Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΣΤΟΡΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΣΤΟΡΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2014

Σκιαδικά:Η εξέργερση της νεολαίας του 1859

Το διήμερο 10 και 11 Μαΐου του 1859 έμεινε στην ιστορία για τα επεισόδια που σημειώθηκαν ανάμεσα σε φοιτητές και αστυνομία στην Αθήνα, γνωστά και ως «Σκιαδικά».

Όλα ξεκίνησαν από τον τότε υπουργό Εξωτερικών, Αλέξανδρο Ρίζο Ραγκαβή. Ο Ραγκαβής τόνιζε την ανάγκη στήριξης της εγχώριας παραγωγής και, ως παράδειγμα, έλεγε πως οι Έλληνες θα πρέπει να επιλέγουν να φορούν τα ντόπια ψάθινα καπέλα, τα λεγόμενα «σκιάδια», που κατασκευάζονταν στη Σίφνο και όχι τα εισαγόμενα από το εξωτερικό. Ο γιος του ακολούθησε τη συμβουλή του πατέρα του και εκείνος και η παρέα του άρχισαν να φορούν τα σκιάδια στις βόλτες τους στο Πεδίο του Άρεως.
Τα σκιάδια έγιναν γρήγορα σήμα κατατεθέν της προοδευτικής νεολαίας της Αθήνας, των «Γαριβαλδινών», που έτσι δήλωνε την αντίθεσή της στον Όθωνα. Στον αντίποδα, η καθεστωτική νεολαία («Αυστριακοί») φορούσε άσπρα ψηλά καπέλα. Η αστυνομία χαρακτήριζε όσους φορούσαν σκιάδια ως συνωμότες.
Την Κυριακή 10 Μαΐου στο Πεδίο του Άρεως μπροστά στο βασιλικό ζεύγος και ενώ έπαιζε η στρατιωτική μπάντα εμφανίζονται ομάδες νέων φορώντας τα ψάθινα καπέλα από τη Σίφνο. Εισαγωγείς καπέλων θέλοντας να διακωμωδήσουν τους νεαρούς έστειλαν υπαλλήλους τους να εμφανιστούν με κουρελιασμένα σκιάδια με γαλανόλευκες κορδέλες. Πολύ γρήγορα δημιουργήθηκε ένταση μεταξύ των δύο ομάδων και αμέσως «...ο διευθυντής της αστυνομίας διέταξεν τους κλητήρας του να επιτεθούν κατά των μαθητών, εξ ών τινάς συνέλαβον δια να τους φυλακίσωσι» όπως γράφει η εφημερίδα «Αυγή» μία ημέρα μετά.
Η ένταση μεταφέρεται στα Εξάρχεια. Όπως γράφει ο Άλκης Ρήγος στην Αυγή το 2007, «οι ξυλοδαρμένοι πολιορκούν το αστυνομικό τμήμα της Νεάπολης και απαιτούν την αποφυλάκιση των τριών συναδέλφων τους που έχουν συλληφθεί χτυπιούνται και πάλι άγρια, υποχωρούν προς το κέντρο της πόλης ανασυγκροτούνται στο θρυλικό καφενείο «Η Ωραία Ελλάς» στη διασταύρωση Ερμού και Αιόλου, από όπου «ανήλθον την οδό Ερμού ...εις διαδήλωσιν κατά των ανακτόρων, επιζητούντες την απόλυσιν των συλληφθέντων και την παύσιν του διευθυντού της αστυνομίας Δημητριάδου».
Οι διαδηλώσεις συνεχίζονται και την επόμενη ημέρα. Μαθητές, φοιτητές και πλήθος κόσμου συγκεντρώθηκαν στα Προπύλαια και με πορεία έφτασαν στο υπουργείο Εσωτερικών ζητώντας από τον τότε υπουργό Κωνσταντίνο Προβελέγγιο πάλι την παύση του αστυνομικού διευθυντή Αθηνών Δημητριάδη και την απελευθέρωση των συλληφθέντων. Μην έχοντας μία θετική απάντηση από τον Προβελέγγιο, παρά μόνο μια δέσμευση ότι θα εξετάσει το αίτημά τους, οι διαδηλωτές ζήτησαν ακρόαση από τον Όθωνα. Όταν κι εκείνος αρνήθηκε η κατάσταση ήταν ήδη τεταμένη.
Στη διαδήλωση συμμετέχουν πια «όλαι αι τάξεις της κοινωνίας από του γερουσιαστού, κτηματίου και μεγαλεμπόρου μέχρι του τελευταίου χειρώνακτος» σύμφωνα με τον αντιπολιτευόμενο Τύπο. Όπως αναφέρει ο Α. Ρήγος, η σύγκρουση γενικεύεται μέχρι αργά την νύκτα οπότε και οι διαδηλωτές - μεταξύ των 4 και 10 χιλιάδων - μετά από παρέμβαση του Κωνσταντίνου Κανάρη υποχωρούν στο χώρο των Προπυλαίων Ακολουθεί η πρώτη κατάληψη του Πανεπιστημιακού κτιρίου.
Λίγο αργότερα ο στρατός και η χωροφυλακή εισβάλουν πυροβολώντας στο Πανεπιστήμιο. «Ακολουθούν συγκρούσεις σώμα με σώμα που αφήνουν βαριά τραυματισμένους δύο φοιτητές και καταλήγουν σε κατάληψη τμήματος του Πανεπιστημίου από τις δυνάμεις ...της τάξης», αναφέρει ο Α. Ρήγος.
Τα παραπάνω προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις. Ο γερουσιαστής Δημήτριος Χρηστίδης χαρακτηρίζει την έφοδο του στρατού στο Πανεπιστήμιο ως πράξη «κατά του ασύλου των επιστημών» καθώς το Πανεπιστήμιο είναι «ναός του πνεύματος» και πρέπει να απολαμβάνει το προνόμιο του απαραβίαστου για τους πάντες. Ήταν μία από τις πρώτες αναφορές στη χώρα μας για το πανεπιστημιακό άσυλο.
Η αγορά κλείνει, κόσμος συγκεντρώνεται στο Πανεπιστήμιο ως ένδειξη συμπαράστασης ενώ η αστυνομία προχωρά σε συλλήψεις. Το υπουργικό συμβούλιο συνεδριάζει υπό την προεδρία του πρωθυπουργού Αθανάσιου Μιαούλη και σε μια προσπάθεια να εκτονώσει την κατάσταση απομακρύνει από τη θέση του τον αστυνομικό διευθυντή και απελευθερώνει τους τρεις συλληφθέντες του Πεδίου του Άρεως. Την ίδια στιγμή ωστόσο, η κυβέρνηση παραπέμπει 38 άτομα κάθε κατηγορίας σε δίκη ως πρωταίτιους των ... «στασιαστικών ενεργειών», όπως τονίζει ο Α. Ρήγος.
Ο Υπουργός Παιδείας Χ. Χριστόπουλος αποφασίζει να κλείσει το Πανεπιστήμιο και να εγκατασταθεί στο εσωτερικό του στρατιωτική φρουρά. Το απόσπασμα παρέμεινε στο χώρο του Πανεπιστημίου μέχρι τις 16 Μαΐου.
Τα «Σκιαδικά» αποτέλεσαν την πρώτη δυναμική εκδήλωση του φοιτητικού κόσμου κατά των μεθόδων του καθεστώτος. Ένα ευρύτερο κίνημα νεολαίας εμφανίζεται δυναμικά στην πολιτική σκηνή στο οποίο -όπως παρατηρεί ο Α. Δημαράς- εμφανίζονται όλα εκείνα τα στοιχεία που θα συναντάμε από δω και πέρα σε κάθε φοιτητική εξέγερση, μέχρι τις μέρες μας. 
Πηγή:tvxs


Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2014

Ο τελευταίος λόγος του Σαλβατόρ Αλιέντε



Ο Σαλβαδόρ Αγιέντε, (Salvador Allende Gossens, 1908-1973) ήταν πολιτικός και πρώτος μαρξιστής Πρόεδρος της Χιλής την περίοδο 1970-1973.



Στις 11 Σεπτέμβρη του 1973, ο πρόεδρος της Κυβέρνησης Λαϊκής Ενότητας της Χιλής,  Σαλβαντόρ Αλιέντε, βρίσκεται νεκρός. Αυτοκτόνησε (πολλοί λένε ότι δολοφονήθηκε) καθώς οι δυνάμεις του - με τη στήριξη των Αμερικάνων - δικτάτορα, Αουγούστο Πινοσέτ, πολιορκούσαν το προεδρικό μέγαρο. 

Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2014

"Σάλπιγξ" η πρώτη επίσημη ελληνική εφημερίδα...

Η «Σάλπιγξ Ελληνική» ήταν το πρώτο δημοσιογραφικό έντυπο που εκδόθηκε στην Ελλάδα, το οποίο μάλιστα αρνήθηκε την προληπτική λογοκρισία.

*Του Τάσου Κ. Κοντογιαννίδη

Στις 3 Αυγούστου 1821, σαν σήμερα, οι Έλληνες επαναστάτες κρατούσαν με υπερηφάνεια στα χέρια τους, σαν ευαγγέλιο, την εφημερίδα « Σάλπιγξ Ελληνική», που συμβόλιζε με τον τίτλο της το σάλπισμα της ελευθερίας προς τους υπόδουλους. Στην προμετωπίδα της απεικονίζετο η πτεροφόρος νίκη και σε κύριο άρθρο η προκήρυξη του Αλέξανδρου Υψηλάντου: «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος… η ώρα ήλθεν ώ άνδρες ΄Ελληνες!...»

Είναι απορίας άξιο, το φαινόμενο ενός λαού, που ενώ πρόκειται να συγκρουσθεί με τις ισχυρές Οθωμανικές δυνάμεις, αισθάνεται και την ανάγκη της δημοσιογραφίας και μάλιστα «ελευθέρας, οργάνου καθαρώς των επιθυμιών του». Έτσι, τέσσερις μήνες μετά την κήρυξη της Επανάστασης, τον Αύγουστο του 1821, κυκλοφορεί ανάμεσα στους Ελεύθερους Έλληνες ελληνική εφημερίδα!

Θα αναρωτηθούν πολλοί, πώς βρέθηκαν μέσα σε εκείνη την επαναστατημένη ατμόσφαιρα, τυπογραφεία και τυπογράφοι. Ιδού η εξήγηση. Όταν ο Δημήτριος Υψηλάντης ήρθε από την Τεργέστη στην Ελλάδα ως αντιπρόσωπος του γενικού επιτρόπου αδελφού του Αλεξάνδρου, θεώρησε καλό, αντί για πολεμοφόδια να φέρει στους επαναστάτες ένα τυπογραφείο. Το αγόρασε στη Βενετία. και το έφερε μέσω Ύδρας στην Τρίπολη, στο στρατόπεδο των επαναστατών. Αλλά ποιος θα έβγαζε την εφημερίδα; Λόγιοι κατέφθαναν και ήταν ικανοί να συντάξουν περίφημα κείμενα, αλλά τυπογράφοι; Ώσπου ήρθε το φως εξ ανατολών….

Το πρώτο πιεστήριο που χρησιμοποίησε το εθνικό τυπογραφείο.

Οι μικρασιατικές Κυδωνίες εξασφαλίζουν τυπογραφείο

Στα παράλια της Μικράς Ασίας, υπήρχε η ελληνική ευημερούσα πόλη Κυδωνίες, στην οποία είχε στείλει ο Φερμέν Ντιντώ από το Παρίσι το 1819 ελληνικό τυπογραφείο για να εκδώσει ελληνικά βιβλία. Όταν όμως κηρύχτηκε η Επανάσταση, οι Κυδωνίες κατεστράφησαν και ο πληθυσμός της κατεσφάγη από τους Τούρκους. Ένας τυπογράφος ονόματι Κων. Τόμπρας κατόρθωσε να διαφύγει στην Πελοπόννησο και ήταν ακριβώς εκείνο που έλειπε για να εκδώσει με βοηθό του τον Αναστάσιο Νικολαΐδη εφημερίδα στην επαναστατημένη Ελλάδα.

«Σάλπιγξ Ελληνική» ο τίτλος της πρώτης εν Ελλάδι εφημερίδος

Το Τυπογραφείο μεταφέρθηκε αμέσως στην Καλαμάτα και ανετέθη από τον Υψηλάντη στον εκδότη του «Λογίου Ερμή» Θεόκλητο Φαρμακίδη η έκδοση εφημερίδας. Έτσι εκδόθηκε η «Σάλπιγξ Ελληνική» που όπως σημειώνει ο ιστορικός Απ. Δασκαλάκης, δίπλα στον τίτλο του είχε το επίκαιρο για τη στιγμή εκείνη ομηρικό ρητό «Είς οιωνός άριστος, αμύνεσθε περί πάτρης». Και κάτω: «Εν Καλαμάτα έτει α’ της Ελευθερίας, εκ της εθνικής τυπογραφίας».


Ο λόγιος-Αρχιμανδρίτης Θεόκλητος Φαρμακίδης, διευθυντής της εφημερίδας που αρνήθηκε την προληπτική λογοκρισία.

«Εις τα όπλα! Η Ελλάς μας προσκαλεί»

Στη δεύτερη σελίδα, με τον τίτλο «Ανακήρυξις» δικαιολογεί ως εξής την έκδοση της πρώτης ελληνικής εφημερίδος: «Εις τας παρούσας περιστάσεις της Ελλάδος, ότε το Ελληνικόν γένος μη υποφέρον τον βαρύν της τυραννίας ζυγόν, τον οποίον έφερεν αναξίως αιώνας ολοκλήρους, απεφάσισεν υπό την προστασίαν της θείας προνοίας να πιάση τα όπλα για να αναλάβη την οποίαν απώλεσεν αυτονομίαν, είναι αναγκαιοτάτη και εφημερίς εις την Ελλάδα εκδιδομένη.» Και σημείωνε: «Ας καλέσωμεν ώ ανδρείοι και μεγαλόψυχοι ΄Ελληνες την ελευθερίαν εις την κλασσικήν γήν της Ελλάδος… Εις τα όπλα! Η Ελλάς μας προσκαλεί!»


Δημήτριος Υψηλάντης έφερε το τυπογραφείο και εκδόθηκε στην επαναστατημένη Ελλάδα η πρώτη εφημερίδα

Στην έκδοση της εφημερίδας υπήρξαν και εξελίξεις. Ο χρονογράφος Φιλήμων αναφέρει, ότι ο Φαρμακίδης αποχώρησε της διευθύνσεως διότι «δεν ενέδωκεν εις το δεσποτικόν μέτρον της προεξετάσεως…». Με άλλα λόγια αρνήθηκε την προληπτική λογοκρισία στην εφημερίδα που εκδιδόταν με άδεια του Υψηλάντη «και μη υπαρχόντων εισέτι νόμων περί Τύπου είναι φυσική η απαίτησις του αρχηγού όπως ελέγχει εις τας κρισίμους εκείνας στιγμάς τα γραφόμενα εις εφημερίδα εκδιδομένη, εις το μοναδικόν εθνικόν τυπογραφείον δι εξόδων δημοσίων και χάριν της κοινής ελληνικής ιδέας…».
Μια παρεξήγηση καθιστά το τυπογραφείο… θύμα πολέμου

Εξεδόθησαν μόνο τρία φύλλα της εφημερίδας, την 1, 15η και 25η Αυγούστου 1821. Δημοσιεύτηκαν ειδήσεις με νίκες των Ελλήνων, επαίνους για τις αρετές τους, ενώ υπήρξε και προκήρυξη προς τις ευρωπαϊκές αυλές για την αφύπνιση των συνειδήσεων και τη δημιουργία φιλελληνικού ρεύματος. Μετά, το τυπογραφείο μεταφέρθηκε από την Καλαμάτα στην έδρα της κυβερνήσεως στην Τρίπολη, όπου ετυπώθη το πρώτο πολίτευμα που ψήφισε η Εθνοσυνέλευση των Ελλήνων στην Επίδαυρο την 1-1-1822. Λίγους μήνες μετά σταμάτησε η έκδοση και τον Ιούλιο του 1822 όταν ο Δράμαλης κατέλαβε την Κόρινθο, βρήκε εκεί το τυπογραφείο, το πέρασε για…. οπλικό σύστημα και το κατέστρεψε!


*Ο Τάσος Κοντογιαννίδης είναι δημοσιογράφος και ιστορικός ερευνητής.
Πηγή:Pontos-News.GR

Δευτέρα 25 Αυγούστου 2014

Γαύδος το νησί των εξορίστων...

Εξόριστοι στο «νησί του θανάτου»

 Ήταν 30 του Μάη του 1933, όταν είδε το φως της δημοσιότητας η δραματική έκκληση των 30 εξόριστων κομμουνιστών της Γαύδου, με την οποία ζητούσαν από τους εργαζόμενους –πέρα από την άμεση οικονομική ενίσχυση τους, για να μην πεθάνουν από τις αρρώστιες και την πείνα– ν’ αγωνιστούν μαζί τους για την κατάργηση της Γαύδου ως τόπου εξορίας, για τη γενική αμνηστία στους φυλακισμένους!  Του Δημήτρη Δαμασκηνού, εκπαιδευτικού Δ.Ε. – ιστορικού.

Σήμερα βέβαια η Γαύδος δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τους υπόλοιπους, ελκυστικούς εκδρομικούς προορισμούς που υπάρχουν στην Κρήτη. Αντίθετα πολλοί την προτιμούν ως εναλλακτικό τόπο διακοπών και την επισκέπτονται κυρίως το καλοκαίρι, γιατί απολαμβάνουν τις ομορφιές του νησιού και τη φυσικότητα του τοπίου, μακριά από τους ασφυκτικά δομημένους χώρους και τους ενοχλητικούς θορύβους της πόλης, μπορώντας μέσα στη βραδινή σιγαλιά ν’ αφουγκραστούν την απεραντοσύνη του Λιβυκού Πελάγους.

