Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014

Σοπέν, ένας μεγάλος μουσουργός


Σαν σήμερα 17 Οκτώβρη του 1849 αναχώρησε για το δικό του αστέρι ένας απ' τους αγαπημένους μου  συνθέτες, ένας απ' τους μεγαλυτερους  εκπροσώπους του ρομαντισμού στη μουσική και αναμφίβολα ένας απ' τους μεγαλύτερους πιανίστες. 
Δεν είναι τυχαίο που έχει μείνει γνωστός ως "η ψυχή του πιάνου", ούτε ότι η σύγχρονη κριτική τον έχει τοποθετήσει στους αθάνατους της μουσικής.






Φρεντερίκ Σοπέν (Frédéric François Chopin, κατά προσέγγιση Σοπάν ή στο ΔΦΑfʁedeʁik fʁɑ̃swa ʃɔpɛ̃, στα πολωνικά Fryderyk Franciszek Chopin, 1 Μαρτίου ή 22 Φεβρουαρίου 1810 - 17 Οκτωβρίου 1849) ήταν Γαλλο-Πολωνός συνθέτης, ένας από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους του ρομαντισμού στη μουσική και από τους μεγαλύτερους πιανίστες της εποχής του. Αρκετές συνθέσεις του συγκαταλέγονται στα σημαντικότερα έργα του πιανιστικού ρεπερτορίου.
Βιογραφία
Παιδικά χρόνια
Γεννήθηκε στην Πολωνία το 1810. Οι πληροφορίες για την ημερομηνία γέννησής του δεν είναι ακριβείς: σύμφωνα με κάποιες γεννήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου ή την 1η Μαρτίου, ενώ υπάρχει και η πληροφορία ότι είχε γεννηθεί ένα χρόνο νωρίτερα. Ο ίδιος πάντως ανέφερε ως ημερομηνία γέννησης την 1η Μαρτίου. Ο πατέρας του, Νικολά Σοπέν, ήταν Γάλλος που ζούσε στην Πολωνία από το 1787. Είχε αποκτήσει μάλιστα την πολωνική υπηκοότητα και είχε πάρει μέρος στην εξέγερση του 1794. Στην Πολωνία παρέδιδε μαθήματα γαλλικής γλώσσας. Η μητέρα του συνθέτη, Justyna Krzyżanowska, ήταν Πολωνή.
Ο Φρεντερίκ από μικρός έδειξε το ταλέντο που είχε στη μουσική. Παρακολουθούσε μαθήματα από 6 ετών και όταν ήταν 7 ετών τυπώθηκε η πρώτη του σύνθεση, μιαΠολωνέζα σε σολ ελάσσονα. Σε ηλικία 8 ετών εμφανίστηκε πρώτη φορά δημοσίως ως πιανίστας. Η φήμη του γρήγορα έγινε μεγάλη και στην Βαρσοβία τον θεωρούσαν δεύτερο Μότσαρτ. Ο δάσκαλός της σύνθεσης στο Ωδείο της Βαρσοβίας, Γιόζεφ Έλσνερ, μιλούσε για τις εξαιρετικές ικανότητές του και τη μουσική ιδιοφυΐα του. Το 1829 έδωσε τις πρώτες μεγάλες του συναυλίες στη Βιέννη, και εν τω μεταξύ είχε συνθέσει ήδη μερικά σημαντικά έργα, όπως το κοντσέρτο σε φα ελάσσονα (γνωστό ως 2ο κοντσέρτο), την πρώτη σονάτα για πιάνο (σε ντο ελάσσονα), και κάποιες από τις σπουδές για πιάνο. Το 1830 έφυγε από την Πολωνία για να συνεχίσει τις εμφανίσεις του στη Βιέννη. Μετά την αναχώρησή του ξέσπασε στη χώρα επανάσταση κατά της τσαρικής (ρωσικής) εξουσίας η οποία συνετρίβη και ο συνθέτης δεν μπόρεσε ποτέ να επιστρέψει στην πατρίδα του.
