Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Κυριακή 26 Ιουλίου 2015

Αμοργός, Νίκος Γκάτσος


"Αμοργός" του σπουδαίου ποιητή Νίκου Γκάτσου, ένα απ' τα κορυφαία ποιητικά έργα της ελληνικής ποίησης...








Με την πατρίδα τους δεμένη στα πανιά και τα κουπιά στον άνεμο κρεμασμένα
Οι ναυαγοί κοιμήθηκαν ήμεροι σαν αγρίμια νεκρά μέσα στων σφουγγαριών τα σεντόνια
Αλλά τα μάτια των φυκιών είναι στραμμένα στη θάλασσα
Μήπως τους ξαναφέρει ο νοτιάς με τα φρεσκοβαμμένα λατίνια
Κι ένας χαμένος ελέφαντας αξίζει πάντοτε πιο πολύ από δυο στήθια κοριτσιού που σαλεύουν
Μόνο ν’  ανάψουνε στα βουνά οι στέγες των ερημοκκλησιών με το μεράκι του αποσπερίτη
Να κυματίσουνε τα πουλιά στης λεμονιάς τα κατάρτια
Με της καινούργιας περπατησιάς το σταθερό άσπρο φύσημα
Και τότε θα  ‘ρθουν αέρηδες σώματα κύκνων που μείνανε άσπιλοι τρυφεροί και ακίνητοι
Μες στους οδοστρωτήρες των μαγαζιών μέσα στων λαχανόκηπων τους κυκλώνες
Όταν τα μάτια των γυναικών γίναν κάρβουνα κι έσπασαν οι καρδιές των καστανάδων
Όταν ο θερισμός εσταμάτησε κι άρχισαν οι ελπίδες των γρύλων
Γι’  αυτό λοιπόν κι εσείς παλληκάρια μου με το κρασί τα φιλιά και τα φύλλα στο στόμα σας
Θέλω να βγείτε γυμνοί στα ποτάμια
Να τραγουδήστε τη Μπαρμπαριά όπως ο ξυλουργός κυνηγάει τους σκίνους
Όπως περνάει η όχεντρα μες απ’ τα περιβόλια των κριθαριών
Με τα περήφανα μάτια της οργισμένα
Κι όπως οι αστραπές αλωνίζουν τα νιάτα.



Και μη γελάς και μην κλαις και μη χαίρεσαι
Μη σφίγγεις άδικα τα παπούτσια σου σα να φυτεύεις πλατάνια
Μη γίνεσαι ΠEΠPΩMENON
Γιατί δεν είναι ο σταυραητός ένα κλεισμένο συρτάρι
Δεν είναι δάκρυ κορομηλιάς ούτε χαμόγελο νούφαρου
Ούτε φανέλα περιστεριού και μαντολίνο Σουλτάνου
Ούτε μεταξωτή φορεσιά για το κεφάλι της φάλαινας.
Είναι πριόνι θαλασσινό που πετσοκόβει τους γλάρους
Είναι προσκέφαλο μαραγκού είναι ρολόι ζητιάνου
Είναι φωτιά σ’ ένα γύφτικο που κοροϊδεύει τις παπαδιές και νανουρίζει τα κρίνα
Είναι των Τούρκων συμπεθεριό των Αυστραλών πανηγύρι
Είναι λημέρι των Ούγγρων
Που το χινόπωρο οι φουντουκιές πάνε κρυφά κι ανταμώνουνται
Βλέπουν τους φρόνιμους πελαργούς να βάφουν μαύρα τ’  αυγά τους
Και τόνε κλαίνε κι αυτές
Καίνε τα νυχτικά τους και φορούν το μισοφόρι της πάπιας
Στρώνουν αστέρια καταγής για να πατήσουν οι βασιλιάδες
Με τ’ ασημένια τους χαϊμαλιά με την κορώνα και την πορφύρα
Σκορπάνε δεντρολίβανο στις βραγιές
Για να περάσουν οι ποντικοί να πάνε σ’ άλλο κελάρι
Να μπούνε σ’ άλλες εκκλησιές να φαν τις Άγιες Τράπεζες
Κι οι κουκουβάγιες παιδιά μου
Οι κουκουβάγιες ουρλιάζουνε
Κι οι πεθαμένες καλογριές σηκώνουνται να χορέψουν
Με ντέφια τούμπανα και βιολιά με πίπιζες και λαγούτα
Με φλάμπουρα και με θυμιατά με βότανα και μαγνάδια
Με της αρκούδας το βρακί στην παγωμένη κοιλάδα
Τρώνε τα μανιτάρια των κουναβιών
Παίζουν κορώνα-γράμματα το δαχτυλίδι τ’ Άη-Γιαννιού και τα φλουριά του Αράπη
Περιγελάνε τις μάγισσες
Κόβουν τα γένια ενός παπά με του Κολοκοτρώνη το γιαταγάνι
Λούζονται μες στην άχνη του λιβανιού
Κι ύστερα ψέλνοντας αργά μπαίνουν ξανά στη γη και σωπαίνουν
Όπως σωπαίνουν τα κύματα όπως ο κούκος τη χαραυγή όπως ο λύχνος το βράδυ.