Πριν 81, ωστόσο, χρόνια η κατάσταση ήταν κάπως… διαφορετική. Τότε αυτό το έρημο, ορεινό και άγονο νησί, όπου σπάνιζαν οι άνθρωποι, τα δέντρα και τα ζα (1) , αυτό το ξερονήσι που παρήγαγε μόνο θανατηφόρους σκορπιούς, στο οποίο πέθαναν αρκετοί εξόριστοι κομμουνιστές από την πείνα, τις στερήσεις και τις αρρώστιες, είχε δίκαια τη φήμη πως ήταν το «νησί του θανάτου» (2), αφού στη Γαύδο λειτούργησε στο Μεσοπόλεμο, από το 1929 έως το 1941, η πιο σκληρή εκτόπιση.



Ο γραμματέας των αρτεργατών Τσαπώνης, εξόριστος στη Γαύδο το 1935

Σε κανένα άλλο νησί η απομόνωση από τον έξω κόσμο δεν ήταν τόσο ολοκληρωτική. Η έλλειψη τροφής και η απουσία μιας στοιχειώδους υγειονομικής υποδομής συνέθεταν το αποτύπωμα της κρατικής βαρβαρότητας που άφηνε τραχιά τα σημάδια της πάνω στα σώματα των εκτοπισμένων που με την εφαρμογή του «ιδιώνυμου» το 1929 (3) άρχισαν να πληθαίνουν:
«Ξεκινώντας απ’ τις Βαστίλλες της Ελληνικής κεφαλαιοκρατίας και τις έδρες των επιτροπών ασφαλείας», θα γράψουν το Μάη του 1933 στην έκκλησή τους, «εξαντλημένοι απ’ τη πολύχρονη φυλάκιση που πλησιάζει και τους πιο γερούς στη φυματίωση, ύστερα από αναρίθμητες ταλαιπωρίες στα τμήματα μεταγωγών, διασχίζουμε με τα πόδια τη μισή Κρήτη, φορτωμένοι τις αποσκευές μας, οι περισσότεροι νηστικοί, ξενυχτάμε στα μεσαιωνικά μπουντρούμια του Ασκίφου και των Σφακιών με τις βαρειές αλυσίδες, το βαθύ σκότος και τα νερά. Κι ό,τι απ’ τις δυνάμεις μας δεν έχει εξαντλήσει ο δρόμος έρχεται ν’ αποτελειώσει η πολυήμερη πείνα κι’ αναμονή στα Σφακιά ώσπου το καΐκι να μας ξεμπαρκάρει στη μαύρη Γαύδο» (4).

Αφόρητη ήταν η πείνα και η απομόνωση στο νησί:

«Μ’ ένα επίδομα 10 δραχμών που δεν το παίρνουν ούτε οι μισοί, είμαστε αναγκασμένοι σε υπερβολικά εξογκωμένες τιμές ν’ αγοράζουμε ό,τι μπορούμε για να ικανοποιήσουμε για μια στιγμή τις ανάγκες μας…

Το καΐκι που θα μας συνδέσει με τον άλλο κόσμο έρχεται κάθε 8 μέρες κι’ αυτό όταν θα το επιτρέψει ο καιρός. Οι πείνες που δοκιμάζουμε εξαιτίας του, πολύ συχνά μια μέρα τη βδομάδα και πολλές μέρες στα τέλη του μήνα μας εξαντλούνε ακόμα περισσότερο. Αναγκαζόμαστε να τρώμε κεδρόκοκα για να χορτάσουμε την πείνα μας παρ’ όλο τον κίνδυνο που διατρέχουμε – και πολλοί από μας δεν τον ξέφυγαν – να βγάζουμε αίμα.

Τα ρούχα μας, τα παπούτσια μας φθείρονται στο δρόμο, που κάνουμε για τη μεταφορά των τροφίμων χωρίς να μπορούμε να τ’ αντικαταστήσουμε. Ο αριθμός των ξυπόλητων και των γυμνών μεγαλώνει. Μια και μιάμιση ώρα θέλουμε για να μεταφέρουμε τα τρόφιμα – 25 με 30 οκάδες βάρος καθένας – ως την τρώγλη που μένουμε. Πολλοί λυγίζουν στο δρόμο» (5) .

Μα δεν τελειώνουν τα βάσανά τους εκεί, αφού από την αφόρητη ζέστη του καλοκαιριού και το τροπικό κλίμα όλοι οι εξόριστοι είναι άρρωστοι, κύρια από τη γαυδιώτικη ελονοσία, καθώς ο οργανισμός τους παλεύει νηστικός, χωρίς φάρμακα, χωρίς γιατρό:

«Κι’ ακόμα δεν ήρθε το καλοκαίρι, δεν ήρθαν οι ζέστες, δεν άρχισε ο λίβας να φυσάει. Και προ πάντων δεν άρχισαν ακόμα να βουίζουν τα κουνούπια. Πώς θα τα βγάλουμε πέρα; Πόσους Καραντεμίρηδες θα θρηνήσει φέτος η εργατική τάξη; Πώς θα αντιμετωπίσουμε όλη αυτή την κατάσταση;» (6).

Ο Καραντεμίρης είχε πεθάνει από ασθένεια που του μεταδόθηκε στη Γαύδο την επόμενη μέρα της μεταφοράς του από το νησί στη φυλακή, στα Σφακιά της Κρήτης.«Καιρού επιτρέποντος», θα επιβεβαιώσουν οι εξόριστοι της Ανάφης στον Μπερτ Μπέρνς που τους επισκέφτηκε το 1935, «ένα καΐκι ταξιδεύει μια φορά τη εβδομάδα ανάμεσα στο νησί και στα Σφακιά, όπου η φυλακή είναι κρύα και ανθυγιεινή. Αντί να οδηγήσουν τον ασθενή (σ.σ. που έπασχε από τύφο) στο νοσοκομείο μόλις μεταφέρθηκε στο νησί, οι αστυνομικοί τον έκλεισαν στη φυλακή, όπου και πέθανε την επόμενη μέρα» (7). Και δεν ήταν ο μόνος νεκρός…

Και η έκκληση καταλήγει:

«Σύντροφοι στο πόδι! Στις προσπάθειες σας για την άμεση οικονομική μας ενίσχυση αγωνισθείτε για να γίνει σύνθημα της μάζας, σύνθημα εκατοντάδων χιλιάδων εργαζομένων της πόλης και του κάμπου η κατάργηση της Γαύδου, η γενική αμνηστεία στους φυλακισμένους και εξορίστους αγωνιστές της εργατικής τάξης».

Γαύδος, 15 Μάη 1933

Αυτός που πρώτος υπογράφει την έκκληση ήταν ο Τάκης Φίτσος που εξορίστηκε στη Γαύδο ήδη από το 1931. Το 1931, άλλωστε, είχε ήδη σταλεί εκεί ο Θανάσης Κλάρας (ο πρωτοκαπετάνιος του ΕΛΑΣ Άρης Βελουχιώτης) και ο Ανδρέας Τζήμας (Σαμαρινιώτης) που συνυπογράφουν την έκκληση μαζί με τον Κ. Μελίκογλου και 24 ακόμα εξόριστους (8).


Ομάδα εξόριστων στη Γαύδο στα τέλη του 1935

Η συγκλονιστική έκκληση των εξόριστων άσκησε στην εποχή της ιδιαίτερη –βέβαια- επίδραση μεταξύ των προοδευτικών εργαζομένων ενεργοποιώντας παράλληλα κι ένα ολόκληρο κίνημα αλληλεγγύης για τη σωτηρία τους. Ωστόσο, δε φαίνεται να συγκίνησε ιδιαίτερα τις κρατικές και κυβερνητικές αρχές, οι οποίες συνέχιζαν να στέλνουν σ’ αυτό το διαβολονήσι κι άλλους αγωνιστές σε όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, όχι μόνο άνδρες αλλά και πολλές νέες και μορφωμένες γυναίκες (9). Το 1932 υπήρχαν στο νησί 47 εξόριστοι (10), ενώ το ’34-35 εξορίστηκαν στη Γαύδο ο Μήτσος Παρτσαλίδης, ο Μιλτιάδης Πορφυρογένης και ο Βασίλης Μπαρτζιώτας.


Ο αριθμός των εξόριστων στη Γαύδο παρουσιάζει ανάμεσα στα 1929 έως το 1941 διακύμανση αποτυπώνοντας ως πολιτικό βαρόμετρο τον αυταρχικό κατήφορο του Μεσοπολέμου, που διεθνώς σημαδεύτηκε από την παγκόσμια καπιταλιστική οικονομική κρίση του 1929-1933, την άνοδο του φασισμού στην Ευρώπη και την απειλή ενός νέου Παγκόσμιου Πολέμου. Στο εσωτερικό σημειώνονται διαρκή στρατιωτικά κινήματα που διακόπτονται από σύντομες περιόδους επαναφοράς της κοινοβουλευτικής «νομιμότητας» με αδιάλειπτη, ωστόσο, καταδίωξη των πρωτοπόρων αγωνιστών του εργατικού κινήματος και των συνδικαλιστικών και πολιτικών τους οργανώσεων μέχρι την επιβολή της δικτατορίας του Ι. Μεταξά την 4η Αυγούστου του 1936.

Είναι αλήθεια πως η μεγάλη στροφή στη ζωή του Θανάση Κλάρα και η οργανική ένταξή του στο εργατικό κίνημα γίνεται στην Αθήνα το 1924, όταν ο μετέπειτα πρωτοκαπετάνιος του ΕΛΑΣ συνδέθηκε στενά με τον συμπατριώτη του Τάκη Φίτσο, ο οποίος στάθηκε δάσκαλός του, τον βοήθησε να ξεκαθαρίσει τις ανησυχίες του, να διευρύνει τους ορίζοντές του. Μα και στο βιβλίο του «Άρης Βελουχιώτης - Ο πρώτος του αγώνα», και ο Π. Λαγδάς χαρακτηρίζει τον Θανάση Κλάρα «μαθητή» του Φίτσου. Ο Τάκης Φίτσος και ο Θανάσης Κλάρας θα βρεθούν συνεξόριστοι στη Γαύδο το 1931-1933.

Ο Μπερτ Μπερνς, πάντως, που επισκέφτηκε το νησί στις αρχές του 1936, όταν είχε δοθεί –μετά το νόθο δημοψήφισμα για την επιστροφή του βασιλιά- αμνηστία από την κυβέρνηση Δεμερτζή βρίσκει μόνο δεκατρείς εξόριστους στο νησί (11). Σύμφωνα με μια άλλη μαρτυρία το 1936 υπήρχαν στη Γαύδο 24 εξόριστοι, οι οποίοι ωστόσο εικοσαπλασιάστηκαν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, ξεπερνώντας τους κατοίκους του νησιού (12).

Tο σωζόμενο «σπίτι του Βελουχιώτη»  στο Σαρακήνικο της Γαύδου  που έχτισε για τις ανάγκες της το 1931-1933  η πρώτη φουρνιά εξόριστων με γραμματέα
της κολλεκτίβας τον Tάκη Φίτσο. Xτίστηκε από τους ίδιους τους εξόριστους και ήταν ιδιοκτησία της Oμάδας Συμβίωσης. 

Αφημένοι από τους αρμόδιους να αργοπεθάνουν αβοήθητοι, οι εξόριστοι αντιστέκονται με αξιοθαύμαστη πειθαρχία, οργανώνοντας τη συλλογική τους ζωής μέσα από την Ομάδα Συμβίωσης Πολιτικών Εξόριστων (ΟΣΠΕ), ή αλλιώς «κολλεχτίβα», η οποία κάλυπτε όλες τις πτυχές της καθημερινότητας, από το μαγείρεμα και την καθαριότητα μέχρι τις αγροτικές εργασίες και της πολιτιστικές εκδηλώσεις (14).

Οι εξόριστοι κατασκευάζουν έναν αυτοσχέδιο χειρόμυλο και φτιάχνουν φούρνο για να ψήνουν το ψωμί, ενώ δημιουργούν κι ένα πρότυπο περιβόλι με ντομάτες σε μια ιδιόκτητη ρεματιά. Ανοίγουν καφενείο, βάζουν σε κυκλοφορία το χαρτονόμισμα της μιας δραχμής που… τυπώνουν, σφραγίζοντας κάθε σελίδα από το συνταγολόγιο του γιατρού για τη διευκόλυνση των συναλλαγών στο νησί. Κατακτούν από την αστυνομία το δικαίωμα της ελεύθερης μετακίνησης, ενώ αναλαμβάνουν διάφορες εκπαιδευτικές δραστηριότητες, κάνουν πολιτική διαφώτιση και μαθαίνουν γραφή κι ανάγνωση τους ελάχιστους εξόριστους που είναι αναλφάβητοι. Το μεγαλύτερο τους επίτευγμα, όμως, είναι πως έχτισαν στο Σαρακήνικο, μια έρημη, άνυδρη, ακατοίκητη κι ακαλλιέργητη περιοχή, το δικό τους σπίτι, για να κατοικήσουν εκεί.

Ήταν ένα δύσκολο έργο που ολοκληρώθηκε το 1933. «Οι σύντροφοι δεν διέθεταν υλικά και εργαλεία. Το σπίτι κτίστηκε από πέτρες και χώμα, χωρίς τσιμέντο και παρ’ ό,τι δεν θύμιζε και πολύ σπίτι, ήταν σαφώς καλύτερο από τις κατοικίες των χωρικών, ώστε στο νησί να αποκαλείται ‘παλάτι’» (15). Μάλιστα οι εξόριστοι, φρόντισαν να του δώσουν και τον «κρητικό ρυθμό». Δηλαδή, ακολούθησαν την αρχιτεκτονική παράδοση.
Αυτός ο άθλος θα εμπνεύσει τον νεαρό τότε Γιάννη Ρίτσο να γράψει στις «Πυραμίδες» το 1935:
Στο στομάχι του Χρυσού, το Φως πεινά
μα οι εξόριστοι στων Γαύδων τ’ ακρωτήρια
χτίζουν μέσα τους, τα νέα τους ορμητήρια,
τ’ αυριανά

Η Γαύδος ως τόπος εξορίας λειτούργησε μέχρι τις 30 του Μάη του 1941. Εκείνη τη μέρα, παρά την αυστηρή επιτήρηση δραπέτευσαν 7 εξόριστοι, μεταξύ των οποίων οι Λ. Στρίγγος, Μάρκος Βαφειάδης, Μήτσος Βλαντάς, Πολ. Δανιηλίδης (16), ενώ με την αναστάτωση που επακολούθησε τη γερμανική εισβολή, όλοι σχεδόν οι εξόριστοι διέφυγαν στην Κρήτη και αρκετοί πήραν μέρος τόσο στη μάχη της Κρήτης όσο και στην Αντίσταση.

Στο συμφωνητικό που υπογράφηκε στις 14 του Μάρτη του 1933 ανάμεσα στον ιδιοκτήτη του οικοπέδου και στους αντιπροσώπους της κολλεχτίβας των εξόριστων της Γαύδου, η δεύτερη υπογραφή (αριστερά) ανήκει στον Θανάση Κλάρα (Άρη Βελουχιώτη).
Το πρώτο είναι το ιδιωτικό συμφωνητικό, που δίνει το δικαίωμα στους εξόριστους να χτίσουν το δικό τους σπίτι στη θέση Σαρακήνικο της Γαύδου. Το δεύτερο, επίσης, συμφωνητικό καθιερώνει την καταβολή ενοικίου απ’ τους εξόριστους και ορίζει ποιος θα εκμεταλλεύεται τα προϊόντα του μικρού κήπου που δημιούργησαν (17) .


