Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΣΤΟΡΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΣΤΟΡΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 23 Αυγούστου 2020

Αρχαία Γέρασα, η ελληνική πόλη στην Ιορδανία, που μετονομάστηκε σε Αντιόχεια η επί Χρυσορρόη ποταμώ.

 

φωτό: από ένα οδοιπορικό μου στην Ιορδανία κάποια Χριστούγεννα

Αρχαία Γέρασα, η αρχαία ελληνική πόλη στην Ιορδανία που μετονομάστηκε σε Αντιόχεια η επί Χρυσορρόη ποταμώ. Η πόλη που εξαιτίας του πλούτου της την αποκαλούσαν “Πομπηία της Μέσης Ανατολής”, που υπήρχε περιβαλλοντική μέριμνα και επιβάλλονταν πρόστιμα σε όποιον την ρύπαινε.

φωτό: από ένα οδοιπορικό μου στην Ιορδανία κάποια Χριστούγεννα


φωτό: από ένα οδοιπορικό μου στην Ιορδανία κάποια Χριστούγεννα


Η Γέρασα ήταν σπουδαία αρχαία ελληνική πόλη στη Δεκάπολη της Κοίλης Συρίας. Βρισκόταν μεταξύ της Πέλλας και της Φιλαδέλφειας. Ήταν κτισμένη στις όχθες του ποταμού Χρυσορρόα (σημ. Barada).

Ο πλούτος της πόλης έμεινε στην ιστορία, ώστε να ονομάζεται "Πομπηία της Μέσης Ανατολής". Ο ιστορικός των Ελληνιστικών χρόνων Πολύβιος παρομοιάζει με στρατόπεδο (δύο κύριες λεωφόροι που την χώριζαν σε σχήμα σταυρού, σε τετράγωνα, τερμάτιζαν σε πύλες. Η Αγορά βρισκόταν στην μια πλευρά του κυρίου δρόμου, αλλά ποτέ πάνω σε αυτόν. Στις πλευρές της είχε στοές και άλλα δημόσια κτήρια. Η τέταρτη πλευρά της ήταν ανοικτή στον κύριο δρόμο. Οι δρόμοι είχαν ωραία πλακόστρωση κι αυστηρά πρόστιμα επιβάλλονταν για την ρύπανσή τους). Πράγματι η Γέρασα είχε δύο κάθετους, προς την κεντρική λεωφόρο δρόμους, οι οποίοι χώριζαν την πόλη σε 6 μεγάλα οικοδομικά τετράγωνα. Η κεντρική λεωφόρος φέρει διπλή επιβλητική κορινθιακή κιονοστοιχία και ωραίο πλακόστρωτο που ακόμη σώζεται σε καλή κατάσταση.

Αρχαίες ελληνικές επιγραφές από την πόλη, αλλά και φιλολογικές μαρτυρίες τόσο του Ιαμβίχου, όσο και του Μεγάλου Ετυμολογικού, συνδέουν την ίδρυση των Γεράσων με τον Μεγάλο Αλέξανδρο, ή τον στρατηγό του, Περδίκκα, που εγκατέστησε εκεί παλαίμαχους Μακεδόνες στρατιώτες. Το γεγονός αυτό θα έλαβε χώρα κατά την άνοιξη του 331 π.Χ., όταν ο Μέγας Αλέξανδρος έφυγε από την Αίγυπτο, διέτριψε στην Συρία και μετά κατευθύνθηκε για τη Μεσοποταμία. Το γεγονός αυτό συνδέεται με την επανάσταση των Σαμαρειτών οι οποίοι έκαψαν ζωντανό τον Μακεδόνα στρατηγό Ανδρόμαχο. Ο Μακεδόνας βασιλιάς τους τιμώρησε ξανακτίζοντας τη Σαμάρεια ως ελληνική πόλη. Μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η περιοχή περιήλθε στον Πτολεμαϊκό έλεγχο και με τη μάχη του Πανείου (198 π.Χ.) στους Σελευκίδες. Κατά την συνήθεια των Ελλήνων ηγεμόνων της Συρίας, η Γέρασα μετονομάστηκε στο εξής σε Αντιόχεια η επί Χρυσορρόη ποταμώ. Πιθανόν να την ξαναέκτισε ή ο Αντίοχος Γ' ο Μέγας μετά την μάχη του Πανείου, ή ο Αντίοχος Δ' Επιφανής που προήλασε ως την Αίγυπτο.

πηγή:https://el.wikipedia.org/




Παρασκευή 26 Ιουνίου 2020

Οι θησαυροί του Εθνικού Αρχαιολογικού μουσείου και πώς σώθηκαν από τους ναζί


Έχει ποτέ κανείς αναρωτηθεί πως σώθηκαν οι αρχαιότητες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου,όλοι αυτοί οι θησαυροί από τους ναζί; Πώς βρίσκονται στη θέση τους και δεν χρειάζεται να ταξιδέψουμε μέχρι το Βερολίνο για τα τους θαυμάσουμε;Τι έκανε το υπουργείο Παιδείας, που ήταν αρμόδιο τότε και για τον Πολιτισμό, για την προστασία των αρχαιοτήτων; Επειδή ήταν επισφαλής αλλά και αδύνατη η μεταφορά των αρχαιοτήτων, τι σκέφτηκαν να κάνουν; Μήπως να μετατρέψουν το μουσείο σ' ένα εργοτάξιο; Ποιο ήταν το σύνθημα, το παράγγελμα όταν κάποιο έκθεμα ήταν έτοιμο να σηκωθεί απ' το βάθρο του; Πόσο καιρό πήρε αυτή η επιχείρηση διάσωσης; Στις 27 τ'Απρίλη του 1941 οι ναζί κατέλαβαν την Αθήνα και πρώτη τους δουλειά ήταν να πάμε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Προς έκπληξή τους διαπίστωσαν ότι παραλάμβαναν ένα άδειο κτίριο. Ούτε ένα ίχνος δεν υπήρχε απ΄τους χιλιάδες θησαυρούς του. Τελικά, αν δεν υπήρχε η ηρωική αυτή προσπάθεια των αρχαιολόγων και των εργατών εμείς σήμερα δεν θα μπορούσαμε να θαυμάσουμε κανένα απ' αυτούς.



Το παρακάτω κείμενο είναι από την https://www.efsyn.gr/

Πώς σώθηκαν οι θησαυροί του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου από τους ναζί