Έτσι σ’ ένα πιθάρι βαθύ το σταφύλι ξεραίνεται και στο καμπαναριό μιας συκιάς κιτρινίζει το μήλο
Έτσι με μια γραβάτα φανταχτερή
Στην τέντα της κληματαριάς το καλοκαίρι ανασαίνει
Έτσι κοιμάται ολόγυμνη μέσα στις άσπρες κερασιές μία τρυφερή μου αγάπη
Ένα κορίτσι αμάραντο σα μυγδαλιάς κλωνάρι
Με το κεφάλι στον αγκώνα της γερτό και την παλάμη πάνω στο φλουρί της
Πάνω στην πρωινή του θαλπωρή όταν σιγά σιγά σαν τον κλέφτη
Από το παραθύρι της άνοιξης μπαίνει ο αυγερινός να την ξυπνήσει!

Λένε πως τρέμουν τα βουνά και πως θυμώνουν τα έλατα
Όταν η νύχτα ροκανάει τις πρόκες των κεραμιδιών να μπουν οι καλικάντζαροι μέσα
Όταν ρουφάει η κόλαση τον αφρισμένο μόχθο των χειμάρρων
Η όταν η χωρίστρα της πιπεριάς γίνεται του βοριά κλωτσοσκούφι.

Μόνο τα βόδια των Αχαιών μες στα παχιά λιβάδια της Θεσσαλίας
Βόσκουν ακμαία και δυνατά με τον αιώνιο ήλιο που τα κοιτάζει
Τρώνε χορτάρι πράσινο φύλλα της λεύκας σέλινα πίνουνε καθαρό νερό μες στ’ αυλάκια
Μυρίζουν τον ιδρώτα της γης κι ύστερα πέφτουνε βαριά κάτω απ’ τον ίσκιο της ιτιάς να κοιμηθούνε.








Πετάτε τους νεκρούς είπ’  ο Ηράκλειτος κι είδε τον ουρανό να χλομιάζει
Κι είδε στη λάσπη δυο μικρά κυκλάμινα να φιλιούνται
Κι έπεσε να φιλήσει κι αυτός το πεθαμένο σώμα του μες στο φιλόξενο χώμα
Όπως ο λύκος κατεβαίνει απ’ τους δρυμούς να δει το ψόφιο σκυλί και να κλάψει.
Τι να μου κάμει η σταλαγματιά που λάμπει στο μέτωπό σου;
Το ξέρω πάνω στα χείλια σου έγραψε ο κεραυνός τ’ όνομά του
Το ξέρω μέσα στα μάτια σου έχτισε ένας αητός τη φωλιά του
Μα εδώ στην όχτη την υγρή μόνο ένας δρόμος υπάρχει
Μόνο ένας δρόμος απατηλός και πρέπει να τον περάσεις
Πρέπει στο αίμα να βουτηχτείς πριν ο καιρός σε προφτάσει
Και να διαβείς αντίπερα να ξαναβρείς τους συντρόφους σου
Άνθη πουλιά ελάφια
Να βρεις μίαν άλλη θάλασσα μίαν άλλη απαλοσύνη

