Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Δευτέρα 10 Μαρτίου 2014

Μανώλης Αναγνωστάκης, ένας απ' τους κορυφαίους ποιητές μας..

Μανόλης Αναγνωστάκης, ένας απ' τους κορυφαίους ποιητές της μεταπολεμικής Ελλάδας...
Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου 'κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα 'σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.


(Το ποίημα γράφτηκε τον Νοέμβρη του 1983 και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αυγή)

Βιογραφία
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη όπου σπούδασε ιατρική. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής συμμετείχε στην ΕΠΟΝ. Κατά τη διετία 1943-1944 ήταν αρχισυντάκτης του περιοδικού "Ξεκίνημα", που ανήκε στον εκπολιτιστικό όμιλο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Είχε έντονη πολιτική δράση στο φοιτητικό κίνημα, για την οποία φυλακίστηκε το 1948, ενώ το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο. Βγήκε από τη φυλακή με την γενική αμνηστία το 1951.
Την περίοδο 1955-1956 ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος στη Βιέννη και κατόπιν άσκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου για ένα διάστημα στη Θεσσαλονίκη, ενώ το 1978 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Δημοσίευσε κείμενά του για πρώτη φορά στο περιοδικό Πειραϊκά Γράμματα (1942) και αργότερα στο φοιτητικό περιοδικό Ξεκίνημα (1944), του οποίου υπήρξε και αρχισυντάκτης για μία περίοδο. Ποιήματά του, καθώς και κριτικές δημοσιεύτηκαν αργότερα σε αρκετά περιοδικά. Την περίοδο 1959-1961 εξέδιδε το περιοδικό Κριτική, ενώ υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των Δεκαοκτώ κειμένων (1970), των Νέων Κειμένων και του περιοδικού Η Συνέχεια (1973).
Το 1986 του απονεμήθηκε το Α΄ Βραβείο ποίησης για το έργο του «Τα Ποιήματα 1941-1971» και το 2002 το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας από τα Κρατικά Λογοτεχνικά Βραβεία, ενώ το 1997 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Συνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου και ο Μιχάλης Γρηγορίου έχουν μελοποιήσει αρκετά ποιήματά του, ενώ έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά και τα ιταλικά.
Καταγόταν από το χωριό Ρούστικα Ρεθύμνης, όπου σώζεται το σπίτι του πατέρα του.
“Το θέμα είναι τώρα τι λες.
Καλά φάγαμε, καλά ήπιαμε.
Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ.
Μικροζημίες και μικροκέρδη συμψηφίζοντας.
Το θέμα είναι τώρα τι λες. (Στόχος, 1970)”
Η υπαρξιακή διάσταση της ποίησης του Μανόλη Αναγνωστάκη
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης και οι περισσότεροι από τους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς “Δεν είναι τυχαίο ότι μοιράζονται ως ποιητές, πέρα από τις όποιες διαφορές στη γλώσσα, έναν αγωνιώδη μόχθο για το νόημα της ίδιας τους της ύπαρξης, για να καταλήξουν στη διαπίστωση που θα τους απορυθμίσει: η «ποιητική λειτουργία» είναι τόσο περιθωριακή όσο και αναποτελεσματική.”.
“Η έντονα υπαρξιακή διάσταση της ποίησης του Αναγνωστάκη – ιδίως της ποιητικής παραγωγής του πριν από το Στόχο, που όντως είναι η πλέον πολιτική του ποιητική κατάθεση – γίνεται αισθητή ως επισήμανση σε ορισμένες προσεγγίσεις όπως των Γιάννη Δάλλα, Στέφανου Μπεκατώρου, Άννας Τζούμα, Αλέξανδρου Αργυρίου, Βιτσέντζο Ορσίνα, ενώ στο μελέτημα του Νάσου Βαγενά
