Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2013

Της Μεσημβρίας Μύθοι της Γεωργίας Σταυριανέα


Μια χώρα στο πουθενά∙ η Μεσημβρία. Άνθρωποι, ζώα, υπήκοοι, εξουσιαστές, ίντριγκες, ειρωνεία, -όλα αυτά μαζί συνθέτουν τις ιστορίες της. Πριν αρχίσετε την ανάγνωση οπλιστείτε με κέφι. Οι κάτοικοι της Μεσημβρίας (δεν) αστειεύονται.






Γειά σου γείτονα

«Γειά σου γείτονα. Πώς αλήθεια βρέθηκες εδώ; Είσαι μακριά από τον τόπο σου;»,  ρώτησε η νεαρή δεκαοχτούρα το παράξενο  πουλί. Eκείνο γύρισε την πλάτη του προς τη φορά του ανέμου και την αγνόησε. «Τι ακατάδεχτος Θεέ μου… Αχ! Και τι κούκλος»,  αναστέναξε…
Σήμερα το πρωί η Ζήντα και η Ζάνια  δύο δεκαοχτούρες έκαναν την πρωινή τους βόλτα πετώντας πάνω από το πάρκο της Ζαπιάννα, της όμορφης καταπράσινης πόλης της Μεσημβρίας. Πάνω σ’ ένα παγκάκι είχαν την τύχη να βρουν μέσα σε μια τσαλακωμένη σακούλα έναν μικρό θησαυρό. Δέκα ολόκληρα φιστίκια. Δέκα μεγάλα φιστίκια. Αυτά που οι άνθρωποι τα λένε κάσιους. Ζήτησαν λοιπόν τη βοήθεια του Τζώνυ και της Έμας, τα πρόθυμα  περιστέρια, για να τα μεταφέρουν.
Τα πήγαν κατευθείαν στο πάνω κλαδί της μεγάλης βελανιδιάς που βρίσκεται στην πλατεία, εκεί όπου συνήθως γίνονται  οι εκδηλώσεις των πουλιών της πόλης. Κάλεσαν την Ρεγγίνα το αηδόνι, και τον Κέρικ τον κούκο, την Αϊνέ το μικροσκοπικό τουρκοπούλι, και τον Μακάο τον παπαγάλο που μιλά όλες τις γλώσσες. Ασφαλώς δεν θα παρέλειπαν να προσκαλέσουν τον θλιμμένο γκιώνη τον Ματία, και την γιαγιά Σοφίκα την κουκουβάγια. Πρόσκληση σε γεύμα λοιπόν με κάσιους και κουβεντούλα.
Η Ζήντα πήρε την πρωτοβουλία να προσκαλέσει και τον «ξένο» όπως τον αποκαλούν. Ο «ξένος» εμφανίστηκε στην σκεπή του δημαρχείου ένα πρωινό κι έβαλε σε μια περίεργη διαδικασία την ομάδα των πουλιών της Ζαπιάννα. Ένα απρόσιτο πετεινό που ήρθε από μέρη μακρινά, όπως λέγεται, και  δεν έχει κουβέντες με τα άλλα πουλιά. Πολλές φορές ο Μακάο προσπάθησε να του πιάσει κουβέντα ως γλωσσομαθής που ήταν, όμως ατύχησε, -ο «ξένος» ούτε φωνή ούτε λαλιά…
Έτσι, σιγά σιγά, όπως γίνεται σε όλες τις κοινωνίες, ο «ξένος» μυθοποιήθηκε, έγινε το ποθητό και το μισητό, το μυστήριο που έπρεπε ή να λυθεί ή να εξαφανισθεί… Αυτός, αγέρωχος τους κοίταζε, τους κοίταζε και δεν μιλούσε, μόνο γυρνούσε με περήφανο ύφος πότε προς τον βορρά πότε προς τον νότο… Ήταν όμορφο πουλί… πολύ όμορφο.
Η Ζήντα  έχει φλερτάρει πολλές φορές τον «ξένο», τον έχει μάλιστα  δει να την κοιτάζει και αυτός. Το είπε και στη Ζάνια  την αδελφή της, όμως η Ζάνια χαμογέλασε κρυφά, μα… τον έχει δει να κοιτάζει και αυτήν…
«Σας έχω μια  έκπληξη», είπε με πονηρό ύφος η Ζήντα, όταν όλα τα προσκεκλημένα πουλιά κατέφθασαν  για το συμπόσιο και κάθισαν στις θέσεις τους, «κάλεσα και τον ξένο».
Τα πουλιά κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.