Ιωάννα Σωτήρχου

Αμέσως μετά την 28η Οκτωβρίου 1940 το προσωπικό του μουσείου θέλησε να προφυλάξει τα σπάνια εκθέματα, φοβούμενο για την τύχη τους από πιθανούς βομβαρδισμούς. Επειδή ήταν δύσκολο να μεταφερθούν τα ογκώδη αγάλματα, αρχαιολόγοι, φύλακες, γλύπτες, εργατοτεχνίτες και συντηρητές σκέφτηκαν να ανοίξουν ορύγματα κάτω από τα δάπεδα του κτιρίου και τα έθαψαν εκεί με ασφάλεια έπειτα από επίμοχθη δουλειά έξι μηνών ● Ηρωική ήταν η προσπάθεια για την πλήρη προστασία των αρχαιοτήτων σε όλα τα μουσεία της χώρας, Δελφούς, Ολυμπία, Κρήτη, μας είπε η Μαρία Λαγογιάννη κατά την ξενάγηση στο πλαίσιο της δράσης «12 Οκτωβρίου 1944. Η Αθήνα ελεύθερη».
Εχετε αναρωτηθεί ποτέ πώς διασώθηκαν οι αρχαιότητες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής της χώρας; Με ποιον τρόπο οι θησαυροί του πολιτισμού αυτού του τόπου βρίσκονται στη θέση τους, αντί, λόγου χάρη, να χρειάζεται να ταξιδέψουμε ώς το Βερολίνο για να τα θαυμάσουμε;
Σε αυτή την ιστορία της απόκρυψης ήταν αφιερωμένες οι ξεναγήσεις, από τους αρχαιολόγους Μαρία Χιδίρογλου και Κώστα Πασχαλίδη, που πραγματοποίησε το μουσείο, συμμετέχοντας έτσι στις δράσεις τού «12 Οκτωβρίου 1944. Η Αθήνα ελεύθερη». Τις παρακολουθήσαμε, συζητήσαμε με τη διευθύντρια του μουσείου Μαρία Λαγογιάννη και σας μεταφέρουμε τι συνέβη σε ακόμη ένα σημείο της πόλης όπου η Κατοχή αλλά και η Αντίσταση των ανθρώπων άφησαν τα αποτυπώματά τους.
Ήταν αμέσως μετά την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο, τον Οκτώβριο του 1940, που η τύχη των αντικειμένων του μουσείου απασχόλησε το προσωπικό του και ξεκίνησαν οι εργασίες προφύλαξής τους. Δεν ήταν μόνο τα σακιά με άμμο που στήθηκαν στον εξωτερικό περίβολο του κτιρίου, αλλά απασχολούσε κυρίως η δυσκολία τού να μεταφερθούν με ασφάλεια τα μνημειώδη αγάλματα και τα χιλιάδες εκθέματα με τον περιορισμό των μέσων που επέβαλαν η εποχή και οι συνθήκες.
Λίγες μέρες αργότερα, τον Νοέμβριο, που το υπουργείο Παιδείας, αρμόδιο τότε για τον Πολιτισμό, έστειλε εγκύκλιο τεχνικών προδιαγραφών απόκρυψης αρχαιοτήτων σε όλα τα μουσεία για τους βομβαρδισμούς, κάνοντας λόγο για την επιλεγμένη προστασία των πιο πολύτιμων από τα έργα, στο Αρχαιολογικό όλοι οι εργαζόμενοι πήραν φωτιά.
Η απόφασή τους ήταν να περισώσουν όλα τα εκθέματα. Στόχος τους, να μην αφήσουν καμία αρχαιότητα στα χέρια του εισβολέα.
Η μεταφορά των αγαλμάτων ήταν επισφαλής και αδύνατη. Γι’ αυτόν τον λόγο αρχαιολόγοι, φύλακες, γλύπτες, εργατοτεχνίτες και συντηρητές δούλεψαν νυχθημερόν στις πλέον αντίξοες συνθήκες.
Τι σκέφτηκαν; Να ανοίξουν ορύγματα κάτω από τα δάπεδα του ίδιου του μουσείου ώστε να τα θάψουν εκεί για ασφάλεια. Ετσι, το μουσείο μετατράπηκε σε εργοτάξιο.

«Βάλε φωτιά»


Κι αν το σύνθημα στο μέτωπο ήταν «Αέρα», στο μουσείο ήταν «βάλε φωτιά»: αυτές τις λέξεις χρησιμοποιούσε ο γλύπτης Ανδρέας Παναγιωτάκης ως παράγγελμα όταν τα γλυπτά ήταν έτοιμα για την επιστροφή τους στη γη. Για να ολοκληρωθεί η μετακίνηση των δεμένων θεών, που με την τροχαλία είχαν σηκώσει από το βάθρο τους, είχαν σύρει μέχρι το σκάμμα και απέμενε η κατάβασή τους, στις ίδιες αίθουσες στις οποίες προηγουμένως εκτίθεντο.
Μαθαίνουμε για όλα αυτά από τα γραπτά της σπουδαίας κυρίας της αρχαιολογίας, της Σέμνης Καρούζου, πολύτιμη μαρτυρία που επικαλούνται οι σημερινοί συνάδελφοί της. Η περιήγηση μας οδηγεί στα εμβληματικά γλυπτά, στους χώρους όπου έγινε η απόκρυψή τους από τον Νοέμβριο του 1940 ώς τον Απρίλιο του 1941 που μπήκαν οι Γερμανοί ναζί στην Αθήνα. Δίπλα τους εκτίθενται τα ψηφιοποιημένα φωτογραφικά ντοκουμέντα από το Αρχείο του μουσείου.
Οι εκθεσιακοί χώροι πριν από τον πόλεμο, οι εργασίες κατάχωσης των αρχαιοτήτων κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η προετοιμασία των γλυπτών.
Ο Κούρος του Σουνίου από το 600 π.Χ. δεμένος με σκοινιά χιαστί στο στήθος, να κρέμεται από την τροχαλία ανάμεσα στα ξύλινα στηρίγματα για την επιχείρηση κατάβασης, ο εμβληματικός γενειοφόρος θεός, Δίας ή Ποσειδώνας του Αρτεμισίου, από τα μοναδικά χάλκινα της κλασικής περιόδου, ακουμπισμένος ανάσκελα, τυλιγμένος με πισσόχαρτα για προστασία από την υγρασία -κάπου εδώ ακούσαμε ότι κάτω από την Πατησίων κυλά το ποτάμι Κυκλοβόρος-, ένας μεγάλος λάκκος με πολλά σημαντικά γλυπτά στο εσωτερικό του, αγάλματα που στέκονται και είναι φανερό ότι δεν αποτελούν πια εκθέματα, έτσι αμήχανα παρατεταγμένα όπως αποτυπώνονται στην ασπρόμαυρη φωτογραφία, σε αναμονή, σαν «άνθρωποι σε διαδήλωση ή στα κρατητήρια», σύμφωνα με τη μαρτυρία του ακαδημαϊκού Σπύρου Ιακωβίδη, πρωτοετούς φοιτητή το 1940, που συμμετείχε στις εργώδεις εργασίες απόκρυψης.

