχημο δρόμο και ότι θα πάει φυλακή. Η απάντησή του ήταν: Μια φορά μπήκε ο Κολοκοτρώνης φυλακή.
Δυστυχώς, η πρόβλεψή μου ήταν ακριβής.

Γεώργιος Δ. Αθανασόπουλος.



Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2016

Οι μάχες του 12ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ για την απελευθέρωση της Πάτρας από τους Γερμανούς

Οι μάχες του 12ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ για την απελευθέρωση της Πάτρας από τους Γερμανούς από το βιβλίο του Ηλία Παπαστεριόπουλου "Ο ΜΩΡΗΑΣ ΣΤΑ ΟΠΛΑ "




Από τις 2 Οκτωβρίου 1944 αρχίζουν οι επικές μάχες για την απελευθέρωση της Πάτρας.
Η ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ (2-1-44). 
Η  διάταξη των εχθρικών δυνάμεων μέσα στην Πάτρα ήσαν η ακόλουθη. Οι Γερμανοί θέλοντας να υποστηρίξουν την επιβίβαση των δυνάμεών τους στα πλοιάριά τους και την φυγή τους προς την Στερεά κατείχαν την γραμμή Δασύλλιο, Φρούριο, Πλατεία Αγίου Γεωργίου, Ψηλά Αλώνια, Σκαγιοπούλειο/ Όπλα διαθέσιμα: λίγα ελαφρά πυροβόλα στο Δασύλλιο και φρούριο, λίγους όλμους, πολυβόλα, αυτόματα και όπλα. Άντρες 350.
Από την πλευρά των ανταρτών και των συμμάχων η κατάσταση είχε ως εξής: Τα τμήματα κρούσεως  Ανθ/γού Λάκη Αποστολόπουλου και καπετάνιου Γιάννη Γαλανόπουλου- Ανέστη άντρες 120 περίπου με ελαφρό οπλισμό, θα εισέδυαν στις εχθρικές θέσεις από τον τομέα Σκαγιοπουλείου μέχρι φρουρίου. Το ΙΙ τάγμα (δύναμη 500 άντρες με ελαφρύ οπλισμό και όλμους) θα επετίθετο στο τομέα από φρούριο, Δασύλλιο και θα επιτηρούσε την παραλία Πατρών Ρίου για να εμποδίσει αποχώρηση του εχθρού. Οι άγγλοι, με τη μοναδική τους μάχιμη δύναμη 200 αντρών, περιωρίσθηκαν στον δημόσιο δρόμο Ιτιές-Πάτρα και Οβριά-Πάτρα. Μπορεί εντούτοις να λεχθή ότι η παρουσία των αγγλικών τμημάτων ήταν περισσότερο συμβολική κι αποσκοπούσε στην απόκτηση τίτλων που θα προσπαθούσαν να τους προβάλουν για να επιτύχουν πολιτικά κέρδη και δικαιώματα κατοχής.
Στις 9 και 30 το πρωί της 2-10-44 αρχίζει η μάχη, από τα τμήματα κρούσεως Λάκη- Ανέστη. \Σκληρός αγώνας διεξάγεται γύρω από τις οχυρές γερμανικές θέσεις του Σκαγιοπουλείου που αλλάξει διαδοχικά κυρίους. Τελικά κατελήφθη από τους αντάρτες. Οι Γερμανοί υπεχώρησαν ύστερα από μάχη, από οικήματα πίσω από τα σχολεία του Βούδ, και τον Παντοκράτορα. Μετά την κατάληψη του τελευταίου, τα αντάρτικα τμήματα άφησαν ελεύθερους τους πολιτικούς κρατημένους των φυλακών Μαργαρίτη, που από στιγμή σε στιγμή περίμεναν το εκτελεστικό απόσπασμα. Τα αντάρτικα τμήματα μέχρι τις 5 το απόγευμα της 2-10-44 κατείχαν τις θέσεις Σκαγιοπουλείου - Βούδ - οδός Νικήτα - οδός Ηλείας - Ομόνοια - Παντοκράτωρ.
Μερά τις 5 το απόγευμα οι Γερμανοί επιχείρησαν αντεπίθεση χωρίς αποτέλεσμα. Στο χρονικό αυτό διάστημα οι άγγλοι με το πυροβολικό τους χτυπούσαν τις εχθρικές θέσεις στο Φρούριο και στο Δασύλλιο. Εξακριβωμένες εχθρικές απώλειες από τη δράση των ανταρτών 8 Γερμανοί νεκροί, Αντάρτικες απώλειες 4 τραυματίες από τους οποίους ο ένας βαρειά τραυματισμένος ο λογία Γ. Ράμος του Δημητρίου από τα Στύλια Φθιώτιδος που υπέκυψε στα τραύματά του.

Ιδού πώς περιγράφουν οι εφημερίδες της εποχής τα ιστορικά αυτά γεγονότα: "Νεολόγος" Πατρών της 5-10-44:Εν τω μεταξύ τα πρώτα τμήματα του ΕΛΑΣ εισήρχοντο εις την πόλιν υπό τας ενθουσιώδεις επευφημίας του Λαού ο οποίος παρά την αγωνίαν του, εύρε τρόπον να ανοίξει τα παράθυρα των οικιών του και να εξέλθη εις τας θύρας για να εκφράσει τα αισθήματα του, και κατελάμβανον διάφορα επίκαιρα σημεία...
"Ελεύθερη Αχαϊα" Πατρών της 5-10-44, Αφήγηση βαθμοφόρου που πήρε μέρος στις μάχες: "...Οι σκληρές μάχες αρχίζουν μετά τις 5 το απόγευμα. Οι Γερμανοί προβάλλουν λυσσώδη αντίσταση, χτυπάνε ασταμάτητα. Όμως ο ανθ/γός Ρήγας τους χτυπάει εύστοχα και θαρραλέα από τις ταράτσες των σχολείων Βούδ. Η αποφασιστική αντίσταση του Ρήγα αναγκάζει τους Γερμανούς να συμπτυχθούν από την οδό Παναχαϊκού. Για να μετριάσουν την επιχυτίχα μας και να μη μας αφήσουν να προελάσωμε με γοργό ρυθμό, αρχίζουν καταιγιστικά πυρά πυροβολισμού, όλλων, πολυβόλων, και κάθε είδους όπλων...

Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΜΕΡΑ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ. Τρίτη (3-10-44). Στις 3-10-44 οι μάχες για την απελευθέρωση των Πατρών συνεχίζονται. Κύρια προσπάθεια των ανταρτών είναι η κατάληψη του Δασύλλιου. Όλο το πρωί τα αντάρτικα τμήματα περιωρίσθηκαν σε παρενοχλητικές βολές. Το απόγευμα εκδηλώνεται η επίθεση σε όλο το μήκος της παρατάξεων. Οι αντάρτικες ομάδες περισφίγγουν τα Ψηλαλώνια και εξουδετερώνουν τις εστίες αντιστάσεως. Στο σημείο αυτό ο ηρωϊσμός των ανταρτών δεν περιγράφεται. Με ακράτητη αποφασιστικότητα σκαρφαλώνουν στις μάντρες του θερινού κινηματογράφου "Ζενίθ" και καταλαμβάνουν το αντικειμενικό τους σημείο. Στην οδό Γερμανού ομάδες από αντάρτες ακολουθούμενοι από μικρή ομάδα άγγλων, μάχονται σκληρά. Οι Γερμανοί έχουν οχυρωθεί στην πλατεία Αγίου Γεωργίου και αμύνονται επίμονα. Στο δεξιό η ομάδα του Ρήγα σκαρφαλώνει στο Κάστρο και τοποθετεί τα αυτόματα της στο επάνω μέρος στις σκάλες Αγίου Νικολάου. Έτσι ελέγχεται μεγάλο μέρος της κάτω πόλεως. Παράλληλα δεξιότερα τμήματα από αντάρτες κατελάμβαναν τον ασύρματο στο Δασύλλιο. 
Την νύκτα η επίθεση γίνεται σφοδρότερη, ενώ οι Γερμανοί βάλλουν εναντίον των ανταρτών με καταιγιστικά πυρά όλων των όπλων, και από όλα τα σημεία. Μια σφοδρή και συνδυασμένη επίθεση ισχυρών ανταρτικών δυνάμεων που προστατεύονταν από μερικά ελαφρά μηχανοκίνητα των άγγλων ανέτρεψε και εξουδετέρωσε την εστία αντιστάσεως των Γερμανών στην πλατεία Αγίου Γεωργίου. Οι Γερμανοί δεν μπορούν πλέον να κρατήσουν άμυνα στην κάτω πόλη, γιατί την ελέγχουν τα αντάρτικα αυτόματα όπλα. Όταν μάλιστα οι αντάρτες ετοποθέτησαν ένα οπλοπολυβόλο στο καμπαναριό της εκκλησίας Παντάνασσα η θέση των Γερμανών της παραλίας έγινε πιο επικίνδυνη. Στο μεταξύ ο εχθρός είχε αρχίσει κανονική και συστηματική υποχώρηση με πλοιάρια. Αργά την νύκτα οι αντάρτες ρίχνουν στη μάχη και νέας δυνάμεις αποτελούμενες από άντρες του λόχου διοικήσεως της 8ης Ταξιαρχίας και της υποδειγματικής ομάδος ΕΠΟΝ του 12ου Συντάγματος. 
Οι Γερμανοί συνεχώς υποχωρούντες απεβίβασαν τα υπολείμματά τους στα πλοιάρια τους και το πρωί στις 4 Οκτωβρίου 1944, ημέρα Τετάρτη, εξεκένωσαν την πόλη.
Η Πάτρα είναι ελευθερη!...

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2015

Ελευσίνια Μυστήρια

 Τα Ελευσίνια ήταν γιορτή και μυστηριακή τελετή που πραγματοποιούνταν στην Ελευσίνα της Αττικής προς τιμήν της θεάς Δήμητρας και τηςΠερσεφόνης. Κατά κοινή παραδοχή, επρόκειτο για την ιερότερη και πιο σεβαστή τελετή από όλες τις γιορτές της αρχαίας Ελλάδας: έχοντας ξεκινήσει από τη Σαμοθράκη και τα Καβείρια Μυστήρια μεταφέρθηκαν στην Ελευσίνα από Θράκες αποίκους. Άρχισαν να αποκτούν μεγάλη φήμη κατά τον καιρό του Πεισίστρατου και έφτασαν στο απόγειο της ακμής τους κατά το χρυσό Αιώνα του Περικλή.

Ο Εφιάλτης της Περσεφόνης - The nightmare of Persephone
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Πρώτη εκτέλεση: Μαρία Φαραντούρη

Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα
κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο
τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα
και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο.

Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.

Εκεί που σμίγανε τα χέρια τους οι μύστες
ευλαβικά πριν μπουν στο θυσιαστήριο
τώρα πετάνε αποτσίγαρα οι τουρίστες
και το καινούργιο πάν να δουν διυλιστήριο.

Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.

Εκεί που η θάλασσα γινόταν ευλογία
κι ήταν ευχή του κάμπου τα βελάσματα
τώρα καμιόνια κουβαλάν στα ναυπηγεία
άδεια κορμιά σιδερικά παιδιά κι ελάσματα.

Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.

Ίδρυση των Μυστηρίων

Σε ό,τι αφορά την προέλευση των Μυστηρίων, στα σχετικά κείμενα των αρχαίων συγγραφέων ως συνήθως αναμιγνύονται μυθικά και ιστορικά στοιχεία πάνω στα οποία δεν μπορεί να βασιστεί κάποια ακριβής χρονολόγηση. Κατά τη μυθολογία, ιδρυτής τους θεωρούνταν ο Εύμολπος ή ο Μουσαίος, ο οποίος θεωρούνταν γιος του Ορφέα και τελετάρχης στα Μυστήρια. Θεωρίες επίσης υποστηρίζουν ότι ιδρυτής τους ήταν ο Ερεχθέας, που εισήγαγε την τελετή από την Αίγυπτο (Πωλ Φουκάρ (Paul Foucart)), ή ακόμα και η ίδια η Δήμητρα, η οποία έφτασε στην Ελευσίνα ψάχνοντας για την Περσεφόνη και πρόσφερε σιτηρά στους κατοίκους, εγκαινιάζοντας τις τελετές και ταμυστήρια. Μάλιστα, λέγεται ότι κοντά στην Καλλίχορο πηγή στην Ελευσίνα βρισκόταν ένας βράχος, η Αγέλαστος Πέτρα, στον οποίο κάθισε να ξεκουραστεί η Δήμητρα, και αργότερα γύρω από αυτόν οι γυναίκες της Ελευσίνας έψαλλαν ύμνους προς τη θεά.
Στη σφαίρα της μυθολογίας ανήκει και η διήγηση του Παυσανία για τις αρχές των Μυστηρίων. Σύμφωνα με αυτή, κατά τη βασιλεία του Ερεχθέα ξέσπασε πόλεμος μεταξύ Αθηναίων και Ελευσινίων, μετά το τέλος του οποίου και την ήττα των τελευταίων, η Ελευσίνα έγινε ένας από τους δήμους της Αττικής και αναγνωρίστηκε η κυριαρχία των Αθηναίων στα πάντα εκτός από τις Τελετές, τις οποίες επιθυμούσαν να διατηρήσουν να διεξάγουν οι Ελευσίνιοι. Συνεπώς, κατά τον μύθο το ιερατείο το υπεύθυνο για την τελετή αποτελείτο από τους απογόνους του Ευμόλπου, τους Ευμολπίδες, τις κόρες του βασιλιά Κελεού και από το ιερατικό γένος των Κηρύκων, οι οποίοι απέδιδαν την καταγωγή τους στον Ερμήκαι την Άγλαυρο. Από τους Ευμολπίδες προερχόταν ο Ιεροφάντης των Μυστηρίων, ενώ από τους Κήρυκες ο Δαδούχος.
Αν και θεωρείται σίγουρο ότι στην προϊστορία θα υπήρχαν λατρείες και τελετές που σχετίζονται με τη γεωργία, τη φύση και την εναλλαγή των εποχών, τα υπάρχοντα αρχαιολογικά ευρήματα δεν επαρκούν ώστε με βεβαιότητα να τοποθετηθεί η απαρχή των Μυστηρίων σε προϊστορική περίοδο. Οι πρώτες συστηματικές αρχαιολογικές ανασκαφές άρχισαν στην Ελευσίνα το 1882 από την Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία και σταδιακά απεκάλυψαν τα κτίρια που σχετίζονται με τη λατρεία. Οι αρχαιότερες κατασκευές οι οποίες με βεβαιότητα μπορούν να συνδεθούν με τα Μυστήρια ανάγονται στον 8ο πΧ αιώνα. Όμως κάτω από τα ερείπια του Τελεστηρίου κατά τη δεκαετία του 1930 βρέθηκαν τοίχοι και τμήματα άλλου κτιρίου που ανάγεται στην Ύστερη Περίοδο του Χαλκού (1550-1100 πΧ). Το κτίριο αυτό ονομάστηκε από τους αρχαιολόγους "Μέγαρο Β" και διατυπώθηκαν διαφορετικές θεωρίες για το ποια ήταν η χρήση του. Αρχαιολόγοι όπως οι Γ. Μυλωνάς και Ι. Τραυλός θεώρησαν ότι ήταν χώρος λατρείας (cult) της Δήμητρας και ότι έτσι υπήρχε συνέχεια της λατρείας από την μυκηναϊκή μέχρι την ιστορική περίοδο. Από τη δεκαετία του 1980 αμφισβητήθηκε η λατρευτική χρήση του κτίσματος και θεωρήθηκε ότι μπορεί να ήταν χώρος κατοικίας. Ο αρχαιολόγος Μ. Κοσμόπουλος (2003) υποστηρίζει ότι το κτίριο μπορεί να χρησίμευε και για τους δύο σκοπούς, δηλ. ως κατοικία κάποιας επιφανούς οικογενείας και για την οικιακή λατρεία της Θεάς.
Τα αρχαιολογικά ευρήματα σε συνδυασμό με τις αναφορές του Θουκυδίδη οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τα Μυστήρια (και η ίδια η Ελευσίνα) ήταν υπό τον έλεγχο των Αθηνών από πολύ ενωρίς, πιθανώς από τις αρχές του 7ου π.Χ. αι.
Κατά τη διάρκεια της αθηναϊκής ηγεμονίας, τα Mυστήρια διακρίνονταν σε Μεγάλα και Μικρά. Τα Μεγάλα γιορτάζονταν στην Αθήνα και στην Ελευσίνα, ενώ τα Μικρά στην Άγρα, προάστιο των Αθηνών, κοντά στον Αρδηττό στις όχθες του ποταμού Ιλισού.

