Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2014

Όταν η ιστορία φωτογραφίζεται από τα κάτω:l΄Humanite,1950-1990


Ένα μικρό κορίτσι γράφει ένα σύνθημα για το τέλος του πολέμου στην Αλγερία

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 μέχρι τα τέλη του της δεκαετίας του 1990, περίπου 5.000 άτομα συμμετείχαν σ’ένα δίκτυο εθελοντών ανταποκριτών που φωτογράφιζαν για την l’Humanité (Ουμανιτέ), την εφημερίδα επίσημο όργανο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γαλλίας εκείνη την περίοδο, διαδηλώσεις, απεργίες, συνθήματα στους δρόμους αλλά και στιγμές της καθημερινής ζωής.
Πρόδρομος της δημοσιογραφίας των πολιτών

Ήδη από τη δεκαετία του 1920, η l’Humanité, ακολουθώντας το παράδειγμα της Pravda, είχε συγκροτήσει ένα δίκτυο εθελοντών δημοσιογράφων προκειμένου να παρακάμψει τα ειδησεογραφικά πρακτορεία και να δημοσιεύσει ειδήσεις, κυρίως για τοπικές κινητοποιήσεις, οι οποίες είτε δεν έφταναν ποτέ στο Παρίσι, είτε επίτηδες αποσιωπούνταν.

Νεαρή γυναίκα στο μπαλκόνι

«Καταγράψτε την εποχή σας»

Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, όταν η αγορά μιας φωτογραφικής μηχανής έγινε πιο προσιτή και η χρήση της απλοποιήθηκε, η εφημερίδα αποφάσισε να δημιουργήσει ένα τμήμα μη επαγγελματιών ανταποκριτών φωτογράφων. Για αυτό το λόγο οργάνωσε νυχτερινά σεμινάρια – ανοιχτά και σε μη μέλη του ΚΚΓ – στα οποία δίδαξαν σημαντικοί φωτογράφοι όπως οι Robert Doisneau, Paul Amlassy, Jean-Marie Baufle, Guy Le Querrec.

Διαδήλωση της 1ης Μαΐου

Οι ανταποκριτές δήλωσαν «παρών» και φωτογράφισαν κάθε είδους κινητοποίηση. Όπως αναφερόταν χαρακτηριστικά στις σελίδες του ενημερωτικού δελτίου Correspondant H με ημερομηνία 16 Απριλίου 1974 : « Να είστε με τις φωτογραφικές μηχανές σας παντού όπου εκφράζεται και αγωνίζεται ο άνθρωπος της εποχής μας. Αυτό σημαίνει φωτογραφία...».

Οι εικόνες τους μάς αποκαλύπτουν επίσης πλευρές της ζωής για τις οποίες ο φακός των επαγγελματιών φωτογράφων συνήθως αδιαφορεί: σκηνές από την καθημερινότητα, από εκδηλώσεις τοπικών συλλόγων, από αθλητικούς αγώνες, από καιρικά φαινόμενα ακόμα και από τροχαία ατυχήματα. Αφηγούνται έτσι με μοναδικό τρόπο πως μεταβλήθηκαν σταδιακά το αστικό περιβάλλον, οι καθημερινές συνήθειες και οι μορφές κοινωνικής πάλης στη μεταπολεμική Γαλλία.

Απεργία εργαζομένων στην εταιρεία Rateau

Συλλογικό βλέμμα

Στην έκθεση με τίτλο Συλλογικό βλέμμα, η οποία παρουσιάστηκε στη γιορτή της l’Humanité στο Παρίσι από τις 14 έως τις 16 Σεπτεμβρίου, είδαμε μια επιλογή 66 φωτογραφιών. Την επιστημονική επιμέλεια της έκθεσης είχαν οι Thierry Bonzon, Vincent Lemire Maud Chirio, και Angelos Dalachanis ιστορικοί του πανεπιστημίου Paris-Est Marne-la-Vallée. Ένα μέρος του φωτογραφικού αρχείου, το οποίο αριθμεί συνολικά περισσότερα από 35.000 κλισέ, είναι προσβάσιμο μέσω της ιστοσελίδας:http://acp-regardcollectif.univ-mlv.fr

Boulevard du Temple: Παρακολουθώντας μια διαδήλωση

Της Ευθυμίας Μακρίδου για το alterthess.gr 
Κατηγορία άρθρου:


Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014

ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΕΙΣ ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ,ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