Συλλογική δουλειά και ευθύνη

Το ιδανικό καταφύγιο

Τεράστιοι λάκκοι, ξύλινα δοκάρια για την υποστήριξη των τοιχωμάτων και τη διευκόλυνση της μεταφοράς των βαριών γλυπτών, τροχαλίες, σκοινιά και γύψοι για την εξωτερική προστασία περίτεχνων γλυπτών, όπως το σύμπλεγμα της Αφροδίτης, του Πάνα και του Ερωτα από τη Δήλο, εργαλεία, πισσόχαρτα και κιβώτια, τσουβάλια άμμου, κουβάδες χώμα, σκόνη. Δυσκολεύεσαι να πιστέψεις ότι βρίσκεσαι στους ίδιους χώρους.
Η δουλειά σε βάρδιες δεν σταμάτησε λεπτό. Αρωγός, η γνώση ότι κάτω από τα δάπεδα υπήρχαν επιχώσεις τις οποίες έσκαψαν δημιουργώντας ιδανικά καταφύγια για τους θησαυρούς. Τα αρχαία ελληνικά γλυπτά, αφιερωμένα σε ιερά ή ανεγερμένα σε τάφους επιφανών πολιτών της εποχής τους, πειστήρια για την ύπαρξη πολιτισμού για χιλιετίες σε τούτον τον τόπο, επέστρεψαν έτσι στο χώμα.
«Εκεί όπου ανήκουν»: αυτή ήταν και η απάντηση στο ερώτημα των Γερμανών «πού βρίσκονται τα αρχαία». Είχαν περάσει μόλις δύο μήνες από τον Απρίλιο του ‘41 και την κατάληψη της πρωτεύουσας από τα ναζιστικά στρατεύματα, όταν, τον Ιούνιο, ο προϊστάμενος της υπηρεσίας προστασίας μνημείων τέχνης των στρατευμάτων κατοχής Χανς Ούλρικε φον Σόνεμπεργκ επισκέφτηκε το μουσείο, με μια λίστα 103 γλυπτών, ζητώντας την παράδοσή τους.
Το βρήκε άδειο. Ή μάλλον όχι και τελείως άδειο, γιατί το πάτωμα καλύφθηκε όπως όπως και το μουσείο άλλαξε χρήση, φιλοξενώντας διάφορες κρατικές υπηρεσίες που μετακόμισαν εκεί μετά την επίταξη διαφόρων κτιρίων: έτσι στέγασε το ταχυδρομείο, την υπηρεσία πρόνοιας στην αίθουσα των αγγείων στον πρώτο όροφο, μία αίθουσα είχε δοθεί στην κρατική ορχήστρα για τις πρόβες της, σε άλλη βρήκε στέγη το Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, κάποιοι χώροι καλύφθηκαν από έργα της Εθνικής Πινακοθήκης, ενώ στο ισόγειο λειτούργησαν για κάποιο διάστημα τα συσσίτια της Ενωσης Ελλήνων Λογοτεχνών, με τα ταβάνια να είναι ακόμη μαυρισμένα από τα καζάνια.

Πολύτιμα μικροαντικείμενα

Ομως η 6μηνη επιχείρηση διάσωσης δεν αφορούσε μόνο τα βαρύτιμα γλυπτά. Τα πολύτιμα μικροαντικείμενα μαζεύτηκαν σε κιβώτια, τα κοσμήματα πήγαν στο θησαυροφυλάκιο της Τραπέζης της Ελλάδος, συντάχθηκαν πρωτόκολλα παράδοσης-παραλαβής και έγινε συστηματική εργασία καταγραφής από τα σωστικά συνεργεία.
35 κιβώτια ετάφησαν στο σπήλαιο Εννεάκρουνου και 22 βρήκαν καταφύγιο στη φυλακή του Σωκράτη. Πολλά πήλινα μικροαντικείμενα, ειδώλια και αγγεία διαφόρων διαστάσεων εγκιβωτίστηκαν και καλύφθηκαν με άμμο 5-6 μέτρων και ετάφησαν στα υπόγεια της οδού Τοσίτσα.
Μπορεί οι προφυλάξεις για τους βομβαρδισμούς να λειτούργησαν αποτρεπτικά και για τη σύληση του μουσείου, ωστόσο ήταν μετά την Απελευθέρωση που κινδύνεψε σοβαρά. Καθώς στον Εμφύλιο είχε μετατραπεί σε αρχηγείο των ανταρτών, δέχτηκε «συμμαχικές» οβίδες από τις βρετανικές δυνάμεις που μαζί με τις στρατιωτικές δυνάμεις τής τότε κυβέρνησης είχαν πολυβολείο στον Λυκαβηττό.
Οβίδες και θραύσματά τους βρέθηκαν στις εσωτερικές αυλές του μουσείου, ίχνη τους στους τοίχους, ενώ μια οβίδα γκρέμισε και την οροφή του.
Οι περιπέτειες δεν τελείωσαν ούτε με την εσπευσμένη επαναλειτουργία του το 1947, καθώς στη συνέχεια προοριζόταν για... δικαστικό μέγαρο, κάτι που απεφεύχθη ύστερα από μεγάλο αγώνα.
Η αποκατάσταση των εκθεμάτων αρχίζει μεσούντος του Εμφυλίου το 1946: οι εργασίες ήταν πάλι πυρετώδεις για να ξεθαφτούν από τους λάκκους όπου ήταν φυλαγμένα, να απομακρυνθεί το χωμάτινο κέλυφός τους και να είναι έτοιμα να εκτεθούν. Τακτοποίηση που αποδείχτηκε εξίσου δύσκολη, αφού πολλές καρτέλες είχαν χάσει το μελάνι τους, τα χαλκά είχαν ενεργή οξείδωση, είχαν χαθεί αριθμοί και δεν ήταν εύκολη η ταυτοποίησή τους.

Η περιγραφή του Γ. Σεφέρη

Στο ημερολόγιό του, στις μέρες για το 1946, ο Γιώργος Σεφέρης περιγράφει την επίσκεψή του το μεσημέρι στο Αρχαιολογικό Μουσείο, στις 4 Ιουνίου, κατά τη διάρκεια των εργασιών.
Το πώς τα ξεθάβουν, άλλα σε κάσες και άλλα γυμνά, το πώς «σε μια από τις παλιές μεγάλες αίθουσες οι εργάτες δουλεύουν με φτυάρια και με αξίνες το δάπεδο. Θα μπορούσε να είναι ένας όποιος τόπος ανασκαφών. Τα αγάλματα βυθισμένα ακόμη στη γης φαίνονται από τη μέση και πάνω γυμνά φυτεμένα στην τύχη. Το μπράτσο κάποιου υπερφυσικού θεού, μια γυμνή γυναίκα που μου γυρίζει την πλάτη ήταν καπελωμένη με ένα γκρίζο καλάθι εργάτη που άφηνε να φαίνονται μόνο τα γελαστά της καπούλια. Ηταν ένας αναστάσιμος χορός αναδυομένων. Μια δευτέρα παρουσία σωμάτων που σου έδινε μια παλαβή χαρά. Αλλού αγάλματα ξαπλωμένα, ανάγλυφα στημένα ανάποδα (...) ο μπρούτζινος Δίας ξαπλωμένος πάνω σε μια κασέλα σαν ένας κοινός κουρασμένος εργάτης...».




Η κ. Χιδίρογλου μας διαβάζει το σχετικό απόσπασμα, που ταυτόχρονα καταγράφει τη συγκίνηση των εργαζομένων που κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες για τη σωτηρία και αποκάλυψη των εύθραυστων αρχαιοτήτων, μπροστά στη φωτογραφία της απόκρυψης ενός τεράστιου αγγείου γεωμετρικής περιόδου με το τότε προσωπικό του μουσείου.
«Πολλοί εργαζόμενοι απουσιάζουν στις εργασίες αποκατάστασης, μάλλον δεν επέζησαν...», μας πληροφορεί συγκινημένη, μνημονεύοντας μερικά ονόματα εργατοτεχνιτών.
Ο κ. Πασχαλίδης τονίζει τη δυσκολία του εγχειρήματος, πως όλα γίνονταν με κρατημένη την ανάσα καθώς οποιοσδήποτε κραδασμός μπορεί να ανοίξει ρωγμή, να αποκολλήσει κάτι ή να δημιουργήσει «σωματικές βλάβες» στις αρχαιότητες - και αυτό ήταν το μέλημα των ανθρώπων στην απόκρυψη, γιατί ήξεραν ότι αν βιαστούν ή αν κάνουν λάθος, οι πράξεις τους θα είχαν συνέπειες πάνω στα ίδια τα εκθέματα που «σωματοποιούν τις βλάβες», είναι τόσο εύθραυστα και είναι πολύ εύκολο να ανοίξουν στις συγκολλήσεις. Και είναι άθλος ότι δεν έχουν διαπιστωθεί βλάβες από εκείνη την εποχή.
Για αυτά πολεμήσαμε»

