Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2013

Ανδρέας Λασκαράτος: Ο σατιρικός ποιητής που αφορίστηκε...!

"Μωροί, υπέρμαχοι της στασιμότητος, φονεύσετε αν θέλετε τον καινοτόμον. Αλλά να ξεύρετε ότι ο φόνος του καινοτόμου είναι η εγκαινίαση των αρχών του. Πειστική διά σας απόδειξη ο φόνος του καινοτόμου Ιησού".Από το  «Ιδού ο άνθρωπος»

Ανδρέας Λασκαράτος, ένας σπουδαίος σατιρικός συγγραφέας, ένα ανήσυχο πνεύμα, που με τα έργα του έφερε τα «πάνω-κάτω» στο κατεστημένο της εποχής του, με αποτέλεσμα να γνωρίσει διώξεις, τη φυλάκιση ακόμα και τον αφορισμό του από την εκκλησία. Γεννήθηκε τη 1η Μαίου του 1811 στην εξοχική τοποθεσία Ριτσάτα, που ήταν κοντά στο Ληξούρι της Κεφαλονιάς κατά την περίοδο που τα Επτάνησα περνούσαν απ’ τη γαλλική στην αγγλική κηδεμονία. Ήταν γόνος πλούσιας οικογένειας γαιοκτημόνων και σπούδασε νομικά στο Παρίσι. Το επάγγελμα του νομικού το εξάσκησε μόνο όταν βρέθηκα σε οικονομική ανάγκη. Υπήρξε μαθητής του Ανδρέου Κάλβου, και γνώρισε τον Διονύσιο Σολωμό, μια συνάντηση που τον επηρέασε πολύ στη μετέπειτα πορεία του. Ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία, την ποίηση, ενώ ήταν πιο γνωστός ως λιβελογράφος.Εξέδωσε αρκετές σατιρικές εφημερίδες, όπως ο «Λύχνος» και καταφέρθηκε κατά της αδικίας, της πολιτικής ανικανότητας, των θρησκευτικών προλήψεων αλλά και κατά της αυθαιρεσίας της θρησκευτικής αρχής. Το έργο του με τίτλο «Τα Μυστήρια της Κεφαλονιάς» προκάλεσε τόσο μεγάλες αντιδράσεις, που κατέληξε στον αφορισμό του στην αρχή απ’ τον Μητροπολίτη Κεφαλονιάς και κατόπιν από την Ιερά Σύνοδο.Τι να κάνει, φεύγει κυνηγημένος στη Ζάκυνθο, αλλά αφορίζεται και εκεί, αυτή τη φορά απ’ το μητροπολίτη, Κοκκίνη. Όμως, λίγο πριν πεθάνει, ο επίσκοπος Δόριζας της Κεφαλονιάς «λύνει» τον αφορισμό του. Ο Ανδρέας Λασκαράτος πέθανε τελικά στο Αργοστόλι στις 23 Ιουνίου του 1901.
Το έργο του παραμένει διαχρονικό έως σήμερα. Ανάμεσα στα κυριότερα έργα του είναι: «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς», «Ιδού ο άνθρωπος ή ανθρώπινοι χαρακτήρες», «Ποιήματα και Ανέκδοτα», «Οι καταδρομές μου εξαιτίας του Λύχνου», «Απόκριση στον αφορισμό».
Ανέκδοτα Περιστατικά:
- Στη γιορτή του, ένας γείτονάς του για να τον ειρωνευτεί του έστειλε με την υπηρέτριά του ως δώρο ένα καλάθι γεμάτο κέρατα κριαριού που πάνω είχε μια επιγραφή «Στη γιορτή σου». Βλέποντας αυτό ο Λασκαράτος βγαίνει έξω στον κήπο του και κόβει τα ωραιότερα άνθη και τα βάζει μέσα στο ίδιο καλάθι με την επιγραφή «Ό,τι διαθέτει ο καθένας σε αφθονία δωρίζει» και τα δίνει στην υπηρέτρια λέγοντας: «Δώστε αυτά κόρη μου στον κύριό σου».
-Όταν ο επίσκοπος τον αφόρισε, κάποιος πήγε να τον επισκεφτεί για να του το αναγγείλει. «Τα έμαθες σιορ- Ανδρέα, ο επίσκοπος σε αφόρισε» και τότε ο Λασκαράτος του απαντά: «Ευχαριστώ τον επίσκοπο για τον αφορισμό, αλλά θα τον παρακαλούσα πολύ να μου αφορίσει και τα παπούτσια των παιδιών μου για να μη λιώσουνε οι σόλες τους και υποβάλλομαι σε έξοδα».