Ένα πρωί στο γραφείο μια δυσάρεστη έκπληξη περίμενε την Τζίνα. Η Μαρία η συνάδελφος της είχε κάνει απόπειρα αυτοκτονίας. Όλοι ήταν αναστατωμένοι.Το κουτσομπολιό είχε πάρει διαστάσεις αηδίας. «Τα έμαθες;» της είπε με πικρόχολο χαμόγελο η Ντίνα η coffe woman, καθώς περνούσε από το γραφείο της. «Η Μαρία τάπαιξε και έκανε απόπειρα. λέγονται διάφορα. Εσύ ξέρεις κάτι;»
«Ναι ξέρω» απάντησε η Τζίνα. Η Ντίνα πάτησε απότομο φρένο. Καρφώθηκε στη θέση της  χύνοντας με το φρενάρισμα τουλάχιστον δύο από τους καφέδες μέσα στο δίσκο.
«Τι έγινε δηλαδή; Γιατί αυτοκτόνησε;» τη ρωτάει έτοιμη να λιποθυμήσει από περιέργεια.
«Ποιος;» απαντάει η Τζίνα.
«Με δουλεύεις; Τώρα δεν είπες ότι ξέρεις;»
«Ναι, είπα ότι ξέρω»
«Ε, λοιπόν; Θα μου πεις;»
«Έμαθα» λέει η Τζίνα κοιτάζοντάς την κατευθείαν στα μάτια, «ότι μιλάς πολύ. Τόσο πολύ που μας τάχεις ζαλίσει εδώ μέσα. Άντε πούλα κανένα καφεδάκι και άσε το μπλα μπλα, γιατί θα  πίνεις μόνη στο σπίτι τους καφέδες σου αν συνεχίσεις έτσι. Το κατάλαβες;»
Η Ντίνα την κοίταξε με κακία. Κάτι μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της κι εξαφανίστηκε. Η Τζίνα έμεινε χωρίς καφέ όλη τη μέρα.

Το απόγευμα μετά τη δουλειά πήγε κατευθείαν στο Γενικό Κρατικό όπου έμαθε ότι ήταν η Μαρία.
Με την Μαρία η Τζίνα είναι στο ίδιο γραφείο χρόνια. Ασχολείται κυρίως με το αρχείο, αλλά πάντα είναι πρόθυμη να κάνει ο,τιδήποτε της ζητήσει κάποιος. Ένα καλόκαρδο κορίτσι που δεν έχει ακόμα παντρευτεί  και αυτό είναι το μαράζι της οικογένειας και το δικό της.
Εδώ και τρις μήνες είχε γνωρίσει έναν Δημήτρη αρχιτέκτονα.
Ο Δημήτρης καλό παιδί, και κυρίως, με «οικονομική ευμάρεια» όπως λέει ο γραφικός κυρ Τάσος ο μπαμπάς της Μαρίας.
Η Οικογένεια της ήταν ενθουσιασμένη με τη σχέση αυτή, κι η Μαρία  λίαν ερωτευμένη. Όλα καλά ως εδώ.
Πριν μερικές μέρες εξομολογήθηκε στην Τζίνα ότι έχει ένα πρόβλημα με το  Δημήτρη.
«Ξέρεις βρε Τζίνα. Πώς να σου το πω; Ντρέπομαι. Αλλά να, ακόμα δεν μου έχει ζητήσει να κάνουμε σεξ. Είναι κακό αυτό;» της είπε και το βλέμμα της σκοτείνιασε.
«Βρέ Μαράκι κακό δεν είναι, αλλά όχι φυσιολογικό. Έχεις αντιληφθεί κάτι περίεργο στη συμπεριφορά του;»
«Τι να αντιληφθώ βρε Τζίνα. Μήπως έχω τη μεγάλη πείρα στο σεξ; Αράχνες έχει πιάσει το φουκαριάρικο», αστειεύτηκε δείχνοντας το «περι ού ο λόγος».
«Ρε συ δεν υπάρχει πείρα στο σεξ.»
«Υπάρχει αλλά εγώ δεν..» είπε με πικραμένο ύφος η Μαρία.
«Παιδάκι μου το σεξ είναι μια φυσική ανάγκη, όπως ας πούμε φαγητό.
Χρειάζεται πείρα για να φάμε; Όχι βέβαια. Τώρα αν το φαγητό είναι και νόστιμο ακόμα καλλίτερα «απαντάει η Τζίνα με χιούμορ για να την κάνει να γελάσει. «Λοιπόν Μαράκι, δυό πράγματα είναι πιθανόν να συμβαίνουν για να μην κάνουν σεξ τρεις μήνες δυο άνθρωποι σε κατάσταση «έρωτος». Ή υπάρχει ανατομικό πρόβλημα και διστάζει να σου το πει, ή είναι “αδερφή”».
«Δηλαδή αποκλείεται να είναι συνεσταλμένος και να ντρέπεται;» ρωτά η Μαρία ελπίζοντας σε μια θετική απάντηση.
«Όχι δεν αποκλείεται» της κάνει το χατίρι η Τζίνα, «αλλά μάθε το άμεσα. Εγώ αν ήμουν στη θέση σου θα τον ρωτούσα ευθέως».
«Το θεωρείς εύκολο;» λέει η Μαρία, και έσκυψε το κεφάλι της τρώγοντας με αμηχανία πετσούλες από τα νύχια της.
«Ευκολότερο από το να είσαι στην μπρίζα τόσο καιρό και να το ψάχνεις. Και πάψε να τρως τα νύχια σου παλιογρουσούζικο» γελάει και την χτυπά στην πλάτη.
------

