Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΣΤΟΡΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΣΤΟΡΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 6 Μαρτίου 2020

Έρνεστ Χέμινγουεϊ όταν περιγράφει τη Μικρασιατική Καταστροφή

Ήταν μόλις 20 χρονών ο Έρνεστ Χέμινγουέι όταν διετέλεσε πολιτικός ανταποκριτής της καναδικής εφημερίδας “Τορόντο Σταρ” στην Ευρώπη και με το μοναδικό του ύφος περιέγραψε τη Μικρασιατική Καταστροφή. Το 1925 εκδίδει το πρώτο του λογοτεχνικό βιβλίο με τίτλο “Στην εποχή μας” με πρώτο διήγημα με τίτλο “Στην προκυμαία της Σμύρνης”.

Ιδού μερικά αποσπάσματα...

Από την ανταπόκρισηΗ υποχώρηση του ελληνικού στρατού ήταν μια θλιβερή υπόθεση, αλλά δε χρειάζεται να κατηγορούμε γι’ αυτό τον απλό Έλληνα φαντάρο. Ακόμα και όταν γινόταν εκκενώσεις περιοχών οι Έλληνες δρούσαν ως πραγματικοί στρατιώτες. Ο Κεμάλ θα είχε μεγάλο πρόβλημα αν ήταν να τους αντιμετωπίσει στη Θράκη. Ο λοχαγός Wittal του Ινδικού Ιππικού, που βρισκόταν στην Ανατόλια ως παρατηρητής κατά τη διάρκεια του πολέμου των Ελλήνων με τον Κεμάλ, μου είπε: «Οι Έλληνες στρατιώτες ήταν μαχητές πρώτης κατηγορίας. Οι αξιωματικοί τους ήταν άριστοι.... Θα μπορούσαν να έχουν καταλάβει την Άγκυρα και να τελειώσουν τον πόλεμο αν δεν είχαν προδοθεί.

Ο άντρας σκεπάζει με μια κουβέρτα την ετοιμόγεννη γυναίκα του πάνω στον αραμπά για την προφυλάξει από τη βροχή. Εκείνη είναι το μόνο πρόσωπο που βγάζει κάποιους ήχους [από τους πόνους της γέννας]. Η μικρή κόρη τους την κοιτάζει με τρόμο και βάζει τα κλάματα. Και η πομπή προχωρά... Δεν ξέρω πόσο χρόνο θα πάρει αυτό το γράμμα να φτάσει στο Τορόντο, αλλά όταν εσείς οι αναγνώστες της Σταρ το διαβάσετε να είστε σίγουροι ότι η ίδια τρομακτική, βάναυση πορεία ενός λαού που ξεριζώθηκε από τον τόπο του θα συνεχίζει να τρεκλίζει στον ατέλειωτο λασπωμένο δρόμο προς τη Μακεδονία.”

Βρίσκομαι σε ένα άνετο τρένο, αλλά με τη φρίκη της εκκένωσης της Θράκης, όλα μου φαίνονται απίστευτα. Έστειλα τηλεγράφημα στη «Σταρ» από την Αδριανούπολη. Δεν χρειάζεται να το επαναλάβω. Η εκκένωση συνεχίζεται.... Ψιχάλιζε. Στην άκρη του λασπόδρομου έβλεπα την ατέλειωτη πορεία της ανθρωπότητας να κινείται αργά στην Αδριανούπολη και μετά να χωρίζεται σ’ αυτούς που πήγαιναν στη Δυτική Θράκη και τη Μακεδονία. .. Δε μπορούσα να βγάλω από το νου μου τους άμοιρους ανθρώπους που βρίσκονταν στην πομπή γιατί είχα δει τρομερά πράγματα σε μια μόνο μέρα. Η ξενοδόχισσα προσπάθησε να με παρηγορήσει με μια τρομερή τούρκικη παροικία: «Δε φταίει μόνο το τσεκούρι, φταίει και το δέντρο». (Toronto Star, 14 Νοέμβρη 1922)” 
Όλη μέρα περνούν δίπλα μου, λεροί, εξαντλημένοι, αξύριστοι, ανεμοδαρμένοι στρατιώτες που βαδίζουν στη γκρίζα γυμνή ύπαιθρο της Θράκης. Χωρίς μπάντες, χωρίς [ανθρωπιστικές] οργανώσεις να τους ανακουφίσουν, χωρίς τόπο να ξαποστάσουν, παρά γεμάτοι ψείρες, με βρώμικες κουβέρτες και κουνούπια όλη τη νύχτα. Είναι οι τελευταίοι από αυτό που ήταν κάποτε η δόξα της Ελλάδας. Κι αυτό είναι το τέλος της δεύτερης πολιορκίας της Τροίας” (Toronto Star, 3 Νοεμβρίου 1922).«τριάντα χιλιόμετρα με κάρα που τα σέρνουν βόδια, ταύροι και λασπωμένα βουβάλια, με εξουθενωμένους, κατάκοπους άνδρες, γυναίκες και παιδιά να περπατούν στα τυφλά».

Από το διήγημα...”Είχαμε ρητές εντολές να μην επέμβουμε, να μη βοηθήσουμε... Το πλοίο μας είχε τόση δύναμη που θα μπορούσαμε να βομβαρδίσουμε όλη τη Σμύρνη και να σταματήσουμε το μακελειό, αλλά η εντολή ήταν να μην κάνουμε τίποτα... Το παράξενο ήταν, είπε [ο υποτιθέμενος αξιωματούχος του αμερικάνικου πολεμικού που διηγείται την ιστορία], πώς ούρλιαζαν κάθε νύχτα τα μεσάνυχτα. Δεν ξέρω γιατί ούρλιαζαν αυτή την ώρα. Ήμασταν στο λιμάνι κι αυτές στην προκυμαία και τα μεσάνυχτα άρχιζαν να ουρλιάζουν. Στρέφαμε πάνω τους τους προβολείς και κι αυτές τότε σταματούσαν'.

Το χειρότερο, είπε, ήταν οι γυναίκες με τα νεκρά παιδιά. Δε μπορούσαμε να τις πείσουμε να μας δώσουν τα πεθαμένα παιδιά τους. Είχαν τα παιδιά τους, νεκρά ακόμα και έξι μέρες, αλλά δεν τα εγκατέλειπαν. Δε μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Τελικά έπρεπε να τους τα πάρουμε με τη βία”



Τετάρτη 4 Μαρτίου 2020

4 - 8 Μάρτη 1944 η ιστορική μάχη της Κοκκινιάς

4 ημέρες, από 4 Μάρτη έως 8 Μάρτη του 1944 η προσφυγούπολη του Πειραιά, η Κοκκινιά βιώνει τις πιο τραγικές μέρες της ιστορίες της όταν οι γερμανικές δυνάμεις σε συνεργασία με χωροφυλάκους και ταγματασφαλίτες τη βάζουν στο στόχαστρο τους, γιατί αντιστέκεται σθεναρά και πεισματικά με πρωτεργάτες το 6ο Ανεξάρτητο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ,τα μέλη του ΕΑΜ, τους αγωνιστές της ΕΠΟΝ και με την πλειοψηφία του λαού της προσφυγούπολης. 


Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΟΚΚΙΝΙΑΣ        4-8 Μάρτη 1944

    Στον αγώνα που διεξάγει ο λαός κατά των Γερμανών κατακτητών, η πάλη της Αθήνας, του Πειραιά και των συνοικιών παίζει κυρίαρχο κι αποφασιστικό ρόλο. Ως το Σεπτέμβρη του 1943 ο αγώνας των πόλεων εκδηλώνεται με σαμποτάζ, απεργίες και μαζικές διαδηλώσεις. Μετά το Σεπτέμβρη του 1943 ή ένταση, το βάθος κι ο συνειδητός χαρακτήρας του αγώνα τρομάζουν τον κατακτητή και προκαλούν την έντονη αντίδραση των Γερμανών και των συνεργατών τους. Το 1944 βρίσκει την Αθήνα, τον Πειραιά και τις συνοικίες σε μια -διαρκώς εντεινόμενη- εμπόλεμη κατάσταση.
    Οι εργατικές κινητοποιήσεις της Κοκκινιάς επιδεικνύουν ένα ιδιαιτέρως αγωνιστικό πνεύμα, εξαιτίας της εργατικής σύνθεσης της πόλης, της οποίας ο αγώνας έχει ως κύρια χαρακτηριστικά τη μαζικότητα και την οργανωμένη αντίσταση. Οι Γερμανοί γνώριζαν πως χτυπώντας την Κοκκινιά θα έπλητταν ολόκληρο το αγωνιστικό κίνημα. Για το λόγο αυτό η Μάχη της Κοκκινιάς είναι η πρώτη μεγάλη μάχη που δόθηκε σε πόλη.
    Από τις  4 έως τις  8 Μάρτη 1944  η Κοκκινιά, η προσφυγούπολη του Πειραιά, βίωσε κάποιες από τις πιο τραγικές μέρες της πολύχρονης ιστορίας της. Γερμανικές δυνάμεις σε συνεργασία με χωροφύλακες και ταγματασφαλίτες θέτουν στο στόχαστρό τους την πόλη, η οποία αντιστέκεται πεισματικά με πρωτεργάτες το 6ο Ανεξάρτητο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, τα μέλη του ΕΑΜ,  τους αγωνιστές της ΕΠΟΝ και -κυρίως- τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού της Κοκκινιάς. Στο πρόσωπο της πόλης που ανάθρεψε πλήθος ανταρτών και διέθετε ένα οργανωμένο αντιστασιακό κίνημα επιχειρήθηκε από τους Ναζί και τους συνεργάτες τους να καμφθεί το αντιστασιακό φρόνημα του Ελληνικού λαού, που πάλευε  για  εθνική απελευθέρωση, διεκδικώντας ταυτοχρόνως να στρέψει προς όφελός του τις μελλοντικές πολιτικές εξελίξεις.

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Σάββατο 4 Μάρτη 1944. Χωροφύλακες και ταγματασφαλίτες προσπαθούν να εισβάλουν από δυο διαφορετικά σημεία στην πόλη, αλλά μετά από πολύωρες συγκρούσεις αναχαιτίζονται από τους αγωνιστές του ΕΛΑΣ, οι οποίοι το ίδιο βράδυ συγκαλούν κοινή σύσκεψη ΕΑΜιτών κι ΕΛΑΣιτών στην Κοκκινιά κι αποφασίζουν γενική επιφυλακή κι ενημέρωση του λαού της πόλης.
Κυριακή 5 Μάρτη 1944. Οι Κοκκινιώτες απαντούν με μεγαλειώδες συλλαλητήριο κατά της τρομοκρατίας στην πλατεία του Αγίου Νικολάου. Παράλληλα απαιτούν συσσίτιο για τα παιδιά. Στο τέλος του συλλαλητηρίου η πόλη δέχεται πολυμέτωπη επιδρομή, για να καταλήξει -μετά από αιματηρές μάχες- στην οπισθοχώρηση των Γερμανών και των ντόπιων συνεργατών τους.
Δευτέρα 6 Μάρτη 1944. Ο Πειραιάς ξυπνά με μαζική πανεργατική απεργία κατά της τρομοκρατίας του λαού της Κοκκινιάς. Η συμμετοχή κι η αλληλεγγύη των εργατών και του λαού προς τους Κοκκινιώτες αγωνιστές είναι καθολική. Η πόλη δέχεται  σχεδιασμένη επιδρομή, που καταλήγει -μετά την αιματοχυσία- σε άτακτη φυγή των φασιστών.
Τρίτη 7 Μάρτη 1944. Οι επιθέσεις των Γερμανών εντείνονται. Ο πολιορκητικός κλοιός στενεύει ασφυκτικά γύρω απ’ την πόλη. Τα ξημερώματα εντοπίζονται γερμανοτσολιάδες στην οδό Θηβών. Η σάλπιγγα του ΕΛΑΣ σημαίνει στις 6.00΄ γενική επίθεση του λαϊκού στρατού.  Γίνονται μάχες σώμα με σώμα για την κατάληψη του κάθε δρόμου. Μέχρι τις 11.00΄ η αντίστασή του ΕΛΑΣ έχει καμφθεί, λόγω της έλλειψης πυρομαχικών. Τότε παίρνεται  απόφαση για γενική αντεπίθεση με όσα πυρομαχικά έχουν απομείνει και δίνεται εντολή -αν χρειαστεί- να δοθεί μάχη με τις πέτρες ή με τα χέρια. Ο ανεφοδιασμός από τις γύρω περιοχές είναι αδύνατος, αφού η Κοκκινιά κυκλώνεται από -περίπου- 1800 Ναζί. Οι Γερμανοί διανυκτερεύουν  στην πόλη.
Τετάρτη 8 Μάρτη 1944. Οι Ναζί κι οι ντόπιοι συνεργάτες τους ξημερώνονται ταμπουρωμένοι στο δημοτικό σχολείο, που βρίσκεται επί των οδών Γρεβενών και Ραιδεστού, ενώ περιμετρικά τους φρουρούν οπλοπολυβόλα. Κατά τη διάρκεια της νύχτας κάνουν  επιδρομές στην πόλη, τρομοκρατούν και συλλαμβάνουν τους Κοκκινιώτες, ερευνώντας εξονυχιστικά τα σπίτια για μαχητές του ΕΛΑΣ και του ΕΑΜ. Με εκφοβιστικές ανακοινώσεις από τα δικά τους πλέον “χωνιά” επιχειρούν -μάταια- να στρέψουν τον Κοκκινιώτικο λαό κατά του ΕΛΑΣ, του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ. Δηλώνουν ότι δεν θα πειράξουν κανέναν εάν δεν τους επιτεθεί ο ΕΛΑΣ, αποκαλύπτοντας   το  αίσθημα φοβίας κι ανασφάλειας που βιώνουν οι ίδιοι μες στην αντιστασιακή φωλιά της Κοκκινιάς.

Το ίδιο πρωί οι ταγματασφαλίτες εκτελούν τους συλληφθέντες της 5ης Μάρτη 1944 στην πλατεία των Αγίων Αναργύρων. Αργά το απόγευμα οι Ναζί αποχωρούν από την Κοκκινιά με την κουστωδία τους, μεταφέροντας 300 αιχμάλωτους στο Χαϊδάρι. Ο λαός ανασαίνει προσωρινά με την αποχώρηση του κατακτητή κι εξακολουθεί τον αγώνα ως το επόμενο μεγάλο χτύπημα, το περιβόητο μπλόκο της πόλης που πραγματοποιείται στις 17 Αυγούστου 1944, 5 μήνες μετά.