Η ηρωική προσπάθεια για την πλήρη προστασία όλων των αρχαιοτήτων αφορούσε όλα τα μουσεία της χώρας σε Δελφούς, Ολυμπία, Κρήτη, μας λέει η κ. Λαγογιάννη, αναφερόμενη στην άρνηση συνεργασίας τού τότε επικεφαλής του μουσείου στην Κρήτη, που βρισκόταν υπό την απειλή όπλου, «με το πιστόλι στον κρόταφο».
Και κάπως έτσι παρέμειναν αλώβητες οι αρχαιότητες, ο πλούτος και η κληρονομιά του λαού μας, που σε κάθε φάση της Ιστορίας έδινε αξία σε αυτήν: από τη φράση του οπλαρχηγού στον ξεσηκωμό του 1821 «για αυτά πολεμήσαμε», μέχρι τον πολιτικό που πίεζε να γίνει η επανέκθεση των αποκατεστημένων θησαυρών μετά την απελευθέρωση, γιατί «τα παιδιά μας μεγάλωσαν χωρίς μουσεία».
Αυτά τα αγάλματα, καθώς μάλιστα ήταν καμωμένα για μνημεία σε υπαίθριους χώρους, έχουν δει πολλά. Στους πολέμους και τους θρησκευτικούς διωγμούς οι άνθρωποι από την αρχαιότητα έκαναν το ίδιο: τα επέστρεφαν στη μήτρα, τα έκρυβαν στη γη, και ο αρχαιολόγος κάνει μνεία στην τρυφερότητα ακόμη και αυτής της πράξης, στον τρόπο θαψίματος, όταν απλά τα πλάγιαζαν και τα έβαζαν αντικριστά, «τα βάζανε αγκαλιά να κοιμούνται», για να τα φυλάξουν για τις επόμενες γενιές, χωρίς ποτέ να γνωρίζουν αν θα ζήσουν οι ίδιοι για να τα ξεθάψουν και να τα ξαναδούν.
Τι μένει από αυτή την εποποιία; Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι σήμερα υπάρχουν 11.000 εκθέματα και πάνω από 200.000 αντικείμενα βρίσκονται στις αποθήκες του.
Για την κ. Λαγογιάννη, το ότι «στις κρίσιμες στιγμές ο πολιτισμός, η κοινή μας κληρονομιά που όλους μάς ενώνει, μας δίνει κουράγιο και επιστρέφουμε σε αυτόν σε καιρούς κρίσης, γυρίζουμε στις ρίζες μας», λέει στην «Εφ.Συν.», τεκμηριώνοντας την άποψή της καθώς οι 300.000 επισκέπτες του 2013 πέντε χρόνια μετά είχαν σχεδόν διπλασιαστεί.
Για την κ. Χιδίρογλου το ότι πρόκειται για την εποποιία μιας συλλογικής δουλειάς και ευθύνης που έφερε εις πέρας με αυταπάρνηση σύσσωμο το προσωπικό του μουσείου, που αποδεκατίστηκε με τον λιμό και τις κακουχίες της Κατοχής, «είναι θέμα ανθρώπων, ομάδας και ομοψυχίας, με το «βάλε φωτιά» σίγουρα παίρνανε φωτιά και οι ίδιοι».
Για τον κ. Πασχαλίδη είναι βέβαιο ότι την κρίσιμη στιγμή υπάρχει η ετοιμότητα να επαναληφθεί το ίδιο αν χρειαστεί, ωστόσο «αυτή η ιστορία δεν συνέβη για να την αφηγούμαστε, αλλά για να προσέξουμε εκείνα που δεν πρέπει να επαναληφθούν».





Δευτέρα 15 Ιουνίου 2020

Τα αποτυπώματα και οι φάκελοι ποιητών μας στην Ασφάλεια...Το αποτύπωμα του Κώστα Βάρναλη



Το ντοκουμέντο αυτό είναι από την ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ. Σήμερα αναρτώ το αποτύπωμα και το φακέλωμα του ποιητή μας Κώστα Βάρναλη. Έπονται και άλλες αναρτήσεις με  αποτυπώματα και φακελώματα άλλων ποιητών μας...









































































































































































































































































πηγή:ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ https://www.efsyn.gr/
































































































Σάββατο 30 Μαΐου 2020

30 Μάη 1941 Μανώλης Γλέζος και Απόστολος Σάντας κατεβάζουν τη "Σβάστικα"από την Ακρόπολη

Από το ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ 2Οου ΑΙΩΝΑ
Ήταν στις 30 προς 31 Μαΐου 1941 όταν ο M.Γλέζος με τον Λ.Σάντα αποφασίζουν να γκρεμίσουν τη "Σβάστικα"


«εκεί που λάμπει η Λευτεριά, θάνατος δεν υπάρχει»….
 Γιάννης Ρίτσος, «Τα προπύλαια της Αντίστασης»
Στον ΓΛΕΖΟ και στον ΣΑΝΤΑ
Κάποτε οι πράξεις των ανθρώπων, έργα τέχνης είναι:
Δυο παλικάρια διέσχισαν μια νύχτα όλο το θάνατο,
έριξαν τον αγκυλωτό σταυρό απ’ τους ώμους των αιώνων,
κι έστησαν δυο καινούριους κίονες στο ναό της Παλλάδος.
Μες απ’ αυτούς τους κίονες, η Ελλάδα πέρασε
προς τη νέα ιστορία της.
Και τότε, οι ζώντες,
μαζί  κι οι νεκροί και οι ελιές και τα έλατα, ανηφόρισαν
τα κράκουρα της λευτεριάς, κουβαλώντας στη ράχη τους
την τιμή της πατρίδας, το μικρό καπνοδόχο του σπιτιού τους,
τη στάμνα, το δρεπάνι, το άροτρο, και τον καπνό της Ιθάκης”

(Γ. Ρίτσος, Συντροφικά τραγούδια, εκδ. Σ. Ε.)