 Ο κυρ Τάσος  καθόταν έξω  στο μικρό σαλονάκι του νοσοκομείου με το πρόσωπο ανάμεσα στα χέρια του. Όταν είδε την Τζίνα πετάχτηκε σαν ελατήριο και πήγε προς το μέρος της. «Πες μου κόρη μου τι έγινε. Εσύ κάτι θα ξέρεις. Τι έχει το κοριτσάκι μου; Ποιος το πείραξε;» Τη ρώτησε και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα.
 «Τέλος καλό, όλα καλά  κύριε Τάσο» του λέει η Τζίνα και τον αγκαλιάζει με τρυφερότητα, «ότι και να είναι πέρασε. Αυτό έχει σημασία. Όλοι οι άνθρωποι περνάμε τη φάση μας. Άλλος την περνάει εύκολα, άλλος δύσκολα. Σημασία έχει ότι περνάει».
«Τζίνα μου σε παρακαλώ μίλησε της. Ξέρω ότι σε ακούει και σε θαυμάζει. Είσαι καλός άνθρωπος, μίλησε της».
«Ασφαλώς κύριε Τάσο και θα της μιλήσω. Γι αυτό ήρθα. Όλα θα είναι καλά.  Ησύχασε, γυναίκα είμαι κι εγώ και ξέρω τι σου λέω»
Μέσα σε ένα θλιβερό δωμάτιο την υποδέχτηκε με κόκκινα μάτια η κυρία Μίνα η μαμά της Μαρίας. Μια καλοσυνάτη γυναίκα, αλλά κολλημένη με τη θρησκεία  και την «ηθική».
Η Μαρία από μικρό παιδί  μεγάλωσε με την θεοφοβία. Μονίμως ένοιωθε απολογούμενη στο θεό. Η κυρία Μίνα την έχει ντοπάρει επικίνδυνα με αυτό το συναίσθημα. Της έχει γίνει άγχος ο φόβος της αμαρτίας.
Κάποτε είχαν πάει μαζί με την Τζίνα σε ένα σεμινάριο από την εφημερίδα στην θεσαλονίκη και έμειναν το βράδυ στο ίδιο δωμάτιο. Όταν ετοιμάστηκαν για ύπνο η Τζίνα έκπληκτη  είδε την Μαρία να σκύβει, να ακουμπάει το χέρι στο έδαφος, και να σταυροκοπιέται σαν αυτές τις υστερικές γριούλες μπροστά από τα εικονίσματα.
« Τι κάνεις βρε; Τι είναι αυτά;»
«Μετάνοιες Τζίνα. Πρέπει να κάνω τριάντα κάθε βράδυ για ένα μήνα» της απαντάει σαν να κάνει κάτι απόλυτα φυσιολογικό.
«Πας καλά μάτια μου; Τι μετάνοιες; Για ποιο λόγο;»
«Εξομολογήθηκα και ο παπάς με έβαλε τιμωρία. Πρέπει να το κάνω αλλιώς δεν θα κοινωνήσω».
«Τι είναι αυτά ρε γαμώτο; Ρε συ Μαρία σύνελθε. Είσαι 28 χρονών γυναίκα, τι μαλακίες είναι αυτές;»
«Μη Τζίνα. Μην αμαρτάνεις σε παρακαλώ. Σταμάτα την κουβέντα. Σταμάτα τη τώρα» τσίριξε με υστερία αφήνοντας την Τζίνα άφωνη.  
«Εντάξει ρε Μαρία. Κάνε ό,τι νομίζεις. Θα σου πω μόνο αυτό. Ο Θεός όποιος κι αν είναι ο θεός του καθενός μας, δεν αμφισβητείται για ένα τουλάχιστον πράγμα, για την ανοχή και την κατανόηση του. Αν ήταν τιμωρός όπως θέλουν να τον παρουσιάζουν οι παπάδες, τότε αυτοί πρώτοι και καλλίτεροι θα είχαν εξατμιστεί με όλα αυτά που κάνουν».
«Δεν θέλω να το συζητήσω, δεν θέλω» παρακαλεί ή Μαρία τρέμοντας με όσα ακούει.
«Οκ, δεν με αφορά άλλωστε» απαντά με χαμόγελο η Τζίνα.