    Ο Γ. Πισσάνος -διοικητής και καπετάνιος του 3ου Τάγματος του ΕΛΑΣ- χαρακτήρισε την 7η Μάρτη 1944 σημαντική ημέρα δόξας για  την Κοκκινιά, γιατί  αυτήν την ημέρα η πόλη σφράγισε την αντιστασιακή ιστορία της.  Στην έκθεση του 6ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ αναφέρεται, επίσης, πως ήσαν απερίγραπτοι οι ηρωισμοί των μαχητών. Εκείνο, όμως, που δημιούργησε δέος και ξεπέρασε κάθε προσδοκία ήταν η συμμετοχή του λαού  (ανδρών, γυναικών, εφήβων ακόμα και των παιδιών). Τρέχανε να συνδράμουν τους τραυματίες, να βρουν φυσίγγια, οπλίζονταν και ζητούσαν να οργανωθούν άμεσα στον ΕΛΑΣ. Στήριξαν την αντίσταση με απαράμιλλο θάρρος, αίσθημα ευθύνης, αυτοθυσία και ψυχική γενναιότητα.
     Οι Γερμανοί κι οι ντόπιοι συνεργάτες τους δεν κατόρθωσαν να πατήσουν ξανά  -οργανωμένα- το πόδι τους στην Κοκκινιά μέχρι την 17η Αυγούστου, τη μέρα που η πόλη ζει την κορυφαία στιγμή της αιματοχυσίας της, το ιστορικό Μπλόκο της Κοκκινιάς. Το “Μπλόκο” ήταν -μεταξύ άλλων- η εκδικητική κατάληξη του δράματος της 7ης Μάρτη, τ’ αντίποινα των Γερμανών για την ήττα που υπέστησαν  στη Μάχη της Κοκκινιάς.

πηγή:ethniki-antistasi-dse.gr



το ακορτεόν
Στίχοι: Γιάννη Νεγρεπόντη
Μουσική: Μάνος Λοϊζος

Στη γειτονιά μου την παλιά είχα ένα φίλο που ήξερε και έπαιζε τ' ακορντεόν όταν τραγούδαγε φτυστός ήταν ο ήλιος φωτιές στα χέρια του άναβε τ' ακορντεόν. Μα ένα βράδυ σκοτεινό σαν όλα τ' άλλα κράταγε τσίλιες παίζοντας ακορντεόν Γερμανικά καμιόνια στάθηκαν στη μάντρα και μια ριπή σταμάτησε τ' ακορντεόν. Τ' αρχινισμένο σύνθημα πάντα μου μένει όποτε ακούω από τότε ακορντεόν κι έχει σαν στάμπα τη ζωή μου σημαδέψει δε θα περάσει ο φασισμός κι έχει σαν στάμπα τη ζωή μου σημαδέψει δε θα περάσει ο φασισμός.

Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2019

Ένα οδοιπορικό από τη Μέτζαινα, μια μαρτυρία της μητέρας μου από τη γερμανική κατοχή



Μια μαρτυρία της μητέρας μου, όταν έφηβη τότε στα χρόνια εκείνα τα μαύρα της γερμανικής κατοχής είχε ακολουθήσει τον πατέρα της, Βλάση Ανδρικόπουλο,  καπετάνιο του ΕΛΑΣ με τους αντάρτες του πάνω στα κακοτράχαλα βουνά του Ερύμανθου...


Ένα οδοιπορικό από τη Μέτζαινα

Μπορεί ο ανταρτοπόλεμος να' ταν εκείνο τον καιρό σε όλο του το μεγαλείο, όμως ο Ε.Λ.Α.Σ. παίρνοντας θάρρος, ίσως κάπως αλόγιστο, είχε φέρει τις δυνάμεις του πολύ κοντά στην Πάτρα. Μετά τον Ομπλό που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν, τώρα ήταν περίπου είκοσι πέντε χιλιόμετρα μακριά από την Πάτρα. Οι μετακινήσεις τους βέβαια ήταν ζήτημα στρατηγικής. Δεν είχα γραπτά τα γεγονότα με ιστορικά ντοκουμέντα γιατί το ημερολόγιο του πατέρα μου το είχε πάρει ο Ηλίας Παπαστεριόπουλος να γράψει το βιβλίο του, και δεν μας το επέστρεψε ποτέ. Απ' αυτό το βιβλίο παίρνω βοηθήματα για γεγονότα που δεν θυμάμαι. Τα περισσότερα τα γράφω από μνήμης, με θύμησες που και αυτές έχουν κάπως εξασθενίσει μετά από χρόνια. Αυτό όμως που έζησα στο οδοιπορικό από τη Μέτζαινα, στα κακοτράχαλα βουνά του Ερύμανθου, ήταν τόσο συνταρακτικό που έχει χαραχτεί στη μνήμη μου ανεξίτηλα.
Εκείνο, λοιπόν, το φθινόπωρο που μέναμε στον κάμπο, ένας λόχος του Ε.Λ.Α.Σ. ήταν στη Μέτζαινα, ένα κεφαλοχώρι χτισμένο σε μια πλαγιά. Αυτό ήταν μεγάλο πλεονέκτημα γιατί μπορούσαν να εποπτεύουν όλες τις εξόδους στους δρόμους της Πάτρας και πού μακριά σε όλο τον κάμπο. Ένας ορεσίβιος αντάρτης από την Κέρκεζη, που ήταν ο προσωπικός στρατιώτης του αρχηγού, ερχόταν κάθε βδομάδα στο Μπρακουμάδι να μας φέρνει τρόφιμα. Κάποια φορά του ζήτησα να με πάρει μαζί του να δω τον πατέρα μου. Βέβαια η μητέρα μου είχε φέρει αντιρρήσεις, μα τελικά πείστηκε.

Ο στρατιώτης με έβαλε στο άλογό του, είχα μάθει να ιππεύω, και αυτός ακολουθούσε πεζός. Έβλεπα από μακριά το χωριό και μου άρεσε. Μου θύμιζε το Καλούσι έτσι όπως ήταν ξαπλωμένο στην πλαγιά με τα σπίτια αμφιθεατρικά. Όταν φτάσαμε και το είδα από κοντά ενθουσιάστηκα, ανάσαινα μετά από την πληκτική ισάδα του κάμπου. Εκεί φιλοξενήθηκα στο σπίτι που έμενε ο πατέρας μου, σε μια οικογένεια αριστερών που ήταν οργανωμένοι στο Ε.Α.Μ. με το όνομα Τσιούτη. Αργότερα γνώρισα και συγγενείς τους στο Καλούσι, που και αυτοί κυνηγημένοι από τους Γερμανούς είχαν καταφύγει εκεί. 