Σημειώσεις - Παραπομπές: 

1. Γκριτζώνας Κώστας, «Ομάδες Συμβίωσης», Φιλίστωρ, 2000, σελ. 32.
2. Γκριτζώνας Κώστας, ο.π. σελ. 34-35.
3. Βλ. Κούνδουρου Ρ.Σ., «Η ασφάλεια του Καθεστώτος, Πολιτικοί κρατούμενοι, εκτοπίσεις και τάξεις στην Ελλάδα 1924-74», Αθήνα, εκδ. Καστανιώτη, 1978, σελ. 74.
4. Έκκληση εξόριστων Γαύδου, Σώστε μας, σώστε μας! Μια φωνή από το νησί της Γαύδου όπου αργοπεθαίνουν οι εξόριστοί μας. Αγωνιστείτε για τη Γενική Αμνηστεία! εφημερίδα: Ο Νέος Ριζοσπάστης, Τρίτη 30 Μάη 1933, σελ. 1-2.
5. Έκκληση εξόριστων Γαύδου, Σώστε μας, σώστε μας! ο.π., σελ. 1-2.
6. Έκκληση εξόριστων Γαύδου, Σώστε μας, σώστε μας! ο.π., σελ. 1-2
7. Μπερτλς Μπερτ, «Εξόριστοι στο Αιγαίο. Αφήγημα πολιτικού και ταξιδιωτικού ενδιαφέροντος», μτφρ. Γιάννης Καστανάρας, πρόλογος-εισαγωγή Ντέιβιντ Κλόουζ - Άλκης Ρήγος, Φιλίστωρ, 2002, σελ. 162-163.
8. Έκκληση εξόριστων Γαύδου, Σώστε μας, σώστε μας! ο.π., σελ. 1-2.
9. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του παλαίμαχου δημοσιογράφου και αγωνιστή Βάσου Γεωργίου στο βιβλίο του «Η Ζωή μου», ο οποίος είχε ζήσει και ο ίδιος κρατούμενος στη Γαύδο τα χρόνια της 4ης Αυγούστου, λίγο πριν από τον πόλεμο, μεταξύ των 50 εξόριστων, οι γυναίκες ήταν 13 με 15... «Όταν βλέπει πολλές νέες αγωνίστριες στο Καστρί, στην αυλή του δίπατου σπιτιού ξαφνιάζεται. "Εδώ έχουμε γυναικοκρατία", είπε ο γραμματέας της ομάδας, γελώντας» [Βλ. Σέρβος Δημήτρης (κείμενα – φωτογραφίες), Γαύδος, Το «νησί του διαβόλου» για τους εξόριστους κομμουνιστές! Ιστορικά στοιχεία από αφηγήσεις Αύρας Παρτσαλίδου και Βάσου Γεωργίου, εφημερίδα Ριζοσπάστης, Σάββατο 28 Οχτώβρη 2000 - Κυριακή 29 Οχτώβρη 2000, σελ. 16. & Ξένου –Βενάρδου Αλίκη, ΓΑΥΔΟΣ: Εδώ έζησε η Καλυψώ! ... αλλά και γυναίκες εξόριστες, εφημερίδα Ριζοσπάστης, Κυριακή 5 Αυγούστου 2001, σελ. 18].
10. Εταιρία Διάσωσης Ιστορικών Αρχείων 1940-1974 (ΕΔΙΑ) - Υπουργείο Αιγαίου, Αιγαίο. Αρχιπέλαγος Μαρτυρίων, ο.π., σελ. 161).
11. Βόγλης Πολυμέρης, Η ζωή στις φυλακές και την εξορία τα χρόνια του Μεταξά, εφημερίδα Ελευθεροτυπία – Βιβλιοθήκη, 04/08/2006.
12. Εταιρία Διάσωσης Ιστορικών Αρχείων 1940-1974 (ΕΔΙΑ) - Υπουργείο Αιγαίου, Αιγαίο. Αρχιπέλαγος Μαρτυρίων, ο.π., σελ. 162.
13. Πηγή ΕΣΥΕ – επεξεργασία ΕΔΙΑ. Βλ. Εταιρία Διάσωσης Ιστορικών Αρχείων 1940-1974 (ΕΔΙΑ) - Υπουργείο Αιγαίου, Αιγαίο. Αρχιπέλαγος Μαρτυρίων, ο.π., σελ. 161.
14. Βόγλης Πολυμέρης, Η ζωή στις φυλακές και την εξορία τα χρόνια του Μεταξά, ο.π., 04/08/2006.
15. Μπερτλς Μπερτ, «Εξόριστοι στο Αιγαίο», ο.π., σελ. 342 - 345.
16. Γκριτζώνας Κώστας, «Ομάδες Συμβίωσης», Φιλίστωρ, 2000, σελ. 33.
17. Σέρβος Δημήτρης (κείμενα - επιμέλεια), Εξόριστοι στη Γαύδο. Γαύδος… ο.π., σελ. 19. 



Αναδημοσίευση από την εφημερίδα: "Χανιώτικα Νέα", Σάββατο, 24/05/2014 Ένθετο: Διαδρομές , σελ. 10-11.
Πηγή: momentum-gr.blogspot.gr
tvxs

Τρίτη 19 Αυγούστου 2014

Λόρδος Βύρων ο μεγάλος φιλέλληνας

Ο Τζορτζ Γκόρντον Μπάιρον, 6ος Βαρώνος Μπάιρον γνωστός στην Ελλάδα ως Λόρδος Βύρων (αγγλικά George Gordon Byron, 6th Baron Byron, Λορντ Μπάιρον), 22 Ιανουαρίου 1788 - 19 Απριλίου 1824)

 



Πριν 190 χρόνια: Ο λόρδος Βύρων στο Αργοστόλι. Του Πάνου Τριγάζη

«Οι σκλάβοι ξεσηκώθηκαν
κι εγώ θα κάνω πίσω;
το στάχυ ξαναωρίμασε
κι εγώ δεν θα θερίσω;»

«Ημερολόγιο της Κεφαλλονιάς», 19 Ιουνίου 1823
(απόδοση Δημήτρης Βαβάνης-Ρεντής)

 Λίγοι γνωρίζουν ότι ο Λόρδος Βύρων πριν φθάσει στο Μεσολόγγι (αρχές του 1824), όπου άφησε την τελευταία του πνοή για την ανεξαρτησία μιας πατρίδας που δεν ήταν η δική του, διέμεινε περίπου τέσσερις μήνες στην Κεφαλλονιά.
Πιο συγκεκριμένα, ο Μπάϊρον αποβιβάστηκε στο Αργοστόλι στις 3 Αυγούστου 1823, ακριβώς πριν 190 χρόνια, προερχόμενος από τη Γένοβα, με το πλοίο «Ηρακλής», έχοντας εξασφαλίσει την εκπροσώπηση του  Φιλελληνικού Κομιτάτου του Λονδίνου, το οποίο είχε ήδη πετύχει το πρώτο σημαντικό δάνειο προς την επαναστατημένη Ελλάδα.
Σε σύγκριση με την πρώτη επίσκεψή του στην Ελλάδα (1809-1811), την οποία άρχισε σε ηλικία 21 ετών, ο Λόρδος Βύρων ήταν το 1823 διάσημος ποιητής και κατασταλαγμένος πολιτικά υπέρ των ιδεών του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης.
Στην Ιταλία είχε δράσει, επισκεπτόμενος διάφορες πόλεις επί έξι χρόνια, μέσα από το επαναστατικό κίνημα των Καρμπονάρων, δημιουργώντας με τη δράση του ισχυρούς «πονοκεφάλους» στις υπηρεσίες του Μέτερνιχ, που είχαν τον «επικίνδυνο» Λόρδο Βύρωνα υπό συνεχή παρακολούθηση.
Στη Γένοβα είχε χάσει, από πνιγμό στον Κόλπο Λερίτσι, τον στενό του φίλο, ομοϊδεάτη και ομότεχνό του Πέρσυ Σέλλεϊ, ο οποίος τον είχε μυήσει στην υπόθεση της ελληνικής ανεξαρτησίας και στο κίνημα των Φιλελλήνων, που ήδη αναπτυσσόταν στην Ευρώπη.
Στην Κεφαλλονιά, ο Μπάϊρον έμεινε τον περισσότερο χρόνο στα Μεταξάτα, ενδιάμεσα ενημερωνόταν για την πορεία της Επανάστασης και για τα προβλήματα που είχαν προκύψει από τις διαμάχες ανάμεσα στους ηγέτες της. Κι ένας από τους στόχους του ήταν να συμβάλλει στη συμφιλίωση των αντιμαχόμενων πλευρών. Αυτό προκύπτει και από επιστολές που είχε στείλει από την Κεφαλλονιά στους οικείους του και σε φίλους του στο Λονδίνο.
Στην Κεφαλλονιά έλαβε επιστολή-πρόσκληση του Μάρκου Μπότσαρη, την οποία ο ηρωικός Μάρκος  είχε υπογράψει μια μέρα πριν σκοτωθεί σε μάχη.
Την ίδια περίοδο, έγραψε στο ημερολόγιο του: «Καθώς ήρθα εδώ για να υποστηρίξω όχι μια φατρία, αλλά ένα έθνος και για να συνεργαστώ με τίμιους ανθρώπους και όχι με κερδοσκόπους ή καταχραστές (κατηγορίες που ανταλλάσσονται καθημερινά ανάμεσα στους Έλληνες) θα χρειαστεί πολύ περίσκεψη για ν΄ αποφύγω τη μομφή ότι μεροληπτώ και αντιλαμβάνομαι ότι αυτό θα είναι πολύ δύσκολο, γιατί έχω ήδη λάβει προσκλήσεις από περισσότερα του ενός από τα αλληλοσπαρασσόμενα κόμματα, πάντα με τη δικαιολογία ότι αυτοί είναι οι γνήσιοι εκπρόσωποι του έθνους».
Στις 11 Σεπτεμβρίου 1823 έγραψε από τα Μεταξάτα στον πολύ έμπιστο φίλο του Τζον Καμ Χομπχάουζ ότι «Οι Έλληνες φαίνεται να κινδυνεύουν περισσότερο από τη διχόνοια τους παρά από τις επιθέσεις του εχθρού».
Στον ίδιο, έγραψε από τα Μεταξάτα στις 27 Σεπτεμβρίου 1823: «Απ΄όλες τις πλευρές προσπαθούν (όπως αντιλαμβάνεσαι) να με προσεταιριστούν, αλλά δήλωνα ως τώρα ότι αναγνωρίζω μόνο την ελληνική κυβέρνηση, χωρίς αναφορά στα πρόσωπα που τη συνθέτουν και ότι ως αλλοδαπός δεν έχω καμία σχέση με κλίκες και προσωπικές προτιμήσεις για άτομα». Και πιο κάτω: «Δεν πήγα ακόμα στην ηπειρωτική χώρα, γιατί για να σου πω την αλήθεια δεν νομίζω ότι θα απέφευγα να δώσω την εντύπωση ότι ευνοώ το ένα ή το άλλο κόμμα, αλλά τη στιγμή που θα μπορώ να τους προσφέρω οποιαδήποτε πραγματική υπηρεσία είμαι πρόθυμος να πάω κοντά τους».
* Ο Πάνος Τριγάζης είναι Πρόεδρος του Συνδέσμου «Μπάϊρον» για τον Φιλελληνισμό και τον Πολιτισμό
Πηγή:tvxs
Δύο εξαιρετικά ενδιαφέρουσες  επιστολές του Μπάιρον από την Κεφαλλονιά προς τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, τον οποίο είχε γνωρίσει στην Ιταλία μέσω του Πέρσυ Σέλλεϋ και της Μαίρη Σέλλεϋ.
Στην πρώτη  εξ αυτών με ημερομηνία 1 Οκτωβρίου 1823 εξέφραζε την κατανόησή του για τις συγκρούσεις των Ελλήνων, γράφοντας: «Δεν είναι παράδοξο, βεβαίως, ότι αφυπνίζονται αντιθέσεις σε μια επαναστατημένη χώρα που μόλις απαλλάχτηκε από τόσο μακροχρόνια και βάρβαρη τυραννία».
Πιο κάτω,επισήμαινε «τις συνέπειες που μπορεί να φέρει αυτή η διχόνοια, τα πλεονεκτήματα και τις ευκαιρίες που μπορεί να προσφέρει στους βάρβαρους δυνάστες σας, την ψύχρανση που θα προκαλέσει σε όλους όσους ενδιαφέρονται για τον Αγώνα σας, δηλαδή σε όλους τους φίλους του Διαφωτισμού και της Ανθρωπότητας...».
Στη δεύτερη επιστολή προς τον Μαυροκορδάτο, με ημερομηνία 2 Δεκεμβρίου 1823 έγραφε μεταξύ άλλων: «Θλίβομαι βαθύτατα ακούγοντας ότι οι εσωτερικές έριδες της Ελλάδας συνεχίζονται - και αυτό σε μια στιγμή που η πατρίδα σας θα μπορούσε να θριαμβεύσει παντού, όπως έχει θριαμβεύσει σε μερικούς τομείς.

Η Ελλάδα είναι τώρα αντιμέτωπη με τρεις λύσεις: να κατακτήσει την ελευθερία της ή να γίνει κτήση των ηγεμόνων της Ευρώπης ή τουρκική επαρχία. Τώρα μπορεί να διαλέξει ανάμεσα στις τρεις. Αλλά ο εμφύλιος πόλεμος δεν μπορεί να οδηγήσει παρά στις δύο τελευταίες. Αν η Ελλάδα ζηλεύει την τύχη της Βλαχίας και της Κριμαίας, μπορεί να την έχει αύριο. Αν της Ιταλίας, μεθαύριο. Αν όμως θέλει να γίνει για πάντα ελεύθερη, αληθινή και ανεξάρτητη, καλά θα κάνει ν' αποφασίσει τώρα, αλλιώς δεν θα έχει ποτέ πια αυτή την ευκαιρία. Πιστέψτε στην απεριόριστη εκτίμηση και στον σεβασμό μου».
Πηγή:Αυγή

 

Σάββατο 9 Αυγούστου 2014

Ο Φάρος της Αλεξάνδρειας

Ο Φάρος της Αλεξάνδρειας θεωρείται ένα από τα Επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου. Κατασκευάστηκε τον 3ο αιώνα π.Χ. και παρέμεινε σε λειτουργία ώς την πλήρη καταστροφή του από δύο σεισμούς τον 14ο αιώνα μ.Χ. Ήταν ένας πύργος συνολικού ύψους 140 μέτρων και ήταν για εκείνη την εποχή το πιο ψηλό ανθρώπινο οικοδόμημα του κόσμου μετά τις πυραμίδες του Χέοπα και του Χεφρήνου ή Χεφρένης. Κατασκευάστηκε από κομμάτια άσπρης πέτρας και ήταν δομημένος σε τέσσερα επίπεδα. Το χαμηλότερο ήταν η τετράγωνη βάση, το δεύτερο ήταν ένα τετράγωνο κτίσμα, το τρίτο οκτάγωνο κτίσμα και το τέταρτο το ψηλότερο ένα κυκλικό κτίσμα επί της κορυφής του οποίου το άγαλμα του Ποσειδώνα ή Απόλλωνα. Στο τέταρτο επίπεδο υπήρχε ένας καθρέπτης που αντανακλούσε το φως του ήλιου κατά τη διάρκεια της μέρας ενώ το βράδυ έκαιγε μία φλόγα για να προειδοποιεί τα διερχόμενα πλοία για την ύπαρξη εμποδίων. Η λέξη φάρος υιοθετήθηκε από πολλές χώρες και χρησιμοποιήθηκε ευρέως στο λατινογενές λεξιλόγιο και σε γλώσσες όπως τα Γαλλικά (phare), τα Ιταλικά (faro), Πορτογαλικά (farol) και Ισπανικά (faro).

Γενικά

Ο φάρος κατασκευάστηκε επί της νησίδας Φάρος. Το νησί έδωσε το όνομα στο οικοδόμημα κι όχι το αντίθετο, όπως πιστεύεται. Οι σύγχρονοι φάροι "δανείζονται" επίσης το όνομα της νησίδας. Είναι παγκοσμίως γνωστός με την ονομασία "Φάρος" της Αλεξάνδρειας επειδή ήταν λίγο έξω από το λιμάνι της Αλεξάνδρειας. Συνδεόταν τεχνητά με ένα είδος γέφυρας, το λεγόμενο Επταστάδιο (είχε, όπως μαρτυρά το όνομά του, μήκος επτά στάδια) και σχημάτιζε το ένα μέρος του λιμανιού της Αλεξάνδρειας.
Επειδή η διαμόρφωση του λιμανιού και της ευρύτερης περιοχής ήταν επίπεδη και δίχως κάποιο σημάδι που να προειδοποιεί τα διερχόμενα πλοία, χρησίμευε για να δίνει κάποιο είδος σινιάλου για την προσέγγιση στο λιμάνι. Ο φάρος χτίστηκε από τον Σώστρατο τον Κνίδιο μηχανικό, αρχιτέκτονα, γιο του επίσης αρχιτέκτονα Δεξιφάνους που είχε κατασκευάσει το στάδιο "Τέτρα" της Αλεξάνδρειας, το 282 π.Χ., ενώ αρχικά η μελέτη του έργου είχε ξεκινήσει επί βασιλείας του πρώτου Βασιλιά της Ελληνιστικής περιόδου, τον Πτολεμαίο τον Α' της Αιγύπτου, στρατηγό του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Ολοκλήρωση

Μετά τον απρόοπτο θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου ο Πτολεμαίος ανακήρυξε τον εαυτό του βασιλιά της τεράστιας αυτοκρατορίας που δημιούργησε ο Μέγας Αλέξανδρος το 305 π.Χ. Κατά την περίοδο της βασιλείας του ξεκίνησε και η κατασκευή αυτού του μεγαλουργήματος αλλά δεν πρόλαβε να το δει ολοκληρωμένο αφού πέθανε το. 283 π.Χ. Ο γιος του, Πτολεμαίος Β' Φιλάδελφος, είδε το έργο να ολοκληρώνεται δώδεκα χρόνια από την έναρξη της δόμησής του το 270 π.Χ. .

Ύπαρξη

Ο φάρος σε Αλεξανδρινό νόμισμα του 2ου αι.
Μετά τις πυραμίδες της Αιγύπτου, ο φάρος της Αλεξάνδρειας είναι το μεγαλύτερο σε χρονική διάρκεια μνημείο της περιοχής που κατάφερε να διασωθεί εώς την σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή του από τρεις σεισμούς που έλαβαν χώρα το 796, το 1303 και το 1323 μ.Χ. Το 1323 ήταν η χρονιά που ο Άραβας επισκέπτης Ιμπν Μπατούτα δεν μπορούσε να εισέλθει στον φάρο από τα πολλά ερείπια που είχαν συγκεντρωθεί. Το 1480 μ.Χ. ο Σουλτάνος της Αιγύπτου, Καΐτ-μπεης, χρησιμοποίησε τα εναπομείναντα ερείπια μεταφέροντάς τα για το χτίσιμο κάστρου στον ίδιο χώρο, πάνω στη θεμελίωση του Φάρου. Αλλά και αυτό το φρούριο αν και είχε ανακαινισθεί στις αρχές του 19ου αι. κατεδαφίστηκε από τους Άγγλους το 1882.
Πηγή: Βικιπαίδεια


 

Τρίτη 22 Ιουλίου 2014

22 Ιουλίου 1943 Αθηναϊκή διαδήλωση κατά των Γερμανών


Σαν σήμερα, 22 Ιουλίου 1943, διακόσιες χιλιάδες λαού στην κατεχόμενη Αθήνα πραγματοποιούν μαχητική διαδήλωση εναντίον της απόφασης των Γερμανών να παραχωρήσουν στη Βουλγαρία ολόκληρη τη Βόρεια Ελλάδα ως τον Αξιό. Εκατό διαδηλωτές νεκροί στην άσφαλτο έκαναν τον Χίτλερ να αναστείλει την απόφαση «επ' αόριστον». Ο Ηλίας Βενέζης, στο διήγημά του 22 Ιουλίου 1943, δίνει το κλίμα της διαδήλωσης αυτής.