«Και;» ακούστηκε ένα περίεργο κρώξιμο από την Αϊνέ. 

«Θα έρθει μου είπε, αν μπορέσει θα έρθει».

«Θέλεις να μας πεις ότι σου μίλησε;» ρώτησε με εμφανή ζήλια η Αϊνέ.
«Μα…ναι…φυσικά και μου μίλησε…»,  είπε διστακτικά  η Ζήντα,  και συνέχισε με πιο σταθερή φωνή. «Είμαστε φίλοι, γίναμε φίλοι δεν το μάθατε;»
Έπεσε σιωπή.
«Γιατί θα ’πρεπε να το μάθουμε;», είπε με αλαζονεία ο Μακάο, «σιγά το πράγμα, εγώ ούτε που θέλω να του μιλώ, ένα ξιπασμένο πτηνό είναι μόνο». 
«Ε, όχι και ξιπασμένο», είπε με ύφος επίσημο ο Τζώνυ. «Ο “ξένος” είναι ένα αξιόλογο πουλί, απλά δεν κάνει παρέα με όποιον και όποιον… έχει ένα επίπεδο τέλος πάντων», συνέχισε με απαξιωτικό ύφος κοιτώντας προς τον Μακάο.
«Μη μας πεις ότι έχεις μιλήσει και εσύ μαζί του…»  αντιλόγησε η Αϊνέ.
«Μα και βέβαια… είμαστε φίλοι…» απάντησε περήφανα ο Τζώνυ..
«Εγώ πάντως θα συμφωνήσω με τον Μακάο…» πετάχτηκε ο Κέρικ, «είναι ξιπασμένος. Έμαθα δε ότι στη χώρα που ζούσε έμενε στους κήπους του βασιλιά. Εκεί λοιπόν, ξέρετε τι ακριβώς έκανε;». Πήρε  ένα ύφος πολύ δραματικό και συνέχισε. «Εκεί στους  κήπους του βασιλιά τα Σαββατοκύριακα έβγαιναν οι ευγενείς για κυνήγι. Αυτός λοιπόν, με δόλιους τρόπους, ξεμαύλιζε τα άγρια πουλιά. Αυτά βγαίναν  από τις  κρυψώνες τους και οι κυνηγοί τα σκότωναν, -ένας προδότης δηλαδή. Ώσπου μια μέρα τα γεράκια, που πήραν χαμπάρι την πλεκτάνη, του ’στησαν παγίδα, και μόλις που πρόλαβε να φύγει…»
«Πω πω, φρίκη, φρίκη»,  φώναξε η Ρεγγίνα.
«Είσαι ψεύτης», φώναξε δυνατά ο Τζώνυ στον Κέρικ, «ένας  συκοφάντης είσαι. Πού τα έμαθες όλα αυτά, μας λες; Αλλά επειδή δεν σου μιλάει, έχεις πεισμώσει, και γι’ αυτό όλη η λάσπη... Είσαι ένας παραμυθάς κούκος, αυτό είσαι... Και δεν είναι η πρώτη φορά που λες παραμύθια… Άντε να μη τα πω όλα», τσίριξε ο Τζώνυ.
«Τι θα πεις  ηλίθιο περιστέρι;»  αγρίεψε ο Κέρικ.
«Εεε! Ηρεμήστε», μίλησε γλυκά η Ζήντα, «εδώ ήρθαμε να διασκεδάσουμε, όχι να μαλώσουμε».
«Αυτό ας το σκεφτόσουν πριν καλέσεις τον προδότη. Αλλά, σ’ έφαγε ο έρωτας. Ή νομίζεις ότι δεν ξέρουμε ότι τον γουστάρεις», της είπε με κακία η Αϊνέ.
Η Ζήντα μεταμορφώθηκε σε αρπακτικό. «Εγώ τον γουστάρω; Εμένα φίλος μου είναι έτσι και αλλιώς. Εσύ να μας πεις για τις πομπές σου. Πετάς γύρω γύρω του και του την πέφτεις συνέχεια. Αλλά δεν σε θέλει, γιατί είσαι ένα παλιοτουρκοπούλι, καταλαβέ το».
Η ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε. Ξεχάστηκαν τα κάσιους, ξεχάστηκε και ο λόγος που είχαν μαζευτεί εκεί. Άρχισαν να εκτοξεύονται κακίες. Οι μισοί υπερασπίζονταν τον «ξένο», οι άλλοι μισοί τον κατηγορούσαν. Αντιζηλίες, ερωτικές και μη, βγήκαν στην επιφάνεια. Ο μόνος που δεν μιλούσε ήταν ο Ματίας. Αυτός τους κοιτούσε με το θλιμμένο του ύφος και σκεφτόταν: «Πόσο ανόητοι είναι θεέ μου, πόσο ανόητοι!».