Η ζωή στο Παρίσι
Από το 1831 ζούσε στο Παρίσι, που τότε ήταν επίκεντρο της πνευματικής και καλλιτεχνικής ζωής. Εκεί ζούσαν πολλοί σπουδαίοι συνθέτες, όπως οι Τζοακίνο ΡοσσίνιΦραντς Λιστ και Εκτόρ Μπερλιόζ. Λίγους μήνες μετά την άφιξή του έδωσε το πρώτο του ρεσιτάλ και σταδιακά η φήμη του εξαπλωνόταν. Σύντομα απέκτησε πολλούς μαθητές και τα μαθήματα του προσέφεραν οικονομική άνεση και ασφάλεια. Παρά τη μεγάλη φήμη του όμως απέφευγε τις εμφανίσεις σε μεγάλα ακροατήρια. (Ισχυριζόταν ότι φοβόταν πολύ το κοινό.) Έτσι, στα 18 χρόνια παραμονής στο Παρίσι, έδωσε μόνο 19 ρεσιτάλ. Το 1837 είχε ερωτευτεί μία μαθήτρια πιάνου, την Maria Wodzińska, και είχαν αρραβωνιαστεί, όμως η οικογένεια της κοπέλας διέλυσε τον αρραβώνα, πιθανότατα εξ αιτίας των προβλημάτων υγείας του συνθέτη.
Η σχέση με την Γεωργία Σάνδη
Στο Παρίσι ο Σοπέν συνδεόταν με τον κύκλο του επίσης φημισμένου συνθέτη και πιανίστα Φραντς Λιστ. Στο σπίτι του γνώρισε τη συγγραφέα Γεωργία Σάνδη (ψευδώνυμο της Βαρώνης Aurore Dudevant), 6 χρόνια μεγαλύτερή του. Η πρώτη γνωριμία με την τολμηρή και μάλλον εκκεντρική συγγραφέα (κάπνιζε και φορούσε αντρικά ρούχα) του είχε προκαλέσει αρνητική εντύπωση και είχε σχολιάσει επικριτικά τη συμπεριφορά και την εμφάνισή της. Από το 1838 όμως ξεκίνησε η σχέση τους, που κράτησε 9 χρόνια.
Το 1838-9 το ζευγάρι έζησε για λίγους μήνες στη Μαγιόρκα, στο ερημωμένο Μοναστήρι Valldemossa. Η Γεωργία Σάνδη πήγε εκεί γιατί το κλίμα θα βοηθούσε τον γιό της Μωρίς να ξεπεράσει κάποια προβλήματα υγείας και ο συνθέτης την ακολούθησε πιστεύοντας ότι εκεί θα βελτιωνόταν και η δική του υγεία (έπασχε από φυματίωση). Το κλίμα της περιοχής όμως δεν τον βοήθησε, και επιπλέον έπρεπε να αντιμετωπίσουν και την αρνητική στάση των ντόπιων απέναντι στο ανύπαντρο ζευγάρι. Έτσι σύντομα εγκατέλειψαν την Ισπανία και επέστρεψαν στη Γαλλία, όπου ζούσαν κατά διαστήματα στο Παρίσι και στη Νοάν (Nohant), στην κατοικία της Γεωργίας Σάνδη.
Οι σχέσεις τους σταδιακά άρχισαν να ψυχραίνονται και το ζευγάρι χώρισε το 1847. Ο λόγος του χωρισμού, όπως προκύπτει από επιστολή της Σάνδη προς τον Σοπέν η οποία ανακαλύφθηκε το 1950, είναι ότι ο συνθέτης υποστήριξε την κόρη της Γεωργίας Σάνδη, Σολάνζ, σε έντονη διαμάχη που είχε με τη μητέρα της επειδή είχε αρραβωνιαστεί κρυφά.
Τελευταία χρόνια
Από εκείνη τη χρονιά η υγεία του επιδεινώθηκε. Το 1848 έζησε για μεγάλο διάστημα στην Αγγλία και τη Σκωτία για ρεσιτάλ, κατόπιν πρόσκλησης της μαθήτριάς του Τζέιν Στέρλινγκ. Όταν επέστρεψε στο Παρίσι η υγεία του ήταν σε πολύ χειρότερη κατάσταση και τα οικονομικά του μέσα περιορισμένα.
Πέθανε στο Παρίσι το 1849, μετά από χρόνια φυματίωση. Ενδέχεται όμως ο θάνατός του να οφείλεται σε καρδιακό νόσημα. Κηδεύτηκε στο Παρίσι και από το Κοιμητήριο Περ Λασαίζ, όμως κατόπιν δικής του επιθυμίας η καρδιά του μεταφέρθηκε στην Πολωνία, όπου φυλάσσεται μέχρι και σήμερα.