Ο Λάκης Σάντας αφηγείται στον Άρη Σκιαδόπουλο, στην εκπομπή «ΝΥΚΤΕΡΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ», τις λεπτομέρειες του εγχειρήματός τους:

…Θέλαμε να κάνουμε κάτι θεαματικό βέβαια, διότι το να σκοτώσεις ένα Γερμανό και να πάρεις ένα πιστόλι δε είχε καμία αξία διότι πρώτα θα σκοτωνόμαστε επιτόπου γιατί οι Γερμανοί ήταν πάνοπλοι και σιδερόφραχτοι, πολεμιστές πραγματικοί και τους έβλεπες και σ’ έπιανε τεταρταίος πυρετός που λέει ο λόγος. Αυτή είναι η αλήθεια κι αυτά που γυρίζουνε τώρα τα έργα και δείχνουνε ένα Αμερικανό που πάει και σκοτώνει τη μισή Γερμανία αυτά είναι…κουραφέξαλα.
Και έρχεται η ιδέα να πάρουμε τη πολεμική τους σημαία. Και αρχίζουμε και καταστρώνουμε το σχέδιο. Εγώ με τον Μανώλη. Αρχίζουμε να μελετάμε. Πάμε στην Μπενάκειο βιβλιοθήκη και παίρνουμε την εγκυκλοπαίδεια στη λέξη «Ακρόπολις», βλέπουμε σχεδιαγράμματα – πώς μπορούμε ν’ ανεβούμε στην Ακρόπολη. Και κάνουμε και μία κατόπτευση. Μια Κυριακή πρωί πηγαίνουμε πάνω στην Ακρόπολη για να δούμε. Οι Γερμανοί τη σημαία τους, ακριβώς από κάτω είχαν μια ξύλινη σκοπιά. Είχαν σκοπό και τη φυλάγανε.
Είναι ακριβώς πάνω από τους αέρηδες, δεν είναι;
Όχι, αυτό δεν το έχουμε βρει ακόμα. Όταν κάναμε την κατόπτευση είδαμε ότι οι Γερμανοί έχουν φρουραρχείο έξω στα Προπύλαια. Εκεί που πουλάν τις κάρτες τώρα. Αυτό ήταν το φρουραρχείο τους. Και επάνω (κάτω από το στρογγυλό που ήταν ο ιστός της σημαίας) είχαν ξύλινη σκοπιά. Για να μπαίνει ο σκοπός μέσα όταν βρέχει. Είχαν σκοπό λοιπόν που τη φύλαγε. Τα είδαμε όλα αυτά. Είδαμε το μέρος. Πού είναι η σημαία, πώς είναι και λοιπά. Βέβαια δεν τα προσέξαμε όλα γιατί δε θέλαμε να δώσουμε και προσοχή, να μη μας προσέξει κανείς. Φεύγουμε κι εξακολουθούμε τη μελέτη. Βρίσκουμε λοιπόν ότι στο βράχο προς τη μεριά που είναι το Μοναστηράκι υπάρχει μια σπηλιά. Μια σπηλιά η οποία έχει σχισμή και βγαίνει μέχρι απάνω. Στο Ερεχθείο. Στο βάθρο του Ερεχθείου. Αυτό το είχε το σχεδιάγραμμα της Ακρόπολης από τις ανασκαφές που είχαν κάνει Γάλλοι αρχαιολόγοι. Βλέπουμε λοιπόν αυτά και θέλουμε να το κατοπτεύσουμε. Και σηκωνόμαστε και πάμε. Και βλέπουμε ότι είναι κλεισμένο με μια ξύλινη πρόχειρη πόρτα. Και μ’ ένα λουκέτο. Και πάμε βράδυ, μ’ ένα φανάρι, το ανοίγουμε και βλέπουμε ότι μπορεί να βγει κανένας απάνω, υπάρχει κενό, αλλά υπάρχουνε μαδέρια, από την εποχή που κάναμε τις ανασκαφές. Τώρα πού φτάναν τα μαδέρια δεν ξέραμε. Πάμε μια άλλη νύχτα και καταφέρνουμε και φτάνουμε μέχρι απάνω! Και ξέρουμε πια ότι μπορούμε να ανεβούμε από εκεί. Και να βγούμε στο βάθρο του Ερεχθείου.
Εκεί γύρω δεν έκαναν περιπολίες εντωμεταξύ;
Όχι. Καθόμαστε λοιπόν και σκεφτόμαστε πότε να πάμε. Και τρέχει ο Μάιος. Αρχίζει η μάχη της Κρήτης, 16 με 17 του μηνός νομίζω. Γίνεται η μάχη της Κρήτης και βλέπουμε ότι τα πράγματα δεν πάνε καλά. Εντωμεταξύ οι Γερμανοί είχαν πάρει τη μισή Κρήτη. Κατά τις 25 του μηνός. Και αποφασίζουμε, κατόπιν μελέτης την οποία κάναμε, οι δυο μας, και συνεδριάσεως, να πάμε τη νύχτα που θα πέσει η Κρήτη. Για να δείξουμε στον ελληνικό λαό ότι δεν πρέπει να το βάλουμε κάτω. Γιατί η Κρήτη ήταν το τελευταίο οχυρό του ελληνικού λαού… του έθνους…του κράτους του ελληνικού.
Και πράγματι έτσι κάναμε. Στις 30 Μαίου συνθηκολόγησε η Κρήτη και τη νύχτα εκείνη, επήγαμε, πηδήξαμε τα συρματοπλέγματα, συρθήκαμε μέσα απ’ τα δέντρα μέχρι τη σπηλιά, ανοίξαμε την πόρτα, την οποία είχαμε σπάσει το λουκέτο από προηγούμενες φορές και ανεβήκαμε, χωρίς βέβαια φανάρι…
Καλά, είχατε σπάει μέρες πριν την πόρτας; Και δεν το είχαν πάρει χαμπάρι οι Γερμανοί;
Όχι την πόρτα. Το λουκέτο.
Το λουκέτο, ναι.
Το λουκέτο. Και το είχαμε έτσι. Δε φαινότανε ότι…
Δεν το είχανε πάρει χαμπάρι οι Γερμανοί. Μάλιστα. Η πιο δύσκολη στιγμή του εγχειρήματος ποια είναι;
Είναι όταν ανεβαίνουμε από τα μαδέρια για να βγούμε στο βάθρο του Ερεχθείου μέσα σε βαθύ σκοτάδι. Και κάτω δεν υπάρχει βάση, είναι ένα ξεροπήγαδο το οποίο βγαίνει άλλα τριάντα μέτρα κάτω. Αυτό που ψάχναμε τότε με τη Μελίνα για να βρούμε τη σημαία, δεν ξέρω άμα το θυμάστε…
Την οποία τελικά δεν βρήκατε.
Την οποία δεν βρήκαμε, γιατί είχανε πέσει μπάζα.... Σαράντα χρόνια, σαράντα πέντε…
Κατεβάσατε τη σημαία…
Όταν λοιπόν ανεβήκαμε επάνω έγινε το εγχείρημα, ο σκοπός δεν ήταν απάνω γιατί γλεντάγανε στο φρουραρχείο στα Προπύλαια επειδή είχε πέσει η Κρήτη. Και γέλια και φωνές και … ντριγκ και λοιπά…ναι, φαγοπότι… Φτάσαμε με το Μανώλη και πετάγαμε πέτρες για να δούμε: είναι ο σκοπός στη σκοπιά; Τελικά ο σκοπός δεν ήτανε στη σκοπιά και ανεβήκαμε και ύστερα από μεγάλο αγώνα γιατί είχανε μπλέξει τα σύρματα και εμείς προσπαθούσαμε να σπάσουμε τα σύρματα… δεν κατέβαινε η σημαία…κατέβαινε μέχρι ένα σημείο και εντωμεταξύ δεν μπορούσαμε να αναρριχηθούμε γιατί ο ιστός ήταν πολύ ψηλός και ήτανε λείος και ήτανε αδύνατο να αναρριχηθούμε μέχρι απάνω… την τραβάγαμε και δεν κατέβαινε… Και στο τέλος σπάσαμε τις στρόφιγγες από τους βράχους που ήταν προσαρμοσμένα τα σύρματα και τα ελευθερώσαμε…(Στο σημείο αυ΄το ο Λάκης Σάντας δείχνει με τα χέρια ότι κατέβηκε η σημαία).
Τους πιάσατε στον ύπνο δηλαδή στην κυριολεξία…
Βέβαια. Αφού λοιπόν την κόψαμε…η σημαία ήταν τεράστια… Αυτό φαίνεται και στη φωτογραφία που έχω δώσει, που δείχνει πόσος είναι ο Γερμανός και πόσο πιο μεγάλη είναι σημαία. (Στο σημείο αυτό ο τηλεοπτικός φακός δείχνει την παρακάτω φωτογραφία):