Κι έγιναν τέσσερις οι μέρες που έμεινα στη Μέτζαινα. Δεν ήθελα να φύγω, μα δεν είχα πάρει ρούχα. Ήμουν αποφασισμένη να το κάνω την επόμενη μέρα, αλλά ένα μεγάλο τμήμα γερμανικού τάγματος, σαν να θυμήθηκαν πως κάπου εκεί κοντά στην Πάτρα ήταν μια ανταρτοφωλιά που έπρεπε να την γκρεμίσουν με τα βάρβαρα χέρια τους για να μην κελαϊδάνε τ' αηδόνια της σύγχρονής κλεφτουριάς. Το λιοντάρι του Γ' Ράϊχ μπορεί να ήταν ημιθανές, όμως αν και στα τελευταία του, έβγαζε άγριους βρυχηθμούς που αντιλάλησαν στα απάτητα βουνά της Αχαΐας με όλμους, με πολυβόλα, βεβαίως και με την αριθμητική τους υπεροχή. Βγήκαν λοιπόν για να τους απωθήσουν από τα κοντινά προάστια. Βιαστικά ο αντάρτικός λόχος διοίκησης του 12ου συντάγματος σήκωσαν τα πολυβόλα τους, πήραν τα όπλα στους ώμους, φόρτωσαν στα μουλάρια τις λιγοστές τους προμήθειες σε τρόφιμα και πολεμικό υλικό και τράβηξαν για τα βουνά. Αυτά τα ήξεραν καλά, τους ήταν οικεία και φιλικά. Στο μεταξύ, εγώ ήταν αδύνατον να φύγω, όλοι οι δρόμοι ήταν αποκλεισμένοι, σίγουρα θα έπεφτα στα χέρια τους. Έτσι αναγκάστηκα να ακολουθήσω τον πατέρα μου σ' ένα οδοιπορικό αρκετά επικίνδυνο. Βάδιζα μαζί με τα κορίτσια, τις νοσοκόμες του Ε.Λ.Α.Σ. που ακολουθούσαν τους αντάρτες. Ο χειμώνας στ' απάτητα βουνά είχε κάνει αισθητή την παρουσία του και αυτά όσο κι αν ήθελαν να' ναι φιλικά μαζί μας, μας θέριζαν με τους αγέρες και κοκάλωναν τα μέλη μας με την παγωνιά τους.
Εγώ με μια παιδική άγνοια για τον κίνδυνο τους ακολουθούσα όχι και πολύ μακριά τους. Νόμιζα ότι, αφού ήμουν με τον πατέρα μου, ήμουν προστατευμένη με την πανοπλία της αγάπης του. Ίππευα το άλογο του στρατιώτη Σπύρου, και όσο ήμουν στη σέλα, έδινα τα μποτάκια μου στη νοσοκόμα που ήταν ξυπόλητη κι ας πάγωναν τα πόδια μου έτσι όπως ήταν γυμνά. Όταν κατέβαινα από το άλογο γινόταν το αντίθετο. Τέτοια ήταν η αλληλεγγύη μεταξύ μας.
Η πορεία ασταμάτητη όλη την ημέρα. Τη νύχτα, αν βρίσκαμε σίγουρο κατάλυμα σταματούσαμε για λίγο. Και οι Γερμανοί λίγο πιο πίσω μας, ίσκιος μας, ίσως σε απόσταση αναπνοής, περίμεναν την κατάλληλη ευκαιρία να μας επιτεθούν, κάπου να μας στριμώξουν για να μας εξοντώσουν. Ένα βράδυ περάσαμε τη νύχτα μας σ' ένα μοναστήρι. Κοιμήθηκα μαζί με τον πατέρα μου σ' ένα κελί. Ανάλαγη, βρώμικη και αυτό ήταν το πιο φοβερό για μένα. Ακόμα πιο τρομερό ήταν όταν είχα την πρώτη ψείρα στο κορμί μου. Δεν μπορώ να θυμηθώ πόσα μερόνυχτα κράτησε αυτό το εφιαλτικό οδοιπορικό. Ανά πάσα στιγμή κινδυνεύαμε να πέσουμε στα χέρια των Γερμανών, που μας ακολουθούσαν καταπόδας για να μας βάλουν στο σημάδι να μας αποδεκατίσουν.
Διαβήκαμε μονοπάτια κακοτράχαλα, διάσελα, άγριες πλαγιές του Ερύμανθου. Κάποιο βράδυ εγκλωβιστήκαμε σ' ένα χωριό, δεν θυμάμαι πως το έλεγαν, ίσως να ήταν το Μάνεσι, βέβαιοι πως το πρωί έπρεπε να δώσουμε μια μάχη δύσκολη και άνιση, αντιμέτωποι με τις κατά πολύ ισχυρές δυνάμεις και βαριά εξοπλισμένες του γερμανικού στρατού, κι ήμασταν σίγουροι πως θα την χάναμε. Έπρεπε να την αποφύγουμε, μας πώς; Όλες οι έξοδοι του χωριού ήταν μπλοκαρισμένες. Εκτός από μια που δεν την γνώριζαν οι εχθροί.
Στο σύνταγμα ήταν κάποιος αντάρτης με τον βαθμό του λοχαγού του ελληνικού στρατού, δεξιό μα καλός πατριώτης, με μεγάλη στρατιωτική παιδεία. Είχε ανέβει στο βουνό για να μην τον επιστρατεύσουν αναγκαστικά στα τάγματα ασφαλείας και είχε μπει για καλά στην αντάρτικη τακτική και την εφάρμοζε ανάλογα με τις περιστάσεις. Ήρωας του Ελληνοϊταλικού πολέμου, είχε χάσει στην Αλβανία το ένα του πόδι. Τον θυμάμαι, τον έλεγαν Γιώργο Μανωλόπουλο.
Όμως αν αποτολμούσαμε να διαφύγουμε από την άγνωστη για τους Γερμανούς αφύλακτη έξοδο, θα άκουγαν τις πατημασιές από τις αρβύλες των ανταρτών και τις οπλές των αλόγων, και τότε δεν θα γλίτωνε κανείς. Συσκέφτηκαν λοιπόν οι αντάρτες και αποφάσισαν να καλυφθούν με κουρέλια και παλιές σκισμένες κουβέρτες για να μην κάνουν θόρυβο. Νύκτωρ περάσαμε από την αφύλακτη διάβαση σε μια ηρωϊκή έξοδο αντάξια με κείνη του Μεσολογγίου, μόνο που αυτή ήταν επιτυχημένη χωρίς νεκρούς. Οι Γερμανοί βέβαιοι πως μας είχαν στο χέρι, όσο αυτοί κοιμούνταν σίγουροι πως το πρωί θα μας αποδεκάτιζαν τόσο εμείς απομακρυνόμασταν χωρίς να μας παίρνουν χαμπάρι. Είχαν γίνει πολλά τέτοια απείρου κάλους και δόξας της αντάρτικης τακτικής. Στο δρόμο για τη διάσωσή μας οι αντάρτες γελούσαν για το φιάσκο που είχαν κάνει στους Γερμανούς. Τους είχαν κάνει και άλλα τέτοια χουνέρια, όταν μια φορά έκαναν κολοσούρτη σε μια απόκρημνη πλαγιά με τον συνταγματάρχη Γιάννη Σέρβο. Οι Γερμανοί τους έχασαν χωρίς να μπορέσουν να καταλάβουν το σάλτο μορτάλε τους. Έφυγαν και τότε όπως και τώρα να γυρίσουν απογοητευμένοι πίσω στην Πάτρα, ντροπιασμένοι, χωρίς ούτε ένα τεκμήριο μιας μικρής υποτυπώδους νίκης.
Το πρωί μας βρήκε από την κόλαση της νύχτας, στον παράδεισο μιας ηλιόχαρης ημέρας χωρίς να έχουμε τους Γερμανούς πίσω μας να μας κυνηγάνε. Σε κάποια στροφή ανοίχτηκε η ματιά μας σ' ένα οροπέδιο άφθαστης ομορφιάς. Γύρω γύρω βουνά και στη μέση μια πεδιάδα με αλφαδιασμένα κλήματα αμπελιών σε μια αρχιτεκτονική περίτεχνη, με αρμονία θεϊκή, που μας άφησε άφωνους από θαυμασμό. Ήταν το οροπέδιο των Δεμέστιχων που τ' αμπέλια του θαρρείς πως τά' χε φυτέψει ο Βάκχος με τα χέρια του για να γίνεται από τα σταφύλια τους το πιο ωραίο κρασί και το νέκταρ που έπιναν οι Ολύμπιοι.
Σε κάποια στάση μας είπε ο αρχηγός, ο πατέρας μου, στον στρατιώτη του, ανακουφισμένος από το αίσιο τέλος αυτού του εφιαλτικού οδοιπορικού “Πάρε την κόρη μου Σπύρο και να την πας στη μητέρα της να ησυχάσω”. Πάλι με το άλογο εγώ, πεζός ο Σπύρος φτάσαμε στο Καλέτζι. Μου φάνηκε σαν αληθινή λύτρωση από την κόλαση που είχα ζήσει τόσες ημέρες, ήταν για μένα η γη της επαγγελίας.