Να πιάσεις από τα λουριά του Αχιλλέα τ’ άλογα
Αντί να κάθεσαι βουβή τον ποταμό να μαλώνεις
Τον ποταμό να λιθοβολείς όπως η μάνα του Κίτσου.
Γιατί κι εσύ θα  χεις χαθεί κι η ομορφιά σου θα  χει γεράσει.
Μέσα στους κλώνους μιας λυγαριάς βλέπω το παιδικό σου πουκάμισο να στεγνώνει
Παρ  το σημαία της ζωής να σαβανώσεις το θάνατο
Κι ας μη λυγίσει η καρδιά σου
Κι ας μην κυλήσει το δάκρυ σου πάνω στην αδυσώπητη τούτη γη
Όπως εκύλησε μια φορά στην παγωμένη ερημιά το δάκρυ του πιγκουίνου
Δεν ωφελεί το παράπονο
Ίδια παντού θα  ναι η ζωή με το σουραύλι των φιδιών στη χώρα των φαντασμάτων
Με το τραγούδι των ληστών στα δάση των αρωμάτων
Με το μαχαίρι ενός καημού στα μάγουλα της ελπίδας
Με το μαράζι μιας άνοιξης στα φυλλοκάρδια του γκιώνη
Φτάνει ένα αλέτρι να βρεθεί κι ένα δρεπάνι κοφτερό σ’ ένα χαρούμενο χέρι
Φτάνει ν’ ανθίσει μόνο
Λίγο στάρι για τις γιορτές λίγο κρασί για τη θύμηση λίγο νερό για τη σκόνη...

Στου πικραμένου την αυλή ήλιος δεν ανατέλλει
Μόνο σκουλήκια βγαίνουνε να κοροϊδέψουν τ’ άστρα
Μόνο φυτρώνουν άλογα στις μυρμηγκοφωλιές
Και νυχτερίδες τρων πουλιά και κατουράνε σπέρμα.

Στου πικραμένου την αυλή δε βασιλεύει η νύχτα
Μόνο ξερνάν οι φυλλωσιές ένα ποτάμι δάκρυα
Όταν περνάει ο διάβολος να καβαλήσει τα σκυλιά
Και τα κοράκια κολυμπάν σ’ ένα πηγάδι μ’ αίμα.

Στου πικραμένου την αυλή το μάτι έχει στερέψει
Έχει παγώσει το μυαλό κι έχει η καρδιά πετρώσει
Κρέμονται σάρκες βατραχιών στα δόντια της αράχνης
Σκούζουν ακρίδες νηστικές σε βρυκολάκων πόδια.

Στου πικραμένου την αυλή βγαίνει χορτάρι μαύρο
Μόνο ένα βράδυ του Μαγιού πέρασε ένας αγέρας
Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου
Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης.

Κι αν θα διψάσεις για νερό θα στύψουμε ένα σύννεφο
Κι αν θα πεινάσεις για ψωμί θα σφάξουμε ένα αηδόνι
Μόνο καρτέρει μία στιγμή ν’ ανοίξει ο πικραπήγανος
N’ αστράψει ο μαύρος ουρανός να λουλουδίσει ο φλόμος.