«Ξαναδιαβάζοντας τον Αναγνωστάκη» το ζήτημα τίθεται ρητά, με πειστικότητα και διαύγεια: «Δεν γνωρίζω άλλον Έλληνα ποιητή», τονίζει ο Βαγενάς, «με τόσο στρατευμένο πολιτικό βίο, που να διοχετεύει τόσο λίγα από τα στοιχεία της ιδεολογικής του ταυτότητας στο ποιητικό του έργο ( το φαινόμενο θα πρέπει να οφείλεται κατά κύριο λόγο, στην υψηλή αισθητική συνείδηση του Αναγνωστάκη)».”
Η μη ύπαρξη – ο θάνατος – απασχολεί τον ποιητή από την πρώτη στιγμή της παρουσίας του στο λογοτεχνικό χώρο. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε να είναι διαφορετικά; “Ο θάνατος μπαινοβγαίνει διαρκώς σ’ ολόκληρη την ύπαρξή του, μέσα από τις τρύπες που άνοιγαν οι σφαίρες των αποσπασμάτων στα διάτρητα σώματα των συντρόφων του”. Πόλεμος. Κατοχή. Εμφύλιος. Απώλειες φίλων. Η καταδίκη του ίδιου εις θάνατον. Είναι μερικά από τα γεγονότα που συνθέτουν το τοπίο μέσα στο οποίο ξεκινά και εξελίσσεται η πνευματική του δραστηριότητα. […] Σε φόντο σελίδων Με πένθιμο χρώμα […] …Νόμισα πως θα πνιγόμουνα! […] Τον πρώτο Μάρτη, στον πόλεμο, γνώρισα έναν Εγγλέζο θερμαστή Που μου διηγήθηκε ολόκληρη την ιστορία του Σαμ Ντέυλαν “Είναι αργά” μου είπε κάποτε “θα ‘πρεπε πια να πηγαίνουμε Μα δεν είναι ανάγκη επιτέλους να κλαίτε τόσο πολύ για έναν άνθρωπο που σκοτώθηκε […]
“Ήταν ένας τρόπος για να εκφραστώ” λέει ο ίδιος για την ενασχόληση του με την ποιητική. […] ( Γιατί η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε, Αλλά ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας).
“Αυτός είναι ο Χάρης” λέει ο ποιητής δείχνοντας μια φωτογραφία με ένα τσούρμο νεαρών ανδρών. Το ποίημα Χάρης 1944 δε μας εισάγει στο κλίμα του θανάτου αλλά αποτελεί μια από τις κορυφαίες στιγμές “συγκέντρωσης” αυτού του κυριαρχικού “συστατικού”. Το ίδιο μπορούμε να πούμε για τα ποιήματα Εδώ…, Όταν τα βράδια…, καθώς και το σημείωμα της σελ. 12 από το Περιθώριο ’68-’69. Η αγάπη είναι ο φόβος… και το σημείωμα της σελ. 34 από το Περιθώριο ’68-’69 παρατίθενται ως συμπληρωματικά μαζί με τα υπόλοιπα ποιήματα.
Εκτός από τις ποικίλες προσεγγίσεις ολόκληρου του κύκλου που κλείνει με τις Εποχές 324, το σημείωμα της σελ. 34 μας φανερώνει τη στάση ζωής του Μανόλη Αναγνωστάκη αλλά και το βλέμμα προς τους “άλλους” αυτούς που δεν ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο, ακόμη και προς τους Επιγόνους, αυτούς που “Λιθοβολούν τους ξένους,” και “θύουν σ’ ομοιώματα”. Ο “σπαραγμός του πνεύματος του ποιητή” στο ποίημα Σκυφτοί περάσανε…καθρεφτίζει την πιο βαθιά υπαρξιακή αγωνία. […] ( Πώς θα ζήσουμε με μια κατάμαυρη σκιά στη θύ- μηση επάνω; Πώς θα κοιμίσουμε τα είκοσι χρόνια μας στη θα- λασσα της λησμονιάς; ) Μη ύπαρξη – θάνατος – για τον ποιητή, τον κάθε ποιητή, είναι και η σιωπή. Το θέμα της σιωπής του Αναγνωστάκη πραγματεύονται συχνά οι αναφερόμενοι στο έργο του.
“ Ο Αναγνωστάκης”, γράφει ο Γιώργος Καφταντζής το 1955, “τοποθέτησε στη βιτρίνα της νέας μας ποίησης ένα καινούριο μπουκαλάκι με άγνωστο δηλητήριο. Μα αν έλειπε δε θα ‘ξερε κανείς πως η ζωή μας αυτούς τους καιρούς είχε την κατρακύλα της. Είναι για την ελληνική τέχνη ότι ο πόνος για το κορμί το ανθρώπινο. Προειδοποιεί τον κίνδυνο.”. Όπως στο ποίημα Αφιέρωση ή το σημείωμα της σελ. 13 από το Περιθώριο ’68-’69. Και απαντά σ’ αυτόν τον κίνδυνο πάλι με ποίηση η οποία, όπως επισημαίνει η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου σταχυολογώντας τον ποιητή, είναι “απόδειξη, όχι επίδειξη”.
Πηγή: Βικιπαίδεια