«Σταματήστε  αμέσως  τώρα».
Μια φωνή δυνατή ακούστηκε. Αμέσως σώπασε η βουή. Η γιαγιά Σοφίκα, που όλοι την σέβονταν, μπήκε στη μέση θυμωμένη από την συμπεριφορά τους.
«Θα ’πρεπε να ντρέπεστε για όλα αυτά. Νομίζω ότι θα έχουμε πια ένα μεγάλο πρόβλημα. Από σήμερα και πέρα θα κοιτάζεστε όλοι καχύποπτα. Δεν θα μας χωράει πια η Ζαπιάννα. Μπήκε ανάμεσα μας ένας ξένος και με τη σιωπή του και μόνο, μας έκανε άνω κάτω. Μόνο ένας τρόπος  υπάρχει να δικαιωθεί η αλήθεια. Θα πάμε τώρα αμέσως να βρούμε τον «ξένο». Και προσέξτε με καλά. Υπάρχει μια λέξη που θέλω να ακούσω από όλους  σας μετά από αυτό: τη λέξη “συγνώμη”».
Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Κανένας δεν είχε διάθεση να αντιδράσει. Ήταν όλοι εκτεθειμένοι και το ’ξεραν. Όμως ο «ξένος»  πιθανότατα δεν θα μιλούσε. Αν ήταν ένοχος θα σιωπούσε. Αν ήταν «υπεράνω»  πάλι θα σιωπούσε.
Πλησίασαν στη σκεπή του Δημαρχείου. Πετούσαν από απόσταση γύρω γύρω και τον κοιτούσαν. Εκείνος, όπως πάντα αγέρωχος, τους αγνοούσε και κοιτούσε μια προς τον βορρά, μια προς τον Νότο.
«Κάποιος πρέπει  να του μιλήσει», είπε ο Μακάο.
«Η Ζήντα που είναι και φίλη του», είπε ειρωνικά η Αϊνέ.
Άρπαξε πάλι η ατμόσφαιρα...
Η Ζήντα εκνευρισμένη γυρίζει απότομα προς την Αϊνέ με απειλητικές διαθέσεις. Ο Μακάο προσπαθεί να προστατεύσει την Αϊνέ. Ο Τζώνυ επιτίθεται στον Μακάο. Ο Κέρικ  μπαίνει μπροστά και του κόβει την φόρα. H Ρεγγίνα τρομαγμένη χάνει το πέταγμά της. Μωρέ, γινότανε… της Μεσημβρίας.
Μέσα από όλη αυτή την αναταραχή έχουν πλησιάσει τον «ξένο» χωρίς να το καταλάβουν. Μια φτερούγα τον χτυπά  με δύναμη. Ο «ξένος» αρχίζει μια καθοδική πτήση. Τον κοιτάζουν με απορία. Δεν ανοίγει τα φτερά του. Πέφτει, πέφτει, πέφτει.
«Μα τι κάνει; Θα σκοτωθεί», φωνάζουν όλοι μαζί με τρόμο.
Εκείνος πέφτει, πέφτει σιωπηλός. Σκάει πάνω στις πλάκες του κήπου και γίνεται χίλια κομματάκια. Χίλια κομματάκια από γύψο…

Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2013

Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο


Φθινοπώριασε  Πετράκη και Παυλάρα, και μια μικρή αχτίδα ακόμα να φεγγοβολίσει  μέσα μας. Όπου να γυρίσεις και να κοιτάξεις όλα γκρίζα, ασυνάρτητα και κομματιασμένα. Ένα συνεχές μούδιασμα μυαλού και καρδιάς. 
Αχ, πόσο μου λείπετε. Πόσο μου λείπει η σκηνή εκείνη  με τις τσιγγάνες; Μωρέ, τι χορός ήταν αυτός που στήσατε απ' τη μια στιγμή στην άλλη; Θα μου πείτε,  η φτώχεια θέλει καλοπέραση. Ένα γαρύφαλλο στ' αυτί, λίγη πονηριά στο μάτι, έναν φίλο, ένα φιλότιμο και μια λατέρνα. Το ξέρω, αλλά τη λατέρνα σήμερα πού θα τη βρούμε; 
Μια λατέρνα μωρέ, που είναι μια λατέρνα;