Είχε τον αγκυλωτό σταυρό στη μέση, τα χρώματα, το κόκκινο, το μαύρο και το άσπρο και απάνω το γοτθικό σταυρό του Κάϊζερ, στην αριστερή γωνιά. Κόψαμε πολλά κομμάτια ο καθένας από τον αγκυλωτό σταυρό, τα βάλαμε στον κόρφο μας και μετά την τυλίξαμε… μάλλινη ήτανε…γερή…Έγινε ένας μπόγος τέτοιος. Δεν μπορούσαμε να το πάρουμε. Και εντωμεταξύ η κυκλοφορία η οποία ήτανε μέχρι τις 11 είχε τελειώσει. Είχαμε περάσει τις 11. Την πήραμε και λέμε τώρα που θα την πάμε; Πάμε πάλι απ’ τον ίδιο δρόμο, κατεβαίνουμε από το βάθρο – ακόμη χειρότερα αυτή τη φορά – διότι αυτή τη φορά έπρεπε να πηδήξουμε για να φτάσουμε στο πρώτο μαδέρι…Τελικά τα καταφέραμε..Νέα παιδιά ήμασταν…
Τα καταφέρατε.
Κατεβήκαμε κάτω και σκεφτήκαμε ότι το μόνο μέρος που μπορούμε να τη βάλουμε είναι να την πετάξουμε μέσα στο ξεροπήγαδο. Την πετάξαμε, κάναμε έτσι και ρίξαμε και μερικά χώματα και ανοίξαμε την πόρτα και φύγαμε..
Αυτό αμέσως διεδόθη την άλλη μέρα, υποθέτω, έτσι;
Την άλλη μέρα το πρωί σηκώνεται ο κόσμος και δεν βλέπει τη γερμανική σημαία, την πολεμική, που κυμάτιζε μεγάλη με τον αγκυλωτό σταυρό… Έβλεπες την Ακρόπολη και δεν έβλεπες τη τύφλα σου…
Καλά ξημέρωσε και η Ακρόπολη ήταν χωρίς τη σημαία; Δεν το πήραν χαμπάρι; Ούτε το πρωί;
Τι-πο-τα!
Μάλιστα.
Μέχρι τις 10 η ώρα! Είχαν πανικοβληθεί οι Γερμανοί ! Και κυμάτιζε η ελληνική η μικρή… Αρχίσαν λοιπόν οι διαδόσεις. Φύγαν οι Γερμανοί, θα έρθουν οι Εγγλέζοι, ξέρω γώ, αυτό, και διάφορα… και λοιπά…
Καλά εσείς με το Μανώλη…
Και κατά τις 12 η ώρα πήγαν και βάλανε μια πιο μικρή σημαία εκεί πέρα, συλλάβανε όλους τους φρουρούς, όπως μάθαμε, συλλάβανε όλους τους φύλακες της Ακροπόλεως, αλλά εμείς πριν φύγουμε σκεφτήκαμε με το Μανώλη και αφήσαμε τα αποτυπώματά μας απάνω στον ιστό… και τα δύο χέρια εγώ και παραπάνω ο Μανώλης… ούτως ώστε, αυτοί την άλλη μέρα επειδή καλέσανε και Έλληνα εισαγγελέα, πήραν αποτυπώματα, πιάσαν τους φύλακες και λοιπά, αλλά δεν ήταν δικά τους τα αποτυπώματα και δεν μπορούσαν βέβαια να τους κρατήσουνε… Απολύσαν όλους τους διοικητάς των τμημάτων και τους υποδιοικητάς και λοιπά και όλες τις φρουρές που ήταν τότε σε αστυνομικά τμήματα γύρω απ’ την Ακρόπολη και λοιπά… και περιόρισαν την κυκλοφορά στις 8 η ώρα. Και εμάς, ας πούμε, κάναν ανακοίνωση στις τότε εφημερίδες που βγαίνανε…Βραδυνή, ξέρω γω…
Πότε εντοπίζουν ότι είστε εσείς…
Δεν εντοπίζουν, δεν ξέρουνε. Άγνωστοι δράστες. Μίσθαρνα όργανα, λέγανε, των Εγγλέζων και διάφορα και κατεβίβασαν και υπεξαίρεσαν τη γερμανική πολεμική σημαία της Ακροπόλεως… Και κατηγορούνται δι’ εκτάκτου στρατοδικείου και καταδικάζονται εις θάνατον ερήμην.

Σάββατο 25 Απριλίου 2020

Κίττυ Αρσένη "Καλοκαίρι του ΄67" από το βιβλίο "Μπουμπουλίνας 18"



Το κελί μου είναι πολύ μικρό. Σκοτεινό. Ψαχουλεύω τους τοίχους. Οι σοβάδες πέφτουν και γεμίζω κοριούς.

     Χτες βράδι με πιάσανε λοιπόν. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Το απόγευμα στο θέατρο με ειδοποιήσανε: «Πιάσανε το Μίκη. Κάνουνε συλλήψεις». Και τα ξημερώματα, στις 2 η ώρα, με πιάσανε. Αυτό ήτανε.
     Είμαι πολύ ζαλισμένη. Προσπαθώ να καταλάβω πόσο με χτυπήσανε. Δεν πρέπει νάταν πολύ. Όταν ο Λάμπρου διέταξε «Αφήστε την. Αυτή, στο μηχάνημα της αληθείας», εγώ άντεχα ακόμα μια χαρά. Προπάντων είμουνα ένας πολύ ψύχραιμος παρατηρητής. Δεν ένιωθα ούτε πόνο, ούτε φόβο. Είχα θυμώσει με το σοφέρ που είχε αρχίσει να βαράει μέσα στ’ αυτοκίνητο ενώ το ένα του χέρι ήταν στο τιμόνι. Εγώ στο πίσω κάθισμα ανάμεσα σε δυο. Ο Λάμπρου μπροστά είχε διατάξει «Στα νταμάρια». Και το κακό άρχισε μέσα στ’ αυτοκίνητο από τον υπερβάλλοντα ζήλο του σοφέρ.
     Πρέπει νάχουν περάσει δυο τρεις ώρες από τη στιγμή που με πετάξανε εδώ μέσα. Η τελευταία μου σκέψη ήτανε «καλά τα κατάφερα» και έπεσα και κοιμήθηκα φαίνεται.

     Ο θόρυβος γύρω μου είναι εκκωφαντικός και παράξενος. Σιδερένιοι ήχοι χτυπάνε σαν τα καζάνια της κόλασης μέσα στο κεφάλι μου. Ακουμπάω το πρόσωπό μου στο τσιμέντο να δροσιστώ λιγάκι. Μυρίζει κάτουρο. Κατάλαβα. Εδώ θα είναι αυτό που λένε «αυστηρά απομόνωση». Δεν τρως, δεν πίνεις νερό και κάνεις τις σωματικές σου ανάγκες εδώ μέσα. Ο λαιμός μου είναι στεγνός. Έχω μια γεύση αίματος στο στόμα μου. Πιάνω το αριστερό μου μάτι που με καίει και το αισθάνομαι πρησμένο. Το κεφάλι μου κουδουνίζει και πονάει όπου και να τ’ ακουμπίσω. Τα μαλλιά μου μού μένουνε τούφες στα χέρια. Πονάνε τα πόδια μου στα πέλματα, οι κλειδώσεις των χεριών μου, πονάει το κορμί μου ολόκληρο και το μόνο που θέλω είναι νερό. Ένα ποτήρι νερό.