Έργο
Το έργο του Σοπέν προορίζεται αποκλειστικά για πιάνο, με εξαίρεση μερικά έργα μουσικής κοντσερτάντε για πιάνο και ορχήστρα, ένα τρίο για πιάνο, βιολί και βιολοντσέλο, μερικά έργα για πιάνο και βιολοντσέλο και ορισμένα τραγούδια για φωνή και πιάνο. Αρκετά από τα έργα του είναι πολύ απαιτητικά δεξιοτεχνικά, όπως οι Μπαλάντες και τα Σκέρτσι, αλλά αυτό που προέχει δεν είναι η δεξιοτεχνία αλλά ο μελωδικός χαρακτήρας. Μάλιστα έχει επισημανθεί ότι η δομή των μουσικών φράσεων είναι τέτοια, σαν να επρόκειτο να ερμηνευθούν από τραγουδιστή. Παράλληλα όμως με την ανεξάντλητη μελωδική του ευρηματικότητα, ο Σοπέν είχε μια πολύ αναπτυγμένη αρμονική φαντασία, ένα στοιχείο της τέχνης του που συχνά διαφεύγει της προσοχής των μουσικόφιλων.
Ο Σοπέν αξιοποίησε τους παραδοσιακούς χορούς της πατρίδας του, τις Πολωνέζες και τις Μαζούρκες, αλλά τα δικά του έργα δεν προορίζονται για χορό, αφού είναι πολύ γρήγορα και δεξιοτεχνικά. Το ίδιο ισχύει και για τα Βαλς του: είναι ευχάριστα κομμάτια σαλονιού, που προορίζονται για διασκέδαση.
Μερικά από τα 24 Πρελούδια τα συνέθεσε κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Μαγιόρκα. Το πιο διάσημο από αυτά είναι το 15ο, το πρελούδιο "της σταγόνας της βροχής". Λέγεται ότι το συνέθεσε ένα βράδυ με έντονη κακοκαιρία, που περίμενε με αγωνία τη Σάνδη και τον γιό της, οι οποίοι είχαν καθυστερήσει να φτάσουν λόγω των καιρικών συνθηκών. Ωστόσο αυτού του είδους οι ιστορίες σχετικά με τα έργα του Σοπέν μάλλον πρέπει να τοποθετηθούν στον χώρο της μυθοπλασίας.
Ξεχωριστές είναι και οι 24 σπουδές για πιάνο: εκτός από τις τεχνικές απαιτήσεις τους, είναι και αξιόλογα μουσικά κομμάτια που μπορούν να ερμηνευθούν σε συναυλίες. Αυτό δεν ήταν συνηθισμένο προηγουμένως, για παράδειγμα στις σπουδές του Καρλ Τσέρνυ και του Κράμερ το ενδιαφέρον είναι καθαρά παιδαγωγικό. Από την εποχή του Σοπέν όμως και μετά πολλοί συνθέτες παρουσίασαν αντίστοιχα έργα αξιώσεων, όπως οι Φραντς Λιστ, Κλωντ Ντεμπυσσύ και Αλεξάντρ Σκριάμπιν.
Οι Σονάτες του Σοπέν δεν ακολουθούν την παράδοση του βιεννέζικου Κλασικισμού. Οι κριτικοί της εποχής μάλιστα παρατηρούσαν ότι μάλλον δεν γνώριζε καλά τη φόρμα του είδους, η αλήθεια όμως είναι ότι πιθανότατα δεν θα ήθελε ο ίδιος να τηρήσει την αυστηρή φόρμα. Εξ άλλου προτιμούσε κομμάτια σε ελεύθερες φόρμες όπως οι Μπαλάντες και τα Σκέρτσι. Ήταν μάλιστα ο πρώτος που παρουσίασε Σκέρτσο ως αυτόνομο κομμάτι.
Τα Κοντσέρτα του για πιάνο και ορχήστρα είναι έργα στα οποία κυριαρχεί το πιάνο και η ορχήστρα έχει δευτερεύοντα ρόλο (παρουσιάζει την εισαγωγή, τα συνδετικά μέρη και το κλείσιμο). Στα σημεία που εμφανίζεται το πιάνο ο ρόλος της ορχήστρας είναι καθαρά συνοδευτικός.