Μικρά Ελευσίνια

Τα Μικρά Ελευσίνια αποτελούσαν "προετοιμασία" για τα Μεγάλα Μυστήρια. Πραγματοποιούνταν κατά το μήνα Ανθεστηριώνα και ήταν προς τιμήν της Περσεφόνης. Ονεοπλατωνιστής Thomas Taylor, στο βιβλίο του "Ελευσίνια και Βακχικά Mυστήρια", αναφέρει πως "τα Κατώτερα Μυστήρια δημιουργήθηκαν για να σημάνουν με αποκρυφιστικό τρόπο την κατάσταση της μη εξαγνισμένης ψυχής που έχει ενδυθεί το γήινο σώμα της και έχει περιβληθεί την υλική φύση."
Ενώ αρχικά απαγορευόταν η συμμετοχή στους μη Αθηναίους, αργότερα αναφέρεται από τον Ηρόδοτο πως όλοι οι Έλληνες μπορούσαν να λάβουν μέρος στη μύηση, ενώ αλλού αναφέρεται ότι απαγορευόταν στους εγκληματίες, τους βαρβάρους, τους μάγους και τους άθεους.
Οι μύσται, όπως λέγονταν, γίνονταν δεκτοί στα Μεγάλα Μυστήρια τουλάχιστον ένα χρόνο μετά την αρχική τους μύηση. Οι τελετές του πρώτου σταδίου μύησης περιλάμβαναν τη θυσία ενός χοίρου στο λιμένα του Κανθάρου, θυσία κοινή με τα Θεσμοφόρια, πάλι προς τιμήν της Δήμητρας, και τον εξαγνισμό από έναν ιερέα με το όνομα Υδρανός. Οι μύστες έπρεπε επίσης να πάρουν όρκο εχεμύθειας από το μυσταγωγό. Δέχονταν κάποια διδασκαλία, που τους επέτρεπε αργότερα να αντιληφθούν τα μυστήρια στα Μεγάλα Ελευσίνια.