Από το έργο του «Ιδού ο άνθρωπος ή ανθρώπινοι χαρακτήρες»
«Ο υποψήφιος βουλευτής»
 Ο υποψήφιος τούτος πολύν καιρόν πριν της ψηφοφορίας αρχίζει να χαιρετά, τους μεν εγκαρδίως, τους δε βαθυσεβάστως, όλους όσους έχουνε ψήφο.
 Κάποτε βάνει απάνου κ΄ εφημερίδα, με την οποία κατακρένει αυστηρώς τες πράξες της κυβερνήσεως, ως ασύμφερες δια τον λαόν. Αν ημπορέση και ατομικώς να χτυπήση υπαλλήλους της κυβερνήσεως, θα ήναι μία τύχη δι΄ αυτόν. Αφού εξεσπάθωσε υπέρ του λαού, όσους περισσότερους υπέρ του λαού θανατώση, τόση περισσότερη η αξιοπιστία του.
 Πηαίνει στα χωριά και γλυκομιλεί των χωριάτωνε.
 — Αδερφάκια μου και αϊταράκια μου...!
 Τες ύστερες ημέρες βγάνει και πρόγραμμα.
Στο πρόγραμμά του υπόσχεται όσα και ο πρωθυπουργός υπόσχεται στον βασιλικόν λόγον· και, εννοείται, με την ίδιαν ιδέαν εχτελέσεως.
 Αν ήναι πλούσιος, ή αν έχη πλούσιους υποστηριχτάς, οι φτωχοί ψηφοφόροι εκείνες τες ημέρες οικονομούνται με 5-10-15 φράνκα ο καθένας δια την ψήφον του. Επειδή ο υποψήφιος αγοράζει, πότε φθηνά, και πότε ακριβά, κατά τους ανθρώπους, και κατά την ώρα.
 Τελειωμένο έτσι και πιτυχημένο το έργον του εις τον τόπον του, φεύγει τότε δια τας Αθήνας. (Ω, Αθήνα μου, βουλευτάδες οπού σου στέλνουμε!...) Στας Αθήνας, ο εις τον τόπο του μεγαλέμπορος εκλογικών ψήφων παρουσιάζεται μεταπράτης, αλλά θησαυρού μεταπράτης, επειδή φέρνει χιλάδες ψήφους συμπυκνωμένες εις μίαν μόνην αλλά πολύτιμην ψήφον, δυναμένην να συντελέση εις την στερέωσην, ή την φτώσην του Υπουργείου.
 Μία τέτοια ψήφος, ένας τέτοιος πολύτιμος αδάμας, δεν αγοράζεται με 5-10-15 φράνκα· αλλά με δημόσιες θέσες του υιού, του αδελφού, του ξαδέλφου· με μετάθεσες μη ευνοουμένων υπαλλήλων, με παύσες, με διορισμούς, με ρουσφέτια άλλα. Και έτσι, τελειωμένη και τούτη η δεύτερη πράξη, τελειώνει μαζύ της και όλο το βουλευτικό στάδιο του βουλευτή μας.
 Οποίο κατόρθωμα δια τον τόπο, και δια το έθνος!-

Ανδρέας Λασκαράτος,  ένα σπινθηροβόλο πνεύμα, ένας άνθρωπος που έβλεπε, τελικά, μπροστά, πολύ μπροστά...!




Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2013

Δημήτρη Ψαθά: "ΤΑ ΚΑΚΟΑΝΑΤΕΘΡΑΜΜΕΝΑ"..!