Μες στην Αθήνα στους μεγάλους δρόμους της, το πλήθος περπατά σιωπηλό και σκυφτό σα να σεργιανά στον ήλιο και στα αγάλματα. Τίποτα δεν προδίνει πως κάτι ετοιμάζεται, πως κάτι θα γίνει. Ωστόσο, η στυφή σιωπή είναι τόση μες στη χαρά του ήλιου που λάμπει, που το μαντεύεις: κάτι είναι σαν ηφαίστειο που άξαφνα θ' ανάψει.
Κι η σπίθα ανάβει.
Απ' το λαό που περπατά σαν αμέριμνος, σ' ένα δοσμένο σύνθημα ξεχύνεται άξαφνα ένα μεγάλο κύμα και τρέχει προς τον ανοιχτό χώρο που είναι μπρος στο Πανεπιστήμιο. Γεμίζει ο τόπος. Ενα κορίτσι, κρατώντας ένα στεφάνι από δάφνη, σκαλώνει στο άγαλμα του Φεραίου και το στεφανώνει. Ο λαός γονατίζει. Και όλα τα πικραμένα στόματα ψέλνουν τον Υμνο στην Ελευθερία.

Την ίδια στιγμή ακούγονται απ' την άκρη του δρόμου οι αλυσίδες του γερμανικού τανκ, που κίτρινο σαν το θάνατο, τρέχει προς το μέρος που άναψε η σπίθα. Πριν προφτάξει να ρίξει τη φωτιά του, η διαδήλωση πυκνή τώρα, ολοένα πιο πυκνή, ξεχύνεται σε άλλο δρόμο, στρίβει, ελίσσεται σαν ζωντανό πλάσμα που αμύνεται και παλεύει με σιγουριά και με πίστη.
Ολα τα στόματα τώρα φωνάζουν, όλα τα στόματα ουρλιάζουν.
«Οχι πια άλλο! Θέλουμε τη λευτεριά μας! Θέλουμε τη λευτεριά!».
Από πολύ μακριά, κληρονομημένο από χρόνους παλιούς το βαθύ αίσθημα, η αγάπη του λαού αυτού για τη λευτεριά και τη δικαιοσύνη, ξεσπούσε γυρεύοντας ν' ακουστεί, ενώ γύρω του λυσσασμένα άρχισαν να χύνουν μολύβι και αίμα τα άρματα πάνου σε ανθρώπους άοπλους και ανυπεράσπιστους, σε γυναίκες και παιδιά.
«Οχι πια άλλο! Οχι άλλο! Κάτω οι τύραννοι!»

Αφρισμένο τώρα κατέβαινε την πλατιά λεωφόρο το κύμα και βογκούσε. Σαν αλαφρός ψίθυρος στην αρχή, από λίγα στόματα πρώτα, ύστερα από όλα τα στόματα, άρχισε πάλι να χύνεται το παθητικό τραγούδι της λευτεριάς, ο Υμνος των Ελλήνων. Στην κορυφή του κύματος μια ασπρογάλανη σημαία ξεδιπλώθηκε τότε. Κυμάτισε στο λίγο αγέρα, κυμάτισαν και τα μαλλιά του κοριτσιού που τη σήκωνε στα χέρια του. Προχωρούσε με σταθερό βήμα, ξαναμμένη και περήφανη, και πλάι της βάδιζε ο φίλος της. Τραγουδούσαν τον Υμνο στην Ελευθερία και βάδιζαν. Λίγο πιο μπρος τους, μπρος τα μάτια τους που σπίθιζαν, έλαμπε το όραμα της Ελλάδας. Και λίγο πιο μπρος ακόμα, ήταν το όραμα το δικό τους, η ευτυχία που μίλησαν χτες με τα άστρα, ένα αγοράκι με μαύρα μαλλιά, που θα το μεγάλωναν και θα το μάθαιναν να γίνει σωστός άντρας που να μπορεί να πει στην κρίσιμη ώρα ένα «όχι». Οχι πια πόλεμοι και αίμα άδικο...
Τα περιστατικά ήρθαν έπειτα γρήγορα σαν αστραπή. Το γερμανικό άρμα φάνηκε στην άκρη του δρόμου απ' την αντίθετη μεριά που κατέβαινε η διαδήλωση και χύθηκε πάνου στο πλήθος. Το πολυβόλο άρχισε να κροτά. Αλλά το κύμα που κατέβαινε με ορμή δεν ήταν μπορετό να σταματηθεί. Συνέχισε την πορεία. Το πολυβόλο έριχνε τώρα πάνου στα κορμιά. Βρήκε πρώτα κατάστηθα το νεανικό σώμα που είχε ανεμισμένα μαλλιά στο κεφάλι και που κρατούσε στα χέρια του την ανεμισμένη σημαία. Την ίδια στιγμή το τανκ που έτρεχε με δαιμονισμένο θόρυβο και είχε φτάσει, έπεσε πάνου στο λαβωμένο σώμα που σπάραζε, πέρασε από πάνω του τις βαριές αλυσίδες του, μπήκε μέσ' στο πλήθος, το σκόρπισε για μια στιγμή και τράβηξε πέρα.
Ολα έγιναν σαν αστραπή. Το αλαλιασμένο πλήθος μόλις πέρασε ο μηχανοκίνητος θάνατος ξεχύθηκε πάλι απ' τις παρόδους όπου είχε καταφύγει, κι έτρεξε βογκώντας προς το σώμα του κοριτσιού, που έχοντας αγκαλιασμένη τη σημαία την έβρεχε με το αίμα που έτρεχε απ' τις σπαραγμένες σάρκες του.Πηγή:tvxs

Σάββατο 7 Ιουνίου 2014

Ναός Επικούριου Απόλλωνα ένα πανανθρώπινο μνημείο

 Ο ναός του Επικούριου Απόλλωνα στις Βάσσες της Φιγαλείας είναι ένας από τους σπουδαιότερους και επιβλητικότερους της αρχαιότητας. Αφιερώθηκε από τους Φιγαλείς στον Απόλλωνα διότι τους βοήθησε να ξεπεράσουν μια επιδημία πανώλης. Ο ναός υψώνεται επιβλητικά στα 1.130 μέτρα, στο κέντρο της Πελοποννήσου, πάνω στα βουνά μεταξύ Ηλείας, Αρκαδίας και Μεσσηνίας και βρίσκεται 14 χλμ. νότια της Ανδρίτσαινας και 11 χλμ. βορειοανατολικά των Περιβολίων. Ο ναός ανεγέρθηκε το δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π.Χ. (420-410 π.Χ;) και αποδίδεται στον Ικτίνο, τον αρχιτέκτονα του Παρθενώνα. Το μνημείο αυτό με την πανανθρώπινη σημασία και συνάμα ένα από τα καλύτερα σωζόμενα της κλασικής αρχαιότητας ήταν το πρώτο στην Ελλάδα που ανακηρύχθηκε Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την UNESCO το 1986. Τμήμα της ζωφόρου του ναού αποσπάστηκε το 1814 και εκτίθεται στο Βρετανικό Μουσείο στο Λονδίνο.

Τοποθεσία - Μετάβαση

Ο κλασικός ναός είναι θεμελιωμένος πάνω στο φυσικό βράχο του όρους Κωτιλίου σε ειδικά διαμορφωμένο γήπεδο. Η τοποθεσία του ναού ονομαζόταν στην αρχαιότητα Βάσσες (μικρές κοιλάδες) και φιλοξενούσε από τον 7ο αιώνα π.Χ. ιερό του Απόλλωνος Βασσίτα που είχαν ιδρύσει οι γειτονικοί Φιγαλείς, οι οποίοι λάτρευαν τον θεό με την προσωνυμία Επικούριος δηλαδή βοηθός, συμπαραστάτης στον πόλεμο ή στην αρρώστια. Ο πρώτος ναός γνώρισε και μεταγενέστερες φάσεις, γύρω στο 600 και γύρω στο 500 π.Χ., από τις οποίες σώζονται πολυάριθμα αρχιτεκτονικά μέλη. Η μετάβαση στον Ναό του Επικούριου Απόλλωνα γίνεται από το παραλιακό χωριό Θολό, μέσω Νέας Φιγάλειας (Φιγαλείας) Ηλείας κατά μήκος του ποταμού Νέδα. Ο δρόμος είναι μεν ασφαλτοστρωμένος αλλά λίαν κοπιαστικός λόγω στενότητας και στροφών. Τονίζεται ότι πρόκειται για κοπιαστική μετάβαση και επιστροφή. Η πρόσβαση αυτή είναι δυτική. Από Ανατολικά η πρόσβαση γίνεται μέσω Τρίπολης και Μεγαλόπολης. Η οδική σήμανση είναι άριστη.

Αρχιτεκτονική και διάκοσμος

Ο αρχαίος περιηγητής Παυσανίας που τον επισκέφθηκε, θαμπώθηκε από την ομορφιά του και τον κατέταξε δεύτερο μετά της Τεγέας σε κάλλος και αρμονία. Ο ναός ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους κλασικούς ναούς της αρχαιότητας γιατί δεν εμφανίζει ανατολικομεσημβρινό προσανατολισμό αλλά είναι κατασκευασμένος με διεύθυνση από βορά προς νότο λόγω οικονομίας του χώρου ή για λατρευτικούς λόγους που συνδέονται με τις παραδόσεις των Αρκάδων μιας και άλλοι ναοί της περιοχής φέρουν ίδιο προσανατολισμό.

Θραύσμα μετόπης με απεικόνιση Αμαζόνας. Εκτίθεται στο Βρετανικό Μουσείο

Θραύσμα ποδιού από κολοσσιαίο άγαλμα που βρέθηκε στις Βάσσες. Εκτίθεται στο Βρετανικό Μουσείο
Ο ναός συνδυάζει αρχαϊκά, κλασικά και παραδοσιακά αρκαδικά χαρακτηριστικά. Έτσι προσφέρει ένα ελκυστικό μείγμα του παλιού και του νέου, του αγροτικού και του εκλεπτυσμένου. Η επιμήκης περίπτερη δομή (39,87x16,13 μέτρα) είναι κατασκευασμένη κυρίως από γκρίζο ασβεστόλιθο τοπικής προέλευσης. Η εξωτερική κιονοστοιχία του εξάστηλου ναού ακολουθεί έναν εξαιρετικά αυστηρό δωρικό ρυθμό (οι μετόπες δεν είναι λαξευμένες). Όμως στο εσωτερικό, έξοχης ποιότητας γλυπτική συνταιριάζεται με έναν πιο περίτεχνο αρχιτεκτονικό ρυθμό. Το εμπρόσθιο τμήμα του πρόναου και του οπισθόδομου με δύο κίονες εν παραστάσει (in antis) αναδιατυπώνουν το δωρικό ρυθμό. Χαρακτηρίζεται λοιπόν ως ναός δωρικός, δίστυλος εν παραστάσει περίπτερος. Αντιθέτως στον σηκό μια σειρά εντοιχισμένων ιωνικών κιόνων στέκονται απέναντι σε χαμηλούς τοίχους στήριξης. Στο νότιο τμήμα όπου βρίσκεται το άδυτο, οι δύο τελευταίοι ιωνικοί κίονες του σηκού στέκονται στο μακρινό άκρο λοξών τοίχων, ενώ ανάμεσά τους βρίσκεται ένας κορινθιακός κίονας, μόνος στο κέντρο του ναού. Το κιονόκρανο του κίονα αυτού αποτελεί «το αρχαιότερο σωζόμενο δείγμα και θεωρείται πρότυπο για όλα τα "Κορινθιακά" μνημεία του ελληνικού, ρωμαϊκού και μεταγενέστερων πολιτισμών» . Η διακόσμηση είναι αξιοσημείωτη ειδικά λόγω των διαφορετικών υλικών που χρησιμοποιούνται: οι τοίχοι, οι βάσεις και οι κίονες είναι από ασβεστόλιθο, τα ιωνικά κιονόκρανα και το κορινθιακό κιονόκρανο είναι από μάρμαρο Δολιανών όπως και οι λαξευτές μετόπες της εξωτερικής ζωφόρου του κυρίως ναού, οι βάσεις της ιωνικής ζωφόρου στο εσωτερικό του τεμένους, τα ερείσματα και τα κεραμίδια της οροφής.



Ζωφόρος


Ο Ναός το 1821 (Dodwell Edward).
Στις αρχές του 19ου αιώνα η ζωφόρος ανασκάφηκε από τα ερείπια και δόθηκε προς πώληση. Τελικά αγοράστηκε από την βρετανική κυβέρνηση. Στην αρχαιοελληνική αρχιτεκτονική η ζωφόρος κοσμούσε το εξωτερικό του ναού αλλά στις Βάσσες η ζωφόρος περιέτρεχε το εσωτερικό του σηκού. Η ζωφόρος αναπαριστά δύο θέματα: τη μάχη ανάμεσα στους Έλληνες, με αρχηγό τον Ηρακλή (διακρίνεται από τη λεοντή του) και τις Αμαζόνες και τη μάχη μεταξύ Λαπιθών και Κενταύρων. Το δεύτερο ήταν συχνό θέμα στην αρχαιοελληνική τέχνη και εμφανίζεται στις μετόπες του Παρθενώνα. Εδώ οι γυναίκες των Λαπιθών απεικονίζονται να κρατούν σφιχτά τα μικρά παιδιά τους καθώς προσπαθούν να αντισταθούν στους Κενταύρους.
Αν και η απόδοση αυτής της ζωφόρου είναι ανομοιογενής στην ποιότητα, δραματική ζωηρότητα και βίαιη κίνηση διέπουν το όλο σχέδιο. Τα υπερβολικά στροβιλιζόμενα ενδύματα των Λαπιθών γυναικών και των Αμαζόνων απηχούν και ενισχύουν την αίσθηση της κίνησης που χαρακτηρίζει τις ίδιες τις μορφές. Λόγω αυτών των χαρακτηριστικών ορισμένοι μελετητές παραλλήλισαν τη σύνθεση με στοιχεία του μπαρόκ . Τη ζωφόρο ίσως φιλοτέχνησε ο γλύπτης Παιώνιος, δημιουργός της περιφημης Νίκης που εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας.

Ανασκαφές


Το εξωτερικό του ναού το 1985 πριν την τοποθέτηση του στεγάστρου
Ο ναός παρέμεινε σε χρήση κατά τα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια όπως φαίνεται από τις επιδιορθώσεις που δεχόταν η κεραμοσκεπή. Με την κατάρρευση της στέγης λόγω της φθοράς των ξύλινων δοκαριών της επήλθε η πρώτη σημαντική καταστροφή. Η ανθρώπινη επέμβαση ήταν ένας άλλος φθοροποιός παράγοντας. Το 1765 ο ναός ταυτίσθηκε επιτυχώς από το Γάλλο αρχιτέκτονα J. Bocher. Το 1812 διενεργήθηκαν οι πρώτες συστηματικές ανασκαφές από τους: J. Foster, C. R. Cockerell, K. H. von Hallerstein, G. Gropius, J. Linckh, O. M. Stackerlberg, και P. O. Brondsted και έφεραν στο φως τις πλάκες της ζωφόρου και το κορινθιακό κιονόκρανο.
Τα ευρήματα μεταφέρθηκαν στη Ζάκυνθο, με τη συγκατάθεση του Βελή πασά, που είχε δωροδοκηθεί για το σκοπό αυτό. Το 1814 η ζωφόρος αγοράστηκε με εντολή του Αγγλου αντιβασιλιά πρίγκηπα Γεωργίου και το 1815 κατέληξε στο Βρετανικό Μουσείο. Ο Άγγλος διανοούμενος Christian Muller χαρακτήρισε την υφαρπαγή των μνημείων πράξη βανδαλισμού, αντίστοιχη με αυτή του λόρδου Έλγιν.
Το 1902 έγινε συστηματική ανασκαφή της περιοχής από την πρώτη Αρχαιολογική Εταιρία Αθηνών υπό τους αρχαιολόγους Κ. Κουρουνιώτη Κ. Ρωμαίο και Π. Καββαδία. Περαιτέρω ανασκαφές έλαβαν χώρα το 1959, 1970 και 1975-80 υπό την διεύθυνση του Ν. Γιαλούρη. Το 1975 δημιουργήθηκε η Επιτροπή Συντηρήσεως του Ναού του Επικουρίου Απόλλωνος με καθήκοντα τον προγραμματισμό και τη σύνταξη μελετών συντήρησης και αναστήλωσης. Το 1982 η Επιτροπή ανασυστάθηκε και το Υπουργείο Πολιτισμού ανέλαβε την αποκατάσταση του μνημείου. Το σαθρό έδαφος στο οποίο είναι χτισμένος, οι ψυχρές κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούν στην περιοχή και το ασβεστολιθικό υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένος, επέβαλαν τη μόνιμη κάλυψη του με στέγαστρο από το 1987. Σύμφωνα με τον προγραμματισμό του υπουργείου το στέγαστρο, το αντισεισμικό ικρίωμα και οι άλλες εγκαταστάσεις θα απομακρυνθούν μετά την ολοκλήρωση των απαραίτητων επεμβάσεων.

Πηγή:Βικιπαίδεια

 

 

 

 



























Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014

Οι πρώτες δημοτικές εκλογές στην Ελλάδα...