Στο Καλέτζι μας φιλοξένησαν κάποιοι συγγενείς του Παπανδρέου. Αναστήθηκα όταν μου έδωσαν τη δυνατότητα να πλυθώ, ν' αλλάξω ρούχα, που μου πρόσφεραν ευγενικά τα κορίτσια του σπιτιού. Περάσαμε ένα ειρηνικό βράδυ δίπλα στο τζάκι και κοιμηθήκαμε σε καθαρά κρεβάτια. Το επόμενο πρωί ο Σπύρος κι εγώ φύγαμε για το Μπρακουμάδι, όπου εκεί ήταν η μητέρα μου με τον αδελφό μου. 





Είμαι του ΕΛΑΣ  αντάρτης 
Πάνος Τζαβέλλας

Είμαι του ΕΛΑΣ αντάρτης
Και στα όρη κατοικώ

Και για την ελευθεριά μας
Και τον θάνατο αψηφώ
Το τουφέκι μου στον ώμο
Το σπαθί μου στο πλευρό
Απ' τα όρη κατεβαίνω
Τους φασίστες κυνηγώ
Δεν φοβάμαι την κρεμάλα
Δεν φοβάμαι το σχοινί
Και στο πέρασμά μου τρέμουν
Ράλληδες και Γερμανοί
Ράλληδες ταγματαλήτες
Μπουραντάδες, Γερμανοί
Τα κεφάλια σας θα πέσουν
Απ' τ' αντάρτικο σπαθί
Μάνα μου, γλυκιά μου Ελλάδα
Ο αντάρτης του ΕΛΑΣ
Θα σ' ανάψει τη λαμπάδα
Της τιμής, της λευτεριάς









Τετάρτη 1 Μαΐου 2019

Πρωτομαγιά του 1944- 75 χρόνια από την εκτέλεση των πατριωτών


Ήταν πρώτη του Μάη του 1944 όταν το χώμα του Σκοπευτηρίου της Καισαριανής ποτίστηκε από το αίμα των 200 εκτελεσθέντων πατριωτών κομμουνιστών. Η πλειοψηφία ήταν φυλακισμένοι ως πολιτικοί κρατούμενοι από το δικτατορικό καθεστώς του Μεταξά. Οι δυνάμεις κατοχής, οι ναζί τους εκτέλεσαν ως αντίποινα της αντιστασιακής οργάνωσης του Ε.Λ.Α.Σ.


Για κείνη τη μέρα έγραψε ο δημοσιογράφος Νίκος Καραντινός, “ήταν μέρα μουντή πνιγμένη στην ομίχλη. Λένε όσοι τη ζήσανε, πως το πρωινό εκείνο πνιγόσουν. Δεν ανάσαινες. Ηταν Δευτέρα. Ηταν Πρωτομαγιά του 1944. Και το ημερολόγιο έλεγε πως ο ήλιος θα 'βγαινε στις 5.33΄... Από την Κυριακή κιόλας το ρολόι της ζωής για 200 παλικάρια είχε αρχίσει την αντίστροφη μέτρηση.
Ηταν 200 αντιφασίστες. Δεσμώτες όλοι της Ακροναυπλίας κι εξόριστοι της Ανάφης, που η μεταξική δικτατορία τους είχε παραδώσει στους χιτλερικούς. Μια τραγωδία με 200 πρωταγωνιστές... Από τον Ναπολέοντα Σουκατζίδη ως το νεολαίο το Σοφή. Η πρώτη πράξη γράφτηκε χαράματα, στο Χαϊδάρι. Στο προσκλητήριο του θανάτου. Με την ιαχή της λευτεριάς. Κι η άλλη, όλο το πρωινό, στην αδούλωτη γειτονιά της Καισαριανής: Το Σκοπευτήριο.





«Πατερούλη, πάω για εκτέλεση, να 'σαι περήφανος για τον μονάκριβο γιο σου», έγραψε ο Ναπολέων Σουκατζίδης καθώς έπαιρνε τον δρόμο προς την εκτέλεση, ενώ στην αρραβωνιαστικιά του: «Η τελευταία σκέψη μαζί σου. Θα 'θελα να σε κάνω ευτυχισμένη. Να βρεις σύντροφο άξιό σου και άξιό μου». Ένας άλλος πατριώτης, ο Ηπειρώτης δάσκαλος Κώστας Τσίρκας έγραφε: «Πρωτομαγιά. Γεια σας, όλοι πάμε στη μάχη».


Για κείνη τη κόκκινη Πρωτομαγιά του 1944 έγραψε ο Κώστας Βάρναλης...
ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ ΤΟΥ 1944
Πέσε στα γόνατα, προσκύνα το πανάγιο χώμα
με την ψυχή κατάκορφα στον ουρανό υψωμένη,
όποιος και να σαι, όθε και να σαι κι ό,τι — άνθρωπος να σαι!
Πιότερο, αν είσαι του λαού ξωμάχος, χερομάχος,
φτωχόπαιδο, που αθέλητα σε βάλαν να καρφώσεις
τον αδερφό σου αντίκρα σου — με μάνα εσύ και κείνος!
Ετούτ’ η μάντρ’ αγνάντια σου το σύνορο του κόσμου.
Σ’ αφτήν απάνου βρόντηξεν ο Διγενής το Χάρο.
Είτανε πρώτη του Μαγιού, φως όλα μέσα κ’ έξω
(έξω τα χρυσολούλουδα και μέσα η καλωσύνη)
που αράδειασε πα στο σοβά, πιστάγκωνα δεμένους
και θέρισε με μπαταριές οχτρός ελληνομάχος,
όχι έναν, όχι δυο και τρεις, διακόσια παληκάρια.
Δεν ήρθαν μελλοθάνατοι με κλάμα και λαχτάρα,
μόν’ ήρθανε μελλόγαμπροι με χορό και τραγούδι.
Και πρώτος άρχος του χορού, δυο μπόγια πάνου απ’ όλους
κι από το Χάρο τρεις φορές πιο πάνου ο Ναπολέος.
Κ’ είναι από τότες Μάης εδώ, φως όλα μέσα κ’ έξω.
Κόλλα τ’ αφτί και την καρδιά στο ματωμένο χώμα.
Στον Κάτου Κόσμο τραγουδάνε πάντα και χορεύουν
κι αν κάπου ανάκουστος καημός θολώνει τη λαλιά τους,
δεν είναι που τη μάνα τους τη μάβρη ανανογιούνται
παρά που τους προδώσαν απορίματα δικά μας.
Κι αν πέσανε για το λαό, νικήσαν οι προδότες,
που τώρα εδώ κατάχρυσοι περνούν και μαγαρίζουν,
και τώρα πιο τους μάχονται και τους ξανασκοτώνουν!
Σιχαίνεσαι τους ζωντανούς; Μην κλαις τους σκοτωμένους!
Απ’ τα ιερά τους κόκκαλα, πρώτη του Μάη και πάλι,
θα ξεπηδήσει ο καθαρμός κ’ η λεφτεριά του ανθρώπου.
Κ’ είναι χιλιάδες στην Ελλάδα όμοιοι Πανάγιοι Τάφοι.