Μα είταν αγέρας κι έφυγε κορυδαλλός κι εχάθη
Είταν του Μάη το πρόσωπο του φεγγαριού η ασπράδα
Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου
Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης.
 Ξύπνησε γάργαρο νερό από τη ρίζα του πεύκου να βρεις τα μάτια των σπουργιτιών και να τα ζωντανέψεις ποτίζοντας το χώμα με μυρωδιά βασιλικού και με σφυρίγματα σαύρας. Το ξέρω είσαι μία φλέβα γυμνή κάτω από το φοβερό βλέμμα του ανέμου είσαι μία σπίθα βουβή μέσα στο λαμπερό πλήθος των άστρων. Δε σε προσέχει κανείς κανείς δε σταματά ν’ ακούσει την ανάσα σου μα συ με το βαρύ σου περπάτημα μες στην αγέρωχη φύση θα φτάσεις μία μέρα στα φύλλα της βερυκοκιάς θ’ ανέβεις στα λυγερά κορμιά των μικρών σπάρτων και θα κυλήσεις από τα μάτια μιας αγαπητικιάς σαν εφηβικό φεγγάρι.
Υπάρχει μία πέτρα αθάνατη που κάποτε περαστικός ένας ανθρώπινος άγγελος έγραψε τ’ όνομά του επάνω της κι ένα τραγούδι που δεν το ξέρει ακόμα κανείς ούτε τα πιο τρελά παιδιά ούτε τα πιο σοφά τ’ αηδόνια. Είναι κλεισμένη τώρα σε μια σπηλιά του βουνού Ντέβι μέσα στις λαγκαδιές και στα φαράγγια της πατρικής μου γης μα όταν ανοίξει κάποτε και τιναχτεί ενάντια στη φθορά και στο χρόνο αυτό το αγγελικό τραγούδι θα πάψει ξαφνικά η βροχή και θα στεγνώσουν οι λάσπες τα χιόνια θα λιώσουν στα βουνά θα κελαηδήσει ο άνεμος τα χελιδόνια θ’ αναστηθούν οι λυγαριές θα ριγήσουν κι οι άνθρωποι με τα κρύα μάτια και τα χλωμά πρόσωπα όταν ακούσουν τις καμπάνες να χτυπάν μέσα στα ραγισμένα καμπαναριά μοναχές τους θα βρουν καπέλα γιορτινά να φορέσουν και φιόγκους φανταχτερούς να δέσουν στα παπούτσια τους.
Γιατί τότε κανείς δε θ’ αστιεύεται πια το αίμα των ρυακιών θα ξεχειλίσει τα ζώα θα κόψουν τα χαλινάρια τους στα παχνιά το χόρτο θα πρασινίσει στους στάβλους στα κεραμίδια θα πεταχτούν ολόχλωρες παπαρούνες και μάηδες και σ’ όλα τα σταυροδρόμια θ’ ανάψουν κόκκινες φωτιές τα μεσάνυχτα. Τότε θα  ‘ρθούν σιγά-σιγά τα φοβισμένα κορίτσια για να πετάξουν το τελευταίο τους ρούχο στη φωτιά κι ολόγυμνα θα χορέψουν τριγύρω της όπως την εποχή ακριβώς που είμασταν κι εμείς νέοι κι άνοιγε ένα παράθυρο την αυγή για να φυτρώσει στο στήθος τους ένα φλογάτο γαρύφαλο.
Παιδιά ίσως η μνήμη των προγόνων να είναι βαθύτερη παρηγοριά και πιο πολύτιμη συντροφιά από μία χούφτα ροδόσταμο και το μεθύσι της ομορφιάς τίποτε διαφορετικό από την κοιμισμένη τριανταφυλλιά του Ευρώτα. Καληνύχτα λοιπόν βλέπω σωρούς πεφτάστερα να σας λικνίζουν τα όνειρα μα εγώ κρατώ στα δάχτυλά μου τη μουσική για μία καλύτερη μέρα. Οι ταξιδιώτες των Ινδιών ξέρουνε περισσότερα να σας πουν απ’ τους Βυζαντινούς χρονογράφους.

O άνθρωπος κατά τον ρουν της μυστηριώδους ζωής του
Κατέλιπεν εις τους απογόνους του δείγματα πολλαπλά και αντάξια της αθανάτου καταγωγής του
Όπως επίσης κατέλιπεν ίχνη των ερειπίων του λυκαυγούς χιονοστιβάδας ουρανίων ερπετών χαρταετούς αδάμαντας και βλέμματα υακίνθων
Εν μέσω αναστεναγμών δακρύων πείνης οιμωγών και τέφρας υπογείων φρεάτων.