Πηγή:http://el.wikipedia.org/


Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2014

Ο λόγος του Γέρου του Μοριά στους νέους

Ήταν 7 Οκτώβρη του 1838 όταν ο Γέρος του Μοριά επισκέπτεται το Βασιλικό Γυμνάσιο της Αθήνας, το σημερινό δηλαδή 1ο Πρότυπο Πειραματικό Γυμνάσιο και παρακολουθεί την διδασκαλία του γυμνασιάρχη Γενναδίου,   για τον Θουκυδίδη. Ο Γέρος του Μοριά εντυπωσιάζεται απ' τη διδασκαλία του Γενναδίου και εκφράζει  την επιθυμία να μιλήσει κι αυτός στα παιδιά. Η πρότασή του γίνεται αμέσως αποδεκτή αλλά επειδή ο χώρος στο γυμνάσιο ήταν στενός και πολλοί οι μαθητές, η ομιλία του Γέρου του Μοριά ορίζεται για την επόμενη μέρα, στις 8 Οκτώβρη στην Πνύκα. Όπως ήταν φυσικό, το γεγονός αυτό μαθεύτηκε αμέσως και άρχισε η Πνύκα να κατακλύζεται  από πλήθος κόσμου. Θορυβημένοι οι κύριοι...κύριοι του καθεστώτος στέλνουν, καθόλου πρωτότυπο, ένα... σμήνος από χωροφυλάκους. Φοβόντουσαν ότι η ομιλία αυτή του Γέρου του Μοριά ήταν αντικαθεστωτική. Χρειάστηκε η διαβεβαίωση του γυμνασιάρχη Γενναδίου ότι η ομιλία αυτή ήταν μια απλή αθώα πράξη για να πεισθούν οι κύριοι καθεστωτικοί και ν΄αποχωρήσουν οι χωροφύλακες. Άλλωστε, η δυναστεία δεν κινδύνευε απ' τη στιγμή που ο Γέρος του Μοριά τα είχε βρει με τον Όθωνα, κατέχοντας μάλιστα και το αξίωμα του Συμβούλου της Επικρατείας....
Ιδού ο ιστορικός  και συνάμα διαχρονικός λόγος του Γέρου του Μοριά στους νέους της εποχής...
Παιδιά μου!
Εἰς τὸν τόπο τοῦτο, ὀποῦ ἐγὼ πατῶ σήμερα, ἐπατούσαν καὶ ἐδημηγοροῦσαν τὸν παλαιὸ καιρὸ ἄνδρες σοφοί, καὶ ἄνδρες μὲ τοὺς ὁποίους δεν εἶμαι ἄξιος νὰ συγκριθῶ καὶ οὔτε να φθάσω τὰ ἴχνη τῶν.
Ἐγὼ ἐπιθυμοῦσα να σᾶς ἴδω, παιδιά μου, εἰς τὴν μεγάλη δόξα τῶν προπατόρων μας, καὶ ἔρχομαι να σᾶς εἴπω, ὅσα εἰς τὸν καιρὸ τοῦ ἀγῶνος μας καὶ πρὸ αὐτοῦ καὶ ὕστερα ἀπ’ αὐτὸν ὁ ἴδιος ἐπαρατήρησα, καὶ ἀπ’ αὐτὰ να κάμομε συμπερασμοὺς καὶ διὰ τὴν μέλλουσαν εὐτυχίαν σας, μολονότι ὁ Θεὸς μόνος ἠξεύρει τὰ μέλλοντα.
Καὶ διὰ τοὺς παλαιοὺς Ἕλληνας, ὁποίας γνώσεις εἴχαν καὶ ποία δόξα καὶ τιμὴν ἔχαιραν κοντὰ εἰς τὰ ἄλλα ἔθνη τοῦ καιροῦ των, ὁποίους ἥρωας, στρατηγούς, πολιτικοὺς εἴχαν, διὰ ταῦτα σᾶς λέγουν καθ’ ἡμέραν οἱ διδάσκαλοι σᾶς καὶ οἱ πεπαιδευμένοι μας. Ἐγὼ δεν εἶμαι ἀρκετός. Σᾶς λέγω μόνον πὼς ἤταν σοφοί, καὶ ἀπὸ ἔδω ἐπῆραν καὶ ἐδανείσθησαν τὰ ἄλλα ἔθνη τὴν σοφίαν τῶν.