Άραγε τι μπορεί να έχει αλλάξει από τότε μέχρι σήμερα; Ότι δεν υπάρχουν πια λαδοφάναρα στους δρόμους ή ότι δεν διαρκούν  πέντε ολόκληρες μέρες;


Πριν από 174 χρόνια διενεργούνται οι πρώτες αυτοδιοικητικές εκλογές στην Ελλάδα στις απαρχές του νεοσύστατου τότε ελληνικού κράτους. Μπορεί η εκλογική διαδικασία να έχει αλλάξει όμως κάποια πράγματα παραμένουν μέχρι και σήμερα κοινά.
Η επικράτεια στη διάρκεια της οθωμανικής αυτοκρατορίας ήταν χωρισμένη σε εγιαλέτια, σαντζάκια και καζάδες -όπως οι σημερινοί νομοί- αλλά και σε κοινότητες. Οι κοτζαμπάσηδες ήταν οι αντίστοιχοι δήμαρχοι, η εξουσία των οποίων περιοριζόταν στην τήρηση της τάξης και στη διευθέτηση των δικαστικών διαφορών. Η φορολογία και γενικότερα η οικονομία ήταν ευθύνη της κεντρικής διοίκησης η οποία είχε και την εποπτεία. Την είσπραξη των φόρων ανέθετε όμως και σε ιδιώτες ανα περιοχή οι οποίοι αύξαναν το φόρο προς όφελός τους.
Οι βάσεις της δημιουργίας της τοπικής αυτοδιοίκησης τίθενται μετά την Επανάσταση του 1821 και τη σύσταση του Ελληνικού κράτους. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω βασιλικού διατάγματος που έφερε τον τίτλο «Περί διαιρέσεως του βασιλείου και της διοίκησής του».
Ο εξωθεσμικός ρόλος των προυχόντων, ο τοπικισμός και η αυθαιρεσία στη φορολόγηση ήταν μερικοί από τους λόγους που οδήγησαν την βαυαρική αντιβασιλεία να καταργήσει το κοινοτικό σύστημα αιώνων. Με το βασιλικό διάταγμα του 1833 δημιουργούνται τρεις βαθμίδες εξουσίας στην τοπική αυτοδιοίκηση ο νομάρχης, ο έπαρχος και ο δημογέροντας. Ο τελευταίος αντικαθίσταται μετά από ένα χρόνο από το θεσμό του δημάρχου και το δημοτικό συμβούλιο. Ο νέος διοικητικός χάρτης του κρατιδίου περιλάμβανε δημαρχίες που υπάγονταν σε 47 επαρχίες και 10 νομαρχίες.
Οι πρώτες δημοτικές εκλογές πραγματοποιούνται το 1834 στο Ναύπλιο και στους νομούς Αργολίδας και Κορινθίας, όχι όμως και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Η Αθήνα και ο Πειραιάς μπαίνουν στην διαδικασία εκλογής τοπικών συμβουλίων το 1835 και 1836 αντίστοιχα. Η ψηφοφορία ήταν υποχρεωτική όμως υπήρχαν αρκετοί περιορισμοί. Ο κάθε ψηφοφόρος ή υποψήφιος θα έπρεπε να έχει συμπληρώσει το 25ο έτος, να έχει την ιδιότητα του δημότη και να διαμένει μόνιμα στο δήμο. Βασική προϋπόθεση όμως ήταν η οικονομική και κοινωνική θέση. Αυτό αποτέλεσε τροχοπέδη στην επιλογή διοίκησης από τους χαμηλοεισοδηματίες κατοίκους, ενώ επέτρεψε σε συγκεκριμένες ομάδες την εναλλαγή στην εξουσία.
Οι περιοριστικοί όροι για τους ψηφοφόρους είχαν ως αποτέλεσμα στις εκλογές του 1835, από τους 13.000 κατοίκους να ψηφίσουν μόλις οι 800. Η ψήφος τους δεν εξασφάλιζε ότι ο εκλεγμένος τοπικός “άρχων” θα ήταν και αυτός που θα διοικούσε. Υπήρχε το Δημαιρεσιακό όργανο, το οποίο έκανε μία πρώτη επιλογή υποψηφίων. Η αντιβασιλεία όμως έκανε την τελική επιλογή και διόριζε τον εκλεκτό της ενώ είχε δικαιώμα να τον παύσει από τα καθήκοντά του. Έτσι, οι δήμαρχοι είχαν πολύ περιορισμένη εξουσία και λογοδοτούσαν για τις αποφάσεις τους στον νομάρχη και στο έπαρχο, ενώ για την επιβολή δημοτικών φόρων χρειαζόταν βασιλική άδεια.
Οι πρώτες εκλογές στην Αθήνα πραγματοποιούνται στο διάστημα 15-20 Μαρτίου 1835. Αντίπαλοι στις εκλογές ήταν όσοι βρίσκονταν υπό την επιρροή του Βαυαρού αρχιγραμματέα Άρμανσμπεργκ (κυβερνητικοί) και όσοι ήταν αντίθετοι στην βασιλεία (αντικυβερνητικοί). Ο προεκλογικός αγώνας χαρακτηρίστηκε από τις συνήθεις καταγγελίες για νοθεία και από την αντιπαλότητα μεταξύ νέων υποψηφίων και γηραιότερων. Οι 800 Αθηναίοι που προσήλθαν στις κάλπες βρέθηκαν επί πέντε μέρες στο μοναδικό εκλογικό τμήμα της πόλης στην Αγία Ειρήνη, στην οδό Αιόλου. Με 650 από τις 800 ψήφους, εκλέχτηκε η παράταξη των αντικυβερνητικών, η οποία και εξέλεξε του περισσότερους δημοτικούς συμβούλους. Η εξέλιξη αυτή εξόργισε το Άρμανσμπεργκ. Έτσι παρενέβη και διόρισε δήμαρχο τον Ανάργυρο Πετράκη αντί του εκλεγμένου Δημητρίου Καλλιφρονά. Ο νέος δήμαρχος διοίκησε υπό την επίβλεψη των Βαυαρών, οι οποίοι και τον καθαίρεσαν μετά από δύο χρόνια.
Πηγη:tvxs

Παρασκευή 7 Μαρτίου 2014

7 Μάρτη 1944 Το χρονικό της μάχης της Κοκκινιάς

 Φως της αλήθειας, μάρτυρας των καιρών, δάσκαλος της ζωής είναι η Ιστορία.
Κικέρων, 106-43 π.Χ., Ρωμαίος ρήτορας & πολιτικός




70 χρόνια απ' τη μάχη της Κοκκινιάς...
Το χρονικό της μάχης...

 "Όλοι στην Κοκκινιά περίμεναν ποια θα είναι η απάντηση των Ναζί και των ντόπιων συνεργατών τους μετά από τρεις αποτυχημένες προσπάθειες να εισβάλουν στην πόλη».
Ο ΕΛΑΣ στην Κοκκινιά ήταν σε επιφυλακή και από πολύ αργά το βράδυ οι μαχητές του είχαν λάβει θέση μάχης και περιφρούρησης της πόλης. Η διάταξη των διμοιριών του ΕΛΑΣ ήταν σε σχήμα «Λ». Ξεκινούσαν από το Γ΄ Νεκροταφείο και έφταναν στο Κουτσουκάρι και τα Γερμανικά από τη μία πλευρά, ενώ από την άλλη ξεκινούσαν από το Γ΄ Νεκροταφείο και έφταναν στις εργατικές πολυκατοικίες, την Παιδική Στέγη και τα Άσπρα Χώματα. Η κύρια δύναμη του ΕΛΑΣ έχει οχυρωθεί στη βόρεια πλευρά από το Περιβολάκι (πλατεία Δαβάκη) και είναι το 3ο τάγμα του Γιάννη Πισσάνου. Ακριβώς πίσω από την πλατεία βρίσκεται και η κλινική του Χρυσοχέρη, στην ταράτσα της οποίας είχε στηθεί το οπλοπολυβόλο του ΕΛΑΣ με ευθύνη της διμοιρίας του Κώστα Διαμαντή.
Από τις 5:00 το πρωί υπάρχουν κινήσεις των κατακτητών γύρω από όλη την πόλη. Στις 5:45 περίπου 40 γερμανοτσολιάδες εντοπίζονται στη Θηβών στο ύψος της οδού Καραϊσκάκη. Στις 6:00 το πρωί 4 φορτηγά με Ναζί καταλαμβάνουν τις θέσεις στην πλατεία Κουτσικαρίου και δειλά-δειλά προσπαθούν να μπουν στην Κοκκινιά.

Στις 6:05 ακούγεται η σάλπιγγα του ΕΛΑΣ από το Περιβολάκι, που σημαίνει τη γενική επίθεση του λαϊκού στρατού. Σε κάθε στενό της Κοκκινιάς, γύρω από Περιβολάκι, οι μάχες είναι απερίγραπτες, πολλές φορές σώμα με σώμα. Γίνεται μάχη για την κατάληψη του κάθε δρόμου. Οι θέσεις και οι γωνιές των οικοδομικών τετραγώνων αλλάζουν συνεχώς μεταξύ επιδρομέων και μαχητών του ΕΛΑΣ.
Ο  ΕΛΑΣ αρχίζει να υποχωρεί λόγω έλλειψης πυρομαχικών. Από τη μεριά του Δημαρχείου γερμανοτσολιάδες μπαίνουν στην πόλη. Τους αντιμετωπίζουν μαχητές του 3ου Τάγματος με ένα οπλοπολυβόλο και πέντε χειροβομβίδες που ρίχνει ο Στέλιος Καρδάρας και τους απωθούν πάλι πίσω. Στην διάρκεια της ΕΛΑΣίτικης επίθεσης, πίσω από τον κινηματογράφο  Ορφέα, σκοτώνεται ο ταγματάρχης των γερμανοτσολιάδων Λαζάρου, 8 γερμανοτσολιάδες 3 χωροφύλακες και υπάρχουν 20 τραυματίες. Λάφυρα για τον ΕΛΑΣ μια μοτοσικλέτα και ένα πολυβόλο Τόμσον. Το 2ο Τάγμα του ΕΛΑΣ φυλάει στην οδό Καραϊσκάκη, φαίνεται όμως ότι δεν έχει πυρομαχικά να κρατήσει πολύ ακόμα. Αντέχει μέχρι τις 10:30.

Μέχρι τις 11:00, η αντίσταση του ΕΛΑΣ έχει καμφθεί. Τα πυρομαχικά είναι ελάχιστα. Οι Γερμανοί έχουν καταλάβει τις θέσεις στο περιβολάκι. Την ίδια ώρα, 15 Γερμανοί προσπαθούν να εισβάλλουν από την οδό Καραϊσκάκη οπλισμένοι με όλμους και πολυβόλα. Τους απωθεί το 2ο τάγμα με ελάχιστα πυρομαχικά. Οι πυροβολισμοί του ΕΛΑΣ είναι σποραδικοί για οικονομία πυρομαχικών αφού αυτά έχουν εξαντληθεί.
Στις 11:00 παίρνεται η απόφαση για γενική αντεπίθεση με όσα πυρομαχικά έχουν απομείνει και αν χρειαστεί ακόμα και με πέτρες ή με τα χέρια. Η αντεπίθεση έχει στόχο την πλατεία στο περιβολάκι που έχει καταληφθεί από Ναζί.

Η διμοιρία του Θοδωρή Μπιζάνη μαζί με το Στέλιο Καρδάρα επιτίθεται από την οδό Καραϊσκάκη, η διμοιρία του Μιχάλη Ραφαηλάκη από την οδό Κονδύλη, η διμοιρία του Θωμά Σεβίλια από την οδό Κυδωνιών, από τη μεριά της Λαοδίκειας, και η διμοιρία του «μπάρμπα Γιώργου» από το γήπεδο που γίνονταν η λαϊκή αγορά (πίσω από την εκκλησία της Παναγίτσας).

Γερμανοί έχουν εγκατασταθεί σε κτίριο της οδού Λαμψάκου, παρακολουθούν τη μάχη και με όλμους βάλουν συνεχώς κατά των αντεπιτιθέμενων Κοκκινιωτών.Η αντεπίθεση του ΕΛΑΣ και του λαού της Κοκκινιάς κρατά περίπου μέχρι τις 13:30. Οι Γερμανοί παρά την υπεροπλία τους και τα αρκετά πυρομαχικά αιφνιδιάζονται και σιγά-σιγά αφήνουν τις θέσεις τους. Οπισθοχωρούν συντεταγμένα προς τον Αη Γιώργη του Κορυδαλλού και τον Αη-Γιώργη της Νίκαιας. Εκεί ταμπουρώνονται μέσα στο σχολείο που υπήρχε πάνω από τον Αη-Γιώργη της Νίκαιας (στη συμβολή των οδών Γρεβενών και Ραιδεστού σήμερα).
Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ δεν έχουν καθόλου πυρομαχικά για να αντεπιτεθούν, ενώ ο ανεφοδιασμός από τις γύρω περιοχές είναι αδύνατος αφού η Κοκκινιά έχει κυκλωθεί από περίπου 1800 Ναζί.

Στις μάχες της 7ης Μάρτη σκοτώνεται και ο λοχαγός του ΕΛΑΣ  Γιώργος Βογιατζής και το πτώμα του το κρεμάνε οι ταγματασφαλίτες σε ένα δέντρο στη συμβολή των οδών Ιωνίας και Κασταμονής.

Η σχετική έκθεση του 6ου συντάγματος του ΕΛΑΣ αναφέρει ότι οι εισβολείς είχαν 34 νεκρούς και περισσότερους από 100 τραυματίες, ενώ ο ΕΛΑΣ έχασε 8 παλικάρια και τραυματίστηκαν 20. Η ίδια έκθεση αναφέρει ότι ο οπλισμός που διέθετε ο ΕΛΑΣ και με τον οποίο αντιστάθηκε στις μάχες ήταν 42 περίστροφα, 1 οπλοπολυβόλο με 1300 σφαίρες, 1 πολυβόλο Τόμσον με 50 φυσίγγια και 50 χειροβομβίδες..."

*γερμανοτσολιάδες / ταγματασφαλίτες: ντόπιοι επί πληρωμή συνεργάτες των Ναζί. Τα Τάγματα Ασφαλείας ήταν υπό τις απόλυτες διαταγές των φασιστών. Υπό το πρόσχημα της αποτροπής του κομμουνισμού συμμετείχαν σε πάμπολλες εγκληματικές ενέργειες και έγιναν ιδιαιτέρως μισητοί από την πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Φορούσαν στολή Μακεδονομάχου και γι' αυτό έγιναν γνωστοί ως «Γερμανοτσολιάδες» ή «Ράλληδες».
(Aπό το Χρονικό  Μνήμης του Δήμου Νίκαιας "Τo Μπλόκο της Κοκκινιάς", 2004)
Πηγή: pasamontana, tvxs

Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2014

25 Φλεβάρη 1822 κατάργηση της δουλείας στην Ελλάδα...!

Η ζωή χωρίς ελευθερία είναι σαν σώμα χωρίς ψυχή. 

  Χαλίλ Γκιμπράν, 1883-1931, Λιβανοαμερικανός ποιητής & φιλόσοφος

Στα  Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, που εναπόκεινται στη Βιβλιοθήκη της Βουλής σώζεται ένα  μεγάλης ιστορικής και ανθρωπιστικής αξίας έγγραφο. Έχει αριθμό αρχείου 151, έχει εκδοθεί στην Κόρινθο στις 25 Φεβρουαρίου 1825 και έχει την υπογραφή του Αρχιγραμματέα της Επικρατείας, Μινίστρο των Εξωτερικών Υποθέσεων και Πρόεδρο του Συμβουλίου των Μινίστρων Θεόδωρο Νέγρη.

          Το έγγραφο αυτό με την μεγάλη ιστορική αξία  απευθύνεται προς τον Μινίστρον του Πολέμου Νότη Μπότσαρη και αναφέρει:

  «Γνωστοποιείται κατ’ επιταγήν της Διοικήσεως προς το Μινιστέριον του Πολέμου, ότι, επειδή η Διοίκησις αρχήν θεμελιώδη έχει την κατάργησιν της δουλείας:
          Α΄. Είναι απηγορευμένον άχρις εκδόσεων ειδικού νόμου να πωλώνται και ν’ αγοράζωνται, καθ’ όλην την ελληνικήν επικράτειαν, άνθρωποι εκατέρωθεν των γενών παντός έθνους.
          Β΄. Αν τυχόν ευρίσκωνται ή ακολούθως ευρεθώσιν αργυρώνητοι , από αυτήν την ώραν είναι ελεύθεροι και από τους ιδίους δεσπότας ακαταζήτητοι.    
          Το Μινιστέριον του Πολέμου να ενεργήσει ταύτην την επιταγήν, εφ’ όσον ανήκει των αυτώ Μινιστερίω.
          Εν Κορίνθω τη κε΄ Φεβρουαρίου 1822».