Όσο ψάχνει κανείς, είναι σίγουρο ότι όλο και κάτι θα ξετρυπώσει…Να, λοιπόν, τι ξετρύπωσα τις προάλλες. Είναι ένα  κείμενο του Δημήτρη Ψαθά από το περιοδικό Νέα Γενιά. Το περιοδικό αυτό ήταν όργανο της ΕΠΟΝ και έβγαινε παράνομο επί γερμανικής εποχής. Με την Νέα Γενιά, συνεργάστηκαν πολλοί γνωστοί επιστήμονες, καθηγητές, λογοτέχνες, όπως ο Γιάννης Ρίτσος, ο Κώστας Βάρναλης, ο Μενέλαος Λουντέμης, η Έλλη Αλεξίου, ο Ασημάκης Γιαλαμάς, η Γαλάτεια Καζαντζάκη, ο Νικηφόρος Βρεττάκος, ο Νίκος Καββαδίας, Νότης Περγιάλης και φυσικά ο Δημήτρης Ψαθάς.
Καλό διάβασμα…!

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΨΑΘΑΣ

«ΚΑΚΟΑΝΑΤΕΘΡΑΜΜΕΝΑ»

Ο κύριος που όρμησε στο τραμ ήταν απ’ τους πιο επιβλητικούς κυρίους που είχα δει ποτέ. Φορτωμένος ως τα μπούνια με δώρα και ψώνια πρωτοχρονιάτικα δεν είχε χάσει τίποτ’ απ’ την ευλυγισία και τη μαχητικότητά του. Στ’ ορμητικό πέρασμά του απ’ το διάδρομο του τραμ ανέτρεψε μια χοντρή κυρία, δυο λιγνούς κυρίους, εποδοπάτησε ένα κοριτσάκι και πρόφτασε να στρογγυλοκάτσει θριαμβευτικά στη θέση. Ενώ από πίσω οι άλλοι επιβάτες έκαναν το σταυρό τους, κοιτώντας τον με κατάπληξη, εκείνος ταχτοποιούσε τον εαυτό του για να νιώσει όσο μπορούσε αναπαυτικότερα. Έβαλε τα πακέτα στα γόνατά του, άπλωσε τα πόδια του στο ξύλο του μπροστινού καθίσματος, διόρθωσε τη γραβάτα και το καπέλο του. Συγχρόνως στραβοκοιτούσε τους άλλους επιβάτες και μουρμούριζε ζητώντας τα ρέστα:
- Τα γαϊδούρια!
Κι ύστερα:
- Τα γουρούνια!
Κι ύστερα:
- Αλλά Έλληνες δε είμαστε; Βούρδουλα θέλουμε. Ε, βρε, πού είσαστε Γερμανοί! Ναι, τους Γερμανούς θέλουμε για να μπούμε σε τάξη!
Κι ενώ τα ’λεγε αυτά, εκφράζοντας ποιος ξέρει ποιες βαθιές νοσταλγίες της ψυχής του – κρατούσε τα πλούσια πακέτα του αγκαλιά σαν να έτρεμε μη τυχόν και του τα έπαιρνε κανένας. Η πλαϊνή θέση του έμενε κενή, γιατί κάποιος χριστιανός – από εκείνους που ο ορμητικός κύριος ονόμασε με ολόκληρη την ονοματολογία της ζωολογίας – εφώναξε μια γυναικούλα του λαού που κρατούσε ένα αγοράκι, να κάτσει εκείνη. Στρώθηκε η γυναικούλα, ευχαρίστησε κι έβαλε το παιδί στα γόνατά της.
- Σας ενοχλώ, κύριε;
- Και βέβαια μ’ ενοχλείτε.
- Με το μπαρδόν.
Τα μάτια του αξιοσέβαστου κυρίου είχαν πέσει σαν αστραπές επάνω στο παιδί που καθώς κοιτούσε τα πακέτα με τα παιχνιδάκια – ρόδες, κούκλες, καραμούζες, αυτοκινητάκια – ετρόμαζε μήπως τυχόν και ο μικρός του αρπάξει κανένα. Έσκυψε, λοιπόν, επάνω στα πολύχρωμα πακέτα του, εσούφρωσε τα φρύδια, εγούρλωσε τα μάτια και αγκάλιασε σφιχτότερα τα πολύτιμα υπάρχοντά του. Εκεί έγινε μια απ’ τις πιο νόστιμες σκηνές που είδα ποτέ στο τραμ. Βλέποντας ο μικρός το άγριο ύφος του αξιοσέβαστου κυρίου έβαλε τις φωνές:
- Φοβάμαι, μαμά, φοβάμαι!
- Τι φοβάσαι, παιδί μου;
- Τον κύλιο. Τλώει παιδιά;
Ξέσπασαν στα γέλια όλοι οι επιβάτες και η μητέρα του παιδιού, προσπαθώντας να καθησυχάσει το μικρό, έκανε με την αφέλειά της πιο κωμική τη θέση του αξιοσέβαστου κυρίου:
- Όχι, παιδάκι μου! Ο κύριος δεν τρώει παιδιά. Είναι ένας καλός κύριος. Ο κύριος δεν είναι Γερμανός. Μόνο οι Γερμανοί τρώνε παιδιά.
- Είναι Γελμανός! Γελμανός!
- Όχι, πουλάκι μου, Κοίταξέ τον. Είναι ένας πολύ καλός κύριος που τ’ αγαπάει τα παιδιά. Δεν είναι Γερμανός.
Ο μικρός όμως άρχισε να τσιρίζει «είναι Γελμανός, Γελμανός» κι η θέση του κυρίου έγινε κωμικοτραγική. Η διάθεσή του ήταν, βέβαια, να πνίξει το διαολάκο που η κακή του τύχη έφερε κοντά του, αλλά κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία, σφίχτηκε και χαμογέλασε, έβγαλε ένα πορτοκάλι από την τσέπη του παλτού του και τ’ άπλωσε στο μικρό:
- Έλα, πάρε, κατεργάρη.
- Δεν τλως παιδιά;
- Όχι, χαζέ. Ανόητε!
Έπρεπε να δείτε τη φάτσα του ανθρώπου εκείνου που προσπαθούσε με το βιασμένο χαμόγελο να καμουφλάρει το βράσιμο της ψυχής του. Όμως ξεθάρρεψε ο μικρός, πήρε το πορτοκάλι και άφησε τη χαρά του να ξεσπάσει, χοροπηδώντας στα γόνατα της μάνας του μ’ ένα αναπάντεχο τραγούδι:
- Λαοκατία και όχι βασιλιά!
Ε, φίλοι μου! Αυτό ήταν η σταγόνα που χρειαζόταν να ξεχειλίσει το ποτήρι. Ο αξιοσέβαστος κύριος φαίνεται πως ήταν από τους πιο αδιάλλαχτα φανατικούς. Άνοιξαν τα μάτια του, άνοιξε το στόμα του, κοκκίνισε η φάτσα του, πετάχτηκαν οι ματάρες του με φλογισμένα βλέμματα όξω από τις κόγχες:
- Α, το άτιμο! Είναι και κουκουέδικο! Φέρε μου το πορτοκάλι! Δώσ’ μου πίσω το πορτοκάλι, παλιόπαιδο! Κακοανατεθραμμένο! Γρήγορα μη σου τα τσακίσω τα χέρια!
Τρομαγμένο το παιδί πέταξε το πορτοκάλι, χώθηκε στην αγκαλιά της μάνας του κατακίτρινο, τσιρίζοντας:
- Είναι Γελμανός! Γελμανός!
Νέο κύμα γέλιου ξέσπασε μέσα στο τραμ. Όπου ο αξιοσέβαστος κύριος δεν μπόρεσε πια ν’ ανθέξει, μάζεψε τα πακέτα του, έβρισε πάλι «γαϊδούρια, γουρούνια», «κουκουέδες», ανέφερε μερικούς στο πέρασμά του και κατέβηκε στην πρώτη στάση πολλά μουρμουρίζοντας κατά φρένα και θυμόν. Εκεί στον εξώστη ήταν κι ένας αλητάκος που τον προέπεμψε με τη φωνή:
- Χρόνια πολλά στο Χίτλερ, μπάρμπα!
Κι ο αξιοσέβαστος άνθρωπος απομακρύνθηκε γρυλίζοντας με τα πακέτα του, με την ψυχή του, με τον εθνικισμό του και βράζοντας ολόκληρος εναντίον των «κακοανατεθραμμένων» παιδιών, σίγουρος ότι ο ίδιος είχε την καλύτερη ανατροφή του κόσμου.