Εἰς τὸν τόπον, τὸν ὁποῖον κατοικοῦμε, ἐκατοικούσαν οἱ παλαιοὶ Ἕλληνες, ἀπὸ τοὺς ὁποίους καὶ ἡμεῖς καταγόμεθα καὶ ἐλάβαμε τὸ ὄνομα τοῦτο. Αὐτοὶ διέφεραν ἀπὸ ἡμᾶς εἰς τὴν θρησκείαν, διότι ἐπροσκυνούσαν τες πέτρες καὶ τὰ ξύλα. Ἀφ’ οὐ ὕστερα ἦλθε στὸν κόσμο ὁ Χριστός, οἱ λαοὶ ὅλοι ἐπίστευσαν εἰς τὸ Εὐαγγέλιό του, καὶ ἔπαυσαν να λατρεύουν τὰ εἴδωλα. Δεν ἐπῇρε μαζὶ τοῦ οὔτε σοφοὺς οὔτε προκομμένους ἀλλ’ ἁπλούς ἀνθρώπους, χωρικοὺς καὶ ψαράδες, καὶ μὲ τὴ βοήθειᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔμαθαν ὄλες τες γλῶσσες τοῦ κόσμου, οἱ ὁποῖοι, μολονότι ὅπου καὶ ἂν ἔβρισκαν ἐναντιότητας καὶ οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ τύραννοι τοὺς κατέτρεχαν, δεν ἠμπόρεσε κανένας να τοὺς καμεὶ τίποτα. Αὐτοὶ ἐστερέωσαν τὴν πίστιν.
Οἱ παλαιοὶ Ἕλληνες, οἱ πρόγονοι μας, ἔπεσαν εἰς τὴν διχόνοιαν καὶ ἐτρώγονταν μεταξὺ τοὺς, καὶ ἔτσι ἔλαβαν καιρὸ πρώτα οἱ Ῥωμαῖοι, ἔπειτα ἄλλοι βάρβαροι καὶ τοὺς ὑπόταξαν. Ὕστερα ἤλθαν οἱ Μουσουλμάνοι καὶ ἔκαμαν ὅ,τι ἠμπορούσαν, διὰ να ἀλλάξει ὁ λαὸς τὴν πίστιν του. Ἔκοψαν γλῶσσες εἰς πολλοὺς ἀνθρώπους, ἀλλ’ ἐστάθη ἀδύνατο να τὸ κατορθώσουν. Τὸν ἔναν ἔκοπταν, ὁ ἄλλος τὸ σταυρὸ τοῦ ἔκαμε. Σὰν εἶδε τοῦτο ὁ σουλτάνος, διόρισε ἕνα βιτσερὲ (ἀντιβασιλέα), ἔναν πατριάρχη, καὶ τοῦ ἔδωσε τὴν ἐξουσία τῆς ἐκκλησίας. Αὐτὸς καὶ ὁ λοιπὸς κλῆρος ἔκαμαν ὅ,τι τοὺς ἔλεγε ὁ σουλτάνος. Ὕστερον ἔγιναν οἱ κοτζαμπάσηδες (προεστοί) εἰς ὅλα τὰ μέρη. Ἡ τρίτη τάξις, οἱ ἔμποροι καὶ οἱ προκομμένοι, τὸ καλύτερο μέρος τῶν πολιτῶν, μὴν ὑποφέροντες τὸν ζυγὸ ἔφευγαν, καὶ οἱ γραμματισμένοι ἐπῆραν καὶ ἔφευγαν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, τὴν πατρίδα των, καὶ ἔτσι ὁ λαός, ὅστις στερημένος ἀπὸ τὰ μέσα τῆς προκοπῆς, ἐκατήντησεν εἰς ἀθλίαν καταστάσῃ, καὶ αὐτὴ αὔξαινε κάθε ἥμερα χειρότερα, διότι, ἂν εὑρίσκετο μεταξὺ τοῦ λαοῦ κανεὶς μὲ ὀλίγην μαθήση, τὸν ἐλάμβανε ὁ κλῆρος, ὅστις ἔχαιρε προνόμια, ἤ ἐσύρετο ἀπὸ τὸν ἔμπορο τῆς Εὐρώπης ὡς βοηθὸς τοῦ ἢ ἐγίνετο γραμματικὸς τοῦ προεστού. Καὶ μερικοὶ μὴν ὑποφέροντες τὴν τυραννίαν τοῦ Τούρκου καὶ βλέποντας τὲς δόξες καὶ τες ἠδονὲς ὅπου ἀνελάμβαναν αὐτοί, ἄφηναν τὴν πίστη τοὺς καὶ ἐγίνοντο Μουσουλμάνοι. Καὶ τοιουτοτρόπως κάθε ἡμέρα ὁ λαὸς ἐλίγνευε καὶ ἐπτώχαινε.