Στ᾿ Ἀστεῖα Παίζαμε!
Δὲ χάσαμε μόνο τὸν τιποτένιο μισθό μας
Μέσα στὴ μέθη τοῦ παιχνιδιοῦ σᾶς δώσαμε
καὶ τὶς γυναῖκες μας

Τὰ πιὸ ἀκριβὰ ἐνθύμια ποὺ μέσα στὴν κάσα κρύβαμε
Στὸ τέλος τὸ ἴδιο τὸ σπίτι μας μὲ ὅλα τὰ ὑπάρχοντα.
Νύχτες ἀτέλειωτες παίζαμε, μακριὰ ἀπ᾿ τὸ φῶς τῆς ἡμέρας
Μήπως πέρασαν χρόνια; σαπίσαν τὰ φύλλα τοῦ ἡμεροδείχτη
Δὲ βγάλαμε ποτὲ καλὸ χαρτί, χάναμε· χάναμε ὁλοένα
Πῶς θὰ φύγουμε τώρα; ποῦ θὰ πᾶμε; ποιὸς θὰ μᾶς δεχτεῖ;
Δῶστε μας πίσω τὰ χρόνια μας δῶστε μας πίσω
τὰ χαρτιά μας

Κλέφτες!
Στὰ ψέματα παίζαμε!