Και ο Γιάννης Ρίτσος...
ΣΚΟΠΕΥΤΗΡΙΟ ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗΣ
(Μιλούν οι πεσόντες αγωνιστές της Αντίστασης)

Εδώ πέσαμε. Παιδιά του λαού. Γνωρίζετε γιατί.
Γυμνοί, κατάσαρκα φορώντας τις σημαίες που
η Ελλάδα τις έραψε με ουρανό και άσπρο κάμποτο.
Ακούσατε τις ομοβροντίες στα μυστικόφωτα αττικά χαράματα.
Είδατε τα πουλιά που πέταξαν αντίθετα στις σφαίρες
αγγίζοντας με τα φτερά τους τον ανατέλλοντα πυρφόρον.
Είδατε τα παράθυρα της γειτονιάς ν ανοίγουν στο μέλλον.
Εμείς μερτικό δε ζητήσαμε. Τίποτα. Μόνον θυμηθείτε το:
Αν η ελευθερία δε βαδίσει στα χνάρια του αίματός μας
εδώ θα μας σκοτώνουν κάθε μέρα . Γεια σας

Το μπλόκο της Καισαριανής
Μουσική: Μ. Θεοδωράκης
Στίχοι: Νότης Περγιάλης
Ποιόνε να κλάψω πρώτονε ποιον να τραγουδήσω πρώτονε στο μπλόκο στην Καισαριανή, που γίνηκε μια Κυριακή. Που γίνηκε μια Κυριακή πρωί με τη δροσούλα. Γιώργη με τη γλυκιά φωνή, με τις φαρδιές τις πλάτες, πες μου την ύστερη στιγμή τι βρήκες και τραγούδησες και τάραξες τη γειτονιά ως πέρα στο Παγκράτι. Ποιόνε να κλάψω πρώτονε ποιον να τραγουδήσω πρώτονε στο μπλόκο στην Καισαριανή, που γίνηκε μια Κυριακή. Λευτέρη, με τα γαλανά τα μάτια και την ομορφιά, τους τοίχους που μπογιάτιζες πες μου την ύστερη στιγμή τι βρήκες και ζωγράφισες, και το κοιτάν στη γειτονιά και κλαίνε στο Παγκράτι? Γιάννη καλέ, Νίκο αδελφέ, Δημήτρη καροτσέρη, π' άφησες έρμο τ' άλογο, να τριγυρνά στους δρόμους και το κοιτάν στην γειτονιά και κλαίνε στο Παγκράτι.


Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2018

Μάχη Λεοντίου14-15 Ιούλη 1943 - Όρκος Ανταρτών του 12ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ


Η σημαντική μάχη του Λεοντίου Αχαϊας που δόθηκε στις 14 και 15 Ιουλίου του 1943 ανάμεσα στις αντάρτικες ελληνικές δυνάμεις του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ) και στις ιταλικές δυνάμεις κατοχής. Ένα από τα ηγετικά πρόσωπα της μάχης ήταν και ο παππούς μου ο συνταγματάρχης Βλάσης Ανδρικόπουλος, ο καπετάν Ανδρίτσος.






Μάχη του Λεοντίου
Β' Παγκόσμιος Πόλεμος - Εθνική Αντίσταση
Χρονολογία
1943
Τόπος
Λεόντιο
Έκβαση
Νίκη των Ελλήνων
Αντιμαχόμενοι
Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός
Ιταλικός κατοχικός στρατός, (ιταλ. Regio Esercito italiano)




Ηγετικά πρόσωπα
  • συνταγματάρχης Βλάσης Ανδρικόπουλος
  • καπετάνιος Παντελής Λάσκας (Πελοπίδας)
  • πολιτικός Γιάννης Μιχαλόπουλος (Ωρίων)
  • ταγματάρχης Εμίλιο Γκασπάρο  




Δυνάμεις
60 αντάρτες του ΕΛΑΣ,
40-80 αντάρτες από τον εφεδρικό ΕΛΑΣ
160




Απώλειες
4νεκροί
20 νεκροί, 17 τραυματίες, 92 αιχμάλωτοι





Ο ύμνος του ΕΛΑΣ




Η μάχη του Λεοντίου Αχαΐας έλαβε χώρα στις 14 και 15 Ιουλίου 1943 ανάμεσα στις αντάρτικες ελληνικές δυνάμεις του ΕΛΑΣ και σε ιταλικές δυνάμεις κατοχής, κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Η μάχη έληξε με την ολοκληρωτική εξολόθρευση του εχθρικού ιταλικού τάγματος. Αποτέλεσμα της μάχης ήταν η ραγδαία αύξηση του αριθμού των ανταρτών του ΕΛΑΣ μέσα σε λίγες μόνο εβδομάδες, καθώς και διατύπωση κατηγοριών των Ιταλικών αρχών έναντι των Γερμανικών.
Ευρύτερο πλαίσιο
Η δύναμη του ΕΛΑΣ στην Πελοπόννησο είχε αυξηθεί με την αποστολή από την Στερεά Ελλάδα 62 εμπειροπόλεμων στελεχών που αναβάθμισαν την επιχειρησιακή ικανότητα του τοπικού ΕΛΑΣ, ενώ οι Ιταλικές κατοχικές δυνάμεις προσπάθησαν να καταπολεμήσουν το αντάρτικο με την δημιουργία ειδικών ευέλικτων δυνάμεων "Contrabande"
Η εξέλιξη των γεγονότων
Στις αρχές του 1943 έφθασε στην Πελοπόννησο το 3ο Σύνταγμα της Μεραρχίας Πιεμόντε, τμήμα της οποίας αποτελούσε το 3ο επίλεκτο τάγμα με διοικητή τον ταγματάρχη Εμίλιο Γκασπάρο (ο οποίος αυτοαποκαλούνταν "ανταρτοφάγος" επειδή είχε καταφέρει πλήγματα στο αντάρτικο της Γιουγκοσλαβίας) που είχε αποστολή την εκκαθάριση της ορεινής Αχαΐαςαπό τα αντάρτικα τμήματα του ΕΛΑΣ (Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός). Κατά τη διάρκεια των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων οι Ιταλοί, αφού ξεκίνησαν από την περιοχή του Αιγίου, έκαψαν τα χωριά Αγία Παρασκευή και Μικρόνι, λεηλάτησαν την Γκρέκα και την Αράχοβα και κατευθύνονταν προς το Λεόντιο.

Η μάχη

Στις 14 Ιουλίου 1943 το 2ο Ανεξάρτητο Τάγμα Αιγιαλείας του ΕΛΑΣ με επικεφαλής τον καπετάν Μίχο (Δημήτρης Μίχος), ενήμερο για τις κινήσεις των Ιταλών, έστησε ενέδρα στο ιταλικό τάγμα. Ο καπετάν Μίχος βρισκόταν στο Γενικό Αρχηγείο του ΕΛΑΣ στα Δεμέστιχα και συντόνιζε τις προετοιμασίες για το κτύπημα των εχθρικών δυνάμεων έχοντας υπό τις διαταγές του τις μονάδες του καπετάν Ανδρίτσου (συνταγματάρχης Βλάσης Ανδρικόπουλος), καπετάν Πελοπίδα (Παντελής Λάσκας) και καπετάν Ωρίωνα (Γιάννης Μιχαλόπουλος). Ο Βλάσης Ανδρικόπουλος ορίστηκε επικεφαλής της επιχείρησης και της κύριας ομάδας των ανταρτών τοποθετημένης στην περιοχή του Αγίου Ανδρέα. Ο Μίχος κάλεσε έγκαιρα ενισχύσεις από τον εφεδρικό ΕΛΑΣ της Αιγιαλείας που έστειλε δύναμη 40 ανδρών με επικεφαλής τον υπολοχαγό Γιάννη Ράλλη (Λύρα). Μετά την αναγνώριση του ιταλικού τάγματος λήφθηκε η απόφαση για αιφνιδιαστικό χτύπημα με βαρύ πολυβόλο της φάλαγγας των Ιταλών από τη θέση του ξωκλησιού του Αγίου Κωνσταντίνου. Το ιταλικό τάγμα, το οποίο κινούνταν στο δρόμο που συνδέει τους Λαπαναγούς με το Λεόντιο (Γουρζούμισα), δέχτηκε τα εύστοχα πυρά του πολυβόλου που χειρίζοταν η ομάδα του καπετάν Ωρίωνα κι έχασε τουλάχιστον δέκα υποζύγια μεταγωγικά που έπεσαν σε χαράδρα, στερώντας του το βαρύ οπλισμό και τον ασύρματο που αχρηστεύθηκε. Στη διάρκεια της μέρας η μάχη από κλασική ενέδρα ανταρτοπόλεμου εξελίχθηκε σε μάχη παράταξης μειώνοντας τα πλεονεκτήματα των επιτιθεμένων Ελλήνων ανταρτών. Παρά την υπεροπλία τους οι Ιταλοί κατά τη διάρκεια της νύχτας περικυκλώθηκαν σταδιακά και συντρίφθηκαν μετά από σκληρές μάχες με τους αντάρτες, τους κατοίκους του Λεοντίου και της γύρω περιοχής.