Εἰς αὐτὴν τὴν δυστυχισμένη καταστάσῃ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς φυγάδες γραμματισμένους ἐμετέφραζαν καὶ ἔστελναν εἰς τὴν Ἑλλάδα βιβλία καὶ εἰς αὐτοὺς πρέπει να χρωστοῦμε εὐγνωμοσύνη, διότι εὐθὺς ὅπου κανένας ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ λαὸ ἐμάνθανε τὰ κοινὰ γράμματα, ἐδιάβαζεν αὐτὰ τὰ βιβλία καὶ ἔβλεπε ποίους εἴχαμε προγόνους, τὶ ἔκαμεν ὁ Θεμιστοκλῆς, ὁ Ἀριστείδης καὶ ἄλλοι πολλοὶ παλαιοὶ μας, καὶ ἐβλέπαμε καὶ εἰς ποίαν καταστάσῃ εὑρισκόμεθα τότε. Ὅθεν μας ἦλθεν εἰς τὸ νοῦ να τοὺς μιμηθοῦμε καὶ να γίνουμε εὐτυχέστεροι. Καὶ ἔτσι ἔγινε καὶ ἐπροόδευσεν ἡ Ἑταιρεία.
Ὅταν ἀποφασίσαμε να κάμομε τὴν Ἐπανάσταση, δεν ἐσυλλογισθήκαμε οὔτε πόσοι εἴμεθα οὔτε πὼς δεν ἔχομε ἅρματα οὔτε ὅτι οἱ Τούρκοι ἐβαστούσαν τὰ κάστρα καὶ τάς πόλεις οὔτε κανένας φρόνιμος μᾶς εἶπε: “ ποῦ πάτε ἔδω να πολεμήσετε μὲ σιταροκάραβα βατσέλα;”, ἀλλὰ ὡς μία βροχὴ ἔπεσε εἰς ὅλους μας ἡ ἐπιθυμία τῆς ἐλευθερίας μας, καὶ ὅλοι, καὶ ὁ κλῆρος μας καὶ οἱ προεστοὶ καὶ οἱ καπεταναίοι καὶ οἱ πεπαιδευμένοι καὶ οἱ ἔμποροι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ὅλοι, ἐσυμφωνήσαμε εἰς αὐτὸ τὸ σκοπὸ καὶ ἐκάμαμε τὴν Ἐπανάσταση.
Εἰς τὸν πρῶτο χρόνο τῆς Ἐπαναστάσεως εἴχαμε μεγάλη ὁμόνοια καὶ ὅλοι ἐτρέχαμε σύμφωνοι. Ὁ ἔνας ἐπῆγεν εἰς τὸν πόλεμο, ὁ ἀδελφὸς τοῦ ἔφερνε ξύλα, ἡ γυναῖκα τοῦ ἐζύμωνε, τὸ παιδὶ τοῦ ἐκουβαλοῦσε ψωμὶ καὶ μπαρουτόβολα εἰς τὸ στρατόπεδον καὶ ἐὰν αὐτὴ ἡ ὁμόνοια ἐβαστοῦσε ἀκόμη δύο χρόνους, ἠθέλαμε κυριεύσει καὶ τὴν Θεσσαλία καὶ τὴν Μακεδονία καὶ ἴσως ἐφθάναμε καὶ ἕως τὴν Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τοὺς Τούρκους, ὀποῦ ἄκουγαν Ἕλληνα καὶ ἔφευγαν χίλια μίλια μακρά. Ἑκατὸν Ἕλληνες ἔβαζαν πέντε χιλιάδες ἐμπρός, καὶ ἕνα καράβι μίαν ἁρμάδα. Ἀλλὰ δεν ἐβάσταξε!.