Μεγάλα Ελευσίνια

Τα Μεγάλα Ελευσίνια εορτάζονταν κατά τη 15η ημέρα του μήνα Βοηδρομιώνα και κρατούσαν εννέα ημέρες. Οι συμμετέχοντες αποκαλούνταν επόπται ή έφυροι. Την προηγουμένη της γιορτής, οι έφηβοι της πόλης υποδέχονταν τα Ιερά Αντικείμενα, τα οποία δε φανερώνονταν σε κανέναν παρά μόνο από τους Ιεροφάντες στους Μύστες, από την Ελευσίνα στο Ελευσίνιον, ιερό στη βάση της Ακρόπολης.
  • Την πρώτη ημέρα, όσοι είχαν μυηθεί στα Μικρά Ελευσίνια συγκεντρώνονταν στην Ποικίλη Στοά της Αρχαίας Αγοράς μετά από πρόσκληση των ιερέων, εξ ου και η ημέρα ονομαζόταν αγυρμός και πρόρρησις. Η συμμετοχή στη γιορτή δεν προϋπέθετε τη μύηση, γι' αυτό και η γιορτή προσείλκυε ανθρώπους από ολόκληρη την Ελλάδα που συνέρρεαν στην Αθήνα για να παρακολουθήσουν τα δρώμενα.
  • Η δεύτερη ημέρα, που ήταν αφιερωμένη σε καθαρμούς, ονομαζόταν Άλαδε Μύσται, μάλλον από τη φράση με την οποία καλούνταν οι συμμετέχοντες. Οι μύστες πορεύονταν σε πομπή προς τη θάλασσα, όπου περνούσαν από εξαγνισμό. Τελούνταν υπό την προεδρία του Βασιλέως, ενός των αρχόντων της αρχαίας Αθήνας και τεσσάρων άλλων που εκλέγονταν από τον δήμο των Αθηναίων. Η διαδικασία προσομοιάζει αρκετά με τη σύγχρονη χριστιανική τελετή των Θεοφανείων.
  • Για την τρίτη ημέρα λίγα είναι γνωστά. Από τον Κλήμη της Αλεξάνδρειας μαθαίνουμε ότι ήταν ημέρα νηστείας κι ότι το απόγευμα λάμβανε χώρα γεύμα από άρτους φτιαγμένους από μέλι και σουσάμι. Δεν είναι σίγουρο αν υπήρχαν θυσίες ή όχι, πάντως υπήρχαν προσφορές ψαριών [12] και άρτων από κριθάρι που φύτρωνε στο Ράριο Πεδίο, οι οποίες γίνονταν στο όνομα της Άχθειας Δήμητρας. Ωστόσο, αυτή η προσφορά ίσως γινόταν παράλληλα με την καλάθο κάθοδον, κατά την οποία μεταφερόταν από βόδια ένα καλάθι γεμάτο παπαρούνες καιρόδια, που σχετίζονταν με τη Δήμητρα και την Περσεφόνη αντίστοιχα.
  • Η τέταρτη ημέρα, που αποκαλούνταν Επιδαύρια, ήταν πρόσθετη για όσους είχαν προσέλθει καθυστερημένα. Λέγεται ότι προστέθηκε στον αρχικό αριθμό των ημερών, όταν ο Ασκληπιός ήρθε να πάρει μέρος στη μύηση από την Επίδαυρο, αλλά καθυστέρησε μια μέρα και οι Αθηναίοι πρόσθεσαν άλλη μια μέρα στη γιορτή για να μην τον δυσαρεστήσουν.
  • Την πέμπτη ημέρα, που αποκαλούνταν η των λαμπάδων ημέρα, οι μύστες με επικεφαλής τον δαδούχο κατευθύνονταν με πυρσούς στο ναό της Δήμητρας στην Ελευσίνα, όπου και παρέμεναν για όλη τη νύχτα. Η πομπή αυτή συμβόλιζε την περιπλάνηση της θεάς για να βρει την κόρη της.
  • Την έκτη ημέρα, που ονομάζεται Ίακχον και θεωρείται η ιερότερη, το άγαλμα του Ίακχου, γιου της Περσεφόνης και του Χθόνιου Δία, στολισμένο με μυρτιές και με ένα δαυλό στο χέρι του, μεταφερόταν από το ναό του Ίακχου με φωνές και τραγούδια κατά μήκος της Ιεράς Οδού, που συνέδεε τον Κεραμεικό με το Θριάσιο Πεδίο. Κατά την πορεία αυτή ακούγονταν κατά το έθιμο οι «γεφυρισμοί», χοντροκομμένα αστεία, στη γέφυρα του Κηφισού. Τα σκώμματα αυτά ήταν συμβολικά και αναφέρονταν στην Ιάμβη της Ελευσίνας, η οποία με τα αστεία της κατάφερε να κάνει τη Δήμητρα να γελάσει, όταν θλιμμένη έψαχνε την κόρη της. Την πομπή ακολουθούσε μεγάλο πλήθος συμμετεχόντων και θεατών, το οποίο, κατά τον Ηρόδοτο, έφτανε τους 30.000 κατά μήκος της Ιεράς Οδού.
Τη νύχτα, οι μύστες παρέμεναν στην Ελευσίνα, ενώ οι υπόλοιποι, επισκέπτες και αμύητοι, διώχνονταν από έναν κήρυκα. Πιστεύεται ότι οι μύστες έπιναν τον κυκεώνα στο αποκορύφωμα των Μυστηρίων για να σπάσουν την ιερή αποχή από το φαγητό και το ποτό, ο οποίος αποτελούνταν κυρίως από νερό, κριθάρι και βότανα. Επαναλάμβαναν τον όρο εχεμύθειας των Μικρών Ελευσινίων, περνούσαν από νέο εξαγνισμό και οδηγούνταν από το μυσταγωγό στο Τελεστήριον. Φαίνεται πως η τελετή χωριζόταν σε τρία τμήματα: ταδρώμενα, κατά τα οποία γινόταν αναπαράσταση της ιστορίας της Δήμητρας και της Περσεφόνης, καθώς και της αρπαγής της τελευταίας από τον Άδη και της περιπλάνησης της μητέρας της για να τη βρει, τα δεικνύμενα, όπου ο Ιεροφάντης έμπαινε στο Ιερό και έβγαινε λίγο αργότερα με τα Ιερά αντικείμενα των δυο θεοτήτων, τα οποία πρόβαλλε στους μυημένους, και τα λεγόμενα, συμβολικές φράσεις των μυστών. Ακολουθούσε ο ύψιστος βαθμός μύησης με την ονομασία εποπτεία. Κεντρικό σύμβολο της εποπτείας ήταν ένα στάχυ, το οποίο φυλασσόταν στο άδυτο του Τελεστηρίου και αφού θεριζόταν τελετουργικά από τον ιεροφάντη, επιδεικνυόταν στους πιστούς ως σύμβολο της ανεξάντλητης δημιουργικής δύναμης της Μητέρας Γης.
Οι αρχαίοι συγγραφείς αποφεύγουν να δώσουν περισσότερες λεπτομέρειες για το σημείο αυτό, καθώς όποιος συμμετείχε στα Μυστήρια και αποκάλυπτε κάτι από την τελετή τιμωρούνταν με θάνατο.
Κατά την έβδομη και όγδοη ημέρα, οι μυημένοι επέστρεφαν στην Αθήνα. Η ένατη και τελευταία ημέρα ονομαζόταν πλημοχόαι, που ήταν ένα είδος αγγείου. Δυο τέτοια αγγεία γεμίζονταν με νερό ή κρασί από τους μύστες, τα ανύψωναν και έπειτα προσέφεραν χοές προς την ανατολή και τη δύση προφέροντας μυστικές φράσεις.

Ελευσίνια σε άλλες περιοχές

Τα Ελευσίνια εορτάζονταν και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας. Από την Αθήνα εισήχθη η εορτή τους στην Έφεσο, η Κρήτη είχε τη δική της γιορτή των Ελευσινίων, ενώ στη Λακωνία εορτάζονταν μόνο από τους κατοίκους μιας πόλης, οι οποίοι μετέφεραν το ξύλινο άγαλμα της Περσεφόνης στο Ελευσίνιον, πάνω στον Ταΰγετο.

Τέλος των Ελευσινίων

Τα Ελευσίνια Μυστήρια επιβίωσαν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το 170, οι Σαρμάτες κατέστρεψαν το Ναό της Δήμητρας, ο οποίος όμως ανοικοδομήθηκε από το Μάρκο Αυρήλιο, που μυήθηκε κι ο ίδιος στα Μυστήρια. Ο Αυτοκράτορας Ουαλεντινιανός Α' προσπάθησε να τα καταργήσει, αλλά συνάντησε πολλές αντιδράσεις, οπότε συνεχίστηκαν μέχρι την εποχή του Θεοδοσίου Α'. Ο Αυτοκράτορας με διάταγμα το 392 διέταξε το κλείσιμο όλων των αρχαίων ιερών, σε μια προσπάθεια να καταστείλει την αντίσταση των οπαδών της παλαιάς θρησκείας στην επιβολή του Χριστιανισμού ως κρατική θρησκεία. Τα τελευταία απομεινάρια των Μυστηρίων εξαλείφθηκαν το 396, όταν ο βασιλιάς των Γότθων Αλάριχος, συνοδευόμενος από Χριστιανούς ιερείς και μοναχούς κατέστρεψε το ιερό της Ελευσίνας και θανάτωσε όλο το ιερατείο. Το τέλος των Ελευσινίων αναφέρεται από τον ιστορικό Ευνάπιο, ο οποίος είχε μυηθεί κι ο ίδιος στα Μυστήρια κι είχε γίνει ιεροφάντης. Τελευταίος νόμιμος ιεροφάντης των Μυστηρίων φαίνεται από τις πηγές να είναι ο Ευμολπίδης Νεστόριος, ο οποίος "ανήγγειλε την αρχή της μεγάλης πνευματικής νύχτας για την ανθρωπότητα".