Αποτελέσματα

Οι απώλειες των Ιταλών ήταν τουλάχιστον 20 νεκροί, 17 τραυματίες, 92 αιχμάλωτοι, ανάμεσα στους τελευταίους ο Γκασπάρο και τέσσερις ακόμη αξιωματικοί, καθώς και πολλά λάφυρα σε βαρύ και ελαφρό οπλισμό. Ομάδα περίπου 30 Ιταλών στρατιωτών διέφυγε προς Αίγιο. Οι απώλειες του ΕΛΑΣ ανήλθαν σε 4 νεκρούς. Ο συλληφθείς Γκασπάρο και δύο ακόμη αξιωματικοί εκτελέστηκαν από ανταρτοδικείο (με πρόεδρευοντα τον συνταγματάρχη Βλάση Ανδρικόπουλο) ως ένοχοι για την καταστροφή ελληνικών χωριών και εκτελέσεις Ελλήνων πολιτών, οι υπόλοιποι Ιταλοί αιχμάλωτοι αφέθησαν ελεύθεροι. Οι αντάρτες του ΕΛΑΣ που σκοτώθηκαν ήταν οι: "Καραϊσκάκης"(αντάρτικο ψευδώνυμο) από τη Στυλιά Δωρίδος, Μπαλάσκας Κωνσταντίνος από τους Πετσάκους, Τριανταφυλλόπουλος Γεώργιος από το Λεόντιο και ο Φιλιππακόπουλος Γιάννης από την Κουνινά.

Σημασία

Η μάχη αυτή φανέρωσε την ισχύ και την ικανότητα του ΕΛΑΣ να καταβάλλει ισχυρές κατοχικές δυνάμεις (μεγέθους τάγματος) που δρούσαν απομονωμένες σε ορεινό ανάγλυφο, αξιοποιώντας τις δυνατότητες του ανταρτοπόλεμου αλλά και μην αποφεύγοντας τη διεξαγωγή μάχης σε παράταξη, στη δε μάχη του Λεοντίου εξουδετερώθηκε πλήρως η εχθρική δύναμη . Η νίκη αυτή προστέθηκε σε μια μακρά σειρά επιτυχιών των ανταρτών κατά των ιταλικών δυνάμεων κατοχής που τόνωσε το ηθικό των ανταρτών κι ενίσχυσε τις εμπειρίες τους. Με τα λάφυρα της μάχης αυτά ενισχύθηκε αποφασιστικά η μαχητική ικανότητα του ΕΛΑΣ της βόρειας Πελοποννήσου. Ο ΕΛΑΣ μετά από αυτή τη μάχη προσέλκυσε εκατοντάδες νεαρούς αντάρτες. Από την απέναντι πλευρά ο Μάριο Μαργκινόττι διοικητής του 8ού σώματος στρατού κατηγόρησε τον Χέλμουτ Φέλμυ επειδή δεν κυνήγησε τους άνταρτες.

Ιταλικά αντίποινα

Σχεδόν δύο μήνες μετά στις αρχές του Σεπτέμβρη οι φασιστικές ιταλικές αρχές ξεκίνησαν την επιχείρηση "Χιονίστρα" κατά του ΕΛΑΣ. Έτσι στις 8-9 του Σεπτέμβρη του 1943 έφθασε στην περιοχή μία φάλαγγα τουλάχιστον χιλίων Ιταλών στρατιωτών καθοδηγούμενοι από τους απελευθερωθέντες Ιταλούς αιχμαλώτους της μάχης του Λεοντίου, καίγοντας τα σπίτια των Λαπαναγών και στη συνέχεια του Λεοντίου, εκτελώντας στο διάβα τους όσους κατοίκους των χωριών δεν είχαν κρυφτεί στα βουνά της περιοχής (ανάμεσά τους και τουλάχιστον δέκα χωρικούς του Λεοντίου). Το βράδυ της 9ης του μήνα έφθασε η είδηση ότι ήδη στις 8 Σεπτέμβρη η Ιταλία συνθηκολόγησε άνευ όρων και οι Ιταλοί στρατιωτικοί ζήτησαν από την ηγεσία του ΕΛΑΣ να δεχτεί την παράδοσή τους και παραδόθηκαν με τον οπλισμό τους στις τοπικές αντάρτικες μονάδες.
Πηγή: ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ


12ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ (Από το βιβλίο του Ηλία Παπαστεριόπουλου “Ο Μωρηάς στα όπλα” Εθνική Αντίσταση 1941-1944
Ο πυρήνας του 12ου Συντάγματος είχε δημιουργηθεί στη Ρακίτα. Στρατιωτικός Διοικητής του ορίστηκε ο Συνταγματάρχης Βλάσης Ανδρικόπουλος, Πολιτικός ο Γιώργης Σουλελές και Καπετάνιος ο Λαμπέτης. Επειδή όμως και στην Ηλεία, που υπάγονταν στην περιοχή του, υπήρχαν σκόρπιες ελασίτικες ομάδες, το Σύνταγμα τράβηξε προς τα εκεί για να εντάξει και τις ομάδες αυτές στη δύναμή του και να ολοκληρώσει την συγκρότησή του. Στο δρόμο του δίνει τις δύο μάχες της Ερυμανθείας και τη μάχη της Χαλανδρίτσας πετυχαίνοντας δύο περίλαμπρες νίκες.
Μετά τη μάχη της Ερυμανθείας οι υπό τον Συνταγματάρχη Ανδρικόπουλο και τον Ωρίωνα, πυρήνες του 12ου Συντάγματος συγκεντρώθηκαν στη Προστοβίτσα και ύστερα από ανάπαυση μιας μέρας ξεκίνησαν για το Σιμόπουλου (Ηλείας) με δρομολόγιο Ρένεση – Σκούρα – Μπουκοβίνα – Χαλαμπρέζα – Σιμόπουλου.
Εκεί είχαν ειδοποιηθεί και συγκεντρωθεί όλες οι ομάδες Ηλείας. Στις 2 Αυγούστου 1943 έγινε η επίσημη συνάντηση που γιορτάστηκε με σεμνότητα και μ' ενθουσιασμό. Η γιορτή αυτή θα παραμείνει αξέχαστη στη μνήμη των πρωτοπόρων του 12ου Συντάγματος. Εψάλη αγιασμός κι έγινε η πρώτη ορκωμοσία των ανταρτών. Η δεύτερη έγινε το Φεβρουάριο 1944 όταν το Σύνταγμα βρισκόταν στη Βλασία Καλαβρύτων.
Τι ωρκίσθηκαν οι νέοι αρματωλοί; Ψάχνοντας τα αρχεία του 12ου Συντάγματος βρήκα δύο κείμενα όρκου. Το ένα συνοδεύεται με σχετική διαταγή της ΙΙΙ Μεραρχίας που φέρει ημερομηνία 28.11.44. Συνεπώς δεν ωρκίσθηκαν μ' αυτόν τον όρκο οι πρωτοπόροι του 12ου. Το άλλο κείμενο δεν έχει ημερομηνία. Μιλάει όμως για τον “αρχιπροδότη Τσολάκογλου”, ένδειξη ότι έχει συνταχθεί προτού ακόμα αναφανεί στο Πρωθυπουργικό στερέωμα της Ελλαδος το άστρον του κουίσλιγκ Ράλλη.
Δίνουμε και τα δύο κείμενα:
Όρκος του Αντάρτη
Εγώ παιδί ου εργαζόμενου Ελληνικού λαού, συναισθανόμενος την κρισιμότητα των συνθηκών που διέρχεται η πατρίδα μου και τους κινδύνους που την απειλούν εφ' ένός, αφ' ετέρου δε ότι μόνον η πραγματοποίηση των σκοπών του ΕΑΜ είναι δυνατόν να καταστήση την Ελλάδα πραγματικά ελεύθερη, ανεξάρτητη και ευημερούσα χώρα, κατατάσσομαι σήμερα εθελοντής στις γραμμές του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ).
Ορκίζομαι
  1. Ότι θα αγωνισθώ με όλα τα μέσα και με κάθε θυσία διαθέτοντας και την τελευταία σταγόνα του αίματός μου για τηνπραγματοποίηση των σκοπών του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου δηλαδή για το γρήγορο διώξιμο από τη χώρα μας των φασιστών τυράννων Γερμανοιταλών και την επιβολή στη χώρα μας ενός πραγματικού Λαοκρατικού Δημοκρατικού καθεστώτος ελευθεριών και πολιτισμού που θα προκύπτει από την ελεύθερη εκδήλωση της θελήσεως του λαού μας.
  2. Ότι δεν θα προβώ σε καμμία πράξη που θα αντίκειται στα συμφέροντα του Ελληνικού λαού και θα εκθέτει το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ στα μάτια του.
  3. Θα πειθαρχώ απολύτως στις αποφάσεις της ομάδος μου και των ανωτέρων καθοδηγητικών οργάνων χωρίς αντιδράσεις και δολιότητες και με πλήρη ανιδιοτέλεια.
  4. Ότι δεν θα αποχωρήσω από τους συναγωνιστές μου της ομάδος μου και δεν θα αποχωρήσω από τον ΕΛΑΣ προτού πραγματοποιηθούν οι σκοποί του ΕΑΜ, τους οποίους σκοπούς συμμερίζομαι απολύτως και τάσσω ως σκοπούς και αυτής ταύτης της υπάρξεώς μου.
  5. Ότι θα πατάξω κάθε εχθρό του λαού, κάθε συνεργάτη των επιδρομέων, κάθε επιλήσμονα των καθηκόντων του Έλληνα, που θα θελήση, εκμεταλλεύομενος τον αγώνα ενάντια στους τυράννους και το διώξιμό τους, να σηκώση το ταπεινό του ανάστημα εναντίον των ελευθεριών του λαού μας και να επιβάλη αντιδραστικές, αντιλαϊκές λύσεις στο εσωτερικό Ελληνικό πρόβλημα, βασιζόμενος σε πραξικοπηματικές ενέργειες, δικτατορικών συμμοριτικών οργανώσεων.
  6. Ότι θα πατάξω αυστηρά κάθε άτακτο στοιχείο που τρομοκρατεί και ληστεύει τον Ελληνικό λαό και ιδίως της υπαίθρου, εκμεταλλευόμενο την σύγχυση και αταξία που έσπειραν στη χώρα μας η εισβολή των ληστρικών ορδών του Χιτλερικού συστήματος και η δημιουργία της ψευτοκυρβερνήσεως του αρχιπροδότη Τσολάκογλου.
Αποδέχομαι εκ των προτέρων και χωρία καμμιά επιφύλαξη την επιβολή σε μένα της εσχάτης των ποινών – θάνατο – και τον παντοτινό στιγματισμό μου σε περίπτωση, που θα φανώ επίορκος και κατά συνέπεια εχθρός του αγώνα για τη ζωή, την τιμή, και την ελευθερία του Ελληνικού λαού.
Αυτός είναι ο ασφαλώς, πρώτος αντάρτικος όρκος γεμάτος ωραίες και ψηλές έννοιες με πηγαίο ενθουσιασμό. Πιο κάτω δίνουμε τον δεύτερο και επισημότερο όρκο μαζί με τη σχετική διαταγή της ΙΙΙ Μεραρχίας του ΕΛΑΣ Πελοποννήσου.
Διαταγή
Αποστέλλομεν συνημμένως το κείμενο του όρκου, τον οποίον θα δώσουν άπαντες οι άνδρες ανεξαιρέτως και τα στελέχη. Εκδώσατε τας δέουσας διαταγάς εις τας υφ' υμάς μονάδας και τμήματα δια την ορκομωσίαν των ανδρών ήτις δέον να συντελεσθή το αργότερον 15 ημέρας μετά την λήψιν της παρούσης οπότε θα αναφέρετε το πέρας της ορκομωσίας. Να καταβληθή προσπάθεια ώστε να ορκισθύν απαξάπαντες οι άνδρες. Η ορκομωσία θα λάβη πανηγυρικόν χαρακτήρα και επιβλητικόν και τα εις κατωκημένους τόπους διαμένοντα τμήματα θα ορκισθούν εις τα εκκλησίας και με συμμετοχήν εις την τελετήν και των κατοίκων. Η ορκομωσία των αξιωματικών θα γίνη ιδιαιτέρως. Κατά την ορκομωσίαν των τμημάτων θα παρευρίσκοντο οι στρατιωτικός Αρχηγός και ο αντιπρόσωπος του ΕΑΜ, της αμέσως ανωτέρας μονάδος ή τμήματος. Προς τη ορκομωσίας θα γίνη ανάλυσις του όρκου και μετά ταύτην θα ερωτηθούν οι υπό ορκομωσίαν αν συμφωνούν με το περιεχόμενο του όρκου και μετά ταύτην θα επακολουθήση η δόσις του όρκου. Οι τυχόν νεοκατατασσόμενοι θα ορκίζωνται την ημέραν της κατατάξεώς των.
Σ.Δ.27.1.1944
Η ΙΙΙ Μεραρχία
Αλέξανδρος – Παπούας – Λασάνης
Επακολουθεί ο όρκος που το πλήρες κείμενο του έχει ως εξής:
Ορκίζομαι στον Ελληνικό Λαό και στη συνείδησή του ότι θα αγωνισθώ έως την τελευταία σταγόνα του αίματός μου δια την πλήρη απελευθέρωση της Ελλάδος από τον ξενικό ζυγό. Ότι θα αγωνισθώ για την περιφρούρηση των συμφερόντων του Ελληνικού Λαού και την αποκατάσταση και κατοχύρωση των ελευθεριών και όλων των κυριαρχικών δικαιωμάτων. Για το σκοπό αυτό θα εκτελώ εντολές και οδηγίες των ανωτέρων μου οργάνων και θα αποφύγω κάθε πράξη που θα με ατιμάζει σαν άτομο και σαν αγωνιστή.