«Αχ Τζίνα μου κακό που με βρήκε» σταυροκοπιέται η κυρά Μίνα με το που την βλέπει. Τώρα τι να σου πω βρε Μίνα, ότι το κακό σε έχει βρει από καιρό με το βάρεμα που έχεις φάει; Άντε να μην τα ακούσεις ώρες που  είναι.
Κοιτάζει προς την Μαρία που είναι κατάχλωμη με τα μάτια κλειστά.
Αχ βρε Μαράκι, είμαι σίγουρη ότι πίσω από αυτό κρύβεται ο μαλάκας ο αρχιτέκτων. Ποιος ξέρει τι σου έκανε το τομάρι. Έτσι γίνεται πάντα, τα καλά παιδιά τα λεηλατούν. Πόσο ευάλωτη γαμώτο είναι η ανθρώπινη ψυχή στον έρωτα. Περνάμε αρρώστιες και τις αντέχουμε. Αντέχουμε απώλειες και  στραπάτσα παντός είδους. Και αυτό το κωλοσυναίσθημα ο έρωτας σε παραλύει και σε φτάνει στα άκρα. Αϊ σιχτίρι φτερωτό τερατάκι.
«Το αρχείο έγινε μπάχαλο. Τελείωνε με τις ασπιρίνες και έλα γραφείο γιατί χανόμαστε» της ψιθύρισε σκύβοντας πάνω από το αφτί της.
Ένα χαμόγελο διαγράφηκε στο χλωμό πρόσωπο.
«Βλακεία έκανα Τζίνα. Το κατάλαβα. Μην μου πεις τίποτα»
«Μπράβο ρε, είσαι έξυπνο κορίτσι» χαμογελάει η Τζίνα και της δίνει ένα φιλί.
«Ξέρεις…» λέει και τα μάτια της γεμίζουν δάκρυα.
«Σσς, θα μου τα πεις όλα, όταν θα είσαι έτοιμη να γελάσουμε με αυτό οκ;»
«Θα σου πω τώρα» ψιθύρισε.
«Κυρία Μίνα θα με κεράσετε ένα καφεδάκι;» της λέει, και της κλείνει το μάτι.
«Μα.. ναι, πείτε τα εσείς. Να δω τι κάνει και ο Τάσος..» αποκρίνεται η  Μίνα και φεύγει.
Η Μαρία ανασηκώθηκε λίγο στο μαξιλάρι της, πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεκίνησε.. «Σκέφτηκα Τζίνα αυτά που μου είπες και θεώρησα ότι έχεις απόλυτο δίκιο. Μίλησα λοιπόν στον Δημήτρη για το θέμα, ξέρεις  ποιο ε;»
«Έχει όνομα το θέμα Μαρία. Επιτέλους πάψε να φοβάσαι τις λέξεις» της είπε αυστηρά, αλλά αμέσως χαμήλωσε τους τόνους.. «Έλα βρε χαζούλα, συνέχισε. Αυτό θα το συζητήσουμε άλλη φορά. Τι σου είπε λοιπόν;»
«Μου είπε ότι έχει μια ιδιαιτερότητα…»
«Τι ιδιαιτερότητα; Δεν σου το διευκρίνισε;»
«Αισθάνθηκα ότι τον έφερα σε δύσκολη θέση και δεν ήθελα να ρωτήσω περισσότερα»
«Και;» ρωτάει η Τζίνα κρατώντας με το ζόρι τη διάθεσή να της τα ψάλλει.
«Την άλλη μέρα βγήκαμε για φαγητό. Ήπιαμε αρκετά, και μετά μου είπε να πάμε κάπου που θα μου άρεσε πολύ… Πήγαμε σε ένα ξενοδοχείο  κάπου πίσω από το Ζάππειο. Εγώ στάθηκα λίγο πιο πίσω από τον πάγκο της ρεσεψιόν γιατί δεν ένοιωθα και πολύ άνετα. Δεν είχα πάει άλλη φορά σε ξενοδοχείο για τον λόγο αυτό.. Το ντεκόρ της ρεσεψιόν δεν είχε τίποτα το περίεργο. Όμως διέκρινα κάτι συνωμοτικό στη συζήτηση με τον ρεσεψιονίστ και πλησίασα διακριτικά για να ακούσω. Το αφτί μου πήρε τις φράσεις: Νυφικό; δυστυχώς είναι κατειλημμένο. Ελεύθερο είναι το μεσαιωνικό. Αα.. και το ανατολίτικο. Σε μισή ώρα θα έχω και το χίλιες και μια νύχτες.
Άρχισα να ιδρώνω. Το ένστικτό μου με προειδοποιούσε για κάτι κακό, αλλά δεν μπορούσα να κάνω πίσω. Δεν ήθελα να στεναχωρήσω το Δημήτρη. Τον αγαπάω γαμώτο» είπε και με την τελευταία φράση, δάκρυα άρχισαν να κυλούν από τα μάτια της.
Η Τζίνα της έπιασε τρυφερά το χέρι..
«Είσαι σίγουρη ότι θέλεις να συνεχίσεις καρδούλα μου;» ρώτησε βγάζοντας συγχρόνως ένα χαρτομάντηλο από την τσάντα της. 
Η Μαρία έγνεψε ναι. Πήρε το μαντήλι, σκούπισε τα δάκρυα της και συνέχισε ρουφώντας τη μύτη της. «Πήρε το κλειδί, παράγγειλε τρία ποτά και με οδήγησε στο ασανσέρ. Γιατί τρία ποτά; Ρώτησα. Έκανε πως δεν με άκουσε και άρχισε να με φιλάει με πάθος. Μου άρεσε πολύ. Άναψα αμέσως και αφέθηκα ακυβέρνητη στα χέρια του.
Το δωμάτιο ήταν μια έκπληξη για μένα. Ένα δωμάτιο που σε έστελνε στα παραμύθια της Χαλιμάς.
Τεράστιες μεταξωτές κουρτίνες σε αποχρώσεις πορτοκαλί, κίτρινο, και κόκκινο κάλυπταν τους τοίχους, ζεσταίνοντας αισθητικά το χώρο. Ένας μεγάλος χάλκινος καθρέφτης με ανατολίτικο σχήμα, ξεκινούσε με μια ανεπαίσθητη κλήση προς τα εμπρός, από το πάνω μέρος του τοίχου ως κάτω στο δάπεδο καθρεπτίζοντας μέσα του το ολοστρόγγυλο κρεβάτι, που ήταν σκεπασμένο με μεταξωτά βαθυκίτρινα καλύμματα. Το ταβάνι μπλε σκοτεινό  με φωτισμένους αστρικούς σχηματισμούς. Κάτω στο πάτωμα σε κάποιο σημείο, μέσα σε ένα τεράστιο μπακίρι έκαιγε κάτι σαν χόρτο. Ανέδυε μια γλυκερή μυρωδιά που σου παρέλυε τα πόδια. Ο φωτισμός μυστήριος έβγαινε μέσα από καλυμμένα με χρωματιστά υφάσματα φωτιστικά παίζοντας ένα αισθησιακό παιχνίδι με την όραση. Διάφορα αντικείμενα από χαλκό και σίδερο  ήταν σκορπισμένα  πάνω σε ένα παχύ χαλί σε αρμονικά με το περιβάλλον χρώματα. Το πρώτο μου συναίσθημα ήταν φόβος. Σιγά σιγά αυτό άρχισε να υποχωρεί και να γίνεται δέος. Ο Δημήτρης με αγκάλιασε και με έκανε να χαλαρώσω με τα φιλιά του. Το μυρωδικό που συνέχιζε να καίει δεν μου άφηνε περιθώρια να αντισταθώ σε τίποτα. Άλλωστε δεν ήθελα να αντισταθώ, βρισκόμουν σε παραλήρημα. Άκουσα ξαφνικά σαν σε όνειρο την πόρτα να ανοίγει. Σκέφτηκα ότι ήρθαν τα ποτά. Ένας νεαρός εμφανίστηκε στο χώρο, και σε χρόνο μηδέν βρέθηκε γυμνός. Έπεσε πάνω στο κορμί μου που ήταν αδύναμο να αντισταθεί, και άρχισε να κάνει βίαιες κινήσεις κλείνοντας μου το στόμα. Πρέπει  κάπου να έχασα τις αισθήσεις μου. Θυμάμαι μόνο ότι με την άκρη του ματιού μου είδα τον Δημήτρη μέσα από τον καθρέφτη να παίζει με ρυθμό το πρησμένο  του όργανο.
Με βίασε. Καταλαβαίνεις; Με βίασε!» Ξέσπασε σε λυγμούς η Μαρία.
Η Τζίνα την αγκάλιασε μη ξέροντας τι να πει. «Ηρέμησε μωρό μου. Χαλάρωσε σε παρακαλώ. Τέλειωσε. Ένα κακό όνειρο ήταν» της είπε και την έσφιξε στην αγκαλιά της στοργικά.
«Γύρισα στο σπίτι και το μόνο που ήθελα ήταν να πεθάνω» συνέχισε η Μαρία ανάμεσα σε λυγμούς. «Ο δικός μου ο Δημήτρης το έκανε αυτό; Κόλαση. Οι αμαρτίες μου με οδήγησαν στην κόλαση. Πήρα ένα κουτί ασπιρίνες από το ντουλάπι και ήπια όσες είχε μέσα. Δεν θυμάμαι τίποτα άλλο. Τίποτα»
«Καρδιά μου ηρέμησε» της είπε η Τζίνα και της σκούπισε τα δάκρυα.
«Καταλαβαίνω πως νοιώθεις. Δεν φταις εσύ όμως μωρό μου για τίποτα. Δεν υπάρχει κόλαση και παράδεισος πίστεψε με. Υπάρχει μόνο η ζωή. Μια ζωή γεμάτη με πάθη και αδιέξοδα. Γύρω μας υπάρχουν μόνο ντουβάρια που προσπαθούμε με δεξιοτεχνία να προσπεράσουμε διεισδύοντας μέσα σε αυτά. Είναι επίπονη η προσπάθεια, και η διαδικασία πολύπλοκη. Έπεσες σε ένα σκληρό τοίχο. Πόνεσες πολύ και δείλιασες. Όμως είσαι παρούσα στη ζωή σου. Είσαι πάλι εδώ αποκτώντας τα νέα σου όπλα για να πολεμήσεις. Κοίτα γύρω σου. Όλοι αυτοί σε κάθε κρεβάτι έχουν ένα πόνο να παλέψουν. Δηλώνουν όμως όλοι παρόντες. Αυτό είναι ζωή. Αυτό είναι δύναμη. Να είσαι πάντα ΠΑΡΩΝ στη ζωή σου» 
Τα μάτια της Τζίνας άρχισαν να τρέχουν. Οργή πλημμύρισε την καρδιά της αλλά δεν είπε τίποτα «Μαράκι πιστεύω να έχεις ήδη καταλάβει ότι δεν άξιζαν τα μούτρα του τέτοια θυσία ε;»
Η κοπέλα χαμήλωσε τα μάτια της θυμίζοντας θλιμμένο άγγελο.
«Οι δικοί σου τι θέλεις να μάθουν;»
«Σε παρακαλώ Τζίνα, δεν θα πεις τίποτα ε; Δεν θα το αντέξουν.»
«Καλά είσαι τελείως χαζεμένο; Και βέβαια δεν θα πω τίποτα, ούτε στους γονείς σου ούτε σε κανέναν. Είναι ολοδικό σου θέμα, χειρίσου το όπως νομίζεις. Το μόνο που θέλω είναι να το ξεχάσεις. Να το δεις μόνο σαν μια κακή εμπειρία, σαν ένα μάθημα ζωής. Έχω τον λόγο σου μικρό χαζούλι;»
Το πρόσωπό της φωτίστηκε, και χαμογέλασε
«Σ’ ευχαριστώ Τζίνα, είσαι φίλη» της είπε σφίγκοντας της δυνατά το χέρι. Η Τζίνα της χαμογέλασε από καρδιάς.
«Θέλω μόνο μια χάρη από σένα» της είπε, «ή μάλλον δύο χάρες. Η πρώτη να μου δώσεις το τηλέφωνο του Δημήτρη. Η δεύτερη να μη με ρωτήσεις γιατί» 
«Τι να το κάνεις;»
«Επ, σου είπα να μη ρωτήσεις γιατί. Πακέτο οι χάρες. Ή και οι δύο μαζί ή καμμία οκ;»
«Οκ Τζίνα σου έχω εμπιστοσύνη γράψε το».