Σκυφτοί περάσανε…

Σκυφτοί περάσανε και φύγανε, δειλοί, μ’ έναν ίσκιο στα μάτιαΟύτε ένα μαντίλι ανεμίσανε —ξέραμε το χαιρετισμό τους—Η σκόνη μπήκε στα σπίτια μας από τα πέταλα των αλόγωνΦτάνουνε τόσο μικρές οι εποχές που δεν έχουν τον καιρό να φωτίσουν τη σιωπή μας.5Είναι που όλοι οι χειμώνες περάσανε και διαβαστήκαν όλα τα βιβλίαΣαν τις διαβατικές γυναίκες που παραλλάζουνε τ’ όνομα.Εμείς πιστεύουμε εκεί που ένας άλλος θα τ’ απόδιωχνε σαν ένα όνειρο κακόΣα μια νεροποντή που τον βρήκε στη μέση του κάμπουΣα μια φρικτή περιπέτεια που ξεβιδώνει το λογικό του10Η μνήμη τους είναι το πόδι που νοσταλγεί ο ανάπηροςΕίναι η σπασμένη θερμάστρα στο γεναριάτικο δωμάτιοΕίναι τα φύλλα που στοιβάζονται και ξεθωριάζουν στο συρτάρι.Ακούοντας τα παιδιά να τραγουδούν στο δρόμο ξένοιασταΣκεφτόμουν αν αυτό στ’ αλήθεια είναι η προϋπόθεση της γαλήνης15Μιας κάποιας ανάπαυλας με μόνη την ευθύνη της αδιαφορίαςΉ μήπως όταν οι στρατιώτες επιστρέφουνε με τελευταίαν ελπίδαΈνα λευκό σεντόνι χωρίς αίμα, όταν ο ταξιδιώτηςΑκούει τα μακρυσμένα βήματα του γέρικου πιστού του σκύλου.Όμως μια μέρα φτάνουν όλα χωρίς την αρμονία της διαλογής20Δεν προφταίνουμε ν’ αγαπήσουμε έναν άνθρωπο κι ύστερα τον χάνουμεΠεθαίνει μια μέρα και μαθαίνεις το θάνατό του απ’ τις εφημερίδεςΦεύγει —«τέλειωσαν όλα»— κι εσύ δεν έχεις ακόμα γνωρίσει την αρχήΨάχνεις μια θύμηση μαζί του (…το τελευταίο βράδυ που βρεθήκαμε στο καφενείο Φ…)Δεν ξέρεις ποιά ζωή σ’ αξίζει και ταξιδεύεις άσκοπα.25Α! πώς ψεύτισαν όλα! Αφήσανε στους δρόμους τα χαλάσματα δεν τα προσέχει πια κανείςΣέρνονται τα παιδιά ξυπόλυτα ούτε που τα γνωρίζουν οι μανάδεςΣτους τάφους τα λουλούδια μαραθήκανε και τα σαπίζει η βροχήΤα σπίτια χάσκουνε δίχως παράθυρα σαν κρανία ξεδοντιασμέναΔείχνουνε τις πληγές στα στήθια τους και ζητιανεύουν τα κορίτσια30Τα κάρα βούλιαξαν στη λάσπη και πεθάναν οι αμαξάδεςΚι οι μαστροποί ποιητές βουβοί τρέμαν τις νύχτες στα κατώφλια.Μια μέρα φτάνουν όλα χωρίς την αρμονία της διαλογήςΑξίζει τέλος να σταθείς τύψη με τύψη—Και, Θε μου, πόσος λυρισμός μέσα στο ανέκφραστο35Κι είχα μέσα μου ακόμα τόσες εικόνες που ζητούσαΦυλαχτά τόσων πολύτιμων κρυφών αναδρομών—Δεν το ’ξερα πως ήμουν πλασμένος νά ’ρθω μια μέραΠίσω στα σκονισμένα μονοπάτια να κοιτάξω κατάματαΤη φλεγόμενη πόλη τα σωριασμένα κουφάρια στους δρόμους40Να κλάψω κι εγώ για τους ανθρώπους που δε γνώρισαΓια τις πικρές γυναίκες που δε φίλησα ποτέ μουΓια τα σπασμένα χέρια των παιδιών που με κλοτσούσανΝα κάτσω στην πιο μαύρη πέτρα και να σκεπάσωΤο μαραμένο μου πρόσωπο με λιπόσαρκα χέρια45Να μάθω ξένα ονόματα και ξένες προσευχέςΝα κρατήσω σφιχτά στα χέρια μου λίγο χώμα θυσίας.
(Πώς θα ζήσουμε με μια κατάμαυρη σκιά στη θύμηση επάνω;Πώς θα κοιμίσουμε τα είκοσι χρόνια μας στη θάλασσα της λησμονιάς;)Άκουγα πάλι τη φωνή σου όταν γυρνούσα χτες από το πληκτικό νοσοκομείο50Ανάμεσα στα βρόμικα πανιά και στα νερά τα μουχλιασμέναΠλήθος ενέδρες της ζωής παραμονεύουν την πτώση σουΤα ξίφη διασταυρώνονται σε ματωμένες αστραπέςΟ θάνατος είναι κι αυτός μια περασμένη αφήγησηΚι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει.55«Με μια κατάμαυρη σκιά…». Κι εγώ σκεφτόμουνΠεδιάδες με μαύρα άλογα και πλοία λευκά στη θάλασσαΚι εγώ σκεφτόμουν μια φευγαλέα μορφή που μου ’χε γνέψειΔεν ξέρω αν σ’ ένα χαμένο μου όνειρο ή στα παιδικά μου χρόνια.