Ἤλθαν μερικοὶ καὶ ἠθέλησαν να γένουν μπαρμπέρηδες εἰς τοῦ κασίδη τὸ κεφάλι. Μας πονοῦσε τὸ μπαρμπέρισμα τοὺς. Μὰ τὶ να κάμομε; Εἴχαμε καὶ αὐτουνὼν τὴν ἀνάγκη. Ἀπὸ τότε ἤρχισεν ἡ διχόνοια καὶ ἐχάθη ἡ πρώτη προθυμία καὶ ὁμόνοια. Καὶ ὅταν ἔλεγες τὸν Κώστα να δώσει χρήματα διὰ τάς ἀνάγκας τοῦ ἔθνους ἤ να ὑπάγει εἰς τὸν πόλεμο, τοῦτος ἐπρόβαλλε τὸν Γιάννη. Καὶ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο κανεὶς δεν ἤθελε οὔτε να συνδράμει οὔτε να πολεμήσει. Καὶ τοῦτο ἐγίνετο, ἐπειδὴ δεν εἴχαμε ἕνα ἀρχηγὸ καὶ μίαν κεφαλή. Ἀλλὰ ἔνας ἔμπαινε πρόεδρος ἕξι μῆνες, ἐσηκώνετο ὁ ἄλλος καὶ τὸν ἔριχνε καὶ ἐκάθετο αὐτὸς ἄλλους τόσους, καὶ ἔτσι ὁ ἔνας ἤθελε τοῦτο καὶ ὁ ἄλλος τὸ ἄλλο. Ἴσως ὅλοι ἠθέλαμε τὸ καλό, πλὴν καθένας κατὰ τὴν γνώμη του. Ὅταν προστάζουνε πολλοί, ποτὲ τὸ σπίτι δεν χτίζεται οὔτε τελειώνει. Ὁ ἔνας λέγει ὅτι ἡ πόρτα πρέπει να βλέπει εἰς τὸ ἀνατολικὸ μέρος, ὁ ἄλλος εἰς τὸ ἀντικρινὸ καὶ ὁ ἄλλος εἰς τὸν Βορέα, σὰν να ἦτον τὸ σπίτι εἰς τὸν ἀραμπὰ καὶ να γυρίζει, καθὼς λέγει ὁ καθένας. Μὲ τοῦτο τὸν τρόπο δεν κτίζεταί ποτέ τὸ σπίτι, ἀλλὰ πρέπει να εἶναι ἔνας ἀρχιτέκτων, ὀποῦ νὰ προστάζει πώς θὰ γένει. Παρομοίως καὶ ἡμεῖς ἐχρειαζόμεθα ἔναν ἀρχηγὸ καὶ ἔναν ἀρχιτέκτονα, ὅστις νὰ προστάζει καὶ οἱ ἄλλοι να ὑπακούουν καὶ νὰ ἀκολουθοῦν. Ἀλλ’ ἐπειδὴ εἴμεθα εἰς τέτοια καταστάσῃ, ἐξ αἰτίας τῆς διχονοίας, μας ἔπεσε ἡ Τουρκιὰ ἐπάνω μας καὶ κοντέψαμε να χαθοῦμε, καὶ εἰς τοὺς στερνοὺς ἑπτὰ χρόνους δὲν κατορθώσαμε μεγάλα πράγματα.
Εἰς αὐτὴ τὴν καταστάση ἔρχεται ὁ βασιλεύς, τὰ πράγματα ἠσυχάζουν καὶ τὸ ἐμπόριο καὶ ἡ γεωργία καὶ οἱ τέχνες ἀρχίζουν να προοδεύουν καὶ μάλιστα ἡ παιδεία. Αὐτὴ ἡ μάθησις θὰ μας αὐξήσει καὶ θὰ μας εὐτυχήσει. Ἀλλὰ διὰ να αὐξήσομεν, χρειάζεται καὶ ἡ στερέωσις τῆς πολιτείας μας, ἡ ὁποία γίνεται μὲ τὴν καλλιέργεια καὶ μὲ τὴν ὑποστήριξη τοῦ Θρόνου. Ὁ βασιλεὺς μας εἶναι νέος καὶ συμμορφώνεται μὲ τὸν τόπο μας, δεν εἶναι προσωρινός, ἀλλ’ ἡ βασιλεῖα του εἶναι διαδοχικὴ καὶ θὰ περάσει εἰς τὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν του, καὶ μὲ αὐτὸν κι ἐσείς καὶ τὰ παιδιὰ σᾶς θὰ ζήσετε. Πρέπει να φυλάξετε τὴν πιστὴ σας καὶ να τὴν στερεώσετε, διότι, ὅταν ἐπιάσαμε τὰ ἅρματα εἴπαμε πρῶτα ὑπὲρ πίστεως καὶ ἔπειτα ὑπὲρ πατρίδος. Ὅλα τὰ ἔθνη τοῦ κόσμου ἔχουν καὶ φυλάττουν μία Θρησκεία. Καὶ αὐτοί, οἱ Ἑβραῖοι, οἱ ὁποῖοι κατατρέχοντο καὶ μισοῦντο καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη, μένουν σταθεροὶ εἰς τὴν πιστὴ τους.