«Τζίνα τι ύφος είναι αυτό; Τι έπαθες;» ρωτά ξαφνιασμένη η Βίκυ όταν τη βλέπει να επιστρέφει στο σπίτι «μαινόμενος ταύρος»
«Θα σου πω. Πρώτα να κάνω ένα τηλεφώνημα».
Πετάει στο πάτωμα την τσάντα της, και σχηματίζει το νούμερο γεμάτη οργή.
« Τον Δημήτρη παρακαλώ..»
«Ο ίδιος»απάντησε μια αδερφίστικη φωνή.
«Άκου καλά καθήκι. Είμαι φίλη της Μαρίας Σωτηρίου. Δικηγόρος, και γυναίκα μπάτσου. Πρόσεξε τι θα σου πω ανώμαλε. Μην τολμήσεις να το ξανακάνεις αυτό σε άλλο κορίτσι, γιατί θα σου τα κόψω και θα στα δώσω να τα φας. Θα σε χώσω μέσα τόσο βαθιά που δεν θα ξέρεις αν ζεις ή πέθανες.
Αυτή τη φορά τη γλίτωσες γιατί ή Μαρία δεν θέλει να σε μηνύσει. Όμως να ξέρεις κωλόπαιδο ότι θα είμαι πίσω σου από εδώ και εμπρός. Να είσαι σίγουρος, ότι έχω τον τρόπο.. Όσο για την Μαρία μη περάσει από το άρρωστο μυαλό σου η ιδέα να την ξαναπλησιάσεις. Συνεννοηθήκαμε;»
«Δεν καταλαβαίνω.. Τι; τι θέλετε να πείτε;» απάντησε με χεσμένη φωνή.
«Δεν καταλαβαίνεις ε; Καλά λοιπόν, τότε θα σου στείλω κάποιους να σου δώσουν να καταλάβεις μαλάκα. Τώρα κιόλας» του είπε φωνάζοντας  τόσο δυνατά που τον ψάρωσε εντελώς.
«Συγνώμη, συγνώμη, δεν θα ξαναγίνει, ορκίζομαι», κλαψούρισε ο αρχιτέκτων Δημήτρης.
«Άντε στο διάβολο να βρεις τον όμοιο σου βρωμιάρη» του είπε με υποτιμητικό ύφος και του έκλεισε στα μούτρα το τηλέφωνο. Στρίβει τσιγάρο με χέρια που τρέμουν. Η Βίκυ την κοιτάζει σαν χαμένη.
«Τι έγινε Τζίνα;»
Ξεσπάει σε λυγμούς και αφηγείται στην Βίκυ τα όσα έγιναν.
Όλη τη νύχτα δεν έκλεισε μάτι.