Σημασία των Ελευσινίων Μυστηρίων

Nam mihi cum multa eximia divinaque videntur Athenae tuae peperisse atque in vitam hominum attulisse, tum nihil meilus illis mysteriis, quibus ex agresti immanique vita exculti ad humanitatem et mitigati sumus, initiaque ut appellantur ita re vera principia vitae cognovimus, neque solum cum laetitia vivendi rationem accepimus, sed etiam cum spe meliore moriendi.

Γιατί ανάμεσα στους εξαίρετους και πράγματι θεϊκούς θεσμούς που η Αθήνα σας έχει γεννήσει και φέρει στην ανθρωπότητα, καμία, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι καλύτερη από αυτά τα Μυστήρια. Γιατί μέσω αυτών αποβάλαμε το βάρβαρο και άγριο τρόπο ζωής και μορφωθήκαμε και εκπολιτιστήκαμε. Και "μύησις" καθώς αποκαλείται, πράγματι μάθαμε τις απαρχές της ζωής και αποκτήσαμε τη δύναμη όχι μόνο να ζούμε ευτυχισμένοι, αλλά και να πεθαίνουμε με μια καλύτερη ελπίδα.
— Κικέρων, Περί νόμων, Βιβλίο Β',36
Η μύηση αποσκοπούσε στη συμφιλίωση με το θάνατο και την προσδοκία της μεταθανάτιας ζωής και γι' αυτό το λόγο είχε μεγάλη απήχηση την εποχή εκείνη. Η πεποίθηση αυτή αντανακλάται και στον ομηρικό ύμνο προς τη θεά Δήμητρα.
Η ουσία των Ελευσίνιων μυστηρίων παραμένει κάτι το άγνωστο. Ακόμα και για τα Ιερά Αντικείμενα που έφερε ο Ιεροφάντης ενώπιον των μυημένων στο αποκορύφωμα της τελετής δεν είναι γνωστή η φύση τους: εικάζεται πως ήταν αρχαϊκά αγαλματίδια και σύμβολα πιθανότατα της Δήμητρας και της Κόρης. Η μυστικότητα που επιβαλλόταν μεταξύ των μυημένων στηρίζεται σε βάσεις θρησκευτικές και πολιτικές. Στον Ομηρικό Ύμνο αναφέρεται πως "τα μυστήρια που έδειξε η Δήμητρα δεν πρέπει ούτε να παραμελούνται ούτε να ερευνούνται ούτε να κοινολογούνται", ενώ από την πολιτεία επιβαλλόταν η θανατική ποινή σε όποιον αθετούσε τον όρκο των μυστών. Πιο συγκεκριμένα, ο Διαγόρας ο Μήλιος επικηρύχθηκε από τους Αθηναίους για δύο τάλαντα για την σύλληψη του και για ένα τάλαντο για τον θάνατο του, με την κατηγορία του ότι διακωμώδησε τα ιερά μυστήρια. ΟΑλκιβιάδης με την ίδια κατηγορία καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο. Ο Αισχύλος κατηγορήθηκε ότι σε κάποιες τραγωδίες του προέβη σε αποκάλυψη μέρους Μυστηρίων, αλλά τελικά απαλλάχτηκε, ενώ ο ρήτορας Ανδοκίδης μόλις διέφυγε την ποινή του θανάτου. Κανείς, επίσης, όσο διαρκούσε η γιορτή, δεν μπορούσε να συλληφθεί για καμιά κατηγορία. Ο Λυκούργος εισήγαγε νόμο να μη χρησιμοποιούνται πολυτελή άρματα κατά την πομπή προς την Ελευσίνα, καθώς θεωρούνταν από κάποιους πρόκληση για το δημοκρατικό πολίτευμα της πόλεως.
Όσον αφορά την πραγματική φύση των γεγονότων των Ελευσινίων, υπάρχουν δυο διαφορετικές θεωρίες. Ενώ κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν ότι οι ιερείς παρουσίαζαν τη μεταθανάτια ζωή μέσω διαφόρων ιερών αντικειμένων και της έντονης εναλλαγής φωτός και σκοταδιού, άλλοι θεωρούν ότι η ισχύς και η "μακροζωία" των Ελευσινίων οφείλεται στο ότι η εμπειρία για κάθε μυημένο ήταν εσωτερική και προκαλούνταν ίσως από κάποια ψυχοενεργή ουσία που περιείχε ο κυκεών
Υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις, επίσης, για το αν κατά την τελετή στο ιερό της Ελευσίνας τελούνταν ιερός γάμος. Υπάρχουν κάποιες αναφορές για τη συνεύρεση θεοτήτων ή τη συμβολική ένωση του Ιεροφάντη και της πρωθιέρειας των Μυστηρίων, ως αναπαράσταση της αρπαγής της Περσεφόνης από τον Άδη ή της ένωσης του Δία με τη Δήμητρα. Η τελετή έληγε με τη συμβολική γέννηση ή αναγέννηση ενός αγοριού, ίσως του Ίακχου, του Πλούτου, γιου της Δήμητρας και του Ιασίωνα, ή του Διόνυσου-Ζαγρέα, που κατά τους Ορφικούς ήταν γιος της Περσεφόνης και του Δία. Ο ιεροφάντης έρχονταν μπροστά στους μύστες και αναφωνούσε: "Ιερον ετεκε ποτνια κουρον, Βριμω Βριμων". Ωστόσο, οι θεωρίες αυτές ίσως προέρχονται από τη σύγχυση των αρχαίων συγγραφέων ανάμεσα στη λατρεία των Ορφικών, φρυγικών θεοτήτων και ντόπιων ελληνικών θεών, χαρακτηριστικό δείγμα θεοκρασίας.

Από την ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2015

Θόδωρος Κολοκοτρώνης-Η μάχη στο Βαλτέτσι



 
Όταν αποφασίσαμε να κάμομε την επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχομε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε « Πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα», αλλά, ως μία βροχή, έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και οι κληρικοί, και οι προεστοί, και οι καπεταναίοι, και οι πεπαιδευμένοι, και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό, και εκάμαμε την Επανάσταση".
(Μέρος του λόγου που εκφώνησε ο Κολοκοτρώνης στην Πνύκα).


Σαν σήμερα 4 Φλεβάρη του 1843 "έφυγε" απ' τη ζωή μια μεγάλη ηγετική μορφή της ελληνικής επανάστασης του 1821, ο Θόδωρος Κολοκοτρώνης, ο γνωστός Γέρος του Μοριά.
Η ηγετική αυτή μορφή έδωσε πολλές και σπουδαίες μάχες για την απελευθέρωση του λαού μας. Μία ιστορική μάχη ήταν αυτή του Βαλτετσίου(12 Μαίου 1821), της οποίας η νικηφόρος έκβαση γέμισε θάρρος και αυτοπεποίθηση και αποτέλεσε προπομπό για την μετέπειτα απελευθέρωση της Τριπολιτσάς.
 