Πόσο πολύ σε αγάπησα εγώ μονάχα το ξέρω
Εγώ που κάποτε σ’ άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Και με τη χαίτη του φεγγαριού σ’ αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομμένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη θάλασσα με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.

Ένα καράβι μπαίνει στο γιαλό ένα μαγγανοπήγαδο σκουριασμένο βογγάει
Μια τούφα γαλανός καπνός μες στο τριανταφυλλί του ορίζοντα
Ίδιος με τη φτερούγα του γερανού που σπαράζει
Στρατιές χελιδονιών περιμένουνε να πουν στους αντρειωμένους το καλωσόρισες
Μπράτσα σηκώνουνται γυμνά με χαραγμένες άγκυρες στη μασχάλη
Μπερδεύουνται κραυγές παιδιών με το κελάδημα του πουνέντε
Μέλισσες μπαινοβγαίνουνε μες στα ρουθούνια των αγελάδων
Μαντήλια καλαματιανά κυματίζουνε
Και μία καμπάνα μακρινή βάφει τον ουρανό με λουλάκι
Σαν τη φωνή κάποιου σήμαντρου που ταξιδεύει μέσα στ’ αστέρια
Τόσους αιώνες φευγάτο
Από των Γότθων την ψυχή κι από τους τρούλους της Βαλτιμόρης
Κι απ’ τη χαμένη Αγιά-Σοφιά το μέγα μοναστήρι.
Μα πάνω στ’ αψηλὰ βουνά ποιοί να  ναι αυτοί που κοιτάνε
Με την ακύμαντη ματιά και το γαλήνιο πρόσωπο;
Ποιάς πυρκαγιάς να  ναι αντίλαλος αυτός ο κουρνιαχτός στον αγέρα;
Μήνα ο Καλύβας πολεμάει μήνα ο Λεβεντογιάννης;
Μήπως αμάχη επιάσανεν οι Γερμανοί με τους Μανιάτες;
Ουδ’  Καλύβας πολεμάει κι ουδ’ ο Λεβεντογιάννης
Ούτε κι αμάχη επιάσανεν οι Γερμανοί με τους Μανιάτες.
Πύργοι φυλάνε σιωπηλοί μία στοιχειωμένη πριγκίπισσα
Κορφές κυπαρισσιών συντροφεύουνε μία πεθαμένη ανεμώνη
Τσοπαναρέοι ατάραχοι μ’ ένα καλάμι φλαμουριάς λένε το πρωινό τους τραγούδι
Ένας ανόητος κυνηγός ρίχνει μία ντουφεκιά στα τρυγόνια
Κι ένας παλιός ανεμόμυλος λησμονημένος απ’ όλους
Με μία βελόνα δελφινιού ράβει τα σάπια του πανιά μοναχός του
Και κατεβαίνει απ’ τις πλαγιές με τον καράγιαλη πρίμα
Όπως κατέβαινε ο Άδωνις στα μονοπάτια του Χελμού να πει μία καλησπέρα της Γκόλφως.

Χρόνια και χρόνια πάλεψα με το μελάνι και το σφυρί βασανισμένη καρδιά μου
Με το χρυσάφι και τη φωτιά για να σου κάμω ένα κέντημα
Ένα ζουμπούλι πορτοκαλιάς
Μίαν ανθισμένη κυδωνιά να σε παρηγορήσω
Εγώ που κάποτε σ’ άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Και με τη χαίτη του φεγγαριού σ’ αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομμένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη μοναξιά με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.