Ξημέρωσε η επόμενη μέρα και η Τζίνα πήγε στο γραφείο με άσχημη διάθεση..
Αν τολμήσει κάποιος να μου πει λέξη για τη Μαρία, πέθανε. Είπε στον εαυτό της και έβγαλε το θέρμος από την τσάντα της. Είχε φέρει καφέ από το σπίτι. Η ιδέα ότι θα έπρεπε να μιλήσει με την καφετζού την έφτιαχνε και μόνο σαν σκέψη. Ο μόνος τρόπος να το αποφύγει ήταν, να την κάνει να φρικάρει. Και το πέτυχε, γιατί μόλις η Ντίνα ήρθε μέσα στην τρελή χαρά στο γραφείο της Τζίνας, είδε το αχνιστό φλιτζάνι πάνω στο γραφείο. Κοντοστάθηκε. Η Τζίνα την είδε, δεν σήκωσε όμως τα μάτια  από τα χαρτιά της.
«Να υποθέσω ότι  δεν θέλεις καφέ;» ρώτησε κομπιάζοντας,
«Σωστά υποθέτεις» απάντησε η Τζίνα χωρίς να την κοιτάξει.
Ακολούθησε σιωπή. Η Ντίνα δεν τόλμησε να ρωτήσει τίποτα άλλο. Γύρισε την πλάτη της και εξαφανίστηκε.
Άνοιξε τον υπολογιστή, και με κινήσεις αυτόματες πήγε στα mail της. Κοίταξε βαριεστημένα στην οθόνη. Μια έκπληξη έκανε το ξεχασμένο χαμόγελο να ανθίσει στα χείλη της. Ήταν από τον Χρήστο.
«Καλημέρα καλή μου. Εύχομαι να είσαι καλά. Δεν επικοινώνησα μαζί σου γιατί είχα μπελάδες με τα παιδιά και την πρώην. Ξέρεις αποφασίσαμε να πάμε σε σύμβουλο  γάμου, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν σε σκέφτομαι. Δεν ξεχνώ ότι είσαι ο μόνος άνθρωπος που μπορώ να μιλήσω, να βγάλω αυτό που με βαραίνει. Να υποθέσω ότι έχω μια φίλη εκεί έξω; Σε φιλώ γλυκά, και σύντομα θα βρεθούμε. Το υπόσχομαι.»
 Το χαμόγελο πήγε από εκεί που ήρθε. «Αϊ χάσου ανισόρροπε» της ήρθε να του γράψει. Δεν το έκανε όμως γιατί ήταν ερωτευμένη.
Πάτησε «προώθηση» στέλνοντας το email κατ’ ευθείαν στη Βίκυ και
συγχρόνως την πήρε τηλέφωνο.
«Βίκυ έκτακτα !!»
«Έλα Τζίνα μου. Τι έγινε; Είσαι καλά; Τι έκτακτα;»
«Άνοιξε το mail σου, και πάρε με».
«Τι έγινε ρε;»
«Άνοιξέ το και θα δεις»
Σε λίγα λεπτά  χτύπησε το κινητό της.
«Είναι μαλάκας. Στο είπα ότι είσαι το δεκανίκι του. Στείλτον βρε Τζίνα, θα σου τσακίσει τα νεύρα. Δεν το αξίζεις ματάκια μου»
«Ναι αυτό θα κάνω. Σίγουρα. Τα έχω πάρει και εγώ» απαντάει κι’ εκείνη τη στιγμή τουλάχιστον,  πίστευε αυτό που έλεγε.
«Εντάξει γλυκιά μου. Μην στεναχωριέσαι. Όλοι μαλάκες είναι τελικά. Σε αφήνω τώρα γιατί έχω δουλειά . Θα τα πούμε μετά. Φιλάκια».
Άκου φίλη. Ο ηλίθιος. Με τους φίλους μας δεν κάνουμε έρωτα κύριε Χρήστο μας. Γιατί όταν κάνουμε έρωτα είμαστε εραστές. Την ξέρεις την λέξη; Ε ρ α σ τ ε ς!!  Όχι Τζίνα, δεν θα εκνευριστείς, χέστον.
     