Ποιητική

— Προδίδετε πάλι την Ποίηση, θα μου πεις,
Την ιερότερη εκδήλωση του Ανθρώπου
Τη χρησιμοποιείτε πάλι ως μέσον, υποζύγιον
Των σκοτεινών επιδιώξεών σας
Εν πλήρη γνώσει της ζημιάς που προκαλείτε
Με το παράδειγμά σας στους νεωτέρους.
— Το τι δεν πρόδωσες εσύ να μου πεις
Εσύ κι οι όμοιοί σου, χρόνια και χρόνια,
Ένα προς ένα τα υπάρχοντά σας ξεπουλώντας
Στις διεθνείς αγορές και τα λαϊκά παζάρια
Και μείνατε χωρίς μάτια για να βλέπετε, χωρίς αφτιά
Ν’ ακούτε, με σφραγισμένα στόματα και δε μιλάτε.
Για ποια ανθρώπινα ιερά μάς εγκαλείτε;
Ξέρω: κηρύγματα και ρητορείες πάλι, θα πεις.
Ε ναι λοιπόν! Κηρύγματα και ρητορείες.
Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις
Να μην τις παίρνει ο άνεμος.


Η ποίηση του Μανώλη Αναγνωστάκη δεν είναι απαισιόδοξη. Όσο κι αν οι στίχοι του φτάνουν κάποτε στην απελπισία, στο βάθος του ορίζοντα διακρίνεται ένα φως που μοιάζει περισσότερο με την αναλαμπή της αυγής και λιγότερο με το λυκόφως. Η δύναμη του ποιητικού του έργου, υπερβαίνοντας τις κομματικές ταμπέλες, κατάφερε να εκφράσει την αβεβαιότητα, την αποξένωση, αλλά και τις ελπίδες μιας ολόκληρης εποχής.
Έφυγε από τη ζωή τα ξημερώματα της 23ης Ιουνίου 2005, καταβεβλημένος από χρόνια αναπνευστικά και καρδιαγγειακά προβλήματα.
 Πηγή:tvxs


Δρόμοι Παλιοί 
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα
κάτω απ' τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ
νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή

Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά
κάμε να σ' ανταμώσω κάποτε φάσμα χαμένο του πόθου μου κι εγώ

Ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ
κρατώντας μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες

Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς να γνωρίζω κανένα
κι ούτε κανένας κι ούτε κανένας με γνώριζε με γνώριζε


Παρασκευή 7 Μαρτίου 2014

7 Μάρτη 1944 Το χρονικό της μάχης της Κοκκινιάς

 Φως της αλήθειας, μάρτυρας των καιρών, δάσκαλος της ζωής είναι η Ιστορία.
Κικέρων, 106-43 π.Χ., Ρωμαίος ρήτορας & πολιτικός




70 χρόνια απ' τη μάχη της Κοκκινιάς...
Το χρονικό της μάχης...