H δουλεία υπήρξε αρχαίος και διαπολιτισμικός θεσμός που νομιμοποιούσε την μετατροπή του ανθρώπου σε ιδιοκτησία. Απαγορεύτηκε σταδιακά για οικονομικούς και ηθικούς λόγους στις περισσότερες χώρες του κόσμου. Η δουλεία συνεπαγόταν όχι μόνον τον κοινωνικό θάνατο του ατόμου, αλλά του αφαιρούσε αυτή καθαυτή την ανθρώπινη υπόσταση και το υποβίβαζε στο εξής σε αντικείμενο προς ιδιοκτησία και χρήση (ιδιώτη ή κράτους). Σε κατάσταση δουλείας ζούσε κατά καιρούς και περιοχές το 20%- 40% του πληθυσμού των κοινωνιών, ενώ υπήρξαν και κοινωνίες με πολύ υψηλότερο ποσοστό δούλων.
 Ετυμολογία
Η λέξη δουλεία προέρχεται από το επίθετο δούλος, που προήλθε από την αρχαιότερη λέξη δόελος ή αλλού δόερος(οι οποίες προφέρονταν ασυναίρετες) και που πιθανόν με τη σειρά τους προήλθαν από το ρήμα δέω (δένω). Αρχικά, δούλος χαρακτηριζόταν ο εκ γενετής σκλάβος, δηλαδή εκείνος που γεννιόταν από γονιό σκλάβο, σε αντιδιαστολή –τότε- προς τον ανδράποδο, δηλαδή εκείνον που υποδουλωνόταν σε πόλεμο. Εκείνος που οι γονείς του ήταν και οι δύο δούλοι, ονομαζόταν αμφίδουλος.
Η σκλαβιά και οι σκλάβοι
  Η λέξη σκλαβιά που χρησιμοποιείται συχνά ως συνώνυμο, όπως και οι λέξεις για τη δουλεία σε άλλες γλώσσες, π.χ. slavery, enslavage και Sklaverei, προήλθαν από τη βυζαντινή λέξη Σκλαβηνός<Σλαβηνός<Σλάβος<Σλαύος. Πιθανόν σύμφωνα με πολλούς ειδικούς, αλλά όχι όλους, οι Βυζαντινοί να έδωσαν σε ορισμένες εθνότητες τον χαρακτηρισμό Σλάβοι, επειδή τα ονόματά τους είχαν συνήθως την κατάληξη –σλαβ (π.χ. Στανισλάβ). Στη συνέχεια, η λέξη «σκλαβηνός» και «σκλάβος» πιθανολογείται ότι έγινε συνώνυμο του δούλου, επειδή πολλοί Σλάβοι υποδουλώθηκαν από γερμανικές φυλές, αλλά κυρίως επειδή οι μουσουλμάνοι της ιβηρικής Χερσονήσου χρησιμοποιούσαν αυτή τη λέξη (αραβ. Ṣaqālibah) για να διακρίνουν τους Ευρωπαίους δούλους τους από τους υπόλοιπους, όπως αργότερα οι Αμερικανοί ονόμαζαν τους Αφρικανούς δούλους τους, νέγρους.
Μορφές δουλείας
Η κυρίαρχη μορφή δουλείας ήταν συνήθως για τους μεν άνδρες η εξαναγκαστική εργασία μέχρι φυσικής εξόντωσης, για τις δε γυναίκες η σεξουαλική εκμετάλλευση. Τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, χρησιμοποιούνταν συνήθως για σκληρή εργασία ή, σπανιότερα, για υποχρεωτική ενσωμάτωση στον κυρίαρχο πληθυσμό, αλλάζοντας θρήσκευμα και εθνικότητα. Επίσης, όταν έφταναν στην εφηβεία ή και νωρίτερα, τα κορίτσια άρχιζαν να χρησιμοποιούνται ως σεξουαλικά αντικείμενα και τα αγόρια μετά τα 13-14 λογαριάζονταν συνήθως ως ενήλικες δούλοι. Τα αγόρια σε κάποιους πολιτισμούς γίνονταν ευνούχοι ή αφομοιώνονταν σε στρατιωτικές υπηρεσίες, εφόσον είχαν ασπασθεί το θρήσκευμα, την ιδεολογία και την εθνικότητα της κυρίαρχης ομάδας.
Το φαινόμενο ήταν πιο ανεπτυγμένο στις κοινωνίες που είτε επειδή είχαν σχετικά χαμηλό πληθυσμό είτε για άλλους λόγους χρειάζονταν περισσότερο και φθηνότερο εργατικό δυναμικό για την ανάπτυξη της οικονομίας τους.
Η δουλεία εξακολουθεί να παρατηρείται και σήμερα με διάφορες μορφές, κυρίως σε βάρος γυναικών (εξαναγκαστική πορνεία), παιδιών (επαιτεία, κακοποίηση, εργασία) και σπανιότερα ανδρών (εκμετάλλευση αιχμαλώτων πολέμου σε μερικά αφρικανικά κράτη
Ορισμένοι θεωρούν ότι μορφή δουλείας αποτελεί σήμερα και η δουλειά σε οποιαδήποτε χώρα στηρίζει την οικονομία της στο καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα, λόγω της a priori εκμετάλλευσης της υπεραξίας των εργαζομένων, ενώ πολλοί ταυτίζουν τη δουλεία και με άλλες σκληρές, όμως σχετικά ηπιότερες μορφές εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο –π.χ. της δουλοπαροικίας. Μορφή δουλείας συνιστά κατά κάποιους και η σύγχρονη ποινή της προσωποκράτησης για οφειλές όπως και τα καταναγκαστικά έργα, στα οποία αρκετές χώρες υποβάλουν τους καταδίκους τους. Γενικά, ως δουλεία μπορεί -με την ευρύτερη έννοια της χρήσης των ατόμων- να θεωρηθούν όλες οι διάδοχες καταστάσεις οικονομικής εκμετάλλευσης και υποβιβασμού κοινωνικών ομάδων, αλλά οι περισσότεροι θεωρούν ότι η κυριολεκτική χρήση του όρου δουλεία προϋποθέτει τη νόμιμη ή εθιμική αφαίρεση της ιδιότητας του υποκειμένου και την μετατροπή του ατόμου σε αντικείμενο (res) του νόμου.
Ιστορία της δουλείας
Η δουλεία παρατηρήθηκε ως «εθιμικό δίκαιο» σε όλους τους πολιτισμούς του κόσμου από τους προϊστορικούς χρόνους, όχι όμως και στις πρωτόγονες κοινωνίες, γιατί σε αυτές αρχικά δεν υπήρχε κοινωνική διαστρωμάτωση ή τάξεις. Ως φαινόμενο πρωτοεμφανίστηκε συστηματικά μόνον όταν ο άνθρωπος άρχισε να αποκτά μόνιμη εγκατάσταση και να καλλιεργεί τη γη ή να αναπτύσσει τέχνες. Η δουλεία πήγασε από την ανάγκη εξεύρεσης εργατικού και αγροτικού δυναμικού, αλλά εξυπηρετούσε, παράλληλα, και άλλες ανάγκες. Συνήθως εφαρμοζόταν ως άγραφο «πολεμικό δίκαιο» και ήταν η μοίρα των ηττημένων αλλοεθνών, όμως συχνά εφαρμοζόταν και σε βάρος ατόμων της ίδιας φυλής για αδικήματα που σήμερα θα ενέπιπταν στο ποινικό ή αστικό δίκαιο, όπως της κλοπής ή των χρεών.
Η υποδούλωση των ανθρώπων θεωρείτο επί δεκάδες αιώνες μια απόλυτα νόμιμη κατάσταση, κατά την οποία δούλοι ή σκλάβοι γίνονταν συνήθως οι υγιείς και αρτιμελείς αιχμάλωτοι πολέμου, καθώς και οι αστικοί ή αγροτικοί πληθυσμοί που αυτοί υπερασπίζονταν. Μετά την υποδούλωσή τους, αντιμετωπίζονταν ως οικόσιτα ζώα ή αντικείμενα και παράλληλα ως εχθροί. Η τελευταία ιδιότητα έπαιζε καθοριστικό ρόλο στη μεταχείρισή τους, γιατί νομιμοποιούσε τη σκληρή εργασία μέχρι θανάτου ή την ατίμωση των γυναικών –ήταν «ζωντανοί εχθροί» που τους είχε χαριστεί η ζωή και αυτή ανήκε πλέον ισοβίως στον κυρίαρχο. Επιπλέον, ως εχθροί θα έπρεπε να εξοντωθούν σωματικά και ηθικά. Τα παιδιά τους αντιμετωπίζονταν επίσης ως «παιδιά του εχθρού» και ως εν δυνάμει απειλή εκτός και αν ενσωματώνονταν πλήρως στην κυρίαρχη κοινωνία.
Η προδιαγεγραμμένη μοίρα των ηττημένων έκανε πολλούς πολεμιστές και αμάχους να αυτοκτονούν προτού συλληφθούν αιχμάλωτοι. Αν ζούσαν, στο εξής δεν θα είχαν το δικαίωμα να φύγουν από το σπίτι ή το αγρόκτημα του αφέντη τους, να παντρευτούν, να κάνουν παιδιά (αν έκαναν, ανήκαν κι αυτά στον κύριό τους ως έμψυχα αντικείμενα ή ως άψυχα περιουσιακά στοιχεία), δεν θα μπορούσαν να αγοράσουν ή να πουλήσουν οτιδήποτε, να διεκδικήσουν νερό, φαγητό ή ιατρική περίθαλψη, να αποκτήσουν οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο οι ίδιοι, να αμυνθούν σε περίπτωση επίθεσης, να δηλώσουν ότι δεν αναγνωρίζουν αφέντη, να εκφράσουν οποιαδήποτε προσωπική άποψη πολιτική ή θρησκευτική και να αναζητήσουν προστασία σε περίπτωση που τους βασάνιζε εκείνος που νεμόταν κυριολεκτικά την κυριότητά τους.
Στον απόλυτο εξευτελισμό οδηγούνταν πιο εύκολα όσοι και όσες ανήκαν σε άλλη φυλή ή θρησκεία, ως αποτέλεσμα του ρατσισμού, αλλά και του γεγονότος ότι ειδικά οι ξένοι με διαφορετικό χρώμα ή χαρακτηριστικά, ξεχώριζαν εύκολα και ήταν αδύνατον να περάσουν απαρατήρητοι σε περίπτωση που δραπέτευαν. Η μοναδική τους επιλογή ήταν η υποταγή, γιατί οι διάφορες κοινωνίες νομιμοποιούσαν ανέκαθεν την δουλεία με διάφορες θεωρίες φυσικής κατωτερότητας ορισμένων κοινωνικών ομάδων.
Στη Βίβλο γίνονται πολλές αναφορές στη δουλεία, όπως και στη μαζική δουλεία, δηλαδή την αιχμαλωσία των Εβραίων στην Αίγυπτο. Στον Κώδικα του Χαμουραμπί που συντάχθηκε στη Μεσοποταμία το 1780 π.Χ. υπήρχαν πάνω από 30 νομικά άρθρα που ρύθμιζαν τα θέματα της δουλείας, όπως π.χ. το πρόστιμο που κατέβαλε όποιος ελεύθερος πολίτης σκότωνε το δούλο ή τη δούλα κάποιου άλλου, τι πλήρωνε αν η δούλα ήταν έγκυος, την τιμωρία όποιου έδινε άσυλο σε δραπέτη δούλο, την τιμωρία του δούλου που αμφισβητούσε τον αφέντη του κλπ.
Να σημειωθεί πάντως ότι στις αρχαίες αλλά και μεσαιωνικές κοινωνίες, το πρόστιμο δεν είχε την ελαφρότητα της σημερινής έννοιας, αλλά αποτελούσε τη βασική ποινή για πολλά εγκλήματα, όχι μόνον εις βάρος δούλων αλλά και ελευθέρων. Αν, για παράδειγμα, στο βασίλειο των Λογγοβάρδων κάποιος σκότωνε ελεύθερο πολίτη πλήρωνε 300 solidi και αν σκότωνε ημιελεύθερο πλήρωνε 150: η ανθρώπινη ζωή εκτιμάτο σε χρήμα ούτως ή άλλως. Επίσης, οι περισσότερες κοινωνίες δεν έκριναν ειδικά κατά την αρχαιότητα σκόπιμο να διαθέτουν μεγάλες φυλακές για ποινικά αδικήματα (οι περισσότερες δεν είχαν ούτε καν μικρές) και θεωρούσαν παράλογο να συντηρούν στρατόπεδα αιχμαλώτων. Κατά συνέπεια, οι νικητές ενός πολέμου είχαν για την εποχή τους μόνον δύο λογικές επιλογές μετά την οριστικοποίηση της ήττας των αντιπάλων τους: είτε να τους εκτελέσουν είτε να τους υποδουλώσουν.
Πολλές φορές πάντως, εφαρμοζόταν μεταξύ των εμπολέμων και το έθιμο της ανταλλαγής δούλων, που ήταν αντίστοιχο της σύγχρονης ανταλλαγής αιχμαλώτων. Σε σπάνιες περιπτώσεις, παρατηρείτο και το φαινόμενο της ελευθέρωσης αιχμαλώτων ή δούλων από τη γενναιοδωρία του νικητή ή από σκοπιμότητα.
Σε μερικές περιοχές του κόσμου, η δουλεία πήγασε και από τον κανιβαλισμό που ασκούσαν ορισμένες φυλές και οι οποίες έβλεπαν τους άλλους ανθρώπους ως λεία. Όταν οι ηττημένοι ήταν πολλοί, κρατούνταν ως δούλοι μέχρι να έρθει η ώρα να καταναλωθούν ως τροφή ή να χρησιμοποιηθούν σε ανθρωποθυσίες.
Η δουλεία ήταν συχνά το αποτέλεσμα του πολέμου, αλλά και πολλές φορές η αιτία του. Στην Αφρική, για παράδειγμα, η δουλεία πήγασε από την ανάγκη κάποιων φυλών να υπερτερούν αριθμητικά. Βασικό κίνητρο για πόλεμο και αρπαγή ανθρώπων από άλλες κοινότητες ήταν δηλαδή η ενίσχυση της φυλής του νικητή –οι δούλοι προστίθεντο δηλαδή στην κυρίαρχη κοινότητα και ειδικά οι γυναίκες και τα παιδιά ενσωματώνονταν σε αυτήν πολύ γρήγορα ή και αυτομάτως. Αυτό διάρκεσε στην αφρικανική ήπειρο μέχρι την άφιξη των Ευρωπαίων και των Ασιατών (κυρίως Αράβων) εμπόρων και την έναρξη του συστηματικού δουλεμπορίου, όπου πλέον ο δούλος αποτελούσε ξένο σώμα στην κοινωνία των λευκών και αντικείμενο προς χρήση.
Καθώς οι οικονομίες πάντως στηρίζονταν όλο και περισσότερο στην φτηνή παροχή εργατικού δυναμικού και η ανάπτυξή τους εξαρτιόταν από την εργασία των δούλων, όλο και συχνότερα ξεκινούσαν πόλεμοι σε διάφορες περιοχές του κόσμου, με αποκλειστικό στόχο την υποδούλωση ενός ανίσχυρου λαού ή φυλής και την αρπαγή του μικρού πληθυσμού της για να υπαχθεί στο εργατικό δυναμικό του νικητή.
Σε διάφορους πολιτισμούς, πάντως, δούλοι ή σκλάβοι γίνονταν πάρα πολλοί άνθρωποι και με συγκριτικά ειρηνικά μέσα ή πάντως σε καιρό ειρήνης. Σε αυτό το χαμηλό κοινωνικό status έπεφταν εκείνοι που όφειλαν χρήματα τα οποία δεν μπορούσαν να εξοφλήσουν (και αντιμετωπίζονταν ως κλέφτες) ή όσοι υπέπιπταν σε διάφορα σοβαρά για την εποχή αδικήματα. Έπρεπε τότε ουσιαστικά να πουλήσουν τον εαυτό τους ή να διαπραγματευτούν την προσωπική ελευθερία τους πουλώντας τη γυναίκα ή τα παιδιά τους. Ο δούλος μπορούσε να τιμωρηθεί σε όποιον βαθμό ενέκρινε ο ιδιοκτήτης ή αφέντης του. Μερικές φορές οι δούλοι ελευθερώνονταν αν κάποιος εξαγόραζε την ελευθερία τους, αλλά αυτό ήταν σπάνιο.
Μερικές φορές επίσης οι άνθρωποι ενοικιάζονταν, με την έννοια ότι συμφωνούσαν για οικονομικούς λόγους να μείνουν δούλοι για 3 ή 5 χρόνια, κάτι που εκφραζόταν και με κλάσματα , δηλαδή συμφωνείτο κάποιος να ανήκει στον κύριό του κατά το ¼, γεγονός που σήμαινε ότι έπρεπε να δουλεύει για εκείνον 3 μήνες το χρόνο. Με το σύστημα του «δανεισμού» των εαυτών τους μετανάστευσαν στην Αμερική πολλοί Ευρωπαίοι κατά την αποίκισή της, αφού πήγαν εκεί ως δουλοπάροικοι με συμφωνία 4ετους εργασίας για τους «δεσπότες» τους –ήταν η πληρωμή του εισιτηρίου για το διατλαντικό ταξίδι.
Στην αρχαιότητα και στο Μεσαίωνα πάντως, οι άνθρωποι υποδουλώνονταν ισοβίως, γιατί μόνον οι συγγενείς είχαν την πολυτέλεια να γίνονται δούλοι για περιορισμένο ορισμένο χρονικό διάστημα. Στη Μεσοποταμία  επιτρεπόταν να κρατήσει κάποιος ως δούλο τον αδελφό του μόνον για 5 ή 6 χρόνια, ακόμα και αν του όφειλε χρήματα.
Η δουλεία στην αρχαία Ελλάδα
Η δουλεία ήταν ευρέως διαδεδομένη σε όλους τους αρχαίους πολιτισμούς του κόσμου, συμπεριλαμβανομένου του κινεζικού, του ιαπωνικού, του πολυνησιακού, του ινδικού, των λαών της Αφρικής και της Νότιας Αμερικής όπως και πολλών λαών της Ευρώπης, περιλαμβανομένου του ελληνικού και του ρωμαϊκού. Ιδιαίτερη έμφαση όμως δίνεται συχνά στη δουλεία στην Αρχαία Ελλάδα, όχι επειδή ήταν σκληρότερη, αλλά επειδή η διεθνής κοινότητα και πολλοί Έλληνες θεωρούν αυτονόητο ότι μια χώρα που διέθετε ανεπτυγμένο πολιτισμό και γέννησε τη δημοκρατία, δεν θα έπρεπε να ανέχεται τη δουλεία.
Ένας βασικός λόγος για την μεροληπτική εστίαση πολλών ξένων ιστορικών στην αρχαιοελληνική δουλεία είναι ότι έμμεσα αυτή νομιμοποιούσε τις ακρότητες στο δουλεμπόριο της αποικιοκρατίας, δηλαδή κατά την εφαρμογή της δουλείας από το λαό στον οποίο οι ίδιοι ανήκαν. Η ύπαρξη της δουλείας στην κοιτίδα της δημοκρατίας παρείχε τρόπον τινά άλλοθι ή πάντως «ελαφρυντικά» στο δουλεμπόριο πολύ μεταγενέστερων λαών.
Εντούτοις, η ελληνική κοινωνία των κλασικών χρόνων ήταν κατά 30 αιώνες αρχαιότερη και λειτουργούσε μέσα σε ένα γενικότερο διεθνές πλαίσιο αποδοχής της δουλείας ως «πολεμικού δικαίου». Σημαντικό ρόλο δηλαδή στο ζήτημα της ελληνικής ή ρωμαϊκής δουλείας δεν έπαιζε μόνον η αξία που οι συγκεκριμένες κοινωνίες προσέδιδαν στην ανθρώπινη ζωή με βάση το δικό τους πολιτισμικό επίπεδο αλλά και η γενική/διεθνής αντίληψη για το ίδιο θέμα. Εξίσου σημαντικό ρόλο έπαιξαν και οι παραγωγικές ανάγκες, οι οποίες εντέλει δεν καλύφθηκαν πιο ηθικά ούτε από τις σχετικά νεότερες κοινωνίες. Η νομοθεσία του Σόλωνα το 590 π.Χ. που απαγόρευε τους πολίτες να δανείζονται με ενέχυρο τον εαυτό τους ήταν εξάλλου πρωτοποριακή για την εποχή της, αφού εξάλλου μέχρι και σήμερα τα ανεξόφλητα δάνεια μπορούν να οδηγήσουν κάποιον στη στέρηση θεμελιωδών δικαιωμάτων του –σε φυλάκιση.
Τέλος, στην αθηναϊκή –και σε όποια- δουλεία, ρόλο έπαιζε και η αντίληψη που επικρατούσε για το πολιτισμικό επίπεδο της εθνότητας ή φυλής του δούλου, γιατί καθόριζε αν στο εξής αυτός θα αντιμετωπιζόταν ισότιμα ή υποδεέστερα. Το γεγονός ότι μέχρι και το 1935 μ.Χ. υπήρχαν προηγμένοι, δημοκρατικοί λαοί που επισήμως θεωρούσαν ορισμένες φυλές «ζωώδεις» ή «εγκληματικές» και «στυγνές» σε σύγκριση με τη δική τους, γεγονός που οδήγησε σε ακραίες μορφές όχι μόνον εκμετάλλευσης και ρατσισμού, αλλά και σε γενοκτονίες, δείχνει ότι ακόμα και τον 20ό αιώνα ήταν δύσκολο να στερήσει κάποιος τις ενέργειές του από το θεωρητικό άλλοθι της «ανώτερης φυλής». Επίσης, ο ανεπίσημος και ημιεπίσημος ρατσισμός σε πολλές χώρες του κόσμου μέχρι σήμερα αποδεικνύει ότι ακόμα και στον 21ο αιώνα, πολλοί εξακολουθούν να θεωρούν ως κριτήριο κοινωνικού status την φυλή ή την εθνότητα ή την θρησκευτική ομάδα στην οποία κάποιος ανήκει.
Η ρωμαϊκή δουλεία
Στην Ευρώπη και ειδικά στη Μεσόγειο, η κατάσταση μεταβλήθηκε όταν άρχισε να εξαπλώνεται ο Χριστιανισμός και η φιλοσοφία των Στωικών, αλλά είναι άγνωστο αν τον καθοριστικό ρόλο τον έπαιξαν πιο πεζά γεγονότα, όπως αυτή καθαυτή η αχανής έκταση, η δομή και η οικονομία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και, αργότερα, οι επιδημίες και οι συχνοί λιμοί στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
Στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, η εισροή δούλων ήταν τόσο μεγάλη, που ένας μέσος Ρωμαίος διέθετε πάνω από 10 σκλάβους και οι πλούσιοι 400. Η παρουσία τους όμως δεν ήταν απλώς αριθμητικά έντονη, αλλά και ουσιαστική: μέσα σε τόσο πλούσια «λάφυρα» ανθρώπινης υπόστασης, ανευρίσκονταν πια και πολλοί δούλοι με δυσεύρετα προσόντα και ειδικότητες, όπως γιατροί, δάσκαλοι, λογιστές κλπ. Αυτοί αξιοποιούνταν στον τομέα τους παραμένοντας δούλοι, αλλά είχαν κοινωνική επιρροή, παρότι ανήκαν στην κατώτατη τάξη των σκλάβων.
Οι Ρωμαίοι στήριξαν βαθμιαία σε αυτούς ουσιαστικά όλη την οικονομία και την αλυσίδα της παραγωγής τους στη διατροφή και άλλους ζωτικούς τομείς. Έτσι εξαρτούνταν απόλυτα από την απόδοση της τάξης των σκλάβων. Στην αρχαία Ρώμη, οι δούλοι μπορούσαν να ανήκουν σε ιδιώτες ή στο κράτος. Στον ιδιωτικό τομέα, οι δούλοι μπορούσαν να ήταν υπηρέτες, ερωμένες, καθαρίστριες, μονομάχοι, εργάτες, γιατροί, βιοτεχνίες, παιδαγωγοί, κομμωτές, αγρότες, ιπποκόμοι κ.λπ. Στον κρατικό τομέα ήταν επίσης αγρότες, συντηρητές, εργάτες στην οδοποιία, μεταφορείς, εργάτες του «δήμου» (π.χ. οδοκαθαριστές), μεταλλωρύχοι κλπ. Έτσι, αν και οι δούλοι δεν ανήκαν σε κοινά έθνη και δύσκολα εξεγείρονταν, κατείχαν θέσεις-κλειδιά για την οικονομία. Κάθε εξέγερσή τους παρέλυε την οικονομία και άφηνε χωρίς τροφοδοσία και παροχές όχι μόνον τους φτωχούς Ρωμαίους, αλλά και τα πλούσια αστικά κέντρα. Αν και αριθμούνται κυρίως τρεις μεγάλες εξεγέρσεις σκλάβων στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, με γνωστότερη εκείνην του 73 π.Χ. στην οποία ηγείτο ο Σπάρτακος, αυτές ήταν συχνότερες και είχαν πάντα συνέπειες.