Πλησίαζε μεσημέρι όταν το κινητό της χτύπησε ξανά. Ήταν ο Χρήστος.
«Μωρό μου; Είσαι καλά;»  ακούστηκε η χαδιάρα φωνή του.
«Ναι καλά είμαι» απάντησε μουτρωμένη .
«Έχεις κάτι;  Αλήθεια έλαβες το mail μου;» τη ρώτησε απορημένος με την συμπεριφορά της.
«Ναι το έλαβα. Σόρρυ, δεν απάντησα γιατί είχα δουλειά».
«Άσε. Τα πράγματα χειροτέρεψαν. Θα σου τα πω από κοντά. Γι αυτό σε πήρα μάτια μου, θέλω να σε δω. Μπορείς το βράδυ;»
Ήθελε να του πει ένα Όχι τόσο βροντερό, όσο αυτό του Μεταξά. Όμως δεν το έκανε γιατί η  καρδιά της άρχισε να χτυπά από πόθο.
Αχ! η καρδιά. Πόσα ελαφρυντικά της δίνουμε. Είναι το άλλοθί μας. Αυτή  όμως  είναι το κέντρο των αποφάσεων είτε μας αρέσει είτε όχι. Είναι η υπερδύναμη που βομβαρδίζει ανελέητα την λογική και κάθε κύτταρο ορθής σκέψης. Κάποτε νόμιζα ότι το μυαλό αποφασίζει. Λάθος οικτρό. Το μυαλό δεν είναι παρά ο δικαστής που δικάζει τις αποφάσεις της καρδιάς.