Η μάχη στο Βαλτέτσι
 
Μια από τις πιο γνωστές και αποφασιστικές μάχες του απελευθερωτικού αγώνα του 21 ήταν η μάχη στο Βαλτέτσι (24 Απριλίου και 12-13 Μαΐου 1821) εναντίον των τουρκικών δυνάμεων που υπεράσπιζαν την Τριπολιτσά. Η μάχη αυτή έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην έκβαση της πολιορκίας της πόλης. Ενώ οι Έλληνες πολιορκούν τους Τούρκους στην Ακροκόρινθο και στην Τρίπολη, ο Χουρσίτ πασάς, που πολεμάει τον Αλή στα Γιάννενα, ανησυχεί για την έκβαση της εξέγερσης, όπως και για τα χαρέμια του και τους θησαυρούς του στην Τρίπολη. Γι΄ αυτό στέλνει ισχυρό στράτευμα με τον Γκιοσέ Μεχμέτ γισ να καταπνίξει το επαναστατικό κίνημα. Ο Γκιοσέ Μεχμέτ χωρίζει το στρατό του σε δυο τμήματα. Το ένα με τον ίδιο και τον Ομέρ Βριόνη πορεύεται για την Ανατολική Ελλάδα και το άλλο με τον Κεχαγιάμπεη Μουσταφά (ή Μουσταφά Μπέη) και 3.500 Αλβανούς για τη Δυτική Ελλάδα. για να συντρίψειτην επανάσταση στο Μοριά και να ενισχύσει την πολιορκημένη Τρίπολη.
Ο Κεχαγιάμπεης ξεκινάει από τα Γιάννενα, και κατά την κάθοδό του προς την Τριπολιτσά σάρωσε όποια επαναστατική εστία βρήκε στο δρόμο του. Περνάει τα επικίνδυνα περάσματα χωρίς απώλειες, φτάνει στο Αντίρριο και από εκεί ξεχύνεται στο Μοριά. Περνάει στην Πάτρα, πυρπολεί τη Βοστίτσα, παρακάμπτει τα Καλάβρυτα, φτάνει στην Κόρινθο, λύοντας την πολιορκία της Ακροκορίνθου και ενισχύοντας τη φρουρά της και περνάει γρήγορα στα Δερβενάκια. Από εκεί ξεχύνεται ορμητικά στον κόμπο του ’ργους, νικάει τους Έλληνες στον Ξεριά, λύνει την πολιορκία του ’ργους παραδίδοντας την περιοχή στη σφαγή και στην ερήμωση. Τελικά μπαίνει θριαμβευτικά στην πολιορκημένη Τριπολιτσά στις 6 Μαΐου του 1821, όπου οι Τούρκοι τον υποδέχονται σαν σωτήρα. Ο Κολοκοτρώνης σκόπιμα αφήνει τον Μουσταφά να περάσει δίχως μάχη γιατί προτίμησε να έχει τους Τούρκους συγκεντρωμένους μέσα στην πόλη.
Από την Τρίπολη ο Κεχαγιάμπεης, αρχίζει αμέσως να σκορπάει υποσχέσεις, ταξίματα και αμνηστία, για να ξεγελάσει τους επαναστατημένους και να καταπνίξει το κίνημα. Το μόνο που καταφέρνει όμως είναι να εξαγοράσει με χρήματα τον ταχυδρόμο που πάει τα γράμματα του Κολοκοτρώνη στην Μπουμπουλίνα και σε άλλους οπλαρχηγούς που έχουν κυκλώσει το Ανάπλι. Ο ταχυδρόμος δίνει τα γράμματα του Κολοκοτρώνη στον Κεχαγιάμπεη, που τα διαβάζει, και ύστερα τα πάει στην Μπουμπουλίνα στο Ανάπλι. Από εκεί παίρνει άλλα γράμματα της Μπουμπουλίνας για τον Κολοκοτρώνη, που κι αυτά τα δίνει στο γυρισμό στον Κεχαγιάμπεη, που τα διαβάζει κι αυτά, κι έπειτα τα παραδίνει στον Κολοκοτρώνη. Ευτυχώς στα γράμματα φέρεται εξογκωμένος ο αριθμός των αντρών και των όπλων και η προδοσία κρατάει λίγο καιρό. Ο προδότης στη συνέχεια θα πιαστεί και θα εκτελεστεί.
Ο Κολοκοτρώνης, σαν αρχηγός των αρμάτων της Γορτυνίας, οργανώνει το στρατηγικό σχέδιο για την πολιορκία της Τριπολιτσάς. Χωρίζει το σώμα των Γορτυνίων σε δυο τμήματα. Το ένα με τον Πλαπούτα το στέλνει στην Πιάνα και το άλλο με τον Ανδρέα Παπαδιαμαντόπουλο το στέλνει στο Χρυσοβίτσι. Ενισχύει και το στρατόπεδο του Λεβιδιού. Με σκοπό να περισφύξει τον κλοιό γύρω από την πολιορκούμενη πόλη ίδρύει στις 16 Απριλίου του 1821 στρατόπεδο στο Βαλτέτσι ,αντιλαμβανόμενος τη στρατηγική σημασία της περιοχής, Διατάζει να οχυρωθούν τα τέσσερα στρατηγικά σημεία του στους γύρω λόφους με κλειστά και ισχυρά ταμπούρια και να εγκατασταθεί φρουρά.. Εκεί αρχίζου να συγκεντρώνονται οι περισσότερες οργανωμένες επαναστατικές δυνάμεις της Πελοποννήσου, υπό τους Θ. Κολοκοτρώνη, Κυρ. και Ηλ. Μαυρομιχάλη, Αναγνωσταρά, Κεφάλα, Μούρτζινο, Γιατράκο, Νικηταρά και άλλους οπλαρχηγούς.
Στις 24 Απριλίου ο Κεχαγιάμπεης, έχοντας σκοπό να εξουδετερώσει το στρατόπεδο και να αιφνιδιάσει τους συγκεντρωμένους αγωνιστές, επιτίθεται στο Βαλτέτσι επικεφαλής ισχυρού σώματος 4000 ανδρών. Οι λίγοι υπερασπιστές του στρατοπέδου, αμύνθηκαν ηρωϊκά. Οι Τούρκοι όμως κατέλαβαν το χωριό, επιτυγχάνοντας τη μερική διάλυση του στρατοπέδου, και μάλιστα κυρίευσαν μερικά ζώα του εφοδιασμού όπως και προμήθειες του ελληνικού σώματος. Ενώ η μάχη συνεχιζόταν στη βόρεια πλευρά του χωριού, όπου ο Κυρ. Μαυρομιχάλης είχε έλθει σε δύσκολη θέση, κατέφθασε ο Πλαπούτας με ισχυρό σώμα και χτύπησε τους Τούρκους από τα νώτα, με αποτέλεσμα αυτοί να υποχωρήσουν. Στη συνέχεια ο Κολοκοτρώνης κυνήγησε τα τουρκικά σώματα μέχρι τη Μάκρη.