     Μπήκανε στις δύο το πρωί στο σπίτι μου με τα περίστροφα στα χέρια και είπανε: «Μη φοβάστε, Αστυνομία» και η μάνα μου έπεσε λιπόθυμη. Τριγυρίσανε και κάνανε το σπίτι άνω κάτω σα λυσσασμένα σκυλιά. Ο Λάμπρου με ρώτησε αν μου αρέσει η μουσική του Θεοδωράκη. Δεν ήξερα πώς συμπεριφέρονται σε αστυνομικούς που κάνουνε έρευνα. «Γιατί με ρωτάτε, είμαι καλλιτέχνις», τους είπα και μου έσπασε το δίσκο με το «Τραγούδι του Νεκρού Αδερφού».
     Τους παρακάλεσα ό,τι είναι να γίνει να μη γίνει μέσα στο σπίτι. Φοβήθηκαν τις φωνές, τη μάνα μου λιποθυμισμένη δίπλα, την πολυκατοικία, –η ζωή κυλάει ήρεμα στην Αθήνα– και μου είπανε να φύγουμε.
     Αγκάλιασα και φίλησα τη μάνα μου και το Δημήτρη. Δε με κοίταζαν, δε με χαιρέτησαν. Είχαν παγώσει. Είπα στη μάνα μου «κουράγιο». «Μην αργήσεις», μου είπε, όπως συνήθιζε να μου λέει όταν έβγαινα περίπατο. Ο Δημήτρης είχε μείνει και αυτός παγωμένος. Μόνο η Δάφνη έτρεξε έφερε μια κουβέρτα και με χαιρέτησε όπως αποχαιρετάς έναν άνθρωπο που δεν ξέρεις αν θα τον ξαναδείς. Γύρισα να τους ρίξω μια τελευταία ματιά. Λιγοψύχησα. Ο Λάμπρου ούρλιαξε: «Θα σας αφανίσουμε όλους. Είσαστε συνεργοί της!».
     Στην είσοδο της πολυκατοικίας περίμενε ο σοφέρ. Έφερε τη μαύρη κούρσα από τη γωνιά και ξεκινήσαμε για τα νταμάρια. Τους είχα αφήσει πίσω μου. Δεν υπήρχε χώρος για να τους σκεφτώ.

     Αυτός ο αξιωματικός υπηρεσίας μού κράτησε την κουβέρτα που μου έδωσε η Δάφνη. Και πονάω παντού.

     Ο Λάμπρου έκανε τις συστάσεις μέσα στο σπίτι. «Είμαι ο Λάμπρου. Και οι άλλοι δυο ανώτεροι αξιωματικοί της Ασφαλείας, Μπάμπαλης και Μάλλιος». Μεγάλη μου τιμή. Η φωτογραφία του Λάμπρου είχε φιγουράρει πριν λίγο καιρό στις εφημερίδες. «Ο νέος προϊστάμενος της Γενικής Ασφαλείας Αθηνών». Μαζέψανε όλες τις αποδείξεις της ενοχής μου, βιβλία αριστερά, δίσκους του Θεοδωράκη, με βάλανε στη μαύρη κούρσα, μου είπανε ότι βιαζόντουσαν πολύ και θέλανε πληροφορίες απόψε, κιόλας από μένα, δεν έχουνε καιρό να χάσουνε, θα με πηγαίνανε στα νταμάρια να τελειώσουμε γρήγορα. Η μέθοδος της γρήγορης ανάκρισης άρχισε μέσα στ’ αυτοκίνητο…

     Έμαθα περίεργα πράγματα απόψε. Πώς μπορεί να σε χτυπάνε και να μην πονάς! Ο Λάμπρου διέταξε να μου σπάσουν το χέρι. Στη φούρια του το άρπαξε ο ίδιος και άρχισε να το στρίβει. Ο Μπάμπαλης τον πρόλαβε: «Μην κουράζεστε, κύριε προϊστάμενε! Εγώ!» Και άρπαξε αυτός το χέρι μου. Εγώ περίμενα το σπάσιμο για να ξεσπάσω. Σκεφτόμουνα όταν ήμουνα μικρή είχα πέσει από την αχλαδιά του κήπου μας και είχα σπάσει το χέρι μου, ούτε που το κατάλαβα. «Έτσι θάναι και τώρα», σκεφτόμουνα, «την ώρα που θα σπάσει ούτε που θα το καταλάβω». Άρχισα να ξεφωνίζω, μηχανικά σχεδόν, όταν είδα από μακριά ένα φως σπιτιού. Και αυτό ήτανε λάθος φαίνεται… Με ξαναβάλανε γρήγορα γρήγορα μέσα στ’ αυτοκίνητο και ανεβήκαμε πιο πάνω. Εκεί τέλεια ερημιά. Πρέπει να προσέχουμε τις ώρες της κοινής ησυχίας! Ο Λάμπρου μού λέει «Όλα θα μας τα πεις απόψε εδώ. Βιαζόμαστε. Δε φεύγεις ζωντανή αν δε μας τα πεις όλα απόψε!» Προσπαθώ να συμμαζέψω το ξεσκισμένο μου φουστάνι και τα αίματα που τρέχουν από τη μύτη μου. «Τότε θα την εκτελέσουμε» και ο Μπάμπαλης βγάζει το πιστόλι του και το ακουμπάει στον κρόταφό μου. Παίζει το μεγάλο του νούμερο. «Δε με νοιάζει, πώς το λένε κ. Μπάμπαλη. Και κάτι πάρα πάνω. Το εύχομαι. Ξέρω πολύ καλά τι με περιμένει, αν δεν εκτελέσεις την απειλή σου. Κάντο, εμπρός λοιπόν».
     «Σκοτώστε με! Δε με νοιάζει», τους φωνάζω. Αυτό δεν ήτανε σκόπιμο. Αφηνιάσανε. Παρατάνε το πιστόλι και βγάζουνε τα ματσούκια. Τόξερα, δε θα τολμούσαν ποτέ να με σκοτώσουν πριν βγάλουν από μένα ό,τι θέλανε να βγάλουνε. Από κει και πέρα το μεγάλο νταβαντούρι. Με ξαπλώσανε στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου και ο σοφέρ βαράει φάλαγγα. Ο Μπάμπαλης στρίβει τα χέρια, ο Μάλλιος τα δάχτυλα, ο Λάμπρου επιστατεί, δίνει εντολές και ξεθυμαίνει πότε πότε χτυπώντας ο ίδιος προσωπικά.
     Είναι τέλεια ερημιά, είναι τέσσερεις που με χτυπάνε και γω έχω την εντύπωση ότι μπορώ να τους αντισταθώ. Αμύνομαι. Είναι αστείο.
     «Θα σταματήσουν άμα χαράξει», σκέφτομαι, «ως τότε αντέχω». Δε μιλάω, δεν απαντάω. Μόνο φωνάζω από καιρό σε καιρό. Ακούω τη φωνή μου και υπάρχω.
     Με βγάζουν από το αυτοκίνητο, με σπρώχνουνε κάτω στο χώμα, δεν πολυκαταλαβαίνω τι γίνεται. Μόνο όλο μου το κορμί γεμίζει αγκάθια.
     Και ξαφνικά σταματήσανε. Ο κ. Λάμπρου, ο κ. προϊστάμενος, κουράστηκε. «Δεν βγαίνει τίποτα μ’ αυτήν έτσι. Αυτήν στο μηχάνημα της αληθείας». «Λες ψέματα κύριε προϊστάμενε, σας ξέρω καλά», σκέφτομαι, «δεν υπάρχει μηχάνημα. Αν μου βγάλεις τα νύχια και μου κάψεις το κορμί μου με τσιγάρα, δε χρειάζεσαι το μηχάνημα. Θα το κάνεις μόνος σου, γιατί έτσι θα σ’ αρέσει περισσότερο».
     Φτάσαμε στην Μπουμπουλίνας. Ο αξιωματικός υπηρεσίας που με παραδώσανε, μου έκανε «στριπτήζ». Κοίταξε μήπως έχω τσιμπιδάκια στα μαλλιά μου. Μου κράτησε ό,τι θα μπορούσα να κλείσω μέσα στη φούχτα μου για να μη νιώθω μόνη. Μου κράτησε και την κουβέρτα. Με περάσανε από ένα μεγάλο κρατητήριο – άντρες, γυναίκες ξαπλωμένοι κοιμόντουσαν. Μου άρεσε η ιδέα, αλλά προχωρήσαμε πιο κάτω και με ρίξανε εδώ μέσα. Το κελί μου έχει Νο 18. Από σήμερα ονομάζομαι 18.
   