Σταδιακά, η ρωμαϊκή νομοθεσία άρχισε για τους προαναφερόμενους λόγους να γίνεται αυστηρότερη προς τους δουλοκτήτες και πιο ανθρώπινη με τους δούλους. Ενώ για παράδειγμα μέχρι το 50 μ.Χ. ο δούλος που αρρώσταινε δεν είχε δικαίωμα να ζητήσει τη βοήθεια γιατρού και οι περισσότεροι αφέντες πετούσαν κυριολεκτικά στο δρόμο τον άρρωστο ή γέρο σκλάβο, επί Κλαυδίου νομοθετήθηκε ότι αν ο αφέντης αφήσει το δούλο του αφρόντιστο και αυτός αναρρώσει, θα θεωρείται στο εξής αυτομάτως ελεύθερος. Επίσης απαγορεύθηκε να δίνονται δούλοι ως βορά των άγριων ζώων. Ενώ έως τότε όλοι προσέφεραν τις γυναίκες δούλες ως σεξουαλικά αντικείμενα στους συγγενείς και φίλους τους, νομοθετήθηκε ότι τα παιδιά της γυναίκας δούλας που έμενε έγκυος, θα έπρεπε στο εξής να προστατεύονται. Το 150 μ.Χ., ο Αντωνίνος Πίος έδωσε στους δούλους το δικαίωμα να προσφεύγουν στη δικαιοσύνη όταν τους βασάνιζε ο αφέντης τους. Την εποχή του Διοκλητιανού και περίπου το 300 μ.Χ. εκδόθηκε νόμος που όριζε ότι ο αφέντης που σκότωνε δούλο χωρίς σοβαρή αφορμή, θεωρείτο πια εγκληματίας –μέχρι τότε η αφαίρεση ζωής δούλου ήταν απλό πταίσμα που συνεπαγόταν πρόστιμο ή αντιμετωπιζόταν και ως καθαρά οικογενειακή υπόθεση που δεν απασχολούσε καν την δικαιοσύνη. Επίσης επί Διοκλητιανού ή ίσως και λίγο νωρίτερα, απαγορεύθηκε να πουλά κάποιος το παιδί του ως δούλο και οι πιστωτές δεν μπορούσαν να διεκδικήσουν την οφειλή τους σε δουλεία.
Το κατά πόσον τηρούνταν όλοι αυτοί οι κατά καιρούς οριζόμενοι νέοι νόμοι, είναι άγνωστο, αλλά οπωσδήποτε η νομοθετική πρόνοια αποτελούσε πρόοδο σε σύγκριση με τον κοινωνικό θάνατο που συνεπαγόταν έως τότε η δουλεία.
Δουλοπάροικοι
Όταν η ρωμαϊκή αυτοκρατορία άρχισε να καταρρέει, οι περισσότεροι δούλοι της μετατράπηκαν με αυτοκρατορικά διατάγματα σε απελεύθερους χωρικούς. Τότε άρχισε να αναπτύσσεται η τάξη των δουλοπάροικων που αποτέλεσε στη Δύση αργότερα τον βασικό κορμό του αγροτικού δυναμικού της φεουδαρχίας. Οι περισσότεροι από αυτούς απελευθερώθηκαν μερικά, δηλαδή ήταν «υπόχρεοι» και όχι απόλυτα ελεύθεροι.
Οι ακτήμονες χωρικοί και όσοι είχαν μικρά αγροκτήματα δεν χάρηκαν για πολύ αυτή την περιορισμένη ελευθερία τους. Καθώς στις περισσότερες περιοχές της διαλυμένης ρωμαϊκής αυτοκρατορίας δεν υπήρχε κεντρική εξουσία, άρχισαν να στρέφονται για προστασία ή διακίνηση της παραγωγής τους στους μεγάλους γαιοκτήμονες, οι οποίοι και συντηρούσαν μικρούς στρατούς. Σταδιακά οι περισσότεροι μπήκαν «στη δούλεψη» των γαιοκτημόνων και σε αντάλλαγμα της στρατιωτικής προστασίας που αυτοί τους παρείχαν (από επιδρομές ληστών ή από οργανωμένους στρατούς άλλων γαιοκτημόνων ή, από εισβολές γερμανικών φύλων), αυτοί δέχτηκαν στην αρχή να δίνουν στον μεγαλογαιοκτήμονα μέρος της παραγωγής τους ή προσωπική εργασία.
Βαθμιαία, αναγκάστηκαν να δεχτούν πιο ανελεύθερους όρους, όπως το να παντρεύονται με άτομα μόνον από την ίδια περιοχή και να μην εγκαταλείπουν το κτήμα χωρίς την άδεια του κυρίου τους ή segnieur. Αυτή η εξάρτηση σταδιακά τους μετέβαλε και πάλι σε δούλους, μόνον που τώρα οι όροι δεν ήταν τόσο επαχθείς όσο 200 χρόνια πριν. Εντούτοις, έπαψαν να είναι ελεύθεροι απέναντι στον νόμο και ανέλαβαν βαριές δεσμεύσεις. Οι περισσότεροι δέθηκαν με τη γη του μεγαλογαιοκτήμονα με συμβόλαιο και αποδέχτηκαν να προσφέρουν πάνω από το μισό χρόνο τους στα κτήματά του. Όταν η δική τους σοδειά ήταν κακή, έπρεπε να παρέχουν άλλες υπηρεσίες στον γαιοκτήμονα. Είχαν όμως το δικαίωμα να προσφύγουν στη δικαιοσύνη αν βιαοπραγούσε ο «προστάτης κύριός τους» ή αν βίαζε τη σύζυγο ή την κόρη τους.
Η τήρηση της νομοθεσίας αμφισβητείται και η αυθαιρεσία οργίαζε, όμως νομικά ο δουλοπάροικος ήταν πια υποκείμενο και όχι αντικείμενο του νόμου.
14ος αιώνας
Οι δούλοι συνέχιζαν πάντως να υπάρχουν και εξακολουθούσαν να θεωρούνται περιουσιακά στοιχεία. Μεγάλη εισροή δούλων σημειώθηκε το 14ο αιώνα εξαιτίας του Μαύρου Θάνατου, δηλαδή της επιδημίας πανώλης του 1350. Η πείνα -που ήταν αποτέλεσμα κακών σοδειών και άλλων παραγόντων, όπως της υπερκαλλιέργειας- το 1315 όπως και η μεγάλη επιδημία πανώλης λίγες δεκαετίες μετά, αποδεκάτισαν τον πληθυσμό της Ευρώπης. Αυτή η τραγική κατάσταση είχε σαν αποτέλεσμα να μείνουν ακατοίκητες μεγάλες εκτάσεις και να δημιουργηθεί ανάγκη για εργατικά χέρια, οπότε οι όροι διαπραγμάτευσης με τους χωρικούς που είχαν επιβιώσει άλλαξαν ριζικά προς το καλύτερο για τους αγρότες. Όμως αυξήθηκε η ανάγκη για «φτηνό εργατικό δυναμικό» και τότε το δουλεμπόριο γνώρισε νέα ακμή. Οι δούλοι έφταναν στην Ευρώπη από την Ασία και την Αφρική.
Η πανώλη και διάφορες επιδημίες υψηλής νοσηρότητας συνέχισαν πάντως να επανεμφανίζονται σχεδόν σταθερά κάθε 20-30 χρόνια και σάρωναν την Ευρώπη, γιατί δεν είχε βελτιωθεί καθόλου το υγειονομικό τοπίο. Έτσι ο αγροτικός και αστικός πληθυσμός κατά καιρούς μειωνόταν κατακόρυφα και η ανάγκη για νέους δούλους ανανεωνόταν διαρκώς.
Η δουλεία στο Βυζάντιο
Στο Βυζάντιο συνεχιζόταν όλα αυτά τα χρόνια η εφαρμογή ολοένα ηπιότερης πολιτικής προς τους δούλους που είχε ξεκινήσει στους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες. Με διατάγματα του Ιουστινιανού και άλλων αυτοκρατόρων ο δούλος έπαψε να είναι νομικά τουλάχιστον πράγμα. Η πιο σημαντική Εισήγηση του Ιουστινιανού ήταν εκείνη που για πρώτη φορά όριζε με νόμο πως ο δούλος είναι άνθρωπος. Επίσης όριζε να δίνεται αυτομάτως το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη στους δούλους που ελευθερώνονταν ενώ μέχρι τότε οι κοινωνικές διακρίσεις συνεχίζονταν μέχρι και τους απογόνους τρίτης γενεάς του πρώην δούλου.
Παράλληλα, οι αυτοκράτορες δεν επιθυμούσαν να αναπτυχθεί η φεουδαρχία στο μέτρο που αυτή αναπτύχθηκε στη Δύση και προσπαθούσαν να στηρίζουν τους μικροκτηματίες, επειδή αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να μην ισχυροποιηθούν οι γαιοκτήμονες και οι «ευγενείς» ή τιτλούχοι. Αυτές οι προσπάθειες δεν απέδιδαν πάντα καρπούς και σε πολλές περιοχές οι αγρότες ζούσαν σαν δούλοι. Αρκετά συχνά εξάλλου οι αυτοκράτορες υποχωρούσαν στις πιέσεις των γαιοκτημόνων και για να κρατήσουν ισορροπίες έκαναν υποχωρήσεις σκοπιμότητας εις βάρος των μικρών γαιοκτησιών ή των ακτημόνων. Σε γενικές γραμμές πάντως, πολιτική του κράτους ήταν να ελέγχει την εξουσία των μεγαλοκτηματιών –άρα να τους κρατά όσο μπορούσε πιο αποδυναμωμένους.
Εκτός από τους δουλοπάροικους που αν όχι τυπικά, πάντως ουσιαστικά αποτελούσαν την συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων της βυζαντινής αυτοκρατορίας, αρκετοί συνέχιζαν να είναι και οι δούλοι που εισέρρεαν από τους πολέμους ή οι Βυζαντινοί που ζούσαν σαν δούλοι σε ξένα κράτη.
Οι Βυζαντινοί κρατούσαν και βιβλία («Βίβλο Αλλαγίων» όπως αναφέρεται), με τα στοιχεία των αιχμαλώτων που είχαν συλλάβει όπως και των Βυζαντινών που είχαν αντιστρόφως συλληφθεί από τον εχθρό. Με βάση αυτά τα έγγραφα προχωρούσαν συχνά σε ανταλλαγή αιχμαλώτων [12] ή σε εξαγορά της ελευθερίας των Βυζαντινών δούλων με καταβολή λύτρων.
Οι κάτοικοι των ακριτικών περιοχών της αυτοκρατορίας έθαβαν πολύ συχνά την όποια περιουσία τους σε λάκκους και έβαζαν ένα σημάδι για το οποίο ενημέρωναν τους συγγενείς τους ή έμπιστα πρόσωπα, ώστε αν οι ίδιοι συλλαμβάνονταν αιχμάλωτοι (από εισβολείς ή κοινούς ληστές) να ξέθαβαν κάποιοι τα κοσμήματα ή τα χρήματα και να εξαγόραζαν την ελευθερία τους «για να μην καταντήσουν δούλοι». Οι Έλληνες του Πόντου είχαν μέχρι σχετικά πρόσφατα ως χειρότερη κατάρα τη φράση «αιχμάλωτος να γίνεσαι» , που δείχνει πόσο τους τρόμαζαν όσα συνεπαγόταν η δουλεία.
Οι περισσότεροι δουλέμποροι που δρούσαν στα λιμάνια (για να αγοράζουν σκλάβους από πειρατές) ή στις μεγάλες πόλεις, είχαν και ειδικότητα, ανάλογα με την πελατεία τους: άλλοι αγόραζαν μόνο παιδιά, άλλοι μόνο γυναίκες και άλλοι μόνον δυνατούς άντρες. Οι τιμές των σκλάβων ήταν ποικίλες. Ο Πλούταρχος αναφέρει συγκεκριμένα ότι ένα βόδι έκανε 1 δραχμή και ένας σκλάβος 4 δραχμές, ενώ ο Γεώργιος Φραντζής στα Χρονικά του αναφέρει ότι όταν τον υποδούλωσαν ζήτησαν από τον αυτοκράτορα για την απελευθέρωσή του 5.000 χρυσά νομίσματα. Όταν οι Νορμανδοί υποδούλωσαν τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ευστάθιο, ζήτησαν για την απελευθέρωσή του από τον αυτοκράτορα 4.000 χρυσά.
Σε πολλές περιπτώσεις, όταν οι αιχμάλωτοι Βυζαντινοί πιάνονταν από Σαρακηνούς, πιέζονταν τόσο πολύ να αλλαξοπιστήσουν, που βγήκε η φράση «μου άλλαξες την πίστη». Σύμφωνα με τα ιερατικά έθιμα του Βυζαντίου, όσοι ξαναγυρνούσαν στην πατρίδα τους απελευθερωμένοι αλλά είχαν στο μεταξύ αλλαξοπιστήσει, έπρεπε να απέχουν από την κοινωνία 8 χρόνια. Όμως αντίστοιχη μεταχείριση πρέπει να είχαν και οι δούλοι των Βυζαντινών, γιατί πολλά ιεραρχικά κείμενα προέτρεπαν τους Βυζαντινούς να βλέπουν τους δούλους τους σαν ανθρώπους.
Επειδή πάντως πιάνονταν πολλοί Βυζαντινοί αιχμάλωτοι, η Εκκλησία καθημερινά στη λειτουργία της είχε και προσευχή «υπέρ των αιχμαλώτων και της σωτηρίας αυτών». Γίνονταν μάλιστα συχνά έρανοι από την εκκλησία ή τους συγγενείς του αιχμαλώτου για να συγκεντρωθεί το αναγκαίο για την εξαγορά του ποσό. Συνηθιζόταν μάλιστα στις διαθήκες τους (όπως και στη Δυτική Ευρώπη την ίδια εποχή) πολλοί να αφήνουν την περιουσία τους στην Εκκλησία ή στο κράτος, με την εντολή να δοθεί για εξαγορά αιχμαλώτων, επειδή αυτή η πράξη θεωρείτο θεάρεστη.
Πολλοί δανείζονταν για να ελευθερώσουν τους συγγενείς τους από τα εχθρικά στρατεύματα και επειδή οι τόκοι ήταν βαρείς, αναγκάζονταν να συμφωνήσουν με τον δανειστή να μείνουν δούλοι του, συνήθως για 4 χρόνια. Πιθανόν η τιμή εξαγοράς του αιχμαλώτου να ισοδυναμούσε με μισθούς δύο ετών και τα επιπλέον δύο χρόνια να ήταν οι τόκοι του δανείου.
15ος,16ος και 17ος αιώνας
Στο Βυζάντιο η κατάσταση των δούλων χειροτέρεψε όταν εμφανίστηκαν και σταδιακά κυριάρχησαν οι Οθωμανοί. Στην Οθωμανική αυτοκρατορία, οι δούλοι πολλαπλασιάστηκαν και οι συνθήκες ζωής για όλους τους υποταγμένους λαούς ήταν εξαιρετικά δύσκολες, ειδικά στον αγροτικό τομέα.
Την ίδια εποχή άρχισε στην Ευρώπη νέα εισαγωγή δούλων, αυτή τη φορά σωρηδόν από την Αφρική. Το γεγονός ότι ήταν μαύροι στο χρώμα επιδείνωνε τη θέση τους, επειδή ήταν δύσκολο να διαφύγουν –εντοπίζονταν γρήγορα. Επίσης η διαφορά στο χρώμα έκανε τους δεσπότες ή κυρίους να μην ταυτίζονται διόλου μαζί τους, να τους φέρονται πιο σκληρά και να μην τους ενσωματώνουν καθόλου στην κοινωνική ζωή με μικτούς γάμους ή υιοθεσίες. Οι πρώτοι Ευρωπαίοι που δημιούργησαν εμπορικό σταθμό για δούλους στην Αφρική, συγκεκριμένα στην Γκάνα, ήταν οι Πορτογάλοι. Οι σκλάβοι φορτώνονταν σε πλοία για την Ευρώπη και μετά για την Αμερική, Συνήθως το 20% από αυτούς πέθαινε στη διάρκεια του ταξιδιού.
Μετά την εξολόθρευση του γηγενούς πληθυσμού της Αμερικανικής ηπείρου από ασθένειες που έφεραν οι εισβολείς Ευρωπαίοι, η ζήτηση σε εργατικά χέρια καλύφθηκε από Αφρικανούς σκλάβους. Έτσι, ξεκίνησε η πιο μακροχρόνια και ευρείας κλίμακας εκμετάλλευση της αναγκαστικής εργασίας στην ανθρώπινη ιστορία. Υπολογίζεται ότι από τον 15ο μέχρι τον 18ο αιώνα μεταφέρθηκαν στην βόρεια Αμερική, κεντρική Αμερική και νότια Αμερική πάνω από 20.000.000 Αφρικανοί.
Οι δούλοι ως περιουσιακό στοιχείο
Οι δούλοι άλλοτε θεωρούνταν και αντιμετωπίζονταν ως κινητή περιουσία και άλλοτε ως ακίνητη. Στην πρώτη περίπτωση πουλιούνταν στην αγορά. Η τιμή τους παρουσίαζε διακυμάνσεις όπως του σιταριού ή άλλων εμπορικών αγαθών, ανάλογα με τη σχέση προσφοράς και ζήτησης. Σε περιόδους με αφθονία δούλων (μετά από πολέμους) η τιμή έπεφτε. Σε εποχές μεγάλης ζήτησης (τους μήνες που απαιτείτο πιο εντατική δουλειά στους αγρούς) η τιμή ανέβαινε. Όταν οι μισθοί ή τα μεροκάματα των ντόπιων ανέβαιναν, η ζήτηση για σκλάβους αύξανε και η τιμή τους ανέβαινε επίσης.
Μερικές φορές, η εξασφάλιση καλύτερου βιοτικού επιπέδου των ντόπιων πυροδοτούσε επεκτατικούς πολέμους για «ανθρώπινα λάφυρα», δηλαδή εξεύρεση φτηνών δούλων ώστε να πέσει η τιμή τους στην αγορά και να βγάζουν περισσότερο κέρδος οι δουλοκτήτες. Υπήρξαν και αντίστροφες φάσεις όμως, όπου οι εξαιρετικά χαμηλοί μισθοί των ντόπιων και η φτώχεια καθιστούσε τους δούλους άχρηστους έως ασύμφορους, και τότε οι γαιοκτήμονες και οι βιοτέχνες στρέφονταν στους ελεύθερους επαγγελματίες που δέχονταν να τους δουλέψουν πολύ φτηνά και τους οποίους δεν χρειαζόταν ούτε να τους αγοράσουν (επενδύοντας κεφάλαιο αγοράς) ούτε στη συνέχεια να τους συντηρήσουν.
Η τιμή των δούλων εξαρτιόταν πέρα από τις τάσεις της οικονομίας και από την ειδικότητά τους, το φύλο, την ηλικία, την ομορφιά, την κατάσταση της υγείας τους και την πειθήνια τους. Στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία το 350 μ.Χ., ένας γερός σκλάβος στοίχιζε ένα σόλδιο, την εποχή που οι στρατιώτες έπαιρναν όλο το χρόνο ως μισθό 2 έως 3 σόλδια (solidi, χρυσά νομίσματα της εποχής). Ήταν κατά συνέπεια ακριβό απόκτημα ο αποδοτικός δούλος. Σε αυτή την υψηλή τιμή ίσως είχε συμβάλει το γεγονός ότι είχαν απελευθερωθεί πολλοί δούλοι και είχαν μετατραπεί σε «δούλους με υποχρέωση», δηλαδή κάτι ανάμεσα σε ελεύθερο πολίτη και δουλοπάροικο. Έτσι οι δούλοι σπάνιζαν και αυτό επηρέαζε και την τιμή τους.
Τριακόσια χρόνια αργότερα ο Προκόπιος αναφέρει αγορά σκλάβου στην τιμή ενός προβάτου –κάτι που δεν ήταν φτηνό για την εποχή εκείνη, αλλά δεν αντιστοιχούσε τους μισθούς έξη μηνών ενός στρατιώτη –η τιμή δηλαδή είχε πέσει αισθητά. Λίγο αργότερα, το 725, στην Ιταλία, αναφέρεται πώληση αγοριού στην τιμή ενός αλόγου και μεταγενέστερα αναφέρεται ως τιμή πώλησης ένα βόδι: δηλαδή οι σκλάβοι ακρίβυναν. Την ίδια εποχή (περίπου 650 μ.Χ.) αναφέρεται ότι ένα μικρό κορίτσι σκλάβα αγοράστηκε 30 σόλδια (solidi), όσο έκαναν τότε 13 πρόβατα ή 3 φοράδες, που ήταν την εποχή εκείνη πολύτιμα και ακριβά αποκτήματα –άρα η τιμή των δούλων είχε ανεβεί κι άλλο. Ένα άλλο κορίτσι 20 ετών μάλιστα πουλήθηκε τότε 250 σόλδια –η τιμή της γυναίκες ανέβαινε από την ηλικία των 20 μέχρι τα 40 και ανάλογα με την ομορφιά της.
Ξέρουμε επίσης ότι μετά το Μαύρο Θάνατο, η τιμή αγοράς σκλάβου αλλά και οι μισθοί των ελεύθερων εργατών ανέβηκαν σε όλη την Ευρώπη και στο Βυζάντιο κατά 100%-150%, επειδή η επιδημία είχε προκαλέσει μεγάλη έλλειψη εργατικών χεριών.
Διακυμάνσεις στην τιμή συνεχίστηκαν να παρουσιάζονται και όταν η δουλεία αναζωπυρώθηκε με Αφρικανούς σκλάβους προς την Αμερική, την Ευρώπη και την Ασία. Το 1750 στις ΗΠΑ οι σκλάβοι κόστιζαν γύρω στα 120 δολάρια, την εποχή που το άλογο πουλιόταν 50 δολάρια και ο σανός κόστιζε 4 δολάρια ο τόνος. Η τιμή τους άρχισε να ανεβαίνει για διάφορους λόγους, ανάμεσα στους οποίους ήταν και η αυξημένη ζήτηση στην παγκόσμια αγορά για ρύζι και το 1800 η τιμή τους είχε φτάσει τα 1.000-1.500 δολάρια.
Ως ακίνητη περιουσία, οι δούλοι αναφέρονται σε πολλά πωλητήρια γης, δηλαδή μεταβιβάζονταν μαζί με το αγρόκτημα του δεσπότη τους. Συχνά αναφέρονται και σε διαθήκες, μεταξύ άλλων αντικειμένων και ζώων που κληροδοτούσε κάποιος στους απογόνους του ή που χάριζε στην εκκλησία και στο κράτος. , οπότε οι δούλοι δεν έβρισκαν την ελευθερία τους ούτε καν μετά το θάνατο του κυρίου τους. Στην Αρχαία Αίγυπτο και σε ασιατικές περιοχές, όταν πέθαινε ο κύριός τους, τους υποχρέωναν να αυτοκτονήσουν, ώστε να τον υπηρετούν «και εις την μετά θάνατον ζωήν». Μερικές φορές τους εξόντωναν και στην αρχαία Ρώμη, ώστε να μην ελευθερώνονται και παρακινούν σε εξεγέρσεις τους άλλους σκλάβους.
Κατάργηση της δουλείας
  Κινήσεις για την κατάργηση της δουλείας σημειώθηκαν κατά το 18ο αιώνα. Το σύνταγμα των ΗΠΑ, που εκπονήθηκε το 1788, προέβλεπε την απελευθέρωση των δούλων μέσα σε μια περίοδο 20 χρόνων. Ωστόσο, η δουλεία συνέχισε να υφίσταται στις νότιες πολιτείες των ΗΠΑ. Στις αρχές του 19ου αιώνα, η Βρετανία, η Γαλλία και τα περισσότερα από τα νέα ανεξάρτητα έθνη της Νότιας και Κεντρικής Αμερικής κατάργησαν τη δουλεία.
Η κατάσταση σήμερα
 