 "Όλοι στην Κοκκινιά περίμεναν ποια θα είναι η απάντηση των Ναζί και των ντόπιων συνεργατών τους μετά από τρεις αποτυχημένες προσπάθειες να εισβάλουν στην πόλη».
Ο ΕΛΑΣ στην Κοκκινιά ήταν σε επιφυλακή και από πολύ αργά το βράδυ οι μαχητές του είχαν λάβει θέση μάχης και περιφρούρησης της πόλης. Η διάταξη των διμοιριών του ΕΛΑΣ ήταν σε σχήμα «Λ». Ξεκινούσαν από το Γ΄ Νεκροταφείο και έφταναν στο Κουτσουκάρι και τα Γερμανικά από τη μία πλευρά, ενώ από την άλλη ξεκινούσαν από το Γ΄ Νεκροταφείο και έφταναν στις εργατικές πολυκατοικίες, την Παιδική Στέγη και τα Άσπρα Χώματα. Η κύρια δύναμη του ΕΛΑΣ έχει οχυρωθεί στη βόρεια πλευρά από το Περιβολάκι (πλατεία Δαβάκη) και είναι το 3ο τάγμα του Γιάννη Πισσάνου. Ακριβώς πίσω από την πλατεία βρίσκεται και η κλινική του Χρυσοχέρη, στην ταράτσα της οποίας είχε στηθεί το οπλοπολυβόλο του ΕΛΑΣ με ευθύνη της διμοιρίας του Κώστα Διαμαντή.
Από τις 5:00 το πρωί υπάρχουν κινήσεις των κατακτητών γύρω από όλη την πόλη. Στις 5:45 περίπου 40 γερμανοτσολιάδες εντοπίζονται στη Θηβών στο ύψος της οδού Καραϊσκάκη. Στις 6:00 το πρωί 4 φορτηγά με Ναζί καταλαμβάνουν τις θέσεις στην πλατεία Κουτσικαρίου και δειλά-δειλά προσπαθούν να μπουν στην Κοκκινιά.

Στις 6:05 ακούγεται η σάλπιγγα του ΕΛΑΣ από το Περιβολάκι, που σημαίνει τη γενική επίθεση του λαϊκού στρατού. Σε κάθε στενό της Κοκκινιάς, γύρω από Περιβολάκι, οι μάχες είναι απερίγραπτες, πολλές φορές σώμα με σώμα. Γίνεται μάχη για την κατάληψη του κάθε δρόμου. Οι θέσεις και οι γωνιές των οικοδομικών τετραγώνων αλλάζουν συνεχώς μεταξύ επιδρομέων και μαχητών του ΕΛΑΣ.
Ο  ΕΛΑΣ αρχίζει να υποχωρεί λόγω έλλειψης πυρομαχικών. Από τη μεριά του Δημαρχείου γερμανοτσολιάδες μπαίνουν στην πόλη. Τους αντιμετωπίζουν μαχητές του 3ου Τάγματος με ένα οπλοπολυβόλο και πέντε χειροβομβίδες που ρίχνει ο Στέλιος Καρδάρας και τους απωθούν πάλι πίσω. Στην διάρκεια της ΕΛΑΣίτικης επίθεσης, πίσω από τον κινηματογράφο  Ορφέα, σκοτώνεται ο ταγματάρχης των γερμανοτσολιάδων Λαζάρου, 8 γερμανοτσολιάδες 3 χωροφύλακες και υπάρχουν 20 τραυματίες. Λάφυρα για τον ΕΛΑΣ μια μοτοσικλέτα και ένα πολυβόλο Τόμσον. Το 2ο Τάγμα του ΕΛΑΣ φυλάει στην οδό Καραϊσκάκη, φαίνεται όμως ότι δεν έχει πυρομαχικά να κρατήσει πολύ ακόμα. Αντέχει μέχρι τις 10:30.

Μέχρι τις 11:00, η αντίσταση του ΕΛΑΣ έχει καμφθεί. Τα πυρομαχικά είναι ελάχιστα. Οι Γερμανοί έχουν καταλάβει τις θέσεις στο περιβολάκι. Την ίδια ώρα, 15 Γερμανοί προσπαθούν να εισβάλλουν από την οδό Καραϊσκάκη οπλισμένοι με όλμους και πολυβόλα. Τους απωθεί το 2ο τάγμα με ελάχιστα πυρομαχικά. Οι πυροβολισμοί του ΕΛΑΣ είναι σποραδικοί για οικονομία πυρομαχικών αφού αυτά έχουν εξαντληθεί.
Στις 11:00 παίρνεται η απόφαση για γενική αντεπίθεση με όσα πυρομαχικά έχουν απομείνει και αν χρειαστεί ακόμα και με πέτρες ή με τα χέρια. Η αντεπίθεση έχει στόχο την πλατεία στο περιβολάκι που έχει καταληφθεί από Ναζί.