«Θα βγεις;» Ρώτησε μέσα από ένα χασμουρητό, η Βίκυ, η οποία (νόμιζε), ότι παρακολουθούσε ταινία στο βίντεο.
«Χαχα….Ωραία η ταινία Βικάκι; Γιατί δεν πάς ματάκια μου στο κρεβάτι σου και βασανίζεις την κασετούλα; Τι σου έκανε;»
«Μμ, μάλλον κοιμήθηκα ε;»
«Μπααα, όχι ρε, ταινία έβλεπες»
«Λοιπόν για πού;» επέμενε η Βίκυ, βλέποντας την Τζίνα έτοιμη για βραδινή απόδραση.
«Θα βγω με τον Χρήστο», απάντησε σαν να έλεγε κάτι απόλυτα φυσιολογικό, και συνέχισε να ψάχνει τα παπούτσια της στο δήθεν αδιάφορο.
«Ωχ!! Με ποιόν; Ερωτααα, αχ ερωτααα» άρχισε να τραγουδά περιπαιχτικά η Βίκυ.
Η Τζίνα αντί για απάντηση της πέταξε ένα μαξιλάρι στο κεφάλι.
«Μη πεις τίποτα Βίκυ. Ρlease!» την παρακάλεσε ενώνοντας τα δυό χέρια κάτω από το σαγόνι.
«Δεν είπα τίποτα. Ή μήπως είπα και δεν το άκουσα το «κωφόν»; Χαχα, άντε  βρε, κοίτα να περάσεις καλά. Ξύπνα με όταν γυρίσεις να μου πεις τα νέα οκ;»
«Ναι. Σίγουρα. Θα σε ξυπνήσω για «παρηγοριές».
Φίλησε την Βίκυ και τον Αντρέα (που έβλεπε και αυτός την ίδια ταινία με την Βίκυ) και έφυγε.
«Αντρέα δεν τη βλέπω καλά τη μαμά σου. Πες της και εσύ καμιά κουβέντα γιατί την “χάνουμε”». Μονολόγησε η Βίκυ κοιτάζοντας προς τον Αντρίκο που τεντωνόταν.


Ο Χρήστος ήταν σε άσχημη διάθεση. Είχε προηγηθεί καυγάς με την γυναίκα του. Δεν τον άφησε να δει τα παιδιά, και επί πλέον του είχε καταστρέψει όλα τα cd μαζί με το στερεοφωνικό του. Θηρίο αυτός έβριζε θεούς και δαίμονες. Πήρε τηλέφωνο την πεθερά του και της είπε να μαζέψει την κόρη της. Εκείνη με τη σειρά της τηλεφώνησε στην μάνα του Χρήστου και την προειδοποίησε να βάλει μυαλό στο γιο της. Φαύλος κύκλος δηλαδή.
Είναι άξιο απορίας πώς μπορούν τέτοιας νοοτροπίας άνθρωποι να συμβιώνουν τόσα πολλά χρόνια, και να κάνουν μάλιστα και παιδιά. Γιατί ρε γαμώτο δεν ξυπνάς ένα πρωί κακορίζικος και γρουσούζης. Αυτό τόχεις από τη μέρα που γεννιέσαι. 
Έλεγε.. έλεγε ασταμάτητα ο Χρήστος. Η Τζίνα έπινε το κρασί της κάνοντας υπομονή και δεν μιλούσε. Τι να έλεγε άλλωστε.
Εγώ τι φταίω να ακούω τόση ώρα μαλακίες; Έφτασε ως το στόμα της να κάποια στιγμή. Δεν μίλησε όμως. Προσπάθησε να ηρεμήσει το θηρίο με γλυκόλογα.
«Έλα καρδούλα μου, ηρέμησε. Θα περάσουν όλα. Θα αμβλυνθεί σιγά σιγά η σχέση σας και όλα αυτά θα σου ακούγονται σαν ένα αστείο. Είναι ακόμα νωπό το τραύμα και πονάει. Σε λίγο καιρό όλα θα είναι αλλιώς» του ψιθύρισε, και έπιασε με τρυφερότητα το χέρι του
«Αστείο;» (μόνο αυτό άκουσε ο άρρωστος)  «Εμ, βέβαια γυναίκα είσαι και εσύ. Αλίμονο! Όλες ίδιες είσαστε. Όσο κάνετε το κέφι σας όλα καλά, όταν σας πούνε ένα όχι βαράτε διάλυση» απάντησε με κακία φωνάζοντας, και τράβηξε απότομα το χέρι του.
Η υπομονή της σήμανε τέλος. «Άντε παράτα με ρε σπασίκλα. Άντε χάσου που θα μου βάλεις και τις φωνές» Είπε εκνευρισμένη. Πέταξε ένα χαρτονόμισμα πάνω στο τραπέζι, πήρε την τσάντα της, και έφυγε θυμωμένη.
Ο Χρήστος την ακολούθησε τρέχοντας ξωπίσω της. «Συγνώμη καλή μου. Συγνώμη, χίλια συγνώμη». Την άρπαξε στην αγκαλιά του φιλώντας τα χείλη της με πάθος. Η Τζίνα παραδόθηκε.
Πέρασαν την νύχτα μαζί χωρίς να μιλούν. Με έρωτα και πάθος.