Πηγή υλικού


Νίκος Γκάτσος, Αμοργός, Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα, 1997

Σάββατο 25 Ιουλίου 2015

Τάσσος, ένας διακεκριμένος Έλληνας χαράκτης




 «Στα έργα μου υπάρχει η ανθρώπινη οδύνη, αλλά και η αποφασιστικότητα... Οι άνθρωποι που κινούνται στα έργα μου σηκώνουν το βάρος της σκλαβιάς και της τυραννίας. Αλλά είναι τόσο αλύγιστοι εκφραστικά, που δεν μπορούν παρά να μένουν όρθιοι ως το τέλος. Όρθιοι ακόμα κι όταν πέφτουν. Αυτό είναι το βαθύτερο μήνυμά μου»



Ο Τάσσος (πραγματικό όνομα Αναστάσιος Αλεβίζος: Λευκοχώρα Μεσσηνίας, 1914 – Αθήνα, 13 Οκτωβρίου 1985) ήταν διακεκριμένος έλληνας χαράκτης.
Μικρός παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής κοντά στον Γιώργο Κωτσάκη. Το 1930, σε ηλικία δεκαέξι ετών, έγινε δεκτός στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Εκεί παρακολούθησε μαθήματα γλυπτικής και ζωγραφικής στα εργαστήρια του Θ. Θωμόπουλου, του Ουμβ. Αργυρού και του Κ. Παρθένη.
Από το 1933 και μέχρι την αποφοίτησή του από την Σχολή το 1939, παρακολούθησε μαθήματα χαρακτικής στο εργαστήριο του Γ. Κεφαλληνού. Πιθανολογείται ότι καθοριστικό ρόλο στην αφοσίωσή του στην χαρακτική έπαιξε και η γνωριμία του με τον Δ. Γαλάνη, τον άλλο μεγάλο έλληνα χαράκτη της εποχής του Μεσοπολέμου, μέσω του οποίου γνώρισε και την γαλλική χαρακτική. Λέγεται επίσης ότι πραγματοποίησε σπουδές στο Παρίσι, την Ρώμη και την Φλωρεντία. Πάντως, το ταλέντο του στην χαρακτική αναγνωρίστηκε πολύ γρήγορα· στην Πανελλήνια Έκθεση του 1938 έλαβε το Βραβείο Χαρακτικής και δύο χρόνια αργότερα (1940) τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Χαρακτικής.



Από το 1930 είχε ενταχθεί στο ΚΚΕ, αρχικά στην νεολαία του κόμματος (ΟΚΝΕ) και αργότερα ως πλήρες μέλος. Με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου το 1940, ο Τάσσος και πολλοί άλλοι μαθητές του Γ. Κεφαλληνού φιλοτέχνησαν προπαγανδιστικές αφίσες για την εμψύχωση του ελληνικού λαού. Στα χρόνια της Κατοχής, εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ και στο ΕΑΜ Καλλιτεχνών, για να συνεχίσει την (παράνομη πλέον) δημιουργία προπαγανδιστικού υλικού κατά των κατακτητών.
Μετά την απελευθέρωση, ο Τάσσος άρχισε να ασχολείται και με άλλα θέματα πέρα από τα επικά του πολέμου, όπως γυμνά, νεκρές φύσεις και πορτρέτα, ενώ ταυτοχρόνως άρχισε να χρησιμοποιεί και χρώμα στις ξυλογραφίες του.



Ο Τάσσος είχε επίσης μια ιδιαίτερη αγάπη για το βιβλίο και τις γραφικές τέχνες. Ήδη από το 1939, με την αποφοίτησή του, έφτιαχνε εξώφυλλα και κοσμήματα για το λογοτεχνικό περιοδικό Νέα Εστία. Αμέσως μετά την απελευθέρωση, ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνση στον εκδοτικό οίκο «Τα Νέα Βιβλία» που ίδρυσε το Κομμουνιστικό Κόμμα το 1945 και που έκλεισε το 1948. Το 1948 άρχισε να συνεργάζεται με τον Οργανισμό Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων (ΟΕΣΒ, μετέπειτα Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων ή ΟΕΔΒ). Καρπός της συνεργασίας του με τον ΟΕΣΒ/ΟΕΔΒ, υπήρξε η εικονογράφηση πολλών βιβλίων για το Δημοτικό και το Γυμνάσιο, με πρώτο το Αναγνωστικόν Έκτης Δημοτικού που κυκλοφόρησε το 1949.