Αμέσως το στρατόπεδο ανασυγκροτείται γρήγορα κάτω από την άμεση επίβλεψη του Θ. Κολοκοτρώνη, ο οποίος ενισχύει και οργανώνει τις σκοπιές, την επιμελητεία και τα ταμπούρια και τοποθετεί φρουρά 1000 ανδρών με επικεφαλής τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. Βάζει επίσης φρουρά στην απάνω Χρέπα με τους Γιάννη και Παναγιώτη Πουρνάρα, καπεταναίους από την Πιάνα, και τον Παναγιώτη Περθεριώτη, για να ειδοποιήσουν με φωτιές, αν γίνει έξοδος των Τούρκων από την Τρίπολη. Το σύνθημα είναι: τρεις φωτιές, πηγαίνουν για τα Βέρβαινα, δυο φωτιές, για το Βαλτέτσι και μία, για το Λεβίδι. Έτσι με τις φωτιές και τις ντουφεκιές από ράχη σε ράχη θα ειδοποιηθούν όλα τα στρατόπεδα του Μοριά και θα τρέξουν σε βοήθεια. Στο Βαλτέτσι οργανώνεται τώρα προσεκτικά η άμυνα αφού καταφθάνουν στο προς ενίσχυση και άλλα ελληνικά σώματα από τις γύρω περιοχές. Στο πρώτο ταμπούρι οχυρώνονται ο Ηλίας και ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης με όλους τους Μανιάτες. Στο δεύτερο ο Μητροπέτροβας, ο Παπατσώνης, ο Κεφάλας, ο δεκαεφτάχρονος Γιάννης Μαυρομιχάλης, ο Παν. Κατριβάνος από το Ίσαρι Μεγαλόπολης και ο Θανάσης Δαγρές από τη Βρωμόβρυση Καλαμάτας, με τα παλικάρια τους. Στο τρίτο ο Ηλίας και ο Νικήτας Φλέσσας, ο Σιώρης, ο Τουρκολέκας και παλιοί Λιονταρίτες και άλλοι Γορτύνιοι. Στην εκκλησιά οχυρώνονται οι Μπουραίοι, ο Τσαλαφατίνος, ο Κυριάκος, πολλοί Τριπολιτσιώτες κ.ά.
Ο Αναγνωσταράς νικά τους Τούρκους στο Βαλτέτσι
Τη νύχτα στις 12 Μαΐου  ο Κεχαγιάμπεης ξεκινάει από την Τρίπολη επικεφαλής ισχυρότατης δύναμης 12.000 Τουρκαλβανών για να ξαναχτυπήσει τους Έλληνες στο Βαλτέτσι. Το σχέδιό του είναι να πορευτεί στο Βαλτέτσι και να σκορπίσει τους Έλληνες, από εκεί να κατευθυνθεί στη Μεσσηνία και να υποτάξει τη Μάνη, επιβάλοντας έτσι τη κυριαρχία του σε όλο το Μοριά. Χώρισε τις δυνάμεις του σε πέντε τμήματα. Τρία από αυτά ξεκίνησαν από Τρίπολη, Καλογεροβούνι (στη θέση Καλογερικό) και τις Αραχαμίτες, ένα έμεινε σαν εφεδρεία στο Φραγκόβρυσο για να αποτρέψει τυχόν ενισχύσεις που θα κατέφθαναν από το στρατόπεδο των Βερβαίνων και μια οπισθοφυλακή εφοδιασμένη με 4 κανόνια που εκινείτο αργά προς την περιοχή του Βαλτετσίου. Οι Έλληνες φρουροί της απάνω Χρέπας βλέπουν τα εχθρικά στρατεύματα κι αμέσως με δυο φωτιές ειδοποιούν στον Κολοκοτρώνη ότι οι Τούρκοι πορεύονται για το Βαλτέτσι.
Το κυρίως τουρκικό σώμα υπό τον Ρουμπή αποτελείται από Βουρδουνιώτες και Φαναριώτες και κινείται βιαστικά για να χτυπήσει τους Έλληνες, πριν έλθει βοήθεια από την Πιάνα και το Χρυσοβίτσι. Ο Κεχαγιάμπεης από τον κάμπο παρακολουθεί τη μάχη επικεφαλής του 3.000 ιππέων.
Στο Βαλτέτσι βρίσκονται 2.300 Έλληνες που περιμένουν στις θέσεις τους. Γενικός αρχηγός, ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης κρατάει με τον ανιψιό του τον προμαχώνα του Χωματοβουνιού. Σους άλλους προμαχώνες βρίσκονται οι Μητροπέτροβας, Ηλ. Μαυρομιχάλης, Κεφάλας, Ν. Φλέσσας κι άλλοι. Ο Κολοκοτρώνης από το Χρυσοβίτσι, βλέπει τις φωτιές της απάνω Χρέπας κι αμέσως σημαίνει συναγερμό. Στέλνει ταχυδρόμους σε όλα τα στρατόπεδα και τα χωριά και καβαλαραίους στο Βαλτέτσι ειδοποιώντας πως οι Τούρκοι πορεύονται για το Βαλτέτσι. Ειδοποιεί τον Πλαπούτα στην Πιάνα κι άλλους οπλαρχηγούς να βαδίσουν για το Βαλτέτσι. Και ο ίδιος με 800 άντρες κατευθύνεται προς τα εκεί. Στέλνει επίσης τον καβαλάρη Θοδωρή Καρδάρα με μια σημαία για να βγει στ' αγνάντια, να τον δουν οι κλεισμένοι στους προμαχώνες και να εμψυχωθούν.
Το τουρκικό σώμα υπό τον Ρουμπή πλησιάζει τις θέσεις των Ελλώνων στο Βαλτέτσι και τους ζητά μάταια να παραδοθούν. Τότε ο Ρουμπής επιτίθεται στο ταμπούρι του Μητροπέτροβα και των Μεσσηνίων και η μάχη αρχίζει. Ο Ρουμπής θα στείλει 14 σημαιοφόρους του για να καρφώσουν τις σημαίες στα ταμπούρια των Ελλήνων, χωρίς όμως επιτυχία, αφού όλοι σκοτώνονται από τα τουφέκια των Ελλήνων. Ο Ρουμπής αραιώνει το σώμα του και κυκλώνει τα ταμπούρια των Ελλήνων, κυριεύοντας τη βρύση και τα πηγάδια του χωριού. Οι Έλληνες αντιστέκονται με αποφασιστικότητα και σθένος. Ο Ρουμπής ρίχνει τότε όλες του τις δυνάμεις στη μάχη και αποκόπτει την επικοινωνία ανάμεσα στα ελληνικά ταμπούρια. Οι Έλληνες όμως κρατούν και ο Ρουμπής ευρισκόμενος σε δύσκολη θέση, ζητάει ενισχύσεις από τον Κεχαγιάμπεη. Τη στιγμή εκείνη καταφτάνει ο Κολοκοτρώνης από το Χρυσοβίτσι με 700 άνδρες και πλαγιοκοπεί με επιτυχία τους Τούρκους. Ο Ρουμπής βρίσκεται ανάμεσα σε δυο πυρά και είναι έτοιμος για υποχώρηση, αλλά την τελευταία στιγμή φθάνει η βοήθεια από τον Κεχαγιάμπεη. Ο Κολοκοτρώνης το αντιλαμβάνεται και μοιράζει τους άντρες του στα δύο. Οι μισοί χτυπούν τις ενισχύσεις και οι άλλοι μισοί τον ίδιο. Η μάχη είναι σκληρή, κι οι δυο πολεμούν με πείσμα.