Να μὴν ἔχετε πολυτέλεια, να μὴν πηγαίνετε εἰς τοὺς καφενέδες καὶ τὰ μπιλιάρδα. Να δοθεῖτε εἰς τάς σπουδὰς σας καὶ καλύτερα να κοπιάσετε ὀλίγον, δύο καὶ τρεῖς χρόνους καὶ να ζήσετε ἐλεύθεροι εἰς τὸ ἐπίλοιπο τῆς ζωῆς σας, παρὰ να περάσετε τέσσαρους – πέντε χρόνους τῇ νεότητα σας, καὶ να μείνετε ἀγράμματοι. Να σκλαβωθεῖτε εἰς τὰ γράμματά σας. Να ἀκούετε τάς συμβουλὰς τῶν διδασκάλων καὶ γεροντοτέρων, καὶ κατὰ τὴν παροιμία, “ μύρια ἤξευρε καὶ χίλια μάθαινε”. Ἡ προκοπὴ σας καὶ ἣ μαθήσή σας να μὴν γίνει σκεπάρνι μόνο διὰ τὸ ἄτομό σας, ἀλλὰ να κοιτάζῃ τὸ καλὸ τῆς κοινότητος, καὶ μέσα εἰς τὸ καλὸ αὐτὸ εὑρίσκεται καὶ τὸ δικὸ σας.
Ἐγώ, παιδιά μου, κατὰ κακή μου τύχη, ἐξ αἰτίας τῶν περιστάσεων, ἔμεινα ἀγράμματος, καὶ διὰ τοῦτο σᾶς ζητῶ συγχωρήση, διότι δεν ὁμιλῶ καθὼς οἱ δάσκαλοί σας. Σᾶς εἶπα ὅσα ὁ ἴδιος εἴδα, ἤκουσα καὶ ἐγνώρισα, διὰ να ὠφεληθεῖτε ἀπὸ τὰ περασμένα καὶ ἀπὸ τὰ κακὰ ἀποτελέσματα τῆς διχονοίας, τὴν ὁποίαν να ἀποστρέφεστε, καὶ να ἔχετε ὁμόνοια.
Ἐμᾶς μὴ μᾶς τηράτε, πλέον. Τὸ ἔργο μας καὶ ὁ καιρὸς μας ἐπέρασε. Καὶ αἱ ἡμέραι τῆς γενεᾶς, ἡ ὁποία σᾶς ἄνοιξε τὸ δρόμο, θέλουν μετ’ ὀλίγον περάσει. Τὴν ἡμέρα τῆς ζωῆς μας θέλει διαδεχθεὶ ἡ νύκτα καὶ ἡ αὐριανὴ ἥμερα. Εἰς ἐσὰς μένει να ἰσάσετε καὶ να στολίσετε τὸν τόπο, ὀποῦ ἡμεῖς ἐλευθερώσαμε καὶ διὰ να γίνει τοῦτο πρέπει να ἔχετε ὡς θεμέλια τῆς πολιτείας τὴν ὁμόνοια, τὴν θρησκεία, τὴν καλλιέργεια τοῦ θρόνου καὶ τὴν φρόνιμον ἐλευθερία!
Τελειώνω το λόγο μου. Ζήτω ο Βασιλεύς μας Όθων! Ζήτω οι σοφοί διδάσκαλοι! Ζήτω η Ελληνική Νεολαία!