Το 1948 έγινε καλλιτεχνικός σύμβουλος του λιθογραφείου «Ασπιώτη–Έλκα», και από το 1954 έως το 1967 φιλοτέχνησε γραμματόσημα για λογαριασμό των Ελληνικών Ταχυδρομείων, αρχικά με την τεχνική της έγχρωμης ξυλογραφίας και κατόπιν με τη μέθοδο offset. Επίσης, από το 1962 έως τον θάνατό του, σχεδίαζε και τα γραμματόσημα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το 1959 ανέλαβε την διεύθυνση του Τμήματος Γραφικών Τεχνών στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο, όπου δίδαξε μέχρι το 1967.

Ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της καλλιτεχνικής ομάδας «Στάθμη», η οποία τον τίμησε με αναδρομική έκθεση των έργων του στα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια. Την ίδια εποχή παρουσίασε έργα του στην Μπιενάλε της Βενετίας (1952) και του Λουγκάνο (1953).
Κατά την δεκαετία του 1960 η θεματογραφία του άρχισε να επικεντρώνεται στην απόδοση της ανθρώπινης μορφής. Εγκατέλειψε σταδιακά το χρώμα, χάραζε όλο και μεγαλύτερες πλάκες ξύλου και άρχισε να δημιουργεί θεματικές ενότητες σε τρίπτυχα ή τετράπτυχα. Ταυτοχρόνως ασχολήθηκε με την αγιογραφία, ενώ συνέχισε να φιλοτεχνεί βιβλία.




Κατά την περίοδο της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών, έζησε αυτοεξόριστος εκτός Ελλάδας και φιλοτέχνησε έργα κοινωνικής διαμαρτυρίας καταγράφοντας γεγονότα που τον συγκλόνισαν. Μετά την κατάρρευση της Χούντας, εξέθεσε έργα του στην Εθνική Πινακοθήκη (1975) και λίγο καιρό αργότερα έγινε μέλος του διοικητικού συμβουλίου του ίδιου ιδρύματος. Το 1977, ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης.


Συνέχισε να εργάζεται σκληρά μέχρι τις τελευταίες ημέρες της ζωής του. Πέθανε το Οκτώβριο του 1985 αφήνοντας ημιτελή μία σειρά οκτώ συνθέσεων στο Δημαρχείο του Βόλου. Το 1987, η Εθνική Πινακοθήκη τον τίμησε με μία δεύτερη μεγάλη αναδρομική έκθεση έργων του.
Έναν χρόνο μετά τον θάνατό του, δημιουργήθηκε η Εταιρεία Εικαστικών Τεχνών «Α. Τάσσος», με σκοπό την διάδοση του έργου του και την υποστήριξη της ελληνικής χαρακτικής. Από το 1991 και κάθε τρία χρόνια, η Εταιρεία αυτή πραγματοποιεί συλλογικές εκθέσεις νέων ελλήνων χαρακτών σε διαφορετικές πόλλεις της Ελλάδας.








Η Εταιρεία επίσης διατηρεί ανοιχτό ως μουσείο το σπίτι όπου έζησε και δημιούργησε ο Τάσσος και η σύζυγός του, η ζωγράφος και χαράκτρια Λουκία Μαγγιώρου (γεν. 1914), επί της Αρδηττού 34, στην συνοικία Μετς της Αθήνας.
Τα έργα του χαρακτηρίζονται από την τεχνική αρτιότητά τους και την συγκινησιακή — τρυφερή αλλά και δωρική — απόδοση της μορφής των απλών ανθρώπων του μόχθου και του πόνου. Ωστόσο ένα σύγχρονο μάτι δεν μπορεί να μην διακρίνει μέσα στις ξυλογραφίες του Τάσσου και την επική μεγαλοπρέπεια της στρατευμένης τέχνης. Άλλωστε, ο ίδιος ο χαράκτης «παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του στρατευμένος στην υπόθεση της πάλης για μια νέα κοινωνία, δίκαιη, δημοκρατική και σοσιαλιστική» (Η. Μόρτογλου, Ριζοσπάστης, 23 Οκτωβρίου 1995).
 




Βιογραφία από την ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