Το απόγευμα φτάνουν ο Πλαπούτας με 800 άνδρες, που από παραπειστική κίνηση των Τούρκων είχε κατευθυνθεί προς το Λεβίδι αλλά ειδοποιήθηκε έγκαιρα,.ο Δεληγιάννης και ο Στ. Δημητρακόπουλος από την Πιάνα και το Διάσελο και μπαίνουν στη μάχη σφυροκοπώντας τους Τούρκους από μπροστά, από πίσω και από τα πλάγια. Οι κλεισμένοι στα ταμπούρια χαιρετίζουν με ομοβροντίες την άφιξη των συμπολεμιστών τους. Ο Κεχαγιάμπεης στέλνει και νέες ενισχύσεις στον Ρουμπή και οι Τούρκοι κάνουν νέα επίθεση στα ταμπούρια, αλλά οι Έλληνες αντιστέκονται γενναία. Πεισμωμένοι οι Τούρκοι ρίχνουν με τα κανόνια, αλλά πολλές οβίδες πέφτουν στο σώμα του Ρουμπή είτε από ανωμαλίες του εδάφους είτε από κακό χειρισμό.
Ο Κολοκοτρώνης, από την ψηλότερη ράχη (που από τότε λέγεται "του Κολοκοτρώνη το βουνό") αναπτερώνει το ηθικό των Ελλήνων φωνάζοντας με τη βροντερή φωνή του, "Μπάρμπα - Μήτρο, βαστάτε γερά, έρχεται ο Κολοκοτρώνης με 10.000. Έρχεται κι ο Πετρόμπεης μ' όλους τους Μανιάτες. Έρχεται κι ο Κανέλλος. Βαστάτε και σας φέρνουμε απ' όλα". Με το σούρουπο η μάχη συνεχίζεται πεισματικά και από τα δυο μέρη, χωρίς κανείς να αφήνει τις θέσεις του. Τη νύχτα ο Κολοκοτρώνης με μερικούς ψυχωμένους άντρες θα φτάσει στα ταμπούρια για να ενισχύει τους αγωνιστές με τρόφιμα και πολεμοφόδια και να τους εμψυχώσει. Αφού δώσει τα εφόδια φεύγει πάλι νύχτα.
Τα χαράματα της επομένης καταφθάνουν και άλλες ελληνικές δυνάμεις και η μάχη ξαναρχίζει. Οι Τούρκοι ρίχνονται με μανία κατά των ταμπουριών, αλλά οι Έλληνες αντιστέκονται γενναία και αποκρούουν όλες τις τουρκικές επιθέσεις. Ο Ρουμπής κινδυνεύει. Από μπροστά τον χτυπούν οι Έλληνες που είναι στα ταμπούρια, από πίσω κι από τα πλάγια τον σφυροκοπούν ο Κολοκοτρώνης, ο Πλαπούτας κι άλλοι οπλαρχηγοί. Οι Τούρκοι χρησιμοποιούν και πάλι το πυροβολικό τους, αλλά αποτυγχάνουν.
Η μάχη αυτή κράτησε 23 ώρες. Ο Κεχαγιάμπεης βλέποντας ότι θα κυκλωθεί ο Ρουμπής και πληροφορούμενος ότι καταφθάνουν ελληνικές δυνάμεις από το στρατόπεδο των Βερβαίνων, δίνει το σύνθημα της γενικής υποχώρησης. Ο Κολοκοτρώνης αντιλαμβάνεται την υποχώρηση των Τούρκων και διατάζει γενική αντεπίθεση, φωνάζοτας: "Έλληνες, οι Τούρκοι θα φύγουν, ριχτείτε επάνω τους". Με την επίθεση των Ελλήνων μαχητών, η αρχική υποχώρηση των τουρκικών δυνάμεων μετατράπηκε σε άτακτη φυγή. Οι Τούρκοι κυνηγημένοι από τους Έλληνες κατευθύνθηκαν προς την Τρίπολη, κατηφορίζοντας πανικόβλητοι την χαράδρα, πετώντας τα όπλα τους για να καθυστερήσουν τους Έλληνες και για να επιταχύνουν τη φυγή τους. Ο Κολοκοτρώνης παρακολουθώντας το κυνηγητό των Τούρκων, βλέπει ότι πλησιάζουν στον κάμπο όπου οι Έλληνες κινδυνεύουν από το εχθρικό ιππικό, και φωνάζει δυνατά: "Έλληνες, γυρίστε πίσω, αφήστε Τούρκους για να 'χουμε να σκοτώσουμε κι άλλη μέρα". Οι Έλληνες πειθαρχούν και ανακόπτουν την επίθεση.
Μετά από 23 ώρες μάχης η νίκη των Ελλήνων ήταν περιφανής. Οι Τούρκοι υπέστησαν βαρύτατες απώλειες, 514 νεκρούς και πολλούς τραυματίες. Οι Έλληνες είχαν ελάχιστες - μόλις 7 νεκροί και λίγοι τραυματίες - ενώ κυρίευσαν πολλά τουφέκια που άφησαν οι Τούρκοι κατά τη φυγή τους. Με τα τουφέκια αυτά οπλίζονται 4.000 Έλληνες. Οι Τούρκοι άφησαν ακόμα 4 πεδινά κανόνια, πολλά πολεμοφόδια, πολλές σκηνές, άφθονα ρούχα και 18 σημαίες.
Η μάχη αυτή σε συνδυασμό με τις άλλες νικηφόρες μάχες πού δόθηκαν στην περιοχή (Γράνας, Βερβαίνων, Δολιανών και Λεβιδίου), δυνάμωσε το ηθικό των επαναστατών και έμελε να προετοιμάσει την άλωση της Τρίπολης αφού ανάγκασε τους Τούρκους να μην ξαναβγούν από την πολιορκούμενη πόλη. Ο Κ. Δεληγιάννης, που έζησε τον καπνό της μάχης, γράφει: "Αυτή η ένδοξος νίκη ήταν η κρίσις της Ελληνικής Επαναστάσεως και εις αυτήν χρεωστείται η ανεξαρτησία της πατρίδος καθ' ότι ενεθάρρυνε και εμψύχωσε τους Έλληνας".
Η νίκη του Βαλτετσίου και η κατάληψη της Τριπολιτσάς πέρασε στη δημοτική μούσα με το τραγούδι:
"Τι έχεις, καημένε κόρακα, που σκούζεις και φωνάζεις;
Μήπως διψάς για αίματα, για τούρκικα κεφάλια;
Πέρασε από τα Τρίκορφα και σύρε στο Βαλτέτσι,
όπου είν' ο τόπος δυνατός και δυνατά ταμπούρια,
εκεί θα βρεις τα αίματα, τα τούρκικα κεφάλια,
Τρία μπαϊράκια κίνησαν από μέσα από τη χώρα,
το ένα πάει στα Τρίκορφα, τ' άλλο στους Αραχαμίτες,
κι αυτός ο Κεχαγιάμπεης πηγαίνει στο Βαλτέτσι.
Ο Κυριακούλης του μιλάει κι ο Μπεζαντές του λέει:
"Πού πας, βρε Κεχαγιάμπεη, τ' Αλή πασά κοπέλι;
Εδώ δεν είναι Κόρινθος, δεν είναι Πέρα Χώρα,
δεν είναι τ' αργίτικα κρασιά, του Μπέλεση τα κριάρια.
Εδώ είν' ορδή Καρύταινας, μανιάτικο ντουφέκι,
Κολοκοτρώνης αρχηγός με το Μαυρομιχάλη".
Αφήστε τα ντουφέκια σας και βγάλτε τα σπαθιά σας
βάλτε τους Τούρκους εμπροστά, σαν πρόβατα, σαν γίδια".

Πηγή:http://arcadia.ceid.upatras.gr/arkadia/arcadia-hist/topics/vwd_justso.htm