(από το βιβλίο: Κίττυ Αρσένη, Μπουμπουλίνας 18. Μια συγκλονιστική μαρτυρία για τα βασανιστήρια της Χούντας, εφ. Η Αυγή, 2013)







Η Κίττυ Αρσένη (Αργοστόλι 8 Φεβρουαρίου 1935 - Αθήνα 14 Σεπτεμβρίου 2013) ήταν σκηνοθέτης και ηθοποιός του θεάτρου, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης αλλά και συγγραφέας.

Βιογραφία

Ήταν αδελφή του πρώην υπουργού Γεράσιμου Αρσένη. Αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης του Κουν το 1958. Συμμετείχε σε αρκετούς θιάσους («Ελεύθερο Θέατρο», θίασος Έλσας Βεργή, Βίλμας Κύρου κ.ά.). Επίσης, ασχολήθηκε με τη σκηνοθεσία.

Αντιδικτατορικός Αγώνας

Πήρε μέρος στον αντιδικτατορικό αγώνα κατά του καθεστώτος της 21ης Απριλίου, προσχωρώντας στο Πατριωτικό Μέτωπο, συνελήφθη το καλοκαίρι του 1967 και υπέστη βασανιστήρια στην Υποδιεύθυνση Γενικής Ασφάλειας Αθηνών, στην οδό Μπουμπουλίνας 18.
Αφηγήθηκε την περιπέτειά της σε ένα βιβλίο της με τίτλο Μπουμπουλίνας 18. Στην παρουσίαση του βιβλίου είχε πει: «Η μαρτυρία τούτη γράφτηκε το 1968 στις διαδρομές του τραίνου Παρίσι - Στρασβούργο. Γράφτηκε ανάμεσα στις καταθέσεις - ανακρίσεις των νομομαθών της Επιτροπής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης. Γράφτηκε ανάμεσα σε συνεντεύξεις των ξένων εφημερίδων και τηλεοράσεων, που κείνο τον καιρό τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Ελλάδα κάλυπταν τις στήλες τους και τα προγράμματά τους... Γράφτηκε για ν' απαντήσει στον Αμερικάνο ανταποκριτή του New York Times γιατί, περνώντας μια τέτοια διαδικασία, το μόνο γιατρό που δεν χρειάζεται κανείς είναι ψυχίατρος! Γράφτηκε γιατί το πλαστό μου διαβατήριο, οι πεδιάδες της Αλσατίας δε μ' έπειθαν ότι είχα φύγει από την Ελλάδα, από τη φυλακή, από την Ασφάλεια. Γιατί όντως οι νομομαθείς της Ευρώπης είχαν δίκιο να δυσπιστούν. Όταν δεν μπορείς να μεταφράσεις τη λέξη ταράτσα και απομόνωση σε άλλη γλώσσα δεν υπάρχει prima facie απόδειξη».
Για τη συμμετοχή της στο Πατριωτικό Μέτωπο καταδικάστηκε σε τρία χρόνια φυλακή με αναστολή. Όταν το 1968 η Χούντα έδωσε αμνηστία στους πολιτικούς κρατούμενους, αφέθηκε ελεύθερη.
Κατάφερε να φύγει παράνομα στο εξωτερικό την άνοιξη του 1968. Σε κατάθεσή της στο Συμβούλιο της Ευρώπης, κατάγγειλε τη Χούντα για βασανιστήρια και για παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η κατάθεσή της βάρυνε στην απόφαση του Συμβουλίου να αποβάλλει τη χώρα μας από τους κόλπους του.
Επανήλθε στην Ελλάδα το 1972, διακινδυνεύοντας να τη συλλάβουν, καθώς είχε γίνει γνωστή ως μάρτυρας που κατέθεσε στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Έχει πει γι' αυτό: «Αμέσως μόλις επέστρεψα βρήκα ένα συμβολαιογράφο και υπέγραψα ότι αυτά που είπα στο Συμβούλιο της Ευρώπης είναι αλήθεια και αν τυχόν συλληφθώ και αυτά διαψευσθούν θα είναι παρά τη θέλησή μου».

Πολιτική

Ασχολήθηκε με την πολιτική και κατέβηκε υποψήφια με το ΚΚΕ εσωτερικού στις πρώτες μετά την Μεταπολίτευση εκλογές. Αργότερα δραστηριοποιήθηκε από τις γραμμές της Ελληνικής Αριστεράς (ήταν μέλος της Κεντρικής Επιτροπής), του Συνασπισμού και πρόσφατα της Δημοκρατικής Αριστεράς. Ασχολήθηκε με συνδικαλιστικά θέματα των ηθοποιών, διετέλεσε δε γενική γραμματέας του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών. Επίσης, διετέλεσε μέλος της Καλλιτεχνικής Επιτροπής του Εθνικού Θεάτρου.

Συγγραφική δραστηριότητα

Το 1975 εξέδωσε το βιβλίο Mπουμπουλίνας 18 στις εκδόσεις Θεμέλιο, στο οποίο εξιστορεί την περιπέτειά της το 1967, στην οδό Μπουμπουλίνας όπου βρισκόταν κρατούμενη στη Γενική Ασφάλεια[. Το βιβλίο αυτό επανεκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Θεμέλιο το 2005 (ISBN 960-7293-95-9).
Το 2008 εκδόθηκε το βιβλίο «Αλέξανδρος Παναγούλης: Πρωταγωνιστής και βάρδος της αντίστασης», ISBN 978-960-14-1843-8, στο οποίο η Κίττυ Αρσένη ήταν μία από τους συγγραφείς.

Πηγή:ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