Η διμοιρία του Θοδωρή Μπιζάνη μαζί με το Στέλιο Καρδάρα επιτίθεται από την οδό Καραϊσκάκη, η διμοιρία του Μιχάλη Ραφαηλάκη από την οδό Κονδύλη, η διμοιρία του Θωμά Σεβίλια από την οδό Κυδωνιών, από τη μεριά της Λαοδίκειας, και η διμοιρία του «μπάρμπα Γιώργου» από το γήπεδο που γίνονταν η λαϊκή αγορά (πίσω από την εκκλησία της Παναγίτσας).

Γερμανοί έχουν εγκατασταθεί σε κτίριο της οδού Λαμψάκου, παρακολουθούν τη μάχη και με όλμους βάλουν συνεχώς κατά των αντεπιτιθέμενων Κοκκινιωτών.Η αντεπίθεση του ΕΛΑΣ και του λαού της Κοκκινιάς κρατά περίπου μέχρι τις 13:30. Οι Γερμανοί παρά την υπεροπλία τους και τα αρκετά πυρομαχικά αιφνιδιάζονται και σιγά-σιγά αφήνουν τις θέσεις τους. Οπισθοχωρούν συντεταγμένα προς τον Αη Γιώργη του Κορυδαλλού και τον Αη-Γιώργη της Νίκαιας. Εκεί ταμπουρώνονται μέσα στο σχολείο που υπήρχε πάνω από τον Αη-Γιώργη της Νίκαιας (στη συμβολή των οδών Γρεβενών και Ραιδεστού σήμερα).
Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ δεν έχουν καθόλου πυρομαχικά για να αντεπιτεθούν, ενώ ο ανεφοδιασμός από τις γύρω περιοχές είναι αδύνατος αφού η Κοκκινιά έχει κυκλωθεί από περίπου 1800 Ναζί.

Στις μάχες της 7ης Μάρτη σκοτώνεται και ο λοχαγός του ΕΛΑΣ  Γιώργος Βογιατζής και το πτώμα του το κρεμάνε οι ταγματασφαλίτες σε ένα δέντρο στη συμβολή των οδών Ιωνίας και Κασταμονής.

Η σχετική έκθεση του 6ου συντάγματος του ΕΛΑΣ αναφέρει ότι οι εισβολείς είχαν 34 νεκρούς και περισσότερους από 100 τραυματίες, ενώ ο ΕΛΑΣ έχασε 8 παλικάρια και τραυματίστηκαν 20. Η ίδια έκθεση αναφέρει ότι ο οπλισμός που διέθετε ο ΕΛΑΣ και με τον οποίο αντιστάθηκε στις μάχες ήταν 42 περίστροφα, 1 οπλοπολυβόλο με 1300 σφαίρες, 1 πολυβόλο Τόμσον με 50 φυσίγγια και 50 χειροβομβίδες..."

*γερμανοτσολιάδες / ταγματασφαλίτες: ντόπιοι επί πληρωμή συνεργάτες των Ναζί. Τα Τάγματα Ασφαλείας ήταν υπό τις απόλυτες διαταγές των φασιστών. Υπό το πρόσχημα της αποτροπής του κομμουνισμού συμμετείχαν σε πάμπολλες εγκληματικές ενέργειες και έγιναν ιδιαιτέρως μισητοί από την πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Φορούσαν στολή Μακεδονομάχου και γι' αυτό έγιναν γνωστοί ως «Γερμανοτσολιάδες» ή «Ράλληδες».
(Aπό το Χρονικό  Μνήμης του Δήμου Νίκαιας "Τo Μπλόκο της Κοκκινιάς", 2004)
Πηγή: pasamontana, tvxs