Η Ελλάδα είναι από τις πρώτες χώρες που απαγόρευσε στη νεότερη ιστορία τη δουλεία, αμέσως μετά τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1821. Το σύνταγμα του 1822, του 1823 όπως και του 1844 όριζαν ότι «εις την ελληνική επικράτειαν ούτε πωλείται ούτε αγοράζεται άνθρωπος. Αργυρώνητος δε παντός γένους και πάσης θρησκείας, άμα πατήσας το Ελληνικό έδαφος, είναι ελεύθερος και από τον δεσπότην αυτού ακαταζήτητος».
Το σημερινό Σύνταγμα με το άρθρο 22, ορίζει ότι «οποιαδήποτε μορφή αναγκαστικής εργασίας απαγορεύεται» και «η εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Κράτος, που μεριμνά για τη δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών και για την ηθική και υλική εξύψωση του εργαζόμενου αγροτικού και αστικού πληθυσμού. Όλοι οι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από φύλο ή άλλη διάκριση, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας.»
Περιπτώσεις δουλείας πάντως παρατηρούνται και σήμερα στην Ελλάδα, όπως σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Αφορά κυρίως τα παιδιά που παρανόμως εξωθούνται στην επαιτεία και των γυναικών που εξωθούνται παρά τη θέλησή τους στην πορνεία. Ο σημερινός ορισμός της δουλείας έχει διαφοροποιηθεί ελαφρά από τον κλασικό και ως δουλεία ορίζεται «η πλήρης εξουσία και έλεγχος ενός ανθρώπου επάνω σε κάποιον άλλο με στόχο κυρίως την οικονομική ή και άλλης μορφής εκμετάλλευσή του». Με αυτή την έννοια ο δούλος δεν στερείται νόμιμα της ανθρώπινης υπόστασής του όπως την εποχή που η δουλεία ήταν νόμιμη, αλλά παραμένει δούλος γιατί χειραγωγείται απόλυτα
Επίσης συζητείται και το θέμα της προσωποκράτησης για οφειλές, γεγονός που στιγματίζεται από πολλούς νομικούς. Στην Ελλάδα η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει αποφανθεί αρνητικά, θεωρώντας το μέτρο αντισυνταγματικό, γιατί «αποτελεί μέτρο καταναγκασμού όχι επάνω στην περιουσία του οφειλέτη, αλλά επί του ιδίου του προσώπου του οφειλέτη». Η προσωποκράτηση για οφειλές έχει απαγορευθεί στις περισσότερες χώρες στον κόσμο τόσο για ηθικούς λόγους, όσο και για πρακτικούς –ο έγκλειστος δεν είναι δυνατόν να εργασθεί για να αποπληρώσει την οφειλή του.
Ο ΟΗΕ εκτιμά ότι σήμερα ζουν περίπου 27.000.000 άνθρωποι σε διάφορες χώρες ως δούλοι, κυρίως γυναίκες και παιδιά. Το δυσάρεστο είναι ότι αυτή η σύγχρονη μορφή δουλείας περνά σχεδόν απαρατήρητη και ο βασικότερος λόγος είναι ο παράνομος χαρακτήρας της. Όσο δηλαδή η δουλεία ήταν νόμιμη, τηρούνταν αρχεία εμπορικά και όλες οι πράξεις ήταν εμφανείς. Τώρα που η δουλεία διενεργείται παράνομα, τηρείται απόλυτη μυστικότητα από όλους τους αυτουργούς –τις ομάδες που συλλαμβάνουν τους δούλους, τις ομάδες που τους μεταφέρουν στην αγορά και την αγορά που τους εκμεταλλεύεται.
Η σύγχρονη δουλεία επιβιώνει επειδή επίσης δεν στηρίζεται σε φυλετικά κριτήρια και θύματά της αποτελούν όλες οι ανθρώπινες ομάδες που έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό την κατάσταση της αδυναμίας, ανεξαρτήτως θρησκείας, εθνικότητας, ηλικίας ή φύλου. Επίσης, οι δούλοι δεν απασχολούνται σε συγκεκριμένη αγορά ή βιομηχανία ή σε ορισμένες έστω πόλεις, και έτσι δεν υπάρχουν σταθερές οδοί μεταφοράς ή σταθερές αγορές, ώστε να ιχνηλατηθούν και να διαλυθούν τα κέντρα διοργάνωσης του δουλεμπορίου.
Τέλος, ο μέσος πολίτης δεν έχει συναίσθηση του γεγονότος ότι η δουλεία εφαρμόζεται πιθανόν στο ίδιο οικοδομικό τετράγωνο στο οποίο πηγαίνει σχολείο το παιδί του ή εργάζεται ο ίδιος ούτε και αναγνωρίζει εύκολα τη δουλεία ως φαινόμενο. Συχνά την εκλαμβάνει ως ξεπεσμό του ατόμου με δική του πρωτοβουλία –δεν μπορεί π.χ. να διαχωρίσει εύκολα την πόρνη που επέλεξε και συνεχίζει να επιλέγει να ασκεί αυτό το επάγγελμα από εκείνην που εξαναγκάσθηκε να το επιλέξει όταν ήταν ανήλικη. Καθώς δηλαδή ο μέσος άνθρωπος θεωρεί κάποιες δραστηριότητες εξαιρετικά εξευτελιστικές, ομαδοποιεί τους ανθρώπους που τις ασκούν.
Εντούτοις, άπαξ και ένα άτομο προσπαθεί να διαφύγει από τον εξευτελισμό και δεν μπορεί, τότε είναι δούλος με την κλασική έννοια της λέξης. Αν επίσης έχει περιορισμένες πνευματικές ικανότητες, τότε ακόμα κι αν δεν προσπαθεί συνειδητά να διαφύγει, και πάλι αποτελεί δούλο, γιατί δεν επέλεξε ποτέ ο ίδιος να χρησιμοποιηθεί. Αν πρόκειται για παιδί, ασφαλώς και δεν είχε επιλογή εξαρχής, οπότε και πάλι αποτελεί δούλο.
Πηγή:Βικιπαίδεια